Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Σταθμός Έντεκα - Emily St.John Mandel





Ο θάνατος του ηθοποιού Άρθουρ Λιάντερ πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παράστασης του Βασιλιά Ληρ θα ήταν μια συγκλονιστική είδηση που θα απασχολούσε τα μέσα για αρκετές μέρες· η κηδεία, τα αφιερώματα στη ζωή και το έργο του, τα κληρονομικά, οι πρώην σύζυγοι και οι ερωμένες θα παρέλαυναν απ' τις οθόνες και τις στήλες των εφημερίδων. Όμως όχι, τίποτα από αυτά δεν έγινε. 

Είναι το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε αλλά -δεν ξέρω αν- νιώθω εντάξει. Αν τα ρεφρέν από τα τραγούδια μάς επισκέπτονται κάπως ανεξήγητα, τη στιγμή που η πομπή των αυτοκινήτων μένει στάσιμη, ή που το καυτό νερό πέφτει στο γυμνό κορμί, αφήνοντας μια αίσθηση έκπληξης καθώς αναζητούμε την ελάχιστη χαραμάδα από την οποία εισέβαλε εκείνη η μελωδία, συχνά παράταιρη και μιας άλλης, περασμένης εποχής, υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές, που τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει καλύτερα το παρόν από ένα ρεφρέν, από ένα απλό ρεφρέν: είναι το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε αλλά -δεν ξέρω αν- νιώθω εντάξει. Αυτό το ρεφρέν έρχεται αυτόματα στα χείλη του ήρωα, ή καλύτερα του επιζήσαντος Τζίβαν Σόντρι, το ρεφρέν και η τροποποίησή του, πώς γίνεται να νιώθει κανείς εντάξει;, και δυστυχώς δεν βρίσκεται σε φάση ύπνου REM, είναι ξύπνιος εν μέσω ενός εφιάλτη.

Και ο εφιάλτης έχει όνομα: Γρίπη της Γεωργίας. Μέσα σε ελάχιστες μέρες ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού αποβιώνει. Και η γη μοιάζει πια με ένα εγκαταλελειμμένο θέατρο, χωρίς φώτα και θέρμανση, χωρίς ηθοποιούς και θεατές, χωρίς τεχνικούς και φροντιστές, με το βεστιάριο γεμάτο ρούχα και το κυλικείο με αρκετές προμήθειες λόγω της πρεμιέρας του Βασιλιά Ληρ, με τον εξοπλισμό και τα σκηνικά να καταρρέουν σιγά σιγά, όσα δηλαδή έχουν γλιτώσει από τις επιδρομές των πλιατσικολόγων, που όμως ας μην τους κατηγορούμε ελαφρά τη καρδία, αφού αναγκάστηκαν να αναμετρηθούν με τις ηθικές τους αξίες για να επιβιώσουν, ή για να έχουν έστω κάποια ελπίδα να επιβιώσουν. 
Τι χάθηκε μετά την κατάρρευση: σχεδόν τα πάντα, σχεδόν όλοι, αλλά υπάρχει ακόμα τόση ομορφιά. Η δύση του ηλίου στον αλλαγμένο κόσμο, μια παράσταση του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας σε ένα πάρκινγκ σε μια πόλη με το μυστηριώδες όνομα Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ, η Λίμνη Μίσιγκαν που αστράφτει ένα χιλιόμετρο μακριά.
Και ένας όμως άνθρωπος να επιζήσει, μαζί του θα επιζήσει και η μνήμη του παλιού κόσμου, εκείνοι που χάθηκαν, τα αεροπλάνα που πετούσαν, το διαδίκτυο που είχε απαντήσεις για όλα και τώρα έχει απλώς εξαφανιστεί. Η μνήμη όλων εκείνων των καθημερινών πραγμάτων που ήταν δεδομένα και που τώρα απλώς δεν υπάρχουν. Το ένστικτο της επιβίωσης θα ξυπνήσει το ένστικτο της αγέλης στους ανθρώπους, την ανάγκη να σχηματίσουν ομάδες, να επιμερίσουν τις εργασίες, να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους. Κάποιοι θα περιπλανηθούν για καιρό μόνοι τους, ανάμεσα σε χαλάσματα και επικίνδυνα περάσματα, μια περιπλάνηση ενστικτώδης, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πού είναι καλύτερα.

Τη Μάντελ δεν την ενδιαφέρει μόνο να στήσει τον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, την ενδιαφέρουν οι συνδέσεις με τον τωρινό, η ανάδειξη των προσωπικών ιστοριών, τα νήματα -ορατά και μη- που διασταυρώνονται, ένας ήπιος και ψιθυριστός στοχασμός πάνω στα πράγματα που σήμερα μοιάζουν τόσο σημαντικά και δεδομένα. Και μπορεί η κατασκευή και παρουσίαση του νέου κόσμου να μην είναι το αποκλειστικό της ενδιαφέρον, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν τα καταφέρνει υπέροχα, έχοντας μπολιάσει στο προσωπικό της ταλέντο και σημαντικές αναφορές όπως ο Δρόμος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ για παράδειγμα.

Εκείνο που πάντα με εντυπωσιάζει, και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο θεωρώ το μυθιστόρημα την ύψιστη μορφή της γραπτής έκφρασης, είναι η σύλληψη και η εκτέλεση ενός οράματος. Και εδώ η συγγραφέας, γεννημένη στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά, έχει ένα όραμα, και το έχει τόσο καθαρό στο μυαλό της, που μπορεί με άνεση να σπάει τον αφηγηματικό χρόνο κατά το δοκούν, να κινείται στον χώρο με τεράστια ελευθερία, χωρίς να μπερδεύει και να αποσυντονίζει τον αναγνώστη, να αφήνει μικρές και -φαινομενικά- ασήμαντες λεπτομέρειες εδώ και εκεί, σχεδόν αόρατους γάντζους από τους οποίους στην εξέλιξη της αφήγησης θα περάσει ακόμα ένα δοκάρι για να στηρίξει ένα μέρος της συνολικής κατασκευής. Ο περιπλανώμενος θίασος που επιμένει να παίζει μόνο έργα του Σέξπιρ, τα δύο εγκυβωτισμένα κόμιξ -το ένα με τίτλο Σταθμός Έντεκα και την εμφανή επιρροή της Ούρσουλα Λε Γκεν- και το Μουσείο των Πραγμάτων του Παλιού Κόσμου, αποτελούν κοσμήματα-ευρήματα στο σύμπαν της Μάντελ.

Ο Σταθμός Έντεκα είναι μια στέρεη και λαμπερή κατασκευή, ένα υπέροχο μυθιστόρημα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Ίκαρος


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου