Το Γκρέιβσεντ, μία φτωχική γειτονιά του Μπρούκλιν, μακριά από
τα φώτα της μητρόπολης, στη σκιά τους για την ακρίβεια, είναι ένα μέρος
εγκατάλειψης, χωρίς ελπίδα και προοπτική, που αποπνέει μοιρολατρία και
αδιέξοδο. Ο Κόνγουεϊ έμεινε στο Γκρέιβσεντ, είδε τον αδερφό του να
δολοφονείται, τη μητέρα του να χάνεται, μένει με τον γέρο πατέρα του
και δουλεύει σε μία αποθήκη φαρμάκων.
Δεκαέξι χρόνια. Τόσο περίμενε ο Κόνγουεϊ. Και η μέρα έφτασε. Ο Ρέι Μπόι, αρχηγός της συμμορίας που κυνήγησε τον αδερφό του και εκείνος, προσπαθώντας να ξεφύγει, βρέθηκε στη λεωφόρο όπου και βρήκε φρικτό θάνατο από διερχόμενο αυτοκίνητο, είναι πια ελεύθερος. Το πρόβλημα του Μπόι και των αγοριών του ήταν η ομοφυλοφιλία τού Ντάνκαν, η μηδενική ανοχή των σκληρών της γειτονιάς απέναντι στη διαφορετικότητα, η βία ως η κορύφωση της μηδενικής ανοχής μιας γειτονιάς. Ο Κόνγουεϊ θέλει να πάρει εκδίκηση. Δεν τον ενδιαφέρει αν ο Ρέι Μπόι και η συμμορία του δεν σκόπευαν να δολοφονήσουν τον αδερφό του. Δεν τον ενδιαφέρει πως η δολοφονία έγινε πριν την ψήφιση του νόμου που προέβλεπε αυστηρότερες ποινές για εγκλήματα μίσους. Ο Κόνγουεϊ θέλει να πάρει εκδίκηση, μόνο αυτό τον ενδιαφέρει. Τίποτα όμως δεν θα συμβεί όπως το είχε σχεδιάσει εκείνος στο μυαλό του.
Την ιστορία των δύο, του Κόνγουεϊ και του Ρέι Μπόι, θα πλαισιώσουν οι ιστορίες της Αλεσάντρα που επέστρεψε στο Γκρέιβσεντ μετά από αρκετά χρόνια στο Λος Άντζελες, της Στέφανι που δεν έφυγε ποτέ και του ανιψιού τού Ρέι Μπόι που τον έχει πρότυπο. Σε μία γειτονιά που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, οι ιστορίες των ηρώων αυτού του πρώτου μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Μπόυλ θα διασταυρωθούν για να αποτυπώσουν το ζοφερό περιβάλλον ενός μικρόκοσμου, ενός μόνο από τους πολλούς ανάλογους μικρόκοσμους.
Για τον συγγραφέα η πλοκή μοιάζει δευτερεύουσας σημασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως την παραμελεί, εκείνο όμως που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η ζοφερή ατμόσφαιρα, η αδιέξοδη καθημερινότητα, η συναισθηματική αναπηρία και τα πρωτόγονα ένστικτα των ανθρώπων, η έλλειψη ιδεαλισμού και ηρωισμού, η ανάγκη για αγάπη που συγκρούεται μετωπικά με τον αγώνα για επιβίωση. Η γλώσσα και η αφήγηση υπηρετούν το αίσθημα αυτό, με ποιητικές εξάρσεις που μοιάζουν με πυροτεχνήματα και γρήγορα πέφτουν κενές και ακίνδυνες πίσω στο έδαφος, με διαλόγους απλούς, μέσα από τους οποίους κυρίως αποτυπώνονται οι χαρακτήρες της ιστορίας, με εξέλιξη της πλοκής με ελάχιστες κορυφώσεις, συμβατή με μία πραγματικότητα ελάχιστων εκπλήξεων, μία πραγματικότητα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η κατάληξή της είναι δεδομένη και γνωστή εκ των προτέρων, χωρίς νικητές και χωρίς κάθαρση. Ο Μπόιλ θα μπορούσε να έχει διαλέξει κάποια επαρχιακή πόλη κάποιας μεσοδυτικής πολιτείας, εκεί θα ταίριαζε περισσότερο το σκηνικό ως στερεότυπο, επέλεξε όμως το Γκρέιβσεντ του Μπρούκλιν της ανατολικής ακτής.
Το Γκρέιβσεντ μοιάζει με τάφο, λάκκος βαθιά σκαμμένος και καλά παραχωμένος, ούτε μία ακτίνα φωτός δεν φτάνει εκεί· λογοτεχνία νουάρ στην παράδοση σπουδαίων συγγραφέων.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις
Έχεις δίκιο: "εκείνο όμως που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η ζοφερή ατμόσφαιρα, η αδιέξοδη καθημερινότητα, η συναισθηματική αναπηρία και τα πρωτόγονα ένστικτα των ανθρώπων, η έλλειψη ιδεαλισμού και ηρωισμού".
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Boyle δίνει στη λέξη παρακμή ένα συνώνυμο: Gravesend.
Πάπισσα Ιωάννα