Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Μετακόμιση και ανάγνωση


 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να μετακομίσω, και -σχεδόν- σίγουρα όχι η τελευταία. Και μπορεί ο υπάλληλος της μεταφορικής, έχοντας εμπιστοσύνη στα χέρια του, να δήλωσε πως τα φυτά είναι τα πλέον απαιτητικά σε μία μετακόμιση, ενώ ο επιχειρηματίας να διευκρίνισε πως μόνο πιάνο δεν αναλαμβάνει και πως της κόρης του που χρειάστηκε το ανέλαβε εξειδικευμένος συνάδελφος, όμως για μένα (άντρας, εργένης), που τα τελευταία σχεδόν είκοσι -πότε έγιναν τόσα;- χρόνια ζω μόνος μου, ο ολοένα αυξανόμενος όγκος των βιβλίων αποτελεί -για διάφορους λόγους- ένα μείζονος σημασίας ζήτημα όταν η μετακίνηση σε ένα επόμενο σπίτι κρίνεται -για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους- απαραίτητη. Και όσο και αν ρέπω στη θεωρία, θέλοντας να προσδώσω μία κάποια φιλοσοφική διάσταση, να υπερασπιστώ για παράδειγμα το λιτό μου βίο και να αποδιώξω από τους ώμους μου την καταναλωτική υστερία, εντούτοις σε μία μετακόμιση το ζήτημα είναι -σχεδόν- πάντοτε πρακτικό.

Έτσι έγινε και αυτή τη φορά.

Τις ημέρες που προηγήθηκαν της μετακόμισης, κούτες συσσωρεύονταν και βιβλία εμφανίζονταν στα πλέον απροσδόκητα μέρη ενός σπιτιού οριακά πενήντα τετραγωνικών. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με μία ολική μετακόμιση*, οι αμέσως προηγούμενες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εν προόδω ή σκαλοπάτι**. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Όταν, την παραμονή το βράδυ, έκλεισα την τελευταία κούτα, είχαν μείνει κάποια ελάχιστα ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα που θα έμπαιναν στον κάδο με τα άπλυτα, κάθισα -σχεδόν- ικανοποιημένος και -σίγουρα- αποκαμωμένος στον καναπέ, άπλωσα τα πόδια στο τραπεζάκι και έμεινα να κοιτάζω τους χάρτινους όγκους. Μεσολάβησε μία νύχτα και η μετακόμιση παρουσία τεσσάρων μεταφορέων. Στο επόμενο καρέ καθόμουν στον ίδιο καναπέ, με τα πόδια απλωμένα στο ίδιο τραπεζάκι, αλλά σε ένα άλλο σπίτι, κοιτάζοντας τους χάρτινους όγκους.

Και τι κάνουμε τώρα;

Αναρωτήθηκα. Και δεν έκανα τίποτα, και για δύο μέρες έζησα σαν τουρίστας, ανοίγοντας τις βαλίτσες για να πάρω το ένα ή το άλλο, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας εκτός σπιτιού, σουλατσάροντας στη νέα γειτονιά, αναβάλλοντας. Την τρίτη μέρα αποφάσισα να τακτοποιήσω την κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο. Μου πήρε τρεις ή τέσσερις ώρες. Η διαδικασία του ξεπακεταρίσματος αποδείχτηκε για ακόμα μία φορά σαφώς πιο βατή από την αντίστροφή της. Μεθοδικά διέλυα τις κούτες και τις κατέβαζα στον κάδο, από όπου μέσα σε λίγα λεπτά εξαφανίζονταν. Τα άδεια ντουλάπια και ράφια γέμισαν, αποφάσεις χωροθέτησης πάρθηκαν, ατέλειες του σπιτιού μέχρι πρότινος κρυμμένες καλά στα χαμόγελα του μεσίτη άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, οι κούτες με τα βιβλία παρέμεναν στο σαλόνι σαν κάποια αδιευκρίνιστη εγκατάσταση.

Δέκα μέρες μετά. 
 
Τόσο μου πήρε για να βρω το κουράγιο. Ίσως, αν δεν ήταν οι άδειες, εμφανώς τραυματισμένες από τις απανωτές μετακομίσεις βιβλιοθήκες να απαιτούν τον προορισμό τους, να μην το έπαιρνα απόφαση. Δεν είναι πως δεν έκανα τίποτα σχετικά όλες αυτές τις ημέρες. Απασχολούσα το μυαλό μου με την επερχόμενη ταξινόμηση, εδώ το αγαπημένα, εκεί τα αδιάβαστα, τα ελληνικά χώρια σίγουρα, τα δοκίμια λόγω όγκου στα χαμηλά ράφια και τα λοιπά και τα λοιπά με τις κούτες πάντα κλειστές. Είχε προστεθεί και μια καινούργια βιβλιοθήκη, ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα την έλλειψη χώρου ως ενδεχόμενο. Έμελλε να εμφανιστεί κάπου στα μισά της διαδικασίας αποπακετοποίησης. Και τώρα; 
 
Πέρασαν δύο μέρες ακόμα.

Ένιωθα απελπισία απέναντι στο ενδεχόμενο του αποχωρισμού και της χρήσης του σκοτεινού και δυσπρόσιτου στην όραση παταριού. Μια διαδικασία που δεν έχει αρχίσει βαραίνει περισσότερο από μια μισαρχινισμένη. Ο φετιχισμός και η ιδιοκτησία χτυπούσαν την πόρτα, με έδειχναν με το δάκτυλο, νόμιζες πως είσαι διαφορετικός, έλεγαν. Ένα σπίτι τριψήφιων τετραγωνικών, με ένα ή περισσότερα δωμάτια βιβλιοθήκες, με μια αίσθηση σταθερότητας και μονιμότητας, αυτά σκεφτόμουν. Βιβλιοθήκες γερές, από το πάτωμα ως το ταβάνι να κυκλώνουν τον χώρο. Ονειροπόληση χωρίς καμία βάση ρεαλισμού. Στο τέλος της δεύτερης μέρας αποφάσισα, όχι χωρίς κόστος, τη σύνταξη μιας τριπλής διάκρισης. 
 
Μια λίστα κάπως διαφορετική.
 
Για την ακρίβεια τρεις. Στην πρώτη κατηγορία τα βιβλία εκείνα που ήθελα να έχω, για λόγους συναισθηματικούς -κυρίως- και πρακτικούς δευτερευόντως. Στη δεύτερη κατηγορία τα βιβλία εκείνα που αγάπησα πολύ, που απόλαυσα την ανάγνωσή τους, αλλά που για διαφορετικούς λόγους το καθένα δεν θα επέστρεφα αναγνωστικά. Μια κούτα άνοιξε για να τα υποδεχτεί, κάθε ένα βιβλίο που τοποθετούσα εκεί το χάριζα νοητικά και σε κάποιον φίλο που πίστευα πως θα του ταιριάζει. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται, σκεφτόμουν, και η παρηγοριά μετατρεπόταν σε ιδεολογία ισχυρώς περιχαρακωμένη. Στην τρίτη κατηγορία τα βιβλία εκείνα που δεν μου είχαν αρέσει, που όμως είχαν καταφέρει να επιζήσουν όλων αυτών των μετακομίσεων. Τα κοιτούσα σχεδόν με μίσος. Μια δεύτερη κούτα άνοιξε να τα κρύψει. Δεν θα χάριζα ποτέ σε κάποιον ένα βιβλίο που το θεωρούσα μέτριο, θα ήταν σαν να χάριζα ένα σκισμένο παντελόνι, έτσι σκεφτόμουν. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία των φίλων έμελλε να είναι ο προορισμός τους. 
 
Δεν τρέφω αυταπάτες όμως.
 
Η κατηγοριοποίηση αυτή, παρά τις όποιες μελλοντικές εκπτώσεις, δεν μπορεί παρά να έχει μια δεδομένη διάρκεια ζωής, το πρόβλημα χώρου αργά ή γρήγορα θα επανέλθει, καθώς τα βιβλία της πρώτης κατηγορίας -αλλά και τα αδιάβαστα βεβαίως- θα αυξάνονται. Ήταν όμως μια αρχή, μια πυξίδα πορείας. Κούτες άνοιξαν και έκλεισαν, βιβλία αφαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν, σημεία απόθεσης εφευρέθηκαν, η μετακόμιση -έστω κι έτσι- ολοκληρώθηκε. Τα αδιάβαστα άμεσης χρήσης τοποθετήθηκαν με τη σειρά τους σε μια ακόμα κούτα, έτοιμα για την επόμενη μετακόμιση σκαλοπάτι που δεν θα αργούσε. Αυτή είναι η ιστορία εκείνης της μετακόμισης.
 
Σήμερα.
 
Δύο χρόνια μετά και τρεις μετακομίσεις μετά, παρά την ταμπέλα του προσωρινού και παρά τις τόσες διαφορές ανάμεσα σε εκείνη τη ζωή και ετούτη εδώ, συνεχίζω το κείμενο αυτό που έμεινε στα πρόχειρα του μπλόγκερ τότε. Ίσως γιατί η τελευταία μετακόμιση έγινε έτσι όπως έγινε, ίσως γιατί η βιβλιοθήκη ήταν το πλέον επικίνδυνο αντικείμενο την ώρα του σεισμού, ίσως γιατί η παρατεταμένη καραντίνα συσσώρευσε βιβλία και των τριών κατηγοριών, ίσως γιατί αυτή η αίσθηση προσωρινότητας είχε σκεπάσει την ανάγκη για κατηγοριοποίηση των βιβλίων. Εδώ έχω βιβλία και όχι βιβλιοθήκες, έτσι σκέφτομαι, και η μη πρόσβαση σε αυτές εμπεριέχει κόστος, όχι μόνο πρακτικό, όμως τα βιβλία είναι απόλαυση και ελευθερία και δεν πρέπει, σκέφτομαι, να αποτελούν βαρίδι, παρότι ξέρω πως και την επόμενη φορά, κάθε επόμενη φορά, θα είναι και τέτοιο.
 
Μέχρι την επόμενη φορά, λοιπόν.  

 
*ολική μετακόμιση: όταν το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να μεταφερθεί ενιαίο και αδιαίρετο.
** μετακόμιση εν προόδω/ μετακόμιση σκαλοπάτι: όταν η μεταφορά μέρους των πραγμάτων δύναται να μετατοπιστεί στο απώτερο -και άρα αβέβαιο- μέλλον  
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου