Δεν θα ήταν η πρώτη, και σίγουρα όχι η τελευταία, φορά που δεν θα διάβαζα ένα βιβλίο εάν τύχαινε και γνώριζα από πριν μέσες άκρες την υπόθεσή του. Γιατί, καλώς ή κακώς, στην επιλογή του επόμενου μυθιστορήματος, περισσότερο απ' ό,τι άλλο, είναι η ιστορία που παίζει τον σημαντικότερο ρόλο. Έχοντας όμως συνειδητοποιήσει πως τελικά εκείνο που για μένα καθορίζει την αναγνωστική απόλαυση είναι πρωτίστως η αφήγηση και ακολούθως η ιστορία, έχω αποφασίσει να κινούμαι περισσότερο από ένστικτο, αποφεύγοντας όσο μπορώ τις όποιες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση και το περιεχόμενο, ακόμα και αν πρόκειται για ένα -συχνά όχι και τόσο- αθώο οπισθόφυλλο. Οι ιστορίες άλλωστε έχουν -σχεδόν- εξαντληθεί εδώ και χρόνια, ίσως εδώ και αιώνες αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, και εκείνο που έχει μείνει είναι η αφήγηση, η ματιά του συγγραφέα και το προσωπικό του ύφος. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν ιστορίες, όπως αυτή για παράδειγμα που διαπραγματεύεται στις Μητέρες η γεννημένη το 1990 Μπριτ Μπένετ, στις οποίες η κακή λογοτεχνία έχει κατά κόρον επικεντρωθεί, και τις έχει καταστήσει στερεοτυπικές, για να μην αναφερθούμε στην τηλεοπτική μεσημεριανή ζώνη.
Οι Μητέρες είναι η τυπική περίπτωση του μυθιστορήματος εκείνου το οποίο, δεδομένης της ιστορίας, η συγγραφέας θα μπορούσε να το απογειώσει ή να το προσγειώσει ανώμαλα. Η Μπένετ, παρά το νεαρό της ηλικίας της τα κατάφερε περίφημα αφηγούμενη την ιστορία της Νάντια Τέρνερ, που στα δεκαπέντε της είδε τη μητέρα της να αυτοκτονεί και στα δεκαεπτά της επέλεξε την έκτρωση σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Γύρω από τη Νάντια εμφανίζονται με μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο και οι υπόλοιποι -αρκετά καλοσχηματισμένοι και πειστικοί- χαρακτήρες της ιστορίας, μέλη κυρίως της αφροαμερικανικής κοινότητας μιας επαρχιακής πόλης της Νότιας Καλιφόρνιας. Από την αρχή σχεδόν της ανάγνωσης το μυθιστόρημα μου θύμισε τη μεγαλύτερη ίσως αναγνωστική απογοήτευση των τελευταίων μηνών -αναλογικά πάντα με τις περγαμηνές και την μυθολογία που το συνόδευε- το Μικρές φωτιές παντού, και υπεύθυνη γι' αυτή τη σύνδεση ήταν η ιστορία, ή έστω αρκετές από τις πτυχές της, που αποτελούν κοινό έδαφος και στα δύο βιβλία -αλλά και σε αρκετές εκατοντάδες ακόμα. Ενώ όμως στην περίπτωση του μυθιστορήματος της Celeste Ng η αφήγηση δεν κατάφερε να μετατρέψει το βιβλίο σε κάτι παραπάνω από ένα έτοιμο σενάριο για μεταφορά στην τηλεόραση, στην περίπτωση της Μπένετ τα πράγματα εξελίχθηκαν -ευτυχώς- πολύ διαφορετικά.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε σε τι βαθμό η τελική εκδοχή του μυθιστορήματος θύμιζε το πρώτο ντραφτ ή αν ήταν αποτέλεσμα μιας καλής και δημιουργικής επιμέλειας, όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως Οι Μητέρες είναι ένα πραγματικά ωραίο μυθιστόρημα, παρά τη συνηθισμένη και σε κάποια σημεία υπερβολική ιστορία. Και αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αφηγηματικής ικανότητας της συγγραφέως, των αφηγηματικών ευρημάτων, όπως είναι για παράδειγμα η συνύπαρξη της τριτοπρόσωπης αφήγησης του παντογνώστη αφηγητή και της πρωτοπρόσωπης των Μητέρων, αλλά και το δέσιμο αυτών των δύο. Και εννοείται πως αφηγηματική ικανότητα αποτελεί η διατήρηση της αγωνίας, η δημιουργία της ανάγκης στον αναγνώστη να διαβάσει τι θα συμβεί στην επόμενη σελίδα, ακριβώς γιατί η συγγραφέας πέτυχε να τον εντάξει στο περιβάλλον της ιστορίας της, αλλά και η πύκνωση της πλοκής, η παρουσία δεύτερων και τρίτων παράλληλων πλοκών, οι χαρακτήρες που συνεχίζουν να ζουν όταν η κεντρική ηρωίδα βγαίνει από το δωμάτιο. Σε όλα αυτά η Μπένετ τα καταφέρνει περίφημα.
Και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο αφηγείται την ιστορία της η Μπένετ, καταφέρνει να ενσωματώσει καίριους προβληματισμούς, να αποτυπώσει τις ιδιαιτερότητες της κλειστής κοινότητας, της εφηβείας, της θέσης της γυναίκας, της ανάγκης για προσφορά στα κοινά, τη μοναξιά, την αίσθηση φυλακής που μια μικρή πόλη συχνά δημιουργεί. Γιατί μπορεί με ευκολία να αναφερόμαστε σε λογοτεχνικές κοινοτυπίες, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η λογοτεχνία δεν είναι παρά η προέκταση της πραγματικότητας, και βλέποντας την ψήφιση αντιδραστικών νόμων στις ΗΠΑ -και όχι μόνο- που στερούν για παράδειγμα από τις γυναίκες το δικαίωμα να αποφασίζουν αυτοβούλως για το σώμα τους, ποινικοποιώντας σε εκκλησιαστικά πρότυπα τις αμβλώσεις, όχι μόνο δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η λογοτεχνική παρουσία αντίστοιχων θεμάτων, αλλά ίσως πρέπει και να την αναδεικνύουμε.
Οι Μητέρες είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα αναγνωστών, ένα καλοδουλεμένο πρωτόλειο που αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον της Μπένετ στη λογοτεχνία.
Μετάφραση Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου