Το βράδυ εκείνο είχα ανάγκη από ένα σίγουρο χαρτί, μια καλή συντροφιά. Η αναστάτωση των τελευταίων εβδομάδων, ανάμεσα σε τόσα άλλα, είχε διαταράξει και την κινηματογραφική ροή της καθημερινότητας, οι σποραδικές απόπειρες επανασύνδεσης είχαν αποδειχτεί τουλάχιστον μέτριες. Έτσι επέλεξα την Ιστορία έρωτα και αναρχίας, για την οποία τόσα κατά καιρούς είχα ακούσει και όμως, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν είχα δει ως τότε, παρότι ένα βράδυ ονειρεύτηκα πως τελικά την είδα και ενθουσιάστηκα, φροντίζοντας μάλιστα να μοιραστώ τον ενθουσιασμό μου αυτό με μια φίλη. Ο Τονίνο (Giancarlo Giannini) φτάνει στη Ρώμη από το Παρίσι όπου εκπαιδεύτηκε με σκοπό να δολοφονήσει τον Μπενίτο Μουσολίνι. Σύνδεσμός του εκεί είναι η Σαλώμη (Mariangela Melato), πόρνη σ' ένα μπουρδέλο πολυτελείας όπου συχνάζουν υψηλόβαθμα στελέχη του φασιστικού καθεστώτος. Αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας που έγραψε και σκηνοθέτησε η Lina Wertmüller. Η ταινία αυτή ανήκει στην κατηγορία των σεναρίων εκείνων για τις οποίες ο θεατής γνωρίζει εκ των προτέρων πως δεν διαθέτουν ευτυχές τέλος, ο Μουσολίνι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έφυγε από τη μέση παρά αρκετά χρόνια αργότερα, η κινηματογραφική απόπειρα δολοφονίας του ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Ίσως αυτός, σκέφτομαι τώρα, να ήταν ένας από τους λόγους που δεν είχα δει την ταινία αυτή.
Ο Τονίνο δεν ήταν ιδεολογικά ταγμένος στον αγώνα ενάντια στο φασιστικό καθεστώς. Ζούσε στην ύπαιθρο και δεν είχε δει ποτέ του θάλασσα, ήξερε όμως διαισθητικά και εμπειρικά πως το σωστό και το δίκαιο είναι όλοι οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι και να έχουν ίσα δικαιώματα. Όταν ο φίλος του εκτελέστηκε, καταδικασμένος για μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Μουσολίνι, έφυγε για το Παρίσι και ήρθε σε επαφή με τον εκεί αντιφασιστικό πυρήνα. Η σύλληψη και η αποτύπωση του χαρακτήρα αυτού αποτελεί το κεντρικό εύρημα γύρω από το οποίο η Wertmüller στήνει την αφήγησή της. Η ιδεολογία έρχεται εδώ να συναντήσει την ανθρώπινη φύση, η σιωπηλή πλειοψηφία δεν είναι στο σύνολό της συνένοχη, παραμένει όμως αδύναμη. Ο Τονίνο, ένας άνθρωπος απλός, αν και δεν αμφιβάλλει στιγμή για την επικείμενη πράξη του, φοβάται. Στον φόβο του έρχεται να προστεθεί ο έρωτας, η σαγήνη του γυναικείου κορμιού, η δυνατότητα της ευτυχίας. Θα γνωρίσει την Τριπολίνα. Η παρουσία των δύο αυτών γυναικών θα δημιουργήσει το δίπολο ανάμεσα στο συλλογικό καθήκον και την προσωπική ευτυχία. Ας επιμείνουμε στην ευτυχία και ας αφήσουμε εκτός το συμφέρον. Ο θεατής ξέρει πως ο Μουσολίνι δεν θα δολοφονηθεί, η ροή της ιστορίας δεν θα εκτραπεί, έτσι, αμφιταλαντεύεται με τη σειρά του ανάμεσα στο συλλογικό καθήκον, την πολιτική πράξη της δολοφονίας, ακόμα και μιας αποτυχημένης απόπειρας, και τη δυνατότητα του Τονίνο να ευτυχήσει στο περιθώριο της ιστορίας. Ακόμα και αν δεν ήταν σίγουρος για την επιτυχία ή μη του εγχειρήματος, σε ένα υποθετικό σενάριο, ο θεατής πάλι θα αμφιταλαντευόταν. Η Σαλώμη έρχεται να εκφράσει όλες τις ενστάσεις από την πλευρά του αγώνα, ο Τονίνο δεν είναι αναρχικός, δεν είναι ταγμένος στην επανάσταση, δεν διαθέτει το απαραίτητο ιδεολογικό οπλοστάσιο που θα αναδείκνυε τη σημασία της πράξης του, καταπραΰνοντας έτσι τις φοβίες και σιωπώντας τις δεύτερες σκέψεις.
Η ανάλαφρη καθημερινότητα στον οίκο ανοχής λειτουργεί αντιστικτικά ως προς τον έξω κόσμο αλλά και στα όσα διακυβεύονται. Η Wertmüller επιλέγει να πει και όχι να δείξει όσα αποτελούν τη μεγάλη εικόνα, με κορυφή της επιλογής αυτής την ολοκληρωτική απουσία της εικόνας του Μουσολίνι. Άλλωστε ο θεατής εν πολλοίς τα γνωρίζει όλα αυτά. Εστιάζει την κάμερα στον Τονίνο, αυτό το ταξίδι την ενδιαφέρει να αποτυπώσει, από την πρώτη εμφάνισή του στον οίκο ανοχής μέχρι το τέλος. Παράλληλα με τα δίπολα Μουσολίνι-Τονίνο και Σαλώμη-Τριπολίνα αναπτύσσεται σεναριακά ακόμα ένα, εκείνο του Σπατολέτι, υπεύθυνου ασφαλείας, και του ιδιοκτήτη της ταβέρνας στην εξοχή. Ο Σπατολέτι, μέλος εξ αρχής του φασιστικού μορφώματος, χρησιμοποιεί τη δύναμη που η θέση του του προσφέρει, ο ταβερνιάρης, αν και υπέφερε από τα τάγματα εφόδου, χάνοντας δύο δάκτυλα του χεριού του, προσαρμόστηκε στις συνθήκες, κοιτάζει τη δουλειά του φροντίζοντας να εκμεταλλευτεί προς ίδιο όφελος την περίσταση. Η αφέλεια του Τονίνο αποτελεί ένα μεταιχμιακό σημείο, ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθέτις τη χειρίζεται απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα, απομακρύνοντάς το με ασφάλεια μακριά από τα βράχια της κακής παρωδίας, αναμειγνύοντας περίφημα την αφέλεια αυτή με την απουσία του ηρωικού στοιχείου.
Η ιστορία έρωτα και αναρχίας δεν είναι μια πολιτικά στρατευμένη ταινία, παρότι εξόχως πολιτική και με διακριτές και αδιαπραγμάτευτες τις έννοιες του καλού και του κακού, χωρίς αυτό να της στερεί το βάθος. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει, καθώς η παρουσία του ανθρώπου στον πυρήνα της την καθιστά διαχρονική και διαρκώς επίκαιρη, πετυχαίνοντας, ως έναν βαθμό, να απαλλαγεί από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται. Δεν περιορίζεται στη δυνατή ιστορία και τους υπέροχα δοσμένους και ερμηνευμένους χαρακτήρες, και σίγουρα δεν στέκει άνιση απέναντι στη συγκλονιστική ερμηνεία του Giannini. Σίγουρα, χωρίς την ερμηνεία, αλλά και το πρόσωπο, του Giannini θα επρόκειτο για μια άλλη ταινία, παρότι το σενάριο και τα πλάνα θα ήταν τα ίδια. Όμως, ταυτόχρονα, η ερμηνεία του Giannini χωρίς το σενάριο και τα πλάνα της Wertmüller δεν θα ήταν αρκετή. Έτσι πάνε αυτά στον κινηματογράφο.
Οι λάτρεις του Πάολο Σορεντίνο, ανάμεσά τους κι εγώ, δεν θα δυσκολευτούν να διακρίνουν την επιρροή της ταινίας αυτής στον τρόπο με τον οποίο σεναριογραφεί και σκηνοθετεί ο σημαντικότερος σύγχρονος Ιταλός κινηματογραφιστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου