Προτού γνωριστούμε, είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην άποψη του Βιττγκενστάιν ότι το άρρητο εμπεριέχεται -άρρητα!- στο ρητό. Η ιδέα αυτή είναι λιγότερο διάσημη από εκείνη που όλοι επαναλαμβάνουν ευλαβικά, Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει, αλλά είναι, νομίζω, πιο βαθυστόχαστη. Το παράδοξο που περιγράφει είναι, απολύτως κυριολεκτικά, ο λόγος για τον οποίο γράφω ή ο λόγος για τον οποίο νιώθω ικανή να συνεχίσω να γράφω.
Επειδή δεν τρέφει ούτε εξιδανικεύει την αγωνία που μπορεί να νιώσουμε μπροστά στην ανικανότητα να εκφράσουμε, με λέξεις, αυτό που διαφεύγει από τις λέξεις. Δεν τιμωρεί αυτό που μπορεί να ειπωθεί επειδή δεν είναι αυτό που, εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι. Ούτε υπερβάλλει παριστάνοντας ότι έχει έναν κόμπο στο λαιμό: Να τι θα 'λεγα, αν οι λέξεις αρκούσαν. Οι λέξεις αρκούν.
Όσο διάβαζα τους Αργοναύτες μοιραζόμουν τον εν εξελίξει ενθουσιασμό μου. Μια φίλη με ρώτησε, τι διαπραγματεύεται. Με περισσή αυτοπεποίθηση της απάντησα πως πρόκειται για αυτοβιογραφικό δοκίμιο με πολλή διακειμενικότητα. Ο Βιττγκενστάιν θα έσκαγε ένα αχνό χαμόγελο. Τα τελευταία χρόνια το autofiction γνωρίζει άνθηση και αναγνωστική αποδοχή, και ας μην είναι ένα πραγματικά καινούργιο είδος, ο Προυστ θα γελούσε επίσης απέναντι σε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Η επικράτηση της αισθητικής της αφήγησης του προσωπικού μέσω των κοινωνικών δικτύων το καθιστά οικείο, η έκρηξη του μπλόγκινγκ, που προηγήθηκε, προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος. Οι Αργοναύτες, τώρα, χαρακτηρίζονται ως autotheory, ένα μεταδοκιμιακό υβρίδιο, δηλαδή, στο οποίο η θεωρία συμπορεύεται με το προσωπικό, ή, μάλλον ορθότερα, το αντίστροφο συμβαίνει, εδώ τουλάχιστον.
Όταν η Μάγκι γνώρισε τον Χάρυ, εκείνος δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει τη μετάβασή του, όχι μόνο γραφειοκρατικά αλλά και σωματικά. Εκείνη, τον πρώτο καιρό, χρησιμοποιούσε συνέχεια το όνομά του για να τον φωνάζει, το όνομα με το οποίο της είχε συστηθεί και όχι εκείνο το οποίο ανέγραφε η ταυτότητά του, αποφεύγοντας προσεχτικά τη χρήση αντωνυμιών. Γύρευε στο διαδίκτυο να ανακαλύψει σε ποιο φύλο προσδιοριζόταν ο ίδιος. Ας σταθούμε λίγο εδώ. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που διαπραγματεύεται η Νέλσον, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Κυρίως την απασχολεί η συμπερίληψη και η γενίκευση, όσα μαζί του φέρει το ανήκειν σε μια ομάδα, η ταμπέλα. Ακόμα και όταν αυτό γίνεται μέσα από την ίδια την ομάδα, ιδίως τότε. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν εξαντλείται στη θεωρία. Δικαιούται ένας μαύρος, για παράδειγμα, να μιλήσει εξ ονόματος όλων των μαύρων;
Συγκατοίκησαν σχεδόν αμέσως. Ο μικρός γιος του Χάρυ έμεινε μαζί τους. Η Μάγκι είχε την εμπειρία της θετής κόρης, τα συναισθήματα απέναντι στον πατριό της δεν ήταν τα καλύτερα, παρότι με τα χρόνια ο θυμός κατακάθισε μέσα της. Για να επιτελέσει τον ρόλο της μητριάς χρειάζεται απαντήσεις, τις αναζητά εκεί που ξέρει να ψάχνει, στη θεωρία, απλώνει όμως αρκετά το εύρος της αναζήτησής της πέρα από τα όρια της βιβλιοθήκης. Ύστερα, εκείνη, που για χρόνια αρνιόταν την προοπτική της μητρότητας, θα νιώσει την έντονη επιθυμία. Όσο οι απόπειρες για τεχνητή γονιμοποίηση αποτυγχάνουν, τόσο εντείνεται η επιθυμία της αυτή, η αποτυχία μοιάζει να τη δικαιώνει. Η ακόλουθη εγκυμοσύνη και η γέννα θα διαμορφώσουν μέσω του βιώματος μια διαφορετική θεώρηση για τη μητρότητα σε όλα τα στάδια της. Κάποτε τα χλεύαζε όλα αυτά, έτσι ανοίκεια όπως ήταν και ακατανόητα, εκείνη αισθανόταν μακριά από όλο αυτό και αυτή η απόσταση την όπλιζε με την αυτοπεποίθηση του κριτή. Τώρα παρατηρεί πως η σχετική βιβλιογραφία είναι κατά αποκλειστικότητα αντρική υπόθεση.
Εκείνο που απουσιάζει εδώ είναι η οποιαδήποτε διάθεση διδακτισμού απόρροια της αβεβαιότητας και της ανάγκης για διαρκή επαναπροσδιορισμό της θέσης της συγγραφέως απέναντι στα πράγματα. Η δυναμική της ύπαρξης δοκιμάζει την παγιωμένη θεωρία, την ίδια στιγμή που σε αυτήν αναζητά καταφύγιο και απαντήσεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, όχι τουλάχιστον ένα γνώριμο δείγμα του είδους. Εδώ το προσωπικό υπερισχύει, το συναίσθημα δεν είναι αποκλεισμένο. Ο τρόπος με τον οποίο η Νέλσον ενσωματώνει τη διακειμενικότητα στην ιστορία της αποκαλύπτει πώς προσεγγίζει το συναίσθημά της, μια περιοχή φαινομενικά ξένη προς τον δοκιμιακό λόγο, και καθιστά τους Αργοναύτες, εκτός από αρκετά μοναδικό στο είδος του, ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Αλλά και ο τρόπος κατασκευής είναι ευφυής, η Νέλσον αφηγείται μια χρονικά γραμμική ιστορία, τη δική της ιστορία, που ξεκινά το 2007 και φτάνει μέχρι το αφηγηματικό τώρα, και σε αυτό το σώμα έρχεται και κουμπώνει αποσπάσματα από τη θεωρία. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα έχει συνοχή, τη στιγμή που τα παραθέματα είναι λειτουργικά.
Μέσω της αφήγησης αποτυπώνεται ευδιάκριτα η ανάγκη της Μάγκι να κατανοήσει. Ένα πνεύμα ανήσυχο, αλλά και ένα σώμα ανήσυχο. Το σωματικό εδώ δεν θυσιάζεται για χάρη του πνευματικού. Η σεξουαλικότητα άλλωστε αποτελεί βασικό συστατικό της ταυτότητας, του φύλου, του εαυτού. Ακόμα και σήμερα, την εποχή της (δήθεν) απελευθέρωσης, κυρίως σήμερα. Μέσω της αφήγησης αποτυπώνεται και η ανάγκη της να συνομιλήσει, τόσο στο πεδίο της θεωρίας, όπου υπερασπίζεται, ασπάζεται και συγκρούεται με θέσεις και ιδέες, αλλά και στο πεδίο των διαπροσωπικών επαφών. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μονόλογο, με μια γραφή αναχωρητικής φύσεως. Οι Αργοναύτες καθίστανται με αυτόν τον τρόπο ένα κείμενο απεύθυνσης της Μάγκι προς τον Χάρυ, κυρίως προς αυτόν, που της έδειξε τι μπορεί να είναι ένας γάμος - μια απέραντη συζήτηση, ένα ατελείωτο γίγνεσθαι.
Οι Αργοναύτες είναι ένα σημαντικό, από πολλές απόψεις, βιβλίο, σε καμία περίπτωση αποκλειστικά ειδικού (βλ. queer) ενδιαφέροντος, που προσφέρει πλήθος περαιτέρω αναγνωστικών νημάτων, αλλά και, το κυριότερο, αναγνωστική απόλαυση. Η αφηγηματική δεινότητα της Νέλσον, η άνεση με την οποία περιδιαβαίνει και χρησιμοποιεί τη θεωρία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει τον εαυτό της δίνουν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η αφήγηση υπαγορεύτηκε εκ του περιεχομένου, δεν αποτέλεσε δηλαδή μια στυλιστική εκζήτηση, άλλα ένα λειτουργικό εύρημα, γεγονός που την καθιστά φυσική. Ένα βιβλίο που στον πυρήνα του είναι πολιτικό, όπως κάθε τι που άπτεται ζητημάτων αυτοδιάθεσης. Η ανάγνωσή του προκαλεί θλίψη για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου που επικρατεί, όμως ταυτόχρονα γεννά την προσδοκία για αλλαγή. Η μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, αλλά και η επιμέλεια της τελικής έκδοσης, αποτελούν πραγματικό άθλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου