Στη Λάσπη, το πρώτο μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, που κυκλοφόρησε το 2014, ο Σάντο, που μετά τη μετανάστευση της οικογένειάς του από την Αλβανία στην Ελλάδα βαφτίστηκε Αλέξανδρος, περιπλανιέται στην Αθήνα έχοντας σκοπό να αυτοκτονήσει ανήμερα των γενεθλίων του. Με μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σπάνια διακόπτεται από κάποια τελεία, ο Γκέζος αποτυπώνει περίφημα την ψυχοσύνθεση του ήρωα-αφηγητή του, τη ματαιότητα και τον ιδεαλισμό, την αποστροφή που η επικρατούσα μετριότητα του προκαλεί. Επτά χρόνια μετά, στο Χάθηκε βελόνι, ο Γκέζος έρχεται να συμπληρώσει τα κομμάτια του παζλ, μπλέκοντας τα νήματα και αφηγούμενος μια ιστορία που περικλείει εκείνη του Αλέξανδρου και της οικογένειάς του, για να μιλήσει για ανθρώπους που εγκατέλειψαν τον τόπο τους, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, έρμαια της τύχης και της ιστορίας, αλλά και για τις ρίζες τους, σ' ένα αρκετά φιλόδοξο ως προς τη σύλληψη και την κατασκευή μυθιστόρημα. Αποτελούμενο από πέντε κεφάλαια, ανεξάρτητα μα συμπληρωματικά μεταξύ τους, το Χάθηκε βελόνι δεν είναι ωστόσο ένα τυπικό σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
Πρώτος, στο κεφάλαιο μηδέν, την αφηγηματική σκυτάλη παίρνει ο Πέτρος, φίλος του Αλέξανδρου από τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, που έχει χρόνια να μάθει νέα του. Ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση σχετικά με τις αναταραχές στην Αλβανία είναι αρκετό για να κινητοποιήσει τη νοσταλγία. Ξεκινάει για την Αθήνα, αναζητώντας ίχνη του φίλου του· η Μεθενιά και το Δρεπένι, μέρη επινοημένα, θα ακολουθήσουν. Στο ταξίδι του θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα και θα αναμετρηθεί με τις αναμνήσεις του, πριν επιστρέψει τελικά σπίτι του. Ο Πέτρος, ο μόνος από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος που δεν συγγενεύει με την οικογένεια του Αλέξανδρου, μοιάζει να έχει τον ρόλο του συγγραφέα εντός του μυθιστορήματος. Έτσι, το κεφάλαιο αυτό δεν λειτουργεί απλώς και μόνο ως εισαγωγή στην πλοκή αλλά κατέχει μια αρκετά πιο οργανική, αν και αφανή, θέση, τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς την αναγνωστική πρόσληψη. Ο Γκέζος δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο διπλό άλτερ έγκο εντός του μυθιστορήματος, ένα συγγραφικό και ένα προσωπικό, τον Πέτρο και τον Αλέξανδρο αντίστοιχα. Και αν ο Αλέξανδρος είναι πανταχού παρών, ο Πέτρος γρήγορα κρύβεται στα παρασκήνια.
Στο Χάθηκε βελόνι ο Γκέζος κάνει μια καλώς εννοούμενη επίδειξη αφηγηματικής δεινότητας. Κινείται με άνεση, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανάμεσα σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και διατρέχει σχεδόν έναν αιώνα ιστορίας, προσαρμόζοντας ανάλογα τη γλώσσα και το ύφος, διατηρώντας ωστόσο διαρκώς τον έλεγχο της αφήγησης, χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του. Τη ντοπιολαλιά διαδέχεται η στυλιζαρισμένη αφήγηση, την πρωτοπρόσωπη η τριτοπρόσωπη αφήγηση, την ημερολογιακή γραφή η ποίηση. Το ερώτημα που ευλόγως προκύπτει είναι αν αυτή η μίξη λειτουργεί. Η απάντηση είναι καταφατική. Και είναι καταφατική γιατί η εν γένει μορφή του μυθιστορήματος, τα λογοτεχνικά ετερόκλητα μέρη που το αποτελούν, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης και η διαδοχή μαρτυρίας και υποθέσεων εξυπηρετούν τη βασική συγγραφική πρόθεση, τη σύνθεση, δηλαδή, του Αλέξανδρου εν τη απουσία του. Γιατί αν στη Λάσπη ο Αλέξανδρος ήταν αφηγητής του εαυτού του, των σκέψεων και των συναισθημάτων του, στο Χάθηκε βελόνι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, παρά μόνο μέσα από τα ποιήματά του.
Οι ποιητικές καταβολές του Γκέζου είναι εμφανείς. Η αγάπη και η επιμονή με τις οποίες χειρίζεται τη γλώσσα το μαρτυρούν, με αποκορύφωμα την αφήγηση της μάνας στο τρίτο κεφάλαιο, όπως επίσης και η οικονομία στον λόγο, η αποστροφή για ό,τι περιττό. Στο Χάθηκε βελόνι εγκολπώνονται αρετές της μικρής φόρμας που η σπονδυλωτή σύνθεση αναδεικνύει περαιτέρω, αρετές που επιτρέπουν την υπέρβαση των ορίων της ατομικής ιστορίας και τη συμπερίληψη μιας ευρύτερης θεματικής ποικιλομορφίας, αλλά και τη λειτουργία του μυθιστορήματος σε διάφορα επίπεδα και αναγνώσεις. Με το Χάθηκε βελόνι ο Γκέζος κάνει ένα εμφατικό λογοτεχνικό βήμα. Δοκιμάζει τις δυνατότητες της μυθοπλαστικής του ικανότητας, κυρίως ως προς τη σύνθεση του ετερόκλητου, και καταφέρνει, εκείνο που στην περιγραφή μοιάζει με προσωπική αναζήτηση και πειραματισμό να το μετατρέψει σε λογοτεχνία αξιώσεων. Δεν εγκλωβίζεται στην κατασκευή του, γνωρίζει πως η άρτια τεχνική δεν είναι πανάκεια όταν κάποιος φιλοδοξεί να αφηγηθεί μια ιστορία, και ο Γκέζος έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί, μια ιστορία που τον απασχολεί έντονα και αυτό φαίνεται πίσω από την κάθε λέξη, χωρίς να είναι αναγκαία η αντιπαραβολή του βιογραφικού σημειώματος.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της
Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή
του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου