Η Έμα Στόνεξ αντλεί έμπνευση από μια παλιά ιστορία, που έλαβε διαστάσεις θρύλου από την πρώτη στιγμή. Το 1900, τρεις φαροφύλακες εξαφανίστηκαν από έναν απομακρυσμένο φάρο στο νησί Έιλαν Μορ των Εξωτερικών Εβρίδων. Η πόρτα του φάρου ήταν κλειδωμένη από μέσα. Η συγγραφέας μεταφέρει την ιστορία της μυστηριώδους αυτής εξαφάνισης στο έτος 1972, σε έναν άλλον φάρο, κοντά στις ακτές της Κορνουάλης, που είναι γνωστός ως Κόρη. Είκοσι χρόνια αργότερα, ένας συγγραφέας, που, όπως και η Στόνεξ, έχει στο ενεργητικό του πολλά βιβλία με ψευδώνυμο, επιθυμεί διακαώς να γράψει ένα μυθιστόρημα γύρω από τη μυστηριώδη αυτή εξαφάνιση. Αναζητά τις συντρόφους των τριών φαροφυλάκων, σε μια απόπειρα να ερευνήσει εκ νέου τα γεγονότα εκείνα. Έχει να αντιμετωπίσει την επιφυλακτικότητά τους αλλά και τις πιέσεις που ασκεί η εταιρεία διαχείρισης των φάρων, ώστε να αποφύγει την επαναφορά της εξαφάνισης των τριών αντρών στην επικαιρότητα.
Οι φαροφύλακες είναι ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στη Στόνεξ να εισαγάγει ομαλά και να συστήσει στον αναγνώστη τον παντογνώστη αφηγητή, που δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του βιβλίου, βιβλίου που ακόμα και αν ξεκίνησε με τη φιλοδοξία ενός μυθιστορήματος, διαθέτει πολλά στοιχεία μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Η εξιχνίαση της εξαφάνισης προσιδιάζει σε αυτό που στην αστυνομική λογοτεχνία είναι γνωστό ως μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου. Η κλειδωμένη από μέσα πόρτα του φάρου προσδίδει περαιτέρω ενδιαφέρον, αφού θέτει το ερώτημα: πού κατέφυγε εκείνος που κλείδωσε την πόρτα, τι απέγινε; Η Στόνεξ, αν και ξέρει πως η εξαφάνιση των τριών αποτελεί το δυνατό χαρτί αυτής της ιστορίας, εκείνο που άλλωστε της τράβηξε, αρχικά τουλάχιστον, την προσοχή και το ενδιαφέρον, δεν επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εντάσσεται αποκλειστικά στην κατηγορία αυτή. Η αφήγηση χωρίζεται σε δύο χρόνους, το 1972, που αποτελεί το παρόν της εξαφάνισης, και το 1992, που αποτελεί το παρόν της έρευνας ή αλλιώς το συγγραφικό παρόν. Η συγγραφέας εναλλάσσει τα κεφάλαια, καταφεύγοντας κατά κόρον στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας τον λόγο σε κάθε ένα από τα πρόσωπα του δράματος, με χαρακτηριστική τη σιωπή του συγγραφέα. Ο παντογνώστης αφηγητής χρησιμεύει για τη συνοχή, προσφέροντας τις απαραίτητες αφηγηματικές γέφυρες, όταν είναι απαραίτητο.
Η ζωή στον φάρο αλλά και στον συνοικισμό στο κοντινό λιμάνι, προορισμένο για τις οικογένειες των φαροφυλάκων, περιγράφεται αρκετά ικανοποιητικά, με κυρίαρχο το αίσθημα της υποχρεωτικής συνύπαρξης και συνεργασίας σε έναν χώρο ασφυκτικά μικρό. Εκείνο όμως που πραγματικά συντελεί στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στο κτίσιμο του άγνωστου αυτού μικρόκοσμου, είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσώπων της ιστορίας, τόσο των αντρών που επέλεξαν να εργαστούν ως φαροφύλακες, όσο και των γυναικών τους. Η εναλλαγή των κεφαλαίων δίνει τη δυνατότητα στη Στόνεξ να προχωρήσει
παράλληλα τις δύο ιστορίες, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο αμείωτο το ενδιαφέρον
του αναγνώστη, ενώ, ταυτόχρονα, χτίζει τους χαρακτήρες της, δίνοντάς τους την ευκαιρία να συστηθούν επαρκώς, αλλά και να δικαιολογήσουν τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Ενώ τεχνικά το χτίσιμο των χαρακτήρων είναι ικανοποιητικό, δεν είμαι σίγουρος πως το ίδιο συμβαίνει και με την αναγνωστική πρόσληψη, καθώς σε κάποια σημεία η, κατά τα άλλα, αναμενόμενη και χρήσιμη, καταφυγή στο κλισέ, τη στερεοτυπία και το μελό, φαντάζει κάπως υπερβολική και συναισθηματικά χειριστική. Οι συζητήσεις των τριών γυναικών με τον συγγραφέα, από τις οποίες έχει
αφαιρεθεί η οποιαδήποτε δική του συμμετοχή, διακρίνονται για την
προφορικότητα και τη συναισθηματική τους ένταση, φανερώνοντας μια
αφηγηματική δεινότητα που στο υπόλοιπο βιβλίο δεν είναι προφανής. Και έχει ενδιαφέρον αυτό, γιατί ίσως να είναι τα μοναδικά σημεία του βιβλίου που η Στόνεξ επέλεξε να φύγει από τα όρια της ασφαλούς αφήγησης και να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό.
Η Στόνεξ, πίσω και πέρα απ' όλα, αφηγείται μια ιστορία απώλειας. Οι τρεις γυναίκες έμειναν πίσω χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, παραβρέθηκαν σε μια κηδεία χωρίς νεκρούς προς ταφή, είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται ξαφνικά, και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ένας συγγραφέας έρχεται να τις ρωτήσει τι συνέβη, και εκείνες, παρά την όποια επιφυλακτικότητα, επιθυμούν να πουν τη δική τους εκδοχή των πραγμάτων, να πουν τη δική τους ιστορία για την οποία κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, πέρα από ένα μηνιαίο βοήθημα που λαμβάνουν από την εταιρεία, με το οποίο εξαγοράστηκε η σιωπή τους. Η Στόνεξ όμως λέει ακόμα μία ιστορία, την ιστορία εκείνων που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας κατέφυγαν στον φάρο, μακριά από τον μεγάλο και σύνθετο κόσμο. Και αυτή είναι μια ιστορία στο όριο της παραβολής, αφού η συγγραφέας, μέσα από την ιστορία των τριών φαροφυλάκων, μοιάζει να επιχειρεί να κατανοήσει όλους εκείνους που από επιλογή ή ανάγκη ζουν στις παρυφές του κόσμου, εκείνους για τους οποίους η μοναξιά δεν αποτελεί φυλακή.
Η ιστορία που επέλεξε να αφηγηθεί η Στόνεξ συνοδεύεται από ένα υψηλό τίμημα. Είναι τέτοια η δυναμική της μυστηριώδους εξαφάνισης, που ελάχιστες ευκαιρίες διαφυγής ή απομάκρυνσης επιτρέπει. Όποια κατεύθυνση και αν επιλέξει, το φως του έρημου φάρου θα την ακολουθεί, υπενθυμίζοντάς της πόσο απαραίτητος είναι αν δεν θέλει να χαθεί στη σκοτεινή θάλασσα. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας αυτής, Οι φαροφύλακες είναι ένα ωραίο, καλογραμμένο βιβλίο, που διαβάζεται με αρκετή ανυπομονησία. Η ζωή σ' έναν φάρο στη μέση του ωκεανού διαθέτει κάτι το εξωτικό, σχεδόν μαγικό, ενώ και η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία πάτησε η συγγραφέας είναι προκλητικά ενδιαφέρουσα, και ο τρόπος με τον οποίο η Στόνεξ χειρίστηκε τη μυθιστορηματική λύση του μυστηρίου υπήρξε ομολογουμένως έξυπνος, αν και ίσως όχι για τους λόγους που φαντάζεστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου