Έγειρα πάνω στο χορτάρι ανάμεσα σε πεσμένα δέντρα, και τον ήλιο που ζεσταίνει την παλάμη μου τον νιώθω σαν το μαχαίρι που με μια σβέλτη κι επιδέξια κίνηση θα μου κόψει το λαρύγγι. Από πίσω μου, από ένα σκηνικό σπιτιού ανάμεσα στο ξεπεσμένο και το οικείο, άκουγα τις φωνές του γιου μου και του άντρα μου. Τσίτσιδοι και οι δύο. Πλατσούριζαν στην μικρή μπλε πλαστική πισίνα, με το νερό στους τριάντα πέντε βαθμούς. Ήταν Κυριακή, παραμονή αργίας. Ήμουν λίγα βήματα μακριά τους, κρυμμένη στους θάμνους. Τους κατασκόπευα. Πώς ήταν δυνατόν εγώ, μια γυναίκα αδύναμη και άρρωστη, που φανταζόταν ότι κρατούσε μαχαίρι, να 'μουν η μητέρα και η σύζυγος εκείνων των ανθρώπων;
Η Αριάνα Χάρουιτς διόλου δεν καθυστερεί, δεν χασομερεί με εισαγωγές και φιοριτούρες, προβαίνει στις συστάσεις μεταξύ αφηγήτριας και αναγνώστη σε μια στιγμή κορύφωσης, τη στιγμή που εκείνη γίνεται ένα με το χώμα για να κρυφτεί ακόμα πιο πολύ, ώσπου να μπορέσει να επιστρέψει, σαν να μην τρέχει τίποτα, να απλώσει τη μπουγάδα ‒κάλτσες, σλιπ, πουκάμισα‒ έχοντας αφήσει προσώρας πίσω της τις σκέψεις να τους σκοτώσει και τους δύο, έχοντας αφήσει το φανταστικό μαχαίρι να πέσει από την παλάμη της, που λίγο πριν ζέσταινε ο ήλιος απειλώντας να της κόψει το λαρύγγι. Ένα αίσθημα ‒αναγνωστικής‒ δυσφορίας γεννιέται εξ αρχής, η συνθήκη δίνεται με ωμή ακρίβεια, έτσι έχει η κατάσταση, αυτό συμβαίνει. Ο εγκλωβισμός στο μυαλό της αφηγήτριας αποτελεί τη συνθήκη, το σημείο παρατήρησης, το πλήρως αποδιοργανωμένο κέντρο ελέγχου, ο αναγνώστης βρίσκεται, με το γύρισμα της σελίδας, στο πιλοτήριο ενός αεροσκάφους σε πορεία πρόσκρουσης.
Η πλέον καθοριστική απόφαση που πήρε η γεννημένη το 1977
στο Μπουένος Άιρες συγγραφέας μοιάζει να είναι εκείνη της πρωτοπρόσωπης έναντι της
τριτοπρόσωπης αφήγησης. Τα προσδοκώμενα οφέλη υπερτερούν σε μια τέτοια
επιλογή, οι απαιτήσεις και το ρίσκο επίσης. Θα μπορούσε, επίσης, να καταφύγει
άνευ όρων σε μια συνειρμική γραφή, να επιχειρήσει μέσω αυτής να αποδώσει
τη θολότητα και τη διαταραχή, να ξεγελάσει και να διαφύγει διαφόρων εμποδίων. Η Χάρουιτς ούτε σε αυτόν τον πειρασμό
υπέκυψε. Όχι εντελώς τουλάχιστον. Επιχείρησε έναν ελιγμό πιο απαιτητικό.
Πέτυχε να αποδώσει μια συνθήκη υποκειμενική, εκ φύσεως μοναδική ως προς
το βίωμα της, με έναν τρόπο ρεαλιστικό ακόμα και σε έναν εκ διαμέτρου
ξένο ως προς εκείνο που η ψυχιατρική θα περιέγραφε ως επιλόχεια
κατάθλιψη, έναν άντρα αναγνώστη δηλαδή. Μια άλλη Αργεντινή, η Κλαούντια Πινιέριο, στο μυθιστόρημά της Η Ελένα ξέρει, πέτυχε, κάνοντας χρήση ενός παντογνώστη αφηγητή, να εγκλωβίσει τον αναγνώστη στο άρρωστο σώμα της Ελένα. Δεν υπάρχει συνταγή αφηγηματικής επιτυχίας· έμπνευση, ταλέντο και επιμονή απαιτούνται.
Η Χάρουιτς, έξυπνα και χρηστικά, εκμεταλλεύεται τη θολότητα μιας τέτοιας συνθήκης, την απουσία σε μεγάλο βαθμό της προφανούς αιτιότητας στο συναισθηματικό τρενάκι, εκμεταλλεύεται, σχεδόν ποιητικά, τα σημεία του λαβυρίνθου εντός του οποίου τριγυρίζει ένα μυαλό για το οποίο τα πάντα είναι δυνατά και εκτός ελέγχου. Αποφεύγει με άνεση τον σκόπελο του συναισθηματικού εκβιασμού, καθώς η συνθήκη είναι δεδομένη από την πρώτη κιόλας γραμμή του κειμένου αυτού. Η συνομιλία τής αφηγήτριας με την εαυτή της υψώνει τείχη προς τον έξω κόσμο, δεν ζητάει τίποτα, δεν προσδοκά τίποτα από αυτόν. Η συγγραφέας δεν καταφεύγει σε αχρείαστες ανατροπές και ευφάνταστα ευρήματα, πέρα από εκείνα που συνθέτουν την ταυτότητα και το περιβάλλον, το ποια είναι και το πού ζει η γυναίκα αυτή. Επικεντρώνεται στην αφηγήτρια και την ιστορία της, δεν επιχειρεί να προσδώσει περαιτέρω φεμινιστικό και γενικότερα πολιτικό χαρακτήρα στο κείμενο, πέρα από εκείνο που η μαρτυρία της αφήγησης αναπόφευκτα φέρει. Την ενδιαφέρει η εμπειρία, η εν εξελίξει τραγωδία, η αποτύπωση της αβύσσου της κατάθλιψης, χωρίς χαρτογράφηση, η συνθήκη εντός της οποίας υπάρχει η ηρωίδα της.
Η αλήθεια είναι πως ο τίτλος αρχικά με ξένισε, η προσταχτική σε συνδυασμό με την αντίστιξη ρήματος και κλητικής προσφώνησης μου φάνηκε επιτηδευμένη, στημένη για να τραβήξει το μάτι. Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας παράγραφο, το συναίσθημα αυτό κατέρρευσε εις τα εξ ων συνετέθη. Και όχι μόνο αυτό. Ο τίτλος, πέραν των λοιπών λειτουργιών που ένας τίτλος επιτελεί, στην προκειμένη περίπτωση επιτείνει, ακόμα και μετά το πέρας της ανάγνωσης, τη συνθήκη εντός της οποίας υπάρχει η αφηγήτρια, γιατί αν θεωρήσουμε εκείνη ως πομπό της φράσης σκοτώσου, αγάπη, μένει, ανοιχτό σε υποθέσεις, να απαντηθεί το ερώτημα: ποιο είναι το υποκείμενο της προσταχτικής; Έτσι, ο τίτλος εντάσσεται οργανικά στο κείμενο, χωρίς να απολύει την αυτοδύναμη δυναμική του, συνεχίζοντας να σκιάζει, παρότι διαφορετικές φωνές δοκιμάζουν να τον προφέρουν, δοκιμάζοντας να λειάνουν τις γωνίες, να προσδώσουν μια αδιαφορία, ένα σχήμα λόγου, να αγκαλιάσουν την αγάπη με εισαγωγικά έστω, από κάπου να πιαστούν.
Το εμπνευσμένο επίμετρο της Φωτεινής Τσαλίκογλου αναδεικνύει περαιτέρω τη δυναμική του βιβλίου αυτού, δίνοντας όνομα σε διάφορες σκέψεις και συναισθήματα, παίζοντας και εκείνη το παιχνίδι της απεύθυνσης στη συγγραφέα και την ηρωίδα της, αποφεύγοντας μια τεχνική ανάλυση. Το Σκοτώσου, αγάπη, με τη μεταφραστική φροντίδα του Αχιλλέα Κυριακίδη, ανήκει, πέρα και πάνω απ' όλα, στην καλή λογοτεχνία, στην καλή γυναικεία λογοτεχνία που στις πηγές της μπορεί κανείς να διακρίνει τη μορφή της Βιρτζίνια Γουλφ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου