Η αυτομυθοπλασία ή η ιστορία κατασκευής ενός βιβλίου, αν προτιμάτε αυτό τον ορισμό, είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου ως φόρμα. Αναρωτιέμαι γιατί. Πάντα αναρωτιέμαι γιατί ένα βιβλίο μού άρεσε. Προκύπτουν διάφορα συμπεράσματα από αυτή τη διαδικασία, γίνεται, και αυτό ίσως να είναι το πλέον ενδιαφέρον, μια διάκριση ανάμεσα σε φιλολογικά/αντικειμενικά και υποκειμενικά αίτια. Είναι μέρος της διαδικασίας της ανάγνωσης, μια από τις απαντήσεις στην ερώτηση: γιατί διαβάζεις; Αναρωτιέμαι περισσότερο γιατί ένα βιβλίο μου άρεσε παρά γιατί ένα βιβλίο δεν μου άρεσε. Δεν το έκανα πάντοτε αυτό.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους το autofiction ως υποείδος μου ταιριάζει είναι γιατί συγγενεύει με τον τρόπο με τον οποίο γράφω, τον τρόπο με τον οποίο εντάσσω το προσωπικό σε κάθε κείμενο σχεδόν, ακόμα και αν πρόκειται για την παρουσίαση ενός βιβλίου· κυρίως τότε. Ίσως γιατί θαυμάζω αυτή την τόλμη της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τον εαυτό της, μακριά από την κρυψώνα του προσωπικού, πάντοτε με όρους μυθοπλασίας ωστόσο. Ίσως γιατί ως υποείδος είναι ό,τι πλησιέστερο στην ατομική αφήγηση, στην ιστορία κάποιου. Και εμένα αυτές οι προσωπικές ιστορίες με ενθουσιάζουν. Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς, γιατί δεν διαβάζω βιογραφίες και αυτοβιογραφίες. Όχι μόνο δεν διαβάζω, αλλά σε κάθε ευκαιρία διατυπώνω την άρνησή μου επ' αυτού. Δεν είναι η γλώσσα αλλά η κατασκευή αυτό που μου κάνει τόσο οικεία την αυτομυθοπλασία σε σχέση με την (αυτο)βιογραφία. Το περιεχόμενο, αυτό καθαυτό, με αφήνει αδιάφορο, δεν με εντυπωσιάζει, δεν με ιντριγκάρει αν είναι αλήθεια ή όχι, δεν μου γεννά συναίσθημα ‒αντίθετα, μου το επιβάλλει, και αυτό είναι χειρότερο, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Θα δώσω ένα παράδειγμα, για να έρθω σιγά σιγά και στο βιβλίο του Καρρέρ, που αποτελεί και την αφορμή για το παρόν κείμενο. Το 2004, ο Καρρέρ βρισκόταν σε μια από τις ακτές της Ινδονησίας που χτυπήθηκαν από το τσουνάμι μετά τον σεισμό. Αν το περιστατικό αυτό συμπεριλαμβανόταν στο βιβλίο απλώς και μόνο γιατί συνέβη, τότε θα περίσσευε, θα ήταν ένας λόγος για να πεις πως δεν σε ενδιαφέρει, και να νιώσεις λιγάκι άσχημα γι' αυτό, γιατί δεν μπορείς να λες πως δεν σε ενδιαφέρει που κάποιος βίωσε και επέζησε μιας τέτοιας καταστροφής, και αμέσως θα δοκιμάσεις ίσως κάπως να το μαζέψεις και να πεις πως σε ενδιαφέρει και ευτυχώς ο άνθρωπος γλίτωσε, αλλά ήδη θα μιλάς για κάτι άλλο και όχι για το βιβλίο. Θέλω να πω πως δεν διαβάζω αυτομυθοπλασία για να μάθω πράγματα για τους συγγραφείς και τη ζωή τους, άλλωστε η σύμβαση είναι τέτοια που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, ακόμα και αν κάτι τέτοιο σε ενδιέφερε.
Όταν κάποιος με ρωτάει ποιο είναι το καλύτερο autofiction βιβλίο που έχω διαβάσει, η απάντηση είναι απλή: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Πάνε χρόνια που διάβασα Το μουστάκι, για την ακρίβεια έντεκα. Για την ανάγνωση εκείνη είχα γράψει ένα από τα πρώτα κείμενα αυτού του ιστολογίου (περισσότερα εδώ) στο οποίο ανέφερα πως «Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενθουσίασε αν και το διάβασα ευχάριστα». Σήμερα, εκτός από το κεντρικό εύρημα, την απόφαση δηλαδή του αφηγητή να ξυρίσει το μουστάκι του ένα πρωί, απόφαση που πέρασε απαρατήρητη και αυτό τον βύθισε σ' ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολλά. Ίσως εκείνο το ναι μεν αλλά, η ανάμνηση της ανάγνωσης εκείνης, να ήταν που με κράτησε μακριά από τα υπόλοιπα βιβλία τού Καρρέρ, που στη χώρα μας με συνέπεια χρόνων εκδίδουν οι Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (αν και Το μουστάκι είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σέλας). Πιθανολογώ πως ούτε αυτό το βιβλίο του γεννημένου το 1957 συγγραφέα θα διάβαζα αν δεν ήταν μια ψηφιακή φίλη, που με ιδιαίτερη θέρμη μου μίλησε γι' αυτό, και μάλιστα με μια μάλλον αδικαιολόγητη βεβαιότητα ισχυρίστηκε πως σίγουρα θα μου αρέσει, ισχυρισμός που με έπεισε, ίσως όχι τόσο αδικαιολόγητα, αφού είχα προλάβει να δω πως ανήκει στο υποείδος του autofiction, γεγονός που με είχε προκαταβάλει θετικά.
Ο τίτλος του βιβλίου, αν και απόλυτα ακριβής, αφού ένα βιβλίο για τη γιόγκα είχε πρόθεση να γράψει ο Καρρέρ, είναι πιθανό να αποπροσανατολίσει τους αναγνώστες οδηγώντας σε αυτό κάποιους για λάθους λόγους και απομακρύνοντας κάποιους άλλους πάλι για λάθος λόγους. Αλλά έτσι είναι αυτά. Το οπισθόφυλλο, αν υποθέσουμε πως κάποιος φτάνει σ' αυτό, είναι αρκετά πιο διαφωτιστικό σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου, σταχυολογεί, μάλιστα, και αρκετά από τα επεισόδια της αφήγησης, απόφαση που κινείται στο όριο του σπόιλερ. Εκείνο που σίγουρα λείπει, και κάποιους αναγνώστες θα τους απογοητεύσει, είναι ένας αφηγητής που σκοπό έχει να γράψει ένα βιβλίο αυτοβοήθειας, και αυτό δεν συμβαίνει, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που η συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων έχει στηθεί από την αγορά, αν και κάθε βιβλίο λογοτεχνίας είναι ένα βιβλίο αυτοβοήθειας, αλλά αυτό και αν είναι άλλη συζήτηση.
Ο Καρρέρ ασχολήθηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του με τη γιόγκα, το τάι τσι και τον διαλογισμό. Σκόπευε, λοιπόν, να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο εντατικού διαλογισμού, και ακολούθως να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με την εμπειρία αυτή, αλλά και να αναφερθεί γενικότερα στη γιόγκα και τον διαλογισμό, που παρότι είναι της μόδας, συνοδεύονται από διάφορες παρανοήσεις και έντονη άγνοια. Το βιβλίο αυτό περιγράφει την αποτυχία του Καρρέρ να γράψει ένα βιβλίο εστιασμένο αποκλειστικά στη γιόγκα, παρότι αυτό μοιάζει κάπως οξύμωρο για ένα βιβλίο που φέρει τον τίτλο Γιόγκα. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής Καρρέρ απομακρύνεται από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας Καρρέρ είναι εξαιρετικός. Είναι θεωρώ το στοιχείο εκείνο που κάνει το βιβλίο να λειτουργεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Το γεγονός πως υπήρξες πρωταγωνιστής της ιστορίας που αφηγείσαι δεν απλοποιεί αυτομάτως την αφήγηση και είναι αφελές κάποιος να το πιστεύει αυτό. Ο συγγραφέας υποσκάπτει την ίδια του την ιστορία, θέτοντας διαρκώς νάρκες μυθοπλασίας μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης. Γενικότερα, φροντίζει να διατηρεί ορατούς τους αρμούς της κατασκευής του, υπενθυμίζοντας διαρκώς στον αναγνώστη πως αυτή είναι η ιστορία ενός βιβλίου για τη γιόγκα που κάποτε, πριν η ζωή τα φέρει αλλιώς, σκόπευε να γράψει. Η υπονόμευση των βιβλίων αυτοβοήθειας που τόσα και τόσα υπόσχονται, έτσι λαμπερά όπως στέκουν με τα κατάλευκα χαμόγελα των συγγραφέων τους, και
μάλιστα με χρήση δικών τους «όπλων», προσδίδει ένα ιδιαίτερα δυνατό
στοιχείο ρεαλισμού στην αφήγηση του Καρρέρ, ένα ακόμα σημείο οικειότητας, φέρνοντας στο πραγματικό της μέγεθος τη μάχη που απαιτεί η δυσκολία τού να είσαι ο εαυτός σου.
Καθώς αναρωτιέμαι γιατί μου άρεσε η Γιόγκα, συνειδητοποιώ πως μπορεί ένα μεγάλο κομμάτι στην απάντηση αυτή να είναι υποκειμενικό, αφού το βιβλίο πάτησε σε διάφορα σημεία που με δυσκολεύουν/απασχολούν/ενδιαφέρουν, πράγματα για τα οποία ήθελα να διαβάσω, αλλά ήταν οι τεχνικές του αρετές, η κατασκευή και η αφήγηση, εκείνες που κάνουν το μυθιστόρημα του Καρρέρ ένα καλό βιβλίο, εκείνες που μπορούν να υποστηρίξουν το έντονα προσωπικό στοιχείο, αλλά και να απορροφήσουν την όποια υποψία διδαχής. Από τα ιδιαιτέρως καλά δείγματα autofiction που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, η Γιόγκα, αργά ή γρήγορα, θα με οδηγήσει να αναζητήσω και τα υπόλοιπα βιβλία του Καρέρ, ίσως το Άλλες ζωές απ' τη δική μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου