Με το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ έπαψε να αποτελεί ένα ανατέλλον αστέρι της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και είδε το έργο του, αν και ειδολογικά δύσκολα κατατάξιμο, να αναγνωρίζεται, να μεταφράζεται και να εκδίδεται σε πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο, με την κριτική και τους αναγνώστες να το υποδέχονται θερμά. Τη σύσταση με το ελληνικό κοινό ανέλαβαν οι εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου. Πρόσφατα, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή του στην ισπανόφωνη αγορά, κυκλοφόρησε το MANIAC, που μοιάζει να είναι το πλέον φιλόδοξο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έργο τού Λαμπατούτ.
Το MANIAC αποτελείται από τρία μέρη με
θεματική και μάλλον χαλαρή σύνδεση, μια συλλογή τριών εκτενών διηγημάτων με μια σχετική αυτονομία, που ως πρωταγωνιστές έχουν τρία σπουδαία
και σπάνια μυαλά· τον Αυστριακό φυσικό Πάουλ Έρενφεστ, τον Ούγγρο
πολυεπιστήμονα Τζώννυ φον Νόυμαν, και τον Νοτιοκορεάτη Λη Σεντόλ, παίχτη
του γκο. Τα διηγήματα τα συνέχει και μια χρονική διαδοχή. Η πρώτη
ιστορία
φτάνει ως τα ζοφερά χρόνια της έκρηξης του ναζισμού, όταν η
κβαντομηχανική ήρθε να ανατρέψει τις ισορροπίες εντός της κοινότητας των
φυσικών, ενώ η Αμερική λειτουργούσε ως καταφύγιο για τα λαμπρά
επιστημονικά μυαλά. Η ιστορία του φον Νόυμαν κορυφώνεται
εν μέσω ψυχρού πολέμου και πυρηνικής φρενίτιδας, όταν τα πρώτα ωάρια
υπολογιστικών μηχανών αρχίζουν να γονιμοποιούνται. Για να φτάσουμε κοντά
στο σήμερα
με την τεχνητή νοημοσύνη να βρίσκεται στο επιστημονικό επίκεντρο και η
εξέλιξή της, με τα ερωτήματα για τη χρήση της, να ξεπερνά ακόμα
και τις πιο πρόσφατες λογοτεχνικές εικασίες.
Η λογοτεχνία, η τέχνη
εν γένει, δοκιμάζει από το δικό της μετερίζι την απόπειρα κατανόησης
και νοηματοδότησης. Αυτό το κοινό έδαφος με την επιστήμη, που
δύσκολα εντοπίζεται με μια πρόχειρη ματιά, επιχειρεί να χαρτογραφήσει ο Λαμπατούτ, αυτά
είναι τα μέρη που προκαλούν τη σκέψη του. Εγχείρημα φιλόδοξο, κυρίως λογοτεχνικά, γιατί ενώ ο Λαμπατούτ ακολουθεί παρόμοιο βηματισμό, ένα υβριδικό, δηλαδή, κατασκεύασμα μυθοπλαστικής σύνθεσης που αντλεί έμπνευση από την επιστήμη και πατάει πάνω της, έχοντας καλιμπράρει με ακρίβεια την πυξίδα του, επιχειρεί να βαδίσει σε πιο απαιτητικά μονοπάτια, επιθυμώντας να εξελίξει τον μηχανισμό και να μην εγκλωβιστεί σε μια μανιέρα. Δεν επαναπαύεται στην αυτόφωτη γοητεία της πραγματικότητας της επιστήμης, της οριακής αυτής απόπειρας ερμηνείας του κόσμου, αλλά δίνει ιδιαίτερη φροντίδα στην αφήγηση και τη μυθοπλαστική σύνθεση, επιτρέποντάς τους να ελευθερωθούν από την εγκεφαλικότητα και τη συναισθηματική στειρότητα, με αποτέλεσμα το MANIAC να φλερτάρει ταυτόχρονα με τη λογοτεχνία και την επιστήμη, ισορροπώντας και στις δυο και παραμερίζοντας την όποια αναγνωστική αμηχανία. Η ήδη γνώριμη πρόκληση ενός μυαλού που κατανοεί και μεταπλάθει την υψηλή
επιστημονική γνώση, συναντά εδώ, περισσότερο από ποτέ στο έργο τού Λαμπατούτ, την έλξη που γεννά η
καλή πρόζα, ενώ επιπρόσθετα υπερκεράζει τον
περιορισμό της απεύθυνσης σ' ένα εξειδικευμένο κοινό,
χωρίς να υποκύπτει στις σειρήνες της εκλαΐκευσης.
Το MANIAC μοιάζει να εισάγει ένα νέο υποείδος, αυτό του επιστημονικού ρεαλισμού, σ' ένα αποτέλεσμα αναπάντεχα γοητευτικό, που προκαλεί ίλιγγο, ανοίγοντας στον αναγνώστη νέα παράθυρα αναζήτησης, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει απόλαυση όπως κάνει η καλή λογοτεχνία.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου