Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν θ' αργήσω - Βασιλική Πέτσα

Το περίμενα το βιβλίο αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, κυρίως γιατί Το δέντρο της υπακοής, το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα (Καρδίτσα, 1983), μου είχε αρέσει πάρα πολύ, γεμίζοντας το σακούλι με προσδοκίες και υποθέσεις για το επόμενο βήμα της. Δεν έχασα χρόνο, λοιπόν.

Παρότι το διεθνές πλαίσιο, εντός του οποίου διαδραματίζονται οι ιστορίες που αποτελούσαν εκείνο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, υπήρχε και δεν ήταν κάτι νέο, ομολογώ πως ένιωσα μια κάποια έκπληξη μόλις αντιλήφθηκα πως το Δεν θ' αργήσω είχε να κάνει με ένα θέμα κυρίως βρετανικό, που έμεινε στην ιστορία ως η τραγωδία του Χίλσμπορο, όταν ενενήντα επτά φίλαθλοι της Λίβερπουλ βρήκαν φρικτό θάνατο, στις δεκαπέντε Απριλίου 1989, εξαιτίας του συνωστισμού στις κερκίδες των ορθίων. Τραγωδία που σύντομα απέκτησε έντονη πολιτική διάσταση, με την τότε κυβέρνηση Θάτσερ να κατηγορεί τους νεκρούς ως μεθύστακες και βίαιους χούλιγκανς, παίρνοντας μέτρα απομονωτισμού του αγγλικού ποδοσφαίρου, και μόλις, σχετικά πρόσφατα, ο αγώνας συγγενών και φίλων δικαιώθηκε και οι ευθύνες αποδόθηκαν, έστω και καθυστερημένα, έτσι και αλλιώς αργά και χωρίς νόημα θα ήταν, οι άνθρωποι είχαν πεθάνει, μόνο η ηθική δικαίωση απέμενε να δίνει κίνητρο στον πολύχρονο δικαστικό αγώνα. Δεν ήταν μια έκπληξη στερεοτυπική με βάση το φύλο, μια γυναίκα να ασχολείται με μια αντρική κυρίως υπόθεση, όπως είναι το ποδόσφαιρο, αλλά είχε να κάνει με την επιλογή ενός θέματος μακριά από την ελληνική πραγματικότητα.

Δεν είναι σπάνιο, αντίθετα συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά, ένα ελληνικό βιβλίο να έχει πρόσωπα και καταστάσεις μη ελληνικές. Η παγκοσμιοποίηση, σκέφτομαι, η οικειότητα, ακόμα και εκ του σύνεγγυς, η ανάγκη για μια λογοτεχνία όχι αποκλεισμένη από τη διεθνή σκηνή, το περιβόητο άλλοθι, μαζί με την ολιγομιλούμενη ελληνική γλώσσα, για τη μη εξαγωγή της εγχώριας λογοτεχνίας στο εξωτερικό, ίσως να είναι μια απάντηση σ' αυτό το γιατί της επιλογής ενός μη τοπικού σκηνικού. Δεν με ξενίζει αυτό, η χώρα της λογοτεχνίας είναι μία (ωραίο κλισέ, όχι;), αλλά διακρίνω την παγίδα, που έχει να κάνει με μια εκ του μακρόθεν εξωτική ιδέα για το εξωτερικό, ένα Παρίσι, για παράδειγμα, στο οποίο ο συγγραφέας δεν έχει ποτέ βρεθεί και αυτό αναπόφευκτα φαίνεται στην απόπειρα η δράση να διαδραματιστεί εκεί. Η Πέτσα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, όχι τουλάχιστον με βάση την προηγούμενη απόπειρά της.

Λίβερπουλ, 2009. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, παντρεμένος με τη Λιζ και πατέρας δύο παιδιών, διατηρεί ένα φωτογραφείο που στην ψηφιακή εποχή πνέει τα λοίσθια, ήταν παρών εκείνη την αποφράδα μέρα, έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκείνο το παρελθόν, το οποίο ποτέ δεν ξέχασε εντελώς, από το οποίο ποτέ δεν γιατρεύτηκε πλήρως, τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά, ωστόσο η ζωή προχωράει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τις προκλήσεις της, τα καλά και τα κακά της. Ένας φίλος, σταθερό μέλος της τότε παρέας, δεν άντεξε άλλο και έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία, του τηλεφωνεί για να του ανακοινώσει πως σκοπεύει να επιστρέψει ως επισκέπτης στην Αγγλία, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την τραγωδία. Η προοπτική αυτή τριγκάρει τον αφηγητή, μάταια παλεύει να ξεχαστεί με τις προκλήσεις της καθημερινότητας, τις απλές, όπως το πλύσιμο του αυτοκινήτου, ή τις σύνθετες, όπως το αν πρέπει να πάρει απόφαση και να κλείσει το κατάστημα πριν τα χρέη τον πνίξουν, το παρελθόν επανέρχεται διαρκώς, διακόπτει και παρεμβάλει τη σκέψη του, καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο.

Παρότι το κεντρικό γεγονός είναι σαφέστατα υπαρκτό, τα πρόσωπα και οι μικροϊστορίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό επινοημένα, έτσι έχουμε να κάνουμε μ' ένα καθαρά μυθοπλαστικό έργο, για το οποίο, ωστόσο, η Πέτσα έπρεπε, και το έκανε, να διαβάσει αρκετά, ώστε να μπει στο κλίμα, να εντοπίσει τους σπόρους της έμπνευσης, το λογοτεχνικό κίνητρο για να πει μια ιστορία με αυτό το γεγονός στον πυρήνα της, και ακολούθως να γράψει την ιστορία εκείνης της παρέας που μετά τη τραγωδία αυτή δεν ήταν ποτέ η ίδια, και να τη ντύσει με αληθοφάνεια, απόλυτα απαραίτητο χαρακτηριστικό ώστε το μυθιστόρημα να λειτουργήσει.

Η συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή στο γεγονός πως παρότι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε εκείνο το απόγευμα η ζωή προχωράει. Θέλω να πω πως μολονότι η τραγωδία του Χίλσμπορο είναι τόσο ισχυρή, το μυθιστόρημα αυτό δεν περιορίζεται, όπως και η ζωή των προσώπων άλλωστε, σε εκείνη τη μέρα. Μίλησα και παραπάνω για την έντονη πολιτική διάσταση του γεγονότος εκείνου. Η Πέτσα δεν αναλώνεται στα όσα συνέβησαν μετά σε επίπεδο κεντρικών αποφάσεων, αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά, αλλά εμμένει στην ιστορία των προσώπων της, εκείνων που επέζησαν και έμειναν να φέρουν εκείνο το τραύμα, στη σημερινή Αγγλία, την τόσο διαφορετική. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται από την επιθυμία να στρατευτεί πολιτικά, με τρόπο θεωρητικό και κυρίως αποστειρωμένο, εδώ έχουμε να κάνουμε με απλές ζωές, που σίγουρα επηρεάζονται από την κοινωνική και οικονομική πολιτική του δεν υπάρχει εναλλακτική, φράση που συμπυκνώνει εν πολλοίς την πολιτική που ακολουθήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο άπαξ και ειπώθηκε.

Το Δεν θ' αργήσω θυμίζει στον αναγνώστη τον παλιό καλό Τζόναθαν Κόου, τον τρόπο του να ανατέμνει τη βρετανική κοινωνία, να εντάσσει το πολιτικό και οικονομικό στοιχείο, να παρατηρεί τις επιπτώσεις στις απλές, ανώνυμες ζωές. Ο ρεαλισμός, σύγχρονος και προσαρμοσμένος στην εποχή μας, τον οποίο μετέρχεται η Πέτσα αποδεικνύεται το κατάλληλο όχημα για να περιηγηθεί στο, αποβιομηχανοποιημένο και κοινωνικοοικονομικά ασταθές, σημερινό Λίβερπουλ, χωρίς να αποπροσανατολιστεί από την ιστορία που θέλησε εξ αρχής να αφηγηθεί και που έχει να κάνει με το ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι επιζών;

Στέρεο αφηγηματικά και με καλή επιμέλεια, το Δεν θ' αργήσω, αποδεικνύει εκ νέου την ικανότητα της Πέτσα στη μεγάλη φόρμα, παρότι το βιβλίο δεν ξεπερνά τις εκατό τριάντα σελίδες, κυρίως για τον τρόπο με το οποίο αναμιγνύει το τότε με το τώρα, το πώς αποδίδει αυτό το διαρκές πετάρισμα της σκέψης και της μνήμης του αφηγητή στο παρελθόν. Δεν μου φαίνεται καθόλου απλό αυτό που δοκίμασε η συγγραφέας εδώ, παρότι το βιβλίο είναι προσιτό στην αναγνωστική πρόσληψη, καθώς το θεματικό επίκεντρο είναι διαρκώς έτοιμο να την καταπιεί, να την οδηγήσει σε μια συναισθηματική έκρηξη όχι φυσική, αφού εκείνη μόνο έχει διαβάσει σχετικά και δεν είναι δικό της βίωμα, παραμερίζοντας έτσι τον ίδιο τον αφηγητή και αφαιρώντας τη φυσικότητα, τον ρεαλισμό, αφήνοντας τελικά μονάχα αιωρούμενη και αναπάντητη την κεντρική ερώτηση περιστροφής.

Ούτε πέφτει στην παγίδα να δώσει απαντήσεις, να τις επινοήσει καλύτερα, λύσεις και διεξόδους, επίσης, να επέμβει ως εξωτερική παρατηρήτρια και να στρογγυλέψει ή να ακονίσει τις γωνίες της εμπειρίας των προσώπων, παίρνοντας την ιστορία από τα χέρια των προσώπων και κάνοντάς τη δική της, να μιλήσει εκείνη στη θέση της, να αφήσει άψυχες καρικατούρες τα πρόσωπα περνώντας από πάνω τους, ποδοπατώντας τα, κάνοντας εκείνη με τη σειρά της όσα η κυβέρνηση και η αστυνομία έκαναν σε όσους έμειναν πίσω να θρηνούν τους νεκρούς εκείνους.

Το Δεν θ' αργήσω είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρότι διαπραγματεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηματική του διαχείριση θέμα. Άλλωστε, μία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιμάτε.

υγ. Για Το δέντρο της υπακοής περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου