Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Μουσείο φυσικής ιστορίας - Carlos Fonseca

Πέντε χρόνια πριν, καλοκαίρι και τότε, διάβασα το Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει, το πρώτο βιβλίο συγγραφέα από την Κόστα Ρίκα που έπιανα στα χέρια μου. Φέτος, κυκλοφόρησε το Μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα από τα βιβλία που διάλεξα να διαβάσω στο πάντα ιδιαίτερο διάστημα της θερινής διακοπής.

Διαβάζοντας ξανά εκείνο το προ πενταετίας κείμενο (εδώ) έπεσα πάνω σε σημειώσεις αντίστοιχες με τις τωρινές. Πρώτα τα ονόματα των Ρικάρντο Πίλια και Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ακολούθως εκείνες οι σημειώσεις περί φαινομενικά εγκεφαλικής γραφής, που άφηναν ωστόσο ικανά ανοιχτή την πόρτα της προσωπικής, συναισθηματικής ή ακόμα και βιωματικής εμπλοκής του συγγραφέα. Τέλος την αίσθηση πως το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνική ελίτ, έστω και ως υπόθεση παροντική χωρίς να έχει διανυθεί το απαραίτητο χρονικό διάστημα για μια πιο ασφαλή επαναξιολόγηση. Παράξενο πώς, έλειπε η αναφορά στη φιλοδοξία, στο Μουσείο φυσικής ιστορίας πάνω πάνω στις σημειώσεις, υπογραμμισμένη μάλιστα, ίσως τότε να μην διέκρινα ικανή ποσότητα από αυτή, ίσως να εξέπεμπε μια διάθεση πιο ασφαλούς πλοήγησης, ένεκα πως ήταν το πρώτο του ολοκληρωμένο λογοτεχνικό βήμα, ίσως απλώς να μην αξιολόγησα σωστά την παράμετρο αυτή.

Η φιλοδοξία, λοιπόν, διάχυτη από την πρώτη κιόλας σελίδα, τοποθέτησε εξ αρχής τον πήχη αρκετά ψηλά, εκπέμποντας μια έντονη γοητεία, πάντοτε η αίσθηση φιλοδοξίας παρασέρνει με την εμφάνισή της τον όποιο ορίζοντα, εκ προοιμίου αυθαίρετων, προσδοκιών και αν είχα κατασκευάσει αποφασίζοντας να διαβάσω αυτό το βιβλίο και όχι κάποιο άλλο. Ο χρόνος, ποτέ αρκετός, διαμορφώθηκε, όπως συμβαίνει με βιβλία όπως αυτό, από την ίδια την ανάγνωση, από την επιθυμία και την ανάγκη γι' αυτή, αν προτιμάτε.

Ο αφηγητής, που κανένα λόγο ο αναγνώστης δεν έχει να μη θεωρήσει άλτερ έγκο του γεννημένου το 1987 Φονσέκα, θα γνωρίσει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας, όταν εκείνη θα του ζητήσει να συνεργαστούν σε ένα παράξενο και δύσκολα περιγράψιμο καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Εφτά χρόνια αργότερα, με εκείνη νεκρή και την έκθεση δια παντός ματαιωμένη, ο αφηγητής θα λάβει το μαύρο κουτί της συνεργασίας τους. Το παρελθόν, το κοινό των δύο, θα επανεμφανιστεί, εκείνος θα χαθεί στις σπείρες της μνήμης και της άκρως υποκειμενικής πρόσληψης και αποθήκευσης της πραγματικότητας. Ξάγρυπνες νύχτες και πυρετώδεις αναγνώσεις ύστερα, θα θεωρήσει πως αυτό το μαύρο κουτί, παρότι φαινομενικά γεννάει νέες και πιο σύνθετες ερωτήσεις και ακατανόητες όψεις, περιλαμβάνει, επίσης, και αρκετές απαντήσεις ή τουλάχιστον αρκετά στοιχεία που μπορούν να δώσουν απαντήσεις για τη ζωή εκείνης, για την οικογενειακή ιστορία μιας περιπλάνησης διαρκούς αναζήτησης.

Κομβικός δεύτερος αντρικός ρόλος, ο Τανκρέδο, φίλος του αφηγητή, ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια και ακρίβεια. Η παρουσία του στις σελίδες, πότε ως αυτόπτη μάρτυρα και πότε ως, κυρίως εμπειρικού και οξυδερκή, φιλόσοφου είναι καταλυτική στην απόπειρα σύνθεσης ενός παζλ του οποίου το πραγματικό μοτίβο παραμένει μέχρι τέλους άγνωστο και αβέβαιο, ανοιχτό σε ερμηνείες και χωροχρονικές συντεταγμένες. Είναι, όμως, η μητέρα της νεκρής ένας χαρακτήρας μεγαλύτερος από τη ζωή, που η σύλληψη και σύνθεσή του αποτελούν μετάλλιο στο συγγραφικό πέτο. Γιατί αν η παρουσία του Τανκρέδο αποδεικνύεται καταλυτική στην προώθηση της πλοκής, εκείνος της μητέρας αποτελεί τη βάση επί της οποίας το μεγαλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος, αλλά και της ίδιας της συγγραφικής φιλοδοξίας, βασίστηκε.

Χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, σύνθετο στην κατασκευή μα εντέλει λειτουργικό, εγκεφαλικό στον έλεγχο αλλά και συναισθηματικό στη διαχείριση, σαφώς πολιτικό, μυθιστόρημα (και) ιδεών, με την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, στο επίκεντρο, με το δίπολο τραγωδία-φάρσα να είναι το βασικό γρανάζι περιδιάβασης του κόσμου, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο εντός του διάχυτου ζόφου, το Μουσείο φυσικής ιστορίας είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με τις ρίζες του να εκτείνονται στο παρελθόν, αποτελώντας συνέχεια μιας παράδοσης, σε καμία περίπτωση χωροχρονικά εγκλωβισμένης, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του κοιτάζουν προς το μέλλον. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που παρομοιάζω με λεπτομερές τράβελινγκ εντός ενός επιβλητικού καθεδρικού, εκεί όπου το δέος υπερνικά την όποια κόπωση και την επιμονή στη λεπτομέρεια, σε σημεία ασφυκτικό, και όμως, όταν η προβολή τελειώσει και έξω είναι ακόμα μέρα και ο αέρας πιο φρέσκος, η ανακούφιση δεν σε κατακλύζει, ήταν πολύ ωραία εκεί μέσα.

Ο Ρικάρντο Πίλια, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, στον οποίο ο Φονσέκα αφιερώνει το μυθιστόρημά του, υπήρξε από τους πρώτους αναγνώστες της πρώτης απόπειρας του νεαρού συγγραφέα και με οξυδέρκεια επισήμανε τις αρετές αλλά και τις μελλοντικές υποσχέσεις, πέθανε το 2017 όταν το Μουσείο φυσικής ιστορίας κυκλοφόρησε. Ακόμα και να μην το διάβασε στην τελική του μορφή, σίγουρα θα ήταν χαρούμενος που η διαίσθηση αλλά και το κριτήριο του επιβεβαιώθηκαν. Σκέφτομαι τον Φονσέκα, που γνώριζε άψογα το έργο του σπουδαίου, έχοντας μαθητεύσει και επηρεαστεί από αυτό, τη συγκίνηση να λαμβάνει έναν λόγο ενθαρρυντικό από ένα από τα πρότυπά του.

Προανέφερα ήδη το όνομα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, που θα έσκαγε ένα χαμόγελο στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό. Θεωρώ σίγουρο πως ο Φονσέκα θα δοκίμαζε να του στείλει κάποιο από τα τελευταία σκαριφήματα, και πως ο Μπολάνιο, δεινός αναγνώστης μεταξύ άλλων, θα το διέκρινε ανάμεσα στα όσα σίγουρα θα λάμβανε από διάφορους πιστούς και επίδοξους συγγραφείς. Η αναφορά έχει διπλό σκοπό, από τη μια, η επίδραση του Μπολάνιο στις νεότερες γενεές ισπανόφωνων δημιουργών, και από την άλλη, η ανάδειξη του μεγέθους της φιλοδοξίας του Φονσέκα γράφοντας το Μουσείο φυσικής ιστορίας. Δυστυχώς, ο θάνατος είχε άλλα σχέδια, πρόωρα, ο Μπολάνιο δεν είδε τη σπορά του.

Συχνά, στην επισήμανση της φιλοδοξίας, προσθέτω πως ακόμα και αν ο συγγραφέας βάλει στόχο το εκατό και πιάσει το εβδομήντα, περνώντας εμφανώς κάτω από τον πήχη, μαγεύομαι από αυτή την ύπαρξη φιλοδοξίας σε σχέση με έναν συγγραφέα που έβαλε το πήχη στο δέκα και τον υπερπήδησε. Εδώ όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ο Φονσέκα αντεπεξήλθε με άνεση και χάρη, η φιλοδοξία του δεν τον κατάπιε. Εκτός από φιλοδοξία, ή παρέα με αυτή, ορατή είναι και η αυτοπεποίθηση. Εδώ όμως, αντίθετα με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αυτοπεποίθηση πατάει γερά στα πόδια της, σε ένα έδαφος λογοτεχνικής γνώσης εκεί όπου ένας σπόρος ταλέντου έπεσε και άπλωσε ρίζες βαθιές. Ίσως μόνο, αν έπρεπε κάτι να προσθέσω, να έλεγα πως, χωρίς να είναι ψεγάδι, το βιβλίο αυτό απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για να ανταποδώσει τους πλούσιους σε γεύση και άρωμα καρπούς του. Είναι, ωστόσο, μόλις το δεύτερο βιβλίο του, και τι βιβλίο!, ήταν μόλις τριάντα χρονών όταν αυτό κυκλοφόρησε, το γράφω ξανά, τριάντα χρονών. Θα πρόσθετα ακόμα πως φυσική απόρροια του μυθιστορήματος αυτού, όπως είχε άλλωστε συμβεί και με το προηγούμενο, έστω και σε μικρότερο βαθμό, είναι η δημιουργία περαιτέρω απαιτήσεων και προσδοκιών, φορτίο βαρύ και ίσως άδικο τοποθετημένο στους ώμους του, ωστόσο είναι ο ίδιος που τις γέννησε και τις έθρεψε.

Πότε γελάω και πότε εκνευρίζομαι με έναν συνήθη αφορισμό: καλή λογοτεχνία στις μέρες μας πια δεν γράφεται. Αυτή τη στιγμή έχω ξελιγωθεί από τα γέλια.

υγ. Δύο ενδεικτικά κείμενα με αφορμή την ανάγνωση των σπουδαίων Μπολάνιο και Πίλια, για το 2666 εδώ, για την Τεχνητή αναπνοή εδώ. Θυμήθηκα επίσης ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, Το παρελθόν του Άλαν Πάουλς, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου