Όταν γνωρίζω τον Π., κοντεύω μισό αιώνα πάνω στη Γη, και ο Αρκτικός δεν είναι παρά μια περιοχή στον χάρτη.
Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα αυτό. Ήδη από την πρώτη πρόταση, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια τοποθετεί στο κέντρο του κάδρου τον Π., τον Αρκτικό και την ηλικία της, τα τρία βασικά συστατικά της ιστορίας αυτής. Επίσης, η πρώτη αυτή πρόταση, εκτός από το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, μας αποκαλύπτει αρκετά από το ύφος, με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση του ιστορικού ενεστώτα, αλλά και το πώς τοποθετεί την εαυτή της σε σχέση με τον μεγάλο χωροχρόνο.
Είναι σύνηθες, και δείγμα ελλιπούς επιμέλειας, οι πρώτες σελίδες ενός μυθιστορήματος να είναι κάπως διστακτικές ή, καλύτερα, διερευνητικές του ύφους και της αφηγηματικής φωνής. Συμβαίνει ωστόσο και το αντίθετο, οι πρώτες σελίδες να είναι γεμάτες από έμπνευση και εργατοώρες και η συνέχεια να μην είναι αντάξια. Εδώ, ούτε το ένα, ούτε το άλλο συμβαίνει. Από την πρώτη κιόλας πρόταση, ως και την τελευταία, έχουμε ένα ύφος συμπαγές, μια αφηγηματική φωνή ενιαία, μια κατασκευή πλήρη και στέρεα. Και αυτό οφείλουμε να το πιστώσουμε, πρώτο και κύριο, σε μια σειρά από πιστώσεις που θα ακολουθήσουν. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό.
Αναφέρομαι συχνά με ένα σχόλιο αμφίσημο στα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας που μου αρέσουν. Λέω πως μοιάζουν με μετάφραση κάποιου αλλόγλωσσου κειμένου. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τον προβληματικό χαρακτήρα ενός τέτοιου σχολίου, ποια μετάφραση άλλωστε μπορεί να σταθεί ψηλότερα από το πρωτότυπο κείμενο αναφοράς; Και όμως, σε μια χώρα με έντονη την ξενομανία, αποτελεί για μένα μονόδρομο ένα σχόλιο όπως αυτό. Εναλλακτικά θα μπορούσα να πω: αν ήταν μετάφραση ενός ξένου βιβλίου τότε ο ενθουσιασμός θα ήταν λιγότερο επιφυλακτικός, οι ύμνοι λιγότερο δύσθυμοι, μια ενδιαφέρουσα νέα φωνή θα είχε φανεί στον εκδοτικό ορίζοντα. Το συγκεκριμένο σχόλιο, επίσης, ανοίγει στα μάτια μου μια ευδιάκριτη χαραμάδα που διαχωρίζει το εκάστοτε κρινόμενο ελληνικό έργο με τις παθογένειες της εγχώριας γραμματείας εν γένει.
Η Ντούμπρου στον Αρκτικό, που είναι το πρώτο της βιβλίο που διαβάζω, θέτει εξαρχής τον πήχη της φιλοδοξίας, ενώ μοιάζει να σκιαγραφεί ευδιάκριτα τις συγγραφικές προθέσεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποδεικνύεται άκρως λειτουργική, ικανή, εκτός από αμεσότητα, να δομήσει επαρκώς τον χαρακτήρα του υποκειμένου της γραφής. Μια τέτοια δόμηση, με βάση το πρώτο πρόσωπο, με απουσία του σχολιασμού ενός εξωτερικού παρατηρητή, έχει διάφορες απαιτήσεις, ικανοποιώντας κάποιες αφηγηματικές ανάγκες αλλά αφήνοντας συνήθως αντίστοιχα κενά ως προς το δόσιμο των προσώπων. Διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα αυτό θα παρατηρήσει κάτι, μάλλον, σπάνιο: στο τέλος της ανάγνωσης θα νιώθει πως γνωρίζει περισσότερα για την αφηγήτρια παρά για τον Π. Και αυτό γίνεται με τρόπο ρεαλιστικό, προσφέροντας ένα κοινό εμβαδόν με τον αναγνώστη.
Το αποκαλώ κοινό εμβαδόν και ρεαλιστικό αφού για εμάς γνωρίζουμε, αν γνωρίζουμε, περισσότερα από ό,τι για τον άλλον, τον κάθε άλλον, ειδικά αν είναι το πρόσωπο του έρωτα, που σε μεγάλο βαθμό υπάγεται στους περιορισμούς του συναισθήματος, της επιθυμίας και της προβολής. Ο Αρκτικός είναι (και) μια ιστορία αγάπης, με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις κοινοτοπίες της. Μια ιστορία αγάπης με την αφηγήτρια σχεδόν μισό αιώνα επί της Γης, για τον Π. ακόμα περισσότερο.
Εκείνη δεν έχει παιδιά και δεν πρόκειται να αποκτήσει. Της λείπει, δηλαδή, το πλέον διαχρονικό διαβατήριο αποδοχής από την κοινωνία, ακόμα και από τον πλέον στενό κύκλο ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται. Η ετυμηγορία είναι έτοιμη και αμείλικτη, παρότι διατυπωμένη με πλείστους διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους, στον πυρήνα της παραμένει η ίδια έχοντας χαρακτήρα κατηγορίας. Ίσως το μεγαλύτερο τι θα συνέβαινε εάν στη ζωή ενός ανθρώπου και δη μιας γυναίκας, μια απόφαση ή συγκυρία ξεκάθαρα προσωπική που ωστόσο γίνεται βορά στις παρεμβατικές ορέξεις των άλλων.
Η Ντούμπρου πιάνει την ιστορία από την αρχή της σχέσης αποτυπώνοντας με ακρίβεια το μικροκλίμα της περιόδου εκείνης, την ανάγκη, την επιθυμία, τις προβολές, τη φοβία, το πετάρισμα, τη γνωριμία των σωμάτων, μεταξύ άλλων. Δύο ώριμοι άνθρωποι που απέτυχαν, όπως αποδείχτηκε, συναισθηματικά, ξανά και ξανά και όμως δεν διστάζουν να δοκιμάσουν ξανά, να πάρουν ξανά το ρίσκο. Αυτή η περίοδος λειτουργεί αυτόνομα και δεν εντάσσεται ως μια ανάμειξη ανάληψης από το παρελθόν στο αφηγηματικό παρόν. Λίγες σελίδες αργότερα, θα προσπεράσει αρκετά χρόνια, σαν να είναι γνωστό τι μεσολάβησε από την αρχή της σχέσης, άπαξ και η σχέση αυτή άντεξε και σχεδόν ενηλικιώθηκε, ύλη γνωστή, όταν το πάθος ημερεύει.
Παίρνοντας στα χέρια της τα χρήματα από το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ασφαλιστήριο που με συνέπεια πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια, η αφηγήτρια αποφασίζει να ικανοποιήσει ένα ταξίδι απωθημένο από χρόνια, να πατήσει με τον Π. στον Αρκτικό, που οι περισσότεροι τον μπερδεύουμε με την Ανταρκτική, το αιώνια παγωμένο σημείο μηδέν, εκεί που το παρελθόν με το παρόν ή το μέλλον απέχουν ένα μόλις βήμα. Η αφήγηση αυτού του ταξιδιού είναι το κυρίως πιάτο.
Αναφέρθηκα παραπάνω στις εξαρχής ευδιάκριτες συγγραφικές προθέσεις και φιλοδοξίες της Ντούμπρου. Παρότι φαινομενικά δοκιμάζει να πει μια χιλιοειπωμένη ιστορία, την ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων που δεν το έβαλαν συναισθηματικά κάτω, που δεν παραιτήθηκαν από το κυνήγι του έρωτα, κόντρα στις πιθανότητες και τις δυσκολίες, εντούτοις δεν δείχνει διάθεση να υποτάξει τη φιλοδοξία της υπό το βάρος αυτό. Αυτό δεν σημαίνει πως επιχειρεί να εντυπωσιάσει ή να φέρει κάτι το ρηξικέλευθα νέο στη λογοτεχνία.
Όπως συμβαίνει εκεί έξω, τα πράγματα δεν είναι απόλυτα ζεύγη άσπρου-μαύρου, αλλά, κυρίως, είναι οι άπειρες και δυσδιάκριτες αποχρώσεις του μεταξύ τους χώρου, το αυτό ισχύει και στη λογοτεχνία. Ανάμεσα στον μη συμβιβασμό και το φανταχτερά, για πόσο άραγε, νέο, η Ντούμπρου μαζεύει με προσοχή και υπομονή το υλικό της, φανερώνοντας την έντονη ανάγκη της να πει την ιστορία αυτή με τους δικούς της όρους. Ακόμα μια αντιστοιχία: ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο καθένας μας νιώθει πως διέρχεται τον έρωτα και η γενίκευση όταν αυτή η εμπειρία εγκλωβίζεται στις ελάχιστες διαθέσιμες λέξεις.
Η συγγραφέας φορτώνει την ιστορία της με αρκετές εξωκειμενικές αναφορές και πραγματολογικά στοιχεία. Το φορτώνει μοιάζει λάθος ρήμα, όμως λάθος δεν είναι το ρήμα αλλά ο τρόπος με τον οποίο είθισται να φορτώνεται συναισθηματικά, ως κάτι το αρνητικό. Οι αναφορές αυτές λειτουργούν περίφημα σε διπλό επίπεδο. Από τη μια παρουσιάζουν ολοένα και πιο ευδιάκριτη την αφηγήτρια στα μάτια του αναγνώστη, φανερώνοντας τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται, τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση κάποιας που, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, σε κάθε ευκαιρία ανατρέχει στη βιβλιοθήκη ώστε να μελετήσει, τον εγκεφαλικό τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται όσα συναντά και όσα τις συμβαίνουν στον δρόμο της, τη μέθοδο κατανόησης και θεωρητικοποίησης της ύπαρξης, την απόπειρα για απαλοιφή της τυχαιότητας, την υποψία ανάγκης για έλεγχο.
Από την άλλη, οι αναφορές σε ναυάγια (ευτυχής συγκυρία η πρόσφατη ανάγνωση του Γουέιτζερ) ή σε γλωσσολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες, μεταξύ άλλων, διευρύνουν τα στενά όρια μιας ακόμα προσωπικής ιστορίας αγάπης, χωρίς όμως να τις στερούν τις προσδοκώμενες αλλά και επιθυμητές ιδιαιτερότητες μα και κοινοτοπίες της. Η Ντούμπρου, θέλω με λίγα λόγια να πω, αποφεύγει περίφημα τη στείρα επίδειξη ευρυμάθειας από μεριάς της αφηγήτριάς της, αλλά εντάσσει τις αναφορές αυτές ομαλά στο κυρίως σώμα της αφήγησης.
Το αμφιλεγόμενο σχόλιο περί αίσθησης ανάγνωσης μεταφρασμένης λογοτεχνίας περικλείει επίσης τις αναφορές, ορατές μα ταυτόχρονα καλοχωνεμένες, της συγγραφέως, κυρίως από τη σύγχρονη αγγλοσαξονική παράδοση. Από τη δική μου σκευή θα ανέσυρα τα ονόματα του Μπαρνς και της Στράουτ, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Επίσης, αμφιλεγόμενο σχόλιο, δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος, και δη ο λογοτεχνικός, έχει δομηθεί, είναι και εκείνο περί γυναικείας λογοτεχνίας, σχόλιο που και μόνο η σκέψη του γεννά την ανάγκη για διευκρινίσεις. Και αυτό εδώ, αφήνω στην άκρη την αρνητική μπέρτα που φέρει, είναι ένα σπουδαίο δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας, κάτι το οποίο μόνο έμμεσα αποδίδεται στην Ντούμπρου, αφού η επινοημένη αφηγήτρια είναι εκείνη που το φέρνει εις πέρας με τέτοια πειστικότητα και επιτυχία.
Συνολικά και καταληκτικά, ο Αρκτικός είναι ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, μιας υψηλής λειτουργικότητας και λεπτομέρειας κατασκευή με σπουδαία συνοχή, που διαβάζεται αχόρταγα. Πάμε πάλι: ποιος λέει (ακόμα) πως δεν γράφεται καλή λογοτεχνία στα μέρη μας;
Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου