Οι εκδόσεις Άγρα, με την αγαστή μεταφραστική φροντίδα της πολύπειρης Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έχουν αναλάβει την επανασύσταση της Ελίζαμπεθ Στράουτ με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, καθώς οι παλιότερες εκδοτικές απόπειρες δεν είχαν στεφθεί με την πρέπουσα επιτυχία. Το Αχ, Ουίλλιαμ είναι το πέμπτο βιβλίο της που κυκλοφορεί και το τρίτο μέρος της σειράς με πρωταγωνίστρια τη συγγραφέα Λούσυ Μπάρτον. Είχαν προηγηθεί: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον και Όλα γίνονται.
Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια πετυχημένη συγγραφέας που ζει στη Νέα Υόρκη, μητέρα δύο ενήλικων πια κοριτσιών, πρόσφατα χήρα μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της. Από την πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου, χωρίς προλόγους και εισαγωγές, η Στράουτ, δια της αφηγήτριας της, ορίζει με σαφήνεια το θέμα του: «Θέλω να πω μερικά πράγματα για τον πρώτο μου σύζυγο, τον Ουίλλιαμ». Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και με χαρακτηριστικά αυτομυθοπλασίας, το Αχ, Ουίλλιαμ είναι η ιστορία του Ουίλλιαμ, που, όντας σύζυγος της Λούσυ για πολλά χρόνια και έχοντας μαζί της δύο παιδιά, αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τη δική της, στενά συνυφασμένη, ιστορία. Σε προχωρημένη ηλικία, ο Ουίλλιαμ θα έρθει αντιμέτωπος με τη γνώση πως έχει μια ετεροθαλή αδερφή, που ζει στην επαρχία του Μέιν, κάτι το οποίο αγνοούσε. Η αποκάλυψη αυτή θα τον αναστατώσει. Καλεί τη Λούσυ, με την οποία διατηρούν μια ήσυχη και στενή, δεδομένων των συνθηκών, σχέση, να τον συνοδεύσει στην αναζήτηση αυτή. Το παρελθόν, παρά την παγιωμένη σύστασή του, δεν παύει ποτέ να εκπλήσσει, έτσι όπως αναδύονται στην επιφάνεια μυστικά και κρυμμένα γεγονότα και καταστάσεις, «αλλά έτσι πάει η ζωή: Είναι τόσα και τόσα που δεν ξέρουμε ώσπου είναι πια πολύ αργά».
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί εξ αρχής πως, όπως και τα προηγούμενα, αλλά και τα επόμενα φαντάζομαι, μέρη τής ιστορίας αυτής, το Αχ, Ουίλλιαμ μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η Στράουτ έχει την εμπειρία να επαναλάβει, χωρίς να κουράζει και να απολύει τον βηματισμό της, όσα στοιχεία κρίνει απαραίτητα να τεθούν στη γνώση του αναγνώστη, ώστε να δικαιολογηθούν διάφορες σκέψεις και πράξεις της Λούσυ, αλλά και να συντελέσουν στην πληρότητα του χαρακτήρα της. Ωστόσο, η πρότερη επαφή με τα προηγηθέντα μέρη, επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει την οικειότητα και τη συνέχεια του χαρακτήρα της Λούσυ, να βρει ξανά αυτή τη γνώριμη και καθησυχαστική αφήγηση. Το αναγνωστικό δέσιμο με τον αγαπημένο αυτόν λογοτεχνικό χαρακτήρα ικανοποιείται στον μέγιστο βαθμό.
Ο αυτομυθοπλαστικός χαρακτήρας του Αχ, Ουίλλιαμ, το παιχνίδι με τα όρια και τις προϋποθέσεις του υποείδους, είναι ένα εύρημα που η Στράουτ το χειρίζεται άκρως λειτουργικά και καθοριστικά για τη συνολική κατασκευή. Τοποθετώντας την ίδια τη συγγραφή του βιβλίου στον πυρήνα της αφήγησης και αποκαλύπτοντας εξ αρχής τις συγγραφικές προθέσεις τής Λούσυ, καθιστά σαφή και κυρίως λογοτεχνικά τα όρια του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας, εγείροντας στον αναγνώστη βάσιμες υποψίες περί μη ταύτισης αφήγησης και πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, επιλέγοντας μια συγγραφέα για αφηγήτρια, παρά την αναγνωστική αναρώτηση σχετικά με το αν πρόκειται για ένα άλτερ έγκο της Στράουτ, η συγγραφέας καταφέρνει να κρυφτεί ακόμα περισσότερο, να βγει εντελώς από τη σκηνή, να πάρει περαιτέρω αποστάσεις από το αφηγηματικό υποκείμενο, και αυτό σε μια αφήγηση με χαρακτήρα μύχιο και έντονα προσωπικό.
Αφηγήσεις όπως αυτή, περισσότερο ή λιγότερο αυτοβιογραφικές, δημιουργούν συχνά, τουλάχιστον, δύο ενστάσεις: πρώτη είναι η σχετική με τη φαινομενική ευκολία, δεύτερη η απουσία λογοτεχνικότητας. Παρότι, μάλλον, παρωχημένο, αξίζει να επαναληφθεί πως η αναγνωστική ευκολία και η απρόσκοπτη ροή της αφήγησης προϋποθέτουν τόσο ταλέντο όσο και μαστοριά. Είναι απίστευτο το πώς ο όρος pageturner έχει μετατραπεί, όπως άλλωστε και η γυναικεία γραφή, σε σχόλιο αρνητικό. Όσον αφορά τη λογοτεχνικότητα, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κριτηρίων, η συγγραφέας πετυχαίνει με μαεστρία να προσδώσει μυθοπλαστικές αρετές σε μια ιστορία, παρά τα όποια μικροευρήματα, κοινή και πιθανώς γνώριμη, η οποία διακρίνεται από διάχυτο ρεαλισμό και ισχυρή αίσθηση αληθοφάνειας. Η Στράουτ κατασκευάζει έναν κόσμο εντός του περιβάλλοντος σύμπαντος, στον οποίο κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες της, χωρίς να έχει ανάγκη το ανοίκειο και η απουσία του να στερεί από την αναγνωστική απόλαυση.
Η ενδελεχής παρατήρηση της Λούσυ στα πράγματα, αναπόσπαστο κομμάτι της συγγραφικής φύσης, ενσωματώνεται στην πλοκή χωρίς να ενοχλεί, παρότι δεν κυνηγάει απεγνωσμένα την πρωτοτυπία και την έκπληξη. Αυτό είναι που προσδίδει έναν χαρακτηριστικά καθησυχαστικό τόνο στην αφήγηση, γνώριμο από βιβλίο σε βιβλίο της Στράουτ, ο αποκλεισμός της ολοένα και αυξανόμενης ταχύτητας με την οποία έξω από τις σελίδες τρέχει η ζωή και πολλές φορές, κυνηγώντας την κακώς, και η λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου