Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Η ξένη -Claudia Durastanti

Άνθρωποι που εκτιμώ μου είχαν μιλήσει για το βιβλίο αυτό πριν ακόμα κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Σκέφτομαι πως, έτσι ή αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα διάβαζα το βιβλίο της Ιταλίδας Κλαούντια Ντουραστάντι, εξαιτίας τριών βασικών παραμέτρων: πρώτον, γιατί η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία είναι πολύ του γούστου μου, μια ιδιότυπη ανακάλυψη των τελευταίων λίγων χρόνων· δεύτερον, γιατί η αυτομυθοπλασία με ενδιαφέρει πολύ ως είδος, παρότι πια, μετά τη λάμψη των πρώτων επαφών, δύσκολα ενθουσιάζομαι· και τρίτον, γιατί ανήκει στη σειρά Αλντίνα των εκδόσεων Γκούτενμπεργκ. Τα ενθουσιαστικά λόγια των φίλων, που, εκτός από την εκτίμηση που τρέφω γι' αυτούς, γνωρίζουν τα γούστα μου, απογέμισαν με καύσιμο το ρεζερβουάρ.

Ένα αυτοβιογραφικό, ή που μοιάζει με τέτοιο, μυθιστόρημα ενηλικίωσης είναι αυτό. Και θα σκεφτείτε: τι το διαφορετικό έχει αυτό το βιβλίο σε σχέση με τόσα άλλα φαινομενικά αντίστοιχα που ήδη κυκλοφορούν εκεί έξω; Ή ακόμα: τι είναι εκείνο που σπάει μια ακόμα ιδιωτική εξιστόρηση, επιτρέποντας σε κάτι πιο συλλογικό ή έστω δικό μας να παρεισφρήσει από τις χαραμάδες; Αυτό θα επιχειρήσω να εξηγήσω και μέσω αυτού θα αναφερθώ πλαγίως και σε στοιχεία της πλοκής.

Όπως και στο συγγενές Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα) η Ντουραστάντι επιχειρεί εξαρχής να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στην όποια αντικειμενικότητα της αυτομυθοπλασίας, να δείξει πως ακόμα και αν κάποιος δοκιμάσει να πει την ίδια του την ιστορία, αυτή η απόπειρα περισσότερο μυθοπλαστικό, παρά αξιόπιστα αντικειμενικό, χαρακτήρα θα διαθέτει. Έτσι, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στο πώς γνωρίστηκαν οι κωφοί γονείς της, αφηγείται τις δύο εκδοχές οι οποίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, έχοντας ως μόνη κοινή επιφάνεια το αποτέλεσμα, πως οι δυο τους, δηλαδή, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και έζησαν κάποια χρόνια μαζί. Εξαρχής η ανάσυρση από τη στέρνα του παρελθόντος δέχεται ένα καίριο πλήγμα, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη κάτι που διαφεύγει από τη σφαίρα της στενής ιδιωτείας, πως η μνήμη, πρώτα αυτή, αλλά και συνολικά η κατασκευή του ποιοι είμαστε και του πώς φτάσαμε ως εδώ είναι υποκειμενική και ελάχιστα τελικά διαφέρει από τη μυθοπλασία.

Η Ντουραστάντι θέτει εξαρχής με ειλικρίνεια το ανειλικρινές της αφήγησής της, το αδύνατο μιας τέτοιας απόπειρας. Μοιάζει να λέει στον αναγνώστη που διψάει για πραγματικότητα: δεν είναι τέτοια η περίπτωση αυτή, μάλλον, η επιθυμία σου δεν θα ικανοποιηθεί. Και αναρωτιέται ίσως κανείς: γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί πλεονέκτημα ή δέλεαρ για ένα βιβλίο που οι αναγνωστικές μου προσδοκίες το περιέλαβαν στο σώμα της αυτομυθοπλασίας;

Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, ένα μέρος της τουλάχιστον, πατάει στη συγχρονία. Παιδί αυτής της σχέσης είναι η αυτομυθοπλασία. Η επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε όποια μορφή, έχει αναπόφευκτα καθορίσει τον —ψηφιακό— τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουμε τις περσόνες μας. Καλό ή κακό, αυτό συμβαίνει, ακόμα και για εκείνους που αποφεύγουν τα ψηφιακά αυτά λημέρια, και αυτό κάτι για τις περσόνες τους λέει. Αυτή η διεργασία έχει έντονο το στοιχείο της αυτομυθοπλασίας, ούσα προέκταση της από αιώνων τριμερούς διάκρισης: ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε πως είμαστε, ποιοι δείχνουμε να είμαστε. Παρότι συνηθίζεται να ακούγεται ένα τι με νοιάζει εμένα, φαινομενικά, τουλάχιστον, μας νοιάζει, και αν όχι για τη ζωή των άλλων, τότε για τη δική μας εκδοχή.

Εκείνο, λοιπόν, που με γοητεύει στην αυτομυθοπλασία είναι η συνειδητή και συγκροτημένη απόπειρα κατασκευής του εαυτού. Η συγχρονία, σ' έναν κόσμο εν πολλοίς ομογενή, καθιστά τις συνθήκες γνώριμες και οικείες, κτήμα κοινό και όχι αμιγώς ιδιωτικό. Ιδιωτική είναι, σε ένα βαθμό, η περιπλάνηση σε αυτό το κτήμα, με την προσθήκη μικρότερων ή μεγαλύτερων ιδιοτήτων. Όπως παντού, έτσι και στην αυτομυθοπλασία, υπάρχει η καλή και η κακή, ή όχι και τόσο καλή, εκδοχή. Και ακριβώς επειδή απουσιάζει η πλήρης και καθαρή αντικειμενικότητα στην αφήγηση, είτε παρελθούσα είτε παροντική, η απόπειρα καταγραφής της περισσότερο με λογοτεχνία μοιάζει. Έτσι και αλλιώς, όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι λογοτεχνικοί ήρωες και αντιήρωες της αφηγηματικής παράδοσης σε πραγματικά πρόσωπα πατάνε, παρθενογένεση δεν υπάρχει ούτε εδώ.

Εκείνο που ίσως περισσότερο να ενοχλεί μέρος του αναγνωστικού κοινού στην αυτομυθοπλασία μοιάζει να είναι εκείνο το γιατί όχι εγώ, ή κάποιος που εκτιμώ πως έζησε μια ζωή άξια αφήγησης να μην πάρει τον λόγο. Γιατί, σιγά την πρωτοτυπία, σημασία δεν έχει τόσο το τι, που και αυτό έχει, αλλά το πώς. Όταν η Ερνό πήρε το Νόμπελ, κάποιοι είπαν: η γιαγιά μου έζησε πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Και όντως μπορεί να συνέβη αυτό. Επίσης, κάθε ζωή έχει το ενδιαφέρον της. Όμως σημασία έχει το πώς θα γίνει η αφήγηση αυτή. Το περιεχόμενο, το κοινό κομμάτι, θα τραβήξει το ενδιαφέρον, ο τρόπος θα το καταστήσει ή όχι λογοτεχνία.

Όλα τα παραπάνω υπάρχουν και σε άλλες απόπειρες, τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι δηλαδή;

Θα πω, όμως πρώτα θα κάνω μια παράκαμψη. Η ανάγνωση προϋποθέτει μια σύμβαση. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες έχουν από αιώνες ειπωθεί. Αυτό το μας τα ξανάπαν όλα αυτά, περισσότερο έχει να κάνει με το πώς παρά με το περιεχόμενο. Οπότε, η ιστορία ενηλικίωσης της Ντουραστάντι διαθέτει πλήθος από γνώριμα στιγμιότυπα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η κατασκευή διαθέτει γοητεία, προσοχή, είπα γοητεία, όχι πρωτοτυπία. Δεν διαβάζουμε, όχι εγώ τουλάχιστον, λογοτεχνία για να μάθουμε κάτι καινούριο αλλά για το συναίσθημα. Άσχετα που πολλές φορές μαθαίνουμε ένα σωρό καινούργια πράγματα.

Περαιτέρω παράκαμψη. Συχνά αναφέρομαι στην ανάγκη του αφηγηματικού υποκειμένου να πει την ιστορία του ως ένα χαρακτηριστικό υψίστης σημασίας. Εδώ κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Και όμως αυτό είναι κομπλιμέντο και όχι έλλειψη. Γιατί παρά την απουσία αυτής της πυρετικής και επείγουσας ανάγκης, Η ξένη διαβάζεται με μανία, και αυτό γιατί η Ντουραστάντι έχει τον αφηγηματικό τρόπο.

Επιστρέφω στο τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι, όσο και αν κάτι τέτοιο, όπως επιχείρησα να δείξω, δεν έχει και τόση σημασία.

Με δύο γονείς κωφούς, ποια είναι η μητρική γλώσσα της συγγραφέως;

Η μητρική γλώσσα, που μεταφέρει το συναίσθημα, που καθορίζει εν πολλοίς το νταραβέρι μας με τον γύρω κόσμο, το πώς υποδεχόμαστε και πώς παρουσιαζόμαστε σε αυτόν, εδώ αποτελεί ένα ερωτηματικό διαρκώς παρόν στο παρασκήνιο της αφήγησης. Θυμήθηκα τον Βουονγκ που έγραψε στα αγγλικά την ιστορία του απευθυνόμενος στη Βιετναμέζα αναλφάβητη μητέρα του. Η Ντουραστάντι το αφήνει στο παρασκήνιο, αποφεύγει να το τοποθετήσει διαρκώς στη μέση της σκηνής, ίσως γιατί για εκείνη το ερώτημα αυτό έχει με τα χρόνια απαντηθεί ή αποτελεί κάτι το φυσικό, έτσι είχαν τα πράγματα στην επικοινωνία της με τους γονείς της, στο παρασκήνιο βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στη διαδρομή της, στην πρόσληψη του κόσμου, στη συναισθηματική και λογική καθημερινής της συνδιαλλαγής.

Οι κωφοί γονείς σίγουρα είναι μια συνθήκη εξαίρεσης, στοιχείο ιδιότυπα εξωτικό, να κάτι που κάνει ξεχωριστή την αφήγηση αυτής της ιστορίας ενηλικίωσης, να κάτι που ξάφνου μας γεννά το ενδιαφέρον για μια υποκειμενική μαρτυρία, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια συνθήκη όπως αυτή, να κάτι που ίσως να κάμψει τις αντιρρήσεις των πολέμιων της αυτομυθοπλασίας. Θα ήταν άδικο ωστόσο και κάλπικο να καταστεί αυτή ως η κυρίως απάντηση στο γιατί να διαβάσω αυτό το βιβλίο.

Ο τίτλος, που καλό είναι να δικαιολογείται και όχι να είναι ένα απλό στολίδι ευκταία θελκτικό στο μάτι του υποψήφιου αναγνώστη, Η ξένη, που στρέφει τον προβολέα στο έργο του Καμί και σχηματίζει έναν ορίζοντα προσδοκιών πριν από την ανάγνωση, λειτουργεί αυτόνομα και όχι στη σκιά κάποιας θολής διακειμενικότητας, όχι μόνο εξαιτίας της κώφωσης τον γονιών, αλλά και λόγω της οικογενειακής μετανάστευσης στην Αμερική, ένα ακόμα βασικό, και κυρίως διακριτό, συστατικό της ιστορίας αυτής.

Διαβάζω το κείμενο αυτό ξανά και σκέφτομαι πως η αυτομυθοπλασία, η καλή εκδοχή της όπως αυτή δια χειρός Ντουραστάντι, φωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια διάφορες αναγνωστικές υποκειμενικότητες, ίσως εξαιτίας της διάχυτης συγχρονίας της, ίσως λόγω του χαρακτήρα ανασκόπησης του παρελθόντος. Ίσως εκεί, στον τρόπο με τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω, να βρίσκεται το κοινό εμβαδό, εκείνο που πυροδοτεί το συναίσθημα, όχι την ενσυναίσθηση, όπως είναι επίκαιρο να λέμε, αλλά το ατομικό συναίσθημα, το προσωπικό και συχνά μύχιο συναίσθημα. Και όταν κάτι μας αγγίζει συναισθηματικά, όταν κάτι ενεργοποιεί κάποιο εσωτερικό συναγερμό, χωρίς να υπάρχει μια ξεκάθαρη συσχέτιση, μια προφανής σύνδεση, τότε, ίσως, η ανάγκη για θεωρία, για αυτοθεωρία, να προκύπτει ως μια παράλληλη της ανάγνωσης διαδρομή. Και ίσως, σκέφτομαι, την ιστορία της Ντουραστάντι να την ξεχάσω σε μεγάλο βαθμό, ίσως να θυμάμαι μόνο τους κωφούς γονείς και τη διαφορετική αφήγηση της γνωριμίας τους, αλλά την παράλληλη διαδρομή δύσκολα να την αποβάλω ακόμα και όταν θα απομακρυνθεί από το συνειδητό, θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στους λοιπούς μηχανισμούς, ένα ακόμα γρανάζι. Και εδώ, στο απώτερο σημείο του υποκειμενισμού, είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσεις το γιατί αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό για σένα. Αδύνατο γιατί τα λόγια δεν ικανά να μετατρέψουν το αόριστο σε συγκεκριμένο, αλλά αδύνατο και από πρόθεση να μην αποκαλύψεις τις συντεταγμένες του προσωπικού εδάφους.

υγ. Για το μυθιστόρημα του Βουόνγκ Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο αλλά και για άλλα βιβλία σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας εδώ.

Μετάφραση Ζωή Μπέλλα-Αρμάου
Εκδόσεις Gutenberg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου