Συνέβαινε και θα συμβαίνει, δημιουργοί που στον καιρό τους πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, ο,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε κιόλας, λέγανε και συνεχίζουν να λένε κάποιοι, δημιουργοί που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν εκτιμήθηκε το έργο τους, ίσως μπροστά από την εποχή τους, ίσως απόρροια συγκυριών, τόσα έργα κυκλοφορούν συνεχώς, όπως και να έχει, κάποιοι από αυτούς, μετά θάνατον, μετά την παρέλευση ενός σημαντικού χρονικού διαστήματος τέλος πάντων, αναδύονται ξανά στην επιφάνεια, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πώς γίνεται, αναρωτιόμαστε τώρα, ένα τέτοιο βιβλίο, Η ευτυχισμένη κοιλάδα στην προκειμένη περίπτωση, να μην αποθεώθηκε στην εποχή του, μια ειδική κατηγορία δημιουργήθηκε για να ενταχθεί ο παραμελημένος δημιουργός, που δημιούργησε τότε και αναδύθηκε τώρα, σύγχρονος κλασικός, έτσι αποκαλείται σε μια διττή απόπειρα, από τη μια να διορθωθεί η παράβλεψη, από την άλλη να ονομαστεί ο μεταχρονολογημένος χαρακτήρας μιας νέας και συνάμα παλιάς έκδοσης.
Στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ, πέρα των λοιπών συγκυριών και αιτίων, ο «εχθρός» υπήρξε εσωτερικός, η μητέρα της, που τόσο τη λάτρευε μικρή, έβλεπε σε εκείνη κάτι δικό της, κάτι προς οικειοποίηση, δεν αποδέχθηκε ποτέ την ιδεολογική διαφορά, το ελευθεριακό πνεύμα της κόρης της, που μικρή την έντυνε με αντρικά ρούχα και την περιέφερε σε ποικίλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις, μια οικογένεια πλούσια, ισχυρή, ταγμένη στο πλευρό των ναζί, με τον θάνατό της, φρόντισε να καταστρέψει ο,τι η πρόωρα θανούσα σε ατύχημα με το ποδήλατό κόρη της άφησε πίσω, κυρίως τα ημερολόγια της, μερίμνησε ώστε η κηλίδα στην οικογενειακή μερίδα να σβηστεί, να απομακρυνθεί, να ξεχαστεί, να αποποιηθεί οποιαδήποτε συνάφεια.
Σε μια περίπλοκη συνθήκη, όπως η μεγάλη ιστορία, δεν είναι απλό να μετέρχεται κανείς βεβαιότητες, στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ ωστόσο, το μαύρο, πηχτό μελάνι με το οποίο καλυπτόταν τότε ένα μέρος της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, είναι κάτι το οποίο εν μέρει κάλυψε και το έργο της, δεν είναι εύκολο κανείς να αποσυνδέσει εντελώς την εποχή από το έργο, η εποχή που γεννά το έργο, η εποχή που το βυθίζει.
Ο πρωτοπρόσωπος άρρεν αφηγητής περιτριγυρίζει την Ασία, μια επικράτεια που εκκινά από τη χώρα μας και φτάνει μέχρι το Ιράν, τόποι κάποτε γεννήτριες και κοιτίδες, τώρα αραιά κατοικημένοι, στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, επισκέπτεται ως επαγγελματίας χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ίπταται και φωτογραφίζει, επιχειρεί να ανασύρει από το παρελθόν ψηφίδες, να ενώσει τα κομμάτια, να προσθέσει στην ανθρώπινη γνώση, να εκτείνει γέφυρες ανάμεσα στο μακρινό χτες και στο σήμερα, το ασφυκτικό στην Ευρώπη ειδικά σήμερα, εκεί που ο αέρας ολοένα και αραιώνει, κάνοντας την αναπνοή δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και να που χιλιόμετρα μακριά η ανάσα χορταίνει, το μάτι χορταίνει, η αγωνία καθησυχάζεται.
Η γλώσσα που μετέρχεται η Σβάρτσενμπαχ είναι λυρική, στο όριο του λιγώματος, όριο στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα, λέξη τη λέξη αποφεύγει την κατακρήμνιση στην άβυσσο του λιγώματος, της ποιητικούρας, της καρικατούρας, ο Κοιλής στη μετάφραση, πέρα των υπόλοιπων δυσκολιών, όπως τα πραγματολογικά στοιχεία για παράδειγμα, δίνει τη μάχη της γλωσσικής μετάβασης κυρίως στην αρένα της λυρικότητας αυτής και φαίνεται να βγαίνει θριαμβευτής, κατάκοπος αλλά νικητής στα σημεία. Ο τόπος και η γλώσσα είναι οι δύο αντιστικτικές μεταβλητές, αναχωρητικές θα μπορούσε κάποιος κακοπροαίρετα και βιαστικά να τις αποκαλέσει, που η συγγραφέας μετέρχεται για να μπορέσει να αναπνεύσει, αυτή η αγωνία διατρέχει το κείμενο από άκρη σε άκρη, αυτός είναι ο άξονας περιστροφής, ίσως εδώ να κρύβεται μια ακόμα υπόθεση εργασίας στο γιατί το έργο της δεν αναγνωρίστηκε παρά δεκαετίες αργότερα, σκέφτομαι, ο ζόφος είχε κάθε λόγο να το περιφρονήσει, και να το φοβηθεί θα πρόσθετα έστω και διαισθητικά, αλλά και οι προοδευτικές δυνάμεις, όσες ακόμα υπήρχαν και δεν σώπαιναν κάτω από τη μπότα του ολοκληρωτισμού, ίσως να μην αναγνώρισαν στο έργο αυτό μια συμμαχική φωνή, τον ακραιφνή ρεαλισμό και το εδώ και το τώρα να μπορούσαν μόνο να δεχτούν, και στο Η ευτυχισμένη κοιλάδα δεν τον διέκριναν έγκαιρα.
Ίσως να μην υπάρχει, για κάποιους που στη λογοτεχνία αναζητούν και το πολιτικό στίγμα, χειρότερη κατηγορία από εκείνη του αναχωρητισμού, και Η ευτυχισμένη κοιλάδα βιαστικά και σε στενό πλαίσιο μελέτης μάλλον εκεί θα έπαιρνε θέση. Όμως, η αγωνία που διατρέχει το κείμενο, η αγωνία εκείνου που του κόβεται η ανάσα, που το οξυγόνο δεν είναι αρκετό, που μανιασμένα αναζητά κάτι για να κρατηθεί στη ζωή, να μην λιποταχτήσει από το φόβο και την ασχήμια, που οι λέξεις του ρεαλισμού μοιάζουν κούφιες, που αυτό που συμβαίνει είναι προφανές κακό, δεν χρειάζονται επιπλέον λέξεις για να το καταγγείλουν, ή μπορεί και να χρειάζονται αλλά όχι για την Σβάρτσενμπαχ, που τριγυρίζοντας σε μέρη μακρινά αντίκρισε την ομορφιά, και η αντίθεση αυτή δημιούργησε ένα δίπολο, άσπρο μαύρο, διέκρινε κάτι το γόνιμο σε μέρη μακρινά, ακόμα αμόλυντα, καλυμμένα από χλόη και σκόνη, προσμένοντας κάποιο χέρι να τα φέρει στην επιφάνεια ξανά.
Έργα, όπως αυτό, ανήκουν σε μια ολιγομελή κατηγορία ενός ιδιαίτερου αποικιακού προσανατολισμού, που, αντίθετα με την ισχυρή και φωνακλάδικη πλειοψηφία, μακριά από τη δύση αναζητούν ένα καταφύγιο και όχι μια επικράτεια περαιτέρω επιβολής της κυριαρχίας, που δεν φέρουν φακούς μέσω των οποίων ο κόσμος ομογενοποιείται αλλά γυρεύουν μια ματιά καθαρή, επιμένουν να κατανοήσουν και όχι να φέρουν στα μέτρα τους, να μεταμορφωθούν και όχι να επιβάλλουν μια βίαιη μορφοποίηση. Ο αφηγητής, που η επιλογή του φύλου του συσκοτίζει τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, τριγυρνά σε μια επικράτεια μαγική έχοντας αφήσει πίσω του ένα απομαγευμένο ζόφο. Η αγωνία που διαπνέει την αφήγηση, μια αγωνία που διακρίνεται για την περιπέτειά της, που δεν αναλώνεται σε έναν φόβο θανάτου αλλά σε μια πιθανότητα να μην χωρέσει η ομορφιά στο βλέμμα, μια αγωνία πρωτόγνωρη για κάποια που έρχεται από την απανθρωποίηση, χρώματα στον αντίποδα του σκούρου γκρίζου, καθαρότητα στον αντίποδα μιας ματιάς μίσους και φόβου, οι πολυσημία και οι ανοιχτοί δρόμοι στον αντίποδα του μονότονου βαδίσματος υπό τους ήχους εμβατηρίων.
Η ευτυχισμένη κοιλάδα, ιδωμένη στο σήμερα, παρά την αναγνωστική απόλαυση που αφειδώς προσφέρει, επιβεβαιώνει δυστυχώς την ήττα, μάταια ο αναγνώστης δοκιμάζει να (επι)σκεφτεί μέρη μάγευσης, παραμελημένα από τον ιό, να φύγεις για πού, να πιαστείς από πού, να πιστέψεις σε κάτι άλλο πού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου