Ένα πρωί θα ξυπνήσεις δίπλα σε μια κοπέλα, εκείνη θα κοιμάται ακόμα, θα προσέξεις κάτι ανόητο, ίσως, για παράδειγμα, πως δεν αναπνέει σωστά, το στήθος θα ανεβοκατεβαίνει σε ρυθμό κοφτό και ασταθή, αυτή η παρατήρηση θα σε ενοχλήσει, θα νιώσεις μια απέχθεια αδικαιολόγητη, γεγονός που θα σε κάνει να νιώσεις άσχημα, καθώς η ηθική θα ισορροπεί πάνω από το κρεβάτι, θα σκεφτείς, από το πουθενά και άξαφνα, εκείνη την άλλη κοπέλα, ακόμα μία -έτσι πίστευες τότε βλακωδώς καθώς φαίνεται- και ούτε μαζί της το κενό έμοιαζε να κλείνει ενώ η λέξη ανεξαρτησία μπαντιέρα σε ψηλό ιστό κυμάτιζε ακόμα. Τώρα κατάλαβες. Δεν είναι απαραίτητα αργά, δεν είναι αυτό το -μοναδικό- πρόβλημα. Μαζί της ήταν διαφορετικά, όλα ήταν διαφορετικά, το σώμα το πιστοποιεί. Το σώμα; αναρωτιέσαι, πώς θα διηγηθώ μια ερωτική ιστορία τοποθετώντας το σώμα σε πρώτο πλάνο, δεν γίνεται έτσι, λένε.
Οι νευρικές απολήξεις, κάτω από το νεκρό δέρμα, δίνουν το ερέθισμα, τη σπίθα εκείνη για μια νέα φωτιά. Ήταν ο έρωτας -ακόμα ένα- γνωστικό πεδίο στο οποίο δήλωνες μέγας γνώστης, τα ήξερες όλα, και όλα ήταν πια τόσο βαρετά και αναμενόμενα, εκτός από τότε που έκανες κήρυγμα στους αδαείς, ενίοτε από άμβωνα, και τώρα; Το παραδέχεσαι ή το αρνείσαι; Πώς προχωράς;
Ο αφηγητής στην ιστορία της Winterson - μα καλά, τι νόμιζες;- ερωτεύεται τη Λουίζ. Πλέον ναι, μπορεί να το πει: ερωτεύεται. Τυχερός, θα σκεφτεί κάποιος, τυχερός που το βίωσε, τότε θα πεταχτεί μια φωνή γνώριμη και θα ψιθυρίσει: είναι η άγνοια ευλογία συχνά. Η Λουίζ είναι παντρεμένη. Από ιστορία σε ιστορία, ο αφηγητής αναζητά την θρυλούμενη εμπειρία που αποκτά κανείς στον έρωτα και στις σχέσεις, τίποτα όμως δεν μοιάζει με αυτό, όλα συμβαίνουν για πρώτη φορά. Επιτέλους έχεις μια ιστορία να διηγηθείς, του λέει κάποιος φίλος.
Μου λείπεις, Λουίζ. Το νερό δεν σβήνει την αγάπη, ούτε την πνίγουν οι πλημμύρες. Τι σκοτώνει τότε την αγάπη; Αυτό μονάχα: η αδιαφορία. Να μη σε βλέπω όταν στέκεσαι μπροστά μου. Να μη σε σκέφτομαι για το παραμικρό. Να μην ανοίγω για σένα δρόμο φαρδύ, να μη στρώνω για σένα το τραπέζι. Να σ' επιλέγω από συνήθεια κι όχι από επιθυμία, να προσπερνάω το ανθοπωλείο χωρίς δεύτερη σκέψη. Να αφήνω άπλυτα τα πιάτα, άστρωτο το κρεβάτι, να σε αγνοώ τα πρωινά, να σε χρησιμοποιώ τα βράδια. Να ποθώ άλλη την ώρα που τσιμπάω το μάγουλό σου. Να λέω το όνομά σου χωρίς να το ακούω, να το θεωρώ δεδομένο.Ναι ξέρω, κι εγώ την ίδια ένσταση θα διατύπωνα αν δεν γνώριζα: δεν είναι λίγο μελό όλο αυτό; Όμως ξέρω, και λέω: όχι, δεν είναι λίγο μελό, είναι πολύ, είναι τόσο όσο πρέπει για να σου βαρύνει την καρδιά, να σε ενοχλήσει στο στομάχι, να σε κάνει να λαχταρίσεις. Η Winterson θέλει να διηγηθεί μια ερωτική ιστορία, με όλα τα κλισέ και τις υπερβολές του έρωτα, και τα καταφέρνει επιτυχώς γιατί είναι μια μαστόρισσα άφταστη σε αυτό που κάνει, υποστηρίζοντας το κάθε βιβλίο της με τα απαραίτητα λογοτεχνικά εργαλεία, λαμβάνοντας υπόψη της την παράδοση και αντιλαμβανόμενη την ανάγκη για ανανέωση, γιατί ξέρει πότε να επικεντρωθεί στην ιστορία της και πότε να τη χρησιμοποιήσει ως όχημα φιλοσοφικού στοχασμού.
Γιατί δεν ισορροπεί η πλάστιγα της αγάπης;
Είναι μια από τις λογοτεχνικές μου απορίες γιατί δεν είναι τόσο γνωστή στον τόπο μας, παρότι τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί. Δεν ξέρω. Και αν δεν ήταν η Χ. δεν θα την ήξερα ακόμα μάλλον. Όλα ξεκίνησαν με το Πάθος, συνέχισαν με το Βάρος και κατέληξαν στη βασική απαίτηση: Πες μου μια ιστορία.
Μετάφραση Σάντυ Παρίση
Εκδόσεις Λιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου