Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016
Μια βόλτα
Είναι κάποια βράδια που νιώθω πως, αν δεν βγω να περπατήσω, θα τρελαθώ. Κινδυνεύω, βέβαια, και από άλλα πράγματα να τρελαθώ, όμως αυτή είναι μια άλλη ανάρτηση, κι άλλη μία, ίσως κι ακόμα περισσότερες. Ίσως να μην χρειάζομαι τίποτα απ' όλ' αυτά τελικά. Αν δεν βγω να περπατήσω, είναι κάποια βράδια που νιώθω πως θα τρελαθώ. Αυτό έλεγα. Κάποτε ήταν σύνθετο, τώρα πια όχι, τα τελευταία χρόνια όχι. Αυτή τη συνήθεια (ή ανάγκη;) την απέκτησα, νομίζω, πριν από δεκατρία χρόνια, στον ιταλικό βορρά, όταν ήμουνα είκοσι χρονών φοιτητής. Η ένταση μέσα μου έκοβε από την ομοιομορφία της πόλης εντός των τειχών, τα σκούρα χρώματα και τον βαρύ ουρανό, τις εναλλαγές πλήθους και ερημιάς, την απλή (μπα! σιγά μην είναι απλή) ανακάλυψη ενός καινούριου στενοσόκακου. Αυτά. Α, κι απ' τους ανθρώπους που συναντούσα και χαιρετούσα, πριν συνεχίσω τον δρόμο μου. Ύστερα γύριζα στο δωμάτιο μου. Για βραδινό έτρωγα συνήθως ένα πιάτο μακαρόνια.
Το τέλος εκείνης της ακαδημαϊκής χρονιάς με οδήγησε αναπόφευκτα πίσω στην προηγούμενη ζωή μου. Τότε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συνειδητοποίησα: εδώ, έξω απ' την πόρτα αυτής της πολυκατοικίας, δεν μου αρέσει να περπατάω. Λάθος ρήμα χρησιμοποίησα. Δεν με κάλυπτε, δεν με ικανοποιούσε, δεν με γιάτρευε. Αδιάφορο σκηνικό. Η βόλτα ξεκινούσε λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, η απόσταση εξουδετέρωνε κάθε επίδραση, κάθε επιθυμία. Με έπεισα πως μου αρκούσαν οι βόλτες του μυαλού εντός, και οι βόλτες της παρέας εκτός. Κακώς.
Πέρασαν δεκατρία χρόνια για να έρθω εδώ που έλεγα διαρκώς πως θέλω να έρθω. Την εποχή που έμοιαζε με τρέλα ένα βήμα προς τα εμπρός. Πώς θα τα καταφέρεις; με ρωτούσαν. Δεν ήξερα να τους πω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο βράδυ, όχι γιατί είχα δώσει την εγγύηση και το πρώτο ενοίκιο, γεγονός από μόνο του αρκετό για να εντυπωθεί στη μνήμη, αλλά για εκείνη την αίσθηση στο άκουσμα του κλεισίματος της βαριάς μεταλλικής πόρτας πίσω μου, ενώ ο πεζόδρομος εμπρός μου έσφυζε από ζωή. Άρχισα να κατεβαίνω και δεν σταμάτησα παρά όταν έφτασα στο Μοναστηράκι, έναν από τους σταθμούς που περισσότερο χρησιμοποιούσα μέχρι τότε.
Από εκείνο το βράδυ, το πρώτο βράδυ, η ανάγκη για βόλτα μπορούσε να ικανοποιηθεί, οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να έκλεινα την πόρτα πίσω μου και να έπαιρνα την κατηφόρα. Είναι το αστικό τοπίο που με συγκινεί, σε αυτές τις βόλτες αναφέρομαι εδώ. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, αυτή είναι μητρόπολη που μας αναλογεί ως χώρα, και ας υπάρχουν ενστάσεις επί της αρχής για τον χαρακτηρισμό αυτό. Αυτές οι αντιφάσεις, τα καινούρια ρεύματα και οι νέες τάσεις, οι εντάσεις και η αλήθεια ως δική μου παρατήρηση, χωρίς τα φίλτρα τρίτων. Δεν είναι μόνο όμορφο το κέντρο. Πουθενά δεν υπάρχει η απόλυτη ομορφιά. Ούτε πίσω απ' τις κλειστές πόρτες των διαμερισμάτων, κυρίως εκεί. Το κέντρο είναι βρώμικο και γυαλιστερό, σκοτεινό και φωτεινό, έρημο και πολύβουο, φτηνό και ακριβό, είναι έτσι, είναι και αλλιώς. Μια βόλτα εκεί όμως μπορεί να με συνεφέρει, να επαναπροσδιορίσει τη θέση μου στα πράγματα, να δώσει λέξεις σε μια θολή σκέψη, ν' απαλύνει ή να εντείνει κάποιον πόνο.
Είναι κάποια βράδια που νιώθω πως, αν δεν βγω να περπατήσω, θα τρελαθώ. Αυτά τα βράδια βγαίνω μια βόλτα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου