Ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε τρεις μήνες, δύο μέρες και οχτώ ώρες μετά τα γενέθλιά του. Ήταν τριών χρονών. Ήταν ο γιος μου. Τελευταία φορά που τον είδα βρισκόταν ανάμεσα στην τραμπάλα και την τσουλήθρα του πάρκου όπου τον πήγαινα τα απογεύματα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Ή μάλλον, ναι, ήμουν θλιμμένη επειδή ο Βλαντιμίρ μου μήνυσε πώς φεύγει, δεν ήθελε, λέει, να ευτελίσει τα πάντα. Να ευτελίσει τα πάντα, όπως όταν ξεπουλάς για δύο πέσος ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας. Αυτή ήμουν εγώ όταν έχασα τον γιο μου· ανά τακτό αριθμό εβδομάδων αποχαιρετούσα κάποιον περιστασιακό εραστή που μου πρόσφερε σεξουαλικά κελεπούρια σαν να ήταν δώρα, επειδή ο ίδιος ένιωθε την ανάγκη ν' απαλύνει το φευγιό του. Η εξαπατημένη αγοράστρια. Η μάνα-απάτη. Αυτή που δεν είδε.
Μακάρι να μην είχε έρθει ο Λεονέλ στη ζωή μας. Μακάρι να 'χε μπήξει τα κλάματα την ώρα που 'πρεπε κι όχι μετά, όταν φύγαμε πια. Εγώ ήμουν η γυναίκα με την κόκκινη ομπρέλα, που μπήκε στο ταξί μόλις άρχισε ο χαμός στο πάρκο. Τον αγκάλιασα όσο έκλαιγε, εννοείται, αυτός όμως δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα· βδομάδες μετά, μας είπαν ότι είχε αυτισμό και μάλλον γι' αυτό τίποτα δεν του άρεσε. Μετάνιωσα τότε την ώρα και τη στιγμή που θέλησα να γίνω μάνα.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της γεννημένης στο Μεξικό το 1982 Μπρέντα Ναβάρο. Αρχικά δημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή και δωρεάν· η επιτυχία ήταν τέτοια που η έντυπη έκδοση ακολούθησε λίγο αργότερα, οι μεταφράσεις δεν άργησαν. Τα Άδεια σπίτια είναι ένα συναισθηματικά σκληρό μυθιστόρημα, με δύο πρωτοπρόσωπες, γυναικείες αφηγήσεις να εναλλάσσονται, να διαδέχεται η μία την άλλη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ενώ τα ποιήματα της Πολωνής Βισουάβα Σιμπόρσκα παρεμβάλλονται, αφηγήσεις που αρχικά μοιάζουν να ανήκουν και να εξαντλούνται στο δίπολο θύτης θύμα, σύντομα όμως οι ρόλοι αφήνονται στο βεστιάριο, η ζωή παίρνει τον πρώτο ρόλο, εκεί όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Στον πυρήνα της πλοκής, ένα συμβάν λογοτεχνικά πολλάκις τοποθετημένο, η απαγωγή ενός μικρού παιδιού μέσα από τη γεμάτη κόσμο παιδική χαρά ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων της μητέρας του. Αυτό όμως δεν είναι ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα. Και δεν είναι όχι γιατί η «ένοχη» παρουσιάζεται αφηγηματικά ενώπιον του αναγνώστη, καταθέτοντας τη δική της ιστορία, στερώντας φαινομενικά ένα μεγάλο μέρος από το σασπένς του ποιος το έκανε, γιατί το έκανε και αν πιάστηκε. Η Ναβάρο επιθυμεί να αφηγηθεί μια ιστορία διπλής όψης, απώλειας και απόκτησης, που οι αφηγήσεις τους συγκλίνουν, όχι και τόσο παράδοξα, τελικά. Και αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα πως το θέμα του βιβλίου αυτού είναι ο ετεροπροσδιορισμός της γυναικείας ζωής, που, παρά τα όποια βήματα έχουν διανυθεί μέσα στους αιώνες, εξακολουθεί, ειδικά στο ζήτημα της αναπαραγωγής, να τη χαρακτηρίζει.
Δεν πάει καιρός που διάβασα ένα θεματικά συγγενές βιβλίο, το Σκοτώσου, αγάπη, της Αργεντινής Αριάνα Χάρουιτς (εκδόσεις opera), που διαπραγματευόταν το ζήτημα της μητρότητας υπό το πρίσμα της επιλόχειας κατάθλιψης. Κάθε γυναίκα είναι δέσμια του ρόλου της ως αναπαραγωγική μηχανή. Απέναντί της δεν έχει μόνο τον ανδρικό πληθυσμό αλλά και μεγάλο μέρος του γυναικείου, εκείνου που θα περίμενε κανείς να υψώσει συμμαχικά τείχη, αλλά αντί αυτού επιμένει να ρωτάει πότε και να διαχωρίζει τον εαυτό του από εκείνες που δεν έχουν παιδιά, που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν. Η Ναβάρο, μέσα από αυτή τη διπλή αφήγηση, πετυχαίνει να δώσει σχήμα και μορφή στην αγωνία αυτή, στην έμφυτη ενοχή, στη διαρκή υπενθύμιση, στον φυτεμένο βαθιά στο μυαλό και την ψυχή σπόρο. Πρέπει να γίνεις μάνα, πρέπει να γίνεις άριστη μάνα, άπαξ και γίνεις μάνα η ζωή σου πια περνάει στα παρασκήνια, η σεξουαλική σου υπόσταση διαγράφεται από τα μητρώα, το δικαίωμά σου να παραπονιέσαι παύει να υφίσταται. Είσαι μάνα τώρα. Και αυτό δεν είναι αρκετό τελικά ούτε καν για να κρατήσεις τον σύζυγο. Λάθος είχες καταλάβει, σκάσε και κολύμπα. Και καθώς οι μονόλογοι εναλλάσσονται, η εικόνα συμπληρώνεται, τα αρχικά συναισθήματα υποχωρούν, μεταβάλλονται. Η αναγνωστική αμηχανία γίνεται έντονη, ποια είναι η καλή της ιστορίας, ποια η κακή, με ποιαν είμαι εγώ άραγε. Περίτεχνα η Ναβάρο εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε αυτή τη συνθήκη, τον τοποθετεί στο κενό ανάμεσα στις δύο αφηγήσεις, εκεί δίπλα στα ποιήματα της Σιμπόρσκα που καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος της λευκής σελίδας που μεσολαβεί των κεφαλαίων, να προσπαθεί να καταλάβει με τα δικά του μέσα, με τα δικά του βιώματα, σχεδόν απολαμβάνει η συγγραφέας να τον βλέπει να σκέφτεται με όρους παρωχημένους, να επαναλαμβάνει μέσα του κοινωνικά κλισέ που βρωμάνε πολυκαιρισμένη ναφθαλίνη, το καλό και το κακό, το ηθικά και κοινωνικά αποδεκτά σωστό, να γίνεται αυτός που θα έσπευδε με την πρώτη ευκαιρία να ορκιστεί πως δεν είναι, εκείνος που θα μισούσε να γίνει, να βλέπει το πρότυπο να τον ποδοπατά και να περνάει από πάνω του.
Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα στην ενήλικη ζωή μου ήταν Η ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα και παρότι δεν είναι το σημαντικότερο βιβλίο που ο σπουδαίος αυτός Τσέχος συγγραφέας έγραψε, για μένα υπήρξε καθοριστικό, καθώς άκουσα σε πραγματικό χρόνο κάτι να σπάει μέσα μου, κάτι παλιό να πεθαίνει και κάτι καινούργιο να απαιτεί χώρο, και αυτό συνέβη όταν η ηρωίδα ένιωσε ανακούφιση που χάθηκε το έμβρυο που κυοφορούσε και εγώ σκεφτόμουν πως αυτό είναι λάθος, πως δεν γίνεται κάποια να χαίρεται με κάτι τέτοιο, η αμφιβολία μπούκαρε, αργότερα κατάλαβα πως γίνεται. Η Ναβάρο, ωστόσο, δεν παραμελεί λογοτεχνικά την ιστορία της, δεν αρκείται στη δυναμική της διπλής αυτής εξομολόγησης, δεν αρκείται στο εύρημα γύρω από το οποίο χτίζει την ιστορία αυτή. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, χωρίς να παρασύρεται από την πρωτοπρόσωπη καταιγίδα που στο διάβα της τίποτα δεν μπορεί να της σταθεί εμπόδιο, υψώνει η ίδια αναχώματα στην αφήγηση, για να δώσει ανάσες και να προσθέσει κόμπους στην πλοκή. Δίνει μάχη και η ίδια να κρατήσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στις δύο αφηγήτριες της, διαιρείται και παλεύει με τα συναισθήματά της, καταφέρνει να δώσει δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που ευδιάκριτα αποδίδονται σε ξεχωριστές αφηγήτριες, πράγμα διόλου απλό. Διαθέτει το χάρισμα της αφήγησης, ξέρει πού να σπάσει τον χρόνο και πού να κάνει ανάληψη από το παρελθόν, πότε να πλαγιάσει και πότε να ισιώσει τον λόγο, πώς να κινηθεί στο όριο και πώς να διαχειριστεί το συναίσθημα, πώς να στήσει το καλούπι και να τοποθετήσει τους αρμούς στήριξης και συνοχής, αλλά να αφαιρέσει την εγκεφαλικότητα από το ψαχνό της ιστορίας, εκεί που όλα είναι αβίαστα και γι' αυτό τόσο δυνατά, τόσο αληθινά.
Το μυθιστόρημα της Ναβάρο έρχεται να συμπληρώσει μια δυνατή τετράδα μυθιστορημάτων γυναικών που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα, προερχόμενων στο σύνολο τους από τη Λατινική Αμερική: Η Ελένα ξέρει (Κλαούντια Πινιέιρο, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora), Σκοτώσου, αγάπη (Αριάνα Χάρουιτς, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις opera) και Η εποχή των τυφώνων (Φερνάντα Μελτσόρ, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Δώμα).
υγ. Για την Ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφή