Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις Carnívora. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις Carnívora. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Οι ξαδέλφες - Aurora Venturini

Δεν θα διάβαζα το μυθιστόρημα αυτό, όχι σύντομα τουλάχιστον, αν δεν δεχόμουν ισχυρές προτροπές σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του. Μοιάζει, και ίσως να είναι, κατά κύριο λόγο μοναχική διαδικασία η χάραξη και η διάνυση του αναγνωστικού μονοπατιού, ωστόσο, συμβαίνει, αν είσαι τυχερός, κι εγώ θεωρώ εαυτόν τυχερό, να σου απλώνονται νήματα από αναγνώστες που εκτιμάς. Δεν είναι απλό να «πείσεις» κάποιον να παρεκτραπεί των επόμενων λίγων βημάτων του μονοπατιού, το πάθος στο βλέμμα είναι το πιο σύνηθες, η απλή επισήμανση πως το τάδε ή το δείνα βιβλίο είναι ωραίο δεν αρκεί, πάρα πολλά ωραία βιβλία υπάρχουν εκεί έξω. Στην περίπτωση της Αουρόρα Βεντουρίνι, γεννημένης στην Αργεντινή το 1921, και του βιβλίου της, το πάθος στο βλέμμα των τριών αναγνωστριών συνοδεύτηκε από δύο ακόμα συστατικά, εκείνο της ηλικίας της συγγραφέως όταν έγραψε το βιβλίο, ήταν ογδόντα πέντε ετών, και το απέστειλε χωρίς υπογραφή σε έναν διαγωνισμό υπό την προεδρία της Μαριάννα Ενρίκες, όπου και κέρδισε το πρώτο βραβείο, και ο πρόλογος της ήδη αγαπημένης συγγραφέως στην έκδοση, μια υπογραφή-εγγύηση για το περιεχόμενο.

Οι προσδοκίες εδώ είχαν να κάνουν κυρίως με την περιέργεια απόρροια της ηλικίας τής συγγραφέως. Έχω σημειώσει ξανά, αρκετές ίσως φορές, πόσο προκλητική και γοητευτική μου φαίνεται η διατήρηση ή και η γέννηση της φρεσκάδας σε αντιδιαστολή με τη φαινομενικά αναπόφευκτη συντήρηση που το πέρας της ηλικίας επιφέρει στην πλειοψηφία των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που κάποτε υπήρξαν ριζοσπαστικοί ή έτσι, τουλάχιστον, έδειχναν και ισχυρίζονταν. Πάντοτε θα θυμάμαι και θα μνημονεύω την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γράφουν ή συνεχίζουν να γράφουν σε μεγάλη ηλικία, η περιέργεια εδώ γεννήθηκε από το ύφος και την «πολιτική» των εκδόσεων Carnívora, που καθιστούν τον κατάλογό τους άκρως σύγχρονο, ειδικά των έργων που αποτελούν την κίτρινη σειρά. Όλων αυτών λεχθέντων, βρισκόμαστε στο αναγνωστικό κατώφλι, στο κυρίως διακύβευμα.

Μια πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Γιούνα, εξιστορεί την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας γυναικών, ξαδέλφες μεταξύ τους, που κάθε μία πάσχει και από κάποια γενετική ανωμαλία. Εκείνη, εξαιτίας του έμφυτου ταλέντου της και με την αρωγή ενός καθηγητή της, θα καταφέρει να γίνει μια πετυχημένη ζωγράφος. Βρισκόμαστε στην Αργεντινή της δεκαετίας του σαράντα.

Η ελάχιστη αυτή σύνοψη δεν προσφέρει και πολλά στον υποψήφιο αναγνώστη, ίσως και να μην του δημιουργεί καν την επιθυμία ανάγνωσης. Καταφυγή στο κλισέ: σημασία δεν έχει τόσο τι ιστορία θα αφηγηθείς αλλά ο τρόπος που θα το κάνεις. Και η Βεντουρίνι το κάνει περίφημα.

Σε μια εποχή που η ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση των πάσης φύσεως και μορφής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής έχει ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία στρογγυλεμένη ακόμα και όταν αυτή η λείανση της επιφάνειας δεν συνάδει με το περιεχόμενο. Επίσης, η απομάγευση. Αναφέρομαι στην απόπειρα, αναπόφευκτα αποτυχημένη στο πλήρες εύρος της, για ποσοτικοποίηση και ποιοτική ανάλυση των συστατικών της καλής ή της ευπώλητης λογοτεχνίας, η μανία για να αποτυπωθεί στη θεωρία η κατασκευή και η λειτουργία του κάθε βιβλίου, λες και υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα, εδώ στις θετικές απαντήσεις και δεν έχουμε απαντήσεις για τα πάντα, κάθε άλλο, συχνά οι επιστήμονες φτάνουν μέχρι ένα σημείο και τότε αναγκάζονται να καταφύγουν σε υποθέσεις, σε μια άνω τελεία, ελπίζοντας πως το μονοπάτι θα συνεχιστεί στο μέλλον, αν μέχρι τότε δεν έχει αποδεχθεί αδιέξοδο και παραπλανητικό. Υποψιάζομαι πως αρκετές «φωνές» που από απόσταση χρόνων μας παίρνουν το μυαλό και γεννούν έναν ατόφιο ενθουσιασμό για τη μοναδικότητά τους, για τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, την επαναστατικότητά τους, επίσης, και όλα όσα προσέφεραν στο λογοτεχνικό ποτάμι, δεν θα υπήρχαν σήμερα, θα είχαν απορριφθεί ή θα είχε γίνει απόπειρα ομογενοποίησης.

Πίσω στο βιβλίο μας τώρα. Ακόμα ένα κλισέ: δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Το επίθετο μοναδικός, που τόσο θέλω να τοποθετήσω μπροστά από το ουσιαστικό γραφή στην περίπτωση της Βεντουρίνι, αναγκαστικά γίνεται καταχρηστικά, πώς αλλιώς. Ωστόσο, υπάρχει μια παγίδα, που νιώθω πως πρέπει να επισημάνω, μια σημείωση για έναν μεγαλύτερης ηλικίας εαυτό με ροπή στην επιλεκτική λήθη: το γεγονός πως διαβάζοντας ένα βιβλίο, μιλώντας για λογοτεχνία, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα ή περισσότερα νήματα σύνδεσης με μια λογοτεχνική παράδοση ή και με έναν μόνο σημαντικό συγγραφέα, δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, πως τα πάντα έχουν ήδη ειπωθεί με τον καλύτερο ή τον μοναδικό τρόπο. Η λογοτεχνία ήταν και πάντα θα είναι ένα φαινόμενο δυναμικό, ακόμα μια υποψία κλισέ, που ακολουθεί, συγχρονίζεται ή προηγείται της εποχής της. Ακόμα και όταν ακολουθεί, αυτό δεν σημαίνει πως στερείται αξίας ή ενδιαφέροντος, σε καμία περίπτωση, παρότι η νεκροφιλία αποτελεί ίδιον μερίδας αναγνωστών που απεγνωσμένα θέλουν να επιβεβαιώνουν όσα γνωρίζουν ή πιστεύουν πως γνωρίζουν για τον κόσμο.

Η περίπτωση της Βεντουρίνι καθίσταται ιδιαίτερη για ποικίλους λόγους. Η ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή που επιλέγει, σύμφωνοι το έχουν κάνει και άλλοι, ας αφήσω εδώ να υπάρχει το όνομα του Φόκνερ, είναι ένας από τους λόγους. Ο σημαντικότερος ωστόσο θεωρώ πως είναι η απόφαση να τοποθετήσει την ιστορία της στη δεκαετία του σαράντα, όχι γιατί είναι απαραίτητο για την ιστορία ή γιατί αποτελεί πρωτεύουσα φιλοδοξία της να ανασύρει κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο από τη στέρνα του παρελθόντος, αλλά γιατί μοιάζει να βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιδέα να μιλήσει για πράγματα γνώριμα, γυναίκες δυσκολεμένες στο πλαίσιο της εποχής τους, με τρόπο φαινομενικά μόνο παλιακό αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό, σύγχρονο και επίκαιρο, ίσως για να μας επισημάνει πως σε κάθε εποχή ο τρόπος και μαζί του το λεξιλόγιο, το ορθό και το πρέπον διαφέρουν. Εδώ εντοπίζεται η φρεσκάδα και η αντίστιξη με την ηλικία της, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση των αλλαγών, των εξελίξεων, των διεκδικήσεων (και) μέσα από τη λογοτεχνία.

Η διάχυτη αβεβαιότητα για το πώς στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια και μέσω αυτής απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες της ιστορίας, άραγε τη συμπονά ή την κοροϊδεύει, την αγαπά ή της είναι αδιάφορη, ένα άψυχο πιόνι στην παρτίδα που θέλει να αναπτύξει στο αφηγηματικό ταμπλό;, δίνει μια επιπρόσθετη του ύφους και της φωνής συνοχή στο μυθιστόρημα. Από αυτή την αβεβαιότητα πηγάζει επίσης η επίφοβη, τελικώς εκτελεσμένη άψογα, ισορροπία ανάμεσα στο γκροτέσκο και το σοβαρό, το κωμικό και το τραγικό, το υπερρεαλιστικό και το ακραία ρεαλιστικό. Η Βεντουρίνι αποτυπώνει επακριβώς τους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση για τα μη προνομιούχα άτομα, για τον τρόπο με τον οποίο ο όποιος ανθρωπισμός μας συνοδεύεται από μια απέχθεια και αποστροφή στο βλέμμα, ένα ευτυχώς εγώ δεν είμαι έτσι, την πολιτική ορθότητα του φαίνεσθαι, το πώς ένας ανάπηρος, ένα τέρας ίσως;, όπως η Γιούνα και όχι οι αποτυχημένες ξαδέλφες της, ξεχωρίζουν στο κοινωνικό σύνολο, σε καμία περίπτωση δεν ενσωματώνονται, δεν γίνονται μία από όλους μας, αλλά το ταλέντο τους, η δεξιοτεχνία τους, μας αναγκάζουν να τις κοιτάξουμε, έστω και πλάγια, έστω και αν πρέπει να αλλάξουν το όνομά τους ή και την ίδια τους την ιστορία, να προσαρμοστούν σε ένα κατασκεύασμα εαυτού. Και αυτό η Βεντουρίνι το πετυχαίνει αφήνοντας απλώς την Γιούνα να αφηγηθεί την ιστορία τους, με τον τρόπο που τότε θα γινόταν και σήμερα θα έμοιαζε προβληματικός έστω και με την ελάχιστη υποψία ετεροπροσδιορισμού, χωρίς να δοκιμάζει να κάνει δοκιμιακές και θεωρητικές παρεκβάσεις, όπως δηλαδή κάνει η καλή λογοτεχνία, αφήνοντας την ιστορία να στέκει διαρκώς στο προσκήνιο, χωρίς να εκβιάζει και να χάνει τον βηματισμό της, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη.

Διαβάζοντας το ωραίο, από πολλές απόψεις, βιβλίο της Βεντουρίνι σκεφτόμουν συχνά Το ακουστικό κέρας της Λεονόρα Κάρινγκτον, αν κάποιο από τα δύο βιβλία σας άρεσε, αναζητήστε το άλλο.

υγ. Για την Ενρίκες περισσότερα θα βρείτε εδώ, για Το ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον εδώ, για περισσότερα βιβλία των εκδόσεων Carnívora εδώ.

Μετάφραση Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιλόγος
Εκδόσεις Carnívora  

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα - Anna Pacheco

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων εγκαταλείπει, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριμο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα, μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυμάμαι από πάντα η Ελλάδα να είναι μια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόμενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, μικροί παράδεισοι να καταλαμβάνονται από νεόδμητες ξενοδοχειακές μονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όμως, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεμάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής μοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαμε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έμελλαν ακόμα να συμβούν. Και το τρομακτικό είναι πως και σήμερα, αυτό συνεχίζει να μοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατομμύριο κρεβάτια είναι διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια μόνο τις διακοπές μας, αλλά την καθημερινότητά μας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς μας δεν μοιάζει αθώος, όλοι έχουμε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια μας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισμού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουμε για χάρη της γαματοσύνης μας να επιμένουμε πως εμείς τα κάνουμε όλα καλύτερα, πως εμείς έχουμε κάποιο δικαίωμα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε κατά το πέρασμά μας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω τον μεμονωμένο τουρίστα με την τουριστική βιομηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι μονάδες αθροίζουν. Στο πίσω μέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούμε τι διακοπές θέλουμε να κάνουμε.

Ένα κείμενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασμός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση με τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή μας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να μας πουν για το δικό μας εγγύς μέλλον. Κάποτε μας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόμασταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο, σήμερα θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο μακριά, δυστυχώς πλησιάζουμε με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα, όχι σε όσα μας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεμπόδιστα πεζοδρόμια για παράδειγμα, αλλά σε όσα μας τρομοκρατούν, τις τιμές των ενοικίων για παράδειγμα. Η Πατσέκο σ' αυτό το έντονα προσωπικό δοκίμιο, προσωπικό με την έννοια της μη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιμιακή γραφή φέρει, εξετάζει μέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιομηχανία της Βαρκελώνης, συζητά με ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει μια εικόνα μάλλον δυστοπική.

Δεν μοιάζει να φιλοδοξεί να μας πει κάτι που δεν το φανταζόμαστε και όμως, όσο μακρύτερα είμαστε από την τουριστική βιομηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουμε, υπάρχουν σημεία στο Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα που μας ταρακουνούν για τα καλά, εμένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που με ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ο τρόπος τους να μειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας μείνω σε αυτή τη λέξη, ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε μέχρι του να νιώθει συνεργάτης και μέτοχος όλου αυτού.

Ανάμεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σημεία εκείνα που περισσότερο με ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό μου πως είχα ήδη μια καλή εικόνα γι' αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας μεσαία τάξη, εργαζόμενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του μήνα και όμως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόμα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη μεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. Δεύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιομηχανίας αποτελεί έναν μικρόκοσμο της μεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν μια υπεραξία που ο εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σημαντικό στο μικρό αυτό κείμενο, που εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στο δοκίμιο και τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος με τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη μεγάλη εικόνα χρησιμοποιώντας ως όχημα μια εκδοχή της, γεγονός που μας επιτρέπει να καταστήσουμε ακόμα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς μας ένα ακόμα παρατηρητήριο. Δυστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τον καπιταλισμό, μοιάζει και ίσως και να είναι παρωχημένη και πρακτικά άχρηστη. Κείμενα όπως αυτό μικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας μη γελιόμαστε, μόνο η αυτοκαταστροφή του θα μας επιτρέψει να τον φτάσουμε, όσοι και όποιοι επιζήσουμε. 

Ο τουρισμός, η εξάπλωση και η εκβιομηχάνισή του φέρουν μια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισμός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασμένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα μέρη, η Αθήνα μας για παράδειγμα, δεν μπορεί να δεχτεί άπειρο αριθμό τουριστών, αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που μόνο σε λίγους μοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισμένο με ένα μάλλον μεταφυσικής προέλευσης προνόμιο, εγώ και όσοι συμπαθώ είμαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τρομάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέμελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε μας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι μεσαία τάξη...

υγ. Για την Τελειότητα του Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia), περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χριστιάννα Νικηφοράκη
Εκδόσεις Carnívora 

 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα - Cristina Rivera Garza

Το φοβόμουν το βιβλίο αυτό. Πώς μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για να διαβάσει μια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υμένας της μυθοπλασίας, μια επινοημένη ιστορία παρηγορητική, παρότι με ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρμένη από την πραγματικότητα, ωστόσο επινοημένη. Άφηνα μέρες και βδομάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να με κοιτά, να μου υπενθυμίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι' αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα 'ρθει ο καιρός σου, έμοιαζε το βλέμμα μου να του λέει, θα 'ρθει ο καιρός σου, ποιος μπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;

Ίσως ακόμα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέμενε άκαμπτη για το στομάχι μου, αν δεν πήγαινα μια Πέμπτη απόγευμα στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου μίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος). Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά.

Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συμμετάσχει σε αρκετές από αυτές, μου θυμίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάμοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσμένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεμάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζομαι συχνά, γιατί δεν είμαι σπίτι μου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόμουν όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος μιας κουραστικής καθημερινής μέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέμπτης δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόμενο, ολοένα και σπανιότερο, όμως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις ομιλήτριες, έμοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εμπειρία, που τις είχε εμπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναμάσημα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαμβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.

Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη με τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαμβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων. Η ανάγνωση είναι για μένα (και) καταφύγιο πολύτιμο από την καθημερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθημερινότητα. Ο υμένας της μυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόμα και αν πρόκειται για αυτομυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηματικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα, σκέφτομαι, όχι για να αμφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να μη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόμενη από το σύνολο όσων συνθέτουν μια αφήγηση, μου γεννά.

Ήταν, λοιπόν, μια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να μου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα μετά σε ένα κείμενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις μου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόμιο του αναγνωστικού υποκειμένου, τώρα θα έχετε μια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν με κρατούσαν μακριά, για όσα φοβόμουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγματα, πιθανά καίρια, στη γαματοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαμάτος και ξεχωριστός, ας μην είμαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει [...] το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία.

Μπορεί το 1990 να μην είχε ακόμα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόμα πρέπει να διεκδικούμε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκεί που μια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συμπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόμο προς την πλήρη και άκριτη μισανθρωπία, με πλημμύρισε.

Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόμα ένα βήμα, θα δείξουν με το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυμάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήματα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόμαστε.

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ημερολόγια της νεκρής, στα όσα μπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις με ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραμμένο με συναίσθημα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουμε ωστόσο τα θύματα και αυτή η μαρτυρία σκοπό δεν έχει να μιλήσει δοκιμιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι με τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καμία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε· έμειναν να αιωρούνται και να επαναλαμβάνονται σε κάθε επόμενη έμφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, μαζί με τη δήθεν αθώα αναρώτηση, μα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Και τα χυδαία αυτά ερωτήματα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισμούς, που δεν την έμαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είμαστε στο 2025, και ακόμα τα αποσιωπητικά αιωρούνται μόνιμα στον δυσώδη αέρα που είμαστε υποχρεωμένοι να αναπνέουμε, τη μπόχα ενός κόσμου σε σήψη, ενός κόσμου γεμάτου από ιδιωτεία και προνόμιο.

Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στομάχι κόμπο, με το μυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από μια επιθυμητή μυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούμαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα, είναι εφικτό, με όλα αυτά σφηνωμένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.

υγ. Για το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Στάχτη στο στόμα - Brenda Navarro

Βάζω να παίζει στο βάθος μουσική. Vampire Weekend, που ο Ντιέγο, ο αδερφός της αφηγήτριας, άκουγε εμμονικά. Τραγούδι εκκίνησης το Sympathy, με τον στίχο: I think I take myself too serius, it's not that serius. Ύστερα αντιγράφω τις πρώτες τρεις γραμμές: «Δεν το είδα, αλλά είναι σαν να το είδα, επειδή το έχω να μου σφυροκοπάει το μυαλό, να μη μ' αφήνει να κοιμηθώ. Η ίδια πάντα εικόνα: ο Ντιέγο να πέφτει και ο ήχος του κορμιού του που τσακίζεται στο έδαφος».

Η Ναβάρο, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριάς της, δεν χάνει χρόνο σε εισαγωγές, σε χωροχρονικές ξεναγήσεις, σε εισαγωγή των προσώπων του δράματος σταδιακά στη σκηνή, δεν καταφεύγει σε μια χρονικά γραμμική ανάληψη από το παρελθόν, πριν ο Ντιέγο αυτοκτονήσει τελικά, πριν βρεθούν με την αδερφή του στην Ισπανία, ακολουθώντας εννιά χρόνια μετά τη μητέρα τους, που πρώτη εγκατέλειψε το Μεξικό, γυρεύοντας κάτι καλύτερο, ούτε επιθυμεί να παίξει το χαρτί της ανατροπής που θα ξάφνιαζε τον αναγνώστη και θα επενεργούσε με τρόπο διαφορετικό στο θυμικό του, επιτρέποντας στην ιστορία συνολικά να λειτουργήσει με τρόπο διαφορετικό, όχι, τίποτα από αυτά, από την πρώτη κιόλας γραμμή η αυτοκτονία του Ντιέγο αποτελεί γεγονός, ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την αδερφή του, δεν την αφήνει να κοιμηθεί, δεν την εγκαταλείπει, δεσμεύει τη σκέψη και τη μνήμη της γύρω από εκείνη τη βουτιά στο κενό, τι προηγήθηκε, πώς ο Ντιέγο βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να αιωρείται στο κενό πριν το σώμα του συντριβεί στο κράσπεδο στον περίβολο της πολυκατοικίας.

Τρία χρόνια πριν, διάβασα τα Άδεια σπίτια, το πρώτο μυθιστόρημα της Ναβάρο, μια παράλληλη διπλή αφήγηση δύο γυναικών, που η μία έχασε το παιδί της που έπεσε θύμα απαγωγής, και η άλλη βρέθηκε με ένα παιδί. Η φράση «μου άρεσε» για βιβλία όπως εκείνο αλλά και αυτό στέκει αμήχανη ως απάντηση στην ερώτηση «πώς σου φάνηκε το βιβλίο αυτό;», τι μπορεί να σου άρεσε πέρα από μια φιλολογική προσέγγιση γεμάτη από τεχνικές αρετές για τον τρόπο με τον οποίο οργάνωσε και υλοποίησε την κατασκευή η συγγραφέας και ακολούθως διαχειρίστηκε τα πρόσωπα και την ιστορία, το συναίσθημα στην αφηγηματική φωνή, το νεύρο και την ανάγκη να ειπωθεί η ιστορία, και τέλος, πάντα σημαντικό για μένα, το αν διέκρινα μια βεβιασμένη απόπειρα εκβιασμού του συναισθήματος, αυτά ναι, μπορεί να μου άρεσαν ή να τα βρήκα του γούστου μου ή να κούμπωσαν με την αναγνωστική μου ανάγκη, αλλά διαφορετικά, πέρα από αυτά τα κάπως τεχνικά και θεωρητικά, το «μου άρεσε» δεν μπορεί να σταθεί, σαν τι να μου άρεσε από αυτόν τον διάχυτο ζόφο.

Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία συνήθως εμπεριέχει πόνο και δυστυχία, εκτός και αν πρόκειται για τον ρεαλισμό των προνομιούχων, που και εκεί εντοπίζεται πόνος και δυστυχία, το προνόμιο, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως μια τάφρος. Πάρτε για παράδειγμα τον ρεαλισμό στα έργα του Ουελμπέκ, οι ήρωες τους πάσχουν από δυστυχία και συναφή δυσβάσταχτα συναισθήματα, διαθέτουν όμως προνόμια που δημιουργούν μια διχοτόμηση εντός της ενσυναίσθησης, κατανόηση της δυστυχίας από τη μια, απουσία διάθεσης να τους συντρέξεις από την άλλη, αφού έχουν τη δυνατότητα να βρουν ή έστω να αναζητήσουν με βοήθεια την έξοδο από τον σκοτεινό λαβύρινθο.

Οι περισσότερες γυναίκες στο Στάχτη στο στόμα, όλες φτωχές, κάποιες μετανάστριες, αναγκάζονται να ζουν εσωτερικές σε σπίτια φροντίζοντας γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειμμένους από τις οικογένειές τους, επάγγελμα των ύστερων χρόνων, απ' όταν η οικογένεια έπαψε να ζει με όλες τις γενιές κάτω από την ίδια στέγη, επάγγελμα ιδιαιτέρως χαμηλά στην πυραμίδα της μισθωτής εργασίας, χωρίς διάκριση χρόνου μεταξύ της εργασίας και της προσωπικής ζωής, ίσως με ένα ρεπό την εβδομάδα, κάποιων ωρών, μια γυναίκα που θυσιάζεται για να μπορεί να στέλνει χρήματα στην οικογένειά της, αυτό και μια τηλεφωνική επικοινωνία είναι οι μόνοι ορατοί δεσμοί εκείνης και της οικογένειάς της, συχνά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια άλλη ζωή. Δεν είναι, σίγουρα δεν είναι, οι μόνες κοινωνικά αόρατες, μια ακόμα δουλειά που η πλειοψηφία αποστρέφει το βλέμμα, κάνοντας πως δεν βλέπει, συζητώντας μόνο για το δυσβάσταχτο ύψος του μηνιαίου αντιτίμου, που ωστόσο αν διαιρεθεί με βάση τις ώρες απασχόλησης το πηλίκο θα είναι σιχαμερά χαμηλό, σχεδόν ανύπαρκτο, ισχυρίζονται πως τα έχουν όλα, ένα σπίτι να κοιμούνται, λογαριασμούς πληρωμένους, φαγητό επίσης, λες και μιλάνε για κάποιον σε διακοπές, εκνευρίζονται όταν εκείνες φεύγουν μην αντέχοντας πια ή έχοντας βρει κάτι άλλο που μοιάζει πιο θελκτικό, χρησιμοποιούν, μάλιστα, έναν χαρακτηρισμό που ευδοκιμεί στους κύκλους του προνομίου, αχάριστη, την αποκαλούν, που εκείνοι τόσα της έδωσαν και εκείνη δεν τα εκτίμησε. Νομίζω καταλαβαινόμαστε, σωστά;

Ας είμαι ειλικρινής. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε πώς είναι μια τέτοια ζωή, όπως αυτή των γυναικών του Στάχτη στο στόμα, η διαρκής αγωνία για επιβίωση, ούτε πώς είναι να αυτοκτονεί ο αδερφός σου, πώς μοιάζει αυτή η διαρκής κραυγή υπενθύμισης πως κάτι θα μπορούσες να έχεις κάνει γι' αυτό. Δεν μπορώ οπότε να είμαι «αντικειμενικός» κριτής της πιστότητας του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας στους χαρακτήρες και στο συναίσθημά τους, διαβάζω (και) το βιβλίο αυτό υπό το πρίσμα του προνομίου μου και των όσων αυτό σέρνει ξοπίσω του. Εν γνώση μου ξέρω πως αυτή η απόσταση της ενοχής ίσως διαβάλλει τα όποια αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια διαθέτω, πως ίσως η λύπηση, και όχι η ενσυναίσθηση, να παραμορφώνει την εικόνα. Και αυτό το συναίσθημα, η λύπηση, είναι εδώ ένα διακύβευμα, ίσως το κυρίαρχο, μια παντελώς παθητική διεργασία, ένα αχ τις καημένες, τι κρίμα, πόσο άδικο, το οποίο συμπληρώνεται από ένα δυστυχώς έτσι είναι η ζωή και τι να κάνεις, σαν η φτώχεια και η αδικία να αποτελούν ένα φυσικό νόμο.

Και η δικαιολογία, απαραίτητη για την επιβίωση με ήσυχη τη συνείδησή μας, παίρνει διάφορες μορφές. Πιο συνήθης είναι εκείνη που αφήνει απέξω το δικό μας προνόμιο και βάλλει κατά εκείνου της δημιουργού, σκεφτόμαστε πως «εκμεταλλεύεται» μια αλλότρια δυστυχία, εκείνη των προσώπων του δράματος, την κατηγορούμε για όσα σκεφτόμαστε και μας χαλάνε τη σούπα της δικής μας γαματοσύνης, εκμεταλλεύεται, βγάζουμε και τα εισαγωγικά, την ανθρώπινη δυστυχία, καταφεύγει στο misery porn. Επικαλούμαστε, ακόμα ακόμα, την κυρίαρχη αφήγηση, εκείνη που για αιώνες όρισε το καλό και το κακό στη λογοτεχνία αλλά και στην αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης μέσω αυτής, λέμε, και δεν ντρεπόμαστε, πως είναι υπερβολική, πως επιχειρεί να μας εκβιάσει και τα λοιπά και τα λοιπά, γενικά λέμε, λέμε πολλά. Γινόμαστε και κριτές ερευνητές, αμφισβητούμε το μέγεθος της επικρατούσας αδικίας, αλλοιώνουμε την κλίση της ανηφόρας που κάποιοι πρέπει να ανεβούν για να επιβιώσουν. Ακόμα πιο συχνά, αποστρέφουμε απλώς το βλέμμα, λέμε πως μια τέτοια λογοτεχνία (συχνά βάζουμε εισαγωγικά για έμφαση) δεν μας αφορά.

Η λογοτεχνία, επιμένω, ως αναγνωστική εμπειρία δεν είναι μονοδιάστατη, δεν διέπεται από μια αντικειμενικά ορισμένη ικανοποίηση φιλολογικών απαιτήσεων, η λογοτεχνία, ως αναγνωστική εμπειρία, αφορά άμεσα την εικόνα και τη θέση μας στον κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη που διαφοροποιεί τους ανθρώπους γενικά, και όχι μόνο λογοτεχνικά, και έχει να κάνει με το αν γυρεύουμε (επιζητούμε, αγωνιούμε για) μια διαρκή επιβεβαίωση των βεβαιοτήτων με τις οποίες έχουμε οπλιστεί ή αν είμαστε διατεθειμένοι να αναμετρηθούμε με διαφορετικές εκφάνσεις, σκέψεις και ιδέες, που πιθανόν να μας ξεβολέψουν, ίσως και ανεπανόρθωτα, ίσως και οριστικά. Όλα τα παραπάνω μου μοιάζουν, ώρες-ώρες, κλισέ, η εμπειρία στον έξω κόσμο, ωστόσο, μάλλον επιβάλλει τη συχνή και πυκνή επανάληψή τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τεχνικής φύσεως χαρακτηριστικό στο βιβλίο της Ναβάρο, εκείνο σίγουρα θα ήταν η ικανότητά της να διατηρεί τον ρυθμό και την ένταση σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να χαλαρώνει και να κάνει κοιλιά. Ένα ακόμα θα ήταν η ικανότητά της να κειμενοποιήσει το αποπνικτικό αίσθημα του εγκλωβισμού στη συνθήκη της αφηγήτριας, εκεί που ο χρόνος κάθε άλλο παρά γραμμικά κυλά και οι σκέψεις αναδύονται άναρχα, κάτι που αποδεικνύεται καθοριστικό ως προς το αληθοφανές και επιτακτικό της αφηγηματικής φωνής. Το Στάχτη στο στόμα ξεχωρίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους τίτλους των πολύ καλών εκδόσεων Carnívora και η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη συμβάλλει ιδιαιτέρως σ' αυτό.

υγ. Για τα Άδεια σπίτια περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες - Jon Bilbao

Οι καλαίσθητες εκδόσεις Carnívora, εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία και κυρίως στην σκοτεινή της πλευρά, σύστησαν πρόσφατα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια ακόμα ενδιαφέρουσα λογοτεχνική φωνή, τον γεννημένο το 1972 Γιον Μπιλμπάο, μέσα από το μυθιστόρημα Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες.

Ο Γιοάνες, ικανοποιώντας το καπρίτσιο του πεθερού του, βρίσκεται στο Μεξικό με τη σύζυγο και την κόρη τους για τον γάμο του ηλικιωμένου ζωγράφου με μια νεαρή γυναίκα. Όλα κυλούσαν αναμενόμενα βαρετά και οικογενειακά, όταν η προειδοποίηση για έναν επικείμενο τυφώνα έθεσε σε συναγερμό τις τοπικές αρχές με τη σύσταση για καταφυγή στην ενδοχώρα να είναι ισχυρή. Ενώ ετοιμάζουν τα πράγματά τους, ο πεθερός του θα επιμείνει για μια επίσκεψη των δυο τους στο χαμάμ τού υπό εγκατάλειψη ξενοδοχείου. Αργότερα, έχοντας εκπληρώσει και αυτή την υποχρέωση, ο Γιοάνες θα κάνει μια βόλτα με το αυτοκίνητο και επιστρέφοντας στο δωμάτιο θα επιμείνει να παραμείνει για να διευθετήσει κάποιες αναπάντεχες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οι υπόλοιποι αναχωρούν και εκείνος μένει μόνος στο άδειο πια ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα το πρωί θα ξεκινήσει για να τους συναντήσει. Η κυρίως πλοκή του μυθιστορήματος πυροδοτείται από μια σειρά απροόπτων στη διαδρομή αυτή.

Για την αναγνωστική πρόσληψη και την κατανόηση των συγγραφικών προθέσεων, έχει ενδιαφέρον η εξής θέση του Μπιλμπάο: «Μια ιστορία μου αρέσει όταν σε κάνει να νιώθεις σαν να έχεις πάει στην παραλία, το νερό σου φτάνει μέχρι τους αστραγάλους, να αισθάνεσαι ασφαλής και ξάφνου ν' ανοίγει μια τρύπα μπροστά σου και να βυθίζεσαι». Το Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες ακολουθεί αυτό ακριβώς το μονοπάτι. Μια ιστορία που αρχίζει κάπως χαλαρά και διαθέτει κάποια στοιχεία μάλλον κωμικά, γεμάτη καθώς είναι από γνώριμες οικογενειακές στιγμές αποπληξίας, εξελίσσεται σ' ένα θρίλερ επιβίωσης, εκεί όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έρχεται να αναλάβει πρωτεύοντα ρόλο, χωρίς τίποτα να προϊδεάζει για τα όσα θα ακολουθήσουν οδεύοντας προς τις απανωτές εκρήξεις στο φινάλε της αφήγησης. Η δίνη που θα δημιουργηθεί θα φέρει στην επιφάνεια συμβάντα, τραύματα και απωθημένα του παρελθόντος, λογαριασμούς που δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ, αλλά καταχωνιάστηκαν βιαστικά και τσαπατσούλικα, καθώς η ζωή συνεχιζόταν, αποπροσανατολίζοντας και δημιουργώντας νέες προκλήσεις.

Η ανάγνωση επιβεβαιώνει, έστω και υποκειμενικά, αν όχι αυθαίρετα, την πεποίθηση πως ο συγγραφέας ικανοποίησε τις αρχικές του επιδιώξεις, πως η ιστορία, ή καλύτερα ο τρόπος που ο Μπιλμπάο επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία αυτή ήταν ο ενδεδειγμένος. Έτσι, η εξέλιξη της πλοκής, παρά τον παράλογο χαρακτήρα της, δεν ξενίζει τον αναγνώστη, που καθηλωμένος αφήνεται στα χέρια του παντογνώστη αφηγητή να τον οδηγήσει προς τις τελευταίες σελίδες. Ο συγγραφέας πετυχαίνει να ξεπεράσει δύο επικίνδυνους σκοπέλους: πρώτα, εκείνο των ευρημάτων και των ανατροπών, καθιστώντας τα λειτουργικά και απαραίτητα για την αφήγηση εργαλεία, και ακολούθως, εκείνο της ευκολίας στο γύρισμα των σελίδων, μετατρέποντάς το σε πλεονέκτημα, χωρίς να προβαίνει σε λογοτεχνικές εκπτώσεις. Ο Μπιλμπάο διατηρεί μέχρι τέλους τον πλήρη έλεγχο, χτίζει με υπομονή την κορύφωση, ποντάρει επιτυχώς μεγάλο μέρος της προσπάθειάς του στην καλλιέργεια της ολοένα και πιο ασφυκτικής συνθήκης, οδηγεί αργά και βασανιστικά τον Γιοάνες, αλλά και τον αναγνώστη, στην τρύπα που ανοίγεται μπροστά του.

Η απόσταση που διατηρεί ο παντογνώστης αφηγητής είναι τέτοια που του επιτρέπει την αποστασιοποίηση, την αποφυγή της κρίσης, της ηθικολογίας και του διδακτισμού, απαλλάσσοντας την ιστορία από περιττά βάρη και ευκολίες, υπηρετώντας με συνέπεια τον ρόλο του, επιτρέποντας στον αναγνώστη να έχει απρόσκοπτη θέα στην απανθρωποίηση των προσώπων. Η αβίαστη ύπαρξη, μοιάζει να ισχυρίζεται ο Μπιλμπάο, δεν αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για την αποκάλυψη των καλά κρυμμένων πίσω από τις κοινωνικές συμβάσεις ζοφερών συστατικών που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, ένα αναπάντεχο συμβάν είναι ωστόσο αρκετό για τον πλήρη εκτροχιασμό.

Αν και η επιρροή του Σιμενόν, για τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωές του, που μάλλον τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτουν, εγκλωβίζονται και αυτό τους οδηγεί στα πιο σκοτεινά κομμάτια του εαυτού τους, μέρη τα οποία ακόμα και οι ίδιοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, είναι ορατή, ήταν τελικά το Τέκνο του θεού του Κόρμακ ΜακΚάρθυ εκείνο που μου ήρθε στον νου διαβάζοντας αυτό το καλό μυθιστόρημα.

υγ. Για το Τέκνο του θεού περισσότερα θα βρείτε εδώ.
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Σαράκι - Layla Martínez

Η εγγονή μου δεν εννοούσε να το καταλάβει. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να φύγει μόλις μεγαλώσει, να πάει να σπουδάσει στη Μαδρίτη και να μην ξαναγυρίσει. Στο τέλος, όμως, έμεινε Πού να πάει; Ποιος θα της πλήρωνε τις σπουδές στην πρωτεύουσα; Αυτό μόνο οι μεγαλοπιασμένοι το κάνουν. Κοίταξε μπας και της δώσουν κάποια βοήθεια, σύντομα όμως το πήρε απόφαση. Εδώ, για να σε βοηθήσουν, πρέπει κάτι να έχει κι εσύ από πριν. Αν δεν έχεις τίποτα, αυτό και θα πάρεις: τίποτα. Γυναίκες σαν κι εμάς δεν μας θέλουν στην πρωτεύουσα για σπουδές, άντε το πολύ για υπηρέτριες, αλλά κι από δαύτες έχουν πολλές πια.

Η Λάιλα Μαρτίνεθ, γεννημένη το 1987 στη Μαδρίτη, με σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες και μεταπτυχιακό στη Σεξολογία, είναι ακόμα μια ισπανόφωνη συγγραφέας που οι εκδόσεις Carnívora, πάντοτε με οξυδέρκεια, εντοπίζουν και συστήνουν στο ελληνικό κοινό, μέσα από τη νουβέλα της Σαράκι. Διάβαζα πρόσφατα ένα κριτικό κείμενο, γραμμένο από άντρα, στο οποίο υπήρχε ο εξής αφορισμός: η φεμινιστικότητα της γραφής είναι ευθέως ανάλογη της δυσαρέσκειας που προξενεί στον άντρα αναγνώστη. Εκτός από ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα mansplaining, ένας άντρας που επιχειρεί να εξηγήσει σε μια γυναίκα κάτι, όπως το πότε μια γυναικεία γραφή είναι αρκούντως φεμινιστική, με τρόπο πατροναριστικό και περιφρονητικό, ταυτόχρονα είναι και η απάντηση στο αν χρειαζόμαστε τη φεμινιστική γραφή ή αν έχουμε ήδη αρκετή, στο αν τα πράγματα είναι πια μια χαρά και όχι όπως παλαιότερα ίσως. Και η απάντηση είναι ξεκάθαρη: έχουμε τεράστια ανάγκη.

Ταυτόχρονα, υπάρχει ανάγκη για πρόζα με έντονο το ταξικό πρόσημο. Οι γυναίκες στη νουβέλα αυτή, η γιαγιά και η εγγονή, εγκλωβισμένες σε ένα σπίτι γεμάτο φωνές και φαντάσματα του παρελθόντος, εκτός από γυναίκες είναι και φτωχές, γεγονός που οξύνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση. Μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη η συνειδητοποίηση του Εριμπόν (Επιστροφή στη Ρενς, μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος) πως, φτάνοντας στο Παρίσι, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν ήταν πια πρόβλημα, ήταν ωστόσο πρόβλημα το γεγονός πως ήταν φτωχός, προερχόμενος από μια εργατική οικογένεια και αυτό ήταν κάτι που του προκαλούσε έντονο το συναίσθημα της ντροπής.

Η Μαρτίνεθ με μια στακάτη πρόζα, γεμάτη από γνήσιο θυμό, αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γυναικών. Τέσσερις διαδοχικές γενεές εγκλωβισμένες στην τάξη και το φύλο τους σ' ένα χωριό που ολοένα και ρημάζει. Η γιαγιά και η εγγονή παίρνουν εναλλάξ τον λόγο, την αφήγηση πυροδοτεί η εξαφάνιση του μικρού γιου της πλούσιας οικογένειας στην οποία από πάντοτε δούλευαν ως υπηρέτριες, τη φύλαξή του είχε αναλάβει η εγγονή, αφού συνειδητοποίησε με τρόπο σκληρό πως ήταν και εκείνη καταδικασμένη να ζήσει σε αυτό το σπίτι και, αναμενόμενα, οι υποψίες της αστυνομίας στράφηκαν πρώτα σε εκείνη.

Η πρόζα της Μαρτίνεθ έχει ως πρώτη ύλη τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγμένο το μικρό αυτό χαμόσπιτο, ο άγονος αυτός τόπος, η μίζερη καθημερινότητα, η αγωνία για την κάλυψη των βασικών αναγκών, η συνείδηση της αδικίας και ο θυμός, η απόρριψη του ρόλου του ήσυχου και καλόβουλου φτωχού, του συμβιβασμένου με τη μοίρα του. Κάποιος δεν έχει γιατί κάποιος άλλος, και μάλιστα σε περίσσευμα, έχει. Στο φόντο της κάθε ιστορίας διαδραματίζεται η μεγάλη εικόνα, ο εμφύλιος και η έμφυλη βία, η πολιτική αστάθεια, οι ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, η απογοήτευση, ο μαρασμός της υπαίθρου, χωριά ολόκληρα που σιγά σιγά χάνονται από τον χάρτη. Η ιστορία αυτή δεν διαθέτει τη γλυκύτητα της θυματοποίησης, άλλωστε από δήθεν ελεημοσύνη είναι χορτάτες οι γυναίκες αυτές, να δείχνουν πως τις λυπούνται εκείνοι που ευθύνονται για τη δεινή τους θέση, δεν θέλουν άλλο, έγκωσαν, να αλλάξουν ζωή θέλουν, να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο.

Ο θυμός, ως βίωμα και όχι ως θεωρία, σπρώχνει μακριά το όποιο σύννεφο θα μπορούσε να φέρει μια βροχή συναισθηματικής χειραγώγησης χωρίς να κρύβεται πίσω από αόριστες και λογοτεχνίζουσες φιοριτούρες. Δεν είναι μια απολογία αυτή η ιστορία, δεν είναι μια απόπειρα για (αυτο)λύπηση, ούτε όμως και μια όλο αυτοπεποίθηση αυτοκολακεία της μορφής: κοίτα με πώς παρ' όλ' αυτά αντέχω. Πυκνή και ολιγοσέλιδη η νουβέλα αυτή σκάει στα χέρια του αναγνώστη, ήδη από τις πρώτες γραμμές, χωρίς να υποτιμά τη λογοτεχνικότητα, χωρίς να θυσιάζει κάτι από το ύφος της για να λειτουργήσει με τρόπο διδακτικό, άλλωστε, όσοι πρέπει να ξέρουν, ξέρουν και ας κάνουν πως δεν ξέρουν. Το ταξικό πρόσημο της ιστορίας αυτής έρχεται να αναμετρηθεί με το καπιταλιστικό κλισέ πως ο καθένας έχει τη δική του ευκαιρία αρκεί να την πιάσει από τα μαλλιά και να μην τσιγκουνευτεί χρόνο και κόπο, να στοχεύσει ψηλά και στο τέλος να τα καταφέρει, γεμάτη από τέτοια παραδείγματα είναι άλλωστε (και) η λογοτεχνία, μια ακόμα απόδειξη του προνομιακού τρόπου με τον οποίο γίνεται η οικοδόμηση και πρόσληψη του κόσμου.

Τις ξέρουμε τις ιστορίες αυτές, τις έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά, έχουν κατακλύσει την αγορά, πια η λογοτεχνία έχει γίνει μια βιομηχανία της μιζέριας, γεμάτη από θυμό και κλάματα, ωδή στη δήθεν διαφορετικότητα, πιπίλισμα της λέξης προνόμιο. Αν βρίσκετε κάτι δικό σας στα παραπάνω τότε έχετε και την απάντηση γιατί χρειάζεται (και) αυτή η λογοτεχνία, αν πιστεύετε πως ο κόσμος εκεί έξω είναι όμορφος και αρμονικά πλασμένος, τότε (και) σε εσάς απευθύνεται αυτή η λογοτεχνία. Συμπυκνωμένο και άμεσης καύσης, το Σαράκι είναι ένα ακόμα δείγμα καλής φεμινιστικής, αλλά και ταξικής, γραφής, με δεδομένες λογοτεχνικές αρετές, που σίγουρα δεν απευθύνεται σε ένα κοινό που στη λογοτεχνία αποζητά να ξεχαστεί από τα βάσανα και τις αδικίες του κόσμου, αλλά γυρεύει λογοτεχνικές αντανακλάσεις του ζοφερού αυτού κόσμου, όπου το να είσαι γυναίκα και φτωχή μόνο σπάνιο και συνθήκη εξαίρεσης δεν αποτελεί.

Ένα ακόμα καλό βιβλίο από τις εκδόσεις Carnívora.

υγ. Για την Επιστροφή στη Ρενς έγραφα αυτό.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Η Κοιλιά του Γαϊδάρου - Andrea Abreu

Η Λ. πάντοτε φροντίζει να μου επισημαίνει τις ενδιαφέρουσες ισπανόφωνες εκδόσεις· οι εκδόσεις Carnívora εξειδικεύονται σε αυτές, έχοντας κερδίσει ήδη από την αρχή την εκτίμησή μου και αντέχοντας για την ώρα το βάρος των προσδοκιών· κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω το βιβλίο της γεννημένης το 1995 στην Τενερίφη Αντρέα Αμπρέου, Η Κοιλιά του Γαϊδάρου, όπως ονομάζεται σε εκείνα τα μέρη η συχνή συγκέντρωση νεφών σε χαμηλό ύψος.

Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται σ' ένα χωριό στην ενδοχώρα του νησιού, στους πρόποδες του ηφαιστείου. Η δεκάχρονη αφηγήτρια και η καλύτερή της φίλη, η Ισόρα, ετοιμάζονται για ένα ακόμα καλοκαίρι χωρίς σχολικές υποχρεώσεις. Αχώριστες, περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας παρέα, πότε εδώ και πότε εκεί, στα πρόθυρα της εφηβείας, όταν οι δονήσεις αρχίζουν να γίνονται αισθητές, όταν ο αποχαιρετισμός της παιδικής ηλικίας συμβαίνει ήδη, μετάβαση ορατή μόνο εκ των υστέρων, η καθοριστική στροφή σμιλέματος του ορυκτού. Γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, η ιστορία αυτή δεν φέρει κάτι το πρωτόγνωρο μήτε θεματικά μήτε αφηγηματικά. Αυτό είναι που την καθιστά επίφοβη στην κοινοτοπία και την επανάληψη, ο πήχης, αν και μοιάζει χαμηλός, δεν είναι.

Η χαμηλόφωνη επιστροφή της αφηγήτριας στο παρελθόν, σ' εκείνο το καλοκαίρι, φέρει όλη τη σημαντικότητα που έχει και η παραμικρή λεπτομέρεια σε εκείνα τα χρόνια που ακόμα δεν τα βαραίνει το παρελθόν, όταν όλα μοιάζουν να συμβαίνουν για πρώτη φορά, όταν τα συναισθήματα είναι πρωτόγνωρα, όταν οι ερωτήσεις υπερτερούν των απαντήσεων και οι αμφιβολίες των βεβαιοτήτων. Αυτό το μήκος κύματος είναι που καθιστά αληθοφανή την αφήγηση, που δεν την καταδικάζει σ' ένα απλό αφηγηματικό εύρημα. Η αφηγήτρια καταφέρνει να επιστρέψει σε εκείνο το καλοκαίρι, πρώτα απ' όλα για να κατανοήσει εκείνη όσα συνέβησαν, όσα καθόρισαν τα επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας να πιει από το ποτήρι της νοσταλγίας και ίσως, έτσι, να ξεφύγει από την απομάγευση της ενήλικης ζωής. Μια δεκάχρονη που αφηγείται εκείνο το καλοκαίρι, αυτή είναι η υπόθεση της ιστορίας αυτής.

Ο υπαινιγμός εδώ δεν είναι σκόπιμος και τεχνητής φύσεως, αλλά σύμφυτος με την ηλικία της πρωταγωνίστριας, που πασχίζει να διακρίνει και να κατανοήσει όσα ανασύρει από τον βυθό. Ακόμα δεν ξέρει να τα ονομάσει, για την ώρα μόνο νιώθει. Η γλυκύτητα είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος, η σκληρότητα η άλλη, την οποία συχνά ξεχνάμε, υποταγμένη στη λήθη, με τον τρόπο που το σώμα αποχωρίζεται την ανάμνηση του πόνου κατά το φύτρωμα των δοντιών. Μηχανισμοί άμυνας και επιβίωσης, κουτιά οδύνης που παραχώνονται στα βάθη της συνείδησης, εκεί που συνεχίζουν, παρότι αραχνιασμένα, να έχουν εμβαδό, ρίζες βαθιές, αγριόχορτα της ενήλικης εκδοχής μας, αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που είμαστε, αυτού που παλεύουμε να κατανοήσουμε και να έρθουμε, αν ποτέ τα καταφέρουμε, σε συμφιλίωση μαζί του.

Η διαμόρφωση της σεξουαλικότητας, η γνωριμία με το σώμα ως πηγή ηδονής και οι συναισθηματικές εκρήξεις καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στην ιστορία αυτή, ιδωμένες μέσα από το παιδικό πρίσμα, μια απόπειρα κατανόησης, με πλήρη απουσία βεβαιοτήτων ασύμβατων με την ηλικία εκείνη, όταν όλα είναι ταυτόχρονα μαγικά και τρομακτικά. Παρέα με τα παραπάνω, στην εξίσωση προστίθενται το κοινωνικό περιβάλλον, οι σχέσεις αίματος, οι προκαταλήψεις και άλλα, συστατικά απαραίτητα για την οικοδόμηση, που λειτουργούν χωρίς να αποπροσανατολίζουν και να μπουκώνουν την κεντρική ιστορία, άλλωστε και εκείνα μέσα από τη ματιά του κοριτσιού γίνονται λέξεις. Η Αμπρέου κρατάει ασφαλή απόσταση από τον διδακτισμό, δεν δείχνει με το δάκτυλο, δεν παίρνει θέση, αφήνει τη δεκάχρονη αφηγήτρια να αναζητήσει και συχνά να δημιουργήσει μόνη της το δικό της μονοπάτι, δεν βαραίνει την αφήγηση περισσότερο απ' όσο εκείνη αντέχει.

Παρέα με τον διδακτισμό, απουσιάζει και η επίκληση στο συναίσθημα, παρότι το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από αυτό. Είναι ανακουφιστικό να μη νιώθεις πως κάποιος σε χειραγωγεί, σε εκβιάζει να ταυτιστείς ή να συναισθανθείς με το ζόρι και όχι αβίαστα, αν προκύψει να συμβεί. Η Αμπρέου, παρά το νεαρό της ηλικίας της, μοιάζει να γνωρίζει καλά τι επιθυμεί να πετύχει με το μυθιστόρημα αυτό, πού να θέσει τον πήχη και τι να αποφύγει, πώς να δρέψει τους καρπούς. Είναι σημαντικό σε κάθε βιβλίο να μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει ή να υποθέσει τις συγγραφικές προθέσεις και επιδιώξεις και με βάση αυτές να κρίνει την επιτυχία ή μη. Αλλιώς, χωρίς αυτές στο τραπέζι, θα μιλούσαμε για το βιβλίο εκείνο που θα θέλαμε εμείς να έχει γράψει η συγγραφέας, εκείνο που με έναν τρόπο αφηρημένο προσδοκούσαμε να διαβάσουμε. 

Το περιβάλλον εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία, απομακρυσμένο από τη θάλασσα που το περικλείει και ορισμένο να ζει στη σκιά του ηφαιστείου, αποτελεί οργανικό μέρος της αφήγησης. Δεν θα κουραστώ να το αναφέρω σε κάθε αντίστοιχη καλή χρήση του περιβάλλοντος χώρου, παρά τις σειρήνες του εξωτισμού: η Αμπρέου αφηγείται μια ιστορία που συμβαίνει στους πρόποδες του ηφαιστείου, οι όποιες ποιητικές περικοκλάδες σύνδεσης με την ιστορία αυτή είναι κατασκεύασμα του αναγνώστη, για τις πρωταγωνίστριες είναι απλώς ο τόπος στον οποίο γεννήθηκαν, ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση, απλώς μια έκταση γης.

Φλερτάρω με την ιδέα να χαρακτηρίσω το μυθιστόρημα τρυφερό. Η αμφιλεγόμενη πρόσληψη του επιθέτου με κρατάει μακριά. Δεν είναι εκείνο που θα έπρεπε να με αποτρέψει, ωστόσο, αλλά η σκληρότητα με την οποία είναι γεμάτο, ο ρεαλισμός της ηλικίας εκείνης που αναβλύζει σε κάθε σπιθαμή εδάφους. Αυτό ήταν ένα καλό βιβλίο.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Δικιά σου για πάντα - Claudia Piñeiro

Το Η Ελένα ξέρει ήταν μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη, ένα από τα βιβλία εκείνα που υπερνικούν τη λήθη και αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους και ας μην ανήκει στο κυρίως σώμα της υψηλής λογοτεχνίας. Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πέτυχε να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως με τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο απέδωσε γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη βίωνε τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκεπτόταν και ενεργούσε, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, σ' ένα σώμα ολοένα και λιγότερο υπάκουο. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα υπήρξαν εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωμάτωσε τον αναγνώστη στην Ελένα, αναγκάζοντάς τον να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι. Η κυκλοφορία, δύο χρόνια μετά, ενός ακόμα βιβλίου της πολυβραβευμένης και εκτενώς μεταφρασμένης συγγραφέως, πάντοτε από τις εκδόσεις Carnívora και σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, αναπροσάρμοσε, αναπόφευκτα, τη στοίβα με τα προσεχώς.

Ένα τόσο καλό βιβλίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση το Η Ελένα ξέρει, αποτελεί ευχή και κατάρα για τον κάθε συγγραφέα. Ευχή γιατί ο αναγνώστης θα σπεύσει να αναζητήσει κάθε επόμενο βιβλίο του με την κυκλοφορία του, κατάρα γιατί θα συγκρίνεται και θα αξιολογείται, αναπόφευκτα, με τις προσδοκίες και τον πήχη που εκείνο όρισε στην αναγνωστική συνείδηση. Το Δική σου για πάντα, πρωτοκυκλοφόρησε το 2006, ένα χρόνο πριν από το Η Ελένα ξέρει. Η Ινές, που δεν χρειάστηκε να δουλέψει, ασχολείται με την ανατροφή της, έφηβης πια, κόρης της και τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας της δουλεύει σε θέση ευθύνης και είναι εκείνος που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι. Μια μέρα, μάλλον τυχαία, η Ινές θα ανακαλύψει τεκμήρια που συνηγορούν πως εκείνος την απατά, κάτι το οποίο εξηγεί την απόσταση των σωμάτων τα τελευταία χρόνια. Στο ερωτικό ραβασάκι εκείνη υπογράφει ως Δική σου για πάντα. Η Ινές θα ακολουθήσει τον άντρα της ένα βράδυ που εκείνος, ύστερα από ένα παράξενο, αργά τη νύχτα, τηλεφώνημα, προφασίστηκε προβλήματα στη δουλειά. Θα γίνει μάρτυρας ενός μοιραίου ατυχήματος. Η απόφασή της είναι ξεκάθαρη, οφείλει να προστατέψει τον γάμο της και γι' αυτό είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να βοηθήσει τον άντρα της να μείνει μακριά από τις έρευνες της αστυνομίας. Παράλληλα, η κόρη της, που ετοιμάζεται για μια πολυήμερη εκδρομή με το σχολείο, ζει το δικό της δράμα, το οποίο, κρυμμένο πίσω από τις εφηβικές συναισθηματικές αναστατώσεις και τις αλληλοκατηγορίες των γονέων σχετικά με την ευθύνη, θα διαφύγει της προσοχής τους.

Με όχημα μια νουάρ κατασκευή, η Πινιέιρο θα στρέψει την προσοχή της στο συχνά νοσηρό περιβάλλον της (μεγαλοαστικής) οικογένειας, θα επιτρέψει να αναδυθούν από τον βάλτο οι παθογένειες του φαίνεσθαι, την ώρα που τα συναισθήματα βυθίζονται σε σκοτεινά, λασπώδη ύδατα. Αντίθετα με την Ελένα, την οποία η Πινιέιρο αγκάλιασε με αγάπη, σεβασμό και προσοχή, η αντιμετώπιση της Ινές διαθέτει μια έντονη και διάχυτη ειρωνεία, στο όριο της πρόκλησης. Η συγγραφέας δεν τη συμπονεί, δεν τη δικαιολογεί, δεν την οπλίζει με επιχειρήματα, αλλά την αφήνει να τα βγάλει πέρα μόνη της, να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη των πράξεών της. Και αυτή η επιλογή της Πινιέιρο καθιστά ξεχωριστή μια ιστορία γνώριμη και αρκετά φορεμένη, που έχει να κάνει με ένα ερωτικό τρίγωνο και έχει ως βασικό σημείο πυροδότησης ένα θανατηφόρο ατύχημα. Ένα οικογενειακό δράμα αρκετά τυπικό ως προς την κατασκευή του, στο οποίο η συγγραφέας προσθέτει το απαραίτητο αλατοπίπερο.

Η στάση της συγγραφέως απέναντι στον κεντρικό χαρακτήρα της καθορίζει εν πολλοίς και το ύφος της αφήγησης, την επιλογή ένα μέρος της ιστορίας να το αφηγηθεί η ίδια η Ινές σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις διεργασίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Ινές και, με βάση αυτά, να οικοδομηθεί η σχέση ανάμεσα σε εκείνον και την κεντρική ηρωίδα, ενώ ταυτόχρονα, μέσω της ματιάς της, έρχεται σε επαφή με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Η ιστορία της κόρης, παράλληλη αλλά εξαρτημένη από την κεντρική ιστορία, λειτουργεί ικανοποιητικά, αφού καθαρίζει την εικόνα για τη γενικότερη λειτουργία της οικογένειας, για τη συναισθηματική απόσταση που ολοένα και μεγαλώνει, καθώς καθένα από τα μέλη της παίρνει έναν δρόμο πιο μοναχικό, πιο εγωιστικό.

Η Πινιέιρο, ευρηματικά, επιλέγει μια αφηγηματική ποικιλομορφία, χωρίς να στοχεύει στον εντυπωσιασμό αλλά στη λειτουργικότητα της επιλογής. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτουν τα επεισόδια από τη ζωή της κόρης, γραμμένα σε μορφή διαλόγων, αλλά και αφηγηματικά μέρη που προσομοιάζουν σε αστυνομικές εκθέσεις ή ρεπορτάζ εφημερίδων. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα μπορεί να μη διέπεται από πρωτοτυπία, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικά σημαντικό για την προώθηση τόσο της κυρίως πλοκής, όσο και της δευτερεύουσας, που έχει να κάνει με την κόρη. Το Δικιά σου για πάντα είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται με έντονους ρυθμούς, όχι αποκλειστικά και μόνο λόγω του ολιγοσέλιδου μεγέθους του, αλλά του τρόπου με τον οποίο η Πινιέιρο οικοδομεί, με αργά και σταθερά βήματα, την ιστορία, την ίδια στιγμή που η στάση της Ινές εγείρει την ενόχληση του αναγνώστη που επιθυμεί να την ταρακουνήσει, ενώ προσμένει πως στην επόμενη σελίδα κάτι θα αλλάξει, πως η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι δεν θα αργήσει να εμφανιστεί.

Πρόσφατα διάβασα το δεύτερο βιβλίο της Μεξικανής Φερνάντα Μελτσόρ, Παραντάις, του οποίου είχε προηγηθεί το αριστοτεχνικά καθηλωτικό Η εποχή των τυφώνων, και η ανάγνωση του Δική σου για πάντα μου το έφερε στο νου, όχι μόνο λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισης των δύο βιβλίων με τα προηγούμενα των συγγραφέων τους, αλλά και για τη συναισθηματική διαχείριση των κεντρικών γυναικείων χαρακτήρων, την άρνηση των συγγραφέων να τις μακιγιάρουν πριν τη συνάντηση με τον αναγνώστη. Κοινό γνώρισμα και των δύο βιβλίων είναι ο έκκεντρος τρόπος με τον οποίο ισορροπούν ανάμεσα στην κακή και την καλή λογοτεχνία, ο υπονομευτικός ειδολογικός τους χαρακτήρας, η χρήση του νουάρ ως όχημα, ο τρόπος με τον οποίο εγκιβωτίζουν τις ιστορίες τους σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα και ο παράδοξος τρόπος να μιλήσουν για τις εν γένει παθογένειες των κοινωνιών που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τον μηχανισμό δράσης των υποκειμένων.

Η Πινιέιρο, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, εφοδιάζει την κατασκευή με τις απαραίτητες ανατροπές και τις ανάλογες κορυφώσεις, ενώ σπάει τις νουάρ αποχρώσεις με μια διάχυτη και παιχνιδιάρικη ειρωνεία, που αποτρέπει τον συναισθηματικό εκβιασμό και τη, χωρίς δεύτερη σκέψη, διάκριση των προσώπων σε καλούς και κακούς, επιτρέποντας στο μυθιστόρημά της να λειτουργήσει και να υπηρετήσει τις συγγραφικές επιδιώξεις αλλά και να ικανοποιήσει τις αναγνωστικές προσδοκίες.

υγ. Για το υπέροχο Η Ελένα ξέρει περισσότερα θα βρείτε εδώ, για την Εποχή των τυφώνων εδώ και για το Πάρανταϊς εδώ.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Πώς έγινα καλόγρια - César Aira

Ο Άιρα είναι ένας συγγραφέας που μου ταιριάζει, παρότι έχω διαβάσει μόλις τρία από τα δεκάδες βιβλία που έχει εκδώσει. Το Πώς έγινα καλόγρια, που μόλις κυκλοφόρησε σε συλλογική μετάφραση από τις ειδικευμένες στο λατινοαμερικάνικο νουάρ εκδόσεις Carnívora, θα ήταν το τέταρτο· τα Φαντάσματα και το Canto Castrato περιμένουν υπομονετικά στο ράφι με τα αδιάβαστα. Μου ταιριάζει η ματιά του στα πράγματα, ένα μυαλό που γεννά διαρκώς ιστορίες, στην επιφάνειά τους αστείες και φαινομενικά απλές, που στον πυρήνα τους ωστόσο περιέχουν το παράλογο και αποτελούν ένα μέρος καταφυγής από τον τριγύρω ζόφο. Είναι ο τρόπος τού Άιρα να αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως παιχνίδι, με τον τρόπο ωστόσο που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με πλήρη έλλειψη σοβαροφάνειας και άκρα σοβαρότητα, με τον αυτοσχεδιασμό να είναι διακριτός και σημαντικός, πρώτα και κύρια, για εκείνον, αφού τη δική του ανάγκη φροντίζει να ικανοποιήσει. Και η ανάγκη αυτή είναι διαρκώς παρούσα και επείγουσα, ως μια επιβιωτική και διανοητική πρόκληση την οποία ωστόσο φροντίζει να απαλλάσσει από την αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα και την επίφοβη εσωστρέφεια. Με τέτοιες πινελιές φρόντισα να σχηματίσω τον ορίζοντα προσδοκιών πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, σίγουρος πως, παρά τις εκπλήξεις που θα μου επιφύλασσε ο δαιμόνιος αυτός γραφιάς, το βιβλίο αυτό θα μου άρεσε πολύ.

Η ιστορία μου, η ιστορία του «πώς έγινα καλόγρια», ξεκίνησε πολύ νωρίς στη ζωή μου. Μόλις είχα κλείσει τα έξι. Η αρχή έχει σημαδευτεί από μια ζωηρή ανάμνηση, που μπορώ να ανασυνθέσω με την παραμικρή λεπτομέρεια. Πριν απ' αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Ύστερα, όλα συνέχισαν να αποτελούν μία και μοναδική ζωηρή ανάμνηση, συνεχή και αδιάλειπτη, η οποία περιλαμβάνει και τα διαστήματα του ύπνου, ώσπου ενδύθηκα το μοναχικό σχήμα.
Η εξάχρονη Σέσαρ Άιρα, που στα μάτια των άλλων είναι αγόρι, πηγαίνει με τον πατέρα της να δοκιμάσει παγωτό για πρώτη φορά. Και δεν της αρέσει, το βρίσκει μάλιστα αηδιαστικό. Ο πατέρας γίνεται έξαλλος με τον γιο του, σε ποιον δεν αρέσει το παγωτό; Αυτή η εναρκτήρια πράξη συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τις αντίρροπες δυνάμεις που αποτελούν το σύμπαν του Άιρα. Η αφήγηση ξεκινά με ένα σκηνικό που μοιάζει αστείο, ένα παιδί, το μοναδικό ίσως, που δεν του αρέσει το παγωτό, που του προκαλεί αναγούλα, και ένας πατέρας έκπληκτος, που απέτυχε εκεί που ήταν σίγουρος πως θα διαπρέψει, και όμως δεν είναι διόλου αστείο σκηνικό για τους πρωταγωνιστές, ακόμα και αν προκαλέσει το γέλιο, αυτό το γέλιο θα αποδειχτεί αντίστοιχα στυφό με τη φράουλα στους γευστικούς κάλυκες της μικρής. Ο συγγραφέας από το τίποτα σχεδόν καταφέρνει ήδη να θέσει στο τραπέζι μια σειρά από ζητήματα υψίστης σημασίας, ήδη από την αρχή. Η διαφορετικότητα, η σχέση γονιού παιδιού, η ενσυναίσθηση και το παράλογο, μεταξύ άλλων· στην εξέλιξη της σκηνής θα εμπλακεί και η τότε σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Αργεντινή, το απαραίτητο χωροχρονικό πλαίσιο για την ιστορία αυτή. Να πώς λειτουργεί μια ιδέα πέρα από μια ευφάνταστη αρχή μιας αφήγησης.

Ο Άιρα δίνει το όνομά του στην αφηγήτρια, χωρίς αυτό να την καθιστά ξεκάθαρα ένα άλτερ έγκο. Στην πορεία της αφήγησης, υπονομεύει διαρκώς την αξιοπιστία της, παρότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαθέτει αναπόφευκτα μεγαλύτερα περιθώρια αληθοφάνειας, καθώς είναι υποκειμενική από τη φύση της. Η υπονόμευση αυτή δοκιμάζει τον αναγνώστη, παρότι έχει απέναντί του μια σκληρή ιστορία ενηλικίωσης, ταυτόχρονα ωστόσο τον καθησυχάζει, δεν είναι αληθινή αυτή η ιστορία, είναι αποκύημα φαντασίας και αυτή η σκέψη είναι πάντοτε παρήγορη. Πλήττεται και ο ίδιος ο συγγραφέας από την αναξιοπιστία της αφηγήτριας του. Φαντάζομαι πως κάποιοι θα αναφωνήσουν: μα καλά, ένας επιμελητής δεν ασχολήθηκε πριν εκδοθεί, τι παιδαριώδεις ανακολουθίες είναι αυτές. Και όμως, ο συγγραφέας φροντίζει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Σέσαρ με έναν τρόπο παράδοξο και όμως ταυτόχρονα ευφυή, καθώς στην πορεία της αφήγησης αναδύεται πως η καταφυγή στη μυθοπλασία, που στην πραγματική ζωή αποκαλούμε ψέμα και φαντασιοπληξία, αποτελεί για εκείνη έναν μονόδρομο διέλευσης από τον κόσμο, ένα μηχανισμό πρόσληψης και επιβίωσης, στον οποίο τα παιδιά συχνά καταφεύγουν. Και έτσι το εύρημα της συνωνυμίας αποκτά επιπλέον διαστάσεις, πέρα από το παιχνίδισμα. Η προαναφερθείσα συγγραφική ανάγκη αναδύεται, καθώς τι άλλο είναι ένας συγγραφέας, παρά ένα παιδί που αγωνίζεται σ' έναν κόσμο ελάχιστα κατανοητό;

Το Πώς έγινα καλόγρια αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο Άιρα χτίζει τις νουβέλες του. Οι ραφές είναι ορατές, ο αναγνώστης διακρίνει τις αλλαγές πλεύσης, τις καινούργιες ιδέες και τα ευρήματα που προέκυψαν στην πορεία. Συμφιλιώνεται εξαρχής με την ιδέα πως η εξέλιξη θα τον ξεβολεύει από την πολυθρόνα τού αναμενόμενου, τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο, ίσως μόνο η πρώτη σεκάνς, άντε και ο τίτλος. Όλα αυτά, ξέρω, μοιάζουν με ελαττώματα γραφής, και όμως δεν είναι. Ο Άιρα, έχοντας απεκδυθεί τον μανδύα της σοβαροφανούς λογοτεχνίας, πετυχαίνει, όσο λίγοι, να συγχρονίσει τη γραφή και την ανάγνωση, να καταστήσει τον αναγνώστη αυτόπτη μάρτυρα της διαδικασίας, χωρίς να νοιάζεται να σουλουπώσει την κατασκευή, κάτι το οποίο θα αφαιρούσε το προσωπικό του ύφος, εκείνο που τον καθιστά ξεχωριστό σε κάποιους αναγνώστες, εκείνο που ικανοποιεί τη δική του ανάγκη στην τελική. Έχει ωστόσο φροντίσει να θέσει γερά θεμέλια, όπως η συνοχή της αφηγηματικής φωνής για παράδειγμα, θεμέλια απαραίτητα για να πατήσει και να σταθεί η νουβέλα του. Δεν είναι εύκολο να γράφει κάποιος —φαινομενικά και μόνο— απλά και το αποτέλεσμα να είναι λογοτεχνία. 

Αξίζει κανείς να σταθεί στον τρόπο με τον οποίο τίθεται στην ιστορία το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού ως κάτι το δεδομένο. Η Σέσαρ αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κορίτσι-γυναίκα, αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο, των γονιών της συμπεριλαμβανομένων. Αυτό είναι κάτι που δεν δημιουργεί καμία έκπληξη ή τριβή και αυτή η παραδοξότητα το κανονικοποιεί. Το Πώς έγινα καλόγρια, γραμμένο το 1993, αρκετά χρόνια πριν η διαπραγμάτευση της σεξουαλικότητας έρθει στη λογοτεχνική επικαιρότητα, ναι μεν περιστρέφεται γύρω από τον αυτοπροσδιορισμό, χωρίς ωστόσο αυτός να βρίσκεται στο προσκήνιο της πλοκής. Η συγγραφική αυτή επιλογή, που μόνο ως τυχαία ή ως «αστείο» δεν μπορεί να εκληφθεί, αποδεικνύεται καθοριστική στην πρόσληψη της νουβέλας, παρότι δεν αρκεί για να την εντάξει στο υποείδος της λογοτεχνίας φύλου.

Η έκδοση της νουβέλας στα ελληνικά είναι αποτέλεσμα συλλογικής μετάφρασης από τους: Μαρία Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου και Σταύρος Χατζής. Στο επίμετρο της έκδοσης γίνεται αναφορά στη διαδικασία αυτή, στον τρόπο με τον οποίο η ομάδα δούλεψε. Η απόφαση για το εγχείρημα λήφθηκε εν μέσω της πρώτης καραντίνας, όταν ο εγκλεισμός δοκίμασε τις αντοχές όλων μας. Την έκδοση συνοδεύει και ένα κατατοπιστικό ως προς το ποιόν του Άιρα εισαγωγικό σημείωμα, το οποίο, ανεξάρτητα με τον χρόνο ανάγνωσής του, λειτουργεί περίφημα. Το ομοιογενές τελικό μετάφρασμα είναι ένα κείμενο που δεν αναπηδά, το γεγονός δηλαδή πως ο αναγνώστης αδυνατεί να εντοπίσει πού σταματάει και πού αρχίζει η δουλειά του καθενός από τους μεταφραστές, και αυτό είναι κάτι που οφείλει κανείς να πιστώσει στην ομάδα και την επιμελήτρια, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου.

Το Πώς έγινα καλόγρια είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ιδιαίτερου δημιουργού, του Σέσαρ Άιρα.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Βάραμο (περισσότερα εδώ), Οι νύχτες στη Φλόρες (περισσότερα εδώ) και Συνέδριο λογοτεχνίας (περισσότερα εδώ).
 
Συλλογική μετάφραση
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Άδεια σπίτια - Brenda Navarro

Ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε τρεις μήνες, δύο μέρες και οχτώ ώρες μετά τα γενέθλιά του. Ήταν τριών χρονών. Ήταν ο γιος μου. Τελευταία φορά που τον είδα βρισκόταν ανάμεσα στην τραμπάλα και την τσουλήθρα του πάρκου όπου τον πήγαινα τα απογεύματα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Ή μάλλον, ναι, ήμουν θλιμμένη επειδή ο Βλαντιμίρ μου μήνυσε πώς φεύγει, δεν ήθελε, λέει, να ευτελίσει τα πάντα. Να ευτελίσει τα πάντα, όπως όταν ξεπουλάς για δύο πέσος ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας. Αυτή ήμουν εγώ όταν έχασα τον γιο μου· ανά τακτό αριθμό εβδομάδων αποχαιρετούσα κάποιον περιστασιακό εραστή που μου πρόσφερε σεξουαλικά κελεπούρια σαν να ήταν δώρα, επειδή ο ίδιος ένιωθε την ανάγκη ν' απαλύνει το φευγιό του. Η εξαπατημένη αγοράστρια. Η μάνα-απάτη. Αυτή που δεν είδε.

Μακάρι να μην είχε έρθει ο Λεονέλ στη ζωή μας. Μακάρι να 'χε μπήξει τα κλάματα την ώρα που 'πρεπε κι όχι μετά, όταν φύγαμε πια. Εγώ ήμουν η γυναίκα με την κόκκινη ομπρέλα, που μπήκε στο ταξί μόλις άρχισε ο χαμός στο πάρκο. Τον αγκάλιασα όσο έκλαιγε, εννοείται, αυτός όμως δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα· βδομάδες μετά, μας είπαν ότι είχε αυτισμό και μάλλον γι' αυτό τίποτα δεν του άρεσε. Μετάνιωσα τότε την ώρα και τη στιγμή που θέλησα να γίνω μάνα.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της γεννημένης στο Μεξικό το 1982 Μπρέντα Ναβάρο. Αρχικά δημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή και δωρεάν· η επιτυχία ήταν τέτοια που η έντυπη έκδοση ακολούθησε λίγο αργότερα, οι μεταφράσεις δεν άργησαν. Τα Άδεια σπίτια είναι ένα συναισθηματικά σκληρό μυθιστόρημα, με δύο πρωτοπρόσωπες, γυναικείες αφηγήσεις να εναλλάσσονται, να διαδέχεται η μία την άλλη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ενώ τα ποιήματα της Πολωνής Βισουάβα Σιμπόρσκα παρεμβάλλονται, αφηγήσεις που αρχικά μοιάζουν να ανήκουν και να εξαντλούνται στο δίπολο θύτης θύμα, σύντομα όμως οι ρόλοι αφήνονται στο βεστιάριο, η ζωή παίρνει τον πρώτο ρόλο, εκεί όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Στον πυρήνα της πλοκής, ένα συμβάν λογοτεχνικά πολλάκις τοποθετημένο, η απαγωγή ενός μικρού παιδιού μέσα από τη γεμάτη κόσμο παιδική χαρά ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων της μητέρας του. Αυτό όμως δεν είναι ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα. Και δεν είναι όχι γιατί η «ένοχη» παρουσιάζεται αφηγηματικά ενώπιον του αναγνώστη, καταθέτοντας τη δική της ιστορία, στερώντας φαινομενικά ένα μεγάλο μέρος από το σασπένς του ποιος το έκανε, γιατί το έκανε και αν πιάστηκε. Η Ναβάρο επιθυμεί να αφηγηθεί μια ιστορία διπλής όψης, απώλειας και απόκτησης, που οι αφηγήσεις τους συγκλίνουν, όχι και τόσο παράδοξα, τελικά. Και αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα πως το θέμα του βιβλίου αυτού είναι ο ετεροπροσδιορισμός της γυναικείας ζωής, που, παρά τα όποια βήματα έχουν διανυθεί μέσα στους αιώνες, εξακολουθεί, ειδικά στο ζήτημα της αναπαραγωγής, να τη χαρακτηρίζει.

Δεν πάει καιρός που διάβασα ένα θεματικά συγγενές βιβλίο, το Σκοτώσου, αγάπη, της Αργεντινής Αριάνα Χάρουιτς (εκδόσεις opera), που διαπραγματευόταν το ζήτημα της μητρότητας υπό το πρίσμα της επιλόχειας κατάθλιψης. Κάθε γυναίκα είναι δέσμια του ρόλου της ως αναπαραγωγική μηχανή. Απέναντί της δεν έχει μόνο τον ανδρικό πληθυσμό αλλά και μεγάλο μέρος του γυναικείου, εκείνου που θα περίμενε κανείς να υψώσει συμμαχικά τείχη, αλλά αντί αυτού επιμένει να ρωτάει πότε και να διαχωρίζει τον εαυτό του από εκείνες που δεν έχουν παιδιά, που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν. Η Ναβάρο, μέσα από αυτή τη διπλή αφήγηση, πετυχαίνει να δώσει σχήμα και μορφή στην αγωνία αυτή, στην έμφυτη ενοχή, στη διαρκή υπενθύμιση, στον φυτεμένο βαθιά στο μυαλό και την ψυχή σπόρο. Πρέπει να γίνεις μάνα, πρέπει να γίνεις άριστη μάνα, άπαξ και γίνεις μάνα η ζωή σου πια περνάει στα παρασκήνια, η σεξουαλική σου υπόσταση διαγράφεται από τα μητρώα, το δικαίωμά σου να παραπονιέσαι παύει να υφίσταται. Είσαι μάνα τώρα. Και αυτό δεν είναι αρκετό τελικά ούτε καν για να κρατήσεις τον σύζυγο. Λάθος είχες καταλάβει, σκάσε και κολύμπα. Και καθώς οι μονόλογοι εναλλάσσονται, η εικόνα συμπληρώνεται, τα αρχικά συναισθήματα υποχωρούν, μεταβάλλονται. Η αναγνωστική αμηχανία γίνεται έντονη, ποια είναι η καλή της ιστορίας, ποια η κακή, με ποιαν είμαι εγώ άραγε. Περίτεχνα η Ναβάρο εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε αυτή τη συνθήκη, τον τοποθετεί στο κενό ανάμεσα στις δύο αφηγήσεις, εκεί δίπλα στα ποιήματα της Σιμπόρσκα που καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος της λευκής σελίδας που μεσολαβεί των κεφαλαίων, να προσπαθεί να καταλάβει με τα δικά του μέσα, με τα δικά του βιώματα, σχεδόν απολαμβάνει η συγγραφέας να τον βλέπει να σκέφτεται με όρους παρωχημένους, να επαναλαμβάνει μέσα του κοινωνικά κλισέ που βρωμάνε πολυκαιρισμένη ναφθαλίνη, το καλό και το κακό, το ηθικά και κοινωνικά αποδεκτά σωστό, να γίνεται αυτός που θα έσπευδε με την πρώτη ευκαιρία να ορκιστεί πως δεν είναι, εκείνος που θα μισούσε να γίνει, να βλέπει το πρότυπο να τον ποδοπατά και να περνάει από πάνω του.

Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα στην ενήλικη ζωή μου ήταν Η ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα και παρότι δεν είναι το σημαντικότερο βιβλίο που ο σπουδαίος αυτός Τσέχος συγγραφέας έγραψε, για μένα υπήρξε καθοριστικό, καθώς άκουσα σε πραγματικό χρόνο κάτι να σπάει μέσα μου, κάτι παλιό να πεθαίνει και κάτι καινούργιο να απαιτεί χώρο, και αυτό συνέβη όταν η ηρωίδα ένιωσε ανακούφιση που χάθηκε το έμβρυο που κυοφορούσε και εγώ σκεφτόμουν πως αυτό είναι λάθος, πως δεν γίνεται κάποια να χαίρεται με κάτι τέτοιο, η αμφιβολία μπούκαρε, αργότερα κατάλαβα πως γίνεται. Η Ναβάρο, ωστόσο, δεν παραμελεί λογοτεχνικά την ιστορία της, δεν αρκείται στη δυναμική της διπλής αυτής εξομολόγησης, δεν αρκείται στο εύρημα γύρω από το οποίο χτίζει την ιστορία αυτή. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, χωρίς να παρασύρεται από την πρωτοπρόσωπη καταιγίδα που στο διάβα της τίποτα δεν μπορεί να της σταθεί εμπόδιο, υψώνει η ίδια αναχώματα στην αφήγηση, για να δώσει ανάσες και να προσθέσει κόμπους στην πλοκή. Δίνει μάχη και η ίδια να κρατήσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στις δύο αφηγήτριες της, διαιρείται και παλεύει με τα συναισθήματά της, καταφέρνει να δώσει δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που ευδιάκριτα αποδίδονται σε ξεχωριστές αφηγήτριες, πράγμα διόλου απλό. Διαθέτει το χάρισμα της αφήγησης, ξέρει πού να σπάσει τον χρόνο και πού να κάνει ανάληψη από το παρελθόν, πότε να πλαγιάσει και πότε να ισιώσει τον λόγο, πώς να κινηθεί στο όριο και πώς να διαχειριστεί το συναίσθημα, πώς να στήσει το καλούπι και να τοποθετήσει τους αρμούς στήριξης και συνοχής, αλλά να αφαιρέσει την εγκεφαλικότητα από το ψαχνό της ιστορίας, εκεί που όλα είναι αβίαστα και γι' αυτό τόσο δυνατά, τόσο αληθινά.

Το μυθιστόρημα της Ναβάρο έρχεται να συμπληρώσει μια δυνατή τετράδα μυθιστορημάτων γυναικών που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα, προερχόμενων στο σύνολο τους από τη Λατινική Αμερική: Η Ελένα ξέρει (Κλαούντια Πινιέιρο, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora), Σκοτώσου, αγάπη (Αριάνα Χάρουιτς, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις opera) και Η εποχή των τυφώνων (Φερνάντα Μελτσόρ, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Δώμα).

υγ. Για την Ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Η Ελένα ξέρει - Claudia Piñeiro

Η γεννημένη το 1960 Κλαούντια Πινιέιρο, παρότι ιδιαιτέρως γνωστή εντός και εκτός Αργεντινής, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά ως τώρα. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν οι εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία εκδόσεις Carnívora, από τις οποίες κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημά της Η Ελένα ξέρει, που εκδόθηκε το 2007, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.

Το θέμα είναι να σηκώσει απλώς το δεξί πόδι μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ' το πάτωμα, να το σπρώξει στον αέρα, ώσπου να βγει μπροστά από τ' αριστερό, και σ' αυτή την απόσταση, όση κι αν είναι, πολλή ή λίγη, να το κάνει να κατέβει. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα, σκέφτεται η Ελένα. Όμως, παρότι το σκέφτεται και ο εγκέφαλος δίνει την εντολή, το δεξί πόδι δεν κινείται. Δε σηκώνεται. Δεν προχωράει προς τα μπρος στον αέρα. Δεν ξανακατεβαίνει. Δεν κινείται, δε σηκώνεται, δεν προχωράει προς τα εμπρός στον αέρα, δεν ξανακατεβαίνει. Αυτό όλο κι όλο. Αλλά δεν το κάνει. Τότε, η Ελένα κάθεται και περιμένει.

Η Ελένα ξέρει, το έμαθε σταδιακά και με τρόπο οδυνηρό, πως ακόμα και η πιο μικρή κίνηση, που άλλοτε ποτέ δεν θα τη σκεφτόταν, τώρα αποτελεί μια τεράστια πρόκληση, όπως το να κατέβει από το κρεβάτι, να σταθεί στα πόδια της, να κινηθεί στο μικρό της σπίτι. Η Ρίτα, η κόρη της, πέθανε ένα απόγευμα που η βροχή ζύγωνε απειλητικά, δεν πάει πολύς καιρός. Από τότε η Ελένα έμεινε μόνη. Η νόσος του Πάρκινσον καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του νευρικού της συστήματος. Λαμβάνει τρία χάπια ημερησίως. Κάπου στο ενδιάμεσο, τα χάπια της χαρίζουν μια υποβοήθηση, έναν καλύτερο έλεγχο του σώματος, χάρη στην έκκριση λεβοντόπας που προξενούν. Γύρω από αυτά τα τρία χάπια καταστρώνει το σχέδιο της κάθε ημέρας. Σήμερα, θέλει να πάρει το τρένο και να κατέβει στο Μπουένος Άιρες, έχει μια σημαντική επίσκεψη να κάνει. Θα ξεκινήσει λίγο αφού πάρει το πρώτο χάπι, θα διασχίσει πεζή την απόσταση μέχρι τον σταθμό, ελπίζοντας να αποφύγει να συναντήσει κάποιον γνωστό στον δρόμο, φοβάται ωστόσο την ουρά έξω από την τράπεζα, καθότι είναι μέρα πληρωμών, όμως πρέπει να περάσει από εκεί, αλλιώς ο κύκλος θα είναι τεράστιος, πέρα από τις σωματικές της αντοχές.

Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πετυχαίνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως για τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο αποδίδει γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο βιώνει τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκέπτεται και ενεργεί, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, μέσα σ' ένα σώμα που ολοένα και λιγότερο υπακούει. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα είναι εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωματώνει τον αναγνώστη στην Ελένα, τον αναγκάζει να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι· είπαμε, η Ελένα ξέρει. Με λόγο κοφτό και ακριβή η συγγραφέας θέτει τα ασφυκτικά στενά όρια εντός των οποίων είναι καταδικασμένη να κινείται η πρωταγωνίστριά της, με κάθε λέξη υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει επιστροφή από αυτή τη συνθήκη, μόνο επιδείνωση. Πατά στη λεπτή γραμμή του οίκτου αλλά δεν την περνά, αποφεύγοντας τον συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη, δεν θέλει τον οίκτο η Ελένα, δεν θέλει ούτε τον θαυμασμό για το θάρρος και την επιμονή της, θέλει απλώς να φτάσει ως εκείνη την πόρτα, μόνη και με τον τρόπο που εκείνη ξέρει.

Το μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας ημέρας, είναι ιδιαιτέρως υποβλητικό, γεγονός στο οποίο συμβάλλει τα μέγιστα η συναισθηματικά ουδέτερη και σταθερή αφηγηματική φωνή, χωρίς εξάρσεις, που λειτουργεί ως ένα βαθμό αντιστικτικά με το καθεαυτό περιεχόμενο της αφήγησης. Η Ελένα ξέρει διαθέτει τον απόηχο ενός νουάρ μυθιστορήματος, ενσωματωμένο με τρόπο περίτεχνο στο παρασκήνιο της ιστορίας, που δυναμώνει με το πέρασμα των σελίδων. Ο τρόπος με τον οποίο η Πινιέιρο παρεμβάλει τις απαραίτητες για την πλοκή αναλήψεις του παρελθόντος στο κυρίως σώμα της αφήγησης είναι υποδειγματικός, και της επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εντάξει περαιτέρω διαστάσεις, κυρίως κοινωνικές, στην ιστορία της, αλλά και να χτίσει αργά και σταθερά το σασπένς, οδηγώντας σε μια αναπάντεχη, κυρίως για την ίδια την Ελένα, ανατροπή. Μέσα από την ασθένεια της Ελένα η συγγραφέας αγγίζει και τη σχέση μητέρας‒κόρης, τη στιγμή της αντιστροφής των ρόλων, όταν δηλαδή η Ελένα εξαρτάται πλήρως από τη Ρίτα, ενώ παράλληλα κριτικάρεται ευθέως ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα υγείας, η γραφειοκρατία και τα μικρά γράμματα των ασφαλιστικών συμβολαίων σε μια εποχή ιδιωτικοποίησης της υγείας και πλήρους κατάρρευσης του κράτους πρόνοιας. Το μυθιστόρημα διαθέτει και μια έντονη φεμινιστική ματιά, για το δικαίωμα της γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της, υπενθυμίζοντας πως απέναντί της συχνά στέκονται άλλες γυναίκες. 

Η Πινιέιρο, σε λίγες σελίδες, και χωρίς στιγμή να απολύει τον βηματισμό της, διαπραγματεύεται πλείστα ζητήματα και αποδίδει ευδιάκριτα και τους υπόλοιπους, πλην της Ελένα, χαρακτήρες, σ' ένα σφιχτοδεμένο και συμπαγές σύνολο, που δεν περιορίζεται στην πρόκληση της ενσυναίσθησης. Η Ελένα ξέρει είναι ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, παρά τη συναισθηματική δυσφορία που γεννά, δείγμα γραφής μιας ικανότατης συγγραφέως, που δημιουργεί ιδιαίτερη ανυπομονησία για περαιτέρω επαφή με το έργο της.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης - Manuel Puig

Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης, το πλέον γνωστό ίσως έργο τού Αργεντινού συγγραφέα Μανουέλ Πουίχ, ήταν από καιρό εξαντλημένο. Η πρόσφατη κυκλοφορία του, σε νέα μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, από τις εκδόσεις Carnívora ήρθε να καλύψει το κενό αυτό. Γραμμένο στο Μεξικό, όπου ο Πουίχ κατέφυγε εξόριστος το 1973, το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1976 από έναν καταλανικό εκδοτικό οίκο. Στην Αργεντινή παρέμεινε για χρόνια λογοκριμένο. Ο Πουίχ προσδιόριζε τη ζωή και το έργο του ως μια συνεχή απόπειρα κατανόησης της ομοφυλοφιλίας του και της αντίδρασης που αυτή προκαλούσε. Αναζητούσε μέσω της γραφής μια διαφυγή από το δίπολο της σεξουαλικής και πολιτικής καταπίεσης. Πέθανε το 1990 στο Μεξικό από καρδιακή προσβολή.

Παρά την κάπως νεφελώδη αρχή, εξαιτίας της διαλογικής μορφής της αφήγησης στην οποία δεν ονομάζεται το εκάστοτε πρόσωπο, όπως σ' ένα τυπικό θεατρικό κείμενο για παράδειγμα, αφού εδώ η αλλαγή προσώπου σηματοδοτείται απλώς και μόνο με τη χρήση εισαγωγικών, ο αναγνώστης σύντομα αντιλαμβάνεται πως η σκηνή διαδραματίζεται στο κελί μιας φυλακής, το οποίο μοιράζονται δύο άντρες. Ο Βαλεντίν, νεαρός πολιτικός κρατούμενος, συνελήφθη κατά τη διάρκεια επεισοδίων με την αστυνομία, είναι ιδεαλιστής και ταγμένος στον πολιτικό αγώνα, διαθέτει ακλόνητη πίστη στην επανάσταση που θα οδηγήσει σ' ένα καλύτερο αύριο τη χώρα, και ο ομοφυλόφιλος  Μολίνα, μεγαλύτερος σε ηλικία, ποινικός κρατούμενος, καταδικασμένος σε οκταετή φυλάκιση για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου. Η απομόνωση των πολιτικών κρατουμένων και η τοποθέτησή τους ανάμεσα σε ποινικούς υπήρξε αρκετά συνηθισμένη πρακτική, σε μια απόπειρα της εξουσίας να εμποδίσει τη μεταξύ τους επικοινωνία, να αποτρέψει τη συνέχεια του πολιτικού αγώνα εντός της φυλακής και να κάμψει το φρόνημα. Ο Μολίνα αφηγείται στον Βαλεντίν ταινίες που είχε δει και του άρεσαν, ένας τρόπος ψυχαγωγίας που απαλύνει τη ζοφερή καθημερινότητα και επιτρέπει στους δυο τους να κοιμούνται πιο εύκολα τα βράδια. Ο Πουίχ εμπλουτίζει το τεχνικό εύρημα του συνεχούς, χωρίς άλλες αφηγηματικές παρεμβολές, διαλόγου ανάμεσα στους δύο με την αφήγηση των ταινιών και την ακόλουθη συζήτηση. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον συγγραφέα να συστήσει στον αναγνώστη τους ήρωές του χωρίς να χρειαστεί να παρέμβει ο ίδιος αφηγηματικά. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει καθένας από τους δύο τις ταινίες φανερώνει σημαντικά πράγματα του χαρακτήρα και των εμπειριών τους. Έτσι, η ρομαντική ματιά του Μολίνα έρχεται σε αντίθεση με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσω του οποίου αντιλαμβάνεται την τέχνη, αλλά και τον κόσμο εν γένει, ο Βαλεντίν. Δεν είναι όμως μόνο οι χαρακτήρες που σκιαγραφούνται μέσω του διαλόγου, μέσω αυτού δίνεται και το σύνολο των πραγματολογικών στοιχείων, πραγματοποιούνται οι αναδρομές στο παρελθόν, αποκαλύπτονται οι ανατροπές και προετοιμάζονται οι κορυφώσεις της πλοκής.

Ο Πουίχ δεν εγκλωβίζεται στη φόρμα, αντίθετα, μέσω αυτής, καταφέρνει να παραδώσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα και να μεταφέρει τον αναγνώστη στη μαύρη εκείνη περίοδο της αργεντίνικης ιστορίας, που στον πυρήνα της διαθέτει, σε αναλογία πάντα, τόσα κοινά με κάθε εποχή και κάθε τόπο. Παραιτείται από την πλεονεκτική θέση του αφηγητή, επεμβαίνοντας στην ιστορία μόνο μέσω των εννέα εκτενών υποσημειώσεων, που στην πλειοψηφία τους έχουν τη μορφή δοκιμίου σχετικά με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, χωρίς να διαθέτουν άμεση και προφανή οργανική λειτουργία ως προς την κυρίως πλοκή, λειτουργώντας συμπληρωματικά στον βιωματικό και ενστικτώδη τρόπο με τον οποίο ο Μολίνα διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητά του, αντίθετα με τον Βαλεντίν που μελετάει συστηματικά την πολιτική θεωρία ως αναγκαία συνθήκη επιβεβαίωσης και διαμόρφωσης της προσωπικής του στάσης. Ο Πουίχ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη σύγχυση που δημιουργείται στον αναγνώστη από την απουσία μιας ευκρινούς σηματοδότησης αναφορικά με τον εκάστοτε ομιλητή για να καταλύσει τη δεδομένη δυαδικότητα και να φέρει πιο κοντά τους δύο φυλακισμένους, καθώς η απόσταση που ο ένας νιώθει από τον άλλον ολοένα και γεφυρώνεται.

Η αμεσότητα του διαλόγου, η έλλειψη αφήγησης και εσωτερικού μονολόγου δημιουργούν ένα αίσθημα οικειότητας απέναντι στα δύο πρόσωπα, που συνοδεύεται από την επιφυλακτικότητα σχετικά με όσα πιθανόν κρατούν μυστικά, το χαρτί που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τραβήξουν από το μανίκι, το ενδεχόμενο να υποκρίνονται. Σ' αυτή τη διάχυτη επιφυλακτικότητα στηρίζεται το σασπένς, καθώς η πλοκή προχωρά και εξελίσσεται στον χρόνο που η δεδομένη συνθήκη ορίζει, ενώ οι ταινίες που εξιστορεί ο Μολίνα λειτουργούν εν είδει προοικονομίας. Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται κυρίως από την απόδοση της συνθήκης του εγκλεισμού, την αποτύπωση του περιορισμού, την ανάγκη των δύο για διαφυγή και συντροφικότητα. Το κελί, ως σκηνική σύμβαση, όμως, άλλο δεν αποτελεί παρά την προέκταση του έξω κόσμου, ιδιαίτερα για εκείνους που δεν ανταποκρίνονται στο αποδεκτό και επιτρεπτό πολιτικοκοινωνικό προφίλ, κινούμενοι στο περιθώριο. Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης είναι ένα αποκλειστικά διαλογικό μυθιστόρημα, που αν και προσομοιάζει σε θεατρικό κείμενο, όχι μόνο δεν απολύει τα χαρακτηριστικά του είδους του, αλλά τα αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών, το Σάββατο 3 Απριλίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora  

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Σιωπηλή σαν το Θάνατο - Abdón Ubidia

Η νύχτα ράγισε σαν αστραπή. Στη γειτονιά κάποιος πέθαινε.
Ήταν το Κίτο. Ήταν το 1983 (η δικτατορία στην Αργεντινή είχε τελειώσει). Ήταν ένας γιατρός ο οποίος, στα τέλη του πιο βροχερού χειμώνα που μπορούσε να θυμηθεί, βρέθηκε μόνος του στο σπίτι του στη Μπέγιαβίστα, να κοιτάζει χωρίς να βλέπει, μέσα απ' την τεράστια τζαμαρία του γραφείου του, τη μακρουλή, φευγαλέα, απόκρημνη μορφή της πολιτείας που χανόταν στον ορίζοντα των γαλάζιων βουνών. Νοσταλγούσε τη γυναίκα του; Νοσταλγούσε τον γιο του; Ποιος ξέρει. Μπορεί ποτέ να μην αγάπησε αρκετά τη γυναίκα του, κι όσο για τον γιο, είχε μπει, βλέπεις, στη βίαιη ηλικία -με μια βουβή επανάσταση εναντίον του πατέρα-, έτσι που η εγκατάλειψη από εκείνους δεν σήμαινε μια μετάβαση απ' τον έρωτα στο ξέφτισμα του έρωτα, αλλά από τη φασαρία στη σιωπή, από μια δύσκολη συντροφιά σε μια παραζαλισμένη μοναξιά.

Ο τόπος, λοιπόν, είναι το Κίτο, πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, χτισμένο σε υψόμετρο 2.850 μέτρων, και ο χρόνος το 1983, στο τέλος ενός έντονα υγρού χειμώνα, όταν πια η δικτατορία στη γειτονική Αργεντινή είχε λάβει τέλος. Και αν ως προς τον χώρο και τον χρόνο της δράσης ο Ουμπίδια είναι ακριβής, όταν φτάνει να αναφερθεί στον γιατρό, τον χαρακτήρα καταλύτη για την εξέλιξη της πλοκής αυτής της μικρής νουβέλας, μιλάει αόριστα για έναν γιατρό, που κοιτάζει έξω από την τεράστια τζαμαρία την πολιτεία να απλώνεται, έχοντας απομείνει σπίτι μόνος του, και θα μπορούσε να 'ναι, θαρρείς, ο οποιοδήποτε άντρας στη θέση του, σε αυτή την ηλικία, από καιρό πια όχι νεαρή, αλλά σε καμία περίπτωση προχωρημένη, εγκαταλελειμμένος από τη γυναίκα του και το παιδί του, χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς κάτι τέτοιο συνέβη, σε ένα σπίτι σιωπηλό. Ο καινούριος ένοικος θα τον χαιρετίσει ενθουσιωδώς, θα του συστηθεί ως Ροδόλφο Μορόνι, απλώς Μορόνι για τους φίλους, θα σπεύσει να διευκρινίσει, δηλώνοντας πως σκόπευε να ανοίξει εκεί, στο Κίτο, ένα παράρτημα της κτηματομεσιτικής εταιρείας που διατηρούσε στην Αργεντινή, και πως η οικογένειά του, γυναίκα και κόρη, θα τον ακολουθούσαν όταν οι διάφορες επισκευές στο σπίτι θα ολοκληρώνονταν. Ο γιατρός δεν είχε πολλά πάρε δώσε μαζί του.

Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή, που αρχικά προοριζόταν για διήγημα και μόνο στην πορεία, και ύστερα από παραίνεση μιας φίλης του Ουμπίδια, πήρε τη μορφή σύντομης νουβέλας. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη ευκρινείς συντεταγμένες ανάγνωσης, επί των οποίων δύναται να οικοδομηθούν οι αναγνωστικές προσδοκίες. Αρχικά είναι δύο φράσεις: Στη γειτονία κάποιος πέθαινε και η δικτατορία στην Αργεντινή είχε τελειώσει· ιδιαίτερα η δεύτερη, παρενθετική και φαινομενικά αταίριαστη ως περιγραφή του χειμώνα του 1983 στο Εκουαδόρ, υποψιάζει τον αναγνώστη για τα όσα μπορεί να κρύβει ο -κατά δήλωση δική του- κτηματομεσίτης, έχοντας υπόψη του τη συνήθη τακτική των μελών και συνεργατών διδακτορικών καθεστώτων να εγκαταλείπουν σαν τα ποντίκια το ναυαγισμένο πια πλοίο, γυρεύοντας κρυψώνες και ταυτότητες νέες, και το πλοίο στην Αργεντινή είχε προσκρούσει σε ξέρα. Αλλά και λίγο παρακάτω, η λεπτομερής αναφορά στη συναισθηματική κατάσταση ενός γιατρού, εγκαταλελειμμένου και μόνου, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αναμένεται να ενεργήσει απέναντι στα γεγονότα.

Είναι τέτοια η έκταση της νουβέλας που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στην πλοκή, καθώς κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε εις βάρος της προσδοκόμενης αναγνωστικής απόλαυσης. Ήδη από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας είναι εμφανής η ικανότητα του Ουμπίδια -αρκετά έργα του οποίου έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά- στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, με την απειλή να αιωρείται και τον αναγνώστη να είναι σε διαρκή επιφυλακή για το τι πρόκειται να συμβεί στην επόμενη γραμμή. Ενδιαφέρον έχει να αναλογιστεί κανείς γιατί ο Ουμπίδια επέλεξε τη μικρή φόρμα -έστω και αν πέρασε από το διήγημα στη νουβέλα- για την ιστορία αυτή. Υποθέτω πως η απάντηση -χωρίς απαραίτητα να είναι η μόνη- βρίσκεται στην πρόθεση του συγγραφέα η ιστορία αυτή να λειτουργήσει υπαινικτικά και σχηματικά, κινούμενη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο όλοι μας -τελικά- εμπλεκόμαστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανεξαρτήτως προθέσεων και καταβολών με μια ιστορία που φαινομενικά δεν είναι δική μας, αφού τα συστατικά της κάθε ιστορίας δεν γίνεται να προσεγγιστούν μονοσήμαντα και με βάση μόνο τη λογική.

Έχοντας επιλέξει τη μικρή φόρμα, ο Ουμπίδια γνωρίζει καλά πως το περιττό δεν ταιριάζει εδώ. Και με βάση τον -ας τον χαρακτηρίσουμε- περιορισμό αυτό κινείται καθ' όλη την πορεία της αφήγησης. Η αφαίρεση που χαρακτηρίζει τη γραφή του ενισχύει επιπρόσθετα των παραπάνω ισχυρισμό περί υπαινικτικής και σχηματικής λειτουργίας της ιστορίας. Οι χαρακτήρες παραμένουν αρκετά στο σκοτάδι, κάτι που ισχύει ακόμα και για τον γιατρό. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε γι' αυτούς. Δεν εξαντλούνται στο άτομό τους, δεν είναι προσωποκεντρικοί αλλά κατέχουν ευδιάκριτους ρόλους ως προς τη λειτουργία τους στην ιστορία, χωρίς όμως να αποκτήσουν χαρακτηριστικά στερεοτυπικά. Ιδιαίτερα ο γιατρός, χωμένος καθώς είναι στις προσωπικές του ανησυχίες, που ελάχιστο χώρο του αφήνουν για να ασχοληθεί με κάτι έξω και πέρα από αυτόν, προσιδιάζει αρκετά στον φιλήσυχο πολίτη, που η καθημερινότητα ελάχιστα τον επηρεάζει, ακόμα και αν πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, έτσι όπως είναι ασφαλής στη ζωή που έχει οικοδομήσει. Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως, επιπρόσθετα του κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα που φέρει η επαγγελματική του ιδιότητα, ο γιατρός έχει αποφασίσει να αποτραβηχτεί στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται επισκέψεις, με σκοπό να διαβάσει και να γράψει. Κάπως έτσι ο Ουμπίδια τοποθετεί στην εξίσωση και τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Γιατί μπορεί στις λεπτομέρειές της η ιστορία αυτή να 'ναι μοναδική, αλλά στον πυρήνα της είναι τρομακτικά οικεία, και θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου και σε διάφορες χρονικές περιόδους. Και εδώ έγκειται η συγγραφική ευφυΐα του Ουμπίδια, καθώς στηρίζει όλη την ιστορία του στην αντίθεση ανάμεσα στο συγκεκριμένο (τόπος, χρόνος, ιστορικοπολιτικό πλαίσιο) και το αόριστο (ένας γιατρός, εκείνη, ο άντρας από την Αργεντινή), για να την οδηγήσει εν τέλει μακριά από τον χειμώνα του 1983 στο Κίτο, καθιστώντας την οικουμενική.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora