Με τα βιβλία που διαβάζει αχόρταγα κανείς συμβαίνει συχνά το εξής: στο γύρισμα της τελευταίας σελίδας μια σκέψη ενοχής ξεπροβάλλει, ένα αίσθημα ντροπής εν τη γενέσει του, πως η ποιότητα έλειπε. Ας μη γενικεύω, σε μένα συμβαίνει. Ίσως είναι όλο αυτό το βάρος με το οποίο ο χαρακτηρισμός pageturner είναι φορτωμένος που ευθύνεται για το συναίσθημα αυτό, σαν να είναι από τη φύση του πράγμα κακό να μην μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου ένα βιβλίο και όχι μια αφηγηματική αρετή που θα έπρεπε να αποδίδεται στον συγγραφέα. Σπόρος που έχει βγάλει ρίζα βαθιά, δύσκολα ξεριζώνεται. Μεγάλη συζήτηση και δεν θα την κλείσω εδώ, απλά θα πω πως είχα καιρό να διαβάσω τόσο αχόρταγα ένα μυθιστόρημα όπως το Τρεις και όταν τελείωσα με την ανάγνωσή του η ενοχή και η ντροπή ίσα που φάνηκαν στην πόρτα πριν εξαφανιστούν. Και πιθανολογώ πως θα είχα περαιτέρω εντυπωσιαστεί και βρεθεί προ αναγνωστικού απροόπτου, αν στο εξώφυλλο δεν υπήρχε η επισήμανση πως το Τρεις ανήκει στην αστυνομική λογοτεχνία, αφού η γνώση αυτή με κατέστησε υποψιασμένο ως προς την πιθανή κατεύθυνση της ιστορίας, πως κάποιο έγκλημα θα εμφανιστεί στο βάθος του ορίζοντα προσδοκιών. Το Τρεις είναι ένα πολύ καλό βιβλίο.
Συναντήθηκαν σε έναν ιστότοπο γνωριμιών για χωρισμένους. Το προφίλ του ήταν απλό, συνηθισμένο, και γι' αυτό ακριβώς του έγραψε. Σαράντα δύο ετών, με ένα διαζύγιο, κάτοικος Γκιβατάιμ. Χωρίς «έτοιμος να ρουφήξει τη ζωή» ή «σε φάση αναζήτησης και θα ήθελα να ανακαλύψω τον εαυτό μου μαζί σου». Δύο παιδιά, ύψος 1,77 μ., πανεπιστημιακή μόρφωση, ανεξάρτητος, με καλή οικονομική κατάσταση, Ασκεναζί στην καταγωγή. Πολιτική άποψη: καμία. Και κάποια άλλα πεδία είχαν μείνει κενά επίσης. Τρεις φωτογραφίες: η μια παλιά και οι άλλες δύο πιο πρόσφατες μάλλον. Σε όλες υπήρχε κάτι καθησυχαστικό στο πρόσωπό του, τίποτε ιδιαίτερο. Δεν ήταν χοντρός.
Σε μυθιστορήματα όπως αυτό είναι επίφοβη η αναφορά στην υπόθεση και την πλοκή, αφού η αποκάλυψη κάποιου στοιχείου θα ζημιώσει τον υποψήφιο αναγνώστη στερώντας του μέρος από την αναγνωστική απόλαυση. Θα μείνω λοιπόν σε όσα το οπισθόφυλλο αναγράφει και σε όσα η παραπάνω εναρκτήρια παράγραφος υπονοεί. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παζλ τριών γυναικών. Η Όρνα, η Εμίλια και η Έλλα, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, ζουν στο Τελ Αβίβ, υποφέρουν από μοναξιά και αναζητούν τη συντροφικότητα, αφήνονται να ελπίσουν παραμερίζοντας τους ενδοιασμούς και τις φοβίες τους, οι πορείες τους θα διασταυρωθούν. Χωρίς να παραφορτώνει τον ιστό της αστυνομικής ιστορίας, ο Ισραηλινός συγγραφέας θα αναφερθεί στην εποχή της ψηφιακής εγγύτητας και στο φαίνεσθαι πίσω από το οποίο κρύβεται η νοσηρότητα, στον χειρισμό και την εξουσία του συναισθηματικά ευάλωτου, στη μοναξιά και την αποξένωση. Το Τρεις διαθέτει κάποιες αξιοσημείωτες αρετές, όπως η πλοκή, η αφηγηματική φωνή, οι χαρακτήρες και η ατμόσφαιρα, μια κατασκευή στέρεη και προσεγμένη στη λεπτομέρεια.
Ο Μισάνι χτίζει πανέξυπνα την ιστορία του. Παρότι εκ των υστέρων και ιδωμένη πλήρως η ιστορία δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, είναι ωστόσο λειτουργική και γεμάτη σασπένς, χωρίς να γίνεται κατάχρηση ανατροπών και ευρημάτων. Ο συγγραφέας δεν επενδύει τα πάντα στην τελική αποκάλυψη, αλλά επιλέγει να προωθήσει αργά και σταθερά την πλοκή, προσθέτοντας τα κομμάτια ένα ένα, χωρίς να προσπαθεί διαρκώς να παραπλανήσει ή να κοροϊδέψει τον αναγνώστη με φτηνά κόλπα. Διατηρεί τον πλήρη έλεγχο της ιστορίας, έχει σχεδιάσει από πριν τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, έχοντας συνυπολογίσει κάθε πιθανή κακοτοπιά και αυτό είναι ορατό. Στην καλή αστυνομική λογοτεχνία, το χαρακτηριστικό αυτό με ιντριγκάρει, όχι μόνο για την τεχνική αρτιότητα, αλλά και γιατί δημιουργεί μια συγγένεια ανάμεσα στον συγγραφέα και τον κακό της ιστορίας. Στο Τρεις το συναίσθημα αυτό ήταν ιδιαιτέρως έντονο. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Μισάνι ενσωματώνει στην κυρίως πλοκή τις δευτερεύουσες, μα καθοριστικής σημασίας, υποϊστορίες, που, όπως και οι δεύτεροι ρόλοι, δεν περιορίζονται στην πορεία διαλεύκανσης της υπόθεσης, αλλά προσθέτουν περαιτέρω διαστάσεις.
Προς το τέλος αποκαλύπτεται και δικαιολογείται η αφηγηματική φωνή, ο τρόπος με τον οποίο ο παντογνώστης αφηγητής προσεγγίζει την ιστορία, ο αποστασιοποιημένος και κάπως ψυχρός τόνος, που ωστόσο διακατέχεται από ένα συναίσθημα δικαιοσύνης. Αυτό αποτελεί και την κυρίως ανατροπή της ιστορίας. Η φωνή συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη της ατμόσφαιρας. Μοιάζει με ψυχρό λευκό φως που ωστόσο είναι ξεκούραστο για τα μάτια, επιτρέποντας την ανάδυση των λεπτομερειών και τη συμπλήρωση των κομματιών στο υπό διαμόρφωση παζλ, σε μια υπόθεση που κάθε στοιχείο έχει σημασία. Πρόσθετα, η ατμόσφαιρα αυτή, σε συνδυασμό πάντοτε με τη χροιά της αφηγηματικής φωνής, αποτυπώνει περίφημα το συναίσθημα της μοναξιάς και τη δυσκοιλιότητα στη συναισθηματική επαφή, που μεγαλοποιεί και το παραμικρό στο μυαλό των γυναικών αυτών και πνίγει τις όποιες ενστάσεις περί αφέλειας που ίσως εκφραστούν από την ασφάλεια της απόστασης. Στην επίτευξη της ατμόσφαιρας καθοριστική είναι και η οργανική ένταξη στην αφήγηση του τόπου, όχι μόνο του Τελ Αβίβ και των άλλων πόλεων, αλλά και των σπιτιών, των καφέ και της κλινικής. Για το τέλος, στον κατάλογο προτερημάτων, άφησα τους χαρακτήρες. Ο Μισάνι πετυχαίνει να αποδώσει με χειρουργική ακρίβεια τους τρεις γυναικείους χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, καθιστώντας τους ευδιάκριτους και πραγματικούς. Αυτό είναι κάτι που καθιστά το μυθιστόρημα σύγχρονο ως προς τη θέση της γυναίκας στον κόσμο και τους κινδύνους που διατρέχει, φροντίζοντας να συμπεριλάβει γυναίκες με διαφορετικό υπόβαθρο.
Παρότι στα οπισθόφυλλα, ενίοτε δε και στα εξώφυλλα των εκδόσεων, είναι συχνό φαινόμενο να συναντά κανείς αποσπάσματα υπερβολικά σε σχέση με το εκάστοτε βιβλίο, οφείλω να πω πως η σύγκριση του Μισάνι με τον Σιμενόν έχει ξεκάθαρη βάση και μάλιστα όχι με το σύνολο του έργου του, που διακρίνεται αναπόφευκτα λόγω εύρους από ανισότητα, αλλά με τις σημαντικότερες στιγμές αυτού του σπουδαίου, πλην όμως εν ζωή παραγνωρισμένου από τους ελεγκτές ποιότητας, συγγραφέα.
Μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη ήταν αυτό το βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου