Πάνε πια χρόνια από τότε που μια στιγμιαία σύγχυση μου χάρισε μια παντελώς απρόσμενη αναγνωστική εμπειρία. Αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και το παζάρι βιβλίου στην Κλαυθμώνος ήταν σε εξέλιξη. Ανάμεσα σε δεκάδες τίτλους με τους οποίους φλέρταρα, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα, ήταν και το Mini-passeport ενός Τυμπόρ Τάρντος, κάπου προς το τέλος των πάγκων, μέρος που ήδη καλυπτόταν από την πολυπληθή ουρά για το ταμείο. Βιαστικά και σε καθεστώς ζάλης μετά από τόση ώρα εκεί, διάβασα Τοπόρ και το μυαλό μου πήγε στον συγγραφέα-ζωγράφο, μέλος του Κινήματος του Πανικού, μαζί με τον Αρραμπάλ και τον Γιοντορόφσκι. Ενθουσιασμένος πρόσθεσα το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο στη στοίβα που με μαεστρία επί ώρα ισορροπούσα. Όταν κατάλαβα το λάθος μου ήταν πια αργά, είχα ήδη απομακρυνθεί από το ταμείο. Διάβασα εκείνο το βιβλίο κυρίως (πιστεύω τώρα πια) για να με δικαιολογήσω για την επιλογή αλλά και για να έρθω αντιμέτωπος με μια παντελώς τυχαία ανάγνωση βιβλίου, μηδενικών ή ίσως και αρνητικών προσδοκιών. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα τότε.
Εκείνο το βιβλίο, που αποδείχτηκε τρομερά ενδιαφέρον πέραν πάσης προσδοκίας, ήταν ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα περιπλάνησης, μια εκδοχή του διάσημου Στο δρόμο του Κέρουακ, που διαδραματιζόταν στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Μια ιστορία αλητείας σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι είχα διαβάσει προερχόμενο από εκείνη τη μεριά του πλανήτη, μη στρατευμένο στη μια ή την άλλη πλευρά ανάγνωσης της ιστορίας. Ανακαλώ συχνά εκείνο το βιβλίο που εν πολλοίς πέρασε απαρατήρητο από τα περισσότερα αναγνωστικά ραντάρ. Το θυμήθηκα πάλι όταν ξεκίνησα να διαβάζω το Διψαλέοι σκύλοι του Γκλεν Έμερι, βιβλίο που οι ιστορίες του διαδραματίζονται στην Πράγα μετά την πτώση του καθεστώτος αλλά και τη διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας στα δύο. Κάποτε, πάνε χρόνια, κάπου κάπως είχα διαβάσει την ιστορία του σε ένα αφιέρωμα, μάλλον σε κάποιο ένθετο κάποιας κυριακάτικης έκδοσης εφημερίδας. Τον θυμάμαι να λέει πως γνώριζε μόνο τη νυχτερινή εκδοχή της Πράγας αφού ως ιδιοκτήτης μπαρ περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας κοιμώμενος. Άγνωστο πώς, το ρεπορτάζ εκείνο έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου. Άγνωστες οι βουλές και οι διαδρομές της μνήμης.
Η πρόσφατη κυκλοφορία αυτού του βιβλίου από τις, σχετικά νεοσύστατες, εκδόσεις Periplaneta, ήταν μια έκπληξη για μένα, αφού δεν γνώριζα τίποτα σχετικά με το ενδεχόμενο έκδοσής του στα ελληνικά. Ανακατάταξη αναγνωστικού προγραμματισμού αριθμός τεράστιος πια για να προκαλεί την όποια εντύπωση. Το Διψαλέοι σκύλοι, όπως μεταφράστηκε το Thirsty dogs του πρωτότυπου τίτλου, προερχόμενο από την ονομασία ενός εκ των μαγαζιών που ο Έμερι είχε στην Πράγα, καταφέρνει να αποδώσει το πνεύμα του βιβλίου, επιλογή που παρότι αρχικά ξενίζει για την εκκεντρικότητά της σε σχέση με κάτι πιο αναμενόμενο, όπως το διψασμένοι για παράδειγμα, αποδεικνύεται άκρως λειτουργικός, ένα κρέντιτ που οφείλει να δοθεί στους συντελεστές της, ιδιαίτερα προσεγμένης και όμορφης, έκδοσης. Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά ολιγοσέλιδων ιστοριών, ένα κάποιου είδους μεμουάρ του τρόπου με τον οποίο ο Έμερι βίωσε τη δεκαετία του ενενήντα, κυρίως αυτή, στην Πράγα, μια περίοδος ιλιγγιώδους μετάβασης σε καπιταλιστικό περιβάλλον.
Πέρα από τη δεδομένη ιδιαιτερότητα της αφήγησης ενός ανθρώπου της νύχτας, σημαντικός παράγοντας στο ενδιαφέρον της αναδρομής σε εκείνη τη μακρινή πια δεκαετία είναι και η ξενότητα του παρατηρητή και υποκειμένου της αφήγησης. Η ματιά του ξένου, αρκετά διαφορετική από εκείνη κάποιου γηγενούς, πάντοτε θα έχει αναπόφευκτα κάτι από Μπόουλς αλλά και Τσάτγουιν, κάτι το ενδιαφέρον ως προς τις γενικότερες προσλαμβάνουσες αλλά και τα φίλτρα μέσω των οποίων ο ξένος παρατηρεί και βιώνει διάφορες καταστάσεις σε ένα περιβάλλον μη οικείο, φέροντας στις πλάτες του ένα δεδομένο πολιτισμικό σαμάρι. Η λογοτεχνική φιλοδοξία του Έμερι δεν υπερβαίνει την απλή αποτύπωση των ιστοριών αυτών, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ώστε να χαρακτηριστούν ως διηγήματα τα κείμενα αυτά, στόχος του είναι να μοιραστεί κάποιες, κατά βάση, αστείες ιστορίες, ενδεικτικές εκείνης της περιόδου, όταν αρκετοί ξένοι πέρασαν, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, από εκεί, πριν η Πράγα καθιερωθεί ως ναυαρχίδα του παγκόσμιου τουρισμού και μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο θεματικό πάρκο, ομογενοποιημένο πια με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, όταν πια τίποτα δεν θυμίζει εκείνα τα χρόνια ανάμεσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση του καθεστώτος.
Ο Έμερι αποδεικνύεται ένας αξιοπρεπέστατος αφηγητής των ιστοριών του, που, με απλά μέσα και χωρίς να ρισκάρει με αφηγηματικές περιπλοκότητες, πετυχαίνει να αποδώσει το κλίμα της εποχής, χωρίς να υποκύπτει στη νοσταλγία ή στη γαματοσύνη των περασμένων, εκείνων που ως νέος έζησε αντίθετα με τους σημερινούς νέους τους καταδικασμένους σε ένα κακέκτυπο εκείνων των χρόνων της περιπέτειας και της ελευθερίας. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που ευτυχώς λείπει από τις ιστορίες αυτές, χαρακτηριστικό που η παρουσία του θα τους προσέδιδε ένα τόνο διδαχής και ύστερης μεσήλικης μιζέριας για το παρόν, γνώριμης και συχνής δυστυχώς εντός και εκτός λογοτεχνίας. Το Διψαλέοι σκύλοι διαβάζεται ευχάριστα και πετυχαίνει να υπερκεράσει τα ειδολογικά όρια του ντοκουμέντου. Καλώς ή κακώς φέρει ένα περιβάλλον που σε διάφορους τομείς σήμερα δεν γίνεται αποδεκτό, κυρίως ως φέρον έντονο το στοιχείο του ρεαλισμού της πραγματικότητας. Αρκετές αποστροφές του λόγου και κάποιες αντιδράσεις του αφηγητή-πρωταγωνιστή χτυπάνε τον συναγερμό της μη ορθότητας στον σημερινό αναγνώστη, κυρίως στη θέση της γυναίκας και της αντιμετώπισής της, αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, κάποιων αποχρώσεων ρατσιστικού λόγου. Παρότι ίσως ξενίσουν, οι ιστορίες διαθέτουν κάτι από την αυθεντικότητα των περασμένων, καθιστώντας πιο ολοκληρωμένη την εικόνα για την εποχή εκείνη, τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η διάκριση σε αποδεκτό και μη αποδεκτό λόγο, βοηθώντας έμμεσα στη μη άκριτη μυθοποίηση του παρελθόντος.
Το βιογραφικό του Έμερι είναι από μόνο του τρομερά ενδιαφέρον, ένας περιπλανημένος, πρακτικά άπατρις, γεννημένος στον Καναδά, που κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στην Πράγα και συμμετείχε με τον τρόπο του στη μετάβαση και την εξέλιξή της ως τη σημερινή εποχή. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί, όχι έντονα τουλάχιστον, να στηθεί στο μέσο του κάδρου, όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό δεδομένης της προσωπικής φύσης των ιστοριών αυτών. Το κωμικό στοιχείο είναι έντονο χωρίς να υποκύπτει στην προσποίηση, χωρίς να τραβά τα σκηνικά από τα μαλλιά, διατηρώντας στον μεγαλύτερο αριθμό των ιστοριών αλώβητη τη σύμβαση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς να ενδιαφέρει ωστόσο τον αναγνώστη, όχι εμένα τουλάχιστον, μια ενδεχόμενη μυθοπλαστική μεταποίηση κατά τη μεταφορά τους στο χαρτί. Μια ευχάριστη και απροσδόκητη αναγνωστική έκπληξη ήταν το βιβλίο αυτό, που μεταξύ άλλων μου θύμισε πόσο είχα απολαύσει το Μεθυσμένο ημερολόγιο του Τόμσον.
υγ. Πλήθος διακειμενικών αναφορών στο κείμενο αυτό και ας τα πάρουμε με τη σειρά: Για το Mini passeport του Τυμπόρ Τάρντος περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τον Ένοικο του Τοπόρ εδώ, για το Ψηλά πάνω από τον κόσμο του Μπόουλς εδώ, για το Ουτς του Μπάλντγουιν εδώ και για το Hell's Angels του Τόμπσον εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου