Είναι κάποια βιβλία που σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή. Κυριακή πρωί, εν μέσω οργιώδους καύσωνα, εγκλωβισμένος στη μεγάλη πόλη, είχα μια επιθυμία. Να φτιάξω ζεστό καφέ και να μην σηκωθώ από το υγρό κάλυμμα του καναπέ παρά μόνο αφού τελειώσω την ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για το αίσθημα ολοκλήρωσης των πραγμάτων, οι στόχοι οφείλουν να είναι πιο ταπεινοί.
Όταν το τράβηξα από τη στοίβα, ως εκείνο που θα αποτελούσε το όχημα διέλευσης του κυριακάτικου στόχου, δεν ήξερα τίποτα για το μικρό σε έκταση αυτό βιβλίο, ούτε καν πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει, αλλά, κυρίως, η αρχή του κειμένου στο οπισθόφυλλο, ένιωσα να μου κλείνει το μάτι, ένα διάβασέ με τώρα αιωρήθηκε στον χώρο. «Κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, η ύπαρξη του αφηγητή διαταράσσεται και αποπροσανατολίζεται». Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.
Θεωρούσα πως επρόκειτο για μια νουβέλα. Έπεσα έξω. Όχι εξαρχής, όταν ακόμα ένιωθα πως επρόκειτο για ένα δείγμα autofiction, ένα από τα πολλά των τελευταίων χρόνων. Ο αφηγητής, που ο αναγνώστης κανένα προφανή λόγο δεν διαθέτει για να μην τον ταυτίσει με τον γεννημένο το 1990 Νικολάι Σουλτς, υποφέρει σε ένα Παρίσι που πλήττεται από τερατώδεις θερμοκρασίες, τερατώδεις παρά την εποχή, ναι, το καλοκαίρι στην πόλη κάνει ζέστη, αλλά αυτό είναι κάτι το διαφορετικό, προπομπός κόλασης.
Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα, υπενθυμίζουν εκείνοι που ασχολούνται με το κλίμα, με τη διασάλευση του κλίματος για την ακρίβεια. Η υπενθύμιση τίποτα δεν προσφέρει στην αντιμετώπιση της συνθήκης, ίσως μόνο μια κάποια αύξηση του αισθήματος της μισανθρωπίας που παραμονεύει στη γωνία, απέναντι σε εκείνους που λένε: πάντα έκανε ζέστη, υπερβολές των επιστημόνων για πρόσβαση σε μεγαλύτερες επιχορηγήσεις, τρομοκρατία.
Παρότι δεν υπάρχει κάποιο αδιάσειστο στοιχείο πως ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, από ένα σημείο και μετά, όταν η θεωρία εισέρχεται για τα καλά ως συνοδό στοιχείο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πόλη για ένα τουριστικό νησί, μήπως και εκεί καταφέρει να γλιτώσει, ο όρος autotheory εγκαθιδρύθηκε στο μυαλό μου. Το μόνο άλλο χαρακτηριστικό δείγμα του υποείδους αυτού που έχω διαβάσει, αν θυμάμαι σωστά με όλη αυτή τη ζεστή σύγχυση, ήταν οι σπουδαίοι, για διάφορους (προσωπικούς κυρίως) λόγους, Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες).
Η φόρμα και η μορφή δεν είναι οι μόνες που δημιουργούν συνεκτικό ιστό ανάμεσα στα δύο αυτά έργα, όσο το βύθισμα του αφηγητή στην καθημερινότητά του με όχημα τη θεωρία, μια διαρκής απόπειρα επαναπροσανατολισμού και επιβεβαίωσης μιας όσο το δυνατόν περισσότερο συντεταγμένης πορείας σε νερά εν πολλοίς αχαρτογράφητα. Και αυτό το προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη επιβεβαίωσης πορείας και όχι η δημιουργία νέας και πρωτότυπης θεωρίας, άχρηστης πιθανότατα στην αρένα της ζωής, είναι που απομακρύνει τη Ναυτία της γης από το αυστηρά καθορισμένο πεδίο του δοκιμίου.
Μια περιδιάβαση, με τον εαυτό συνοδό και διαρκώς παρόντα, μια αναμέτρηση με το φέρον προνόμιο και τις επιπτώσεις του σε κάθε επόμενο πάτημα στο έδαφος, αυτό θα έλεγα πως είναι το υβριδικό αυτό βιβλίο, που δεν διστάζει να κάνει χρήση της προφανούς, πιθανά και παρωχημένης, επιχειρηματολογίας, για την επίδραση της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης και του περιβάλλοντος χώρου. Εδώ εισέρχεται στην εξίσωση η αγωνία, με όρους κατά πολλοίς υπαρξιστικούς, απέναντι στη συνθήκη του ανθρωπόκαινου, που ολοένα και πιο συχνά εμφανίζεται στη βιβλιογραφία, και κάτι μου λέει πως θα συνεχίσει να υπεισέρχεται σε αυτή μέχρι που δεν θα μείνει χώρος για κάτι άλλο, όταν η ασφυξία θα είναι απόλυτη.
Σκέφτομαι και λίγο, η αλήθεια είναι, ζηλεύω εκείνους που θα αντιμετωπίσουν το κείμενο αυτό, και άλλα παρόμοια, με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού σκεπτόμενοι: υπερβολές. Δεν είναι απαραίτητο πως η Ναυτία της γης φέρει κάτι το συγκλονιστικά νέο, οι έρευνες, οι καμπύλες και τα νούμερα έχουν άλλωστε προηγηθεί των ανθρωπιστικών σπουδών, τουλάχιστον ως αποδείξεις των ενδείξεων της οξυδέρκειας κάποιων που προηγήθηκαν ημών. Ο στοχασμός πάνω στα νούμερα, ωστόσο, είναι απαραίτητος για τον απαιτούμενο επαναπροσδιορισμό, για τη χάραξη νέων κατευθύνσεων στη σκέψη και την εν γένει ύπαρξη, κυρίως στη δεύτερη.
Η λογοτεχνικότητα δεν είναι απλώς απαραίτητη για να καλωσορίσει έναν αναγνώστη που δεν κινείται στον χώρο του δοκιμίου, όχι με άνεση τουλάχιστον, παρά στην επιφάνεια σε μια εποχή εύκολης πρόσβασης στη μυρωδιά των πραγμάτων. Ο Σουλτς καταφέρνει να σωματοποιήσει και να πνευματικοποιήσει το αίσθημα της επί γης ναυτίας, κλείνοντας ίσως το μάτι σε μια πιο διάσημη Ναυτία, που για χρόνια καθόρισε τις αναζητήσεις, τις ερωτήσεις και την έλλειψη ξεκάθαρων και σωτήριων απαντήσεων. Η απόφαση να εξέλθει από το δωμάτιο εργασίας, έξω στη ζέστη, φέρει ισχυρό πλήγμα στο συνήθη αναχωριτισμό από τον οποίο χαρακτηρίζεται η σκέψη, αλλά και η λογοτεχνία, ας μη γελιόμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιεί την έξοδο αυτή, αυτό το ιδιότυπο εκτός άστεως φλανάρισμα, επιτείνει το συναίσθημα της ναυτίας.
Υπάρχει ένα στοιχείο, ανάμεσα σε άλλα, το οποίο πιπιλίζεται τα τελευταία χρόνια, και έχει να κάνει με την ατομική ευθύνη, για όποια συνθήκη της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής ή όποιας άλλης συνθήκης βρίσκεται στο προσκήνιο κάθε φορά. Και μόνο στο άκουσμα ή την υπόνοιά της μεγάλο μέρος του πληθυσμού τριγκάρεται, δυσανασχετεί και θέτει τη σχετικότητα ως άμυνα, πόσο καταστρέφει το πλαστικό μου καλαμάκι το περιβάλλον και πόσο μια βιομηχανία;, αυτό είναι ένα συχνό αντεπιχείρημα. Δεν νομίζω πως ο Σουλτς επιχειρεί να εξισώσει, είναι όμως τέτοια η δυσανεξία ενός μέρους του πληθυσμού που δεν του επιτρέπει να ακούσει με ηρεμία πριν αντιδράσει. Ο διανοούμενος, έχει ή θα έπρεπε να έχει, την κατάλληλη αντοχή και την απαραίτητη καθαρή ματιά, περιλαμβάνοντας και τον ίδιο τον εαυτό του στην παρατήρηση.
Εδώ το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό, άλλωστε τα νούμερα είναι ειδικότητα άλλων εκφάνσεων της ανθρώπινης σκέψης, αλλά ποιοτικό ή συμπεριληπτικό, η αντίφαση της ανθρώπινης πράξης απέναντι στην ίδια της τη θεωρία, όσο υψηλή και καθαρή και αν είναι, είναι, μοιάζει να λέει ο Σουλτς, ο δρόμος για να δειχθεί η αντίφαση της ανθρώπινης παρουσίας στη γη, το αναπόσπαστο κομμάτι καταστροφής, κατασπατάλησης, ικανοποίησης, λεηλασίας, σπισισμού. Εγώ δεν είμαι έτσι, σκεφτόμαστε πολλοί, και όμως είσαι, απαντά το κομμάτι σκέψης που φέρει σκευή ο Σουλτς, η διαρκής αντιδικία με την αντίφασή μας είναι σύμφυτη της ύπαρξης, η μανιώδης απόπειρα εξαίρεσης του εαυτού από την εκάστοτε μορφοποίηση του ζόφου.
Ίσως επειδή από τα δυνατά μυαλά εκείνο που περιμένω είναι η επιμονή στη σκέψη παρά την αβεβαιότητα, εκείνη είναι που στα μάτια μου τα διαφοροποιεί από εκείνα τα άλλα τα γεμάτα σαθρές και γελοίες βεβαιότητες επί παντός επιστητού, ίσως αυτό να ήταν που ένιωσα σημαντικό σε αυτό το κείμενο, το συναίσθημα της παγωμένης ναυτίας εν μέσω μιας αρρωστημένης, και λόγω καύσων, ραστώνης.
υγ. Για τους Αργοναύτες της Νέλσον, έγραφα αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου