Ο Άγης Πετάλας συστήθηκε λογοτεχνικά πριν από δέκα χρόνια σχεδόν με το βιτριολικά καυστικό και υπέροχα χαμαιλεόντειο Η δύναμη του κύριου Δ* (Αντίποδες, 2015). Η συγκυρία άφησε, ως τα τώρα, αδιάβαστο το πολυσέλιδο Εις την ψυχήν ελπίδα (Εστία, 2018). Δύο χρόνια αργότερα, διάβασα το συνεργατικό, με τον πρόωρα χαμένο, πολυποίκιλα ενδιαφέροντα Κώστα Καλφόπουλο, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (Εστία, 2020), ένα λογοτεχνικό παιχνίδι με τον τρόπο των παιδιών, όχι παιδιάστικο, όχι παιχνιδιάρικο και χωρίς σεβασμό, αλλά παιγνιώδες και γοητευτικό. Και λίγο πριν από το περσινό καλοκαίρι κυκλοφόρησε το Κυμύλη ή Η νήσος των δυνατοτήτων.
Ο παραπάνω πρόλογος σκοπό, πέρα από το προφανές της σύστασης, έχει να φανερώσει τα νήματα με τα οποία έφτασα αναγνωστικά ως την Κυμύλη, το αιγαιοπελαγίτικο αυτό νησί, το μοναδικό στο οποίο φύεται ένα πυκνό και πλούσιο δάσος, προστατευόμενο από την UNESCO ως παγκόσμιο φυσικό μνημείο. Ο αφηγητής, που περνούσε τα καλοκαίρια του στον μαγικό εκείνο τόπο, ταξιδεύει στην Ιταλία ώστε να μιλήσει για την Κυμύλη σ' ένα συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας. Περιεχόμενο της ομιλίας του θα είναι οι αναφορές μέσα στους αιώνες στον μαγικό εκείνο τόπο στο κέντρο (λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο αριστερά, τι σημασία έχει;) του αρχιπελάγους, ωστόσο, ως είθισται να συμβαίνει, αυτό που τη στιγμή αυτή είναι καινοτόμο και πρωτοπόρο, την επόμενη στιγμή φαντάζει κιόλας παρωχημένο.
Ήδη, από την πρότερη επαφή μου με το έργο του Πετάλα, είχα υπόψη μου τον διττό χαρακτήρα της γραφής του, από τη μια, την ικανότητα στον εξεζητημένο, παλιακό, επίσημο λόγο, αλλά από την άλλη, ταυτόχρονα, τη ροπή προς το παιγνιώδες. Στους παραπάνω συντελεστές της λογοτεχνικής εξίσωσης, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, μια ακόμα ιδιαιτερότητα κάνει την εμφάνισή της, εκείνη της φιλοδοξίας, σε αντιστοιχία πάντοτε με την ίδια τη γραφή, κάπου, δηλαδή, ανάμεσα στο εξεζητημένο και το ανάλαφρα παιγνιώδες. Και όπως, πολλάκις έχω επαναλάβει, η φιλοδοξία στη γραφή είναι κάτι που μου ασκεί τεράστια γοητεία, η διάκριση της πρόθεσης να τοποθετηθεί ο πήχης ψηλά, να ξεφύγει από το τετριμμένο και την ασφάλειά του, να δοκιμάσει ο συγγραφέας κορυφές δυσπρόσιτες με τον κίνδυνο, πάντοτε τον κίνδυνο, να μην τις πατήσει, αλλά προσφέροντας μια γοητευτική διαδρομή ως εκεί. Και η φιλοδοξία εδώ είναι διάχυτη.
Με μεταμοντέρνα αμφίεση ο αφηγητής κινείται ανάμεσα στις παραγράφους της επικείμενης ομιλίας του στο συνέδριο, εκεί όπου η θεωρία και η έρευνα συναντούν την πραγματική ζωή, το παρελθόν αλλά και τις προκλήσεις του παρόντος, δημιουργώντας ένα ακόμα ζευγάρι, φαινομενικά ετερόκλητων, μα στη ζωή διαρκώς παρόντων, στοιχείων, εκείνο του ερευνητή, χωμένου στις βιβλιοθήκες, και του τριγύρω, σαφώς πιο χαοτικού και όχι ελέγξιμου περιβάλλοντος. Αλλά, επίσης, και μένοντας στον ρόλο του ερευνητή, ακόμα ένα ζεύγος εμφανίζεται, το οποίο και μετατρέπεται στην παρούσα αφήγηση, ο ερευνητής που ακολουθεί τα στοιχεία με μέθοδο και προσοχή αλλά δεν μπορεί ταυτόχρονα να διαφύγει της ίδιας του της φαντασίας, που έρχεται να τοποθετήσει μυριάδες γέφυρες δίνοντας ζωή στα άψυχα και από καιρό νεκρά θραύσματα σχετικά με την Κυμύλη, επιτρέποντας στη μυθιστορία να διεισδύσει και να εξαπλωθεί.
Και επειδή η λογοτεχνία κάποιες φορές προηγείται της πραγματικότητας, λίγο καιρό μόνο αργότερα από την κυκλοφορία της Κυμύλης, ένα άλλο φανταστικό νησί έγινε βάιραλ, μονοπωλώντας μεγάλο μέρος της ψηφιακής κοινότητας, ο λόγος φυσικά για τη διάσημη Ψίμυθο.
Μέρος της συγγραφικής φιλοδοξίας υπήρξε η πρόθεση να αποδειχτεί λειτουργικό λογοτεχνικά το μυθιστόρημα αυτό, να μην περιπέσει στο πρόσκαιρο γέλιο που μια φάρσα γεννά, να μην αποδειχτεί όμως και στρυφνό για τον αναγνωστικό ουρανίσκο. Σε τέτοιες απόπειρες γραφής, πάντοτε μου έρχεται κατά νου ο Περέκ, όχι ως μέτρο σύγκρισης, αλλά ως μια εκλεκτή συγγένεια και χαρακτηριστικότερο όλων παράδειγμα περί γραφής με τον τρόπο που τα παιδιά παίζουν, τη φαντασία στο φουλ αλλά και τη σοβαρότητα παρούσα. Γιατί, δεν είναι κάποια πρωτοτυπία αυτό που θα πω, το κωμικό ή σατιρικό στην τέχνη, ακόμα και το πλέον ελάχιστο ψήγμα του, είναι ικανό να ανατινάξει όλη την επιθυμητή κατασκευή σε γελοία κομμάτια, σε διάσπαρτα καρέ απλής αυτοϊκανοποίησης του επίδοξου δημιουργού.
Ο Πετάλας τα καταφέρνει περίφημα ίσως γιατί δεν χρησιμοποιεί την Κυμύλη ως όχημα για να σατιρίσει ή να πολιτικολογήσει, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα η νήσος να μετακινηθεί εκτός του κέντρου εστίασης. Και εδώ η Κυμύλη είναι και παραμένει στο επίκεντρο, εξ αυτής και εκ της συνύπαρξής της με τον, πέρα από τη θάλασσα που την περιβάλλει, κόσμο, εκπορεύονται τα πάντα. Η φαντασία, οργιώδης και χρηστική, δεν εξαντλείται στην πρόσκαιρη λάμψη της πρώτης ιδέας, εκείνης που γέννησε την Κυμύλη και την τοποθέτησε ως έναν τόπο δυνατοτήτων στη μέση του πελάγους, ούτε από τη δεύτερη, εκείνη του αφηγητή που φέρεται να είναι ειδικός σ' αυτόν τον τόπο. Γιατί τέτοιες ιδέες, οι παραπάνω αλλά και άλλες ίσως μεμονωμένες, όσο πρωτότυπες ή υποσχόμενες και αν είναι, δύσκολα αποδεικνύονται αρκετές για να υψωθεί και να ισορροπήσει πάνω τους το σύνολο της κατασκευής.
Και αν η φιλοδοξία είναι ένα ζητούμενο, η εξυπνάδα του αφηγητή, του συγγραφέα κατά προέκταση, είναι επίσης καλοδεχούμενη. Στο έργο του Πετάλα η εξυπνάδα αποδεικνύεται ο πλέον πιστός υπηρέτης της φαντασίας, εκείνη που της δίνει τον χώρο αλλά δεν την αφήνει να χαωθεί, εκείνη που επιτρέπει στον συγγραφέα να διακρίνει καθαρά τη νήσο των δυνατοτήτων, εκείνη που επιβάλλει σκύψιμο ξανά και ξανά πάνω από το κείμενο, που δεν αφήνει το βλέμμα να θαμπωθεί από τις πρώτες κιόλας απόπειρες αλλά να δείξει την απαραίτητη υπομονή, που θα επιτρέψει στο μυθιστόρημα να μην ξεφτίσει μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, αλλά να λειτουργήσει πολυεπίπεδα.
Η τεχνοτροπία της κατασκευής, η καταφυγή στο δοκίμιο και την έρευνα, προσφέρει γόνιμο έδαφος ώστε περισσότερα του ενός επίπεδα να ενταχθούν ομαλά και να αναπτυχθούν χωρίς να βαραίνουν ή να αποπροσανατολίζουν το ταξίδι του αφηγητή μέχρι το πόντιουμ από το οποίο θα εκφωνήσει την ομιλία του. Γιατί σ' ένα συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας, όποια και αν είναι η άποψη του καθενός για συνέδρια όπως αυτό, δεν μπορεί παρά να λείπει ένας γενικότερος προβληματισμός γύρω από την πολυποίκιλη βιωσιμότητα γαιών καταμεσής της θάλασσας, απομονωμένων από τα κέντρα αποφάσεων, απειλούμενα από την κλιματική αλλαγή και τη μετατροπή της οικονομίας σε παροχή υπηρεσιών, όπως καλή ή κακή ώρα ο τουρισμός, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Απολαυστικό μυθιστόρημα που δεν αναλώνεται απλώς και μόνο στην ευφάνταστη πρώτη ύλη ή την παιγνιώδη ανάπτυξή του. Φιλόδοξο και πετυχημένο.
υγ. Για το Η δύναμη του κύριου Δ* περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις εδώ.
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου