Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, η ίδια αρχή: σήμερα το μπλογκ γίνεται τόσων ετών, πότε πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά. Και φέτος, δεν αλλάζουν πολύ τα εισαγωγικά: σήμερα (που γράφω το κείμενο αυτό, χτες, προχτές, παραπροχτές για εσάς που τώρα το διαβάζετε) το μπλογκ γίνεται δεκαπέντε ετών, πότε (διάολε) πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά, μοιάζει ταυτόχρονα και με ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, ποιητικά μιλώντας.
Ήμουν είκοσι επτά, είμαι σαράντα δύο, ήμουν σχεδόν δέκα χρόνια αναγνώστης, είμαι πια είκοσι πέντε. Ξεκίνησα γιατί ήταν κάτι που το σκεφτόμουν, να μοιράζομαι τις σκέψεις μου για ό,τι διάβασα, είδα και άκουσα, μια ανάγκη να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος. Ύστερα διάβασα το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, η στιγμή είχε φτάσει, στο Μπρανκαλεόνε ο Παυλίδης το συνοψίζει με ακρίβεια, «Ποτέ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα/απόφαση δεν έπαιρνα καμία/και όσα ίσως κάποτε κατάφερα/τα 'χω κάνει από απερισκεψία», οι άλλοι, οι δημιουργοί, και ας μην μας ξέρουν, συχνά αποτυπώνουν αυτό που νιώθουμε ή σκεφτόμαστε, ακόμα και αυτό που δεν ξέρουμε ή δεν σκεφτόμαστε ή δεν τολμούμε να αρθρώσουμε, σαν από πάντα η κάθε αλήθεια να ήταν εκεί, προφανής και ωστόσο αιωρούμενη μονάχα ως υποψία, είναι μια από τις βασικές ιδιότητες της τέχνης, η εξάλειψη του συναισθήματος της μοναξιάς, η νοηματοδότηση, η άρση, έστω και στιγμιαία, της ματαιότητας, η αποκάλυψη μέρους του κόσμου.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ πού θα οδηγούσε όλο αυτό, πώς θα μπορούσα, άραγε, να έχω τολμήσει να φανταστώ πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Ούτε σήμερα, ούτε τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά ξέρω να πω με ακρίβεια πού ακριβώς οδήγησε όλο αυτό. Θα βοηθούσε ίσως στη διερεύνηση να χωριστεί το μονοπάτι σε δύο παράλληλες, κάποτε τεμνόμενες ή και επικαλυπτόμενες, διαδρομές, την πορεία μου ως Γιάννη και εκείνη ως αναγνώστη, ποιος ήμουν (άραγε) και ποιος έγινα (άραγε), χίλια εξακόσια δέκα κείμενα μετά. Η πρώτη και καθοριστική λειτουργία του ιστολογίου αυτού είναι η ημερολογιακή του διάσταση· ενίοτε επιστρέφω σε παλιότερα κείμενα, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, η ημερομηνία στην κορυφή σηματοδοτεί τον χρόνο γραφής, ανασύρει αναμνήσεις και λοιπά συστατικά των χωροχρονικών συντεταγμένων, η εξέλιξη αναδύεται στην επιφάνεια, αυτή την ανάδυση (εξακολουθώ να) την έχω ανάγκη. Η κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του τριγύρω κόσμου, συμπαρασύρει την κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του εαυτού, εκκινώντας από το απλό γιατί μου άρεσε ή όχι ένα βιβλίο ή γιατί μου άρεσε ή δεν μου άρεσε ένα βιβλίο παρόλο που..., στα αποσιωπητικά, που τόσο σιχαίνομαι στη γραφή, κρύβονται πολλά.
Επιστρέφω στην πρώτη ανάγκη, εκείνη που μπορούσα να αρθρώσω, να γνωρίσω, δηλαδή, να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος, αν ήταν στόχος, τότε θα μιλούσαμε για εκπλήρωση, ήταν όμως μάλλον μια ευχή, οπότε μιλάω για ευγνωμοσύνη, μια ικανή ραγισματιά στο σώμα του ορθολογισμού, να κάτι που ίσως να μη συνέβαινε αν δεν είχα αναρτήσει εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη.
Δοκιμάζω να χωρίσω σε πεντάδες τα παρελθόντα χρόνια, η πρώτη διερευνητική, η δεύτερη, επίσης διερευνητική, πιο στέρεα, τα νήματα πιο ορατά, η τρίτη, επίσης διερευνητική, πιο εξωστρεφής, πιο αβίαστη, η τέταρτη, που τώρα ξεκινά, σίγουρα διερευνητική, ποιος ξέρει τι άλλο. Τα νούμερα λένε ενίοτε την αλήθεια, έστω και αν το κάνουν με τον τρόπο τους, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά είναι εκεί, ο αριθμός των λέξεων και η αύξησή τους σε πρώτη γραμμή, τα ποιοτικά κρύβονται, η δυσκοιλιότητα και η καταπολέμησή της στην κορυφή του αγήματος. Αντιπαθώ σφόδρα τους συγκριτικούς βαθμούς του επιθέτου καλός, δεν γράφω καλύτερα, δεν υπάρχουν καλύτερα βιβλία, πόσο μάλλον κάλλιστα, γράφω ευκολότερα, απολαμβάνω κάποια βιβλία περισσότερο, αυτό ναι, καλύτερα ωστόσο όχι.
Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα μπορούσε να λείπει η λέξη/έννοια/τόπος μπούνκερ. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα και όχι κάποιος αγώνας επικράτησης. Τέτοιες είναι για μένα και οι λογοτεχνικές συζητήσεις, τα κείμενα των άλλων για την ανάγνωση, το πάθος στο βλέμμα του αναγνώστη που διάβασε ένα ωραίο βιβλίο και θέλει να σου πει: διάβασέ το και εσύ· να σου πει ακόμα: τυχερέ, θα το διαβάσεις για πρώτη φορά, σε ζηλεύω. Μπούνκερ καταφυγής στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, όταν ο κόσμος στενεύει πολύ την χειρολαβή του, όταν η ανάσα δυσκολεύει. Ένα μπούνκερ μέσα στον κόσμο, όχι σε μακρινή τροχιά γύρω του, μια παρουσία και όχι μια αναχώρηση.
Μισώ τις βαθμολογίες, είναι ο λόγος που δεν έκανα goodreads, παρότι ήξερα πως θα βοηθούσε στην περαιτέρω εξωστρέφεια, ίσως και στην αύξηση της όποιας δημοτικότητας, αν ήθελα να ασχοληθώ με νούμερα θα συνέχιζα στο μονοπάτι των οικονομικών μου σπουδών, εκεί όπου ένα και ένα κάνει δύο, άσχετα που τα νούμερα είναι πάντοτε υποθέσεις και προβλέψεις, με αποτέλεσμα μέρος όσων βλέπουμε γύρω μας να μη λειτουργούν, εκεί που όλοι μας είμαστε νούμερα, εκεί που τα πάντα είναι (θέλουν να μας πείσουν) μετρήσιμα και άρα εξηγήσιμα, η επικράτηση του βασιλείου της απόλυτης λογικής και αιτιολογίας, όλα αυτά είναι σαφέστατα ένας μη (λογοτεχνικός) τόπος.
Δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει ως εδώ χωρίς αυτή την ενασχόληση, πιθανόν να διάβαζα στον ίδιο ρυθμό, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώνω γραπτώς την εμπειρία, χωρίς τα κείμενα να ολοκληρώνονται με κείμενα. Και αν το ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο παρέμενε κρυφό, αμιγώς προσωπικό; Δεν ξέρω. Πιθανολογώ: η μη εξωστρέφεια, η μη είσοδος σε μια αρένα σκληρή, γεμάτη ρόδα και αγκάθια, ίσως να μην με εξέθετε σε ομορφιές και ασχήμιες, μια γυάλα αυτοϊκανοποίησης ίσως να ήταν. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να εγκαταλείψω τα κοινωνικά δίκτυα, το μπλογκ ποτέ.
Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα έπρεπε να
λείπει η λέξη/έννοια/τόπος ματαιοδοξία. Πάσχω από αυτή. Τέτοιος άνθρωπος
είμαι. Χαίρομαι όταν ένα κείμενο βρίσκει αναγνώστες, χαίρομαι ακόμα
περισσότερο όταν κάποιο άτομο μου λέει πως διάβασε και γούσταρε ένα
βιβλίο που εμμέσως πρότεινα, στεναχωριέμαι στις επιθέσεις, πια
τσαντίζομαι κιόλας, και ας μην αντιλαμβάνομαι γιατί το νιώθω αυτό, και ας έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, ίσως ένας προορισμός νέος να αναγράφεται στον πίνακα αναχωρήσεων στον σταθμό Θέλω να με αγαπούν: Δεν με νοιάζει. Ίσως αυτό να είναι το περαιτέρω οπλισμένο σκυρόδεμα που θα καταστήσει ακόμα πιο γερό και ανθεκτικό το υπάρχον μπούνκερ, τα χρόνια που έπονται, άλλωστε, μοιάζει να το απαιτούν, έτσι και αλλιώς.
Είναι αρκετά παράξενο το συναίσθημα τη στιγμή αυτή, νιώθω σαν να μιλάω για τον εαυτό μου στο κείμενο αυτό, σαν να ξεγυμνώνομαι, παρότι τι άλλο κάνω στο μπλογκ αυτό, ακόμα και κάτω από το πέπλο της ανάγνωσης ενός βιβλίου ως προπετάσματος καπνού, ως αφορμής, όπως μου αρέσει να χαρακτηρίζω τα κείμενα μου εδώ; Πριν τα Χριστούγεννα έγραφα: Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης. Έμοιαζε με μια όψιμη προκήρυξη προθέσεων και ιδεών, ήταν η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστώ, να πω ποιος νιώθω πως είμαι, να διαχωρίσω τη θέση μου από τον ετεροκαθορισμό, ποιος νομίζουν πως είμαι. Γιατί θυμήθηκα τώρα το κείμενο αυτό; Ίσως γιατί προλογίζει και σηματοδοτεί την έναρξη της τέταρτης πενταετίας. Αναγνώστης.
Και του χρόνου, καλά να είμαστε.
υγ. Το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, το βρίσκετε εδώ. Το Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου