Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω το κείμενο αυτό, το γυρνούσα στο μυαλό μου, σκάρωνα πιθανές σκαλέτες, θεωρία δάνειο αλλά και αυτοθεωρία, γύρευα τον ελεύθερο και κατάλληλο χρόνο. Μια μέρα μου κόλλησε το στιχάκι από το τραγούδι του Παπάζογλου· ο τίτλος είχε βρεθεί. Με προβλημάτισε το εγώ στην αρχή του, για λίγο, γρήγορα συνειδητοποίησα πως για αυτό το εγώ θα γραφόταν, αν γραφόταν τελικά, το κείμενο αυτό. Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, λοιπόν.
Στην εποχή μας γίνεται ολοένα και πιο έντονος ο ταυτοτικός προσδιορισμός, ποιος είμαι, τι κάνω, γιατί είμαι/κάνω αυτό και όχι κάτι άλλο. Από την αρχή του ψηφιακού αυτού ταξιδιού, δεκαπέντε χρόνια πριν, δυσκολευόμουν να νιώσω άνετα με το κριτικός και το κριτική, που εμφανιζόταν ως μια διευκρίνιση στα χείλη του άλλου όταν εξηγούσα με τι ασχολούμαι. Αυτή η κατηγορία, εκείνοι δηλαδή που επιχειρούσαν να διευκρινίσουν/κατανοήσουν με τι καταπιάνομαι με τόση εμμονή, είναι η πιο απλή περίπτωση, αρκετά κατανοητή από πλευράς μου, για τη συνεννόηση συχνά τον αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό αυτό, δεν περισσεύει χρόνος και διάθεση για περαιτέρω εξηγήσεις και θεωρητικές αναλύσεις.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο ακόμα κατηγορίες στις οποίες οι λέξεις κριτικός ή κριτική χρησιμοποιούνται από τρίτους για να αναφερθούν στο πρόσωπό μου και στα ενδιαφέροντά μου. Εκείνη της άντλησης υπεραξίας και εκείνη της αρνητικής «κριτικής». Εξηγούμαι: Η υπεραξία ή, καλύτερα, η αναζήτηση υπεραξίας συμβαίνει όταν κάποιος συγγραφέας ή εκδότης αναφέρεται στο κείμενό μου σχετικά με το βιβλίο του για να προσδώσει κύρος, σύμφωνα με την κριτική του Καλογερόπουλου ή του No14Me μπλα μπλα μπλα. Η αρνητική «κριτική» σκοπό έχει να πλήξει την αντικειμενικότητα της άποψής μου, δεν είναι κριτική αυτό, λένε, είναι μια παρουσίαση, ένα διαφημιστικό κείμενο, ένα υπερβολικό κείμενο για ψεύτικα διαμαντάκια και ό,τι άλλο.
Και τι ασχολείσαι;
Υπάρχει αυτή η προσέγγιση. Να αδιαφορείς για τους άλλους, να συνεχίζεις τον δρόμο σου, να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Δεν έχω ακόμα αφιχθεί στο ήσυχο εκείνο μέρος, δεν έχω, για την ακρίβεια, εγκατασταθεί εκεί οριστικά. Με απασχολεί το τι λένε για μένα οι άλλοι, καλό κακό δεν ξέρω, συμβαίνει. Και, ίσως για να τονώσω την τάση μου αυτή, για να την εξοπλίσω με αμυντικά συστήματα που ωστόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως μια επίθεση περιορισμένου βεληνεκούς, σημειώνω στο άτυπο προσωπικό ημερολόγιο: είναι κάτι που το κάνω με πάθος και αγάπη, είναι κάτι, η ανάγνωση και το ακόλουθο γράψιμο, που έχει τεράστια σημασία για μένα. Δεν το χαρίζω εύκολα.
Είναι όμως ένα καπρίτσιο;
Ίσως και να είναι. Μια απλή δυσανεξία στον έξωθεν χαρακτηρισμό, μια ταμπέλα που δεν είναι του γούστου μου. Κάτι που ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια λεπτομέρεια ενώ ο κόσμος χάνεται. Κάποτε, αναρωτήθηκα αν αυτό που κάνω είναι κριτική. Σύντομα και εύκολα απάντησα πως όχι, δεν είναι. Ακολούθως αναρωτήθηκα αν θα ήθελα να βαδίσω τον δρόμο της κριτικής, έστω να το επιχειρήσω, απάντησα επίσης αρνητικά και αυτό το κείμενο εκείνο που περισσότερο ελπίζει να κάνει είναι να εγείρει κάποιες ενστάσεις.
Όπως το σκέφτομαι εγώ, η κριτική έχει μια σειρά από περιορισμούς τους οποίους δεν επιθυμώ. Σκέφτηκα, για παράδειγμα, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να επικεντρώσω το διάβασμά μου και άρα και τα ακόλουθα κείμενα, στη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία. Η γνώση της ισπανικής γλώσσας θα βοηθούσε. Δύο ζητήματα προέκυψαν αίφνης. Από τη μια, η υπερβολικά εκτεταμένη και πολυδιάστατη επικράτεια του όρου σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία, θα έπρεπε, ένιωθα, να στενέψω περαιτέρω τα όρια, μόνο ισπανική ή μόνο αργεντίνικη και ίσως μόνο μικρή ή μεγάλη φόρμα, αντρική ή γυναικεία ή κουήρ, πολιτική ή αναχωρητική, πρωτοπόρα ή πιο κλασικότροπη. Ταυτόχρονα, από την άλλη, και μόνο στην ιδέα αποκλειστικής ενασχόλησης με την ισπανόφωνη λογοτεχνία ένιωσα ασφυξία, υπήρχαν, ακόμα υπάρχουν, τόσα βιβλία και τόσοι συγγραφείς σε όλο το εύρος του χωροχρόνου που επιθυμώ να διαβάσω, δεν θα μπορούσα να περιοριστώ.
Η κριτική, για να το μαζέψω λίγο, στα μάτια μου είναι συγγενής με τις διδακτορικές διατριβές, ένας τομέας με σαφήνεια συγκεντρωμένος και ορισμένος, ένα ειδικό ενδιαφέρον το οποίο ο ερευνητής θα επιχειρήσει να πάει ως το τέλος, να λάβει όλο τον πιθανό χυμό και όχι απλώς κάποιες σταγόνες. Κι εγώ κάτι τέτοιο δεν έχω επιθυμήσει, όχι ακόμα τουλάχιστον, να κάνω. Να ένας πρώτος λόγος, λοιπόν.
Ακολουθεί η αντικειμενικότητα ή το κυνήγι της. Πριν ακόμα φτάσουμε στο σημείο να μιλήσουμε για κατάλληλη σκευή ή ταλέντο, ναι ταλέντο, θα επαναλάβω κάτι στο οποίο αναφέρομαι συχνά: τον υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης εν γένει· αναδιατυπώνω: τον σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης, εν προκειμένω της λογοτεχνίας. Προφανώς και υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, απλώς δεν είναι αρκετά, έτσι όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον. Αντιστρέφω το ερώτημα: έχουν υπάρξει φορές που δεν ξέρετε γιατί ένα βιβλίο σας άρεσε; Εμένα πολλές. Ακόμα και αν βάλω τικ σε όλα τα κουτάκια, απάντηση στο ερώτημα γιατί μου άρεσε, ή δεν μου άρεσε, δεν παίρνω. Μια κριτική, ωστόσο, πρέπει να δίνει αντικειμενικές απαντήσεις. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη, εκεί που συνήθως δύο και δύο κάνει τέσσερα. Ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη. Δεν θα υπήρχαν τόσα καλογραμμένα αλλά τελικά αδιάφορα βιβλία, δεν θα υπήρχαν όμως και κάποια όχι τέλεια γραμμένα αλλά που μας πήραν και μας σήκωσαν.
Εκτός από τα αντικειμενικά εργαλεία, τα φιλολογικά κυρίως, για την κριτική προσέγγιση ενός έργου, ο (αυτο)αποκαλούμενος κριτικός θα χρειαστεί να απαντήσει στο ερώτημα, που μας πάει πίσω σε ένα κακότεχνο εκπαιδευτικό σύστημα, τι ήθελε να πει ο ποιητής; Να εντοπίσει με βεβαιότητα προθέσεις και να ελέγξει αν αυτές υλοποιήθηκαν επιτυχώς ή όχι. Ακόμα ακόμα να προτείνει, με αντικειμενικότητα πάντα, πώς θα μπορούσαν αυτές οι προθέσεις να πραγματοποιηθούν. Εγώ, πάλι εγώ, δεν νιώθω αυτή τη βεβαιότητα, όχι ως βεβαιότητα τουλάχιστον, όχι ως αντικειμενική και αποδείξιμη προσέγγιση, αλλά, που είναι και το πιο σημαντικό, δεν διαβάζω με αυτόν τον τρόπο, δεν μου αρέσει να διαβάζω με αυτό τον τρόπο, και στο μυαλό μου, το δεν μου αρέσει προηγείται από την πιθανή ικανότητα.
Προχωρώντας στο μονοπάτι του συλλογισμού αυτού, η επόμενη στάση είναι στον σταθμό που χαλασμένη και θαμπή η ταμπέλα αρνητική κριτική στέκει. Αν ένιωθα κριτικός, τότε θα έπρεπε να διαβάζω κάθε βιβλίο δύο ή τρεις φορές πριν το κρίνω. Δεν θα ήταν αρκετό, ωστόσο. Όπως είπα και παραπάνω, η προσέγγιση θα έπρεπε να φτάσει ως το απώτερο τέλος της, τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα, η λογοτεχνία της εποχής του, η ίδια η εποχή του. Δεν είναι κριτική να πει κάποιος πως το τάδε βιβλίο είναι κατώτερο από ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα, δεν είναι κριτική αυτό, είναι μια σοφιστεία που δεν επεκτείνει το πεδίο της πρόσληψης και της παραγωγής τέχνης. Παρατώ τα βιβλία που δεν μου αρέσουν, σίγουρα κάποια τα αδικώ, συνειδητά ή υποσυνείδητα επηρεασμένος από το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούσαν τη στιγμή εκείνη στη ζωή μου. Και αφού τα παρατάω, είναι λογικό να μην ασχολούμαι περαιτέρω μαζί τους, να μην καταναλώνω χρόνο και σκέψη. Το γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο δεν είναι κριτική αλλά μια απόπειρα, όπως και το μου άρεσε (και ιδιαίτερα όταν δεν είμαι σίγουρος για το γιατί), για περαιτέρω κατανόηση του εαυτού.
Ωστόσο, όλα πηγάζουν από τους λόγους για τους οποίους ο καθένας μας διαβάζει. Εγώ έχω πολλάκις πει: ένα μπούνκερ είναι για μένα η λογοτεχνία, κρυψώνα από έναν κόσμο ζοφερό, από μια ζωή χωρίς απαντήσεις. Οι δικοί μου λόγοι δεν απορρίπτουν τους διαφορετικούς λόγους κάποιου άλλου. Σκέφτομαι: αν με ρωτήσει κανείς αν είμαι καλά, όσες παραμέτρους και αν λάβω υπόψη μου, πάντοτε κάτι σημαντικό και ταυτόχρονα αόριστο και φλου θα μου διαφεύγει, έτσι νιώθω συχνά και για την ανάγνωση. Υπάρχουν τριγύρω άνθρωποι με βεβαιότητες, η ζωή, για εκείνους, είναι ένα άθροισμα από επιλογές, τα πάντα ανήκουν στο βασίλειο της αιτιοκρατίας, το άλφα οδήγησε στο βήτα κτλ. Απορώ, ενίοτε ζηλεύω και λίγο, με το από πού αντλούν την τόση αυτοπεποίθηση, τι διάολο δεν κάνω καλά;
Λίγο πριν το τέλος επιστρέφω στο αρχικό επιχείρημα, στην παρομοίωση της κριτικής με μια διδακτορική διατριβή, αφού αναφέρθηκα στις βεβαιότητες. Για μένα οι βεβαιότητες είναι ελάχιστες, σίγουρα δεν περιλαμβάνονται σε αυτές τις λίγες η διάκριση σωστού και λάθους ως προς την ανάγνωση ή τη γενικότερη προσέγγιση της λογοτεχνίας. Δεν με νοιάζει κιόλας γιατί διαβάζει καθένας. Και αυτή η αδυναμία μου για βεβαιότητες καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αναγνωστική μου συνήθεια. Η μη βεβαιότητα για το πού βρίσκομαι (έλα μου ντε) και πού θα με βγάλει (που δεν θα με βγάλει, αλλά έστω) η αναγνωστική διαδρομή, το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από έναν ερευνητή, που θέλει/ελπίζει/εύχεται να καταφέρει να αποδείξει τον αρχικό του ισχυρισμό, αλλιώς θα έχει αποτύχει.
Βεβαίως και υπάρχει καλή κριτική, φοβερά μυαλά που σκύβουν πάνω από τα κείμενα και συνεισφέρουν στη ροή του λογοτεχνικού ποταμού με αναχώματα, γέφυρες, διαπλάτυνση. Υπάρχει και κακή κριτική, που ωστόσο δεν είναι κριτική, απλώς αυτοαποκαλείται έτσι. Και μη γελιέστε. Αυτό το κείμενο, τη στιγμή που κοινοποιείται, πατάει στο τι λένε οι άλλοι. Και όμως, πατάει επίσης και στο τι νιώθω εγώ. Και εγώ νιώθω πως δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, και είμαι καλά με αυτό και ας μη μπορώ με αντικειμενικότητα να το υποστηρίξω.
Του χρόνου τώρα πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου