Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Περί γάμου και χωρισμού - Rachel Cusk

Συζητούσα με έναν νεαρό πελάτη στη δουλειά γύρω από τα βιβλία της Κασκ. Δεν ξέρω, μου είπε, αν όντως μου αρέσει, θυμάμαι, ωστόσο, να διαβάζω την τριλογία της μαγνητισμένος. Συχνά οι άλλοι εκφράζουν με ακρίβεια, εν τη ρύμη του λόγου τους, πράγματα σκόρπια που για καιρό σκεφτόμαστε. Μαγνητισμένος, ναι, αυτή ήταν η ακριβής περιγραφή, αυτό και το αίτημα για την ανάγνωση που τώρα είχα ανάγκη. Είχα μόλις τελειώσει Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, ήθελα περισσότερο οξυγόνο, ήθελα όμως και να μείνω σε μια προσωπική γραφή. Έτσι τράβηξα το βιβλίο αυτό από τη στοίβα.

Συχνά ως κριτήριο κρίσης ενός βιβλίου διατυπώνεται το ερώτημα: τι θα θυμάσαι από αυτό σε λίγο καιρό; Δεν ξέρω, είναι η απάντηση. Νιώθω, επίσης, πως το ερώτημα αυτό είναι τεχνηέντως ύποπτο, αφού επιχειρεί να συνδέσει το αδάμαστο και ακατανόητο κτήνος της μνήμης στη διαμάχη με τη λήθη με την ποιοτική λογοτεχνία. Λίγα χρόνια πριν, το 2019, όταν διάβασα το Περίγραμμα της Κασκ, το πρώτο βιβλίο της που διάβαζα, μου άρεσε πολύ, παρότι δυσκολεύτηκα να διατυπώσω τα της ανάγνωσης με λέξεις από τη φαρέτρα της εμπειρίας, έμοιαζε με ένα βιβλίο αυτοβιογραφικής φύσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν, ένιωθα πως ήταν, αρκετά διαφορετικό. Ο Κώστας Καλτσάς, στο επίμετρο της έκδοσης, αναφέρθηκε στο γελάκι που θα σχηματιζόταν στα χείλη του Μαρσέλ Προυστ αν μας άκουγε να μιλάμε για αυτομυθοπλασία, δεν είχε άδικο στη βάση του σκεπτικού, ωστόσο, θα επιμείνω, αυτό εδώ ήταν κάτι το διαφορετικό.

Από τότε κύλησε νερό στον μύλο της αυτομυθοπλασίας, η Ανί Ερνό πήρε νόμπελ, οι παρουσιάσεις του Εντουάρ Λουί είναι ασφυκτικά γεμάτες, οι προπαραγγελίες για το καινούργιο βιβλίο του Όσεαν Βουονγκ προκαλούν ίλιγγο. Αυτό το φρέσκο που αρχικά αρκούσε για να προκαλέσει αναγνωστική ευδαιμονία, η παιγνιώδης εμπλοκή του γράφοντος προσώπου ως ανώνυμο πρόσωπο της πλοκής, αυτή η ιδιότυπη παρατήρηση του εαυτού, με τον καιρό δεν είναι από μόνα τους αρκετά. Κάθε τι, λένε οι Ισπανοί, πέφτει από το ίδιο του βάρος. Πολύ σοφά μιλάνε. Συνεχίζω να δοκιμάζω αναγνώσεις αυτού του ύφους, κάποιες τις απολαμβάνω λιγότερο και κάποιες περισσότερο, δεν είναι παράξενο αυτό, κάθε άλλο.

Συχνά πυκνά αναρωτιέμαι, ωστόσο, γιατί με έλκει αυτή η lo-fi και ήπια λογοτεχνία, προερχόμενη κυρίως από θηλυκότητες, γιατί λειτουργεί με τον τρόπο της καταπραϋντικά μέσα μου. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε ένας πολύ καλός δίσκος, η Ακίδα του Τσόλιμον. Είχα πολύ καιρό να απολαύσω έναν εγχώριο δίσκο από την αρχή ως το τέλος, και ακόμα περισσότερο να νιώσω πως οι στίχοι δεν είναι ενοχλητικοί και επιζήμιοι για την ακουστική εμπειρία, κάθε άλλο. Στο τραγούδι Δεν με νοιάζει, που μόνο και ως τίτλος είναι σημαντικό για μένα σε διάφορα επίπεδα, λέει: Και όμως κάθομαι και διαβάζω/ Και αναρωτιέμαι γιατί το κάνω/ Ενώ θα μπορούσα απλώς να αράζω/ Βλέπεις, είναι η τρικυμία μου/ Που γαληνεύει μονάχα/ Χαρτογραφώντας την ανθρώπινη/ Εμπειρία μου. Σε αυτή τη συστάδα στίχων διέκρινα την απάντηση που γύρευα στα παραπάνω ερωτήματα.

Καλώς ή κακώς, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, ζούμε τον θρίαμβο (πανωλεθρία αν προτιμάτε) της ιδιωτείας και διαμέσου αυτής καλούμαστε να πλοηγηθούμε στη συντριπτική επικράτεια του επί της γης περάσματός μας. Η ανάγνωση για μένα είναι ίσως το κύριο κανάλι μέσω του οποίου «η τρικυμία μου γαληνεύει μονάχα χαρτογραφώντας την ανθρώπινη εμπειρία μου». Δεν αναφέρομαι, καθόλου όμως, σε κάποιου είδους ταύτιση, σε μια λογοτεχνία γεμάτη από ήρωες και αντίστοιχης ποιότητας πράξεις. Ούτε η ανάγκη για μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα, ούτε η ο διαρκής έλεγχος για την πιστότητα των γεγονότων. Δεν συμβαίνει αυτό εδώ. Άλλωστε η εκ των υστέρων αφήγηση, όσο ακριβής και αν θεωρούμε πως είναι, δεν παύει να είναι μια μυθοπλαστική σύνθεση έντονα υποκειμενική, συχνά παραπλανητική και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του γράφοντος υποκειμένου, μια εκ των υστέρων ιδιότυπη όσμωση. Η αναμέτρηση με τον κόσμο, το άθροισμα των προνομίων, των δυσκολιών, των τυχαιοτήτων, της διαφορετικότητας, των αντιφάσεων, της ματαιότητας ή της σκοπιμότητας, των μονόδρομων ή των εναλλακτικών διαδρομών, η αγωνία και η ανάγκη για αφήγηση, η ανάγκη κυρίως για μια αργή κίνηση και παρατήρηση, για μια στιγμή ησυχίας εν μέσω μιας διαρκής καταιγίδας, όλα αυτά και άλλα τόσα ίσως, συνθέτουν τη λογοτεχνία αυτή για την οποία μιλώ, καθιστώντας την με τον τρόπο τους σημαντική για μένα. Στις πηγές της λογοτεχνίας αυτής, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του λογοτεχνικού παρελθόντος, θα διέκρινα τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Το Περί γάμου και χωρισμού κυκλοφόρησε το 2012, η τριλογία (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος) ακολούθησε ανά δύο χρόνια, αρχής γενομένης το 2014. Θέτω την ημερολογιακή διαδοχή αυτών των τεσσάρων βιβλίων της Κασκ, γιατί ένιωσα πως η τριλογία, που ορθώς έγινε δεκτή ως μυθοπλασία, ως αυτομυθοπλασία έστω, πήγασε από το βιβλίο εκείνο, το οποίο, ίσως επειδή προηγήθηκε του όρου αυτομυθοπλασία, εντάχθηκε στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία. Έχει και αυτό το επιπρόσθετο ενδιαφέρον η ανάγνωση αυτών των τεσσάρων βιβλίων, η απόπειρα να διακρίνει κανείς τα όρια και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Αν κάποιος περιμένει μια τυπική αυτοβιογραφική εξιστόρηση του τέλους ενός γάμου, τότε μάλλον θα απογοητευτεί, αν γυρεύει συμβουλές και βοήθεια, τότε είναι που θα απογοητευτεί στα σίγουρα, αν όμως κάποιος αναγνώστης της τριλογίας θεωρήσει πως το συγκεκριμένο δεν τον ενδιαφέρει, τότε μάλλον θα χάσει ένα βιβλίο του γούστου του.

Ποιος θα διάβαζε την ιστορία μιας ξένης γυναίκας σχετικά με τον γάμο ή το διαζύγιο της; Κανείς, έστω ελάχιστοι. Εδώ καλά καλά δεν έχουμε την υπομονή και τη διάθεση να ακούσουμε μια ακόμα τέτοια ιστορία από κοντινούς μας ανθρώπους. Αφού παραπάνω περιέγραψα πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, ούτε καν αυτοδοκίμιο, όχι με τον τρόπο που Οι αργοναύτες της Νέλσον είναι, τότε εκείνο το μοναδικό στο οποίο μπορεί να ποντάρει τις προσδοκίες του ένας υποψήφιος αναγνώστης άλλο δεν είναι παρά η λογοτεχνική αξία της αφήγησης της Κασκ.

Και η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια, παρότι καταφεύγει στον γνώριμο και βιωμένο ταμιευτήρα για να αντλήσει πρόσωπα και γεγονότα. Κάθε παράγραφος, κάθε μικρό θραύσμα υποϊστορίας εκκινεί με μια απλή εισαγωγική φράση, όπως για παράδειγμα: Κάθε εβδομάδα οδηγώ επί τρία τέταρτα κατά μήκος της ακτής για να συναντήσω τον Ψ./ Συναντιέμαι με την πιο παλιά μου φίλη -την Τ.- για ένα ποτό./ Φεύγω για μερικές μέρες με τα παιδιά και όταν επιστρέφω με επισκέπτεται η γειτόνισσα. Μιλώντας για ανθρώπινη εμπειρία και έχοντας ξεκαθαρίσει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμιακή γραφή ή ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας θα συμφωνούσαμε θεωρώ πως το κρίσιμο είναι η αληθοφάνεια. Προσοχή, προσοχή. Δεν αναφέρομαι στα γεγονότα ή τα πρόσωπα, άλλωστε η αυτομυθοπλασία διαθέτει αυτή την ελάχιστη μεμβράνη που στέκεται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο συνθετικό. Αν κάποιος δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτή τη σύμβαση, τότε μάλλον το υποείδος αυτό δεν είναι του γούστου του.

Η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια γιατί η πρόζα της έχει κάτι το πειστικό και ταυτόχρονα χειρουργικό, έτσι όπως ανασύρει, συνθέτει, συνδυάζει, επεξεργάζεται και αφήνει στο χαρτί ένα πυκνό υλικό καταγραφής και επεξεργασίας της δικής της ανθρώπινης εμπειρίας. Και αυτό δίνει λογοτεχνική υπηκοότητα στο αποτέλεσμα, την ώρα που του αφαιρείται η αντίστοιχη δοκιμιακή. Έχουμε έναν δέκτη με πολλά κανάλια, με διάφορα επίπεδα καταγραφής της καθημερινής εμπειρίας και έναν μίκτη επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την έξοδο στα ηχεία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει το βίωμα αυτό που ταυτόχρονα ενισχύει αλλά και υπονομεύει το αληθοφανές του τελικού αποτελέσματος, αυτό που το καθιστά, κατά τη γνώμη μου, μυθοπλασία, με μια πύκνωση που ίσως δεν διακρίνεται σε μια επιφανειακή και γρήγορη ανάγνωση. Μου έχει κολλήσει μια παρομοίωση: Ο τρόπος της Κασκ, της καλής αυτομυθοπλασίας εν γένει, είναι σαν κάποιος να περιγράφει τα δόντια του, τη μασητική εμπειρία, ένα κομματάκι κρέας που σκάλωσε και η οδοντογλυφίδα δεν τα κατάφερνε, ένα ελάχιστο φύλλο μαρουλιού κολλημένο ανάμεσα στα μπροστινά δόντια, τις επώδυνες επισκέψεις στον οδοντίατρο κτλ κτλ και όσο διαβάζεις αυτό το μάλλον αδιάφορο άθροισμα από οδοντικές εμπειρίες, ξαφνικά και αδιόρατα εμφανίζονται πυκνές ρίζες, κρυφές κύστες που δεν προειδοποιούν δια του πόνου, και φτάνει ίσως μέχρι το πρώτο ξέσκισμα του ούλου για την κάθοδο του πρώτου νεογιλού δοντιού και του μη κατανοητού και αβάσταχτου πόνου χωμένου βαθιά στη ντουλάπα της ζωής πριν τη μνήμη. Και καθόλου δεν θα βοηθήσει η οδοντική εμπειρία κάποιου, ακόμα και αν είναι ο πλέον επιμελής φροντιστής.

Η γραφή της Κασκ με μαγνητίζει.

υγ. Σύνδεσμος για την Ακίδα του Τσόλιμον εδώ. Για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα εδώ. Οι αργοναύτες της Νέλσον εδώ. Για τα υπόλοιπα έργα της Κασκ εδώ.

Μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα - Cristina Rivera Garza

Το φοβόμουν το βιβλίο αυτό. Πώς μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για να διαβάσει μια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υμένας της μυθοπλασίας, μια επινοημένη ιστορία παρηγορητική, παρότι με ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρμένη από την πραγματικότητα, ωστόσο επινοημένη. Άφηνα μέρες και βδομάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να με κοιτά, να μου υπενθυμίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι' αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα 'ρθει ο καιρός σου, έμοιαζε το βλέμμα μου να του λέει, θα 'ρθει ο καιρός σου, ποιος μπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;

Ίσως ακόμα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέμενε άκαμπτη για το στομάχι μου, αν δεν πήγαινα μια Πέμπτη απόγευμα στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου μίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος). Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά.

Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συμμετάσχει σε αρκετές από αυτές, μου θυμίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάμοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσμένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεμάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζομαι συχνά, γιατί δεν είμαι σπίτι μου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόμουν όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος μιας κουραστικής καθημερινής μέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέμπτης δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόμενο, ολοένα και σπανιότερο, όμως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις ομιλήτριες, έμοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εμπειρία, που τις είχε εμπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναμάσημα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαμβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.

Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη με τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαμβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων. Η ανάγνωση είναι για μένα (και) καταφύγιο πολύτιμο από την καθημερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθημερινότητα. Ο υμένας της μυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόμα και αν πρόκειται για αυτομυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηματικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα, σκέφτομαι, όχι για να αμφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να μη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόμενη από το σύνολο όσων συνθέτουν μια αφήγηση, μου γεννά.

Ήταν, λοιπόν, μια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να μου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα μετά σε ένα κείμενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις μου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόμιο του αναγνωστικού υποκειμένου, τώρα θα έχετε μια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν με κρατούσαν μακριά, για όσα φοβόμουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγματα, πιθανά καίρια, στη γαματοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαμάτος και ξεχωριστός, ας μην είμαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει [...] το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία.

Μπορεί το 1990 να μην είχε ακόμα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόμα πρέπει να διεκδικούμε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκεί που μια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συμπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόμο προς την πλήρη και άκριτη μισανθρωπία, με πλημμύρισε.

Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόμα ένα βήμα, θα δείξουν με το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυμάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήματα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόμαστε.

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ημερολόγια της νεκρής, στα όσα μπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις με ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραμμένο με συναίσθημα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουμε ωστόσο τα θύματα και αυτή η μαρτυρία σκοπό δεν έχει να μιλήσει δοκιμιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι με τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καμία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε· έμειναν να αιωρούνται και να επαναλαμβάνονται σε κάθε επόμενη έμφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, μαζί με τη δήθεν αθώα αναρώτηση, μα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Και τα χυδαία αυτά ερωτήματα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισμούς, που δεν την έμαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είμαστε στο 2025, και ακόμα τα αποσιωπητικά αιωρούνται μόνιμα στον δυσώδη αέρα που είμαστε υποχρεωμένοι να αναπνέουμε, τη μπόχα ενός κόσμου σε σήψη, ενός κόσμου γεμάτου από ιδιωτεία και προνόμιο.

Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στομάχι κόμπο, με το μυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από μια επιθυμητή μυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούμαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα, είναι εφικτό, με όλα αυτά σφηνωμένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.

υγ. Για το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί - Katharina Volckmer

Ήθελα από καιρό να διαβάσω το βιβλίο αυτό, απ' όταν κυκλοφόρησε, ένιωσα μια περιέργεια, απ' όταν άρχισαν τα πρώτα θετικά σχόλια να ακούγονται, προστέθηκε μια προσδοκία, απ' όταν διάβασα το Wonderfuck, περιέργεια και προσδοκία χτύπησαν ταβάνι· ο καιρός έφτασε.

Με ελάχιστες λέξεις, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει πως η νουβέλα Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί διαπραγματεύεται το ζήτημα της ταυτότητας, για την ακρίβεια τους πιο κεντρικούς πυλώνες της, την ανέκαθεν παρούσα εθνική και τη σχετικά πρόσφατη λογοτεχνικά διαδεδομένη σεξουαλική. Οι ομοιότητες με το Wonderfuck είναι αρκετές, παρότι εδώ η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, με τη μορφή ενός θεατρικού μονολόγου, μια γυναίκα που αφηγείται κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής εξέτασης, με τα πόδια στους αναβολείς, απευθυνόμενη στον γιατρό, τον μοναδικό παρόντα στο εξεταστήριο. Η κύρια ομοιότητα είναι κατασκευαστική, ο σύντομος και πεπερασμένος αφηγηματικός χρόνος και ο σταθερός τόπος. Στο Wonderfuck η πλοκή λαμβάνει χώρα σε ένα εργασιακό οκτάωρο στο τηλεφωνικό κέντρο που ο Τζίμι εργάζεται. Η δεύτερη βασική ομοιότητα, διακριτό στοιχείο ταυτότητας της γραφής της Φόλκμερ, είναι η οξυδέρκεια με την οποία διαπραγματεύεται τη συγχρονία, η φρεσκάδα που αναβλύζει, μια λογοτεχνία που συμβαίνει τώρα.

Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, το εντυπωσιακό και υποσχόμενο πρωτόλειο έργο τής, γεννημένης το 1987 στη Γερμανία, πλέον κάτοικος Λονδίνου, Καταρίνα Φόλκμερ, η αφηγηματική επιλογή του μονόλογου ορίζει εν πολλοίς την επιτυχία ή μη της απόπειρας συνολικά. Μπορεί και να μοιάζει εύκολο, σε μένα διόλου αν με ρωτάτε, ή απλό ως επιλογή, τουλάχιστον στη θεωρία, αλλά στην πράξη, πέρα από μια εντυπωσιακή αρχή ή κάτι το μη αναμενόμενο, απαιτεί πολλή προσπάθεια ώστε να σταθεί και να προχωρήσει, να μην αποτύχει συναντώντας ανοιχτά από τη βαρεμάρα στόματα, να ανατροφοδοτείται διαρκώς από το απαραίτητο καύσιμο, παρά το σχετικά μικρό μέγεθος της κατασκευής, μια αφήγηση που κάπως θυμίζει τη ροή συνείδησης και όλες τις απαιτήσεις που αυτή φέρει, όλη τη μαστοριά του να μετατραπεί σε λογοτεχνία αυτό το λέω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό, να λειτουργήσει πέρα από τα όρια της συγγραφής και της όποιας ηδονής αυτή προσφέρει, της όποιας αυτοϊκανοποίησης.

Τεχνικά μιλώντας η πρόζα της Φόλκμερ αποδεικνύεται υψηλοτάτου επιπέδου, επιτρέποντας στην κατασκευή να λειτουργήσει, διατηρώντας το ύφος και την ορμή καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Αυτό είναι ένα δεδομένο, το οποίο, ωστόσο, χωρίς το απαραίτητο περιεχόμενο, θα έστεκε όμορφο και καλοφτιαγμένο μα άψυχο. Δεν είναι εύκολο να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε, η μορφή ή το περιεχόμενο, ή αν το ένα κουβαλούσε στις πλάτες του το άλλο, πότε η τεχνική και πότε η έμπνευση, ίσως και να μην έχει σημασία ή ίσως η αδυναμία απάντησης να αποτελεί τιμητικό παράσημο στο πέτο της συγγραφέως, που κατάφερε να απαντήσει καταφατικά και στα δύο ζητούμενα: και φρέσκια γραφή, σύγχρονη, κοντά στην επιφάνεια βρασμού της πραγματικότητας, και τεχνικά άρτια δοσμένη, ικανή να ενσωματώσει τη φρεσκάδα και την πρόζα της γραφής.

Η αφηγήτρια, όπως και η συγγραφέας, είναι γερμανικής καταγωγής και τα τελευταία χρόνια ζει στην Αγγλία, μια μετανάστρια που φέρνει μαζί το πολιτισμικό και ιστορικό φορτίο της χώρας στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, μια ξένη παρά τη φαινομενική ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης. Το εβραϊκό ζήτημα και ο τρόπος με τον οποίο το έγκλημα καταγράφηκε στο συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο, η ντροπή και η ενοχή, αλλά και, ας μην ξεχνάμε πως πρακτικά και ουσιαστικά αποναζιστικοποίηση δεν έγινε ποτέ, από τη μια μέρα στην άλλη η απόλυτη πλειοψηφία βρέθηκε να καταδικάζει, να δηλώνει άγνοια ή ακόμα και να περηφανεύεται για επαναστατική δράση, πια δεν ήταν αποδεκτό να είσαι από εκείνους, πια η πλευρά είχε αλλάξει και καλό θα ήταν να περάσεις απέναντι, πέρα από ό,τι πιστεύεις πραγματικά, όποια και αν είναι η ιδεολογία σου, άλλωστε, η επάνοδος της ακροδεξιάς, στη Γερμανία συγκεκριμένα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο γενικότερα, δεν έγινε εν κενώ, ο σπόρος υπήρχε, τα ζιζάνια ήταν εκεί, και ας ήταν πλούσια τα άνθη της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της οικονομικής ευμάρειας και τα έκρυβαν, τώρα με τους πρώτους τριγμούς ξεμυτίζουν ξανά.

Στέκομαι περισσότερο, ίσως όχι αναμενόμενα, στο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας, όχι γιατί το θεωρώ πιο σημαντικό από εκείνο της σεξουαλικής, αλλά γιατί μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ίσως να μην το περίμενα σε τέτοιο εύρος, έκταση και οξύνοια, ίσως γιατί το κομμάτι της σεξουαλικότητας και της λογοτεχνίας φύλου συμβαίνει εκεί έξω πολύ και καλά, ίσως γιατί το εθνικό προσφέρει μια μεγαλύτερη βάση ταύτισης ή συγγένειας, παρότι εγώ δεν έχω γεννηθεί εκεί και δεν έχω μεταναστεύσει, το ιδεολογικό ανακάτεμα της σούπας μού είναι πιο οικείο, ίσως και πιο αντικειμενικά διαπραγματεύσιμο, όχι τόσο καυτό και προσωπικό όπως εκείνο της σεξουαλικής ταυτότητας, για την οποία μόνο να ακούσω μοιάζει να έχω, να αναμετρηθώ με τα δικά μου δαιμόνια, τη στερεοτυπία και το προνόμιο, εκεί έχω μεταφέρει τις αμυντικές μου μονάδες, εκεί βρίσκομαι σε επιφυλακή να διακρίνω και να καταλάβω, και η Φόλκμερ πέτυχε να με βάλλει από μια πλευρά που ένιωθα πιο έτοιμος, όχι γιατί μου είπε πράγματα που στη θεωρεία δεν γνώριζα, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο το ενέπλεξε στον μονόλογό της υπήρξε καίριος και εύστοχος, ικανός να μην αφήσει τη νουβέλα να μπατάρει προς τη μια πλευρά, περίμενα, να είμαι ειλικρινής, πως αργά ή γρήγορα το εθνικό θα αποδεικνυόταν άσφαιρο, απλώς ένα επιπλέον τικ στον κατάλογο με τα θέματα που διαπραγματεύεται. Και δεν ήταν έτσι.

Το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου, ήδη υψηλές εκ των προτέρων, απόρροια όσων μου μετέφεραν οι αναγνώστες και όσων το Wonderfuck καλλιέργησε. Σε σημεία εντυπωσιακό, στην οξυδέρκεια και την πύκνωση, χωρίς αυτό να αφήνει υπόνοιες για ανισότητα, τεχνικά, άλλωστε προείπα, υπήρξε αρτιότατο, η ψυχή που εμφύσησε η Φόλκμερ ήταν το αναπάντεχο, η πρόζα της, η ισορροπία ανάμεσα σε ποικίλα ζεύγη αντιθέτων, το γέλιο και ο θυμός, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία, επίσης.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Αφορμή της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα)

υγ. Για το Wonderfuck περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Θα κάψω το Παρίσι - Bruno Jasieński

«Ξεκίνησε από ένα μικρό, φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού. Κάποιο όμορφο βράδυ του Νοέμβρη, στη γωνιά της οδού Βιβιέν και της λεωφόρου της Μονμάρτης, η Ζανέτ δήλωνε στον Πιερ ότι χρειάζεται οπωσδήποτε βραδινά γοβάκια.»

Εκείνο το πρωί, ο επιστάτης σταμάτησε δίπλα στον Πιερ, του ζήτησε να μαζέψει τα εργαλεία του, απολυόταν. Ήταν κάτι που συνέβαινε ήδη κάποιες βδομάδες, όχι μόνο στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, αλλά παντού, αργά και σταθερά εργάτες παύονταν, η ζήτηση είχε πέσει, η προσφορά έπρεπε να ακολουθήσει, οι καμπύλες είναι αυστηρές, δεν διαθέτουν ανθρωπιά, αντιλαμβάνονται μόνο νούμερα, τέτοιο ήταν και ο Πιερ, τέτοιο και το αντίτιμο για ένα ζευγάρι βραδινά γοβάκια, που η Ζανέτ χρειαζόταν και εκείνος με όλη του την καρδιά θα ήθελε να της προσφέρει, ένα ακόμα δώρο, όμως η αποζημίωση δεν ήταν παρά ελάχιστη. Η Ζανέτ απομακρυνόταν, ο Πιερ έψαχνε μάταια κάποιο άλλο πόστο, η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη ανατρέπεται, χωρίς γυρισμό, όλα τα ανθρώπινα αποτιμώνται σε μονάδες χρήματος, έτσι ο Πιερ, βρέθηκε χωρίς κοπέλα, χωρίς σπίτι, χωρίς κάτι να βάλει στο στόμα του. Ένας ακόμα από τους πολλούς που περίσσευαν στην εξίσωση της κρίσης που είχε σκιάσει το Παρίσι και το σύστημα απέβαλε μήπως και επιβιώσει.

Έτσι, από ένα μικρό, φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού, ξεκίνησε η αφήγηση αυτή, για να μετατραπεί σε κάτι τεράστιο, άκρως σημαντικό περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα συλλογικού. Από ένα μικρό, αόρατο δια γυμνού οφθαλμού, βακτήριο, το yerisnia pestis, ξεπηδά μια πανδημία πανούκλας, δύο δοκιμαστικοί σωλήνες από το Ινστιτούτο Παστέρ ήταν αρκετοί, το Παρίσι μπαίνει σε καραντίνα, το κέντρο των πάντων απομονώνεται, ο θάνατος δεν διαθέτει ανθρωπιά, δεν εξετάζει προνόμια ταξικά, κοινωνικά και οικονομικά, αντιλαμβάνεται μόνο ξενιστές μέσω των οποίων επελαύνει, χωρίς να υπολογίζει πως ο αφανισμός των ξενιστών θα είναι και ο δικός του αφανισμός, το δικό του τέλος, να μια ομοιότητα με τον καπιταλισμό, που ό,τι δεν χρειάζεται το αποβάλει, βακτήρια που παρασιτούν και εξαπλώνονται χωρίς να υπολογίζουν τίποτα στο διάβα τους, και στο τέλος τους, αν υπάρχουν επιζώντες, θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της επόμενης μέρας της καταστροφής, να μαζέψουν τα συντρίμμια, να θεμελιώσουν έναν καινούργιο πολιτισμό, που θα διατηρεί στη μνήμη ζωντανή την επικινδυνότητα της εκμετάλλευσης στον βωμό του κέρδους των λίγων.

Το Θα κάψω το Παρίσι, το πρώτο έργο του Πολωνού Μπρούνο Γιασένσκι που εκδίδεται στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Έρμα και σε μετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, είναι ένα φοβερό βιβλίο. Ο Γιασένσκι, ένας από τους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα αβάν γκαρντ κινήματα της εποχής, τη ρωσική πρωτοπορία και τον φουτουρισμό, και σταδιακά θα ενστερνιστεί τις μαρξιστικές ιδέες, θα βρει καταφύγιο στο Παρίσι το 1925, όπου το 1928 θα εκδώσει το Θα κάψω το Παρίσι, το οποίο προκάλεσε εντύπωση και δίχασε αφού από κάποιους θεωρήθηκε αριστούργημα αλλά από άλλους κρίθηκε ως αμφιλεγόμενο. Η πρωτοπορία, σ' όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργίας, σπάνια λαμβάνει άμεσα την καθολική υποδοχή, άλλωστε. Η τότε πρωτοπορία του βιβλίου αυτού στο σήμερα φαίνεται και από το γεγονός πως μοιάζει ύστερο της εποχής του, κάτι που δεν νομίζω πως περιορίζεται στη γέννηση του σουρεαλισμού μέσα από τον φουτουρισμού, αλλά και την ακόλουθη εμφάνιση του υπαρξισμού. Παρότι εξ αρχής είχα υπόψη μου πως εκδόθηκε το 1925, δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθα πως η πλοκή λαμβάνει χώρα μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, σκεφτόμουν με διαφορετικούς όρους τη συσχέτιση με την Πανούκλα του Καμί, για να δώσω μόνο ένα παράδειγμα.

Ο Γιασένσκι, στο Θα κάψω το Παρίσι, χρησιμοποιεί ως εύρημα την παρισινή πανούκλα, με έναν τρόπο εργαστηριακής παρακολούθησης, γι' αυτό αρκετοί διέκριναν και επέκριναν ένα νατουραλιστικό χαρακτήρα στο έργο. Η φιλοδοξία όμως του συγγραφέα θεωρώ πως θα ασφυκτιούσε σε έναν τόσο στενό ειδολογικό περιορισμό, το ίδιο το έργο, επίσης. Το Παρίσι της εποχής, πολυσυλλεκτικό και σε αναβρασμό, αποτελεί το τέλειο σκηνικό ζυμώσεων, καθώς ταυτόχρονα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεσοπολεμικής παρακμής και ύφεσης, την ίδια στιγμή όμως που η πρωτοπορία και η επιρροή από τα ανατολικά έχουν διεισδύσει στο συλλογικό σώμα της ετερόκλητης μητρόπολης, με την ανάμνηση της Κομμούνας να είναι σχετικά φρέσκια. Διόλου απλή και εύκολη δεν είναι, λοιπόν, μια ειδολογική κατάταξη του μυθιστορήματος αυτού, στο οποίο αντανακλάται η πολύπλοκη σύνθεση της γαλλικής πρωτεύουσας, της ανθρώπινης συνθήκης εν γένει.

Παρότι υπάρχει ένα κεντρικό εύρημα, η πανούκλα, αυτό δεν λειτουργεί ούτε εγκλωβιστικά αλλά ούτε άναρχα απελευθερωτικά για τον συγγραφέα, που δεν ξεστρατίζει αποπροσανατολισμένος από την ίδια του την έμπνευση ή την επικίνδυνη μέθη της συγγραφής. Είναι θαυμαστή η ισορροπία που επιτυγχάνει ο Γιασένσκι ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, ο τρόπος με τον οποίο η αχαλίνωτη φαντασία συνυπάρχει με την οξυδερκή παρατήρηση και την πολιτική στράτευση είναι που καθιστά τόσο σημαντικό το Θα κάψω το Παρίσι, τόσο φρέσκο και άχρονα διαχρονικό επίσης, ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του, άλλωστε, συνοψίζουν ακόμα και σήμερα εν πολλοίς την ανθρώπινη ιστορία. Η υπέρβαση των όποιων αναμενόμενων περιορισμών, η άνεση με την οποία ο Γιασένσκι δοκιμάζει τα όρια της γραφής, τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και περιεχομένου, αντανακλά τη σύνθετη φύση της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη, καθιστώντας ακόμα και το ίδιο το υποκείμενο της γραφής ανεπαρκές, χαρακτηριστικό παράδειγμα που ένα έργο υπερβαίνει τον δημιουργό του, και αυτό προκύπτει από την ανάγνωση, ως αίσθηση, ίσως από την ανεπάρκεια του αναγνώστη, τη δική μου στην προκειμένη περίπτωση, που δυσκολεύεται να αποδεχτεί πως το μυθιστόρημα υπήρξε πλήρως ελεγχόμενο από τον δημιουργό του, ταυτίζοντάς τον ίσως με τον καψερό Πιερ τη στιγμή που τα μάτια του λάμπουν μπροστά στους δοκιμαστικούς σωλήνες με το ένοχο βακτήριο.

Αν κάτι απουσιάζει από το Θα κάψω το Παρίσι, αυτό είναι η μελαγχολία, η άρνηση και η ματαιότητα πως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, παρά τον διάχυτο ζόφο, παρά το θανατικό που σέρνεται από πόρτα σε πόρτα. Η αλλαγή ωστόσο κοστίζει, αυτό ο Γιασένσκι το υπενθυμίζει στην κάθε ελάχιστη αφορμή, τίποτα δεν θα αλλάξει χωρίς κόστος, και το τίμημα που το κυριαρχικό σύστημα προκαλεί καθημερινά είναι τεράστιο, αφού θέτει σε κίνδυνο ακόμα και τον πλήρη αφανισμό του ανθρώπου, σπαταλώντας τους πόρους, αδιαφορώντας για τους φυσικούς περιορισμούς, εμμένοντας σε μια ανόητη ανθρώπινη παντοδυναμία, το ατομικό, ωστόσο, θα πρέπει να θυσιαστεί στο συλλογικό, άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Από τις πλέον σημαντικές κυκλοφορίες της χρονιάς, ένα ακόμα κενό από την παγκόσμια γραμματεία που έρχεται να συμπληρωθεί εκατό χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τού Θα κάψω το Παρίσι.

υγ. Ο Μπρούνο Γιασένσκι έρχεται να συμπληρώσει αναγνωστικά, ως τέταρτη όψη, μια σημαντική συγγραφική τριάδα εκ Πολωνίας, την Τοκάρτσουκ, τον Γκομπρόβιτς και τον Λεμ, περισσότερα γι' αυτούς θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αναστασία Χατζηγιαννίδη
Εκδόσεις Έρμα

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Φαινότυποι - Paulo Scott

Η Βραζιλία, αναλογικά με το μέγεθός της, ίσως να είναι η πλέον «αδικημένη» λογοτεχνικά χώρα στα διαβάσματά μου. Για να επιβεβαιώσω την υποψία μου αυτή, ανέτρεξα στο αρχείο του μπλογκ, επτά συγγραφείς όλοι και όλοι, μόνο μία γυναίκα, εννέα κείμενα συνολικά, κάθε άλλο παρά πλούσια συγκομιδή, δηλαδή, η διαίσθησή μου αποδείχτηκε σωστή. Αντίθετα με άλλες γωνιές του πλανήτη, στη λογοτεχνία των οποίων με φοβίζει και με κρατάει μακριά η εξωτικότητα, η Βραζιλία, πάντα λογοτεχνικά μιλώντας, μοιάζει να είναι «θύμα» της συγκυρίας, απλά έτυχε, σκέφτομαι, όσο κάτι μπορεί να τύχει. Όταν έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα του Πάουλο Σκοτ, Φαινότυποι, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά, δεν σκεφτόμουν καθόλου κάποιας μορφής επανόρθωση, η επιθυμία μου να διαβάσω άμεσα το βιβλίο αυτό είχε κυρίως να κάνει με τη μεταφραστική υπογραφή και το ένστικτο.

Τα τελευταία χρόνια, καλοδεχούμενα, η λογοτεχνική παραγωγή εμπλουτίζεται με ολοένα και περισσότερα δείγματα μεταποικιακής γραφής, τα θύματα παίρνουν, έστω και ετεροχρονισμένα, τον λόγο από τους λευκούς άντρες που διατηρούσαν για πολύ καιρό το μονοπώλιο, γράφοντας την ιστορία ως είθισται να κάνουν οι νικητές. Ένα από τα οφέλη της λογοτεχνίας είναι η επαφή με πράγματα προφανή που ωστόσο ποτέ δεν είχαν πάρει συγκεκριμένη μορφή στο μυαλό του αναγνώστη. Στην προκειμένη περίπτωση ο ρατσισμός με βάση το χρώμα του δέρματος στη Βραζιλία, προφανές αλλά δεν το είχα ποτέ κάνει λέξεις. Αντλώ συνοπτικά από το επίμετρο της μεταφράστριας: «Η κατασκευή ταυτότητας του μαύρου ατόμου στη Βραζιλία είναι μια κατασκευή της λευκοκρατίας, που θέλησε να πειθαρχήσει και να ιεραρχήσει τις μαύρες και τους μαύρους σύμφωνα με τη χρώση του δέρματός τους, δηλαδή σύμφωνα με τον ευκολότερο τρόπο να διακρίνει οπτικά τον άλλον, και να κατανοεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να τον συνδέσουν με την αφρικανικότητα» (Devulsky, 2021, σ. 26). Ρατσισμός γνωστός και ως κολορίσμο.

Ο Φεντερίκο και ο Λορένσο είναι αδέρφια, από τους ίδιους γονείς, ο Φεντερίκο περνά για λευκός, ο Λορένσο είναι μαύρος, ο πρώτος απολαμβάνει τα προνόμια, αλλά και την ενοχή αυτών, ο άλλος υπόκειται στην αγριότητα του ρατσισμού. Ο Φεντερίκο, σε πρώτο πρόσωπο, αφηγείται μια ιστορία σε τρία μέρη, που διαδέχονται το ένα το άλλο, ώσπου να έρθουν να συναντηθούν και να δώσουν το πλήρες ανάπτυγμα. Οι αναλήψεις από το κοντινό και μακρινό παρελθόν, η συμμετοχή του σε μια επιτροπή με θέμα τις ποσοστώσεις των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα μπλεξίματα της ανιψιάς του η οποία συλλαμβάνεται σε μια διαμαρτυρία με όπλο στην κατοχή της. Ο Σκοτ με μια πρόζα σαγηνευτική, δείγμα λογοτεχνίας υψηλής στάθμης, οργανώνει μαεστρικά το ετερόκλητο αυτό υλικό, πετυχαίνοντας να απαλλαγεί από θεματική μονομέρεια και να αποδώσει με ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή του Φεντερικό και της οικογένειάς του. Παρότι, θέλω να πω, το κυρίως θέμα μοιάζει να είναι η πολεμική που η ποσόστωση των φοιτητών εγείρει στη βραζιλιάνικη κοινή γνώμη, ο Σκοτ δεν εγκλωβίζεται σε αυτό, δεν επιθυμεί άλλωστε να καταθέσει με τρόπο δοκιμιακό την άποψή του, σκοπός του είναι η παραγωγή λογοτεχνίας, να γράψει ένα μυθιστόρημα, ένα πολύ καλό μυθιστόρημα για την ακρίβεια.

Δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα για το μακρινό παρελθόν, θεωρώ ωστόσο πως η απόλυτη προσήλωση ενός ατόμου σε έναν σκοπό, χωρίς η λογοτεχνική αποτύπωση της προσήλωσης αυτής να διανθίζεται και με το υπόλοιπο εύρος της καθημερινότητάς του, πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως μια ερωτική απογοήτευση ή οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια ή, ακόμα ακόμα, η επιθυμία για μια μπύρα ένα ζεστό απόγευμα, αλλά και πράγματα πιο σημαντικά όπως τα μπλεξίματα της ανιψιάς του με τον νόμο ή η ενοχή που το τυχαίο προνόμιο γεννά, κάτι το χαλκευμένο και διόλου πειστικό θα είχε ως αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Φεντερίκο. Όχι γιατί απαραίτητα η σύγχρονη ζωή δεν διέπεται από υψηλά ιδανικά, αλλά γιατί είναι πολύ πιο σύνθετη και διασπασμένη, και η λογοτεχνία, σκιαγραφώντας την οφείλει να αποδεχτεί το χαρακτηριστικό της αυτό, αν επιθυμεί να μπορεί να σταθεί αντιπροσωπευτική αυτής, να μην ξενίζει.

Ισχυρίζομαι συχνά πως στη λογοτεχνία το πώς έχει μεγαλύτερη σημασία από το τι, καθώς όλες οι ιστορίες μοιάζει να έχουν ειπωθεί, ωστόσο, βιβλία όπως αυτό, έρχονται να λειτουργήσουν ως εξαιρέσεις ενός κανόνα φαινομενικά παντοδύναμου μες την απλοϊκότητα της διατύπωσής του. Οι Φαινότυποι πέρα από την τεχνική τους αρτιότητα, ή ίσως και ως αποτέλεσμα αυτής, αφηγούνται μια τρομερά ενδιαφέρουσα ιστορία, απαλλαγμένη από την υπερβολή και την εξωτικότητα. Ο καλοδουλεμένος μακροπερίοδος λόγος, η απαλοιφή των περιττών σημείων στίξης, η ενσωμάτωση του πλάγιου λόγου στην πρόζα, το γαϊτανάκι αλληλοδιαδοχής των ιστοριών, τα δευτερεύοντα πρόσωπα της πλοκής που έχουν διαστάσεις, το ταπεινό με το υψηλό στη σκέψη, η ανθρωπινότητα, η αποφυγή διδακτισμού και κατήχησης, η μη διάκριση σε ζεύγη λευκού μαύρου, η έλλειψη εκβιασμού στο συναίσθημα, συναίσθημα που κατακλύζει το μυθιστόρημα από άκρη σε άκρη, όσα δεν λέγονται αλλά συμβαίνουν, είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά εκείνα της γραφής του Σκοτ που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό σπουδαίο, πράγματι σπουδαίο χωρίς να το φωνάζουν, χωρίς να το απαιτούν, χωρίς να περιαυτολογούν, χωρίς να λένε διαρκώς και επισταμένως: δείτε με, δείτε με τι σπουδαία που γράφω.

Χαρακτήρισα παραπάνω την πρόζα του Σκοτ σαγηνευτική. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι το κύριο γνώρισμά της ή αν αυτή η αίσθηση έχει να κάνει με την αβίαστη ροή της, σίγουρα δουλεμένης ξανά και ξανά, πρόταση την πρόταση, λέξη τη λέξη, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, το ίδιο, πώς αλλιώς, ισχύει και για τη μετάφραση της Ψυλλιά, και ας πρόκειται για αίσθηση και όχι για κάτι που μπορώ τεχνικά να αποδείξω.

Οι Φαινότυποι, σήμερα έχουμε δεκαπέντε Μαΐου, είναι σίγουρα ένα από τα βιβλία της χρονιάς μου.

υγ. Για τα υπόλοιπα βιβλία προερχόμενα από τη Βραζιλία περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Κακή συνήθεια - Alana Portero

Ταξιδιωτική λογοτεχνία δεν είναι μόνο εκείνη που περιγράφει ταξίδια, αλλά και εκείνη που επιλέγεται να τα συνοδεύσει. Θα επέστρεφα, κάποια χρόνια μετά, ξανά στη Μαδρίτη, ήθελα/χρειαζόμουν/προσδοκούσα κάτι μαδριλένικο. Η Κακή συνήθεια της Αλάνα Πορτέρο είχε μόλις κυκλοφορήσει· Μαδρίτη, δεκαετία του '80· έμοιαζε να είναι το βιβλίο που γύρευα.

Ένα κορίτσι σ' ένα σώμα που μοιάζει αγοριού, ένα κορίτσι σε σύγχυση, προσπαθεί να καταλάβει χωρίς αστρολάβο προς τα πού θέλει να χαράξει πορεία, βαδίζοντας στις γειτονιές του κέντρου, επιστρέφοντας τα βράδια στο εργατικό προάστιο, αλλάζει ρούχα για να περάσει τα σύνορα από το εν κρυπτώ στο φανερό, αλλάζει συμπεριφορά σε μια προσπάθεια να περάσει απαρατήρητη, κλείνεται με τις ώρες στο δωμάτιό της. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αυτή. Μια Μαδρίτη σε movida, με σκοτεινές γωνιές, με φωτεινές γωνιές, με καλούς και κακούς ανθρώπους.Ήδη ο θάνατος του ενός έχει απελευθερώσει ένα κύμα πολύχρωμο, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα- προπύργιο, τα φίδια έχουν φωλιάσει στις τρύπες τους, τα φίδια ξέρουν να κάνουν υπομονή στα σκοτεινά και υγρά λαγούμια, επωάζουν τα αβγά τους, περιμένουν και εκείνα τον ιστορικό κύκλο. Όμως, οι εποχές δεν αλλάζουν με μια ταφή, μακάρι να ήταν τόσο απλό, η συνέχεια του κακού κρύβεται πίσω από την υποκρισία, κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν έφταιγε, όλοι πάλευαν για την αλλαγή, για τη δημοκρατία, για την ελευθερία, το ίδιο πάντα αφήγημα ή για την ακρίβεια το μη αφήγημα, η ακαριαία λήθη.

Έχω αρκετές φορές δηλώσει/παραδεχτεί την αδυναμία μου μπροστά στη λογοτεχνία των μη προνομιούχων (κυρίως) λευκών αντρών, αδυναμία διάκρισης μεταξύ της τεράστιας σημασίας της ύπαρξης μιας τέτοιας λογοτεχνίας και της ποιοτικής στάθμης της, τα προνόμια μου με βαραίνουν, δεν μου επιτρέπουν να δω καθαρά, δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο για μια καθαρή, προφανώς υποκειμενική, αξιολόγηση. Είμαι ένας άνθρωπος που για χρόνια ταλαιπωρήθηκε, και ακόμα προφανώς ταλαιπωρείται, από τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, άσπρο μαύρο και πουθενά το όμορφο πολυποίκιλο γκρι. Η ανάγνωση, ανάμεσα σε τόσα άλλα, μας συστήνει τον εαυτό μας, ελπίζω δηλαδή να το κάνει, η ανάγνωση είναι ένα, ίσως παράδοξο και μη προφανές, εν εξελίξει μυθιστόρημα ενηλικίωσης, άσχετο με τον αριθμό των κεριών στη ζαχαρόπαστα της τούρτας. Η αμφιβολία και η αμφισβήτηση είναι οι πιο θρεπτικοί της καρποί.

Τον τελευταίο καιρό μόνο, τι και αν έχω ήδη κλείσει τα σαράντα, φανερώνεται δειλά ο ενδιάμεσος χώρος, αυτή η ταυτόχρονη παρουσία της σημασίας και της αδυναμίας, υπάρχει όμως και άλλος χώρος να διερευνηθεί και άλλες γωνιές να φωτιστούν και να πατηθούν, ίσως και να χρησιμεύσουν ως ένα σύντομο ή όχι διάστημα ανάπαυσης. Είναι ξεκάθαρο απ' όσα προηγούνται πως οι ενοχές ακόμα δεν έχουν υποχωρήσει εντελώς από το προσκήνιο, νιώθω πως πρέπει να απολογηθώ, πρώτα και κύρια στον ίδιο μου τον εαυτό, στη γαματοσύνη μου. Δυσκολεύομαι να πω: το Κακή συνήθεια είναι για πολλούς λόγους ένα σημαντικό συμβάν παρότι λογοτεχνικά δεν με κάλυψε.

Αλίμονο, όμως, αν η ανάγνωση υπαγόταν σε ένα απόλυτο ζεύγος αντιθέτων, στην έγκριση και την απόρριψη. Δεν είναι η πρόκληση εκείνη που χαρακτήρισε την ανάγνωσή μου. Η πρόκληση για την πρόκληση μου γεννά εδώ και χρόνια δυσανεξία. Ούτε κάποια προφανής και μονοσήμαντη απάντηση στο γιατί η Πορτέρο έγραψε αυτό το βιβλίο, πέρα της μόνης αποδεχτής: γιατί έτσι ήθελε. Και αυτή η αυτοπεποίθηση, η ανορεξία της να αποδείξει γιατί η ιστορία της πρέπει να ειπωθεί, η απουσία διάθεσης να απολογηθεί, να δικαιολογηθεί ή να πείσει, είναι που προσφέρει επιπρόσθετη αξία στην ιστορία αυτή. Όμως, σε ένα επίπεδο παραδόξως δοκιμιακό, όχι και τόσο λογοτεχνικό.

Σε καμία περίπτωση η Κακιά συνήθεια δεν είναι ένα κακογραμμένο βιβλίο, ίσως μάλιστα ένα μέρος του προβληματισμού επί της λογοτεχνικής του αξίας να κρύβεται στο καλοσχηματισμένο και καλογραμμένο περιεχόμενο.

Η Πορτέρο διαφεύγει του κινδύνου μιας διάχυτης εγωπάθειας, νόσος συχνή της αυτομυθοπλασίας ή της αυτοβιογραφικής γραφής. Είναι ένα από τα κύρια βέλη απέναντι σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, η αυτοαναφορικότητα, η παράδοξη αναχωρητικότητα εντός ενός άκρως ρεαλιστικού πλαισίου. Η Πορτέρο γράφει για να πει πως τα κατάφερε, χωρίς τόνο το πως συνειδητά, αλλά δεν εξαντλείται εκεί, αυτό το ξέρει, έχει συμβεί πριν από το βιβλίο, δεν είναι ένα success story αυτό, αλλά η μαρτυρία μιας επιβίωσης, το οφειλόμενο ευχαριστώ σε εκείνα τα πλάσματα που τη βοήθησαν να σταθεί απέναντι στον καθρέφτη και να αντικρίσει αυτό που είναι, να νιώσει όμορφα με αυτό. Είναι ταυτόχρονα και ένα εγχειρίδιο, αλλά δεν σου λέει το πώς θα τα καταφέρεις, αλλά πως θα τα καταφέρεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τον δικό σου τρόπο. Γι' αυτό δεν ωραιοποιεί, γι' αυτό δεν δυστοπεί, όλα υπάρχουν μέσα σε όλα, άλλωστε. Δεν εκβιάζει το συναίσθημα, πόσο σημαντικό και αυτό, ε;

Σ' ένα βιβλιοπωλείο άκουσα μια πελάτισσα να λέει, αφού της περιέγραψαν την πλοκή μέσες άκρες: α, τέτοιο είναι; Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι για τη σημασία βιβλίων όπως αυτό, τόσα και άλλα τόσα, και άπειρα ακόμα τόσα.

Διαβάζω όσα ως τώρα έχω γράψει, κάποιες αλλαγές ίσως χρειάζονται, κάποια σημεία ίσως καλύτερο φωτισμό, διαβάζω ωστόσο και διακρίνω τη σημασία που και αυτό το βιβλίο είχε για μένα, όλα όσα προήλθαν ως σκέψη, ως ξύσιμο μιας επιφάνειας. Τι άλλο να πω, πέρα από αυτό;

Κλείνοντας θα ήθελα, ωστόσο, κάτι ακόμα να πω, κάτι που αφορά μια μεταφραστική επιλογή. Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, συνέβαινε και θα συμβαίνει, η γλώσσα ως μια κατασκευή γνωρίζει κάποιες μετατροπές απαραίτητες. Η Πορτέρο μιλάει για εκείνη σε γένος θηλυκό ακόμα και για την περίοδο εκείνη που όλοι την αντιμετώπιζαν ως αυτό που φαινόταν να είναι, ως αγόρι. Νιώθω, ίσως διαισθητικά, πως εκείνη δεν θα επέλεγε το «ο εαυτός μου» αλλά το «η εαυτή μου» και πριν πείτε πως κάτι τέτοιο δεν είναι δόκιμο, σκεφτείτε το καλά, ίσως από την απάντησή σας να φανεί μια ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για βιβλία όπως αυτό.

υγ. Προφανώς και σε κάθε (ψευτο)δίλημμα Μαδρίτη ή Βαρκελώνη, η απάντηση θα είναι προφανής.

υγ2. Δύο χρόνια πριν, διάβασα ένα βιβλίο εξίσου σημαντικό, που λογοτεχνικά με κάλυψε περισσότερο, έργο εγχώριας προέλευσης, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Jazz - Toni Morrison

Υπάρχει μια λίστα με παραλείψεις, κενά, επιθυμίες και απωθημένα. Αν υπάρχει κάτι που σίγουρα μαθαίνει κανείς διαβάζοντας όλο και περισσότερο, αυτό είναι πως οι παραλείψεις, τα κενά, οι επιθυμίες και τα απωθημένα πολλαπλασιάζονται με εκθετικό ρυθμό, με γεωμετρική πρόοδο, υψώνουν το αδύνατο μπροστά στα μάτια σου, ποτέ δεν θα μπορέσω να διαβάσω όσα θέλω να διαβάσω, όσα έχω διαβάσει δεν θα είναι ποτέ αρκετά να σβήσουν τη δίψα και την επιθυμία. Και η λίστα μεγαλώνει διαρκώς.

Είναι μια από τις στοχεύσεις της κάθε επόμενης χρονιάς, λίγες λέξεις αφού τα πεπραγμένα καταγραφούν, τα χρωστούμενα εμφανίζονται. Έτσι και φέτος, ο στόχος ήταν διπλός: Τόνι Μόρισον και Λουσία Μπερλίν· δεν τις έχω διαβάσει, παρότι είμαι πεπεισμένος πως είναι σημαντικές, καθεμιά για τους δικούς της λόγους· φέτος, είπα, θα περάσουν στη λίστα των πεπραγμένων, θα διαγραφούν από τη λίστα με τα προσεχώς, ως ονόματα, τουλάχιστον ένα από τα βιβλία τους, τα υπόλοιπα θα παραμείνουν εκεί, θα πάρουν τη θέση των ονομάτων· ήθελα να διαβάσω δύο συγγραφείς, όταν γίνει, θα θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία τους, να πώς γίνεται η λίστα ένα αριθμήσιμο άπειρο.

Μία σημαντική απόφαση είναι με ποιο έργο ενός συγγραφέα θα γίνει η σύσταση, ποια θα είναι η είσοδος στο σύμπαν του. Τώρα λέω για τη Μόρισον. Οι περισσότεροι, με λάμψη στα μάτια, να σημειωθεί αυτό παρακαλώ, πρότειναν την Αγαπημένη, βασικά όλα της, έλεγαν, αλλά κυρίως την Αγαπημένη. Εγώ δεν είχα ούτε ένα βιβλίο σπίτι της, φέτος όμως θα ήταν η χρονιά της γνωριμίας μας, έπρεπε πρώτα κάτι δικό της να φέρω στο σπίτι, εκεί στη στοίβα που με κοιτάζει στραβά και ετοιμόρροπα· θυμάστε το τζένγκα που παίζαμε μικροί;

Τον Νοέμβριο του '24, ο Κώστας Αγοραστός επιμελήθηκε ένα αφιέρωμα στην Bookpress, στο οποίο είκοσι πέντε συγγραφείς συνεισφέρουν μιλώντας για το βιβλίο που για εκείνους είναι «η δική τους Αμερική». Ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες προτάσεις, βιβλία που έχω κιόλας διαβάσει και άλλα που, καμία έκπληξη, προστέθηκαν στη λίστα με τα προσεχώς, η συνεισφορά του Λευτέρη Καλοσπύρου, που επέλεξε το Τζαζ, αυτό απ' όλα τα βιβλία της Μόρισον, μου έδωσε μια απάντηση, αυτό θα ήταν το βιβλίο-γνωριμίας.

Η απάντησή του, η επιλογή μιας Αφροαμερικανής συγγραφέως, που η υψηλή κριτική, παρά το βραβείο Νόμπελ καθυστέρησε πολύ να της δώσει την καθοριστική θέση ανάμεσα στους σπουδαίους, κυρίως λευκούς άντρες, της αμερικανικής λογοτεχνίας, μου έκανε εντύπωση. Όλα τα καπαρώνει το προνόμιο, το αυτό συμβαίνει και με τον κανόνα της λογοτεχνίας, τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνία, με τον οποίο την αξιολογούμε και οι λευκοί άντρες είχαν το προνόμιο για αιώνες. Και όμως, στο ζητούμενο «η δική τους Αμερική», ο Καλοσπύρος συνεισέφερε το όνομα της Μόρισον, και αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί μπορεί πια το όνομά της να έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, η επιρροή και η συμβολή της να έχει περιγραφεί από τον κριτικό και ακαδημαϊκό λόγο, δεν παύει ωστόσο να είναι μια μαύρη γυναίκα, και δη στην Αμερική.

Διάβασα για πρώτη φορά Μόρισον, λοιπόν, και ποτέ δεν θα μπορέσει να μου συμβεί ξανά να διαβάσω για πρώτη φορά Μόρισον, και αυτή η πρώτη επαφή, από μόνη της, είναι κάτι το μοναδικό, η είσοδος σε ένα αστεροσκοπείο στην οροφή του οποίου ένας γαλαξίας φεγγοβολά, φως και σκοτάδι, μικρότερα και μεγαλύτερα άστρα, σημαντικοί και δευτερεύοντες πλανήτες, το τηλεσκόπιο στραμμένο για λεπτομερή παρατήρηση σ' έναν από αυτούς, το Τζαζ, στην προκειμένη περίπτωση, εκεί όπου ο Τζο Τρέις, μεσήλικας και μεσόκοπος, πλανόδιος πωλητής καλλυντικών, που έφτασε πριν χρόνια στη μεγάλη πόλη, στη μεγαλύτερη των πόλεων, τη Νέα Υόρκη, παρέα με τη σύζυγό του, τη Βάιολετ, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο και τη ζωή στα χωράφια, ο Τρέις, λοιπόν, θα σκοτώσει τη νεαρή ερωμένη του. Κατά τη διάρκεια της κηδείας η Βάιολετ, τυφλωμένη από ζήλια και μίσος, θα ορμήσει στο κορμί που κείτεται νεκρό στο ανοιχτό φέρετρο. Το κοντραμπάσο δίνει κιόλας τον ρυθμό, τα τύμπανα παρά την παιγνιώδη διάθεση, επίσης, τα όργανα του μικρού σχετικά σχήματος περιμένουν τη σειρά τους ώστε να κάνουν ένα βήμα μπροστά, να πατήσουν πάνω στα υπόλοιπα, να αναδυθούν, πριν υποχωρήσουν ξανά, δίνοντας τη θέση τους στο επόμενο.

Σκέφτομαι αν ο τίτλος του μυθιστορήματος αυτού είναι ο πλέον δηλωτικός του ύφους, του ρυθμού, του στυλ, του περιεχομένου και των συγγραφικών επιδιώξεων, στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Η επιλογή του τίτλου είναι αρκετά σημαντική, κυρίως όμως ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας, αυτό συμβαίνει και εδώ, αλλά όχι απλώς αυτό, αυτό το μυθιστόρημα είναι τζαζ, με τους αυτοσχεδιασμούς, την περιδίνηση στο χάος, το σχεδόν αδιόρατο νήμα που το συνέχει και δεν το αφήνει να εξοβελιστεί στο άπειρο του σύμπαντος, να διασπαστεί στα συστατικά του μέρη, αλλά, αντίθετα, όπως συμβαίνει στην καλή τζαζ, όλα είναι τοποθετημένα με τρόπο ευφυέστατο, ακόμα και οι αυτοσχεδιασμοί, ακόμα και το αναπάντεχο, ακόμα και η αίσθηση της αποσύνθεσης, από το τίποτα σχεδόν η μελωδία και ο ρυθμός επιστρέφουν, και ο ακροατής/αναγνώστης βρίσκεται σε μια διαρκή περιδίνηση, κάτι μέσα του δεν ησυχάζει στιγμή, κάτι μέσα του δεν θέλει και δεν μπορεί να ησυχάσει στιγμή. 

Τι σπουδαία συγγραφέας, κρίνοντας από ένα βιβλίο, ναι, τολμηρό να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο μετά από μόλις ένα βιβλίο, αλλά τι σπουδαία συγγραφέας, και πόσο τρομακτικά υπέροχο αυτό το συναίσθημα, να διαβάζει κανείς για πρώτη φορά κάτι τιτανοτεράστιο, κάτι που βρίσκεται στις κορυφές, κάτι που μεταγγίζει στον αναγνώστη τη λάμψη του, τον κάνει κοινωνό και ορειβάτη, τίποτε μετά από αυτό δεν θα είναι ξανά το ίδιο, ούτε η ίδια η Μόρισον.

Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερα έργα και συγγραφείς που ανήκουν σ' αυτό που έμεινε στην ιστορία ως Η αναγέννηση του Χάρλεμ, μεταφράζονται και κυκλοφορούν στα ελληνικά, έργα σπουδαία, για καιρό παραμελημένα και απρόσεκτα, έρχονται να φωτίσουν ένα κομμάτι του αιώνα που πέρασε, να ολοκληρώσουν την εικόνα του αμερικανικού σύμπαντος, με τα δικά του όνειρα και δυσκολίες, τις δικές του ιδιαιτερότητες, τη δική του συνεισφορά. Για χρόνια διδαχτήκαμε και εμπεδώσαμε τη λευκή προοπτική, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στη μαύρη ζωή, ακόμα και τότε οι λευκοί ήταν εκείνοι που έδιναν τον ρυθμό, και ας μην έχουν εκ φύσεως τον ρυθμό μέσα τους, όχι με τον άγριο τρόπο που οι μαύροι χτυπάνε το πόδι στο πάτωμα, όταν σφυρίζουν έναν ρυθμό.

Η Τζαζ κυκλοφόρησε το 1992, ένα χρόνο πριν η Μόρισον βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, διαδραματίζεται στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, αν και οι αναλήψεις από το παρελθόν δεν λείπουν, είναι τα χρόνια του Χάρλεμ, της τζαζ, της διεκδίκησης, τότε που το τίμημα ήταν δυσβάσταχτο, το προνόμιο εναντίον του οποίου έπρεπε να διεκδικήσει η κοινότητα τεράστιο. Είναι, ταυτόχρονα, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, για την εποχή που το καζάνι που έβραζε όλο και άφηνε ατμό να δραπετεύσει, αλλά ταυτόχρονα και ένα παράδοξο ταξίδι στις ρίζες, μια ιστορία σχετικά απλή ως προς το περιεχόμενο, μια μελωδία εύκολα σφυρίξιμη, δοσμένη όμως με τρόπο καθηλωτικά άγριο και φρενήρη, έτσι όπως τα πρόσωπα παίρνουν τον λόγο το ένα μετά το άλλο, έτσι όπως μπλέκονται οι μεμονωμένες ιστορίες γύρω από την κεντρική, ενώ εκείνη διαρκώς προωθείται και ολοκληρώνεται.

Η Μόρισον, ίσως γι' αυτό δεν έλαβε τους επαίνους που της έπρεπαν, όχι σε χρόνο σύγχρονο τουλάχιστον και παρά το Νόμπελ, το οποίο διαισθητικά φοβάμαι πως ακριβώς γι' αυτό το πήρε, γιατί έγραψε μαύρη λογοτεχνία, και ας μην έχω διαβάσει άλλα βιβλία της, αυτό είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να ανακαλύψει, ο «εξωτισμός» και το αίσθημα υπεροχής των λευκών αντρών απέναντι σε μια μαύρη γυναίκα, μια λογοτεχνία που δεν τους αφορούσε έτσι όπως έθετε εν αμφιβόλω τις συμπαγείς ιδέες τους για τον κόσμο, αλλά η επιτροπή του Νόμπελ, που από καιρό σε καιρό θέλει να δείχνει ανοιχτή στο νέο, ανεκτική στο διαφορετικό, να πιστοποιεί μια πολιτική αλλαγή που τίθεται προς πώληση και για εφησυχασμό των προοδευτικών, ή, τέλος πάντων, εκείνων που έτσι αυτοπροσδιορίζονται, ένιωσε την υποχρέωση να κάνει αυτή τη βράβευση.

Και όμως, κανέναν εξωτισμό δεν διέκρινα, όχι με βάση ανάγνωσης το σήμερα τουλάχιστον, αλλά συμπλήρωση της εικόνας, αυτό ναι, της μεγάλης εικόνας, την κατάρριψη της μονοσημίας και της μονοσυστατικότητας του κόσμου, και πιο συγκεκριμένα του αμερικάνικου, του πλέον προβεβλημένου κόσμου από όλους όσους απαρτίζουν και συνθέτουν το όλο της ανθρωπότητας και των παραγώγων της. Και κατάρριψη της όποιας στερεοτυπίας, καλή ή κακής, αγνής ή εκ του πονηρού, σχετικά με τη μαύρη ζωή, τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της, όχι οι καημένοι οι μαύροι, όχι οι βίαιοι μαύροι, όχι άσπρο, όχι μαύρο, όχι όλα ένα και το αυτό, αλλά πολυσημία, πολυσυστατικότητα, διαφορετικότητα ποικίλων χαρακτηριστικών.

Ο κίνδυνος ελοχεύει, η παγίδα είναι πονηρά τοποθετημένη, για μαύρη γυναίκα καλά γράφει, την καημένη και τους καημένους, ας τις πετάξουμε λίγα ψίχουλα αναγνώρισης, ας της χτυπήσουμε την πλάτη απαλά εμείς οι προοδευτικοί προνομιούχοι, ας φανούμε μεγαλόψυχοι και κουβαρντάδες, ας σκύψουμε λίγο από τα ύψη που αερίζουν τα μυαλά και το βλέμμα μας, αρκεί να μην παραδεχτούμε πως φάγαμε τα μούτρα μας, πως μας πλάκωσαν οι ίδιες μας οι μέχρι πρότινος στέρεες πεποιθήσεις μας, η ιδεοληψία μας, πριν πούμε το απλό: κάναμε λάθος, είμαστε γελοίοι.

Τι να λέμε τώρα, σπουδαία λογοτεχνία. Και από το ένα όνομα στη λίστα με τις παραλείψεις, τα κενά, τις επιθυμίες και τα απωθημένα, βρέθηκα με ολόκληρη τη βιογραφία της Μόρισον.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Απειρόγωνο - Colum McCann

Ο Α. το έκανε δώρο στη Δ. Εκείνη το διάβασε και ενθουσιάστηκε, έψαξε και βρήκε και τα υπόλοιπα βιβλία του Κόλουμ ΜακΚαν. Ξεκίνησε και ο ίδιος να το διαβάζει, αργά αργά, προσεκτικά. Τότε ξεκίνησε το κορτάρισμα, πρέπει να το διαβάσεις αυτό το βιβλίο, θα σου αρέσει σίγουρα, εντύπωση μου κάνει που δεν το έχεις διαβάσει, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Έφερα το Απειρόγωνο σπίτι, το άφησα αρκετά ψηλά στη στοίβα. Ο καιρός περνούσε, το κορτάρισμα καλά κρατούσε. Δύο πράγματα με απέτρεπαν περισσότερο από τον ενθουσιασμό του Α., πρώτον η επιφύλαξη για καιροσκοπισμό, ένας Ιρλανδός γράφει για την Παλαιστίνη, ένας τόπος ανήσυχος διαρκώς, τους τελευταίους μήνες ακόμα πιο εφιαλτικός, δεύτερον, το μέγεθος, εξακόσιες σελίδες, παρά τη μεγάλη σχετικά γραμματοσειρά και τα μικρά κεφάλαια.

Ήταν Τετάρτη απόγευμα, είχα γυρίσει από τη δουλειά, ήθελα μόνο να αράξω στον καναπέ και να τελειώσω το δυστοπικό μυθιστόρημα που διάβαζα, λίγες σελίδες μου είχαν μείνει, το πρωί δεν είχα καταφέρει να ξυπνήσω έγκαιρα. Έφτιαξα δεύτερο καφέ. Τελείωσα το βιβλίο, είχα βολευτεί στον καναπέ, ήθελα να συνεχίσω να διαβάζω, τράβηξα το Απειρόγωνο από τον σωρό, δεν είχα αποφασίσει ακόμα ποιο θα ήταν το επόμενο βιβλίο, είπα να του ρίξω μια ματιά, διάβασα εκατόν σαράντα σελίδες μέχρι να χρειαστεί να σηκωθώ. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

«Απειρόγωνο: ένα σχήμα που διαθέτει έναν αριθμήσιμο άπειρο αριθμό πλευρών. Το αριθμήσιμο άπειρο είναι η απλούστερη μορφή του απείρου».

Με λίγα λόγια η υπόθεση: Ο Μπασάμ Αραμίν, Παλαιστίνιος, και ο Ράμι Ελχανάν, Ισραηλινός, έχουν χάσει τις μικρές κόρες τους από τον εχθρό. Αυτό τους συνδέει. Είναι μέλη μιας ισραηλινοπαλαιστινιακής ένωσης για την ειρήνη, προσπαθούν με όσες δυνάμεις έχουν να μπει ένα τέλος σε αυτό, το σύνθημα συνοψίζεται στο: Για να μπει ένα τέλος, πρέπει να μιλήσουμε.

Ο τρόπος με τον οποίο χτίζει ο ΜακΚαν το μυθιστόρημα, εκκινώντας από μια σειρά πραγματικών γεγονότων και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο στη συλλογή περαιτέρω πραγματολογικών στοιχείων, πάντοτε θα μου φέρνει στον νου το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα Επιχείρηση σφαγή του Αργεντινού Ροδόλφο Γουόλς. Μια πρώτη διαφορά είναι το μετερίζι από το οποίο οι δυο τους εκκινούν, ο Γουόλς υπήρξε δημοσιογράφος, ο ΜακΚάν είναι συγγραφέας, επίσης, ο Γουόλς έγραψε από πρώτο χέρι μια ιστορία εν μέσω δικτατορίας στη χώρα του, ο Ιρλανδός έστρεψε το βλέμμα στη Μέση Ανατολή. Διαβάζοντας το Απειρόγωνο ένα δυστυχώς υποτιμημένο βιβλίο μου ήρθε στο μυαλό, Η ανακάλυψη των σωμάτων, του Πιερ Ντυκροζέ, ένας Γάλλος που έγραψε μια μπολανική μυθιστορία βασισμένος στην απαγωγή μιας ομάδας φοιτητών από τη μεξικανική αστυνομία.

Δεν είναι κάτι σπάνιο ένας συγγραφέας να εκκινά από τη γνώση ενός γεγονότος, να μπολιάζει λογοτεχνικά στολίδια σε μια πραγματική ιστορία. Είναι ωστόσο σπάνιο η απόπειρα αυτή να ξεπερνά το ντοκουμέντο και να μετουσιώνεται σε υψηλή λογοτεχνία. Αυτή είναι η περίπτωση εδώ.

Έχουμε, έχω, τοποθετήσει την έμπνευση σε έναν ψηλό θρόνο, απαραίτητη παρουσία ώστε το ταλέντο και η μαστοριά να εκτοξευθούν σε ασύλληπτα ύψη. Έχουμε, έχω, ταυτίσει την έρευνα και τη γνώση με το δοκίμιο και τον ακαδημαϊκό λόγο. Η λογοτεχνία, λέμε, λέω, δεν έχει να κάνει με αυτό. Όπως κάθε πιστός έτσι και ο αναγνώστης έχει μια μεταφυσική αχίλλειο πτέρνα, τον δύσκολα προσδιορίσιμο και περιγράψιμο χαρακτήρα της έμπνευσης και της φαντασίας, πού/πώς το σκέφτηκε αυτό, αναρωτιόμαστε εντυπωσιασμένοι. Τέτοιος αναγνώστης είμαι κι εγώ, το ασύλληπτο με γοητεύει, το χειροπιαστό όχι και τόσο. Και όμως το πού/πώς το σκέφτηκε αυτό είναι διαρκώς παρόν στο Απειρόγωνο, τόσο ως προς την κατασκευή και τη σύνθεση, όσο και ως προς το περιεχόμενο, τον συνδυασμό όλων αυτών των ψηφίδων. Είτε γνωρίζεις, είτε δεν εντυπωσιάζεσαι από τα διάφορα πραγματολογικά, μικρή σημασία έχει εδώ ως προς την αναγνωστική εμπειρία.

Βγαίνοντας από την πρώτη αναγνωστική έφοδο, είχα την υποψία πως ίσως αρχές Απριλίου να διάβαζα ήδη το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, βρισκόμουν σε συγκλονιστικό αναγνωστικό σοκ, συνθήκη κάπως σπάνια, αντιστρόφως ανάλογη των καλών βιβλίων που διαβάζω. Σε άλλη περίπτωση θα τοποθετούσα σε περίοπτη θέση την πιθανότητα το σοκ να οφειλόταν στις ελαφριές προσδοκίες και στις πιο ισχυρές επιφυλάξεις, είδα τις πρώτες να θεριεύουν, τις δεύτερες να καταρρέουν με κρότο. Σε άλλη περίπτωση, επίσης, θα δοκίμαζα να δαμάσω τον ενθουσιασμό μου, να αποφύγω υπερβολές όσο και αν τις πίστευα, φοβούμενος με τη σειρά μου πως θα δημιουργούσα στους άλλους προσδοκίες που ίσως αποτελούσαν τροχοπέδη στην πιθανή μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη. Αυτή τη φορά κυριαρχεί ο απελευθερωτικός ενθουσιασμός και η ακλόνητη βεβαιότητα, το Απειρόγωνο είναι ένα επίτευγμα, ένα μείζον λογοτεχνικό συμβάν.

Μια προφανής παρομοίωση είναι το ψηφιδωτό. Ο ΜακΚαν χωρίζει σε χίλια και ένα, να και μια διακειμενική αναφορά, το μυθιστόρημά του, το μικρότερο είναι μια γραμμή, το μεγαλύτερο κάποιες σελίδες. Μια προφανής επιρροή, όχι λογοτεχνική αλλά βιωματική, είναι η ιρλανδική καταγωγή του, ένα επίσης αιματηρό ιστορικό επεισόδιο βίαιης γειτνίασης. Κάνω το υποκειμενικό βήμα για να πω πως ίσως αυτή η επιρροή του επιβάλλει να σωπάσει υπό το βάρος του απείρου, τα λόγια δεν είναι απλά, οι αποχρώσεις εδώ είναι ταυτόχρονα μετρήσιμες αλλά και άπειρες. «Για να μπει ένα τέλος, πρέπει να μιλήσουμε». Ενίοτε, η απόσταση μας επιτρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τα κοντινά, τα οικεία, τα δικά μας.

Κατανοώ πως κάποιοι στην απουσία ξεκάθαρης πολιτικής θέσης και στράτευσης θα νιώσουν αμήχανοι, ίσως και να θυμώσουν, να οργιστούν και να μην μπορέσουν, ακόμα και αν διαβάσουν το βιβλίο, να νιώσουν τη λογοτεχνική μέθη. Το κατανοώ. Ήταν μέρος και των δικών μου επιφυλάξεων, αρχικά, πριν να ξεκινήσω να διαβάζω το βιβλίο αυτό. Η στράτευση είναι μια μεγάλη συζήτηση που ξεπερνά τα όρια της τέχνης και φτάνει στις ακτές της πολιτικής στάσης. Όμως, ταυτόχρονα, η τέχνη, για διάφορους λόγους, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυτή την επικράτεια συζήτησης, όχι όταν δεν είναι στρατευμένη από τους προνομιούχους νικητές, όχι όταν σκοπός της είναι ο αναχωρητισμός, η λήθη, η παραχάραξη και η διαστρέβλωση. Στο Απειρόγωνο λείπει, τουλάχιστον με την αναμενόμενη μορφή, η πολιτική θέση, ίσως, μάλιστα, κάποιος να ισχυριστεί πως υπάρχει ως εκδοχή ίσων αποστάσεων. Κατανοώ, αλλά νιώθω πως δεν είναι το θέμα μας αυτό.

Η διαίρεση ποτέ δεν υπήρξε του γούστου μου, όχι όταν συμβαίνει υπό την γενίκευση των λαών, οι Τούρκοι από τη μια και οι Έλληνες από την άλλη, και ακολούθως δίδυμοι επιθετικοί προσδιορισμοί, ένα κίβδηλο εμείς στο οποίο ανέκαθεν ένιωθα άβολα. Οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι, το ίδιο. Ο ΜακΚαν θέλει να πει την ιστορία δύο πατεράδων που έχασαν τα παιδιά τους σε αυτόν τον πόλεμο και αυτό δεν τους οδήγησε στο στόμα των εθνικιστών, δεν ένιωσαν άνετα στην ιδέα μιας σημαίας πάνω στο μικρού μεγέθους φέρετρο, δεν βυθίστηκαν στον φανατισμό, αλλά θέλησαν να μιλήσουν, να συζητήσουν, να γυρέψουν μια λύση, να επιχειρήσουν να κατανοήσουν τους απέναντι εαυτούς τους, να πουν: όχι στο όνομά μας. Μοιάζει προφανές αυτό που διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα στον πυρήνα του, το προφανές όμως, κατά τη γνώμη μου, λείπει σήμερα, λείπει πολύ, χρειάζεται πολύ.

Όταν έκατσα να γράψω το κείμενο αυτό δεν είχα πάρει απόφαση αν θα στεκόμουν μόνο στη λογοτεχνική πλευρά ή αν θα δοκίμαζα να πατήσω με προσοχή και στην πολιτική. Άφησα στα δάκτυλά μου την πρωτοβουλία, ίσως έτσι να μπορέσω κι εγώ να διακρίνω πώς λειτούργησε σε μένα το βιβλίο αυτό, πέρα από το λογοτεχνικό αριστούργημα, πέρα από τον ενθουσιασμό της γραφής.

Βιβλία όπως αυτό νιώθω πως υπερτονίζουν την ανεπάρκειά μου, κορυφές που προκαλούν ίλιγγο, στους πρόποδες του βιβλιοπωλείου θα αρκούσε μια ταμπέλα: διάβασέ το. Κλείνοντας, θα πω ξανά: ήταν Απρίλης όταν διάβασα το βιβλίο αυτό, ίσως κιόλας να διάβασα το βιβλίο της χρονιάς.

υγ. Για το Επιχείρηση σφαγή περισσότερα βρίσκεται εδώ, για το Η ανακάλυψη των σωμάτων εδώ.

Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Δεν είναι ποτάμι - Selva Almada

Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το Δεν είναι ποτάμι, το πιο πρόσφατο βιβλίο της Σέλβα Αλμάδα, του οποίου η αγγλική μετάφραση βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ για το 2024, με το οποίο τελικώς τιμήθηκε το Καιρός της σημαντικής Τζέννυ Έρπενμπεκ. Πέρυσι, πάλι από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και πάντοτε σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου, το ελληνικό κοινό ήρθε σε μια πρώτη επαφή με το έργο της Αργεντινής, γεννημένης το 1973, συγγραφέως, μέσα από το Ο άνεμος που σαρώνει, αν και πέρασε, δυστυχώς, μάλλον απαρατήρητο εν μέσω της τεράστιας βιβλιοπαραγωγής.

Υπάρχουν συγγραφείς που σε κάθε βιβλίο δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό, υπάρχουν και εκείνοι που έχοντας βρει τη φωνή τους επανέρχονται ξανά και ξανά στην ίδια πρώτη ύλη, μεταβάλλοντας λιγότερο ή περισσότερο το πλαίσιο και τις συνθήκες που επικρατούν εντός του. Στη δεύτερη κατηγορία, αν και με μικρό δείγμα ελέγχου, μοιάζει να ανήκει η Αλμάδα. Παρότι φαινομενικά κάτι τέτοιο μοιάζει με μειονέκτημα ή αδυναμία, σημασία έχει πάντοτε ο τρόπος, όχι δηλαδή το τι γράφει κανείς αλλά το πώς το γράφει. Και εδώ έχουμε την περίπτωση μιας καλής συγγραφέως.

Στο Ο άνεμος που σαρώνει, ένας ιεροκήρυκας που ταξιδεύει με την έφηβη κόρη του θα προστρέξει, λόγω βλάβης του αυτοκινήτου, σ' ένα συνεργείο, στη μέση της πάμπας, χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό του αλλά και το εγγύτερο αστικό κέντρο. Ο ιδιοκτήτης τού συνεργείου ζει εκεί μαζί με ένα νεαρό αγόρι που πριν χρόνια μια γυναίκα, η μητέρα του, το εγκατέλειψε λέγοντάς του πως είναι γιος του. Η Αλμάδα με τα απλά αυτά συστατικά, χωρίς διάθεση για στείρο εντυπωσιασμό, στήνει μια χαμηλών τόνων και ταχύτητας νουβέλα, της οποίας, σαν παγόβουνο, μόνο ένα μικρό μέρος της είναι ορατό.

Στο Δεν είναι ποτάμι, τρεις άντρες, δύο φίλοι μεσήλικες και ο νεαρός γιος του τρίτου μέλους της παρέας, που είναι νεκρός από χρόνια, αποφασίζουν να περάσουν ένα σαββατοκύριακο ψαρεύοντας σ' ένα νησί στη μέση ενός πλατύ ποταμού, όπως συνηθίζουν εδώ και χρόνια να κάνουν. Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, με διαρκείς, κατάλληλα ενταγμένες, αναλήψεις από το παρελθόν αλλά και υπολογισμένες με ακρίβεια παρεκβάσεις από τη ζωή των ανθρώπων που ζουν σε εκείνα τα μέρη, θα πλέξει τα νήματα της απλής αυτής ιστορίας, χωρίς εξάρσεις, μη λέγοντας περισσότερα απ' όσα πρέπει να λεχθούν, με αποτέλεσμα ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα που δεν ξεπερνά σε έκταση τις εκατό σελίδες.

Η πύκνωση είναι ίσως το κυρίως ζητούμενο στη μικρή φόρμα· τίποτα να μην περισσεύει. Η συγγραφέας, χωρίς να κρύβει τις (κυρίως) φοκνερικές της καταβολές και με πρώτη ύλη το χώμα και το νερό, αποκόπτει τα τρία πρόσωπα από τον καμβά της κυρίως ζωής τους για να τα παρατηρήσει με μεγαλύτερη άνεση και παραδίδει ένα λεπτής ύφανσης κομψοτέχνημα, ένα παλιακού στυλ μυθιστόρημα. Η Αλμάδα επιβεβαιώνει πως ο ύποπτος για μαρκετινίστικο εύρημα χαρακτηρισμός της σύγχρονης κλασικής συγγραφέως είναι ακριβής. Προσοχή, ωστόσο. Ούτε το παλιακό, ούτε το κλασικό σημαίνουν κάτι το παρωχημένο σε μια εποχή που, όπως και κάθε εποχή, δοκιμάζει να τραβήξει τα όρια της τέχνης, να κομίσει κάτι το νέο, να αποπειραθεί με κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί ξανά, να εντυπωσιάσει, να εγκλωβιστεί, εν τέλει, στην παγίδα του κενού, ως άλλο πυροτέχνημα που παρά την αρχική του λάμψη, γρήγορα βυθίστηκε στο αμείλικτο σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού.

Το Δεν είναι ποτάμι θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πάντοτε, αυτό είναι που το καθιστά σύγχρονο κλασικό, αυτό είναι επίσης που καθησυχάζει τον αναγνώστη, που νιώθει πως τη γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και τους ανθρώπους της, παρότι με το δεξί του χέρι κρατά έναν μεγάλο αριθμό ακόμα αδιάβαστων σελίδων. Και η Αλμάδα δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει, κάθε άλλο. Ωστόσο, αυτός ο διάχυτος καθησυχασμός, που μοιάζει να αποτελεί προγραμματική συγγραφική πρόθεση, είναι που τελικά εγκλωβίζει τον αναγνώστη αργά και ήρεμα, όχι γιατί έρχεται αντιμέτωπος με κάποια καλοσχεδιασμένη ανατροπή, αλλά γιατί, αντίθετα, βυθίζεται, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ολοένα και περισσότερο στα μη ορατά από την ακτή σκοτεινά βάθη του ποταμού.

Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης, πέρα από το συναίσθημα που η επαφή με την καλή λογοτεχνία προκαλεί, νιώθει πως ξέρει για το κάθε πρόσωπο της ιστορίας περισσότερα από εκείνα που διάβασε. Η γραφή της Αλμάδα διακρίνεται από την απλότητα εκείνη που η εμπιστοσύνη στον εαυτό γεννά, ξέρει τι κάνει και πώς το κάνει, δεν έχει ανάγκη από ταχυδακτυλουργικά τρικ, ούτε από φωνές που καλούν σε αναμέτρηση με τους τιτάνες του παρελθόντος της λογοτεχνίας που αγαπά και υπηρετεί με σεβασμό και γνώση, κυρίως με γνώση, θα έλεγα. Γιατί, ανάμεσα σε άλλα, σημαντικό στην αποτίμηση ενός έργου, πέρα από την απόλαυση, είναι η ανταπόκριση ή μη στη συγγραφική φιλοδοξία, εκεί που ακόμα και η υπέρβαση μπορεί να αποδειχθεί αδυναμία, μια τυχαιότητα. Και η Αλμάδα σε αυτό το τι ήθελα να κάνω και τι τελικά έκανα, τα καταφέρνει περίφημα.

υγ. Για το Ο άνεμος που σαρώνει, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

(Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας Η εποχή, λινκ εδώ)

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Κλειδάριθμος