Το πρώτο διήγημα το διάβασα στη δουλειά. Σκάρτες δύο σελίδες, μιλάει για ένα χταπόδι στα χέρια ενός τουρίστα, το κοπανάει στον βράχο, πλατς, πλατς και πάλι πλατς, προλαβαίνω να υπογραμμίσω: «Άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα; Τι είναι αυτό που συνθλίβεται πρώτο μέσα στο σώμα; Πλατς. Οι τρεις του καρδιές. Πλατς. Η πρώτη. Πλατς. Η δεύτερη. Πλατς. Η τρίτη. Ένας κομήτης ίσως μετέφερε τα πρώτα αυγά χταποδιού στη Γη. Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, κοιτάζω κι άλλο το μικρό αγόρι. Ένας κομήτης που έπεσε στη γη». Κλείνω το βιβλίο βιαστικά, το αφήνω στην άκρη, ήξερα αρκετά κιόλας, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, αυτού του βιβλίου τού έπρεπε ανάγνωση αδιάσπαστη, όσο το δυνατόν.
Μοιρολατρικά αναφερόμαστε ευκταία σε ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, εκείνες, αν ποτέ υπήρξαν, είναι υπό εξαφάνιση, αν δεν έχουν κιόλας εξαφανιστεί, μια φίλη μου έλεγε πόσο την ταράζουν οι ειδοποιήσεις του κινητού τηλεφώνου, το έχω στη σίγαση μόνιμα, ο,τι είναι να δω θα το δω αργότερα, κοιτάζω τη λέξη σίγαση στο ψηφιακό σύμπαν, διαισθητικά κάτι διττό υποψιαζόμουν, όντως, σίγαση είναι η αποσιώπηση, επίσης, εκτός από το αθόρυβο στάτους μιας συσκευής, σκέφτομαι μια αφήγηση αναληπτική, πριν από την ανατολή των ειδοποιήσεων, όταν ξαφνικά θα μεταφερόταν στο ύστερα, ο αφηγητής θα έκλεινε την πρόληψη λέγοντας ανακουφισμένος στη νοσταλγία του τότε: τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά. Έλεγα όμως για τη μοιρολατρία των ιδανικών συνθηκών, όσοι δεν διαβάζουν όσο θα ήθελαν, ή θα έπρεπε όπως το βλέπουν να διαβάζουν, αναφέρονται στην κούραση, στη νύστα, σε μη ιδανικές συνθήκες, όταν αγοράζουμε ένα βιβλίο, είπε κάποιος, αγοράζουμε την ελπίδα να βρεθούμε σε ιδανικές συνθήκες για ανάγνωση, εγώ, όμως, χωρίς να πρωτοτυπώ, λέω κάτι ακόμα, μου έχει συμβεί και γι' αυτό το λέω, υπήρξα μάρτυρας, κάποια βιβλία δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες, συγκρατούν τον εαυτό τους στα χέρια του αναγνώστη, το βλέμμα στραμμένο πάνω τους, τη σκέψη εγκλωβισμένη, κάποια βιβλία το κάνουν αυτό, και είναι μια μεταφυσική εμπειρία η εκ των υστέρων αναπόληση της βυθισμένης ανάγνωσης.
Δεν το λέω τυχαία αυτό, εφορμώ από την αναπόληση της ανάγνωσης των διηγημάτων της Γαρμπή, είχα θετική προδιάθεση, αυθαίρετες προσδοκίες, την απαραίτητη διάθεση να υπερκεράσω την αμηχανία που μια συλλογή διηγημάτων μου γεννά, είπα θα διαβάσω ένα και βλέπουμε, δεν δεσμεύτηκα, τα πλατς του χταποδιού στον βράχο με τάραξαν, το ερώτημα άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα με τσάκισε, δεν ξέρω γιατί, ποιος ξέρει τι σκοτεινές επικράτειες επισκέφτηκε, σε τι άδυτα βούτηξε, να διαβάσω ένα, είπα, χωρίς δέσμευση, όσο να μπει ο επόμενος πελάτης, όσο να χτυπήσει το τηλέφωνο, όσο οι συνθήκες μπορούν να είναι ανεκτές, δύο σκάρτες σελίδες, μια στιγμή με ελάχιστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων, και ύστερα, αφού διάβασα τον Κομήτη, το έκλεισα βιαστικά, το άφησα στην άκρη, ήξερα κιόλας αρκετά, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, οι ιδανικές συνθήκες έμενε να αναζητηθούν, σίγουρα αλλού, όχι εκεί, όχι τότε, η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει, το τηλέφωνο να χτυπά, το ένα μάτι πάνω από τη σελίδα, και ένα βράδυ, με ένα βάρος αγνώστου προελεύσεως, δεν ξέρω τι έχω, της είπα, κάτι με βαραίνει, γαμώτο, συμπλήρωσα, δοκίμασα να διαβάσω το δεύτερο διήγημα, και ύστερα το τρίτο, την επόμενη μέρα, μην τα πολυλογώ, το έξυπνο ρολόι θα έλεγε πως δεν έχω πετύχει ικανοποιητική διάρκεια ύπνου, όσο για την ποιότητα ας το αφήσουμε στην μπάντα, να πώς δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, λάθος, πώς επιβάλλονται από κάποια βιβλία, όπως αυτό, ένα ακόμα και θα πέσω για ύπνο, έλεγα και έλεγα ψέματα.
Πρόσφατα διάβασα το υβριδικό επιστολικό ημερολόγιο Γλυκέ μου δεινόσαυρε της Γεωργίας Διάκου. Κατά την ανάγνωση ένιωθα πως η αφηγήτρια με προ(σ)καλούσε να ρίξω μια ματιά, όταν όμως έστρεφα το βλέμμα ένα πέπλο έπεφτε, ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο δικό μου και το δικό μας, ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης, πρόσκλησης απόρριψης, ολοένα και πιο βαθιά με οδηγούσε, βαθιά σε τι, ωστόσο, δύσκολο να πω. Στο Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά το προσωπικό είναι καμουφλαρισμένο κάτω από το λεπτό τσιγαρόχαρτο του μυθοπλαστικού, η επικράτηση της αυτομυθοπλασίας έχει σαφέστατα επηρεάσει τους ορίζοντες προσδοκιών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε πια, όχι με όρους εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά γυρεύοντας στις κρυψώνες του προσωπικού κάτι ακόμα, κάτι που διαστέλλει το υπό αφήγηση βίωμα πέρα από τις στενωπούς του ασφυκτικά ατομικού. Αναρωτιέμαι αν τα διηγήματα της Γαρμπή θα μπορούσαν να περιγραφούν γενικά και συνολικά ως κλασικότροπα. Και αν όχι, τι είναι αυτό που τα καθιστά διαφορετικά. Εγώ φιλόλογος δεν είμαι.
Ας επιχειρήσω να σκιτσάρω την κατασκευή· θα έμοιαζε με ένα κτίριο, όχι ιδιαίτερα ψηλό, τρεις ή τέσσερις όροφοι, αρκετά μακρύ όμως, έχω μια πολυκατοικία υπό ανέγερση κατά νου, Λευκάδος και Κυψέλης γωνία, δεκατρία διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι, στο ισόγειο καταστήματα και θέσεις στάθμευσης, κάποιοι ψηλότεροι όροφοι ίσως να μην είναι ορατοί από το ύψος του δρόμου, οι τοίχοι, αντίθετα, είναι από χοντρό γυαλί, διάφανοι αλλά και παραμορφωτικοί, απομονωτικά αμυντικοί στον έξω κόσμο, δεν είναι μια πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά κατασκευή, έχει όμως κάτι το καινούργιο ταυτόχρονα, μοιάζει και δεν μοιάζει με τα κτίρια γύρω της, μέσα σε αυτά τα κουτάκια, διάφανα και μονωμένα διαδραματίζονται οι ιστορίες, ακόμα και εκείνες δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό με τις αλεπούδες, οι ένοικοι για εμάς τους παρατηρητές έχουν κάτι κοινό, εκείνοι δεν το νιώθουν απαραίτητα, συγκυρία και συχνά ατυχία, διακρίνουν. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο σχέδιο, κρίμα τα χρήματα που έδιναν κάποτε στη ζωγραφική οι δικοί μου.
Και αν μιλάω για ένα κτίριο με γυάλινα διαμερίσματα είναι γιατί γυρεύω έναν τρόπο να διακρίνω τα νήματα που συγκρατούν τη συλλογή, που αφήνουν την αίσθηση των διηγημάτων του Κάρβερ, πως κάθε ιστορία συνεχίζει στο διπλανό σαλόνι, τι και αν τα ονόματα των προσώπων αλλάζουν, καμία σημασία αυτό δεν έχει, όλοι τους μένουν εκεί, συνεχίζουν εκεί που οι προηγούμενοι άφησαν τα πράγματα, τσακισμένοι, τρεκλίζοντας, με χέρια να τρέμουν. Μιλώ για την αίσθηση. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η αποσπασματικότητα ορισμένων συλλογών να είναι εκείνη που με πετάει έξω, που δεν μου δίνει τον χώρο και τον χρόνο να μπω και να κατοικήσω παρέα με τα πρόσωπα όπως συμβαίνει στις μεγαλύτερες αφηγήσεις, αντίθετα εδώ, στα διηγήματα της Γαρμπή ένιωσα εξ αρχής φιλοξενούμενος, δεν λέω πως ένιωσα άνετα, δεν λέω πως ένιωσα καλοδεχούμενος, δεν λέω αυτό, λέω πως ένιωσα φιλοξενούμενος, περνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο χωρίς να χρειαστεί να φτάσω στην πόρτα, να βγω, να ανοίξω την επόμενη πόρτα, να μπω, απλώς περιφερόμουν στον χώρο, και όλα τα διαμερίσματα ήταν κάπου στα πέριξ της Πατησίων, τώρα δα, είτε ως χώροι δράσης είτε ως χώροι γραφής μιας ιστορίας χρόνων κάπου στην Πάτρα, όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε έξω από το σπίτι και οι γείτονες βγήκαν να δουν ποιον είχε έρθει να πάρει μαζί του, ίσως για πάντα.
Η Γαρμπή, τα αφηγηματικά άλτερ έγκο της για την ακρίβεια, διατηρούν προσηλωμένο το βλέμμα σε αυτό που συνέβη ή που συμβαίνει, ακόμα και όταν δύο μύγες βαλθούν να χορεύουν βαλς στον ενδιάμεσο χώρο, όχι ωστόσο με την ανέμπνευστη αυστηρότητα της μηχανικής καταγραφής, όχι με μια διαρκή αγωνία να εξηγήσουν, να μιλήσουν πολιτικά, να διαρθρώσουν σχέσεις ένα προς ένα, αίτιο αιτιατό, λένε αυτό που θέλουν να πουν, και αυτό μην το θεωρείτε δεδομένο, σπάνια συμβαίνει, κρύβουν καλά τον κυρίως πυρήνα περιστροφής, δεν θέλουν να φωνάξουν, αλλά ενοχλούν, δεν καμώνονται για πρωτοπορία το κοινότοπο, σίγουρα δεν επιθυμούν στιγμή να εντυπωσιάσουν και αυτό είναι εντυπωσιακό σε μια εποχή που ο Τρούμαν φαντάζει ο σύγχρονος έκπτωτος του παραδείσου, που δεν του άρεσε να είναι εκεί και όλοι να έχουν την προσοχή τους πάνω του, ήθελε να σκίσει τον χάρτινο ορίζοντα και να τρέξει μακριά από το στούντιο, τώρα κάπου διατηρεί έναν λογαριασμό και παλεύει να μαζέψει μίζερα λάικς και χλωμές καρδούλες, όλο φωνάζει να μαι να μαι, ένας από τα δισεκατομμύρια και αυτός.
Η ματιά στις λεπτομέρειες είναι επίσης παρούσα, εντοπίζει κάτι που υπήρχε εκεί από πριν, δεν είναι κάποια τυχαιότητα, κάποια συγκυρία εκείνη που κινεί το πρώτο γρανάζι, είναι ένα βράδυ σε ένα μπαρ, είναι ένα ζευγάρι δίπλα στη θάλασσα στην έρημη πια παραλία, είναι μια βόλτα στο βουνό, μια επισφαλής εργαζόμενη και ένα παιδί που έκανε ζημιά, και αυτή η λεπτομέρεια σε έναν κόσμο γνώριμο, οικείο, και σε μια στιγμή παροντική, αναγκάζει τον αναγνώστη να εντυπωσιαστεί από το πού έπεσε η ματιά, εκείνης όμως η ματιά έπεσε και το είδε και ξέρει ότι δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό είναι απλώς μια κόκκινη τρύπα και μια αλεπού που δαγκώνει το ανθρώπινο χέρι, δεν περιφέρει το εύρημα ως λάφυρο, δεν ευχαριστεί την τύχη της, δεν αυνανίζεται με αυτό που διέκρινε εκεί που για κάποιους ήταν απλώς ένα Σάββατο στο μπαρ και μπροστά στα μάτια τους έχασκε μια κόκκινη τρύπα και δεν την είδαν και έπεσαν μέσα της ξανά και ξανά, τώρα πια όμως που όλα αυτά έχουν συμβεί κανείς δεν μπορεί να μην τη δει την κόκκινη τρύπα. Επίσης, δεν υποτιμά την ιστορία που έχει να πει, δεν τη βάζει σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, για χάρη της γλώσσας για παράδειγμα, δεν την αφήνει όμως και να μονοπωλήσει το διήγημα, ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στο τι έγινε και στο πώς έγινε, στο τι έγινε και πώς τα πρόσωπα το υποδέχτηκαν, να αναρωτηθεί αν ήταν έτοιμα, αν περίμεναν έναν χωρισμό μέσα σε μια στιγμή, αν είναι σε θέση να προχωρήσουν παρακάτω, τώρα που οι γλάστρες είναι δίπλα στον κάδο, στην άκρη του δρόμου.
Τα διηγήματα της συλλογής, που κανένα δεν έχει το όνομα της συλλογής, δεν ξέρω γιατί πάντοτε αυτό μου κάνει εντύπωση, δεν συγκοινωνούν απλώς μεταξύ τους, δεν μοιράζονται την ίδια σκηνή δράσης, προσαρμοσμένη ανάλογα κάθε φορά, τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι μπουκωμένα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το επίθετο συμπυκνωμένο είναι από μόνο του ένα κομπλιμέντο, διαθέτουν πριν και μετά, σαν αίσθηση, ο αναγνώστης νιώθει πως τα πρόσωπα κάπου ήταν πριν εμφανιστούν και κάπου πάνε μόλις αποχωρήσουν από τη σκηνή, αναρωτιέμαι αν η ενασχόληση της συγγραφέως με το σινεμά ευθύνεται γι' αυτού το είδος το μοντάζ, μικρές αδιόρατες ουρές φιλμ που εξέχουν στις άκρες των στιγμιοτύπων, και κάπως έτσι, εκτός από τη συγκατοίκηση, επιτυγχάνεται και η περαιτέρω παραμονή κάποιων προσώπων στο μυαλό και τη μνήμη του αναγνώστη, ειδικά κάποιων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Μ. στο Οι Δευτέρες, οι Τετάρτες και οι Παρασκευές, πρόσωπα που γνωρίσαμε και πού και πού σκεφτόμαστε, ακόμα και αν έχουμε καιρό να τα συναντήσουμε στον δρόμο τυχαία.
Το μαζεύω. Μου άρεσαν πολύ αυτά τα διηγήματα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο αυτό, όχι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου