Οι δεινόσαυροι δεν υπάρχουν πια, υπήρξαν ωστόσο, τα κόκαλα και τα απολιθώματα το βεβαιώνουν, στα διάφορα μουσεία αναστήνονται, στα διάφορα βιβλία τυπώνονται τρομακτικοί και επιβλητικοί, σε μέτρα μη ανθρώπινα, υπήρξαν οι κυρίαρχοι του πλανήτη, μέχρι που δεν υπήρχαν, το μόνο ίσως έγκλημα απέναντι σε έμβιο ον για το οποίο δεν ευθύνεται ο άνθρωπος, έμμεσα ή άμεσα, αρκετά παιδιά τους αγαπούν, μέσω εκείνων και κάποιοι ενήλικες, πλάσματα στην ενδιάμεση χώρα ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, γνωρίζουν τρομακτικά πολλές λεπτομέρειες για εκείνους, το πάθος ξεχειλίζει από το βλέμμα. Αυτά όμως είναι λίγο πολύ γνωστά.
Της Διάκου είχε προηγηθεί η γοητευτικά σκοτεινή νουβέλα Λαβίνια Σουλτς, πρόταση του Θ. πριν κάποιους μήνες, ποιήτρια με σπουδές στο θέατρο, το Γλυκέ μου δεινόσαυρε ήταν ένα βιβλίο που περίμενα να βγει, χάρηκα όταν βρήκε στέγη στις καλές εκδόσεις Πλήθος, περίμενα να φθινοπωριάσει λίγο, από ένστικτο, πολλά συντελούν στην οικοδόμηση του ορίζοντα προσδοκιών.
Με λίγα λόγια, ειδολογικά, η σύνθεση αυτών των κειμένων, με απεύθυνση στον δεινόσαυρο, θα μπορούσε να ταξινομηθεί στην ημερολογιακή γραφή, και ας λείπουν οι συγκεκριμένες μέρες, κάθε αριθμημένο απόσπασμα, δύο, το πολύ τριών σελίδων, αναφέρεται σε μια καινούργια χρονική στιγμή. Ξεκινώ από την ειδολογική κατάταξη γιατί πιστεύω πως αυτή η αναρώτηση, διαρκώς παρούσα κατά την ανάγνωση, εν τέλει την επηρεάζει καθοριστικά. Την επηρεάζει σε ρυθμό, σίγουρα, πώς διαβάζεται ένα βιβλίο όπως αυτό, από την αρχή ως το τέλος; πού μπαίνουν οι παύσεις, μπαίνουν; είναι ένα ενιαίο σώμα; υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος άξονας περιστροφής; η συγγραφή προηγήθηκε της σκέψης να ενταχθούν το ένα μετά το άλλο και να συνθέσουν μια συλλογή; διηγήματα σίγουρα δεν είναι, μυθιστόρημα, αν είναι, παραείναι αποσπασματικό, ποιητική σύνθεση θα μπορούσε να είναι, αλλά και πάλι, μάλλον όχι, επιστρέφω στα λίγα λόγια και αχνογράφω ημερολογιακή γραφή, αφήνω τον νου κάπως ευχαριστημένο με αυτή την κίνηση.
Το επίθετο ημερολογιακή ανοίγει μια άλλη πόρτα βεβαιοτήτων που γυρεύουν επιβεβαίωση, εκείνη του προσωπικού, του βιώματος, της, ας την πούμε και έτσι, αλήθειας που φέρει. Οι σελίδες περνούν και η επιβεβαίωση αυτή, παρότι δεν καταρρίπτεται, μένει μετέωρη, εν αμφιβόλω. Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να αφεθεί κάποιος χαλαρός, γενικότερα και όχι μόνο στην ανάγνωση, μια διαρκής συνθήκη εγρήγορσης χαρακτηρίζει τον τρόπο που ζούμε, σε πλείστα επίπεδα, αν όχι στο σύνολο αυτών, η ανάγνωση δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί, παρότι ενίοτε αυτό συμβαίνει και τότε μαγεία παράγεται, η αποκοπή από το τριγύρω, το άφημα.
«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά. Είναι κάτι ανόητο αυτό που γράφω και προφανές, δίνω αρίθμηση στα κείμενα που προορίζονται για εσένα, ένα εσύ που αρνούμαι να προσδιορίσω περαιτέρω. Ο θάνατος έχει μακριά πόδια και προλαβαίνει να φανεί επάνω μας προτού ολοκληρώσουμε την περιγραφή. Είμαι μαζί σου. Είμαι μαζί με όλες όσες έχω αγαπήσει. Δεν θα σε δω ποτέ. Δεν θα τις δω ποτέ. Αυτή είναι η ελευθερία των αφηγήσεων».
Το Γλυκέ μου δεινόσαυρε δεν είναι ακριβώς ημερολογιακό, δεν είναι και εμφανώς προσωπικό. Κείμενα που βρέθηκαν σε μια ακτή φτάνοντας ως εκεί κλεισμένα σε μπουκάλι, θαρρείς, μια χρονική αντιστροφή, ο δεινόσαυρος σημαίνει το απώτατο παρελθόν σε μια εποχή που στέλνουμε μηνύματα στο μέλλον, ο δεινόσαυρος πατούσε εδώ, τώρα ψάχνουμε εκεί έξω. Η πρώτη ανάγνωση έφερε μια δεύτερη, ύστερα το βιβλίο αφέθηκε σε σημείο άμεσης και εύκολης πρόσβασης, τυχαία ανοίγματα, ξεφύλλισμα, τσακισμένες σελίδες. Σε μια ολοένα και πιο γρήγορη εποχή, στο κυνήγι της νέας εμπειρίας, είναι σχεδόν παράλογη μια τέτοια αποσπασματική και επαναληπτική ανάγνωση, ωστόσο, ταυτόχρονα μοιάζει και κάποιου είδους μονόδρομος, όχι για να καταλάβεις, όχι για να μάθεις, όχι για να διακρίνεις, αλλά για να εξοικειωθείς, για να δοκιμάσεις να πατήσεις στα ίδια μονοπάτια ξανά μήπως και συνηθίσεις την πυκνή ομίχλη που επικρατεί, μια φωτογραφία του κόσμου μας είναι, φίλτρα και λοιπά εφέ φαντάζουν περιττά.
Η Διάκου, η ημερολογιογράφος αυτών των παράδοξων γραμμάτων, καλύτερα έτσι, φορά μια πυκνή, άγρια προβιά, επιτρέπει το σίμωμα, όχι την επαφή, όχι την χωρίς πόνο επαφή, αυτή η προβιά, σε κάποιους από εμάς, απλώνει το ανοίκειο, ανάμεσα στις γραμμές, εκεί που το εγώ σβήνει μέσα σε ένα εμείς, σε ένα εκείνες, καλύτερα έτσι, κάποια ψευδαίσθηση αναδύεται, ψευδαίσθηση πως ξέρεις για ποιες μιλάει, όχι χωρίς κόστος, όχι χωρίς να επισημαίνει, χωρίς να τη νοιάζει, την ανεπάρκεια, μια ανεπάρκεια όχι απαραίτητα φιλολογική, όχι σίγουρα φιλολογική, καλύτερα έτσι, αλλά μια ανεπάρκεια της γνώσης του κόσμου τριγύρω, στον οποίο δεν θέλει να μας ξεναγήσει εν είδει οδηγού τουριστικού γκρουπ σε μια εξωτικοποιημένη και άρα προσιτή στα μέτρα και το γούστο μας επικράτεια, σίγουρα όχι να μας προσφέρει τη βεβαιότητα πως βρεθήκαμε εκεί, πως είδαμε από τη θέση της τον κόσμο, πως επιβεβαιώσαμε όσα πιστεύαμε πριν.
«υπάρχουν οι φίλες και υπάρχει η αγάπη και υπάρχει και το κορίτσι μου και το θέατρο και το σέρβις και υπάρχει η παιδικότητα, οι άγριοι γονείς, οι επαρχίες με τον κλιματισμό τους και υπάρχουν τα συστήματα, οι ρόλοι, οι φασαρίες των κορμιών, τα σκυλιά, οι ανέπαφες συναλλαγές, ο ακαδημαϊσμός και υπάρχουν τα διπλώματα οδήγησης, οι δουλειές του σπιτιού, τα λαμπάκια νυχτός και υπάρχει μια φροντίδα για εμάς που φοβόμαστε το σκοτάδι και το φαγητό και δαγκώνουμε λαιμούς και λογοτεχνικά περιοδικά και δεν αφήνουμε να πέσει κουβέντα στο πάτωμα και υπάρχει ο ύπνος στο πλάι της και ο εφιάλτης μακριά της και η ομορφιά της κοινοκτημοσύνης του ποταμού Άζα εκεί, στα αυλακώματα του δέρματος του μεγαλύτερου οργάνου του ανθρώπινου σώματος».
Με τον τρόπο του, το βιβλίο αυτό είναι πολιτικά στρατευμένο, η στράτευση ωστόσο δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και ανέξοδη, είπα, δεν είναι περιδιάβαση σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας με καρτελάκια πληροφοριών κάτω από κάθε έκθεμα, μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα ξενάγησης. Η Διάκου δεν γράφει για να εξηγήσει ή να απολογηθεί, δεν γράφει ούτε για να εκφραστεί, να το βγάλει από μέσα της, που λένε συχνά, να βιάσει συναισθηματικά πρόσωπα και καταστάσεις. Ωστόσο, η άκρη από το πενάκι είναι κοφτερή, περισσότερο μοιάζει να χαράζει παρά να αφήνει μελάνι στο πέρασμά του από την επιφάνεια, από το δέρμα, το μεγαλύτερο όργανο του σώματος, δεν φωνάζει, δεν ουρλιάζει παρότι η θερμοκρασία του βρασμού είναι αισθητή, είπαμε, η προβιά είναι τραχιά.
«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά», γράφει, το φράγμα αυτό δεν είναι μόνο χωροχρονικό, υψώνεται, και υψωμένο γεφυρώνει οριακά, τη σκέψη με το βίωμα, τη θεωρία με την πράξη, το έξω με το μέσα, το εμείς με το εγώ, το εμείς με το εκείνοι, ενοχλεί με τον τρόπο που η λογοτεχνία συχνά το κάνει, τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο, θεωρώ, φέρνοντας στην επιφάνεια, σκαλίζοντας από τα βάθη της μύτης μας, ρωτώντας μας ξαφνικά πριν κοιμηθούμε, ποιος είσαι; αυτός που λες; Είναι όμως και το φράγμα του γράφοντος υποκειμένου, ποια είμαι; είμαι αυτή που λέω; Δεν υπάρχει ανακωχή, στο φράγμα που κρατά βιώσιμα στεγνό τον παλιό σημερινό κόσμο επιχειρούνται μικροεκρήξεις, σαμποτάζ, νυχτερινές έφοδοι, ο πόλεμος μαίνεται, το δυσώδες θα ηττηθεί, δεν δύναται να αεριστεί, οι αεραγωγοί είναι φραγμένοι, μολύνουν περαιτέρω.
Ξεκινάς να διαβάζεις ένα βιβλίο και παράλληλα με την απόλαυση προσμένεις κατά μία έννοια να δεις τι θα απογίνουν οι βεβαιότητες με τις οποίες προσήλθες στην πύλη, τις βεβαιότητες για το βιβλίο που θα έγραφε η Διάκου μετά τη Λαβίνια Σουλτς, τις βεβαιότητες για τον κόσμο, το φράγμα στο οποίο καθείς με τον τρόπο και την όποια χάρη του ακροβατεί. Και οι αβεβαιότητες εντείνονται, υπό αίρεση τίθενται, ο τρόπος που απολαμβάνεις τη λογοτεχνία, επίσης, κάποια θραύσματα υψηλής αισθητικής, παρότι δύσθυμα, λαχανιασμένα, ατάκτως ερριμμένα, είναι ο κόσμος μας, η ομορφιά δεν λείπει αλλά δεν επικρατεί, ηττάται διαρκώς και ποικίλως, αλλά υπάρχει, όπως υπάρχουν και οι άνθρωποι που συναντήσαμε και συμπορευόμαστε, τα ψιθυρίσματα που μοιραζόμαστε ελπίζοντας να ενωθούν σε μια κραυγή, υπάρχει όμως και όλο το υπόλοιπο σκοτάδι, με τα χέρια προτεταμένα, τοίχοι και σκληρές επιφάνειες, μάτωμα και γλύψιμο της πληγής, γεύση αψύ, ζωή.
Αν περνούσαμε το Γλυκέ μου δεινόσαυρε στη θεωρία, στην επικράτεια του δοκιμίου, της προκήρυξης, θα το σήκωνε το έδαφος, θα έβρισκαν οι ρίζες νερό, τα φύλλα ήλιο; Καμία σιγουριά δεν νιώθω, καμία βεβαιότητα, δεν ξέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου