Η Σαμάνθα Χάρβεϊ, γεννημένη το 1975 στο Κεντ της Αγγλίας, τιμήθηκε με το πρόσφατο Βραβείο Μπούκερ, για το μυθιστόρημά της Τροχιές. Με άμεσα αντανακλαστικά και παραδίδοντας τη μεταφραστική μπαγκέτα στον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, που πρόσθεσαν έτσι ένα ακόμα στολίδι στην Aldina, την περιώνυμη σειρά σύγχρονης λογοτεχνίας, που εν καιρώ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε κλασική.
Έξι αστροναύτες, από αντίστοιχες χώρες, περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη γη, πλήρωμα ενός δορυφόρου και η Χάρβεϊ, μέσω ενός παντεπόπτη αφηγητή, αποτυπώνει ένα εικοσιτετράωρό τους. Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου, απλά και περιεκτικά δοσμένη. Παρότι το Μπούκερ είναι ένα βραβείο που διαχρονικά μου ταιριάζει αναγνωστικά, η αλήθεια είναι πως η παραπάνω περιγραφή μού γέννησε διάφορες αμφιβολίες, κυρίως γιατί αδυνατούσα να διακρίνω πώς με ένα τέτοιο (αρκετά τεχνικό) πρωτογενές υλικό η συγγραφέας θα κατόρθωνε να παράξει μυθοπλασία αξιώσεων. Με φόβισε επίσης και εκείνο το απόσπασμα από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης: «Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά και ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό, τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής».
Και όμως, λίγες σειρές αρκούσαν για να παρασύρουν στο διάβα τους την όποια αμφιβολία. Το πρώτο συναίσθημα, δυνατό πλην όμως αναπάντεχο, υπήρξε η αβίαστη και δυσδιάκριτης πηγής συγκίνηση, καθώς το φως του προβολέα στρεφόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος του πληρώματος. Η απόσταση, γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, από τον πλανήτη, εκεί που οι αστροναύτες άφησαν πίσω τους τη γήινη πραγματικότητά τους, η διαρκής περιστροφή, δεκαέξι ανατολές και δύσεις του ηλίου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η εναλλαγή των εποχών και του τοπίου, η έλλειψη βαρύτητας, η άδεια εικόνα της γης στο φως, η ανθρώπινη παρουσία στο σκοτάδι, η καθημερινή ρουτίνα, η επικοινωνία με το διαστημικό κέντρο αλλά και τους ανθρώπους τους, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις, το καθήκον, η υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου: όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης.
Εν μέσω επικράτησης ενός δυστοπικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος –περιβαλλοντικά, πολιτικά και κοινωνικά–, η Χάρβεϊ, χωρίς να κάνει χρήση κάποιου ευρήματος από τον καμβά της σκληρής επιστημονικής φαντασίας, αφήνει τον πλανήτη και τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός της σε τροχιά γύρω του. Το εύρημα αυτό αποδεικνύεται λειτουργικό και εν τέλει θελκτικό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαραίτητη τεχνική του φύση και τη λογοτεχνία. Πείθει, κάποιον τουλάχιστον με συγκεκριμένες γνώσεις περί διαστημικής, πως γνωρίζει γιατί μιλάει, πως έχει καταναλώσει ώρες έρευνας ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνεια της συνθήκης διαβίωσης. Αυτό το τεχνικό μέρος είναι ο σκελετός του μυθιστορήματος, από μόνος του γοητευτικός, πλην όμως ανίκανος να σταθεί αυτόνομα με λογοτεχνικές αξιώσεις.
Τον εναπομείναντα χώρο, η συγγραφέας τον γεμίζει δεξιοτεχνικά, ήπια και χωρίς αχρείαστες κραυγές, με ένα μείγμα ανθρωπινότητας, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία και την υπερβολή του εξωτικού χωροχρόνου. Τα έξι πρόσωπα, δεδομένης της οριακής για το ανθρώπινο μυαλό συνθήκης, μεταφέρουν στην παρουσία τους εκεί τον εαυτό τους, τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, δηλαδή. Εκεί φύεται και καρπίζει η συγκίνηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, στη θέα που κόβει την ανάσα, επίσης. Προσπερνώντας μια ακόμα φαινομενική ευκολία, η Χάρβεϊ συντάσσει αυτό το «γράμμα αγάπης» χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς διάθεση διδακτική, χωρίς υπερβολική ιδεολογική κατήχηση, χωρίς καταφυγή στο προφανές.
Ο παντεπόπτης αφηγητής, που ακολουθεί τα πρόσωπα εναλλάσσοντας τη σκόπευσή του όσο εκείνα είναι ξύπνια, όταν την ορισμένη ώρα αποσυρθούν για ανάπαυση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν κιρκάδιο ρυθμό, απομένει μόνος του να παρατηρεί από τα παράθυρα τον πλανήτη σε έναν απολαυστικό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ζηλευτής έμπνευσης και εκτέλεσης, μονόλογο, ένα ιδανικό κλείσιμο ενός υπέροχου βιβλίου.
Εν ολίγοις, οι Τροχιές είναι ένα δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας, που δεν καταπλακώνεται μήτε από το κεντρικό εύρημα μήτε από την τεχνική του φύση, αλλά πετυχαίνει να τα μπολιάσει με την παιδική απλότητα της ανθρώπινης σκέψης κοιτάζοντας τον βραδινό ουρανό. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σ' ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού· με τον τρόπο του οικουμενικό και διαχρονικό, ευφυώς σύνθετο και απλό, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά στρατευμένο, σίγουρα.
(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)
υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου