Αν και ήταν Ο βομβιστής του Παρθενώνα το βιβλίο του Χρυσόπουλου στο όποιο έπεφτα πάνω συχνά, σε μια άλλη ψηφιακή εποχή, πίσω στο 2010, η πρώτη μου αναγνωστική γνωριμία μαζί του έγινε με το Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον, βιβλίο που έκτοτε είναι στις τοπ επιλογές μου σε κάθε σύσταση λίστας με αγαπημένα βιβλία.
Ο Χρυσόπουλος είναι ένας αρκετά ιδιαίτερος δημιουργός, η συστηματική παρουσία του στα εκδοτικά τεκταινόμενα και ο διαρκής ανησυχαστικός πειραματισμός του σε ύφος και περιεχόμενο είναι σίγουρα δύο πρόδηλα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του έργου του, εκείνο όμως που εμένα προσωπικά περισσότερο με γοητεύει και με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία κάθε επόμενο βιβλίο του είναι η συγγένεια που νιώθω μαζί του ως προς την καθημερινή παρουσία της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, στη δημιουργική διαδικασία, μια διαδικασία ελλείψει παρθενογένεσης μεταποιητική, ο τρόπος με τον οποίο τη μπολιάζει στην προσωπική του ανάγκη για δημιουργία και έκφραση, χωρίς ωστόσο να αφήνει την αίσθηση ενός νεκρού, ανακλαστικού, ετεροφωτισμένου σωματιδίου, χωρίς, επίσης, να περνά το όριο, λεπτό, συχνά ισχνό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον λόγο για τη λογοτεχνία, εκείνον που η φιλολογία και η κριτική διεκδικούν, η λογοτεχνία εδώ είναι η αφορμή, και όχι ένα παγωμένο πτώμα στο ανατομικό τραπέζι, είναι το μέσο, είναι ο τρόπος του Χρυσόπουλου να αντιλαμβάνεται και να συνδιαλέγεται με τον τριγύρω κόσμο, και αυτή η λογοτεχνία, φαίνεται και από όσα επιχειρώ να παράξω εδώ, είναι πολύ του γούστου μου, είναι μια από τις αναγνωστικές μου εμμονές, εκείνο που συχνά αποκαλείται βιβλιοφιλικός χαρακτήρας στη λογοτεχνία, λες και υπάρχει και βιβλιοεχθρικός χαρακτήρας, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό. Συχνά, όταν δεν είμαι ευχάριστα εγκλωβισμένος σε κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα και η ευκαιρία να βυθιστώ περαιτέρω, χωρίς τη βιασύνη που το ρολόι επιβάλει, είναι δυνατή, συχνά προτιμώ βιβλία που θεωρητικά θα μπορούσα να ολοκληρώσω μια και έξω, και ας μη συμβεί ή και ας επιστρέψω σε αυτά αργότερα. Κάπου βαθιά, ή όχι και τόσο βαθιά, υπάρχει μια επικράτεια που ζητά απελπισμένα την ολοκλήρωση, μια πράξη με αρχή, μέση και τέλος, μια εμπειρία συνολική, έτοιμη να μπει και να βολευτεί σε ένα κουτάκι, σήμερα, να πω, διάβασα αυτό το βιβλίο. Παρεκτράπηκα, ωστόσο.
Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, όταν έπιασα στα χέρια μου το Βάθος πεδίου, με τον παιγνιώδη υπότιτλο Εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτός ο υπότιτλος ήταν που με ώθησε να διαβάσω το οπισθόφυλλο: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι μακρινές εκδοχές των λίγων προσώπων που έχω μάθει πλέον –με κόπο– να αναγνωρίζω μέσα στον κόσμο. Ο βίος των άλλων καθίσταται ο γενέθλιος τόπος μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα παλιά γραπτά, τα ταξίδια που έκανα, εκείνον που ήμουν. Σαν να είναι κάποιος άλλος που τον ξαναγράφω, βάζοντας το πρόσωπό μου να με κοιτά κατάματα από ένα σημείο στο βάθος πεδίου της εικόνας». Το οπισθόφυλλο μου όξυνε την περιέργεια, μάλλον συσκότισε τις όποιες μολυβιές είχα προλάβει κιόλας να αφήσω στον καμβά του ορίζοντα προσδοκιών, δεν ήξερα τι με περίμενε ακριβώς, ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω.
Δεν είναι κανενός είδους πρωτοτυπία, ζέχνει κλισέ και επανάληψη, να ισχυριστεί κανείς πως διανύουμε τα χρόνια μιας ολοένα και μεγαλύτερης επικράτησης του ατομικού· στη λογοτεχνία, εδώ που βρισκόμαστε δηλαδή, αυτό αποτυπώνεται με δύο τρόπους κυρίως, από τη μια η εισχώρηση του ατομικού στη μυθοπλασία, η στενά χορογραφημένη φιγούρα, που, άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, επιχειρεί μέσα από το ατομικό να περιμαζέψει κομμάτια της μεγάλης εικόνας, από την άλλη η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ζήτησης, και άρα προσφοράς, βιβλίων με οδηγίες βελτίωσης, πώς θα καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει, ό,τι προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να έχει, όσο μάταιο και αναχωρητικό του εμείς και αν είναι. Κάθε εποχή έχει την τέχνη της, η οποία, κάποιες φορές, προηγείται λίγα ή περισσότερα μέτρα, οι δημιουργοί ως δέκτες ελάχιστων μικρομεταβολών που στην παρέλευση του καιρού θα πάρουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το λέω αυτό γιατί ανακαλώντας τα παλιότερα βιβλία του Χρυσόπουλου παρατηρώ πως εγώ, τουλάχιστον εγώ, δεν ήμουν απόλυτα έτοιμος, δεν ήμουν πεπεισμένος πως ο τρόπος της τομής στο περιβάλλον ήταν ακριβής, η απόλαυση που αντλούσα έμοιαζε να μην σχετίζεται με τη συγχρονία, εκ των υστέρων κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τα σημάδια ήταν από τότε εκεί, εγώ δεν τα έβλεπα ή δεν τα αξιολογούσα σωστά.
Τα παραπάνω πρόλαβαν να καταλάβουν τον προθάλαμο της ανάγνωσης του Βάθος πεδίου, να εντείνουν την επιθυμία γι' αυτή.
Δεν μου είναι εύκολο να αναφερθώ στο περιεχόμενο, νιώθω πως το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό και πάλι η αναγνωστική αίσθηση να ήταν η ίδια. Ίσως αυτό που λέω να μη βγάζει ξεκάθαρο νόημα, ίσως και να το κάνει. Ας δοκιμάσω: μια μεταμοντέρνα κατασκευή –λειτουργική και όχι απλά για να είναι–, ένα μυθιστόρημα –μετά από ώριμη σκέψη ναι, μυθιστόρημα–, σπονδυλωτό –και όχι αποσπασματικό–, εκεί που το υποκείμενο της γραφής –αλλά και της περιδιάβασης του κόσμου– είναι κοινό, είναι ο συγγραφέας –ίσως είναι και ο Χρυσόπουλος ο ίδιος, ποιος να ξέρει–, αληθοφανές –ίσως και απόλυτα αληθινό–, ατομικό –αλλά όχι εγωκεντρικό–, βοηθητικό, ανακουφιστικό και απολαυστικό –με τον ιδιαίτερο τρόπο του–, βιβλιοφιλικό –τα είπα παραπάνω αυτά–, σε διαρκή κίνηση –εντός και εκτός του δωματίου γραφής– με το βλέμμα εστιασμένο –στο χαρτί, στη σκηνή, στον δρόμο. Αυτά πάνω κάτω διαπραγματεύεται και είναι το Βάθος πεδίου.
Θέλω να σταθώ στο ατομικό αλλά όχι εγωκεντρικό. Ας ονομάσουμε όπως θέλετε τη στάση του δέκτη απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, θέλετε δέος, θέλετε θαυμασμός, θέλετε ανάγκη, θέλετε εφόδιο, ό,τι θέλετε. Αυτή η στάση, ατομική και υποκειμενική και διαφορετική, περιλαμβάνει όλα ή κάποια από τα παραπάνω προτεινόμενα ουσιαστικά, είναι η γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το μη ατομικό, θέλω να πω πως όταν κάποιος αναπτύσσει μια στενή σχέση με τη δημιουργία, τώρα αναφέρομαι στον δέκτη, τότε υπάρχει μια συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε εκείνον και την ανθρώπινη εμπειρία, μια δήλωση, ειπωμένη ή μη μικρή σημασία έχει, πως το υποκείμενο αποδέχεται πως χρειάζεται δεκανίκια, πως χρειάζεται αντίδοτο στη μονοσημία, πως το υπαρξιακό άγχος σχετίζεται πάραυτα με την πολυπλοκότητα και τον αναπάντητο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ζουζουνίζουν από την κούνια ακόμα. Αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα, την παραδοχή πως κάποιοι δημιουργοί, κάπου, κάποτε έκατσαν και παρήγαγαν, τι και αν πρωτίστως και φαινομενικά για τους εαυτούς τους, κάτι, που μας βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή, ένα αντίδωρο που γεννά σεβασμό και το ανήκειν.
Και όταν κάποιος, ο Χρυσόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, μετέρχεται την εμπειρία του ως δέκτης για να δημιουργήσει, για να παράξει λέξεις και φράσεις και σελίδες, για να επιχειρήσει όχι μόνο να απαντήσει αλλά και να ρωτήσει, ίσως κυρίως αυτό, τότε αυτό σημαίνει μια υποβολή προσφοράς, την εναπόθεση ενός στεφάνου στο μνημείο της λογοτεχνίας και αυτή η πράξη, ατομική, προσωπική, υποκειμενική απεγκλωβίζεται του εγωκεντρισμού, δεν αποκολλάται αλλά συγκολλάται στον κόσμο, γίνεται ένα ακόμα κανάλι απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Και τότε πια οι χαρακτηρισμοί επαναπροσδιορίζονται, απολύουν πέπλα και στολίδια και ενδύονται άλλα, τότε μπορεί κανείς ακόμα–ακόμα χωρίς να δαγκώσει τη γλώσσα του να αποκαλέσει αυτό το μυθιστόρημα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και παρά την όποια παιγνιώδη ή σαρκαστική προδιάθεση, να το εννοεί, να είναι. Και αυτού του είδους η διαμεσολαβημένη εμπειρία, όταν συμβαίνει με τον τρόπο που ο Χρυσόπουλος την αποτυπώνει, μετατρέπεται σε αναγνωστική απόλαυση, σε ένα ελάχιστο υποείδος γραφής με το οποίο νιώθω συγγένεια. Έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε σχεδόν στην αρχή του κειμένου αυτού.
Διαβάζοντας το Βάθος πεδίου, μια Δευτέρα που είχα ρεπό, αφήνοντάς το ελάχιστες στιγμές στο πλάι, θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που δυστυχώς δεν έλαβε την υποδοχή που του άξιζε, την Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ, πέραν των όποιων άλλων κοινών, λιγότερο ή περισσότερο ορατών και διακριτών, για μένα το κυρίως νήμα που τα συνδέει σε επίπεδο αναγνωστικής εμπειρίας είναι η έλλειψη προσπάθειας να (υπο/απο)δείξουν αυτό που θέλουν να είναι αλλά απλώς να είναι αυτό που είναι, αυτό που διαρκώς ξεγλιστρά από τους όποιους λεκτικούς βραχίονες επιχειρούν να το συνοψίσουν, να το εντάξουν, να το περιγράψουν, και αυτή η αποφυγή δεν γεννά εκνευρισμό, αλλά αναδεικνύει κάποιες διαφορετικές αναγνωστικές ποιότητες, ερχόμενο με τη σειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο της λογοτεχνίας που παρατηρεί και επιχειρεί να κατανοήσει.
Εκδόσεις Οκτώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου