Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ο ήχος της καρδιάς - Jens Christian Grøndahl




Καιρό πριν είχε προηγηθεί η νουβέλα του Γκρένταλ Βιρτζίνια, σε μιαν άλλη εποχή, τόσο μακρινή πια. Οι προσδοκίες δεν είχαν εκπληρωθεί, άλλωστε εκεί, στις προσδοκίες, είχαν επικεντρωθεί και οι σκέψεις μου μετά την ανάγνωση. Σε ένα σχόλιο σε εκείνη την ανάρτηση έγινε κολακευτική αναφορά στο έτερο μεταφρασμένο βιβλίο του, Ο ήχος της καρδιάς. Η πληροφορία καταχωρήθηκε. Ένα σημαντικό μέρος της βιβλιοθήκης μου αποτελεί απόρροια ανταμοιβής για τη συνεισφορά μου σε μετακομίσεις, ό,τι δεν χωρά στις κούτες χαρίζεται, έτσι έγινε και στην προκειμένη, όποιος αναζητά συμπτώσεις συμπτώσεις βρίσκει. Η στιγμή για μια δεύτερη γνωριμία είχε φτάσει, η πρώτη παράγραφος με γεμίζει ενθουσιασμό. Προσδοκίες στον ορίζοντα, ξανά.

Έλαβα γράμμα από τον πιο παλιό μου φίλο πέντε μέρες μετά το θάνατό του. Η επιστολή του δεν ήταν αποχαιρετιστήρια· είχε πάθει καρδιακή προσβολή την ώρα που έπαιζε σκουός κάπου στο Μανχάταν. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να πεθάνει κανείς έτσι, στην ηλικία μας. Ο Άντριαν είχε μόλις κλείσει τα τριάντα εννιά κι εγώ ήμουν μια δυο βδομάδες μικρότερός του. Τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια ζούσε στη Νέα Υόρκη. Δεν βλεπόμασταν πολύ αυτή την περίοδο, αλλά εκείνος μου έγραφε συχνά, πολύ συχνότερα απ' ό,τι του απαντούσα εγώ. Από εδώ και πέρα θα είμαι εγώ μεγαλύτερος, πάντα ο μεγαλύτερος, και αν τέλος πάντων ζήσω αρκετά, θα 'ρθει η μέρα που ο Άντριαν θα είναι για μένα ένας νεαρός που ήξερα κάποτε.

Ο αφηγητής πιάνει την ιστορία από την αρχή, από τα κοινά παιδικά χρόνια. Μορφή πρωταγωνιστική η αδερφή του Άντριαν, η Αριένε, μια παρουσία αέρινη και γοητευτική στο πέρασμά της, ένα τρίγωνο που μου θυμίζει -και δεν είναι η πρώτη φορά- τα Τρομερά Παιδιά του Κοκτώ. Αρχίζει η όχληση, όχι από τη συγγένεια αλλά από την αδιαφορία απέναντι στην ιστορία. Βρίσκομαι στο ένα τρίτο. Σχεδόν αποφασίζω να το παρατήσω, φοβάμαι πως η πιθανότητα έκρηξης μιας βραδυφλεγούς βόμβας είναι μάλλον μικρή. Είναι πρωί όταν φλερτάρω με την ιδέα, με πιάνει ένα πείσμα.

Λίγο παρακάτω μία ωραία παρατήρηση σχετικά με τους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες μου αναπτερώνει το αναγνωστικό ηθικό. Παρατήρηση που ίσως απαντά στην εμμονική συμπάθεια προς τους αποτυχημένους λογοτεχνικούς -και όχι μόνο- μεσήλικες.

Κοντεύαμε τα τριάντα και ήμασταν γεμάτοι απόψεις. Είναι γοητευτικό να πλησιάζεις τα τριάντα γιατί τότε, πολύ περισσότερο απ' ό,τι πριν ή μετά, νιώθεις εντελώς συγχρονισμένος με την εποχή σου. [...] Όταν είσαι τριάντα χρονών πιστεύεις -και έχεις δίκιο- πως όταν φτάσει κανείς στα σαράντα πρέπει η ζωή που ζει να είναι η ζωή που έχει ονειρευτεί, ειδάλλως... ειδάλλως τι, άραγε;
Και όμως δεν αρκεί αυτή η αναλαμπή, δυστυχώς. Διαβάζω ασυγκίνητος μια συγκινητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική και καλογραμμένη. Νιώθω πως ο θάνατος του Άντριαν δεν είναι παρά μια αφορμή για εκείνον, ώστε να μας διηγηθεί τη δική του ζωή, να δείξει όσα υπέφερε και κατάφερε ως εδώ. Υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα συμπληρωματικά στοιχεία, όπως οι γιαπωνέζικες υδατογραφίες, τις οποίες εμπορεύεται ο αφηγητής, για παράδειγμα, όμως δεν αρκούν.

Και ξάφνου, αφηγηματική απογείωση!

Αυτός που λέει μια ιστορία δεν είναι ποτέ ο ίδιος για τον οποίο μιλάει η ιστορία και χάρη ακριβώς σ' αυτό η ιστορία μπορεί να ειπωθεί.

Αφήγηση εγκεφαλική και καθάρια, πωρωτική. Επιτέλους, νιώθω πως η ιστορία με αφορά. Ιδιαίτερα οι σελίδες που αντιστοιχούν στην παραμονή του αφηγητή στην Νέα Υόρκη -θυμίζοντας Όστερ στα καλύτερά του- αποτελούν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα στον σφυγμό της μητρόπολης. Κορύφωση δίχως εκβιασμούς, πλήρης έλεγχος της ιστορίας στην τελική ευθεία με τα κομμάτια να είναι εκεί, έτοιμα να πάρουν τη θέση τους, καθώς η Τελεία θα παγώσει δια παντός τον αφηγηματικό χρόνο. Οι τελευταίες εκατό σελίδες του βιβλίου σε αποζημιώνουν πλήρως, ίσως ακόμα και να δικαιολογούν εκείνες που προηγήθηκαν. Ίσως να έπρεπε όσα προηγήθηκαν να τα παραλείψω, να μιλήσω μόνο για ένα υπέροχο βιβλίο και έναν ενδιαφέροντα Δανό συγγραφέα, όμως όχι, γιατί αυτή ήταν η εκδίκηση στο όνομα όλων εκείνων των βιβλίων που παράτησα πριν να γευτώ το χυμό που ίσως έκρυβαν λίγες σελίδες πιο κάτω.

Μια ιστορία που τη λες δεύτερη φορά δεν μπορεί να είναι εντελώς αληθινή και η δική της διήγηση σίγουρα δεν ήταν αληθινή· όμως, όταν ο χρόνος μάς συμπαρασύρει στο χάος του, παύει να υπάρχει πλέον μια αλήθεια σαν μέτρο σύγκρισης -υπάρχει μόνο η ιστορία όπως μπορεί να ειπωθεί στο παρόν.  

Μετάφραση από τα δανέζικα: Λύο Καλοβυρνάς
Εκδόσεις Πόλις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου