Ήμουν σκακιστής στην πλατεία Γιούνιον. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτό έκανα, ήταν αν θέλετε το επάγγελμά μου προτού φύγω από τη γη. Συνήθιζα να μένω εκεί για ώρες, παρακινούσα τους περαστικούς να κάτσουν για μια παρτίδα. Στον βιαστικό που ψιθύριζε ότι δεν ήξερε καλό σκάκι έλεγα: " Σε δέκα λεπτά θα είσαι τουλάχιστον δυο φορές καλύτερος απ' όσο είσαι τώρα, άμα δεν γίνεις, ας μου πάρουν τη σκακιέρα για πάντα". Δεν το έκανα για τα λεφτά, λεφτά είχα.
Τη μέρα που με πυροβόλησαν κόντευα τα εξήντα έξι· τώρα είμαι στα είκοσι εννιά. Από τους λίγους μήνες που μου έχουν απομείνει στη Μικρή Ζωή σκοπεύω να περάσω τον τελευταίο σε μια πλατεία όμοια με τη Γιούνιον: στην Τρίνες ή στη Σιέκλε.
Ο αφηγητής πέθανε στις 5 Μαΐου 1948. Όταν έφτασε στη Μικρή Ζωή ήταν γυμνός, και, όπως θα έκανε ο καθένας στη θέση του, ρώτησε πού βρισκόταν. Του εξήγησαν. Κάθε άνθρωπος που πεθαίνει στη γη, ανεξαρτήτως ηλικίας, "ξυπνάει" στον πλανήτη Μικρή Ζωή, είκοσι ετών και ζει εκεί μέχρι τα τριάντα του. Μετά το πέρας του Μήνα Μνήμης, θα ανατεθεί στον αφηγητή η αποστολή της ανασυγκρότησης του μυθιστορήματος 4001 του Αυστριακού Ρόμπερτ Κράους, παράλληλα με την έρευνα για το αν ο συγγραφέας βρίσκεται στον πλανήτη. Για τον λόγο αυτό θα χρειαστεί να πάει με τρένο σε μια απομακρυσμένη περιοχή του πλανήτη. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή.
Και φαντάζομαι πως θα έχετε ήδη ένα κάποιο βλέμμα απορίας διαβάζοντας τόσο το απόσπασμα όσο και την υπόθεση του μυθιστορήματος του Κύπριου Σωφρόνη Σωφρονίου, και είναι κάτι το αναμενόμενο καθώς πρόκειται για μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται, κατ' εμέ, το πρώτο σημείο αξιολόγησης ενός μυθιστορήματος όπως ο Αργός σίδηρος, στο κατά πόσο δηλαδή ο συγγραφέας επιτυγχάνει να καλωσορίσει ομαλά τον αναγνώστη σε αυτή τη σύμβαση, κάτι το οποίο απαιτεί αρκετή δουλειά και επιπλέον φαντασία με ιδέες ξεκάθαρες, έτσι ώστε εκείνο που υπάρχει στο μυαλό του συγγραφέα να περάσει και στο χαρτί, να επιτύχει να δώσει πνοή σε μια νέα πραγματικότητα, χωρίς να αναλωθεί σε δαιδαλώδεις περιγραφές και εξηγήσεις. Σε αυτό το σημείο ο Σωφρονίου τα καταφέρνει περίφημα. Ο αναγνώστης γρήγορα νιώθει οικεία στη Μικρή Ζωή.
Και αφού καταφέρνει να χτίσει από την αρχή έναν νέο κόσμο, με τις ιδιαιτερότητες και τις καινοτομίες του, στη συνέχεια ο συγγραφέας θα κριθεί για την ιστορία του ως ιστορία, μία τελευταία, μα απαραίτητη επιβεβαίωση της ανάγκης για τη διάσταση του φανταστικού την οποία επιλέγει να ακολουθήσει. Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, γιατί ναι μεν από τη μία ο Σοφρωνίου επιτυγχάνει, με ευρήματα δομικά και ιδέες ενδιαφέρουσες, να εξάψει και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κατά την "περιήγησή" του στη Μικρή Ζωή, ακολουθώντας τον αφηγητή στις περιπέτειές του, από την άλλη όμως δεν δίνει τις μάλλον απαραίτητες για το λογοτεχνικό είδος απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται ή προκύπτουν, ευθέως ή πλαγίως, επιμένοντας περισσότερο στην εξέλιξη της δράσης και στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δυστοπικής αγωνίας. Και είναι αυτό το σημείο στο οποίο ένιωσα κάπως μετέωρος διαβάζοντας το μυθιστόρημα, που δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της αναγνωστικής απόλαυσης, παρά το γεγονός πως οι αρετές του είναι δεδομένες, και μάλιστα κάποια σημεία σχετικά με την ανασυγκρότηση της μνήμης και τη νοσταλγική αναβίωση της προηγούμενης ζωής στη Γη είναι εξαιρετικά.
Εκδόσεις αντίποδες