Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Αργός σίδηρος - Σωφρόνης Σωφρονίου





Ήμουν σκακιστής στην πλατεία Γιούνιον. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτό έκανα, ήταν αν θέλετε το επάγγελμά μου προτού φύγω από τη γη. Συνήθιζα να μένω εκεί για ώρες, παρακινούσα τους περαστικούς να κάτσουν για μια παρτίδα. Στον βιαστικό που ψιθύριζε ότι δεν ήξερε καλό σκάκι έλεγα: " Σε δέκα λεπτά θα είσαι τουλάχιστον δυο φορές καλύτερος απ' όσο είσαι τώρα, άμα δεν γίνεις, ας μου πάρουν τη σκακιέρα για πάντα". Δεν το έκανα για τα λεφτά, λεφτά είχα.

Τη μέρα που με πυροβόλησαν κόντευα τα εξήντα έξι· τώρα είμαι στα είκοσι εννιά. Από τους λίγους μήνες που μου έχουν απομείνει στη Μικρή Ζωή σκοπεύω να περάσω τον τελευταίο σε μια πλατεία όμοια με τη Γιούνιον: στην Τρίνες ή στη Σιέκλε.

Ο αφηγητής πέθανε στις 5 Μαΐου 1948. Όταν έφτασε στη Μικρή Ζωή ήταν γυμνός, και, όπως θα έκανε ο καθένας στη θέση του, ρώτησε πού βρισκόταν. Του εξήγησαν. Κάθε άνθρωπος που πεθαίνει στη γη, ανεξαρτήτως ηλικίας, "ξυπνάει" στον πλανήτη Μικρή Ζωή, είκοσι ετών και ζει εκεί μέχρι τα τριάντα του. Μετά το πέρας του Μήνα Μνήμης, θα ανατεθεί στον αφηγητή η αποστολή της ανασυγκρότησης του μυθιστορήματος 4001 του Αυστριακού Ρόμπερτ Κράους, παράλληλα με την έρευνα για το αν ο συγγραφέας βρίσκεται στον πλανήτη. Για τον λόγο αυτό θα χρειαστεί να πάει με τρένο σε μια απομακρυσμένη περιοχή του πλανήτη. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή.

Και φαντάζομαι πως θα έχετε ήδη ένα κάποιο βλέμμα απορίας διαβάζοντας τόσο το απόσπασμα όσο και την υπόθεση του μυθιστορήματος του Κύπριου Σωφρόνη Σωφρονίου, και είναι κάτι το αναμενόμενο καθώς πρόκειται για μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.

Σε αυτό το σημείο βρίσκεται, κατ' εμέ, το πρώτο σημείο αξιολόγησης ενός μυθιστορήματος όπως ο Αργός σίδηρος, στο κατά πόσο δηλαδή ο συγγραφέας επιτυγχάνει να καλωσορίσει ομαλά τον αναγνώστη σε αυτή τη σύμβαση, κάτι το οποίο απαιτεί αρκετή δουλειά και επιπλέον φαντασία με ιδέες ξεκάθαρες, έτσι ώστε εκείνο που υπάρχει στο μυαλό του συγγραφέα να περάσει και στο χαρτί, να επιτύχει να δώσει πνοή σε μια νέα πραγματικότητα, χωρίς να αναλωθεί σε δαιδαλώδεις περιγραφές και εξηγήσεις. Σε αυτό το σημείο ο Σωφρονίου τα καταφέρνει περίφημα. Ο αναγνώστης γρήγορα νιώθει οικεία στη Μικρή Ζωή.

Και αφού καταφέρνει να χτίσει από την αρχή έναν νέο κόσμο, με τις ιδιαιτερότητες και τις καινοτομίες του, στη συνέχεια ο συγγραφέας θα κριθεί για την ιστορία του ως ιστορία, μία τελευταία, μα απαραίτητη επιβεβαίωση της ανάγκης για τη διάσταση του φανταστικού την οποία επιλέγει να ακολουθήσει. Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, γιατί ναι μεν από τη μία ο Σοφρωνίου επιτυγχάνει, με ευρήματα δομικά και ιδέες ενδιαφέρουσες, να εξάψει και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κατά την "περιήγησή" του στη Μικρή Ζωή, ακολουθώντας τον αφηγητή στις περιπέτειές του, από την άλλη όμως δεν δίνει τις μάλλον απαραίτητες για το λογοτεχνικό είδος απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται ή προκύπτουν, ευθέως ή πλαγίως, επιμένοντας περισσότερο στην εξέλιξη της δράσης και στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δυστοπικής αγωνίας. Και είναι αυτό το σημείο στο οποίο ένιωσα κάπως μετέωρος διαβάζοντας το μυθιστόρημα, που δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της αναγνωστικής απόλαυσης, παρά το γεγονός πως οι αρετές του είναι δεδομένες, και μάλιστα κάποια σημεία σχετικά με την ανασυγκρότηση της μνήμης και τη νοσταλγική αναβίωση της προηγούμενης ζωής στη Γη είναι εξαιρετικά.

Εκδόσεις αντίποδες 

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Τι κάνεις όταν κάποιος μιλάει άσχημα για ένα βιβλίο που αγαπάς





-τσαντίζεσαι
-ανασηκώνεις τους ώμους
-απελπίζεσαι
-επιχειρηματολογείς -μάταια συνήθως- και γρήγορα εγκαταλείπεις.
-επιστρέφεις στο σπίτι σου και διαβάζεις τυχαία αποσπάσματα απ' το βιβλίο ή άλλα που έχεις υπογραμμίσει
-αναζητάς/ανακαλύπτεις στο σώμα του βιβλίου ίχνη της τότε εποχής (σελιδοδείκτες, εισιτήρια κ.τ.λ.)-κοιτάζεις τις σημειώσεις σου -τις αναρτήσεις στη δική μου περίπτωση
-συνειδητοποιείς -ακόμα μια φορά- τη διαφορετικότητα των ανθρώπων
-συνειδητοποιείς -ακόμα μια φορά- τη ροπή στα πικρόχολα σχόλια και τη συνοδευτική δυσανεξία στο πάθος

- δεν κάνεις τίποτα από τα παραπάνω, απλώς αδιαφορείς.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

4 3 2 1 - Paul Auster




Πέρασα κάτι λιγότερο από έναν μήνα διαβάζοντας το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Όστερ. Ξεκινώ το κείμενο με αυτή την πληροφορία, για να δικαιολογήσω την αμηχανία που νιώθω αυτή τη στιγμή μπροστά στη λευκή οθόνη του υπολογιστή. Πώς να χωρέσεις σε ένα κείμενο μια τέτοια εμπειρία άραγε; Συνέβησαν τόσα πράγματα όλον αυτόν τον καιρό, που η καθημερινότητα έμοιαζε -και ήταν- χωρισμένη στα δύο: από τη μία η πραγματική ζωή, από την άλλη η ιστορία του Άρτσιμπαλντ Ισαάκ Φέργκιουσον. Και δεν ήταν μόνο ο όγκος -1200 σελίδες- του βιβλίου αλλά και το εύρημα του Όστερ, με τις διαφορετικές εκδοχές της ζωής του ήρωά του, εύρημα που με διαφορετικό τρόπο χρησιμοποίησε και η Έρπενμπεκ στο μυθιστόρημά της Η συντέλεια του κόσμου, που επέτειναν το συναίσθημα της διχοτόμησης της δικής μου ζωής εν τέλει.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως. Η ιδέα του Όστερ, πάνω στην οποία δομεί το 4 3 2 1, είναι εκείνη του τι θα συνέβαινε αν, ιδέα προκλητική, καθώς μεταφέρει αυτό το σύνηθες ρητορικό ερώτημα, στη γοητεία του οποίου έχουμε όλοι μας, λιγότερο ή περισσότερο, κάποια στιγμή ενδώσει, από την πραγματικότητα στη μυθοπλασία, στον κατ' εξοχήν χώρο, όπου οι δυνατότητες μοιάζουν άπειρες και ο συγγραφέας δεν έχει παρά να επιλέξει εκείνες που του ταιριάζουν ή που τον ιντριγκάρουν περισσότερο από τις υπόλοιπες. Του Όστερ όμως δεν του αρκεί αυτό. Αποφασίζει λοιπόν να διηγηθεί τέσσερις εκδοχές της ιστορίας του ήρωά του, παιχνίδια της μοίρας και αποφάσεις τρίτων, ελάχιστες συχνά λεπτομέρειες που διασταυρώθηκαν σε διαφορετικό μονοπάτι με τη ζωή του ήρωα -μαζί με τις ατομικές ιστορίες των υπόλοιπων χαρακτήρων φυσικά- μέσα στο μεγάλο κάδρο της Αμερικής στα μέσα του εικοστού αιώνα.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, και μάλιστα σκληρής ενηλικίωσης, όχι απαραίτητα για τα όσα περνάει σε κάθε εκδοχή της ιστορίας του ο Φέργκιουσον, αλλά για την επιβεβαίωση της τυχαιότητας και της πολυπαραγοντικής εξίσωσης της ύπαρξης, των δυνατοτήτων, των περιορισμών και των εκβάσεων. Είναι τέτοια η δομή της ιστορίας, που ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον ήρωα χωρίς να έχει το περιθώριο ελαφρά την καρδία να τον δείξει με το δάχτυλο λέγοντας: εγώ δεν θα το έκανα έτσι. Εκεί βρίσκεται, κατά την προσωπική μου γνώμη, η ευφυΐα του Όστερ. Αυτό το φαινομενικά απλό εύρημα -απλό μόνο ως σκέψη, γιατί ως προς την εκτέλεση είναι κάτι παραπάνω από σύνθετο- πατάει σε μια βαθιά υπαρξιακή ανθρώπινη αγωνία, στο ελάχιστο εμβαδόν που καθένας μας καταλαμβάνει στον κόσμο, στο εύπλαστο της ζωής. Όχι όμως ως ματαιότητα ή μεμψιμοιρία.

Και παράλληλα, γύρω από τη ζωή του Φέργκιουσον, ένας κόσμος σε διαρκή αλλαγή και αναβρασμό, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, πόλεμοι αλλά και ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, η λογοτεχνία και η ποίηση, η μετάφραση, η Ευρώπη ως καταφύγιο και έμπνευση, ο έρωτας και η αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας, τα σπορ και η φιλία, και τόσα άλλα, που αποτελούν τη ζωή.

Και επανέρχομαι στον αρχικό προβληματισμό μου: Πώς να μιλήσει κανείς για μια τέτοια αναγνωστική εμπειρία, παρότι εν τω μεταξύ έχω καταφέρει να γράψω αρκετές λέξεις. Γιατί, εγώ προσωπικά, δυσκολεύομαι να μείνω πιστός σε μια κριτική ή φιλολογική προσέγγιση. Θα μπορούσα να μιλήσω, για παράδειγμα, για τον μακροπερίοδο λόγο που χρησιμοποιεί σε αυτό το μυθιστόρημα ο Όστερ, ή για την ικανότητά του στην αφήγηση και την ενσωμάτωση του προφορικού λόγου σε αυτήν. Θα μπορούσα επίσης να αποθεώσω τη μαστοριά του Όστερ στο χτίσιμο ενός τόσου μεγάλου βιβλίου. Όλα αυτά, και άλλα τόσα, ισχύουν. Όμως, η ανάγνωση, αποτελεί πρωτίστως ψυχαγωγία, και η απόφαση να διαβάσω ένα τέτοιας έκτασης μυθιστόρημα ήταν συνειδητή και ταιριαστή της περιόδου, η ανάγκη να γυρίσεις στο βιβλίο για να διαβάσεις λίγο έστω ακόμα, η αγωνία, που σιγά σιγά δημιουργείται στον αναγνώστη μέσα από την ταύτιση με τον Φέργκιουσον, για την εξέλιξη της ιστορίας, η αίσθηση οικειότητας, από κάποια στιγμή και μετά, ανάμεσα στους χαρακτήρες του βιβλίου, είναι συναισθήματα μοναδικά. Σίγουρα αν δεν επρόκειτο για ένα τόσο καλογραμμένο βιβλίο όλα αυτά δεν θα γεννιόντουσαν, οπότε ναι, η λογοτεχνική αρτιότητα δεν είναι επ ουδενί άχρηστη και ελάσσονος σημασίας, αλλά η απαραίτητη βάση για την ψυχαγωγία και την αναγνωστική απόλαυση.

Τη μετάφραση, τον άθλο της μετάφρασης για την ακρίβεια, υπογράφει η συγγραφέας και βραβευμένη μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη, η μεγαλύτερη φαν του Όστερ που γνωρίζω, και της ανήκει -δικαιωματικά- ένα σημαντικό μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης.

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο       

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Μπλε υγρό - Βίβιαν Στεργίου




Στο κατάστημα πιάνων δεν ήταν κανείς. Η κίνηση στον δρόμο ήταν μέτρια. Μάλλον θα είχαν φύγει από ώρα οι ιδιοκτήτες καθώς και όσοι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ή να δοκιμάσουν κάποιο πιάνο, οπότε ο Ανδρέας κοιτούσε απλώς ένα σκοτεινό μαγαζί με τα καπάκια των πιάνων κατεβασμένα μασουλώντας ένα καλαμάκι κοτόπουλο. Στη Αθήνα μπορούσες να φας και να πιεις μπίρες στον δρόμο, μπορούσες να περπατάς χαζεύοντας τις ταμπέλες των μαγαζιών και τις διαφημίσεις των φαρμακείων κατά τις τριχόπτωσης, μπορούσες να χτενίζεις με την άκρη του ώμου σου τα βρώμικα, μίζερα και αδικαιολόγητα φυτεμένα δέντρα στα πεζοδρόμια, αλλά, καταπώς φαινόταν, δεν μπορούσες να βρεις ανοιχτό δύο η ώρα τη νύχτα ένα κεντρικότατο κατάστημα πιάνων. Όμως αυτό δεν τον ενοχλούσε, αφού πιάνο δεν ήξερε να παίζει. Πιο πολύ τον πείραζε που αύριο το πρωί είχε να πάει στα κεντρικά της ΔΕΗ στην Αριστοτέλους.
Με τις δεδομένες επιφυλάξεις απέναντι σε κάθε συλλογή διηγημάτων, ενισχυμένες λόγω της εντοπιότητας και του νεαρού της ηλικίας της συγγραφέως, ξεκίνησα, από περιέργεια κυρίως το παραδέχομαι, να διαβάζω το πρώτο διήγημα της συλλογής διηγημάτων της γεννημένης το 1992 Βίβιαν Στεργίου, Μπλε υγρό. Και τελειώνοντας το πρώτο διήγημα, ένιωσα πως είχα κάτι ενδιαφέρον στα χέρια μου, και παρότι οι επιφυλάξεις δεν υποχώρησαν εντελώς, ήταν δεδομένο πως θα συνέχιζα μέχρι τέλους την ανάγνωση του βιβλίου.

Παρά τα όσα αντικειμενικά, ή θεωρούμενα ως τέτοια, μπορεί κάποιος αναγνώστης να επισημάνει για ένα λογοτεχνικό έργο, σχόλια φιλολογικά σχετικά με το ύφος, την πλοκή ή τις επιρροές, ανάμεσα σε άλλα, εντούτοις, και ας μην κρυβόμαστε, η ανάγνωση και επομένως και η αποτίμησή της, ποτέ δεν παύει να είναι υπόθεση άκρως προσωπική, και άρα υποκειμενική, καθώς καθένας μας αναζητά διαφορετικά πράγματα σε κάθε ανάγνωση, ακόμα και αν δεν ξέρει πως τα αναζητά. Ένα παράπονο τεράστιο, που δεν αφορά μόνο τα διηγήματα αλλά συνολικά την εγχώρια λογοτεχνία, παράπονο δικό μου, με βάση τα δικά μου βιώματα και τις προσλαμβάνουσες της δικής μου καθημερινότητας, είναι η απουσία, ή η όχι και τόσο συχνή εμφάνιση, για να μην είμαι ισοπεδωτικός, ενός αέρα φρέσκου και μιας ματιάς καθαρής στα πράγματα, ματιάς σύγχρονης, ματιάς του αυτόπτη μάρτυρα, ματιάς του συγγραφέα που να γράφει για το κέντρο της πόλης αφού πρώτα το έχει περπατήσει, και όχι εκ του μακρόθεν από κάποιο προάστειό της. Βεβαίως και δεν αρκεί κάποιος να περπατά στα πεζοδρόμια του κέντρου για να μπορεί να γράψει γι' αυτά, χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις. Εδώ έρχεται δίπλα στην καθαρή ματιά ο φρέσκος αέρας, κάτι το οποίο, έως ένα βαθμό, σχετίζεται και με την ηλικία της Στεργίου· δεν αναφέρομαι ούτε σε πρωτοπορία, ούτε σε καινοτομία αλλά στην αίσθηση του φρέσκου και του σπινθηροβόλου στην αφήγηση, δύο χαρακτηριστικά -κατά τη γνώμη μου αρετές- που τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν.

Κάποια μοτίβα, αναπόφευκτα, επαναλαμβάνονται, και κάποια διηγήματα, ίσως και λόγω της επανάληψης, μοιάζουν κάπως πιο αδύναμα, με αποτέλεσμα ο αρχικός ενθουσιασμός της ανάγνωσης των πρώτων διηγημάτων να υποχωρήσει, ίσως γιατί πλέον την έκπληξη απέναντι στην κατάρρευση των επιφυλάξεων διαδέχεται η απαίτηση για διατήρηση των απαιτήσεων σε υψηλά στάνταρντ, εκεί που η Στεργίου τις τοποθέτησε, όμως, ταυτόχρονα, η παρουσία αυτών των διηγημάτων δίνει την αίσθηση ολοκλήρωσης της συλλογής, επιτρέπουν να διαφανεί με σαφήνεια ο θεματικός καμβάς που απασχολεί και εμπνέει τη Στεργίου, αφήνουν και μάλιστα αφήνουν μία αίσθηση -αρκετά υπόγεια- ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος με αρκετούς ήρωες, με την Αθήνα να είναι παρούσα.

Και δεν είναι μόνο η Αθήνα που είναι -επιτέλους- αναγνωρίσιμη μέσα από τις σελίδες των διηγημάτων, είναι και οι ήρωες παρέα με τους προβληματισμούς και τις αποφάσεις που παίρνουν, η ασφυξία και η ελευθερία που το περιβάλλον τους προκαλεί ή τους επιτρέπει, ήρωες που ανάμεσά τους μπορεί κανείς να αναγνωρίσει δικούς του φίλους ή ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, ίσως λίγο νεότερο, ήρωες που εμένα μου θύμισαν τους ήρωες της Δημητρακάκη, ρεαλιστικοί στα δικά μου μέτρα.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Πόλις



Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Το ματωμένο του έργο - Graeme Macrae Burnet





Γράφω αυτό το κείμενο κατόπιν επιθυμίας του δικηγόρου μου κυρίου Άντριου Σίνκλερ, ο οποίος από τότε που προφυλακίστηκα εδώ στο Ινβερνές μού φέρεται με πολύ περισσότερη ευγένεια απ' όση αξίζω και δικαιούμαι. Η ζωή μου υπήρξε σύντομη και άνευ σημασίας, και δεν επιθυμώ να απαλλαγώ από την ευθύνη για τις πρόσφατες πράξεις μου. Ο μόνος λόγος, επομένως, για τον οποίο εμπιστεύομαι αυτές τις λέξεις στο χαρτί είναι για να ανταποδώσω στον δικηγόρο μου την καλοσύνη που μου έχει δείξει.

Ο νεαρός Ρόντερικ Μακρέι, που ζει με τον πατέρα και τα αδέρφια του στο Κολντούι, ένα απομονωμένο χωριό του Ρος-σάιρ στα  Χάιλαντς, κατηγορείται για τριπλή δολοφονία, και εκείνος αποδέχεται την ενοχή του. Ο διορισμένος από το κράτος δικηγόρος που αναλαμβάνει την υπεράσπισή του του ζητάει να γράψει την ιστορία του, ενώ σκοπεύει να ισχυριστεί ενώπιον της έδρας πως ο πελάτης του έδρασε εκτός εαυτού χωρίς να έχει προσχεδιάσει το φονικό. Η αγχόνη περιμένει τον Μακρέι. Βρισκόμαστε στο έτος 1869.

Ο Μπερνέτ, στον ρόλο του αφηγητή-ερευνητή, μεταφέρει τον αναγνώστη στα Χάιλαντς του 19ου αιώνα, με αφορμή το τριπλό φονικό και τη δίκη που ακολούθησε, για να διηγηθεί μια ιστορία με τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη της δίκης, αλλά κυρίως για τις συνθήκες διαβίωσης σε εκείνη την απομακρυσμένη περιοχή, όπου η ζωή ήταν ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, η γη ανήκε σε έναν μεγαλογαιοκτήμονα, η εκπαίδευση ήταν αχρείαστη πολυτέλεια, οι βεντέτες κάτι συνηθισμένο και η πατρική εξουσία απόλυτη, χωρίς να παραλείψει κανείς να αναφερθεί στις επικρατούσες δεισιδαιμονίες, την ισχύ της εκκλησίας και τη σεξουαλική καταπίεση. Το κείμενο που γράφει ο Μακρέι και η διαδικασία της δίκης θα φέρουν στο προσκήνιο μια ζοφερή πραγματικότητα, αντικαθρέφτισμα της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο στήνει την ιστορία του ο Μπερνέτ, με αυτόν τον ψευδοντοκουμενταρίστικο χαρακτήρα, επιτυγχάνει να καθηλώσει τον αναγνώστη και να αναδείξει με ακρίβεια τους χαρακτήρες, σε ένα υπέροχο μυθιστόρημα, που θυμίζει ως αίσθηση τα Έθιμα ταφής της Κεντ, και έφτασε, χωρίς να είναι φαβορί, μέχρι τη βραχεία λίστα του βραβείου Booker για το 2016. Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες όπου η ευφυΐα του συγγραφέα διακρίνεται ως αναπόσπαστο μέρος του ταλέντου του, όπου ο χαρακτηρισμός του βιβλίου ως δικαστικού θρίλερ μοιάζει εν τέλει πολύ περιοριστικός για να περιγράψει πλήρως τα όσα καταφέρνει ο Μπερνέτ με Το ματωμένο του έργο, και πως τελικά ο απόλυτος συνδυασμός επιτυχίας είναι η παρουσία μιας δυνατής ιστορίας δοσμένης με έναν τρόπο που να την αναδεικνύει περαιτέρω.

Το απομονωμένο τοπίο άγριας ομορφιάς των Χάιλαντς και οι συνθήκες διαβίωσης της εποχής επιτρέπουν στον Μπερνέτ να επικεντρωθεί στην ιστορία και τους χαρακτήρες του, χωρίς να χρειάζεται να πασπαλίσει τις περιγραφές του με υπερβολικές λεπτομέρειες, και παρ' όλ' αυτά να μεταδώσει την αίσθηση ασφυξίας με την οποία, όχι μόνο ο αναγνώστης του σήμερα, αλλά και ο κάτοικος κάποιου αστικού κέντρου της εποχής, αντικρίζει τη ζωή στο μικρό χωριό. Η ιστορία, με την αγωνία που φέρει ως προς την εξέλιξή της, όσο προδιαγεγραμμένη και αν αυτή μοιάζει ήδη από τις πρώτες σελίδες με την παραδοχή της ενοχής εκ μέρους του Μακρέι, είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδείξει τους χαρακτήρες και το περιβάλλον στο οποίο ζουν· με αποκορύφωμα τον Μακρέι, έχουμε χαρακτήρες πλήρεις, με αδυναμίες, πάθη και ιδανικά, με την αίσθηση δικαίου να μην απουσιάζει εντελώς από κανέναν, παρά την όποια υποκειμενική θέση από την οποία παρατηρεί την ιστορία ο αναγνώστης, σε μια απόπειρα κατανόησης της ανθρώπινης φύσης, με τα πάθη της εξουσίας, το φόβο της επιβίωσης, το ένστικτο της εκδίκησης, την πίστη στην απόδοση δικαιοσύνης, την επίδραση του περιβάλλοντος, την ασφυξία της ατομικότητας μέσα στον κοινωνικό ιστό.

Αν και δεν έκανα αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, έχω την αίσθηση πως η Χίλντα Παπαδημητρίου έφερε εις πέρας με επιτυχία το δύσκολο έργο της μετάφρασης.

Υπερκαλυμμένες και με το παραπάνω αναγνωστικές προσδοκίες, Το ματωμένο του έργο είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο αξίζει να διαβαστεί.
 
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη - Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος





Η ανάγνωση, όπως κάθε πάθος άλλωστε, δεν περιορίζεται στον εαυτό της, ο αναγνώστης, συγχωρέστε με αλλά η λέξη βιβλιόφιλος δεν με συγκινεί, δεν περιορίζεται στην ανάγνωση, και ένας αναγνώστης όπως ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, κι αυτή είναι μία από τις ιδιότητές του ανάμεσα στις άλλες, του ποιητή, του μεταφραστή, του κριτικού, του φιλολόγου -και ίσως και άλλων που καταφέρνει να κρατάει κρυφές- όχι μόνο το γνωρίζει καλά, αλλά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παθιασμένου αναγνώστη, για τον οποίο η ανάγνωση είναι ένα μόνο μέρος της σχέσης του με τα βιβλία, τους συγγραφείς, τις ιστορίες, μιας σχέσης με εμμονές -πώς αλλιώς;

Γιατί η ανάγνωση, πριν και πάνω απ' ό,τι άλλο, είναι μια σχέση συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή, από το πλέον απλό ημερολογιακό συμβάν, όπως ποια κοπέλα κοιμόταν δίπλα του όταν εκείνος ξενύχτησε διαβάζοντας λίγες ακόμα σελίδες από την Καρδιά τόσο άσπρη, για την ακρίβεια τις σελίδες εκείνες με τον ήρωα να προσπαθεί να ξεχωρίσει τις λέξεις θυμού που ακούγονταν από τον δρόμο κάτω ακριβώς από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, σε αντίστιξη με τη φαινομενική γαλήνη του δωματίου του ήρωα, αλλά και του αναγνώστη, μέχρι την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα στο αντίτυπο του Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο, δώρο από έναν καλό φίλο, αφιέρωση που αν είναι δυνατόν την έκανε με στυλό, αλλά πώς να του κρατήσεις κακία -φροντίζεις να αγοράσεις ακόμα ένα αντίτυπο. Και ύστερα σκέφτεσαι τον Ξένο του Καμύ, και αναλογίζεσαι τι θα έκανες αν δεν υπήρχε αυτό το βιβλίο, ώστε να μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτό όταν ο κόσμος καταρρέει;

Από τη μία πλευρά είναι η γοητεία να ακούς κάποιον να μιλάει για ένα πάθος, πάθος που νιώθεις και εσύ, πάθος για το οποίο συχνά νιώθεις πως δεν μπορείς να το μοιραστείς εύκολα με κάποιον, πάθος για το πλέον απλό, όπως την ταξινόμηση των βιβλίων στη βιβλιοθήκη, ή τη σημασία του να βρίσκεις το απόκομμα από το εισιτήριο κάποιου ΚΤΕΛ χρόνια μετά διαβάζοντας ξανά Το μαύρο κουτί  του Άμος Οζ. Όμως από την άλλη πλευρά, ακριβώς επειδή μιλάμε για πάθος, ορθώνεται η αντίδραση, όχι, εμένα η Λολίτα δεν μου άρεσε, ίσως γιατί μου θύμιζε έντονα την προυστική Αλμπερτίν, όχι, εγώ διαφωνώ με το μη δανεισμό βιβλίων.

Η γοητεία και η αντίδραση, ταυτόχρονα συναισθήματα με εκρηκτικά αποτελέσματα, συνοδεύουν την ανάγνωση των κειμένων που αποτελούν Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη, κειμένων από τα οποία ξεχειλίζει το πάθος, κείμενα στα οποία αφθονούν οι αναφορές σε βιβλία γνωστά και αγαπημένα, αλλά και σε άλλα είτε άγνωστα είτε σκονισμένα στη στοίβα των προσεχώς. Και ο τρόπος με τον οποίο ο Γιαννακόπουλος μιλάει για την ανάγνωση και τα βιβλία είναι, για μένα, ο πλέον κατάλληλος, ακριβώς λόγω του πάθους του, πάθους που οδηγεί σε συγκλίσεις και αντεγκλήσεις γόνιμες, μακριά από διάθεση για επίδειξη και απλή επανάληψη μισητών φράσεων όπως: μα καλά, δεν έχεις διαβάσει αυτό, μα καλά, (δεν) σου άρεσε το άλλο, και άλλων παρεμφερών. Στόχος του Γιαννακόπουλου δεν είναι να μιλήσει για τον εαυτό του αλλά για εκείνο που αγαπά, όπως ο ποιητής που μιλάει για τον έρωτα μιλάει για το αντικείμενο του πόθου του και όχι για τον ερωτευμένο εαυτό του, ή -ακριβέστερα- όπως το παιδί που μιλάει για το παιχνίδι. Και ακριβώς επειδή είναι τέτοιο το πάθος των κειμένων, Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη επιτελεί μια πράξη υπηρέτησης προς τη λογοτεχνία, προς την ανάγνωση, ανανεώνοντας εν τέλει τη δίψα μας για ιστορίες.


Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Χάρισέ μου μια παράλληλη πραγματικότητα ακόμα





Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα λειτουργούν ως παράλληλη πραγματικότητα στη ζωή του αναγνώστη, ένα καταφύγιο ημερών, εβδομάδων ή και μηνών ακόμα. Παράλληλη πραγματικότητα σε μια ολοένα επιταχυνόμενη καθημερινότητα, υπερπληθώρας ερεθισμάτων, κυριαρχίας του εφήμερου ή μάλλον ακριβέστερα του στιγμιαίου, με την πεποίθηση της έλλειψης χρόνου, του χρόνου που δεν υπάρχει και όχι του χρόνου που σπαταλιέται στη διασπαστική κυριαρχία της πληροφορίας, της επιφανειακής γνώσης επί παντός επιστητού, της ανάγκης ή της υποχρέωσης καλύτερα να μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή να έχει γνώμη για οτιδήποτε, άσχετα αν δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα αν δεν το γνωρίζει παρά επιδερμικά μονάχα ή ως τελευταίος δέκτης ενός εξ αρχής χαλασμένου τηλεφώνου, της κατανάλωσης και της μανίας προσθήκης στη φαρέτρα ασχημάτιστων και εν τέλει άχρηστων βελών, και αυτού και εκείνου αλλά και του άλλου. Της ποσοτικής απεικόνισης των πάντων.

Και ξαφνικά ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα ξεφυλλίζεται μπροστά στα μάτια σου, απαιτεί τον χρόνο και την προσοχή σου, σε δέχεται στις σελίδες του και σε καλωσορίζει στην πραγματικότητά του, πραγματικότητα στην οποία αρχικά νιώθεις ξένος και ίσως την προσεγγίζεις με μια διάθεση ανυπομονησίας, πες αυτό που θες να πεις και τελείωνε, μην πλατειάζεις, δώσε μου γρήγορα αυτό που χρειάζομαι -αλήθεια τι είναι αυτό που χρειάζομαι;-, τελείωνε να πάμε παρακάτω, ωστόσο το πολυσέλιδο μυθιστόρημα στέκει ατάραχο, ενώ εσύ δεν διστάζεις να το αφήσεις με μια οποιαδήποτε αφορμή -τι ώρα έχει πάει, τι καιρό θα κάνει αύριο, πού να βρίσκεται εκείνη ή εκείνος, πόσα τικ έχουν βάλει στη λίστα εν τω μεταξύ οι άλλοι- και επανέρχεσαι κάνοντας βιαστικά και συνήθως λαθεμένα μαθηματικές πράξεις για το υπολειπόμενο της ιστορίας, πόσες σελίδες, πόσες ώρες, πόσες μέρες, πόσα χαμένα τικ και φωτογραφικά κλικ, και ξάφνου γίνεται κάτι μαγικό, όλα εκείνα τα πρόσωπα, αρχικά απλώς ονόματα που δυσκολευόσουν να συγκρατήσεις και να συνδυάσεις με γεγονότα και λεπτομέρειες, ξαφνικά μεταμορφώνονται σε παλιούς γνώριμους, συμπάθειες και αντιπάθειες, μια λαχτάρα για το τι θα γίνει παρακάτω εμφανίζεται, και πριν καλά καλά το καταλάβεις ζεις μια παράλληλη ζωή.

Κάτι τέτοιες εμπειρίες έρχονται και σε βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένεις, αδιανόητος μοιάζει ο εκ των προτέρων σχεδιασμός τους, κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει ότι θα μπει σε μια παράλληλη πραγματικότητα, απλώς βρίσκεται σε μια παράλληλη πραγματικότητα χωρίς να το καταλάβει, παρά μόνο αργότερα, ίσως ακόμα και αφού εκείνη περάσει στο παρελθόν, όταν πια τα απογεύματα ή οι πρώτες πρωινές ώρες ή οι τελευταίες βραδινές είναι όπως πριν.

Δεν νομίζω πως για μένα υπάρχει αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα από την εξάμηνη σχεδόν παραλληλία της τότε ζωής μου, με την αδιάφορη και μηχανιστική από ένα σημείο και μετά πρωινή δουλειά της παροχής τηλεφωνικών πληροφοριών, με τη ζωή των ηρώων του Μαρσέλ Προυστ, από τόμο σε τόμο, με την Αλμπερτίν να μου γεννά αισθήματα μίσους που δεν γνώριζα πως είχα και την Υπόθεση Ντρέιφους να με παθιάζει με έναν τρόπο επίσης πρωτόγνωρο, και ξαφνικά, μια μέρα διάβασα την τελευταία σελίδα, και έμεναν δύο μήνες ακόμα για τη λήξη της σύμβασης, και δεν ήξερα τι μου έφταιγε τα απογεύματα που γύριζα στο σπίτι, παρότι οι μέρες είχαν μεγαλώσει, η καλοκαιρία επέλαυνε, οι σειρήνες του έξω κόσμου τραγουδούσαν πιο γλυκά από ποτέ και οι περιπέτειες της καρδιάς ξεδιπλώνονταν σε επεισόδια άνισα, και ήταν εκείνο το κενό της έλλειψης της παραλληλίας, εκείνο το καταφύγιο το οποίο πια ξεθώριαζε στο βάρος της λήθης, όπως όλα εκείνα που υπόσχεσαι πως δεν θα ξεχάσεις ποτέ.

Αλλά υπάρχει ακόμα κάτι συγκλονιστικό στα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, το γεγονός πως ο συγγραφέας διέθεσε μήνες ή χρόνια από τη ζωή του ασχολούμενος με την κατασκευή ενός οικοδομήματος, παράλληλα κι εκείνος με τόσα άλλα της δικής του καθημερινότητας, υποχρεώσεις και περισπάσεις, άγχη και απογοητεύσεις, λογαριασμούς και κοινωνικές υποχρεώσεις, ξενύχτια και πρωινά ξυπνήματα, φαντασία και ρεαλισμό.

Μη βιαστείς να κρίνεις όσα είπα με όρους συγκριτικούς, η μεγάλη φόρμα απέναντι στη μικρή, δεν είναι αυτό το νόημα, απλώς άκουσα κάποιον αναγνώστη ελαφρά την καρδία να λέει: εγώ θα έκοβα εκατόν πενήντα σελίδες· και διαολίστικα, γιατί, όπως και να το κάνεις, δεν είναι ωραίο να ακούς κάποιον να κόβει σελίδες από τη ζωή σου.