Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Νοσταλγία - Μιρτσέα Καρταρέσκου

Η οριστική έκδοση του ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος Νοσταλγία  του Μιρτσέα Καρταρέσκου κυκλοφόρησε δίχως περικοπές το 1993. Είχε προηγηθεί η λογοκριμένη έκδοσή του με τον τίτλο Visul (Το όνειρο) το 1989, χρονιά μεταβατική για τη σύγχρονη ιστορία της Ρουμανίας, που σημαδεύτηκε από την εκτέλεση του εν ενεργεία προέδρου της χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου, ανήμερα των Χριστουγέννων. Ο Καρταρέσκου γεννήθηκε το 1956 στο Βουκουρέστι. Παιδί δύο εργατών, μεγάλωσε σ' ένα σπίτι χωρίς βιβλία, αλλά οι επισκέψεις του στην τοπική βιβλιοθήκη και η συμμετοχή του σε λογοτεχνικές ομάδες τον διαμόρφωσαν εν πολλοίς ως αναγνώστη. Η ανάγνωση ήταν εκείνη που γέννησε μέσα του την ανάγκη να εκφραστεί με τις δικές του λέξεις, γράφοντας αρχικά ποίηση, επηρεασμένος, όπως αρκετοί της γενιάς του, από την αμερικανική αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960 και καλλιτέχνες όπως ο Ντύλαν και ο Χέντριξ. Σπούδασε Ρουμανική Φιλολογία και τη δεκαετία του 1980 εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, περίοδο κατά την οποία εγκατέλειψε την ποίηση για να αφιερωθεί οριστικά στον πεζό λόγο. Ο Καρταρέσκου θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρουμανικής λογοτεχνίας. Για το έργο του, που έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, έχει λάβει πλήθος βραβείων και διακρίσεων. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ενώ έχει υπάρξει επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Άμστερνταμ και της Στουτγκάρδης.

Η Νοσταλγία, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελείται από τρεις εκτεταμένες νουβέλες (Ο Λοξοπάλαβος, Οι δίδυμοι, ΡΕΜ), ενώ δύο μικρότερης έκτασης κείμενα, Ο Ρουλετίστας και Ο αρχιτέκτονας, λειτουργούν ως πρόλογος και επίλογος αντίστοιχα. Κάθε ένα από τα πέντε μέρη της ενιαίας έκδοσης δύναται να διαβαστεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Παρ' όλα αυτά, η μεταξύ τους σύνδεση δεν περιορίζεται ούτε στη διάρθρωση ούτε στην κοινή θεματική. Στον Ρουλετίστα, ο αναγνώστης συναντά μια φράση που συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Καρταρέσκου αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία: «Σ' αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον γίνεται δυνατό, συγκεκριμένα στον χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της λογοτεχνίας». Φράση που ταυτόχρονα προσφέρει και το κλειδί για την γενικότερη πρόσβαση στο σύμπαν του Ρουμάνου συγγραφέα και εν προκειμένω του παρόντος μυθιστορήματος.

Στον Ρουλετίστα, ο έμπειρος πεζογράφος, που βιώνει την ματαιότητα των όσων έχει γράψει, μπροστά στη θέα του θανάτου και του οριστικού περάσματος στη λήθη, αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί, αφηγούμενος την ιστορία κάποιου που είχε συναντήσει παλιά, γνωστού με το όνομα Ρουλετίστας, ενός άτυχου φουκαρά που ωστόσο πλούτισε, συμμετέχοντας σε γύρους ρώσικης ρουλέτας, στρέφοντας το όπλο στον κρόταφό του, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερες σφαίρες στη θαλάμη. Μια ιστορία σύντομη, «αυτά τα δέκα-δεκαπέντε φύλλα είναι εντελώς διαφορετικά, είναι χαρτιά από άλλη τράπουλα. Ο αναγνώστης μου δεν είναι πια κανείς άλλος παρά ο θάνατος». Στον Λοξοπάλαβο, ο περιστασιακός πεζογράφος, δάσκαλος στο επάγγελμα, αφηγείται ιστορίες από την παιδική του ηλικία. Επικεντρώνεται σ' ένα καλοκαίρι, που στην πολυκατοικία μετακόμισε ένα νεαρό αγόρι, το οποίο παρότι αρχικά μάγεψε με τις ιστορίες του την παιδική συμμορία, καταδιώχτηκε με μανία μόλις αφυπνίστηκε η σεξουαλικότητά του. Στους Δίδυμους, την πιο κρυπτική και αμφίσημη ιστορία, ο αφηγητής μόνο για λίγο θα παραμείνει εκτός κάδρου, σύντομα θα αποκαλύψει τη δική του μαντλέν, αφήνοντας πίσω του τον αποστασιοποιημένο ρόλο που ένας παντογνώστης αφηγητής διαθέτει και δεν θα διστάσει να απευθυνθεί ευθέως στον αναγνώστη. Οι σκηνές στο μουσείο φυσικής ιστορίας είναι απίστευτης ομορφιάς. Το ΡΕΜ αποτελεί μια ιδιοφυή, παρότι χαλαρή, προέκταση των Διδύμων. Εδώ, η απεύθυνση στον αναγνώστη είναι ακόμα πιο ευδιάκριτη. Σε ρόλο αφηγητή συναντάμε το πνεύμα της αφήγησης, που επισκέπτεται τους ήρωες αυτής της ερωτικής ιστορίας και γίνεται μάρτυρας των πιο μύχιων στιγμών τους. Ο αρχιτέκτονας αποτελεί ένα εντυπωσιακό κλείσιμο, που ξεκινά από την αγορά ενός αυτοκινήτου Ντάτσια για να καταλήξει στη γέννηση ενός καινούργιου γαλαξία που στροβιλίζεται παλλόμενος στη θέση του παλιού.

Ο Καρταρέσκου διαθέτει κάτι από την πάστα των σπουδαίων συγγραφέων. Το κλασικότροπο εγκολπώνεται στο μεταμοντέρνο, ο συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα και με άνεση να συνομιλήσει με το παρελθόν της λογοτεχνίας, να φανερώσει μέρος από τις προσλαμβάνουσες, αποτίνοντας παράλληλα και ένα φόρο τιμής σε όσα τον διαμόρφωσαν, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται και να απολύει τη δική του φωνή, τον δικό του τρόπο να παίζει το παιχνίδι της λογοτεχνίας. Γιατί ο Καρταρέσκου αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως ένα παιχνίδι, με τον τρόπο όμως που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, ως την πλέον σοβαρή και σημαντική υπόθεση δηλαδή. Η καταβύθιση στον δίχως όρια κόσμο του προσφέρει στον αναγνώστη μια εμπειρία μοναδική, εκεί όπου οι ιστορίες γεννούν ιστορίες σε ένα διαρκές πανηγύρι εικόνων και συναισθημάτων.

Το 2011 είχε κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων τού Καρταρέσκου, Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες (μτφρ. Πάνος Απαλίδης, εκδόσεις Αλλότροπο). Όμως, η πρόσληψη ενός συγγραφέα δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην επικράτεια του έργου του. Το 2020 κυκλοφόρησε ένα από τα έργα αναφοράς της ρουμανικής λογοτεχνίας, τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό του Μαξ Μπλέχερ (μτφρ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδόσεις Loggia), που αποτελεί στενό πρόγονο της Νοσταλγίας, μια ευτυχής συγκυρία για τον Έλληνα αναγνώστη. 

Η Νοσταλγία αποτελεί ένα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός, που δημιουργεί την ελπίδα πως θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα έργα του Μιρτσέα Καρταρέσκου.

υγ. Για τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό του Μαξ Μπλέχερ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

υγ2. υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Από χώμα και κόκαλα - Γιάννης Νικολούδης

Ένα ειδεχθές έγκλημα λαμβάνει χώρα εν μέσω σφοδρής χιονοθύελλας. Το θύμα, ένας αναπληρωτής δάσκαλος που δουλεύει για πρώτη φορά σ' ένα χωριό της Κρήτης, ο Μάνος. Όταν εγκατέλειψε το χωριό, βρήκε καταφύγιο σ' ένα βενζινάδικο, να ξεχειμωνιάσει εκεί. Το αφεντικό έψαχνε υπάλληλο, ήθελε Έλληνα, κανείς δεν δεχόταν, τότε εμφανίστηκε ο Μάνος. Τον κατατόπισε και έφυγε. Δύο εργάτες της περιφέρειας ανακαλύπτουν το κατακρεουργημένο σώμα, οι αρχές δεν θα αργήσουν να εντοπίσουν τον θύτη, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται, καθώς οι μάρτυρες σιμώνουν, ο αφηγητής αποπειράται να συνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας, τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε εκείνης της νύχτας.

Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία αυτή θυμίζει έντονα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, διαθέτοντας στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, καίτοι η ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ο αφηγητής, φροντίζοντας επιμελώς να παραμένει στην αφάνεια, «συναντά» τα πρόσωπα της ιστορίας και εντάσσει τη μαρτυρία τους στην αφήγησή του με τρόπο οργανικό και άκρως λειτουργικό, χωρίς ωστόσο να απολύει την παντογνωσία του. Η επιλογή της συγκεκριμένης φόρμας δεν εξυπηρετεί απλώς και μόνο την αφήγηση, αλλά επιτρέπει στον Νικολούδη να αποτυπώσει αβίαστα το περιβάλλον της ‒κρητικής‒ επαρχίας και να κυκλώσει τον εκκωφαντικά σιωπηλό νεκρό, αλλά και τον αμετανόητο θύτη, με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Οι μαρτυρίες διαθέτουν την απαραίτητη προφορικότητα, διαφέρουν υφολογικά μεταξύ τους, σκιαγραφώντας επαρκώς τον εκάστοτε χαρακτήρα και τη συναισθηματική του εμπλοκή με την ιστορία. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας συνθέτει τον νεκρό Μάνο, σύνθεση στην οποία καθοριστικό ρόλο κατέχουν οι διάφορες μαρτυρίες, αποδίδει την απομόνωση του νεκρού, την ξενότητα του διαφορετικού, τη μοναξιά που βίωνε ο Μάνος.

Εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει το Από χώμα και κόκαλα είναι η λογοτεχνικότητά του, που λειτουργεί αντιστικτικά με τον ρεπορταζιακό χαρακτήρα της νουβέλας. Ο Νικολούδης πραγματώνει ένα αρκετά προσωπικό ύφος, με μια γλώσσα αβίαστα εικονοπλαστική, χωρίς σπατάλη, και δεν εγκλωβίζεται στις τεχνικές απαιτήσεις της φόρμας που επιλέγει, καταφέρνοντας να συνδυάσει ιδανικά ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη. Παρότι αφηγείται μια ιστορία με πρόσωπα εν πολλοίς γνώριμα και σ' ένα οικείο περιβάλλον, όπως αυτό της ελληνικής επαρχίας, ο συγγραφέας πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό να αποφύγει τη χρήση στερεοτυπικών γνωρισμάτων. Η κατασκευαστική αρτιότητα του μακροπερίοδου λόγου εντυπωσιάζει, φανερώνοντας αφηγηματική δεινότητα και επίμονη δουλειά στη λεπτομέρεια. Το σασπένς, που δημιουργούν οι αποκλίσεις στη χρονική ακολουθία της ιστορίας και η εν γένει συναρμογή των κομματιών αυτής, χρησιμεύει ταυτόχρονα και ως ένας, ιδιοφυής κατά τη γνώμη μου, μηχανισμός διαρκούς κατάρριψης των αναγνωστικών βεβαιοτήτων και των βιαστικών κρίσεων. Άλλωστε, στόχος του αφηγητή είναι η όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων.

Ο Γιάννης Νικολούδης, πέντε χρόνια μετά το Άμοιρο παιδί (εκδόσεις Παράξενες Μέρες), επανεμφανίζεται στη λογοτεχνική επικαιρότητα με την αξιοσύστατη νουβέλα Από χώμα και κόκαλα, που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πως ο τρόπος με τον οποίο θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία είναι συχνά, αν όχι πάντοτε, εξίσου σημαντικός με την ίδια την ιστορία. Ο Νικολούδης έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί και την αφηγείται με τρόπο υποδειγματικό, επιτρέποντάς της να λειτουργήσει και πέραν της λογοτεχνίας σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό, ίδιον της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. 

Το Από χώμα και κόκαλα αποτελεί ένα σταθερό και υποσχόμενο δεύτερο λογοτεχνικό βήμα για τον, γεννημένο στο Ηράκλειο, Γιάννη Νικολούδη.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 23 Οκτωβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Σκαρίφημα

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Έλγκαρ - Αχιλλέας Κυριακίδης

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, υποδεχόμενος τον αναγνώστη στην είσοδο του καινούργιου του βιβλίου και λίγο πριν τον αφήσει μόνο του ανάμεσα στις είκοσι τέσσερις παραλλαγές που το συνθέτουν, του παραδίδει τρία κλειδιά. Κλειδί πρώτο, η αφιέρωση στην Ιωάννα, μια λύση που αναζητεί το αίνιγμά της. Κλειδί δεύτερο, Οι τέσσερις κύκλοι του Μπόρχες ως μότο. Κλειδί τρίτο, η σημείωση για τις Παραλλαγές Αίνιγμα του Άγγλου συνθέτη σερ Έντουαρντ Έλγκαρ. Τα λόγια του συνθέτη περιγράφουν την αινιγματική συνθήκη: πέρα, μέσα και πάνω απ' όλο το έργο ένα άλλο θέμα κινείται, αλλά δεν παίζεται, κι έτσι το βασικό θέμα δεν εμφανίζεται ποτέ. Στο κατώφλι αυτό νιώθω να λαμβάνω έναν χρησμό και η ανοιχτή του ερμηνεία δεν με βαραίνει μα με απελευθερώνει, όλες οι διαδρομές είναι εδώ διαθέσιμες και ο κύρης λείπει, δοκιμάζω να χαλαρώσω τον αυχένα μου.

Το Έλγκαρ, με τις είκοσι τέσσερις παραλλαγές του, που ακολουθούν το ελληνικό αλφάβητο συνοδευόμενες κάθε μία από δύο μότο, ένα λογοτεχνικό και ένα κινηματογραφικό, είναι, τολμώ να πω, το χαρακτηριστικότερο έργο της κυριακίδειου εργογραφίας. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην υψηλή συγκέντρωση των γνώριμων συστατικών του έργου τού πολυσχιδούς δημιουργού, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η μικρή φόρμα, η διακειμενικότητα, τα κινηματογραφικά και μουσικά δάνεια, το λεπτό και φλεγματικό χιούμορ, η λεξιπλασία και η αλλεργία στο περιττό, αλλά στην παιγνιώδη διάθεση που διέπει το σύνολο του έργου του, που εδώ, περισσότερο, από αλλού είναι διακριτή. Σε μια περίοδο που η παραγωγή και η πρόσληψη της λογοτεχνίας πάσχει σε μεγάλο βαθμό από σοβαροφάνεια, βλέμμα στο κενό και λόγος βαρύγδουπος, πλην όμως κενός, ελάχιστος χώρος για παιχνίδι απομένει. Ο Κυριακίδης αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία σαν παιχνίδι, με τον τρόπο που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με τη μέγιστη σοβαρότητα δηλαδή. Όλα εκκινούν από την οξυδέρκεια του δημιουργού που ως αναγνώστης διέκρινε την παιγνιώδη ροπή πίσω από την αυστηρή πρόζα του Μπόρχες, αλλά και την αυστηρότητα πίσω από τα γελαστά πρόσωπα στην παιδική χαρά του Εργαστηρίου Δυνητικής Γραφής (OuLiPo). 

Η επιμονή με την οποία, ως άλλοι αλχημιστές, κάποιοι συγγραφείς αναζητούν τη μαθηματική φόρμουλα, δοκιμάζουν την ακολουθία Φιμπονάτσι, θέτουν περιορισμούς, κάθε επόμενη παράγραφος να αρχίζει από το επόμενο γράμμα του αλφάβητου, για παράδειγμα, ή να λείπει εκείνο ή το άλλο γράμμα, μοιάζει με απόπειρα χαρτογράφησης του χάους, με ρυμουλκό που θα τους φέρει στις περίκλειστες λίμνες της λογικής, μια ανάσα από τις μεγάλες θάλασσες της έμπνευσης και του απείρου, μια γέφυρα ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, μια παγίδα συγκέντρωσης, ένα εργαστήριο πειραματισμού και παιχνιδιού. Δεν είναι τυχαίο πως οι συγγραφείς αυτοί είναι και δεινοί, φανατικοί αναγνώστες, ζουν για τη λογοτεχνία. Αυτή η λογοτεχνία παρουσιάζει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, παράπλευρο της αναγνωστικής απόλαυσης, που έτσι και αλλιώς υπόκειται σε υποκειμενικά και μη κριτήρια, και έχει να κάνει με το κατασκευαστικό κομμάτι του έργου που ένα μέρος του είναι φανερό, μαζί με κάποιες από τις συγγραφικές επιλογές, τους κανόνες του παιχνιδιού αν προτιμάτε.

Το Έλγκαρ, πιθανολογώ, θα απογοητεύσει κάποιους από τους αναγνώστες του Κυριακίδη. Για παράδειγμα, εκείνους που κατατάσσουν τον συγγραφέα στη σοβαρή λογοτεχνία, εκείνους που εν γένει διακρίνουν τη λογοτεχνία σε σοβαρή και μη, διάκριση η οποία σχηματίζει ένα μειδίαμα στα χείλη του δημιουργού, ή εκείνους που νιώθουν ώριμοι για παιχνίδι αλλά ταυτόχρονα ισχυρίζονται πως λατρεύουν τον Μπόρχες, εκείνους που δεν θα αντιληφθούν τι σημαίνουν τα λόγια του Έλγκαρ στην αρχική σημείωση και έτσι το ενδιαφέρον τους θα περιοριστεί στη λύση του γρίφου και όχι στην ακρόαση της μουσικής. Κάποιους άλλους ωστόσο, ανάμεσά τους και κάποιους που γνώριζαν τον Κυριακίδη μονάχα ως μεταφραστή, θα τους ενθουσιάσει η συλλογή αυτή, θα αναγνωρίσουν πράγματα δικά τους στη ζωή των κύριων και κυριών των παραλλαγών, στις ματαιώσεις, στα όνειρα για παρανομία, στο μπούχτισμα από τη ζωή, θα γελάσουν και θα νιώσουν άσχημα γι' αυτό, θα βρεθούν με μια λίστα βιβλίων και ταινιών και την επιθυμία να καταπιαστούν μαζί τους το συντομότερο δυνατόν, θα νιώσουν λίγο ντέτεκτιβ συγγραφικών προθέσεων.

Πριν από κάθε παρουσίαση σκέφτομαι πως ένα απόσπασμα του έργου θα ήταν κατά πολύ πιο αντιπροσωπευτικό των δικών μου λόγων. Με τα χρόνια η σκέψη αυτή έχει ενσωματωθεί στη διαδικασία, και παρότι γνωρίζω καλά πως θα την απορρίψω ως προοπτική, εντούτοις παίζω το παιχνίδι και ψάχνω να βρω ποιο θα ήταν εκείνο το απόσπασμα το οποίο αυτόνομα θα λειτουργούσε ως σπουδαίος τελάλης του συνόλου. Με τα διηγήματα αυτό μοιάζει να είναι πιο εύκολο, άσχετα αν τελικά δεν είναι. Για το Έλγκαρ θα έδινα τον λόγο στον κύριο Η, πρωταγωνιστή της παραλλαγής Η με τίτλο Αδρεναλίνη. Ο κύριος Η για μέρες οργάνωσε μια παρανομία, αντιμετώπισε όλους τους φόβους και τους εφιάλτες του, την κρίσιμη μέρα, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις μπήκε στο μαγαζί, τριγύρισε στους διαδρόμους και εντόπισε το προς υπεξαίρεση αντικείμενο, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και εκείνος πάλευε να το κρύψει, βρήκε το θάρρος και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έχωσε στην τσέπη έναν αυτόματο φακό, έμεινε όμως να κάνει βόλτες, να μην κινήσει υποψίες, και όταν είχε πια βγει στον δρόμο, η χαριτωμένη πωλήτρια τον ακολούθησε για να τον παροτρύνει να πάρει έναν αυτόματο φακό από τα δωρεάν δείγματα. Στην ιστορία αυτή, φαινομενικά απλή, εντοπίζονται αρκετά από τα χαρακτηριστικά της συλλογής αλλά και του modus operandi του Κυριακίδη. Ο κύριος Η, ένας αόρατος, λίγο πριν το τέλος θέλει να ζήσει μια περιπέτεια, να αισθανθεί στις φλέβες του να κυλάει αδρεναλίνη. Η αντίστιξη ανάμεσα στη σοβαρότητα της προετοιμασίας και το διακύβευμα, η κάπως ιδιαίτερη αντιμετώπιση του συγγραφέα στον ήρωά του που τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτει, η τελική λύση που προσιδιάζει σε φάρσα προκαλώντας ένα γέλιο πικρό. Ο κύριος Ήττα που απέτυχε με τρόπο οικτρό. Από τέτοιες ιστορίες είναι γεμάτος ο κόσμος.

Δεν είμαι σίγουρος αν έφτασα στη λύση του αινίγματος, αν έστω πλησίασα, δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει μια λύση, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία τελικά, αφού η απόπειρα απάντησης ενός αινίγματος, ακόμα και αν θυμίζει το με πάση θυσία κουβάλημα του Κιβωτίου, γεννά περαιτέρω αινίγματα και προσφέρει ευφάνταστες απαντήσεις, οξύνει την παρατηρητικότητα απαιτώντας την προσοχή στη διαδρομή, έτσι όπως τα ερωτήματα ξεπηδούν και οι εικασίες στήνονται και ας είναι να καταρρεύσουν από το ίδιο τους το βάρος.

Απολαυστικός Αχιλλέας Κυριακίδης.

υγ. Πριν από το Έλγκαρ είχαν προηγηθεί Το μουσείο των τύψεων (περισσότερα εδώ) και το Σώμα (περισσότερα εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Ταξί - Carlos Zanón

Τον φωνάζουν Σαντίνο, αλλά δεν είναι αυτό το όνομά του· είναι ένα παρατσούκλι. Ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά σήμερα είναι μάλλον κάτι σαν μπέρτα του μάγου. Το «Σαντίνο» αποδείκνυε την πίστη του στα πράγματα: σ' ένα γκρουπ, εν προκειμένω, σ' ένα τριπλό άλμπουμ, στην ηλικία των δεκαεφτά χρόνων. Και μπορεί και να προέκυψε κάπως παρορμητικά, γιατί ο ίδιος ήδη γνώριζε ότι σε βάθος χρόνου αυτός ο δίσκος δεν θα αποδεικνυόταν καλύτερος από τον προηγούμενο.

Όσο μεγαλώνει κανείς, χρειάζεται περισσότερο το πραγματικό του όνομα. Αυτό που φωνάζουν όσοι τον αγαπάνε κι όσοι τον καταριούνται. Αυτό που κληρονόμησε απ' τους γονείς του, που το επέλεξαν γι' αυτόν και μόνο.

Μερικές φορές πρέπει να θυμάσαι ότι σε λένε Ζούζε και όχι Σαντίνο.

Στον Σαντίνο δεν αρέσει η οδήγηση, αλλά είναι ταξιτζής. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να καταλήξει στην ίδια δουλειά που έκανε ο πατέρας του κι ο αδερφός του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στους εξής: ποτέ δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο γι' αυτό που τον ενδιέφερε και δεν τον ενδιέφερε καθόλου αυτό στο οποίο ίσως και να είχε ταλέντο· κάποιοι άλλοι ίσως να έλεγαν πως δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, πως δεν κυνήγησε, όπως θα έλεγαν, τα όνειρά του, έτσι συνηθίζουν, με ευκολία και από απόσταση, να λένε, πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και όλα τα σχετικά περί πίστης και συμπαντικών συμμαχιών. Ο κόσμος του ήταν πάντοτε γεμάτος με μουσικές, βιβλία και ταινίες, κάπου στον αντίποδα της πραγματικής ζωής, άλλωστε από τον δίσκο των Clash επαναβαφτίστηκε στην εφηβεία του. Όταν προέκυψε η κρίση, ο αδερφός του τον ξελάσπωσε παραχωρώντας του παράνομα μια άδεια για ταξί. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε ξελασπώνει κάποιος, πρέπει να πεις ευχαριστώ, να σκάσεις και να πιάσεις τη μισοφουσκωμένη σαμπρέλα μήπως και κρατηθείς στην επιφάνεια του βούρκου. Δεν είναι ωστόσο όλα άσχημα στο να είναι κανείς ταξιτζής στη Βαρκελώνη, ιδίως τα χαράματα, με τους δρόμους άδειους και τη μηχανή πρόθυμη να ανταποκριθεί στις εντολές του αφέντη της, ιδίως τις νύχτες που ο Σαντίνο δεν θέλει να γυρίσει σπίτι, εκεί που η κοπέλα του εδώ και μέρες τον περιμένει για να συζητήσουν κάτι για το οποίο αρνείται να του πει στο τηλέφωνο και στο μυαλό του Σαντίνο αναμενόμενα αναβοσβήνει η λέξη χωρισμός.

Ο μελαγχολικός ταξιτζής, ο μοναχικός ταξιτζής, το θλιμμένο παιδί, ο Σαντίνο, ο ιδανικός αντιήρωας για ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, ένας καλός ξεναγός σε μια Βαρκελώνη σκοτεινή, αμακιγιάριστη, χωρίς τουριστικό γκλίτερ, κάποιος που όχι μόνο γνωρίζει καλά διάφορες γωνιές που κανένας οδηγός πόλης δεν θα τολμούσε να συμπεριλάβει, αλλά ταυτόχρονα δεν παίρνει και τόσο σοβαρά τον εαυτό του ώστε ο φόβος να τον κρατήσει πίσω, προικισμένος με μια σχεδόν μεταφυσική ροπή να βρίσκεται μπλεγμένος, τη λάθος στιγμή στη λάθος θέση, στη λάθος πλευρά. Ο Κάρλος Θανόν δεν γράφει ένα μυθιστόρημα για τη Βαρκελώνη, αλλά ένα μυθιστόρημα για τον Σαντίνο που με το ταξί του κάνει διαδρομές σ' αυτήν, η πόλη είναι το σκηνικό. Ο Σαντίνο, καίτοι μοιάζει βγαλμένος από σελίδες μιας άλλης εποχής, είναι ένας ήρωας του καιρού μας, και πόσο ήρωας μπορεί άραγε να είναι κάποιος στον καιρό μας, χαμένος και μπερδεμένος, χωρίς ταυτότητα και λίγο απ' όλα, με ξεχαρβαλωμένο μηχανισμό πλοήγησης, με το έδαφος κάτω από τα πόδια του διόλου σταθερό, με τα πάθη να είναι εκείνα που τον οδηγούν με συνοδηγό μια άκρως προσωπική ιδεολογία, κάπως δυσδιάκριτη αν δεν είσαι ο Σαντίνο ο ίδιος, ενίοτε και τότε ακόμα. Ο Σαντίνο διαθέτει πλήθος ετερόκλητων χαρακτηριστικών που ίσως να συνόψιζε κανείς κάτω από την ταμπέλα αυθεντικότητας, την πλέον αόριστη και μάλλον άχρηστη ταμπέλα που έχει επινοηθεί, κενή νοήματος, που τελικά μάλλον τίποτα δεν σημαίνει, με αποτέλεσμα στη μια σελίδα να θες να του ρίξεις μια σφαλιάρα και στην επόμενη να τον πάρεις μια αγκαλιά. Ο Σαντίνο είναι καθρέφτης της εποχής μας.

Το Ταξί είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα για το βαρκελονέζικο περιθώριο, που τόσο μοιάζει με το κάθε μητροπολιτικό περιθώριο, με έναν αντιήρωα που για καιρό μένει χαραγμένος στην αναγνωστική μνήμη. Ο Θανόν επιδεικνύει αφηγηματική δεινότητα, πετυχαίνοντας, παρά την έκταση και τα αναγκαία κλισέ στην πλοκή, να παραδώσει ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα χωρίς να χάσει τον βηματισμό του, με ευδιάκριτη φωνή και χωνεμένες αναφορές. Στη συνοχή, εκτός του Σαντίνο, βοηθάει και η ατμόσφαιρα που ο Θανόν καλλιεργεί, ατμόσφαιρα που, περισσότερο από σκοτεινιά και λούμπεν, αποπνέει την κόπωση της αϋπνίας, του φόβου και της αδυναμίας να ξεκουραστεί κανείς, το τσίτωμα των νεύρων και τις νευρικές παραισθήσεις, τη συγκεχυμένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα του Θανόν υπερκέρασε τις αναγνωστικές μου προσδοκίες, που περιορίζονταν απλώς σ' ένα ευχάριστο και άκοπο αναγνωστικό διάλειμμα. Το Ταξί είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο υποτιμημένη είναι ακόμα η pulp λογοτεχνία. Θα μπορούσε να είναι ταινία του Οικονομίδη με πρωταγωνιστή τον Μουρίκη.

Μετάφραση Δάφνη Χρήστου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Μια γυναίκα - Annie Ernaux

«Η μητέρα μου πέθανε τη Δευτέρα 7 Απριλίου στο γηροκομείο δίπλα στο νοσοκομείο του Ποντουάζ, όπου την είχα βάλει δύο χρόνια πριν». Έτσι λιτά, μα με ακρίβεια ανακοινωθέντος, ξεκινά την αφήγησή της η Ανί Ερνό, δηλώνοντας εξ αρχής το θέμα, τον χρόνο και τον τόπο. Ο θάνατος της μητέρας της αποτελεί το συμβάν που πυροδοτεί την αφήγηση αυτή, την ανάγκη της να μιλήσει για εκείνη. Το βίωμα αποτελεί άλλωστε τη βασική πρώτη ύλη στο συγγραφικό corpus της γεννημένης το 1940 Ανί Ερνό. Είχε προηγηθεί, χρόνια πριν, ο θάνατος του πατέρα της, από τον οποίο είχε «γεννηθεί» ένα άλλο βιβλίο. Στο μυαλό του αναγνώστη ίσως έρθει η περίφημη πρώτη πρόταση του Ξένου, «Σήμερα το πρωί πέθανε η μαμά. Ή ίσως χτες, δεν ξέρω». Ο αδύναμος τύπος της κτητικής αντωνυμίας και η ακρίβεια σχετικά με τον χρόνο του θανάτου προσδίδουν μια συναισθηματική εγγύτητα, ενώ ακολουθούνται από την επεξηγηματική δευτερεύουσα «όπου την είχα βάλει δύο χρόνια πριν», μια ελάχιστη ρωγμή ενοχής διακρίνεται εδώ, η απουσία της κόρης που οι τακτικές και προγραμματισμένες επισκέψεις στο γηροκομείο δεν γίνεται να απαλείψουν. Πράξη που επίσης αποτυπώνει τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία οι ρόλοι είχαν πλέον αντιστραφεί οριστικά, και η κόρη λάμβανε πια τις αποφάσεις για τη μητέρα της.

Ο θάνατος της μητέρας αποτελεί το σημείο μηδέν της αφήγησης, σημείο στο οποίο καταλήγει αναπόφευκτα η ιστορία της μητέρας, και από το οποίο εκκινά η συγγραφή του βιβλίου αυτού. Η ποιητική είναι διαρκώς παρούσα εντός της αφήγησης, αποτελώντας οργανικό συστατικό αυτής και φωτίζοντας τα στάδια του πένθους. Η Ερνό έχει εξ αρχής ξεκάθαρο πως η φράση «Η μητέρα μου πέθανε», φράση την οποία έγραψε σχεδόν τρεις βδομάδες μετά τον θάνατό της, εκτός από το ξεπέρασμα του φόβου να δει γραμμένη μια φράση όπως αυτή, αποτελεί «την αρχή ενός βιβλίου», προορισμένου να συναντήσει το αναγνωστικό κοινό. Η επίγνωση αυτή την αναγκάζει να δώσει διάφορες απαντήσεις, που ίσως υπό άλλες συνθήκες πιθανόν να ανέβαλε, ακόμα και αν τελικά δεν τις συμπεριέλαβε στην αφήγησή της. Η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πένθος και τη συγγραφή. Η ίδια η συγγραφέας δοκιμάζει να κατατάξει λογοτεχνικά το βιβλίο της, «τούτο το βιβλίο δεν είναι βιογραφία, ούτε μυθιστόρημα, ίσως είναι κάτι ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην κοινωνιολογία και την ιστορία». Το Μια γυναίκα εκδόθηκε το 1987, όταν ακόμα ο όρος autofiction δεν είχε επινοηθεί, παρότι ανέκαθεν τα όρια του πραγματικού και του μυθοπλαστικού ήταν ‒και εξακολουθούν να είναι‒ δυσδιάκριτα. Επιχειρώντας να πάρει απόσταση από εκείνη, «προσπαθώ να τη σκιαγραφήσω και να την κατανοήσω σαν να επρόκειτο για τη μητέρα κάποιας άλλης και για μια κόρη που δεν ήμουν εγώ», παρότι δεν τα καταφέρνει πάντα, αντιμέτωπη καθώς είναι με το συναίσθημά της, πετυχαίνει να απομακρύνει την αφήγησή της από μια τυπική βιογραφία. Σε αυτό συντελεί και η απόφασή της να μην ονοματίσει κανένα από τα πρόσωπα της αφήγησης, ενώ επιλέγει έναν αντιστικτικό τού περιεχομένου αόριστο τίτλο. 

Το Μια γυναίκα δεν εξαντλείται μόνο στη διαχείριση του πένθους της απώλειας και την απόπειρα της συγγραφέως να κατανοήσει τη μητέρα της και μέσω εκείνης και αυτή την ίδια, αλλά περιλαμβάνει ισόποσα την εξέταση της ζωής των δύο γυναικών υπό ένα δεδομένο κοινωνικοπολιτικό πρίσμα. Η Ερνό συνειδητοποιεί πως ακόμα και η πλέον προσωπική σχέση, όπως είναι η σχέση μητέρας παιδιού, ως ένα βαθμό, αρκετά μεγάλο, διαμορφώνεται από τις εξωτερικές συνθήκες που επικρατούν στον συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό χωροχρόνο, και αυτό τη βοηθάει να αποδεχτεί πως η μητέρα της ‒αλλά και η ίδια‒ ενήργησε με βάση τις δικές της προσλαμβάνουσες σχετικά με το καλό και το σωστό, απόρροια της κοινωνικής τάξης, της μόρφωσης και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έτσι, η Ερνό, επιχειρώντας να κατανοήσει τη μητέρα της, διακρίνει πιο καθαρά τη δική της θέση στον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη ενεργεί εντός αυτού, τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται εκείνη με τους ανθρώπους, τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ο δικός της κώδικας αξιών. Το κυριότερο είναι πως κατανοεί την υποχρέωσή της να αναγνωρίσει στη μητέρα της τα ελαφρυντικά που της αναλογούν, ελαφρυντικά τα οποία το δικό της οπλοστάσιο της επιτρέπει να εντοπίσει και να συγχωρέσει. Και αυτή η γνώση λειτουργεί εξόχως καταπραϋντικά. 

Στο Μια γυναίκα, η Ερνό πετυχαίνει κάτι που αποτελεί ίδιον της σπουδαίας λογοτεχνίας, καθιστά το προσωπικό συλλογικό, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη και στείρα επίκληση στο συναίσθημα.

Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ελαττωματικό αγόρι - Sam Albatros

Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό. Διάφορες βεβαιότητες που με τον καιρό έχουν δημιουργηθεί σχετικά με τη γραφή και την ανάγνωση υποχωρούν, για την ακρίβεια καταρρέουν, κάνοντας πάταγο. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό ανήκοντας στην ελίτ που απαρτίζουν οι λευκοί ετεροφυλόφιλοι άντρες, και ας σε θυμώνει αυτό το ανήκειν, και ας νιώθεις πως τίποτα κοινό δεν έχεις με εκείνους, είναι όλα αυτά που είσαι και βίωσες που καθιστούν την ενσυναίσθηση σχεδόν αδύνατη και μόνο με τη λογική μπορείς να προσεγγίσεις το βίωμα κάποιου άλλου εκτός της ελίτ αυτής, και εδώ είναι που οι περί ανάγνωσης βεβαιότητες καταρρέουν με πάταγο, όταν, για παράδειγμα, θα πρέπει να επαναλάβεις την αποστροφή σου προς τον συναισθηματικό εξαναγκασμό στον αναγνώστη, εξαναγκασμό που τόσο καθόλου δεν αντέχεις, κι όμως εδώ το νιώθεις εξ αρχής να συμβαίνει, από την πρώτη ίσως σελίδα, ίσως και νωρίτερα, από το ποίημα του Richard Siken, Crush, που ο Sam Albatros μεταφράζει και τοποθετεί ως μότο στο βιβλίο, αλλά εδώ δεν αντέχεις να μιλήσεις σε πρώτο πρόσωπο και κρύβεσαι πίσω από μια λογοτεχνίζουσα απεύθυνση, πόσα να αντέχεις πραγματικά; Αλλά γι' αυτό διαβάζεις λογοτεχνία, έτσι ισχυρίζεσαι, όχι για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, αυτός ο αγώνας έχει άλλωστε από καιρό χαθεί, αλλά για την όχληση αυτή, για τα πετραδάκια που τα βιβλία κρυφά το βράδυ αφήνουν στα παπούτσια σου, και εσύ το πρωί ξεχνάς να τα τινάξεις και όλη τη μέρα βαδίζεις με αυτά, και τα πόδια πληγιάζουν και το βράδυ κοιτάζεις τις πληγές αυτές σχεδόν με αποστροφή, ξεχνώντας πως κάποιες άλλες παλιότερες τις έχεις κιόλας αποδεχτεί, όχι δεν τις έχεις αγαπήσει, άλλη ιστορία είναι αυτή.

Δεν είναι θεωρία, ούτε τρίχα που γίνεται τριχιά, ούτε εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτό χτενίζεται, αυτός είναι κόσμος πραγματικός, μέρος του ανομοιόμορφου αυτού κόσμου, και πολύ θα ήθελα να ήξερα πού διάολο γνώρισε ο Τολστόι ευτυχισμένες οικογένειες, και κανείς δεν μπορεί να πει την ιστορία σου καλύτερα από εσένα τον ίδιο, και ο Sam Albatros λέει την ιστορία του, τα παιδικά του χρόνια, για το ελαττωματικό αγόρι, που παρότι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο ειδολογικά ανήκει σ' αυτό το νεοσύστατο, αρκετά της μοδός και του γούστου μου, είδος, το autofiction, και είδατε πώς αφήνω το βίωμα στην άκρη για να περάσω στη λογοτεχνία, ακόμα και σε αυτή της την εκδοχή που από το βίωμα θρέφεται και στο αυτοβιογραφικό παρασιτεί, ίσως όμως να μη μπορεί να γίνει και αλλιώς, αφού ως μυθιστόρημα το τιτλοφορεί ο ίδιος, και τα παιδικά χρόνια τι άλλο είναι παρά ένα μυθιστόρημα, με θολές αναμνήσεις και επίπλαστες μνήμες, με αναβράζον συναίσθημα και ακραία τυχαιότητα, και όταν λέω πως ο Sam Albatros  λέει για τα παιδικά του χρόνια, εννοώ προφανώς τη σύμβαση, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και δεν έχει σημασία αν κάτι έγινε έτσι ή έγινε αλλιώς, και αν τον έλεγαν Θανάση ή όχι, σημασία έχει το συναίσθημα, το τραύμα, η αγάπη, η αποδοχή, η απόρριψη, η αγκαλιά, η ζώνη στην πλάτη, αυτά έχουν σημασία εδώ, αυτή είναι η μόνη αλήθεια.

Και είναι κάποιοι που από το ζεστό τους δωμάτιο ‒τον χειμώνα‒ λένε πως η queer λογοτεχνία πουλάει και είναι μόδα, οι ντιγκιντάγκες υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον και κονομάνε, όπως μόδα είναι και κάθε συζήτηση περί σεξουαλικότητας και φύλου, μόδα γι' αυτούς και οι δολοφονημένες, μόδα και ο Ζακ, τα πάντα μια μόδα, μια μόδα φρικτή και βαρετή, όπως έλεγε και ο Όσκαρ, που θα πρέπει κάθε εξάμηνο να την αλλάζουμε, αλλά εκείνος δεν μιλούσε για κάτι τέτοιο, αλλά πού να το καταλάβει αυτό κάποιος που θεωρεί την πραγματική ζωή σειρά που είναι στο χέρι του να μην δει τη δεύτερη σεζόν και επιπλέον να βγει και να την κράξει, την αηδία αυτή που άλλο δεν αντέχει να βλέπει, έτσι δεν αντέχει να βλέπει και πολλά άλλα πράγματα, θέλει και απαιτεί ομορφιά και ησυχία και όχι εκπλήξεις που να μην είναι ευχάριστες, και τι τέλος πάντων φταίει εκείνος να περπατά κανονικός στον δρόμο και να βλέπει αγόρια ντυμένα κοριτσίστικα. Και είναι και το δικό μου δωμάτιο ζεστό αρκετές μέρες, που έξω κάνει κρύο, και θέλω να απολαύσω τη σοκολάτα μου δίπλα στο αναμμένο τζάκι, χωρίς δυσάρεστες σκέψεις και κυρίως χωρίς νοτιά που το κάνει να καπνίζει, και κάποιες στιγμές θα ήθελα να είναι τα πράγματα διαφορετικά, και ίσως μόνο τα δικά μου προβλήματα να έχουν νόημα και προσοχή. Όλοι είμαστε κάπως έτσι, κάποιες στιγμές τουλάχιστον, και να μου επιτραπεί η γενίκευση. Τη χρειαζόμουν αυτή την παρένθεση απενοχοποίησης.

Και φτάνεις στο σημείο που θες να πεις πώς ήταν η ανάγνωση, οι λέξεις που σκέφτεσαι είναι κάπως ελαττωματικές, μου άρεσε, σκέφτεσαι, και ύστερα σκέφτεσαι πάλι: τι διάολο σου άρεσε, μήπως πέρασες και ευχάριστα την ώρα σου; όχι, αμύνεσαι, δεν εννοούσα αυτό, και κάπως έτσι συνεχίζει για ώρα αυτός ο εσωτερικός διπλός μονόλογος. Γίνεται όμως να αφήσεις το συναίσθημα έξω από την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό; Δεν ξέρω, δεν νομίζω. Ίσως όμως είναι και μονόδρομος να γίνει κάτι τέτοιο, ίσως ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Sam Albatros να το καθιστά μονόδρομο, το συναίσθημα, μοιάζει να λέει, δεν πρέπει για κανένα λόγο να κυριαρχήσει, να επικαλύψει την αλήθεια, επίθετα όπως γλυκούλης και καημένος πρέπει να εξοβελιστούν από το σύμπαν του βιβλίου, γι' αυτό ίσως τονίζει τόσο την αντίστιξη της παιδικής ματιάς εντός του ζόφου, αυτή την παιδική αφέλεια, την παραμυθοποιητική ματιά στα πράγματα και τις καταστάσεις, εκεί που ένας ενήλικας πιθανότατα θα απέστρεφε το βλέμμα, θα κλεινόταν στον εαυτό του ή θα θύμωνε, ένα παιδί ρωτάει γιατί, ένα παιδί θέλει να καταλάβει τι (του) συμβαίνει, την ώρα όμως που ως παιδί νιώθει έστω και διαισθητικά τόσο βαριά τη μπότα της κανονικότητας, τη νόρμα, την αγέλη και νιώθει διαφορετικό, και νιώθει άσχημα γι' αυτό, για εκείνο όλα είναι ένα παιχνίδι, ή θα μπορούσαν να είναι, ή θα έπρεπε να είναι, και τότε όλα θα ήταν πιο απλά, και ένα παιδί δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει πώς γίνεται να μην το αγαπά η μαμά του και ο μπαμπάς του, η δασκάλα και τα άλλα παιδιά στο σχολείο, και προσπαθεί και αγωνίζεται, και οι πληγές δεν κλείνουν και ματώνουν, και κάποια παιδιά μεγαλώνουν και ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται να μην τους αγαπά η μαμά τους και ο μπαμπάς τους, και κάνουν δικά τους παιδιά και η ιστορία της ανθρωπότητας προχωρά.

Και για να το κάνει ακόμα πιο δύσκολο, ο Sam Albatros οδηγεί τον αναγνώστη στο γέλιο. Το ξέρει και γελά μαζί του, έτσι όπως τον βλέπει να πέφτει στην παγίδα, που τόσο καίρια του έχει στημένη, κάπως, άλλωστε, πρέπει να μπει ένα τέλος σ' όλο αυτό. Γέλιο που μόλις φανεί αφήνει πίκρα.Τι γελάς ρε; Με τι γελάς; Εκτός και αν είσαι από εκείνους που περνούν τα άδεια τους βράδια βλέποντας βιντεάκια ανθρώπων να πέφτουν, να χτυπούν, να πονάνε, να ντρέπονται, και εσύ γελάς, ίσως να τα βλέπεις ξανά και ξανά, ίσως να μην τα χορταίνεις κιόλας. Τότε πάω πάσο. Αν όχι, τότε θα ματώσεις τα χείλη από το δάγκωμα, κάθε φορά που το γέλιο γάργαρο θα αναβλύζει και θα βιάζεσαι να του φράξεις τον δρόμο, θα νιώθεις άσχημα, η γαματοσύνη σου θα κουτρουβαλά σε νέες χαράδρες, πιο βαθιές και άγριες, και θα ματώσεις για να επιστρέψεις στην επιφάνεια. Ο Sam Albatros κρύβει το γέλιο πίσω από την παιδική αφέλεια, κανείς να μην μπορεί, με πρώτο εμένα, να τον κατηγορήσει για συναισθηματική χειραγώγηση. Και κάπως έτσι γυρίσαμε και πάλι πίσω στις βεβαιότητες και την κατάρρευσή τους. Δεν έχει καμία σημασία αν κάποιος νιώσει συναισθηματική καθοδήγηση διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, αν δεν νιώσει, τότε ναι, κάτι δεν πάει καλά, για εκείνον, αν δηλαδή μπορέσει να κρατήσει συναισθηματική απόσταση και μείνει να παρακολουθεί και να υπογραμμίζει ωραίες λέξεις και έξυπνες παρομοιώσεις, να αναλύει αφηγηματικές τεχνικές ακόμα ακόμα, τότε ναι, κάτι δεν πάει καλά, ακόμα και αν είναι ηλεκτρονικός αναγνώστης.

Για το τέλος αφήνω το σημαντικότερο. Το ελαττωματικό αγόρι δεν πάσχει από εγωπάθεια. Αυτό ήταν το μόνο που φοβόμουν πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, ένα εγώ να στέκεται σε ένα βάθρο ψηλό και να φωνάζει: κοιτάξτε με· και μόλις το κοιτούσες να συνέχιζε λέγοντας: μόνο εγώ έχω σημασία. Αυτό όμως καθόλου δεν συμβαίνει εδώ. Οι άνθρωποι που νιώθουν ελαττωματικοί θα έπρεπε ‒λέω την αποψάρα μου‒ να είναι οι λιγότερο πάσχοντες από εγωπάθεια, καθώς από πρώτο χέρι ξέρουν πως δεν είναι οι μόνοι στον κόσμο αυτό.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Η ανακάλυψη των σωμάτων - Pierre Ducrozet

(Όταν ένα καινούργιο βιβλίο φτάνει, το παίρνω στα χέρια μου και το περιεργάζομαι, σπάνια διαβάζω το οπισθόφυλλο, δεν είναι λίγες οι φορές που το έχω μετανιώσει, συχνά όμως, τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, διαβάζω την πρώτη πρόταση. Ο Α., που συνήθως έχει δίκιο, ισχυρίζεται πως αυτό αρκεί για να καταλάβεις πολλά, αν όχι τα πάντα. Κάποιες φορές, όπως συνέβη και με το βιβλίο του Ντυκροζέ αρκετές μέρες πριν, συνεχίζω την ανάγνωση, όχι σπάνια όρθιος και με την πόρτα ακόμα μισάνοιχτη, και οποιοσδήποτε ‒αναγνωστικός‒ προγραμματισμός πηγαίνει στον βρόντο.)

Εδώ δεν υπάρχει τίποτα ‒ή σχεδόν τίποτα‒, αλλά κάτι πρέπει να πούμε γι' αυτό το μέρος. Μοναχικές τρώγλες κάτω από έναν χαμηλό ουρανό, χωματόδρομοι όλο στροφές που οδηγούν σε σωρούς από πέτρες. Το χώμα έχει σκάσει, τόσους αιώνες κάτω από τον ήλιο. Οι κινήσεις είναι αργές, δεν προλαβαίνουν τα πράγματα. Μια taquería τυλιγμένη σε ηλεκτρικά καλώδια αναδίνει τσίκνα από ψητό χοιρινό. Μακριά, στους λόφους, υπάρχουν φυτείες παπαρούνας και μαριχουάνας κι ένα χωριό που έχει όνομα. Οι λέξεις που μπορούσαν να αναμορφώσουν το πραγματικό έχουν κολλήσει στους ασβεστωμένους τοίχους.

Ο Άλβαρο έφτασε στην Αγιοτσινάπα, Πολιτεία Γκερέρο, έξι ώρες δρόμο στα νότια από την Ομόσπονδη Περιοχή της Πόλης του Μεξικού, ένα μήνα πριν από τα γεγονότα της 26ης Σεπτεμβρίου του 2014. Οι φοιτητές της Παιδαγωγικής Σχολής είναι δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρονών, έχουν τραχιά χέρια κι απλανές βλέμμα, δεν μιλούν πολύ, πίνουν τεκίλα και λατρεύουν τη μπάλα, χορεύουν κούμπια με τις κοπέλες, έχουν αφήσει πίσω τους ένα άλλο κορίτσι, κάποιοι ακόμα και ένα μωρό. Αυτή εδώ είναι η ευκαιρία τους σ' έναν τόπο στον οποίο οι ευκαιρίες δεν περισσεύουν, και αν θέλει κανείς να ζήσει τίμια θα πρέπει να λιώσει τα χέρια του στις οικοδομές. Γκερέρο σημαίνει πολεμιστής, και αυτή είναι μια γη της εξέγερσης, που, όπως και η χώρα ολόκληρη, μαστίζεται από το εμπόριο των ναρκωτικών και την διαφθορά, σ' όλα τα επίπεδα. Ο Άλβαρο νιώθει κοντά τους, παρόλο που δεν είναι δικός τους, δεν είναι από εκείνα τα μέρη, γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού, σε έναν κόσμο διαφορετικό, με δρόμους ήσυχους και σκιερούς. Οι φοιτητές ετοιμάζονται για τη διαδήλωση στην Πόλη του Μεξικού, στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, διαδήλωση που γίνεται κάθε χρόνο στις 2 Οκτωβρίου, φόρος τιμής στους συνομήλικούς τους που ο στρατός της Δημοκρατίας δολοφόνησε τον Οκτώβριο του 1968. Ο Άλβαρο δέχεται την πρόσκληση να κάνει μαζί τους το ταξίδι. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατάληψη κάποιων λεωφορείων που θα τους μεταφέρουν μέχρι την πρωτεύουσα. Στην Ιγκουάλα θα πέσουν σ' ένα μπλόκο των αρχών. Από τους πυροβολισμούς των αστυνομικών θα πέσουν νεκροί τρεις φοιτητές, παραπάνω από είκοσι θα τραυματιστούν. Το μένος των διωκτών δεν σταματά εκεί. Οι φοιτητές κυνηγιούνται λυσσαλέα, σαράντα τρεις συλλαμβάνονται, όμως τα ίχνη τους εξαφανίζονται.

Ο Ντυκροζέ μπλέκει εξαρχής το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, καίτοι μυθιστόρημα, κάθε άλλο παρά φανταστικός είναι ο κόσμος που περιγράφεται. Είναι ένας πρώτος, ελάχιστος, φόρος τιμής στον Ρομπέρτο Μπολάνιο, που για τη βία των περιοχών αυτών με ποιητική ακρίβεια έγραψε σελίδες που ανήκουν πια σε κάθε λογοτεχνικό κανόνα. Ο Ντυκροζέ στη θέση της ποίησης τοποθετεί την τεχνολογία, αυτή αποτελεί το αντίβαρο στον κόσμο αυτό, οι λέξεις είναι όπλα, αυτό δεν αλλάζει, εκείνο που αλλάζει είναι το μέσο, ο στίχος δίνει τη θέση του στον κώδικα. Ο πατέρας του Άλβαρο, όταν εκείνος ήταν ακόμα μαθητής, του έκανε δώρο έναν υπολογιστή, ένας νέος κόσμος ανοίχτηκε τότε μπροστά στα μάτια του, η εφηβεία απέκτησε νόημα. Μια κοινότητα ανθρώπων με κοινές ιδέες δημιουργήθηκε. Στην πορεία ο Άλβαρο παρασύρθηκε, έχασε τον βηματισμό του. Η διδασκαλία της πληροφορικής υπήρξε για εκείνον μια κρυψώνα, η σωστή κατεύθυνση της γνώσης, η ορθή της χρήση, η καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού, η τεχνολογική ενίσχυση της πολιτικής θεωρίας, η μεταφορά στον ιστό της αντίστασης και του αγώνα για αλλαγή. Ο Άλβαρο μπορεί να κατάφερε να διαφύγει εκείνη τη μέρα, όμως δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος μετά από αυτό. Έπρεπε να περάσει τα σύνορα, δεν γινόταν να μείνει άλλο στη χώρα αυτή. Περνώντας ο Άλβαρο τα σύνορα, ο Μπολάνιο παραδίδει τη σκυτάλη στον ΝτεΛίλλο, η άνυδρη μεξικανική γη στη Σίλικον Βάλλεϋ που ονειρεύεται την αθανασία.

Η ανακάλυψη των σωμάτων είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που προφητεύουν ή ‒αν προτιμάτε‒ σηματοδοτούν το καινούργιο στη λογοτεχνία, εκείνο που κάποια χρόνια αργότερα θα καταστεί τόπος κοινός, στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι τόσο ως προς τη μορφή, άλλωστε ο Ντυκροζέ επιλέγει μια σχετικά συμβατική αφήγηση, ενώ και η ιστορία του διαθέτει αρχή, μέση και τέλος, αλλά καινούργιο ως προς τα συστατικά που αποτελούν πια τον κόσμο μας, την αποτύπωση της συγχρονίας ενός κόσμου που πορεύεται ‒όπως πάντα‒ σε διαφορετικές ταχύτητες, που το λεξιλόγιο του εμπλουτίζεται διαρκώς με νέους όρους και νοήματα. Η υπεραιχμή της τεχνολογικής προόδου, εκεί που η φαντασία δεν έχει όρια και ο Θεός έχει αντικατασταθεί από καιρό στην ηγεσία της εκστρατείας για την επίτευξη της αθανασίας, για την κατάκτηση του άπειρου και του άφθαρτου σώματος, στον αντίποδα του γνώριμου γήινου κόσμου, που το Μεξικό αντιπροσωπεύει, της βίας της εξουσίας και της διαφθοράς, εκεί που ο εχθρός μοιάζει προετοιμασμένος για κάθε πιθανή αντίδραση. Η ψυχρή τριτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί εξόχως αντιστικτικά ως προς τις εικόνες και τα νοήματα που μεταφέρει, έτσι όπως δομείται συναισθηματικά ουδέτερη σαν αυτοματοποιημένη λειτουργία κάποιου πανίσχυρου λογισμικού. Η επιρροή του ΝτεΛίλλο ‒όπως και του Μπολάνιο, άλλωστε‒ δεν περιορίζεται στην υπό διαπραγμάτευση θεματική, άλλωστε με το ζήτημα της επ' άπειρον παράτασης της ζωής έχει ασχοληθεί, ήδη από χρονιά, πλήθος δημιουργών. Η επιρροή εδώ βρίσκεται στον τρόπο με το οποίο αποτυπώνεται γλωσσικά το άχρονο και το άτοπο, το διαρκές παρόν και το πάντοτε εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στη δίψα για ζωή και την απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος, μια επιθυμία απόρροια της τετράγωνης λογικής, ένα λάθος του συστήματος.

Η ανακάλυψη των σωμάτων, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της καλής λογοτεχνίας, είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό, που αναφέρεται στους αγώνες και τις προκλήσεις ενός κόσμου που μοιάζει, αλλά δεν είναι μακρινός. Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται το διαδίκτυο που ξεκίνησε ως μια νησίδα, με προοπτικές να καταστεί ήπειρος ολόκληρη, ελευθερίας, εκεί όπου όλοι θα είχαν ισότιμη συμμετοχή και πρόσβαση, η βάση για την αλλαγή, όμως ο καπιταλισμός απέδειξε για ακόμα μια φορά το χάρισμά του να οικειοποιείται ακόμα και ό,τι είναι εχθρικά διακείμενο απέναντι σ' αυτόν, να το φέρνει στα μέτρα του και κυρίως να παράγει κέρδος από την εκμετάλλευσή του. Έτσι έγινε και με το ίντερνετ. Ο ψηφιακός και ο αναλογικός κόσμος διαφέρουν σε πολλά αλλά μοιάζουν σ' ένα· η μάχη δείχνει χαμένη. Ο αφηγητής δεν εθελοτυφλεί, γνωρίζει καλά πώς έχουν τα πράγματα, τη δύσκολη θέση στη γωνία του ρινγκ, ώρες μετά από την ανακοίνωση του νοκ άουτ, κι όμως η ελπίδα δεν έχει χαθεί, το πόσο θα ζήσει κανείς έρχεται σε δεύτερη μοίρα, το πώς θα ζήσει κανείς αποτελεί το επίκαιρο διακύβευμα, έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον.

Ο Ντυκροζέ εκκινά ‒φαινομενικά‒ κυρίως από τη γνώση και λιγότερο από την έμπνευση για να γράψει αυτό το βιβλίο. Γνώση θαυμαστής ποικιλίας και βάθους, από τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, μέχρι την επικαιρότητα και την τεχνολογική πρωτοπορία. Η ιστορία που αφηγείται είναι ένα σύνολο θραυσμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει και ο Άλβαρο ενώνει τα νήματα μεταξύ αυτών. Ένα κατασκεύασμα σκοπίμως εγκεφαλικό και τεχνικό, ώστε η ποίηση να βρει πρόσφορο έδαφος, βαδίζοντας το μονοπάτι που οι ύστεροι σπουδαίοι έχουν προλειάνει. Ο Ντυκροζέ διόλου δεν ασφυκτιά υπό το βάρος των επιρροών του, δεν κρύβεται πίσω από αυτές και δεν προσπαθεί ‒μάταια‒ να τις μακιγιάρει, παίζει με τα χαρτιά του ανοιχτά και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και με το παραπάνω.

(Αυτό το βιβλίο έσκασε πραγματικά από το πουθενά, δεν γνώριζα τίποτα γι' αυτό, δεν είχα καν χτίσει αναγνωστικές προσδοκίες, και ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες ένιωθα πως έχω απέναντί μου ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Άφησα να περάσουν αρκετές μέρες από το τέλος της ανάγνωσης ωσότου κάτσω να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, ήθελα να κατακάτσει το αίσθημα του ενθουσιασμού, να εξακριβώσω, όσο μπορώ, πως δεν πρόκειται για ένα πυροτέχνημα. Όπως διαπιστώσατε, ο ενθουσιασμός όχι μόνο δεν κατακάθισε, αλλά γιγαντώθηκε. Η επανανακάλυψη των σωμάτων. Τι βιβλίο!)

υγ. Περισσότερα για τις διακριτές επιρροές από ΝτεΛίλλο και Μπολάνιο εδώ και εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Δημακόπουλος
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Το τελευταίο ποστάλι - Φαίδων Ταμβακάκης

Ο λόγος που αποφάσισα να δημοσιεύσω το κείμενο που ακολουθεί είναι γιατί πλέον δεν μοιάζει καθόλου πιθανό να εκδοθεί το Χρονικό της Marenco. Η ομάδα που εργάστηκε με σκοπό να καταγράψει την ιστορία της σημαντικότερης βιομηχανίας της χώρας έχει διασκορπιστεί, το ίδιο και το αρχειακό υλικό, ούτε φαίνεται να ενδιαφέρεται κανείς για την ολοκλήρωσή του.

Πριν ό,τι άλλο, ο συγγραφέας συστήνει στον αναγνώστη την αφηγήτρια της ιστορίας του, αποποιούμενος οποιαδήποτε δική του συμμετοχή, αποτραβιέται στα παρασκήνια. Είναι η Λ.Μ., που δούλεψε για χρόνια στη Marenco, την άλλοτε κραταιά τσιμεντοβιομηχανία, που ανήκε στην οικογένεια Μάρκελλου, μέχρι και το 2016 όταν ο Αντώνης Μάρκελλος, γνωστός ως «Ναύαρχος», εξαιτίας της αγάπης του για τη θάλασσα και τους αγώνες σκαφών, παραιτήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της διοίκησης. Τα χρόνια της επαγγελματικής τους συνεργασίας δεν στάθηκαν ικανά ώστε η αφηγήτρια να τον γνωρίσει πραγματικά, ως άνθρωπο. Αυτό συνέβη στο ταξίδι τους προς την Αγία Ελένη, νήσο γνωστή στους περισσότερους ως τόπος εξορίας του Ναπολέοντα, και σε κάποιους λιγότερους ως τόπος κατοικίας της χελώνας Τζόναθαν, του γηραιότερου ζώου στον κόσμο. Στις αρχές του 2017, στο νησί ετοιμαζόταν να λειτουργήσει το νεόκτιστο αεροδρόμιο, γεγονός που θα σήμαινε τη διακοπή της ακτοπλοϊκής σύνδεσης με το Κέιπ Τάουν. Αυτή η είδηση δημιούργησε στον «Ναύαρχο» την επιθυμία να είναι παρών στο τελευταίο ποστάλι του πλοίου που για χρόνια εξυπηρετούσε τη γραμμή, ζητώντας από την Λ.Μ. να τον συνοδεύσει στο εξαήμερο αυτό ταξίδι. Στον πρόλογο του κειμένου, η αφηγήτρια εξηγεί τους λόγους που την οδήγησαν στη δημοσίευσή του και ζητά εκ των προτέρων συγνώμη για τα σημεία εκείνα που αμέλησε ή δεν στάθηκε απόλυτα πιστή.

Με Το τελευταίο ποστάλι ο Ταμβακάκης επιστρέφει στην αγαπημένη του θάλασσα, μετά από ένα διάλειμμα επιστημονικής φαντασίας, με τη διπλής εισόδου νουβέλα Η έβδομη ιστορία / Το μυστικό της Σεσάτ, ένα γοητευτικό λογοτεχνικό παιχνίδισμα, με ήρωα ένα βιβλίο. Επιστρέφει για να αφηγηθεί μια ιστορία εκατό χρόνων, με σημείο αναφοράς τη Marenco και ξεναγό τον Αντώνη Μάρκελλο, ένα εγχείρημα αρκετά φιλόδοξο, σε μια από τις κορυφές της πλούσιας βιβλιογραφίας του συγγραφέα. Για να πλεύσει το πλοίο πρέπει πρώτα να κατασκευαστεί, ακόμα πιο πριν, να σχεδιαστεί. Ο Ταμβακάκης, έμπειρος στις θάλασσες, το γνωρίζει αυτό καλά· διαλέγει με προσοχή τα υλικά του, προσέχει τις λεπτομέρειες, σκέφτεται καλά την κάθε απόφαση, μην αφήνοντας τίποτα στην τύχη. Επιλέγει τις σταθερές συντεταγμένες πλεύσης εντός του αιώνα, το κάδρο μέσα στο οποίο θα τοποθετήσει τις δικές του μικροϊστορίες, τις διαδρομές που ακολούθησε ο Μάρκελλος αλλά και η Marenco. Αυτό το είδος της μυθοπλασίας, που τόσο φλερτάρει με την ιστορική πραγματικότητα, το ντοκουμέντο, την αληθοφάνεια, τα μεγάλα και γνωστά γεγονότα, πότε ως παραβολή και πότε ως αναλογία, για να λειτουργήσει πρέπει να κουμπώσει τόσο ανάλαφρα ώστε οι ραφές να μην είναι ορατές, να μην προεξέχουν και διαταράσσουν την πλεύση. Η ιστορία προσιδιάζει σε ταξίδι με πλοίο. Ήρεμες θάλασσες αλλά και ταραγμένες, στιγμές έντασης και αδράνειας, νέα λιμάνια και μικρές βραχονησίδες, ανεμελιά και ναυάγια, το πρώτο ποστάλι και το τελευταίο, οι επιβάτες και το πλήρωμα, οι χάρτες και τα όργανα που τη στιγμή της τρικυμίας δίνουν τη θέση τους στο ένστικτο.

Ο συγγραφέας προειδοποιεί τον αναγνώστη έγκαιρα: το βιβλίο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Αν ο αφηγητής χρησιμοποιούσε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις δεν θα γινόταν πιστευτός. Τούτου δοθέντος, η όποια μυθοπλαστική αθωότητα μένει στην άκρη. Τα ευρήματα επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε διάφορα επίπεδα, ανοιχτό σε ερμηνείες και αναλογίες. Η απόφαση, για παράδειγμα, η Marenco να 'ναι τσιμεντοβιομηχανία, ένα σύμβολο ανάπτυξης που για να ευδοκιμήσει έχει ανάγκη την καταστροφή και τη στενή σχέση με την εκάστοτε ηγεσία, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, όχι μόνο δεν μπορεί να είναι τυχαία, αλλά αποτελεί μια κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή, και προφανώς δεν είναι η μόνη. Η αφηγηματική άνεση του Ταμβακάκη γοητεύει και καθηλώνει τον αναγνώστη, όμως είπαμε, είχαν προηγηθεί οι απαραίτητες τεχνικές κατασκευές ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητοι χώροι. Το καθοριστικό αφηγηματικό εύρημα για τη συνοχή των επιμέρους ιστοριών αλλά και για τη χρονική προώθηση της κυρίως ιστορίας είναι η χρήση των συνεπιβατών για την ανάσυρση προσώπων από το παρελθόν τού Μάρκελλου, πρόσωπα που πυροδοτούν τη μνήμη και έτσι δικαιολογούν και καθιστούν λειτουργικό τον ιδιότυπο αυτό απολογισμό, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως πύλες χρονικού περάσματος από το παρόν στο παρελθόν, καθώς το πλοίο πλησιάζει στον τελικό του προορισμό. Στη συνοχή της αφήγησης συνεισφέρει και η θαυμαστή ανάμειξη της πρωτόπροσωπης αφήγησης του «Ναύαρχου» με τις διακριτικές μα απαραίτητες παρεμβάσεις της αφηγήτριας.

Ο Αντώνης Μάρκελλος είναι ένας ιδιαιτέρως σύνθετος χαρακτήρας, και γι' αυτό τόσο αληθοφανής, παρότι ανήκει σε έναν μικρόκοσμο, σε μια ολιγάριθμη κοινωνική ελίτ, χαρακτήρας που εγείρει πλήθος αντικρουόμενων συναισθημάτων, χωρίς όμως να επιζητά κανένα, μήτε τον θαυμασμό, μήτε την κατανόηση, και πόσο μάλλον τη λύπηση, που διαθέτει τον αυτοσαρκασμό και την οξυδέρκεια της παρατήρησης του εαυτού, ο κατάλληλος ξεναγός στη νεοελληνική (και όχι μόνο) ιστορία, που δεν κρύβει τον υποκειμενικό χαρακτήρα με τον οποίο ανασύρει τα κομμάτια από τον βυθό της μνήμης, αποφεύγοντας να εισέλθει σε επικίνδυνες ατραπούς προσωπικής μετάνοιας και υποθέσεων, εκκινώντας από το πλέον βασικό γεγονός, πως δηλαδή σπατάλησε τη ζωή του σε κάτι άλλο από εκείνο που θα ήθελε, με τη διαφορά πως εκείνος δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ το βαρυφορτωμένο ρήμα σπαταλώ. 

Η ιστορία του βιομήχανου Ευσχημονίδη, ενός δευτερεύοντος προσώπου της αφήγησης, που την ώρα που έπαιζε τένις ειδοποιήθηκε πως η περιουσία του χάθηκε, και εκείνος ζήτησε από τον οδηγό του να τον αφήσει στο αεροδρόμιο της Πόλης, ντυμένο στα λευκά και με μια ξύλινη ρακέτα Dunlop ανά χείρας, απ' όπου πήρε το αεροπλάνο για την Αθήνα όπου είχε κάποιους συγγενείς στο Φάληρο, είναι μια από τις καλύτερες (μικρο-)ιστορίες που έχω διαβάσει ποτέ, χαρακτηριστική επίσης της γλυκόπικρης γεύσης της γραφής του Ταμβακάκη, του κωμικοτραγικού χαρακτήρα της ιστορίας, της κάθε ιστορίας.   

Το τελευταίο ποστάλι διαθέτει μια γοητευτική κοσμοπολίτικη αφήγηση που φέρνει στον νου τον κόσμο του Τσίρκα, ενώ συνομιλεί με δυο πρόσφατες κυκλοφορίες, τις Μικρές Αυτοκρατορίες, τη νουβέλα του Χρήστου Αστερίου, εκεί όπου η ίδια χρονική περίοδος διατρέχεται μέσα από την έρευνα αρχείου σχετικά με την καπνοβιομηχανία Murratti, αλλά και το εξαίσιο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου, Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ, με την ιστορία του Φώντα, παρότι σε φαινομενικά ταξικό αντίποδα, να έρχεται επίσης από τη θάλασσα. Ο Ταμβακάκης είναι μια από τις σταθερές της καλής ελληνικής λογοτεχνίας και με Το τελευταίο ποστάλι επιστρέφει δυναμικά στη μεγάλη φόρμα, θέτοντας υποψηφιότητα για το μυθιστόρημα της χρονιάς (μου). Αναγνωστική απόλαυση.

υγ. Περισσότερα βρίσκετε για την Υστάτη εδώ, για τους Ναυαγούς της Πασιφάης εδώ, για Τα άδεια ξενοδοχεία εδώ, για την Αναπαλαίωση εδώ, για την Έβδομη ιστορία εδώ.

υγ2. Για τη νουβέλα του Αστερίου Μικρές Αυτοκρατορίες εδώ, και για το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ του Μαραγκόπουλου εδώ.

 

Εκδόσεις το Βιβλιοπωλείο της Εστίας