Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Τη χρονιά που δραπέτευσε το λιοντάρι - Carlos Sampayo








Εκείνο το πρωινό του Μαΐου του 1957, ο Λεόν Φερράρα ξέσπασε σε γέλια όταν διάβασε τους τίτλους των εφημερίδων:  "Κίνδυνος στους δρόμους: δραπέτευσε λιοντάρι*", "Λιοντάρι του τσίρκου Φερράρι, ελεύθερο στους δρόμους του Μπουένος Άιρες" ή ακόμη και αυτόν: "Λιοντάρι δραπετεύει από τσίρκο", φράσεις που είχε την εντύπωση ότι τον αφορούσαν προσωπικά. Εκείνος, όμως, ούτε λιοντάρι ήταν ούτε θύμιζε· μάλλον για αρουραίο θα τον έκανες ή, καλύτερα, για λαγό, εξαιτίας της άνεσης με την οποία άνοιγε τα πορτοφόλια που βουτούσε στον υπόγειο, το τραμ ή το τρόλεϊ ( ήταν ένθερμος οπαδός των ηλεκτροκίνητων μέσων) με τα δόντια του, δόντια ολόισια, τετράγωνα και επιμελώς καθαρά. Ήταν το γούρι του.

Αργεντινή 1957, ακόμα μια δικτατορία βρίσκεται σε εξέλιξη, ρουτίνα διαδοχής απολυταρχιών που καπηλεύονται τον όρο δημοκρατία και στρέφουν τα δικτατορικά βέλη στους προηγούμενους, ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα είπε.

Είναι επίσης η χρονιά που ένα λιοντάρι δραπέτευσε από το τσίρκο. Ο Κασιμίρο, ελεύθερος πια, τριγυρνά σε ένα περιβάλλον τσιμεντένιο, αναζητώντας τροφή και ένα ασφαλές καταφύγιο μακριά από τα ανθρώπινα βλέμματα.

Στο Μπουένος Άιρες η ζωή συνεχίζεται, ανάμεσα σε εξαφανίσεις πολιτών και σκόρπια πυρά,  σημασία έχει να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη στρέφεις το κεφάλι από περιέργεια. Η αστυνομική διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις σε ένα γαϊτανάκι μελανόχρωμο, ορίζουν τις ζώνες επιρροής τους, καθώς η ανοχή της κεντρικής εξουσίας αποτελεί την απαιτούμενη εγγύηση ατιμωρησίας.

Το βίο του Κασιμίρο, οι κάτοικοι, τον πληροφορούνται μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καθημερινώς αφιερώνονται πηχυαίοι τίτλοι, ευφάνταστα σκηνικά με πρωταγωνιστή το επικίνδυνο τετράποδο τέρας. Την ίδια ώρα ο Κασιμίρο πεινάει και κρυώνει, αναπολεί, όχι μόνο τη στέπα, αλλά και τον ίδιο το θηριοδαμαστή. Φοβούνται και οι λέοντες βλέπετε.

Ο Λεόν, ικανότατος πορτοφολάς, κοιτάζει τη δουλίτσα του, δηλώνει πλασιέ ανταλλακτικών και μένει σε μια μικρή πανσιόν. Ένα πορτοφόλι την ημέρα, συντηρητική στρατηγική, όχι ριψοκίνδυνα χτυπήματα, λίγα και στο χέρι. Προσέχει την ανωνυμία του σαν κόρη μονάκριβη. Μέρα με τη μέρα μαζεύει διηγήσεις για τον εγγονό του, σε σαράντα χρόνια θα έχει πολλά να του εξιστορήσει και εκείνος θα είναι περήφανος για τον παππού του.

Τα απόνερα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου φτάνουν μέχρι τα παράλια της μακρόστενης χώρας. Καθώς ο κλοιός για τους εγκληματίες πολέμου στενεύει στην Ευρώπη, η καταφυγή στη Λατινική Αμερική μοιάζει λύση ιδανική και ιδιαίτερα η Αργεντινή με την ταραγμένη, και ταυτόχρονα ιδεολογικά συγγενή, πολιτική πραγματικότητα. Όμως υπάρχουν κάποιοι που δεν ξεχνούν, που είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τα ίχνη των ναζί και να αποδώσουν δικαιοσύνη, που δεν το βάζουν κάτω, όσα χρόνια και αν περάσουν.

Ο Κάρλος Σαμπάγιο δείχνει να είναι αλλεργικός στους ήρωες, παρότι η ιστορία του διαθέτει αρκετούς πρωταγωνιστές, κανείς δε μπορεί να σηκώσει το βάρος του ήρωα, να ξεχωρίσει για την ακεραιότητα που επιβάλλει η χρονική συγκυρία, να βγάλει το κεφάλι από το βούρκο της συνενοχής. Θύτες ή θύματα, καμία σημασία δεν έχει. Μια στιγμή όμως, ξέχασα τον Κασιμίρο που τριγυρνά φοβισμένος στη μεγάλη πόλη.

Ο συγγραφέας, διαχειρίζεται το υλικό του με άνεση, ο κάθε χαρακτήρας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο, έτσι η κάθε ιστορία προχωρά, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να έρθουν και να δέσουν. Αίσθηση γνώριμη από το σινεμά της Αργεντινής, στο οποίο συχνά πρωταγωνιστούν διεφθαρμένοι αστυνομικοί και κακοποιοί, οι ανατροπές διαρκείς και ο Ρικάρντο Νταρίν να φλερτάρει με διάφορους ρόλους.

Ζοφεροί καιροί, η θλίψη και η απαισιοδοξία δηλώνουν ηχηρά παρούσες, ακόμα και η δράση υπόκειται στην επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ο Σαμπάγιο δεν αγιοποιεί, δε δικαιολογεί, παρουσιάζει μια πραγματικότητα δεδομένη, καταφεύγει στην ειρωνεία - ίσα που σχηματίζεται το χαμόγελο στα χείλη - τη σάτιρα, φλερτάρει με την υπερβολή, όχι στις καταστάσεις, μα στους θεσμούς και τους υπηρέτες αυτών.

Ένα μυθιστόρημα ήπιου ρυθμού, δίχως αχρείαστες κραυγές, αφιερωμένο, θαρρείς, σε όλους εκείνους που πίστεψαν σε ιδανικά, απογοητεύτηκαν και τελικά προδόθηκαν, όχι μόνο τότε αλλά πάντοτε.


 *Στα Ισπανικά León.




Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Πόλις


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η ακόλουθη ιστορία - Cees Nooteboom







"Δεν ένιωσα ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το άτομό μου. Αυτό όμως δε θέλει να πει ότι θα μπορούσα κατά βούληση να σταματήσω να σκέφτομαι για μένα και τον εαυτό μου. Μπορεί να είναι κρίμα, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Και το πρωί εκείνο είχα στ' αλήθεια κάτι να σκεφτώ, αυτό είναι σίγουρο. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα μιλούσε ίσως για ζήτημα ζωής ή θανάτου, αλλά εγώ δεν ξεστομίζω εύκολα τέτοια μεγάλα λόγια· ούτε καν όταν είμαι μόνος μου, όπως τότε."


Η Λισαβόνα, λιμάνι των μεγάλων θαλασσοπόρων, σχέδια μεγαλεπήβολα χαράχτηκαν στις ανεμοδαρμένες ακτές της, που για χρόνια αποτελούσαν τα όρια του γνωστού κόσμου. Ο ωκεανός να απλώνεται αχανής, σκοτεινός, σκεπασμένος από την αιώνια ομίχλη, να φοβίζει αλλά ταυτόχρονα να ξεσηκώνει τη φαντασία των ταξιδευτών. Στα καπηλειά, υπό τους ήχους του Φάντο - της πιο θλιμμένης ίσως μουσικής -, οι ναυτικοί διηγούνται ιστορίες λιγότερο φανταχτερές, μα σκληρές, το ψάρεμα του βακαλάου απαιτεί μέρες παραμονής στα ανοιχτά δίχως εγγυημένο αποτέλεσμα. Πιο δίπλα ο Φερνάντο Πεσσόα πίνει σκεφτικός τη μπύρα του, διαφωνώντας με κάποιον ετερώνυμό του. Οι αποικίες χάνονται η μία μετά την άλλη, μεγαλεία που περάσαν ανεπιστρεπτί. Τα στενά δρομάκια, γραφικά αλλά για πνευμόνια απαιτητικά, τα τραμ να θυμίζουν περισσότερο τελεφερίκ. Την αγάπησα μάλλον εξαιτίας του Ταμπούκι, η λατρεία του υπήρξε μεταδοτική, μέσα από τα δικά του μάτια διέκρινα το υπέροχο φως που λούζει τους λίθινους δρόμους, την πανταχού παρούσα μορφή του Πεσσόα.

" Κάποιος που αρχίζει να διηγείται μια ιστορία δίχως να ξέρει το τέλος της είναι κακός αφηγητής," αναφέρει κάπου ο συγγραφέας, ενδόμυχη σκέψη του αφηγητή, πιθανή δικαιολογία για όσα πρόκειται να εξιστορήσει. Συνήθως, απευθυνόμαστε μόνο σε ένα πρόσωπο όταν γράφουμε, έναν αναγνώστη συγκεκριμένο, πηγή της έμπνευσης και αντικείμενο του πόθου της γραφής, η ελπίδα, πως ανάμεσα σε όσους σκύψουν με αγάπη πάνω από τις σελίδες μας θα είναι και εκείνος, μας παρακινεί να συνεχίσουμε, όσο και αν κοστίζει η εκροή. Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, το Εσύ διαρκώς παρόν, σα σκιά, σε κάνει να νιώθεις πως παρεμβάλλεσαι στην εκμυστήρευση. Μια ανάγνωση διακριτική, απαιτεί απόλυτη ησυχία, οποιοσδήποτε θόρυβος μπορεί να διακόψει την αφήγηση από στιγμή σε στιγμή.

Ο αφηγητής, καθηγητής κλασικής φιλολογίας, έμαθε από μικρός να εκτιμά την ακρίβεια και την απλότητα των λατινικών, να νιώθει ασφάλεια στον κόσμο των ιδεών. Ο μύθος, μιλώντας κατευθείαν στην ψυχή, εξηγεί την πραγματικότητα καλύτερα από την επιστήμη, στα κείμενα της αρχαίας γραμματείας υπάρχουν οι απαντήσεις, αρκεί να κοιτάξεις με προσοχή και θα διακρίνεις την επανάλψη της Ιστορίας, όλες οι επιμέρους ιστορίες έχουν ειπωθεί. Μόνο ο έρωτας μπορεί να ξεσηκώσει, να δημιουργήσει την ανάγκη για μια καινούρια αφήγηση, να προσθέσει κάτι ακόμα στην ματαιότητα της ύπαρξης, όσο κλισέ και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Η Ακόλουθη ιστορία βρίσκεται στον αντίποδα του μυθιστορήματος του Μερσιέ, Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα. Παρά τις ομοιότητες στην ιστορία, ο τρόπος προσέγγισης διαφέρει, ο Νόοτεμποομ, πιο αφαιρετικός, επιλέγει τον ψίθυρο, επιμένει στην εγκεφαλική προσέγγιση του έρωτα και της ζωής, συμπυκνώνει σε λίγες σελίδες όσα θα ήταν αρκετά για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, διατηρεί έναν χαρακτήρα εμφανώς κεντροευρωπαϊκό τον οποίο ο Ελβετός Μερσιέ απαρνείται κλείνοντας το μάτι στη γαλλική λογοτεχνία. Παρά τις συγγένειες, τα δύο βιβλία τελικώς αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά, χαρίζοντας, το καθένα, μια ιδιαίτερη αναγνωστική απόλαυση. (Να μην παρεξηγηθώ, το μυθιστόρημα του Μερσιέ - που πρόσφατα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο- είναι πραγματικά υπέροχο.)

Αναγνωστικό απωθημένο χρόνων η γνωριμία με κάποιον Ολλανδό συγγραφέα, απωθημένο που συχνά συζητούσαμε με τον Β. ο οποίος, ζώντας κάποια χρόνια εκεί, είχε την ίδια απορία με μένα, υπάρχουν άραγε καλοί Ολλανδοί συγγραφείς; Ο Νόοτεμποομ στάθηκε μια ελπιδοφόρα απάντηση!





Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη
       



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Γι' αυτή την αποκοπή σας μιλώ



Έχω μια εικόνα της γιαγιάς μου να κεντάει· απόλυτα προσηλωμένη στο σχέδιο, να μονολογεί πράξεις μαθηματικές, κατανοητές μόνο στην ίδια θαρρείς, εκείνη που ούτε το δημοτικό δεν τελείωσε, να αφαιρεί και να προσθέτει με μια άνεση σχεδόν μηχανική, να μη συγχωρεί στον εαυτό της τα λάθη, απόρροια των οποίων το επακόλουθο ξήλωμα. Ιεροτελεστία καθημερινή, τα σύνεργα τακτοποιημένα στη ντουλάπα με τα ρούχα, να περιμένουν τη σειρά τους, μετά την άσκηση των οικιακών εργασιών. Στην ίδια πάντα καρέκλα, με το τραπέζι στα δεξιά, η τηλεόραση να παίζει για το θόρυβο περισσότερο, το ποθητό βουητό που ξεγελά τη μοναξιά. Έτσι κεντούσε, καθημερινά, μέχρι να την προδώσουν τα μάτια της, ύστερα από ώρες αυστηρής παρατήρησης, με έμφαση στη λεπτομέρεια, τα χέρια, βλέπετε, ήταν μαθημένα.

Είναι μια εικόνα αρκετά αχνή, αλλά για κάποιο λόγο εντυπωμένη καλά στη μνήμη, η πρώτη επαφή με εκείνο που σήμερα αποκαλώ "αποκοπή του δημιουργού", στοιχείο διακριτό πίσω από το αποτέλεσμα, πηγή έμπνευσης αλλά και φθόνου για τον αποδέκτη, μια πράξη υψηλής αυτοσυγκέντρωσης.

Το καθαρό μυαλό, που η καθημερινότητα στερεί, μα η υψηλή δημιουργία απαιτεί, εξαλείφει οποιοδήποτε ίχνος τυχαιότητας από τον καμβά και καθιστά τον δημιουργό κύριο του έργου, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.

Η ικανότητα για αυτοεξορία από το βασίλειο του χρόνου, η παράλληλη πορεία με το ηρακλείτειο ποτάμι, η αποκοπή από την πραγματικότητα και η δημιουργία, η αίσθηση αυτή, που ως παρατηρητής αποκομίζω, μου ασκεί μια καταλυτική επίδραση, σχεδόν μεταφυσική, αντίστοιχη, εάν όχι ισχυρότερη, του ίδιου του έργου. Προκαλεί τη φαντασία να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο making of. Ο δημιουργός στο εργαστήρι του και ο κόσμος να γυρίζει, η ασκητική ζωή και οι σειρήνες, η ματαιότητα και η ανάγκη, εκείνος και εγώ.  

Προσοχή, δε μιλώ για αποκοπή του δημιουργού από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, είναι η σχέση με το χρόνο αυτή που με ενδιαφέρει.

Επιχειρώ παραδείγματα, δύο, ένα μουσικό και ένα λογοτεχνικό. Εκεί, ανάμεσα σε συναυλίες και αναγνώσεις, καταστάλαξε μέσα μου η έννοια της αποκοπής. 

α) Στη Μαίρη, τραγούδι από τον τελευταίο δίσκο του Παυλίδη, υπάρχει ο παρακάτω στίχος. 


"Κι έτσι πια θα ζήσουμε και εμείς το ρίσκο μας
  στην Πατησίων και στο San Francisco μας
  γράφουν police και ΄δω τα περιπολικά."  


Από την πρώτη κιόλας ακρόαση μου έκανε τρομερή εντύπωση η φράση: "γράφουν και εδώ police τα περιπολικά". Πίσω της διακρίνω τον Παυλίδη να περπατά βράδυ στην Πατησίων, τη σιωπή της νύχτας παρενοχλεί επανειλημμένως η σειρήνα κάποιου περιπολικού, η δική μου ενόχληση είναι για εκείνον μια σκηνή κινηματογραφική, τον εμπνέει και τον ακολουθεί μέχρι το στούντιο, ταιριάζει με την ιστορία της Μαίρης που της αρέσει να πηγαίνει σινεμά. Ίσως η πραγματικότητα να υπήρξε διαφορετική, μικρή σημασία όμως έχει.

Οι συναυλίες και η μέθη τους, οι στιγμές κατά τις οποίες όλα φαντάζουν δυνατά να περιγραφούν, το μυαλό γονιμοποιείται, έστω και στιγμιαία, κατακλύζεται από εικόνες και ιδέες, που πάντα ήταν εκεί, τώρα απλώς ανεβαίνουν στην επιφάνεια παραμερίζοντας το βάρος της μέρας. Και οι μουσικοί επί σκηνής, τι ώρα δείχνουν άραγε οι δικοί τους δείκτες;

β)  "Longtemps, je me suis couché de bonne heure." Αυτό αναλογίζεται ο Προυστ κινώντας για την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, φράση που τον απομακρύνει από το εδώ και το τώρα, τον μεταφέρει πίσω στο χρόνο, τότε που πήγαινει για ύπνο νωρίς, παρά τη θέλησή του. Ζει ξανά εκείνα τα βράδια· οι ομιλίες από τους καλεσμένους στο σαλόνι να τον ξεσηκώνουν, ο ύπνος να μην έρχεται και εκείνος να στριφογυρίζει.  Χρόνια μετά, επιστρέφει στα περασμένα, η ζωή προχωρά μα εκείνος της ξεφεύγει για να κοιτάξει πίσω, τα διαστήματα όλο και μεγαλώνουν, στο τέλος, ούτε οι σημειώσεις του είναι απαραίτητες, λέξη προς λέξη η ιστορία είναι εκεί, η αποκοπή πλήρης.

"Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς." Ο Παύλος Ζάννας βρίσκεται στη φυλακή, σε ένα από τα πρώτα επισκεπτήρια, ο Τσίρκας του στέλνει το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο με την "εντολή" να μεταφράσει, την εναρκτήρια φράση την έχει κιόλας μεταφέρει στα ελληνικά ο Γιώργος Σεφέρης, για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Αποκοπή από την σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, ταξίδι στη μνήμη, δίχως λεξικά και βοηθήματα, εκείνος και το κείμενο. 

Πίσω από την ιστορία, η πράξη της συγγραφής (μεταφράσεις όπως αυτή του Ζάννα αποτελούν, το δίχως άλλο, ξεκάθαρη πράξη συγγραφής), εμπειρία κοινή των βιβλίων που με γοήτευσαν, συνδυασμός της απόλαυσης και της έμπνευσης, (ψευδ)αίσθηση οικειοποίησης και παντοδυναμίας. 

Συνειδητοποιώ πως η κατάσταση που επιχειρώ να περιγράψω συγγενεύει με καταστάσεις θρησκευτικής προσήλωσης, μια προσευχή με το κομποσχοίνι ανά χείρας ή η νιρβάνα των βουδιστών για παράδειγμα. Δε μου κάνει εντύπωση.

Εμένα, που ο νους μου φτερουγίζει διαρκώς, με κάνει σχεδόν να πονώ η αδυναμία αποκοπής, χώρα έμπνευσης και συνθήκη απαραίτητη για την επαναφορά στην πραγματικότητα.   



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Όλες οι ψυχές - Javier Marías





" Από τους τρεις οι δύο πέθαναν όταν είχα ήδη φύγει από την Οξφόρδη, κι αυτό με κάνει να σκέφτομαι κάπως προληπτικά, ότι, ίσως, περίμεναν να φτάσω και να εξαντλήσω το χρόνο μου εκεί για να μου δώσουν την ευκαιρία να τους γνωρίσω και να μπορώ τώρα να μιλάω γι' αυτούς. Γι' αυτόν, το λόγο λοιπόν, μπορεί - πάντα προληπτικά - να είμαι υποχρεωμένος τώρα να μιλάω γι' αυτούς."


Η Οξφόρδη, πόλη που τη συνοδεύει η φήμη της, η ακαδημαϊκή παράδοση της προσδίδει λάμψη, θαμπώνει από μακριά. Ο αφηγητής, εγκαταλείπει την Ισπανία για να διδάξει δύο χρόνια εκεί. Από τη μία, τα ήσυχα μαθήματα ισπανικής λογοτεχνίας με τη χαμηλή προσέλευση φοιτητών, από την άλλη, τα έντονα εργαστήρια μετάφρασης. Σαν παιχνίδι, εφευρίσκει τραβηγμένες ετυμολογίες, αφήνει τη φαντασία ελεύθερη να χαράξει το νήμα της λέξης με το παρελθόν της, σίγουρος πως ακόμα και αν κάποιος ασχοληθεί, για λόγους ευγενείας, θα σωπάσει.Ο θυρωρός Γουίλ που ζει πάντοτε στο παρελθόν, σε ένα τώρα επαναληπτικό, τα πρόσωπα για εκείνον προσαρμόζονται στη δεκαετία στην οποία βρίσκεται, δε λαθεύει ποτέ στην δική του πραγματικότητα. Η βραδινή επιστροφή από το Λονδίνο απαιτεί ολιγόλεπτη ανταπόκριση στον έρημο σταθμό του Ντίντκοτ, η μοναχική φιγούρα μιας άγνωστης θα γοητεύσει τον αφηγητή, βόλτες στην πολιτεία με την ελπίδα να την αντικρίσει ξανά. Οι εκδηλώσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, τύποι και πρωτόκολλα συμπεριφοράς, ιεροτελεστία δυσκίνητη. Η μοιχεία, η ψευδαίσθηση του έρωτα, η συντροφικότητα. Υποσημειώσεις μιας παραμονής σύντομης, σε τόπο ξένο, χρονικό διάστημα με αρχή και τέλος, με το αίσθημα της προσωρινότητας να αυξομειώνει τις σκιές. Ένα μυαλό που προσλαμβάνει διαρκώς λογοτεχνία.

Τα συνεχή μπρος πίσω στο χρόνο μαρτυρούν την ανάγκη του αφηγητή να διηγηθεί την ιστορία του, όχι από επιθυμία θαρρείς, μα από υποχρέωση. Διαβάζοντας το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, συνειδητοποίησα πως αυτό το αίσθημα υποχρέωσης με μαγνητίζει στις ιστορίες του Ισπανού, με καθηλώνει το χρέος απέναντι στον αφηγητή, καθήκον ιερό να ακούσω τη διήγησή του, να σταθώ στο ύψος του καλού αναγνώστη, να επιχειρήσω να τον απαλύνω από τον πόνο που η μνήμη του προκαλεί, να μοιραστώ μαζί του το βάρος της νοσταλγίας και της ύπαρξης. Ο συγγραφέας γνωρίζει την έλξη που ασκεί, στριμώχνει τον αναγνώστη ανάμεσα στην περιέργεια και το ενδιαφέρον, τον αναγκάζει να αναρωτηθεί σχετικά με τα βαθύτερα κίνητρα της προθυμίας του να γίνει κοινωνός των αλλότριων μυστικών, ανόθευτη αρετή ή μήπως κεκαλυμμένη αδιακρισία;

Η απουσία επιμέλειας - τουλάχιστον σύμφωνα με το ένστικτό μου- αδικεί τη μεταφραστική προσπάθεια, πίσω από τις λέξεις διακρίνεται ξεκάθαρα η πένα του Μαρίας, μα η εικόνα είναι λίγο θολή. Βιβλίο που αναζητούσα μετά μανίας, το είδα να καταλήγει σε χέρια φιλικά μέσα στο χάος του παλαιοβιβλιοπωλείου και παρά την έντονη επιθυμία έκανα πίσω, κάποιες εβδομάδες αργότερα, λίγα μέτρα πιο πέρα, ήταν η σειρά μου να σταθώ τυχερός.



υ.γ Δέχομαι καλοπροαίρετες συμβουλές να χαμηλώσω τους δημόσιους τόνους θαυμασμού σχετικά με τον Μαρίας, θα προσπαθήσω αλλά δεν εγγυώμαι.
 

υ.γ2 Όποιος επιθυμεί να ακολουθήσει το νήμα με τις προηγούμενες αναφορές στα βιβλία του Ισπανού, ας πατήσει εδώ.




Μετάφραση Ελένη Χαράτση
Εκδόσεις Κέδρος





Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Το Ελάχιστο Ίχνος - Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης








Ο τίτλος, το όνομα του συγγραφέα, το λογότυπο του εκδοτικού οίκου και τέσσερα σκίτσα.

Στο μπροστινό εξώφυλλο, ένα μωρό κοιμάται στην κούνια του, το περίγραμμα ενός άντρα απλώνει τα χέρια προς αυτό, στο βάθος ένας δρόμος ανοίγεται. Κάπου πιο πέρα, διακριτικές, φαντάζομαι τις Μοίρες να κλώθουν, να διευθύνουν και να κόβουν το νήμα της ζωής. Αριστερά, μια αυλή με ζώα οικόσιτα, μια γυναίκα – πάντα περίγραμμα – ταΐζει στο στόμα τη γίδα ενώ τα υπόλοιπα ζώα τριγυρνούν ανέμελα δίχως την έγνοια της τροφής, στο βάθος ένα σπίτι ταπεινό, χωριού.

Το οπισθόφυλλο φιλοξενεί δύο σκίτσα θεατρικά. Στο δεξιό, μια δραματική σχολή, ο διάφανος καθηγητής, όρθιος, διδάσκει, οι σπουδαστές στο πάτωμα καθιστοί, στο φόντο ένα αρχαίο θέατρο, το όνειρο κάθε υποψήφιου ηθοποιού. Στο αριστερό, το θέατρο την ώρα της παράστασης,  οι πλάτες  των αδειανών καθισμάτων, δύο γυναίκες ηθοποιοί κοιτούν προς το κέντρο της σκηνής, εκεί που ένας τρίτος κείται στο πάτωμα.

Οι εικόνες αποκαλύπτουν αρκετά, το κείμενο στο οπισθόφυλλο  θα ήταν περιττό και φλύαρο. Επιλογή  μάλλον αισθητική και όχι αντιδραστική απέναντι στους  άψυχους κανόνες προώθησης. Ανάγκη προσωπική να σεβαστώ την απόφαση του δημιουργού, περιορισμός του παρόντος κειμένου η μη αναφορά στην υπόθεση.

Ο συγγραφέας φλερτάρει με το λογοτεχνικό κλισέ του ευπώλητου, πλησιάζει κοντά, σχεδόν το αγγίζει. Η ανίκητη μοίρα, από την οποία κανείς δε μπορεί να ξεφύγει, εδάφιο γνώριμο και σύνηθες, καταφύγιο εύκολου σεναριακού εντυπωσιασμού. Τακτική σχεδιασμένη μαεστρικά εκ των προτέρων που εξυπηρετεί τον τελικό στόχο. Ο Χατζηγιαννίδης ξέρει να ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή, να ξύνει τη βρωμιά με το νύχι και να την επιδεικνύει δίχως δισταγμό. Η μοίρα επηρεάζεται από τις αποφάσεις των ανθρώπων, αποφάσεις που αφήνουν πάντα ένα ίχνος, έστω και μικρό, ο συγγραφέας νιώθει το καθήκον να το αναζητήσει και να το επισημάνει, να μη χαριστεί. Θέτει άπαντες προ των ευθυνών τους, ο αντικατοπτρισμός αποτελεί άλλωστε την αυστηρότερη τιμωρία. 

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε κομμάτια, ο πλαγιότιτλος σημαίνει το χρόνο ενώ ο υπέρτιτλος διευκρινίζει. Ο συγγραφέας είναι ο αποκλειστικός κάτοχος της ιστορίας, ο μοναδικός που δε βασανίζεται από αναπάντητα ερωτήματα, εκείνος αποφασίζει πως θα φανερωθούν τα χαρτιά, σε ποια σημεία θα πέσει φως. Οι ήρωες, μαριονέτες στα χέρια του, υπακούουν αναγκαστικά και πειθήνια,  κινούμενοι στα όρια της καρικατούρας, πότε με βηματισμό σταθερό και πότε τρεκλίζοντας υπό το βάρος της ίδιας τους της ύπαρξης.

Το υλικό που καλείται να διαχειριστεί ο Χατζηγιαννίδης είναι ογκώδες και πολυποίκιλο, η σιγουριά που αποπνέει η γραφή του γοητεύει και φανερώνει εργασία σκληρή με έμφαση στη λεπτομέρεια, δείχνει να γνωρίζει τον προορισμό και προχωράει κοιτώντας ευθεία μπροστά, αποφεύγει τις κακοτοπιές και δεν έχει ανάγκη να καταφύγει στη σύγχυση του αναγνώστη .  Παραμένει πιστός στο ύφος των προηγούμενων έργων του, γνώρισμα χαρακτηριστικό των ιδιαίτερων δημιουργών , δίχως να επιτρέπει στην κατηγορία της επανάληψης να παρεισφρήσει.

Η ιδιαιτέρως προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση αναδεικνύει περαιτέρω τη δεδομένη ομορφιά του κειμένου, η αίσθηση του χαρτιού είναι μοναδική λόγω της ποιότητας και του βάρους  του. Τα σχέδια ανήκουν στη Σύλβια Αντουλινάκη.

Της ιστορίας προηγείται η διευκρίνηση, «Όλα τα γεγονότα είναι φανταστικά. Το ίδιο και οι ήρωες, εκτός από έναν.» Η ομολογία ύπαρξης ρεαλισμού ιντριγκάρει το μαθημένο στο μύθο αναγνώστη πριν ακόμα αντικρίσει την πρώτη γραμμή του κειμένου, ένας απ’ όλους είναι πραγματικός, με σάρκα και οστά, ζει και έξω από αυτές τις σελίδες.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)



Εκδόσεις Το Ροδακιό

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

AI NID TUBI FRI (Η μπαλάντα του Τζόνι Σόσα) - Mario Delgado Aparaín











" Ai nid tubi fri
  uit iu ander de tri.
Bat aiam an only man
an only blak man
an...ou beiby"



Αυτή είναι η ιστορία του Τζόνι Σόσα, ενός νέγρου δίχως δόντια που γούσταρε να παίζει στην κιθάρα τα μπλουζ, να τραγουδάει στίχους εγγλέζικους με τη δική του ιδιαίτερη και μοναδική προφορά, το πάθος να περισσεύει και όλοι να σωπαίνουν στην πρώτη συγχορδία της κιθάρας. Τραγουδούσε σε ένα κακοφωτισμένο καμπαρέ, ανάμεσα σε πόρνες και προαγωγούς, μουσικό διάλειμμα στα νούμερα των κοριτσιών. Σε ένα τενεκεδάκι, οι θαμώνες έριχναν τον οβολό ενίσχυσης, ύστερα, αργά το ξημέρωμα, με τα ψιλά στην τσέπη γυρνούσε σπίτι, στην ξανθιά κυρά του, που τον περίμενε καρτερικά παρά τη ζήλια για τα ξένα χάδια.

Η μπότα της δικτατορίας πάτησε και στο Μοσκίτος, το μικρό, όσο ένα κουνούπι, χωριό του Τζόνι, χιλιόμετρα μακριά από το Μοντεβιδέο. Εξαφανίσεις πολιτών, παρακολουθήσεις, ανακρίσεις, πρακτικές καθημερινές, ορατές στο μάτι. Ο μαντρότοιχος του στρατοπέδου σκεπάζει τα υπόλοιπα, η φαντασία αναλαμβάνει να αποκαταστήσει το κενό, ο φόβος γεννιέται και θεριεύει. Μαστίγιο και καρότο, ο τοπικός στρατιωτικός άρχοντας επιχειρεί να δελεάσει τον Τζόνι, καινούρια κατάλευκα δόντια, μαθήματα μουσικής, ευκαιρία για διάκριση σε κρατικούς διαγωνισμούς τραγουδιού, μια νέα ζωή. Αντίτιμο η ελευθερία, πάντα η ελευθερία.

Μήτε φωνές, μήτε περιττοί συμβολισμοί, η ιστορία του Τζόνι αρκεί από μόνη της. Ο Απαραϊν ξέρει πως χρειάζονται λόγια απλά και σταράτα όταν πρόκειται να μιλήσεις για ζητήματα όπως η ανθρώπινη ελευθερία, αν ο αναγνώστης νιώσει ταύτιση με τον ήρωα, τότε έχεις πετύχει πολλά. Ίσως να το έμαθε ζώντας στην Ουρουγουάη την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη χώρα του, περιπλανώμενος στις επαρχίες με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, μαζεύοντας υλικό για τα βιβλία του. Αντίθετα με άλλους συγγραφείς, που εγκατέλειψαν τη ζοφερή πραγματικότητα αναζητώντας καταφύγιο στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να απολέσουν την επαφή, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα γραπτά τους.

Η αγάπη του Τζόνι για τα μπλουζ αποτυπώνει με ακρίβεια την ανάγκη του ανθρώπου για εξωστρέφια και επικοινωνία με την παγκόσμια κληρονομιά, συνθέτοντας το αντίθετο άκρο του σκοταδισμού και της ανύψωσης συνόρων αδιαπέραστων όπως οι απολυταρχίες πρεσβεύουν. Η διαφορετικότητα στο γούστο, συνιστώσα βασική και απαραίτητη της ανθρώπινης ελευθερίας, δεν αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα ακόμα και στις πλέον προοδευτικές κοινωνίες, παρά την τάση αρκετών να εθελοτυφλούν και να μη διακρίνουν τα σημάδια οπισθοδρομικότητας και εκφασισμού. Κείμενα όπως η Μπαλάντα του Τζόνι Σόσα έχουν την απευκταία ιδιότητα να διατηρούν ακέραιο τον επίκαιρο χαρακτήρα τους, όσα χρόνια και αν περάσουν.





Μετάφραση Χαράλαμπος Δήμου
Εκδόσεις Opera


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Βαράμο - Σέσαρ Άιρα






Αργά ή γρήγορα, κάθε βιβλιοφιλική συζήτηση καταλήγει στη Λατινική Αμερική, έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ. Πρότεινα το Παρελθόν του Άλαν Πάουλς, αντιπρότεινε το Βαράμο του Σέσαρ Άιρα, το σημείωσα για να το αναζητήσω, λίγες εβδομάδες αργότερα έπεσα πάνω του.


" Μια μέρα του 1923, στην πόλη της Κολόν (Παναμάς), ένας γραφέας τρίτης τάξεως έβγαινε από το υπουργείο όπου επιτελούσε τα καθήκοντά του, μετά το τέλος του ωραρίου του, και αφού προηγουμένως είχε περάσει από το Ταμείο για να εισπράξει το μισθό του, καθώς ήταν η τελευταία εργάσιμη μέρα του μηνός. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα σε εκείνη τη στιγμή και στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, περίπου δέκα ή δώδεκα ώρες αργότερα, έγραψε ένα μεγάλο ποίημα, ολοκληρωμένο από την απόφαση να το γράψει μέχρι την τελεία του τέλους, ύστερα από την οποία δεν επρόκειτο να κάνει ούτε προσθήκες ούτε τροποποιήσεις."

Ο δημόσιος υπάλληλος Βαράμο, συνειδητοποιεί πως τα δύο χαρτονομίσματα της αμοιβής του είναι πλαστά, η δίνη τίθεται σε περιστροφή, αναζητά λύσεις για το πρόβλημά του, διαπραγματεύεται τα αισθήματα ενοχής, περιπλανιέται στους δρόμους της πολιτείας.

Από τις πρώτες γραμμές, ο καλός αναγνώστης διακρίνεται πίσω από τον συγγραφέα, ένα χωνευτήρι επιρροών, ο Μπόρχες και ο Κάφκα παρόντες, η πλαστότητα, με αφορμή τα χαρτονομίσματα, ο τρόπος αφήγησης που φέρνει στο νου τον Λεοπόλδο Μπλουμ. Ακροβασία ανάμεσα στο αριστούργημα και τη φάρσα. Η τεχνική συχνά, αν όχι πάντα, υπερισχύει της ψυχής. Ορισμένα κομμάτια με άφησαν πραγματικά μαγεμένο, με ένα αίσθημα γνώριμο που μόνο η επαφή με σπουδαία έργα προκαλεί, όμως η τελειότητα τείνει, ορισμένες φορές, να δημιουργεί μία απόσταση, πρόσωπο δίχως ρυτίδα καμιά, αψεγάδιαστο αλλά όχι πραγματικά ποθητό, μπιμπελό διακοσμητικό. Η λάμψη όμως μαγνητίζει, όπως το έντονο φως τα νυχτερινά έντομα, μια ανάγνωση περισσότερο εγκεφαλική παρά συναισθηματική,


Κοινά χαρακτηριστικά παρουσιάζει και η δεύτερη νουβέλα της συγκεκριμένης έκδοσης, με τίτλο, Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου.

" Λίγοι ταξιδευτές ζωγράφοι πραγματικά καλοί έχουν υπάρξει στη Δύση. Ο καλύτερος από όσους γνωρίζουμε, και για τους οποίους διαθέτουμε άφθονα ντοκουμέντα, ήταν ο μέγας Ρουγκέντας, ο οποίος βρέθηκε δύο φορές στην Αργεντινή: η δεύτερη, του 1847, του έδωσε την ευκαιρία να καταγράψει τα τοπία και τα πρόσωπα του Ρίο ντε λα Πλάτα."



Παρόμοια διάθεση για "παραχάραξη" της Ιστορίας, αναγνωστική γεύση που θυμίζει εκείνη της Ιδιωτικής Πινακοθήκης του Περέκ. Ο Ρουγκέντας περιδιαβαίνει την Αργεντινή, παρέα με τον νεαρό Κράουζε,  αποτυπώνει στον καμβά τις εικόνες και την ιστορία, τη σύγκρουση των Ισπανών αποίκων και των γηγενών, επιχειρεί να απεικονίσει την πραγματικότητα, να στήσει μια γέφυρα πάνω από τον Ατλαντικό. Η ζωγραφική δεσπόζει, νατουραλισμός και φυσικό τοπίο, λαογραφία. Το πινέλο του Ρουγκέντας επηρεάζεται από την επαφή με τους ανθρώπους, τα καιρικά φαινόμενα, την προσωπική διάθεση, αποτύπωση υποκειμενική, φιλτραρισμένη μέσα από τη ματιά του ξένου.

Ο Άιρα είναι δημιουργός με τη βιβλική έννοια του όρου, επιχειρεί να πλάσει ένα κορμί τέλειο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν της υψηλής λογοτεχνίας, αυστηρός στο γούστο και στις προδιαγραφές, επιχειρεί απανωτές δοκιμές - εντυπωσιακά πολυγραφότατος συγγραφέας - προσδοκώντας, πως αργά ή γρήγορα κάποιο δημιούργημά του θα του χαρίσει το αίσθημα της πληρότητας και τότε εκείνος, σε αντάλλαγμα, θα του εμφυσήσει την Ψυχή.      

   


Μετάφραση Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Καστανιώτη


Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Μαπούτσε - Caryl Ferey







[Ι] Μαπού, σημαίνει γη. Τσε, σημαίνει άνθρωποι. Μαπούτσε, οι άνθρωποι της γης. Ο Κολόμβος βιάστηκε να τους βαφτίσει Ινδιάνους, όνομα που σε εκείνους τίποτα δε σημαίνει, οι Ευρωπαίοι που ακολούθησαν ελάχιστα ασχολήθηκαν, επιδόθηκαν σε σφαγές και διωγμούς, συχνά στο όνομα του χριστιανισμού, οικειοποιήθηκαν εκτάσεις που δεν τους ανήκαν. Όσοι Μαπούτσε επέζησαν βρήκαν καταφύγιο σε δύσβατες περιοχές των Άνδεων.

[ΙΙ] Διαδικασία αποκαλούσαν οι καθεστωτικοί τη στρατιωτική δικτατορία. Βασανιστήρια, λογοκρισία, εκτελέσεις. Απαγωγές, δίχως ίχνη και στοιχεία, οι οικογένειες των εξαφανισμένων επέμεναν να ρωτούν, τραγικές φιγούρες έξω από τα αστυνομικά τμήματα. Οργάνωση, οι Μητέρες και οι Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη, με σήμα κατατεθέν το μαντήλι στα μαλλιά, επέστρεφαν στην πλατεία διαρκώς, παρά τα χτυπήματα και την καταστολή. Ακόμα και σήμερα, αγωνίζονται για να λάμψει η αλήθεια.

[ΙΙΙ] Η Χρεοκοπία, επακόλουθο της κρίσης, ενέτεινε τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Περισσότερο από δέκα χρόνια μετά, οι συνέπειες είναι ακόμα ορατές.

Τρεις περίοδοι που διαμόρφωσαν την ιστορία της Αργεντινής, τρεις χρονικοί άξονες γύρω από τους οποίους υφαίνει ο συγγραφέας την πλοκή του μυθιστορήματός του.

 Όταν η θάλασσα ξεβράζει το πτώμα μιας τραβεστί στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες, η αστυνομία βιάζεται να χαρακτηρίσει το έγκλημα σεξουαλικό και να κλείσει το φάκελο. Η επιμονή της Ζανά και η σύνδεση της σκληρής δολοφονίας με την εξαφάνιση μίας νεαρής φωτογράφου θα εμπλέξουν στην υπόθεση τον Ρουμπέν. Η Ζανά είναι Μαπούτσε, έχει εγκαταλείψει τον τόπο της για να κατεβεί στο Μπουένος Άιρες και να σπουδάσει γλυπτική. Ο Ρουμπέν είναι από τους τυχερούς, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες των λαθραίων φυλακών, τα τελευταία χρόνια δουλεύει ως ιδιωτικός ερευνητής για τις Μητέρες της Πλατείας του Μάη. Παρά τις διαφορές τους, το παρελθόν τους βαραίνει εξίσου.

Ο Φερέ, παρότι Γάλλος, καταφέρνει να αποδώσει πειστικά, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του Μπουένος Άιρες. Το λιμάνι, οι κεντρικοί λεωφόροι, ο ευρωπαϊκός αέρας, οι παραγκουπόλεις, το ποδόσφαιρο, το τάνγκο. Ο διάχυτος ερωτισμός μιας πόλης που, παρά τις πληγές της, δεν κοιμάται ποτέ. Με ρυθμό καταιγιστικό και διαδοχικές ανατροπές, όπως κάθε άξιο τέκνο της αστυνομικής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα υπόσχεται μία αχόρταγη ανάγνωση. Σκληρό, όπως η πραγματικότητα και η Ιστορία, κόμπος στο λαιμό και σφίξιμο στο στομάχι, η αποστροφή του βλέμματος ανακουφίζει προσωρινά, δεν αφήνει όμως την πληγή να κλείσει. Επιφάνεια τραχιά, ένας καμβάς αφιλόξενος.

Ισορροπία θαυμαστή ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία. Κείμενο πολιτικό, ο συγγραφέας παίρνει θέση ξεκάθαρη υπέρ της αποκάλυψης της αλήθειας. Εμμονή που γονιμοποιεί τη φαντασία και οξύνει την περιέργεια. Της συγγραφής έχει προηγηθεί ενδελεχής έρευνα, ο Φερέ διαχειρίζεται με άνεση το υλικό του, προσδίδοντας τεράστιο ενδιαφέρον στην ιστορία του. Η γραφή του αφήνει μια γεύση παρόμοια με εκείνη του Τάιμπο, απόρροια της πολιτικής και ιστορικής διάστασης του κειμένου.

Το soundtrack του μυθιστορήματος αποτελείται από κομμάτια post rock, είναι η μουσική που περισσότερο ακούγεται, με τις επαναλαμβανόμενες μελωδίες, τα ηχητικά τοπία, τα ελάχιστα λόγια. Ιδιαίτερη αγάπη του Ρουμπέν για τους Godspeed you black emperor, Ez3kiel και Hint. Μουσική υπόκρουση για μακρινές διαδρομές με το αυτοκίνητο, νύχτες έρευνας, στιγμές χαλάρωσης.

υ.γ. Ένα από τα καλύτερα αστυνομικά που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Ορατός ο κίνδυνος να ξαγρυπνήσετε εξαιτίας του, σας προειδοποίησα!



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)



Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις Άγρα



Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ο Κυνηγός - Χούλιο Κορτάσαρ







Η τυχαιότητα των σπουδαίων ευρημάτων. Η έκπληξη, στριμωγμένη σε ένα απλωμένο σεντόνι, η ελάχιστη στιγμή που απαιτείται για να διασταλεί η κόρη· χαμόγελο. Η ικανοποίηση για το εύρημα δίνει τη θέση της στην προσμονή της επικείμενης ανάγνωσης, "Κορτάσαρ ξανά", συλλογίζομαι και γουστάρω. Διαβάζοντας το Κουτσό, τέσσερα χρόνια πριν, καταστάλαξε μέσα μου η απόφαση για τη δημιουργία του ιστολογίου αυτού. Ιδανικά, σε εκείνο θα ήταν αφιερωμένη η πρώτη ανάρτηση, το αναγνωστικό δέος όμως, υπερίσχυσε του ενθουσιασμού.

Νουβέλα αφιερωμένη στη μνήμη του Τσάρλι Πάρκερ. Ο Κορτάσαρ, εμπνέεται από τη σύντομη μα ταραχώδη ζωή του μουσικού που άλλαξε την ιστορία της τζαζ και επιλέγει για τον ίδιο το ρόλο του κριτικού, βιογράφου και φίλου του, Τζώνυ Κάρτερ/ Τσάρλι Πάρκερ. Χρονικά, η νουβέλα αναφέρεται στην τρίτη και τελευταία επίσκεψη του Πάρκερ στο Παρίσι, σε μια αναλαμπή δημιουργικότητας και σωματικής ευεξίας, μια τελευταία ήσυχη περίοδος πριν τον πρόωρο χαμό του. Το λεπτό όριο ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και την τρέλα, οι δαίμονες που επιμένουν να επιστρέφουν και να αναταράζουν το μυαλό και την ψυχή, ο χρόνος που διαστέλλεται και συστέλλεται, ανάμεσα σε δύο νότες ή δύο σταθμούς το μετρό. Άνθρωποι δύσκολοι μα γοητευτικοί, έλκουν δια της απώθησης και δια της έλξης απωθούν, μύθοι στη ματιά του παρατηρητή, μονάχοι και εύθραυστοι στα παρασκήνια.

Κάθε γραμμή του κειμένου μυρίζει Παρίσι, παντού ακούγεται τζαζ. Ο Αργεντινός, που έζησε χρόνια στη Γαλλία, διαθέτει ματιά καθάρια, η γραφή του αποπνέει κάτι το κοσμοπολίτικο, αποτυπώνει την αίσθηση μιας εποχής ευδιάκριτα, δίχως κόπο. Δε στοχεύει στη νοσταλγία, δεν τη χρειάζεται για να κρύψει πίσω της αδυναμίες, γι' αυτό ακριβώς αβίαστα την προκαλεί. Όμως, ο Κυνηγός, δεν είναι απλώς μία νουβέλα βιογραφική. Ο Κορτάσαρ στο ρόλο του κριτικού-βιογράφου έχει την ευκαιρία να προσεγγίσει την ιδιαίτερη - και αναγκαία - σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και την κριτική, να αναρωτηθεί πώς γίνεται να αποτυπωθεί σε λέξεις η αίσθηση της μουσικής. Αλλά και ως βιογράφος-φίλος του Πάρκερ να επιλέξει ανάμεσα στη σκληρή - και συχνά πεζή - ειλικρίνεια της πραγματικότητας και το μύθο, υποχρέωση ηθική απέναντι στο βιογραφούμενο αλλά και τον αναγνώστη, το όριο ανάμεσα στην αλήθεια και το κουτσομπολιό.

Ανάγνωση αχόρταγη, οι λέξεις αιωρούμενες σε απόσταση από το χαρτί, το Παρίσι να στέκει πότε σκοτεινό και πότε υποφωτισμένο, η τρομπέτα να δίνει το ρυθμό. Κοιτάζω την ασπρόμαυρη ολοσέλιδη φωτογραφία του. Έχει αυτό το σοβαρό, καθάριο, ψυχρό βλέμμα, γεμάτο σιγουριά, θαρρείς και η συνείδησή του δεν τον αφήνει παρά να μειδιά. Επαφή που μεταδίδει την ανάγκη για δημιουργία. 


Κάποτε - δε μπορεί - θα διαβάσω το Κουτσό στο πρωτότυπο.







Μετάφραση Μάγια Μαρία Ρούσσου
Εκδόσεις Απόπειρα

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Σημειώσεις


Οι καλές σημειώσεις - για εμάς τους παράξενους που δεν υπογραμμίζουμε τα βιβλία - είναι, συχνά, εξίσου σημαντικές με την ίδια την ανάγνωση. Όσο περνά ο καιρός, επιδιώκω να είμαι πιο επιμελής, κάποτε, βλέπετε, κρατούσα σημειώσεις με έναν τρόπο άναρχο και χαοτικό, χαρτάκια εδώ, χαρτάκια εκεί, ανάμεσα στις σελίδες, σε συρτάρια, post it με κόλλα στεγνή, τετράδια που ύστερα άλλαζαν χρησιμότητα, τίτλοι βιβλίων ανάμεσα σε οικονομικές συναρτήσεις και λογιστικές καταχωρήσεις. Το ιστολόγιο, πιστεύω πως αποτελεί την εξέλιξη των σημειώσεων, την αποκωδικοποίησή τους βασικά, τη μετατροπή των συμβόλων σε λέξεις ευδιάκριτες, τη σύνθεση προτάσεων, που ύστερα από το πέρασμα της λήθης, θα είναι ικανές να επανασυνθέσουν ένα μέρος της ανάμνησης, της αναγνωστικής εμπειρίας.

Δεν είναι όλα τα βιβλία ευπρόσδεκτα σημειώσεων, όπως για παράδειγμα εκείνα που σε κρατάνε όμηρο στις σελίδες τους, μια σελίδα ακόμα, σκέφτεσαι, και ύστερα πάλι, μέχρι την τελευταία. Τότε απομένεις αμήχανος μπροστά στη λευκή σελίδα, το σημειωματάριο προσμένει μια κατάθεση μνήμης, επιθυμείς να φυλακίσεις την αίσθηση, ψάχνεις μάταια το καλούπι για το πασπαρτού κλειδί. Παλεύεις με όρους φιλολογικούς, σκέφτεσαι τη δομή και τους χαρακτήρες, νιώθεις χαζός, η υπόθεση δεν αρκεί, μόνη της δε λέει τίποτα, ακόμα και το τέλος της ιστορίας μοιάζει αδιάφορο μπροστά σε εκείνο το ανομολόγητο. Ξεφυλλίζεις πάλι τις σελίδες, σταματάς τυχαία σε κάποιο απόσπασμα, χαϊδεύεις τη ράχη, αναζητάς τυπογραφικές λεπτομέρειες. Αν είσαι τυχερός θα φανεί η Λέξη εκείνη που θα σύρει ξωπίσω της και τις υπόλοιπες, το λευκό θα λερωθεί και η αίσθηση ίσως διασωθεί τελικώς.

Είναι όμως και τα άλλα βιβλία, εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις εξαπατημένος από τον δημιουργό, λίβελοι και κατηγορίες φτερουγίζουν, μίσος αποπνέει η κάθε σου λέξη. Για εκείνα δεν κρατάω πια σημειώσεις, δε γράφω αναρτήσεις, τα ευχαριστώ για την ενδυνάμωση του αναγνωστικού μου κριτηρίου και προχωρώ, η λίστα με τα προσεχώς με περιμένει, δεν υπάρχει χρόνος για τα ποταπά.

Ανάμεσα στις σημειώσεις τρυπώνουν λόγια προσωπικά, σκέψεις ενδόμυχες που η ανάγνωση ανέσυρε από άγνωστα βάθη, κρυμμένες ακόμα και στην πλέον αδιάφορη φράση, μικρές αποκαλύψεις δίχως πρότερη αναγγελία. Η ανάγνωση, όσο και αν γράφουμε ή αν συζητάμε σχετικά, θα παραμένει πράξη εξόχως προσωπική και εσωτερική, διαφορετική για τον καθένα και αδιαμφισβήτητα υποκειμενική στα γούστα και τις προτιμήσεις.

Στο λιβάδι των σημειώσεων συναντούν έδαφος πρόσφορο τα νήματα, εκεί ανθίζουν και δίνουν καρπούς που καταπολεμούν τη νόσο της τυχαιότητας και το μύθο της παρθένου που έμεινε έγκυος, συνδέουν τον αναγνώστη με το μεγάλο ποτάμι της έκφρασης μέσα από αμέτρητα ρυάκια. Στην αρχή δειλά, ύστερα με περισσότερη εμπιστοσύνη, χτίζονται συγγένειες, οριοθετούνται οι εποχές, οι επιρροές και η εξέλιξη, κάπως έτσι ο βηματισμός αποκτά ρυθμό.



Ο Χρόνος που Συστέλλεται και Διαστέλλεται






















Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Η βασιλεία των κατσαρίδων - Γιώργος Κάτος








Με ακρίβεια ρολογιού, η σπιτονοικοκυρά, κάθε πρωί, την ίδια ώρα, καλεί τη φιλενάδα της για καφέ και κουτσομπολιό, "βάζω μπρίκι στη φωτιά" φωνάζει και ο Αντώνης ξέρει πως είναι ώρα να ξυπνήσει, μια καινούρια μέρα ξεκινά. Μέρα, που σε τίποτα δε θα διαφέρει, μήτε από τη χτεσινή, μήτε και από την αυριανή, έτσι τουλάχιστον ελπίζει. Σπίτι, δουλειά και πάλι πίσω. Ο Αντώνης είναι μαθημένος να νιώθει ασφάλεια στην ρουτίνα του. Έχει λογιστικό γραφείο, πελάτες του οι μικρέμποροι της παλιάς αγοράς, παλεύει να τους βοηθήσει να επιβιώσουν τουλάχιστον από τον έφορο, άλλο από νούμερα δεν ξέρει, καθένας στο μετερίζι του. Κοιτά τη δουλειά του και δεν ανακατεύεται σε συζητήσεις για την πολιτική, μένει μακριά από τις κακοτοπιές, είναι άλλωστε περίεργοι οι καιροί.

Οι πρώτες σελίδες προδιαθέτουν για μια ιστορία νοσταλγική, με κάποια στοιχεία νεορεαλισμού, τόπος κοινός μεγάλου μέρους της ελληνικής λογοτεχνίας, η αναφορά στην επταετία δε χαίρει καμίας πρωτοτυπίας, εξαιτίας κυρίως του αφηγηματικού τρόπου προσέγγισης. Η περιγραφή του δωματίου, η κοινή τουαλέτα, η κουτσομπόλα σπιτονοικοκυρά, η παλιά αγορά, τα μικρομάγαζα, ο καθημερινός μόχθος για το μεροκάματο, η Θεσσαλονίκη, πόλη εξόχως νοσταλγική. Η γλώσσα του Κάτου με την ποιητικότητα που τη διακρίνει ενισχύει το αίσθημα αυτό. Και όμως, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Αντώνης τη ζωή σε βάζει σε υποψίες, κάτι άλλο ετοιμάζει ο συγγραφέας εδώ, σκέφτεσαι.

Λίγες σελίδες αργότερα, η υποψία σου επιβεβαιώνεται, η αρχική χαλάρωση αποτελεί προμελετημένο σχέδιο από μεριάς δημιουργού. Σκιαγραφεί το σκηνικό και περιγράφει τις συνθήκες, συστήνει τη Θεσσαλονίκη του τότε στον αναγνώστη, ήρεμα και απλά, δίχως να ξεχνά την ομορφιά, όπως ο αφηγητής στο Dogville. Ξαφνικά, όλα αλλάζουν. Ο φόβος καραδοκεί και εκμεταλλεύεται την πρώτη υποψία χαραμάδας, βγάζει ρίζες, θεριεύει. Η καθημερινότητα μετατρέπεται σε κόλαση, άπαντες ύποπτοι, συνωμοσίες δίχως τελειωμό. Η ποιητική νοσταλγία παραμερίζει, η υπαρξιακή αγωνία έρχεται στο προσκήνιο, μια ατμόσφαιρα εφιαλτική, καφκική. Ο Κάτος πετυχαίνει να εφησυχάσει τον αναγνώστη, τον αφήνει να χαλαρώσει και να κάτσει βολικά στη θέση του, ύστερα, αργά και σταθερά, κλιμακώνει την ένταση, μαεστρικά. Δούρειος ίππος. Αντίστοιχη τακτική είχε ακολουθήσει και στην Αγία Αλητεία, που αποτέλεσε το βιβλίο γνωριμίας με τον ιδιαίτερο αυτό συγγραφέα, πρόταση του Β.

Η περίοδος της δικτατορίας ως λογοτεχνικό θέμα με απωθεί, βαρετές επαναλήψεις ηρωισμού και ανδρείας, υπάρχουν όμως μερικές λαμπρές εξαιρέσεις - όπως αυτή -, δημιουργοί που αφήνουν κατά μέρος το προφανές και ενσωματώνουν στη διήγησή τους την ιστορική μνήμη υπερβαίνοντας το χρόνο και τον τόπο και καθιστώντας έτσι την ιστορία τους οικουμενική και διαρκώς επίκαιρη. Και γράφοντας αυτά, μου ήρθε αναπόφευκτα στο νου ο Λοιμός του Φραγκιά.



υ.γ Είναι αρκετοί εκείνοι που φτάνουν ως αυτό το ιστολόγιο πληκτρολογώντας το όνομα του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Λεπτομέρειες από την ενασχόληση με τη στατιστική και την επισκεψιμότητα, ικανές να ανανεώνουν την, συνεχώς δεχόμενη επιθέσεις, αισιοδοξία.



Εκδόσεις Καστανιώτη


     




   



  

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Ο χορός των εφτά πέπλων - Tom Robbins







Χρόνια μετά την τελευταία φορά, η λαχτάρα συνοδευόταν αναγκαστικά από μια επιφύλαξη, όπως όταν πρόκειται να συναντήσεις τον κολλητό της παιδικής σου ηλικίας ξανά, και αναλογίζεσαι μήπως η επαφή δεν προκαλέσει την αλλοτινή σπίθα, η εικόνα δύο ξένων που απομένουν σιωπηλοί αναπόφευκτα σε στοιχειώνει. Λίγες μόνο γραμμές στάθηκαν αρκετές για να απομακρύνουν την αμφιβολία, καθώς ο κόσμος του Ρόμπινς άρχισε να απλώνεται εμπρός μου, όπως κάποτε.

Η Έλεν Τσέρι και ο Μπούμερ ξεκινούν για τη Νέα Υόρκη μία βδομάδα μετά το γάμο τους. Το αυτοκίνητο-γαλοπούλα ελκύει τα βλέμματα στο διάβα του, καθώς το νιόπαντρο ζευγάρι αφήνει πίσω του τις πολιτείες μία μία, πραγματοποιώντας τις απαραίτητες στάσεις για ανεφοδιασμό, έρωτα και καυγάδες. Σε μια σπηλιά θα βρουν καταφύγιο, ένας θόρυβος όμως θα τους τρομάξει, τρέπονται σε φυγή· εξαιτίας της βιασύνης, θα αφήσουν πίσω τους μία βρώμικη κάλτσα, ένα κουτάλι και μια κονσέρβα φασόλια. Ευτυχώς για εκείνα, οι εραστές με τα παιχνίδια τους θα ξυπνήσουν το Βαμμένο Ραβδί και την Πορφύρα. Κυνηγημένοι ιερείς της Θεάς Αστάρτης, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Φοινίκη μετά την επικράτηση της λατρείας του Χριστού, έκρυψαν τα ιερά αντικείμενα σε εκείνη τη σπηλιά, αιώνες πριν, για να τα προστατέψουν από το μένος των διωκτών τους. Η αναφορά στο όνομα της βασίλισσας Ιεζάβελ οδηγεί την Έλεν Τσέρι σε οργασμό και παράλληλα πείθει το Βαμμένο Ραβδί και την Πορφύρα πως έφτασε η στιγμή να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ, πόλη στην οποία, σύμφωνα με τη παράδοση, μόλις ολοκληρωθεί το χτίσιμο του τρίτου ναού του Σολομώντα θα λάβει χώρα η δευτέρα παρουσία. Τελικά, όλες οι ψευδαισθήσεις θα διαλυθούν μόλις πέσει και το έβδομο πέπλο.

Έχω επίγνωση πως η παραπάνω περίληψη μάλλον μπερδεύει παρά εξηγεί, αλλά δε νομίζω πως υπάρχει άλλος τρόπος να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση ενός βιβλίου του Ρόμπινς. Παραμυθάς με φαντασία οργιαστική, επιτίθεται μετωπικά στο σύνολο των αισθήσεων του αναγνώστη, που στέκει μαγεμένος (σχόλιο καθαρά υποκειμενικό) και διαβάζει με βουλιμία όσα το κεφάλι του δημιουργού γεννά. Και όμως η βάση του κάθε μυθιστορήματος είναι αμιγώς ρεαλιστική, ο τρόπος αφήγησης είναι εκείνος που τα καθιστά ξεχωριστά. Ο Ρόμπινς επιχειρεί να συνδυάσει την αφύπνιση των αισθήσεων με την κατάρριψη δοξασιών. Η γνώση αποτελεί στόχο ξεκάθαρο, ο μύθος είναι το γαρνίρισμα για τη ψυχή. Όπως κάθε σπουδαίος παραμυθάς γνωρίζει πως το επιμύθιο είναι εκείνο που κάνει σημαντική μια ιστορία.

Στο Χορό των Εφτά Πέπλων διακρίνονται αρκετά από τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα στο σύνολο των μυθιστορημάτων του, όπως για παράδειγμα η μανία των ανά των κόσμων θρησκειών να υποτάξουν τη διονυσιακή πλευρά του ανθρώπου και να ενοχοποιήσουν τον έρωτα.  Μια ιδιαίτερη πνευματικότητα διέπει την ιστορία, παλιοί θεοί, των παθών και της γης, ανασύρονται από τη λήθη και η θέση τους στο πάνθεον αποκαθίσταται, η θεά Αστάρτη εμφανίζεται για να μας θυμίσει πως ο αρσενικός θεός αποτελεί ύστερη επινόηση. Ο Ρόμπινς δε θα μπορούσε να μη σατιρίσει τη μοντέρνα τέχνη με την τάση της να αποθεώνει το μέτριο αρκεί να έχει την ικανότητα να δημιουργεί τζίρο και θόρυβο.  

Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την Ιερουσαλήμ. " Ιερουσαλήμ. Τζερού Σαλαάμ. Πόλη της Ειρήνης. Το μόνο χιουμοριστικό στοιχείο είναι το όνομά της." Εδώ και αιώνες αποτελεί πεδίο μάχης, αιματηροί πόλεμοι και συγκρούσεις που φτάνουν ως τις μέρες μας. Αίνιγμα για δυνατούς λύτες, ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, αποκλείει όμως από την εξίσωση, αφού πρώτα τους ξεμπροστιάσει, τους φανατικούς, τόσο από τη μία, όσο και από την άλλη πλευρά. Μια ψύχραιμη προσέγγιση, όσο ειρωνικός και αν φαντάζει ο χαρακτηρισμός αυτός.

Τη φαντασία του Ρόμπινς πυροδοτεί η διαρκής χρήση της παρομοίωσης, νέοι κόμποι από τους οποίους ξεπηδούν κλαδιά, μεγαλύτερα και μικρότερα, υπεύθυνα για την πλούσια και πυκνή φυλλωσιά του δέντρου και την ακατάπαυστη δημιουργία εικόνων. Είναι αναμενόμενο, στο συγγραφικό σύμπαν ενός δημιουργού τόσο ιδιαίτερου, να συναντούνται επαναλήψεις και εμμονές, όμως, προσωπικά, αυτό το στοιχείο δε με κουράζει μα αντίθετα μου προξενεί ένα υπέροχο αίσθημα οικειότητας.  
  

Μοναδικό συναίσθημα η επιστροφή, τώρα ξέρω πως δεν έχει άλλο και αυτό λίγο με στεναχωρεί.  


υ.γ Για την απόφαση με την κωδική ονομασία "Τομ Ρόμπινς, ξανά" υπεύθυνος είναι ο Κούρτ Βόννεγκατ, περισσότερες λεπτομέρειες θα βρείτε εδώ.



Μετάφραση Γιώργος Μπαρουξης
Εκδόσεις Αίολος