Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Μια φιλία - Silvia Avallone

Γύρευα ένα πολυσέλιδο καταφύγιο από την άρρωστη πραγματικότητα. Πέρασα κάποια ώρα ξεφυλλίζοντας τα υποψήφια βιβλία, η επιλογή έπρεπε να είναι η κατάλληλη, ελάχιστο περιθώριο υπήρχε για λάθη. Στο μυθιστόρημα της Αβαλόνε στάθηκα λίγο παραπάνω· μάλιστα, ξεκίνησα να το διαβάζω χωρίς να έχω ολοκληρώσει επίσημα τις συνεντεύξεις –μετά από ώρες και με την αναπόφευκτη ενοχή, τακτοποίησα τα απορριφθέντα πίσω στο ράφι με τα προσεχώς. Πρώτα στάθηκα στο αόριστο άρθρο του τίτλου, στη συναισθηματική αντίστιξη που αυτό το μια γεννούσε δίπλα στη φιλία, αυτή η απόπειρα κατάλυσης της μοναδικότητάς της, της ρίψης της από τον θρόνο απ' όπου βασίλευε κάποτε, παλιά. Ύστερα ήταν η πρώτη λέξη: Μπολόνια· παρότι εγώ ακόμα επιμένω να τη γράφω με ωμέγα, άλλωστε, έτσι την έγραψα πρώτη φορά στην αίτηση, έτσι βρέθηκα εκεί, πάνε πολλά χρόνια, συγχωρέστε με.

Το Μια φιλία είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της τριαντατριάχρονης Ελίζα. Ζει στη Μπολώνια, παλεύει με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που δίνει το πανεπιστήμιο και τον ρόλο του εξ ημισείας γονέα. Είναι 18 Δεκεμβρίου 2019, 2 η ώρα τη νύχτα, όταν αποφασίζει να επιστρέψει στην ημερολογιακή καταγραφή της ζωής της, συνήθεια που είχε από μικρή μα εγκατέλειψε όταν έπαψαν να είναι φίλες με τη Μπεατρίτσε. Γιατί με την Μπεατρίτσε υπήρξαν κάποτε φίλες, κολλητές. Σε εκείνη και μόνο απευθύνονται οι γραμμές αυτές, στη Μπεατρίτσε, που από μικρή ξεχώριζε, που κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο, να γίνει πολυπόθητη ινφλουένσερ για κάθε διαφημιστή και κέντρο προσοχής για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, με κάθε ψηφιακή της παρουσία να γεννά ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Χωρίς την Ελίζα, όλα αυτά.

Η Αβαλόνε στήνει έξυπνα τον μηχανισμό που κινεί την αφήγηση. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση στη Μπεατρίτσε δικαιολογεί όλα τα κενά, οι δυο τους, άλλωστε, τα γνωρίζουν όλα. Με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν, η Ελίζα επανασυνθέτει την ιστορία των δυο τους, σε μια απόπειρα να καταλάβει, να δικαιολογήσει, να υπερασπιστεί, να κατηγορήσει,  να θυμηθεί όλα όσα έλαβαν χώρα πριν από το εκκωφαντικής σιωπής κενό που μεσολάβησε όταν έπαψαν πια να είναι φίλες. Τα ερωτήματα που αναπόφευκτα γεννούνται στον αναγνώστη απαντώνται στην εξέλιξη της αφήγησης, όταν το παζλ υποδέχεται τα τελευταία κομμάτια του, ακόμα και το κυρίως ζητούμενο: τι είναι αυτό που πυροδότησε την ανάγκη της Ελίζα να επανέλθει στην ημερολογιακή καταγραφή της ζωής της;

Η συγγραφέας πετυχαίνει να προσδώσει το απαραίτητο συναισθηματικό φορτίο στην αφήγηση της Ελίζα. Αυτό το φορτίο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ολόκληρου του μυθιστορήματος, αυτό δικαιολογεί τον όγκο και το περιεχόμενο, την ανάγκη, εν τέλει, η ιστορία αυτή να ειπωθεί. Μια φωνή γεμάτη ειλικρινή πόνο για όσα πέρασαν και χάθηκαν, για τις δυνατότητες ευτυχίας που ξέφτισαν, για τις εναλλακτικές πραγματικότητες που πολιορκούν τον αγώνα για το σήμερα, για τον χρόνο που όλο τρέχει. Ωστόσο, η πειστικότητα της φωνής επιβάλλει και σε συναισθήματα πιο δεύτερα, λιγότερο ή καθόλου εκλεπτυσμένα, να μπλεχτούν στα κλαδιά της αφήγησης, συναισθήματα όπως ο φθόνος και η πίκρα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν· το εγώ που γλύφει το τραύμα του, που αποδέχτηκε πως πόνεσε, που χρειάστηκε να βρει ψήγματα πίστης στον εαυτό, αν είναι να λέμε αλήθειες δηλαδή. Η Αβαλόνε ρίχνει αρκετή δόση πραγματικής ζωής στο καζάνι της ιδεατής εφηβικής φιλίας και καταφέρνει να φωτίσει επαρκώς μια σκοτεινή γωνιά της ενήλικης ζωής, την ανάγκη για μια εφηβικής έντασης φιλία.

Και αν ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης που βίωσα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της, σχεδόν συνομήλικής μου, Αβαλόνε είχε να κάνει με τον τόπο, τη Μπολώνια δηλαδή, την πόλη εκείνη που ακόμα και ξεβράκωτος με ροζ μαλλί να κυκλοφορήσεις μέρα μεσημέρι ελάχιστοι θα στρέψουν το κεφάλι, την «κόκκινη» Μπολώνια με τις πλατείες της και το παρελθόν που τη βαραίνει,  με τους φοιτητές και τους πύργους της, ετούτο από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό. Η οξυδερκής αποτύπωση του τόπου είναι ωστόσο μια βασική συνισταμένη της συγχρονίας, που αποτελεί ένα βασικό προσόν του μυθιστορήματος αυτού. Γεννημένη το '84, η Αβαλόνε έχει ζήσει τη μετάβαση στην ψηφιακή πραγματικότητα, τη ρομαντική αρχή και τη χαοτική εξέλιξη του διαδικτύου, το τέλος της αναλογικής εποχής. Και αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο μέσα από την επιτυχία της Μπεατρίτσε χάρη στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά αφήνει διακριτά σημάδια σε κάθε πτυχή της ζωής, επομένως και της αφήγησης.

Η λογοτεχνία είναι πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα αυτό. Η αγάπη γι' αυτή, η ανάγκη γι' αυτή, η επιστροφή πάντα σ' αυτή. Η ιταλική λογοτεχνία αλλά και η μεταφρασμένη, η παλιότερη αλλά και η νεότερη, η Έλσα Μοράντε αλλά και ο Φίλιπ Ροθ, και σίγουρα η Φεράντε, που έστρεψε και πάλι το βλέμμα προς την Ιταλία. Η σύγχρονη τάση στην αυτομυθοπλασία δεν θα μπορούσε να λείπει. Η Αβαλόνε κλείνει το μάτι στο autofiction, χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο την Ελίζα. Επιλέγει μεν μια παραδοσιακή φόρμα αφήγησης, εκείνη της ημερολογιακής καταχώρησης, αλλά ταυτόχρονα οπλίζει το άλτερ έγκο της με τη φιλοδοξία πως όλες αυτές οι λέξεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα. Ένα έξυπνο παιχνίδι ανάμεσα στο αληθινό και το μυθοπλαστικό, που καθρεφτίζει τον χώρο ανάμεσα στην ψηφιακή και αναλογική εκδοχή της ζωής, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, ανάμεσα στο ειπωμένο και το ανείπωτο, επιχειρώντας να διερευνήσει στο ερώτημα για το αν η ζωή αποκτά υπόσταση αποκλειστικά και μόνο μέσα από την αφήγηση, αν απαιτείται η παρουσία ενός τρίτου, ενός αυτόπτη μάρτυρα στο δωμάτιο της ύπαρξης ή αν αλλιώς όλα είναι μάταια και χαμένα.

Χορταστικό μυθιστόρημα που επιβάλλει υψηλό αναγνωστικό ρυθμό χωρίς αυτό να βαίνει εις βάρος των ποιοτικών χαρακτηριστικών του. Φιλόδοξο, χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, και καλογραμμένο. Το Μια φιλία υπήρξε το πολυσέλιδο καταφύγιο που είχα ανάγκη.

υγ. Μακάρι να συνεχιστεί και το '23 αυτό το σερί καλής ιταλικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε το '22 και για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Λούλα Καραγιαννάκη
Εκδόσεις Αίολος

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

σωματίδια - Ματίνα Αποστόλου

Τα σωματίδια, το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Ματίνας Αποστόλου (aka intellectual thighs), κυκλοφόρησαν σχεδόν μέσα στις γιορτές, στις καθυστερήσεις της χριστουγεννιάτικης εκδοτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα να μην μπουν παρά σε ελάχιστες λίστες αγαπημένων, επιλεγμένων ή ό,τι άλλων βιβλίων του '22. Η αναγγελία της έκδοσης, νωρίτερα μέσα στη χρονιά, είχε προκαλέσει αρκετές, όχι αποκλειστικά λογοτεχνικές, συζητήσεις στην κόψη του κουτσομπολιού, με ρητορικά ως επί το πλείστον ερωτήματα που περισσότερο είχαν να κάνουν με την ενδεχόμενη έξοδο από την ντουλάπα της ψευδώνυμης και άνευ προσώπου παρουσίας της στο ίνσταγκραμ, παρά με τις ενδεχόμενες ή μη αρετές της γραφής της. Και το βιβλίο, όπως είπα, κυκλοφόρησε σχετικά αργά για να προλάβει το έλκηθρο με τα δώρα, κατάφερε ωστόσο να σηκώσει ένα ενθουσιαστικό κύμα, όχι τόσο συζητήσεων όσο φωτογραφιών στην επικράτεια του ίνσταγκραμ, εκεί που η Μπούτια και Διανόηση διαθέτει έναν αξιοσέβαστο (δηλαδή τεράστιο για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς βιβλίου) αριθμό ακολούθων.

Δεν είναι εύκολο να διαφύγει των προκαταλήψεών του κανείς. Συχνά, δε, παραμένει αιχμάλωτός τους δια βίου. Δεν κρύβω πως είχα αρκετές επιφυλάξεις, οι οποίες στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην ευκολία που θεωρούσα πως θα είχε μια διαδικτυακή διασημότητα να βρει εκδοτικό οίκο για το πόνημά της. Υπάρχουν άλλωστε αρκετά παραδείγματα που δικαίωσαν αυτή την προκατάληψη, δυνατοί λογαριασμοί που συγγραφικά αποδείχτηκαν τουλάχιστον αδύναμοι. Είχα όμως και μια περιέργεια που ίσως να έχει τις ρίζες της στο ακαδημαϊκό παρελθόν μου στα οικονομικά, σε αυτή την ψευδοεπιστήμη υποθέσεων και μοντέλων, μια περιέργεια να δω αν αυτή η οδός έλευσης ενός βιβλίου θα μπορούσε να του εξασφαλίσει μια εμπορική επιτυχία ή θα ακολουθούσε την αποτυχημένη μοίρα αντίστοιχων πονημάτων που δεν κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν το δίκτυο ψηφιακής επιρροής που διέθεταν, παρά το σπαμάρισμα και τον βομβαρδισμό στον οποίο ανάλωσαν περισσότερο της συγγραφής χρόνο και κόπο· άλλωστε, κάθε τι, λένε οι Ισπανοί, υποχωρεί τελικά από το ίδιο του το βάρος. Τις προάλλες διάβασα πως επίκειται δεύτερη έκδοση, ενώ ήδη δειλά δειλά το βιβλίο κάνει την εμφάνισή του σε κάποιες λίστες με ευπώλητα. Είμαι σίγουρος πως όσο και αν ισχύει πως κάθε τι που λέγεται για ένα βιβλίο, θετικό ή αρνητικό, συμβάλλει στην καριέρα του εκεί έξω, η Αποστόλου ίσως να μην είναι ικανοποιημένη βλέποντας τις, ως τώρα λίγες, παρουσιάσεις του βιβλίου της να ξοδεύουν μεγαλύτερο εμβαδό στα παραφερνάλια παρά στο ίδιο το βιβλίο ως μορφή και ως περιεχόμενο.

Τα σωματίδια είναι ένα βιβλίο για το τραύμα, που με δυσκολία επουλώνεται, που μέχρι τότε ματώνει ξανά και ξανά, εκεί που δεν το περιμένεις πια, εκεί που μοιάζει να ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν, ένα βιβλίο για το τραύμα που συχνά επιφέρουμε εμείς στον ίδιο μας τον εαυτό, καταφεύγοντας στον αυτοτραυματισμό ως ένα υπόμνημα, για το κοινό τραύμα που μας δένει με άγνωστους ανθρώπους, ένα βιβλίο που άμεσα ή έμμεσα, αφήνοντας τον απαραίτητο χώρο, μιλά για το τραύμα της μνήμης, του φύλου, της γενιάς, της τάξης, της οικογένειας, της βιολογικής ρώμης, αλλά και για τα αντίστοιχα προνόμια. Ήδη από την αρχή, η Αλίκη, πιθανό άλτερ έγκο της συγγραφέως και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια μέρους του βιβλίου, λέει: Το σώμα μου έχει μνήμη. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αλίκης διαδέχεται η τριτοπρόσωπη ενός παντογνώστη αφηγητή, ενώ σε αγκύλες στην αρχή κάθε κεφαλαίου δίνονται τα πρόσωπα της επί μέρους πλοκής· η μητέρα της, που η Αλίκη επιμένει να αποκαλεί Ρένα· ο σύντροφός της, ο Κώστας, που προσπαθεί να δηλώνει παρών· φίλοι από τα παλιά, η οικογένεια που θα θέλαμε να έχουμε· μητέρες στη στάση του σχολικού, με τις οποίες η Αλίκη θα μπορούσε ίσως να πιει έναν καφέ· μια ανύπαντρη θεία που διάβαζε πολύ και πέθανε νέα.

Παρέα με τις επιφυλάξεις και την περιέργεια είχα και προσδοκίες. Βεβαίως και είχα. Πιο εύκολα ξεφορτώνεται κανείς τις προκαταλήψεις, παρά τις προσδοκίες του για τα πράγματα. Έτσι, λοιπόν, ανέμενα ένα βιβλίο σχετικό με την αναγνωστική παρουσία της Αποστόλου στο διαδίκτυο, ένα βιβλιοφιλικό βιβλίο, με ιστορίες από τα παρασκήνια της ανάγνωσης, με το ταξίδι της ανάγνωσης, με την εμπειρία της ανάγνωσης, ένα βιβλίο για την ανάγνωση δηλαδή, και πιο συγκεκριμένα για τη γυναικεία ανάγνωση, ένα φεμινιστικό αυτομυθοπλαστικό βιβλιοφιλικό βιβλίο δηλαδή για να συνοψίσω την προσδοκία που είχα. Προφανής προσδοκία, χωρίς κάποια έκπληξη, το παραδέχομαι, προσδοκία δε, υποβοηθούμενη αρκετά από την πρώτη παράγραφο.

Έχασα την παρθενιά μου στα 17. Πήρα το λεωφορείο για την πόλη που σπούδαζε το πρώτο μου αγόρι, αποφασισμένη να του προσφέρω την τιμή διάρρηξης ενός υμένα, ενώ συγχρόνως θα έχανα τη δική μου. Στην επιστροφή, πίεζα δυνατά τα πόδια μεταξύ τους, για να θυμίσω στο κορμί μου αυτό που είχε συμβεί. Με τη λεκάνη μου πιασμένη, ένωνα τους μηρούς με δύναμη μέχρι να νιώσω τρέμουλο, έκλεινα τα μάτια και το εσώρουχό μου είχε μουσκέψει, γιατί το σώμα μου είχε μνήμη.
Το σώμα μου έχει μνήμη.
Στη συνέχεια ωστόσο, ο αρχικός αναγνωστικός ορίζοντας κατέπεσε με πάταγο, τα μότο από βιβλία στην αρχή κάθε κεφαλαίου δεν ήταν αρκετά για την υποστύλωσή του, η αυτομυθοπλασία παρέμεινε κάπως στο περιθώριο της γραφής. Εκείνο που έμεινε ήταν η Αλίκη, μια γυναίκα στον σύγχρονο κόσμο, μια γυναίκα που διαθέτει χαρακτηριστικά γνώριμα, που θα ήθελε η Ελίζαμπεθ Στράουτ να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη. Άλλωστε, στο κεφάλαιο (Το αίμα) με την Αλίκη στο κρεβάτι του νοσοκομείου και τη μητέρα της στο πλευρό της θυμίζει έντονα την αντίστοιχη σκηνή στο Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον.

Θραυσματικό, χωρισμένο σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, το μυθιστόρημα της Αποστόλου διαθέτει έντονο εμβαδό στο σήμερα. Ο κόσμος που περιγράφει στο κενό της πλοκής είναι οικείος, τα πρόσωπα παρότι δοσμένα αδρά καθίστανται γνώριμα. Ωστόσο, δεν ξέρω αν έγινε σκόπιμα, συμφωνία του επιμελητή που δεν αναφέρεται στην ταυτότητα του βιβλίου, αλλά ιδιαίτερα στα πρώτα κεφάλαια υπάρχει μια συσκότιση, κάτι που μοιάζει να ζητάει ξεδιάλυμα από πλευράς αναγνώστη, που κάνει την ανάγνωση να κολλάει λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο και το ταιριαστό. Ίσως να είναι η αμηχανία του πρωτόλειου, η ανάγκη να ειπωθούν πολλά, η λευκή σελίδα που ζητά την τροφή της, η επιτήδευση ως συγγραφική άποψη. Ίσως να μην έμενα στο σημείο αυτό αν έτσι ήταν γραμμένο το βιβλίο από άκρη σε άκρη, ίσως τότε και να λειτουργούσε διαφορετικά, όμως, με το πέρας των σελίδων, αυτή η συσκότιση υποχωρούσε, η επιτήδευση παραμέριζε και έδειχνε να δίνει τον χώρο σε εκείνο που έμοιαζε να είναι η φωνή της Αλίκης, η συγγραφική φωνή, και τότε όλα πήραν τη θέση τους και οι επιφυλάξεις τρύπωσαν στο υπόγειο, η συγκίνηση έκανε την εμφάνισή της αβίαστα, οι αρετές της γυναικείας γραφής βροντοφώναξαν παρούσες, οι επιρροές φανερώθηκαν. Και η γεύση στο στόμα ήταν γλυκιά, αφού τα σωματίδια αποδείχτηκαν τελικά ένα τίμιο μυθιστόρημα ως προς τις προθέσεις του που κατάφερνε να κερδίσει τον αναγνώστη για όλους τους σωστούς λόγους στον αντίποδα της αρχής, στον αντίποδα της αμήχανης επιτήδευσης.

Τα σωματίδια της Ματίνας Αποστόλου είναι ένα μυθιστόρημα που τελικά καταφέρνει να ξεπεράσει το βάρος της αναγνωρισιμότητας της συγγραφέως του και αυτό είναι αρκετά σημαντικό, γεγονός που πιθανότατα δεν θα συνέβαινε αν ήταν πιο έντονα αυτομυθοπλαστικό ή αν είχε περιστραφεί μονόπατα γύρω από την καθημερινότητα της ανάγνωσης, αν δηλαδή ήταν πιο σύμφωνο με τον ορίζοντα προσδοκιών που είχα προτρέξει να σκιαγραφήσω αυθαίρετα.

Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Υπό τας φιλύρας - Christa Wolf

Ήταν πρωί Σαββάτου και δεν ήμουν σίγουρος αν τελικά θα βρέξει. Σκεφτόμουν την Έρπενμπεκ, αναρωτιόμουν πότε θα κυκλοφορήσει επιτέλους στα ελληνικά το τελευταίο της βιβλίο, φλέρταρα με την ιδέα να διαβάσω ξανά τα διηγήματά της (Σκύβαλα). Κάπως έτσι έπιασα να ξεφυλλίζω το Υπό τας Φιλύρας της Κρίστα Βολφ, μια από τις τόσες αξιοπρόσεκτες εκδόσεις της χρονιάς που πέρασε, σε μετάφραση Σούλας Ζαχαροπούλου. Το έργο τής σημαντικής και πολυγραφότατης (Ανατολικο–) Γερμανίδας συγγραφέως μόνο σποραδικά έχει εκδοθεί στη γλώσσα μας, με αποτέλεσμα να μην έχει καθιερωθεί με τη δέουσα σημασία στη συνείδηση του εγχώριου αναγνωστικού κοινού.

Υπό τας Φιλύρας μου άρεσε πάντα να περπατάω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη. Πρόσφατα ο δρόμος, αφότου τον είχα αποφύγει για καιρό, εμφανίστηκε στο όνειρό μου. Τώρα μπορώ επιτέλους να μιλήσω γι' αυτό.

Η Βολφ, από την πρώτη κιόλας παράγραφο, θέτει τους χωροχρονικούς και αφηγηματικούς άξονες της νουβέλας. Ο τόπος: η οδός Unter den Linden του τότε Ανατολικού Βερολίνου, γεμάτη φλαμουριές κατά μήκος της, δεξιά και αριστερά, δρόμος σημαντικός, χρόνια μετά τουριστικός. Ο χρόνος κάποτε απτός, στο αφηγηματικό τώρα ονειρικός, είναι εκείνος που της επιτρέπει, επιτέλους, να μιλήσει γι' αυτό, απομακρυσμένη από εκείνο το παρελθόν. Το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, γένους θηλυκού, η προτίμηση στην κατά μόνας πορεία, η δυναμικότητα που απορρέει από αυτό καθίσταται κύριο γνώρισμα του χαρακτήρα· το δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσης που η ταυτότητά του δεν αποκαλύπτεται, φανερώνει την ανάγκη της να μοιραστεί, προσδίδει μια αμεσότητα και καθιστά τον αναγνώστη ενεργά μέτοχο, εν δυνάμει αποδέκτη.

Η αφήγηση, κατά τόπους ιδιαιτέρως ερμητική παρά την έντονη λογοτεχνική γοητεία που ασκεί, κινείται στον δυσδιάκριτο χώρο ανάμεσα στο όνειρο και τις αναμνήσεις, έτσι όπως  η αφηγήτρια μπλέκεται στους ιστούς των περασμένων και των σύγχρονων, των ελπίδων και των φόβων, της ελπίδας και της απογοήτευσης, του ατομικού και του συλλογικού. Μια ονειρική ροή συνείδησης που διαμορφώνει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, ανοιχτό σε ερμηνεία και πρόσληψη, στο οποίο η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση έχει καθοριστική λειτουργία, ιδιαίτερα για τον σύγχρονο με τη συγγραφέα αναγνώστη, μέτοχο στο όραμα της δημιουργίας ενός καλύτερα μοιρασμένου κόσμου, κομμάτι ενός υπό διαμόρφωση εμείς. Το Υπό τας Φιλύρας, όπως και συνολικά το έργο της Βολφ, δεν μπορεί να προσεγγιστεί χωρίς το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η ζωή και το έργο της, παρότι ειδολογικά δημιουργεί στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Έτσι, η αναζήτηση του εγώ σε σχέση με το εμείς αποκτά περαιτέρω διαστάσεις, αλλά και μια σημασία επιτακτική. Το όνειρο, αλλά και η χρήση εγκιβωτισμένων παραμυθιών στην αφήγηση, αποκαλύπτει επίσης το ενδιαφέρον της Βολφ για τη θεωρία της ψυχανάλυσης.

Μόνο πολύ αργότερα, σήμερα, μου ήρθε στο νου να δώσω κατά το σύνηθες, λόγο για τα βιώματά μου, διότι πάνω απ' όλα βάζουμε τη διάθεση να είμαστε γνώριμοι. Εγώ Ευτυχισμένη ήξερα αμέσως σε ποιον μπορούσα να το διηγηθώ, ήρθα σε σένα, είδα πως ήθελες ν' ακούσεις και άρχισα: Υπό τας Φιλύρας μού άρεσε πάντα να περπατάω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη.

Η νουβέλα αυτή ανήκει στην πρώτη περίοδο της Βολφ. Το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστικό, ικανά βοηθητικό για τον αναγνώστη, ορθά τοποθετημένο στην αρχή. Το Υπό τας Φιλύρας  είναι ένα έργο ιδιαιτέρως απαιτητικό που με πείσμα κρατά κάποια κλειδιά σφιχτά, ενώ και αυτά που προσφέρει τα βουτάει μέσα στην αμφιβολία, ένα έργο που ωστόσο χαρίζει μια αναγνωστική εμπειρία που μόνο η υψηλή λογοτεχνία μπορεί.

υγ. Για τα Σκύβαλα της Έρπενμπεκ, μια δεκαετία σχεδόν πριν, εδώ.

Μετάφραση Σούλα Ζαχαροπούλου
Εκδόσεις Σκαρίφημα

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Το άλλο όνομα - Jon Fosse

Ο πολυσχιδής Νορβηγός δημιουργός Γιον Φόσσε, έπειτα από χρόνια επιτυχημένης καριέρας ως θεατρικός συγγραφέας, αποφάσισε να επιστρέψει στη μυθοπλασία με ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο και πολυσέλιδο έργο, την Επταλογία. Το πρωτότυπο έργο κυκλοφόρησε χωρισμένο σε τρία βιβλία, κάτι το οποίο αναμένεται να συμβεί και στις περισσότερες μεταφραστικές εκδοχές του, μια εκ των οποίων και η ελληνική, αφού το έργο εντάχθηκε έγκαιρα στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Πρόσφατα κυκλοφόρησε, σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη, το πρώτο βιβλίο, Το άλλο όνομα, που περιλαμβάνει τα δύο πρώτα μέρη και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το περσινό βραβείο Booker.

«Και με βλέπω που στέκομαι και κοιτάζω τον πίνακα με τις δύο γραμμές», έτσι ξεκινά η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ηλικιωμένου ζωγράφου Άσλε και στα δύο μέρη, μοτίβο διόλου τυχαία επιλεγμένο από τον συγγραφέα, αλλά καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη τόσο του αφηγητή όσο και συνολικά του έργου. Η έξοδος του αφηγητή/παρατηρητή από το σώμα του, η έξωθεν παρατήρηση του εαυτού σε μια αφήγηση σύγχρονη της πλοκής, όχι, δηλαδή, σε μια αφήγηση με προφανή χαρακτήρα αναπόλησης των περασμένων, είναι ένα εύρημα που ο Φόσσε ευφυώς χρησιμοποιεί ως αντίβαρο στον ρεαλισμό που κυριαρχεί. Σε συνδυασμό, δε, με την ιδιότυπη ροή μνήμης, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό όχημα, χωρίς να την ανακόπτει με τελείες, επιτείνει την αμφιβολία του αναγνώστη, για το πού συμβαίνει ό,τι αφηγείται ο Άσλε πως συμβαίνει, χωρίς όμως, σε καμία στιγμή, να υπονομεύει τον αφηγητή του.

Είναι Δευτέρα και ο Άσλε αναρωτιέται αν αυτός ο μακρόστενος πίνακας, μικρού μεγέθους, που αποτελείται από δύο γραμμές, μια μοβ και μια καφέ, οι οποίες συναντιούνται στη μέση, ζωγραφισμένες αργά και με παχύρευστη λαδομπογιά που ξέφυγε και στο σημείο τομής των δύο γραμμών κάνει ένα όμορφο μείγμα να κυλάει προς τα κάτω, είναι ένας ολοκληρωμένος πίνακας, αν είναι ένας πίνακας που θα μπει μαζί με τους υπόλοιπους πίνακες, διαφόρων μεγεθών, τους τελειωμένους πίνακες που προορίζονται για την Γκαλερί Μπάιερ, που βρίσκεται στο Μπέργκεν, ή όχι. Ο Άσλε μένει μόνος σ' έναν μικρό, αραιοκατοικημένο, συνοικισμό, σχετικά απομονωμένο, στην αγροικία που αγόρασαν με τη γυναίκα του που πέθανε πριν κάποια χρόνια. Μοναδική σταθερή συντροφιά είναι ο γείτονάς του ο Όσλαϊκ. Ο Άσλε σπάνια επισκέπτεται το Μπέργκεν, παρότι έχει αυτοκίνητο, και φροντίζει όταν πηγαίνει, όπως σήμερα, μια φορά τον μήνα συνήθως, να κάνει αρκετά ψώνια. Όταν βρίσκεται εκεί, συνηθίζει να συναντά τον συνονόματό του επίσης ζωγράφο που μένει εκεί, μόνος παρέα με έναν σκύλο, παραδομένος στο αλκοόλ.

Η ροή της αφήγησης είναι συνεχής και συμβαίνει ταυτόχρονα με την εξωτερική δράση, μεγάλο μέρος της οποίας βρίσκει τον Άσλε πίσω από το τιμόνι στους χιονισμένους δρόμους. Ο Φόσσε εγκιβωτίζει αρμονικά την κάθε υποϊστορία που αναδύεται εντός της κεντρικής, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά ένα μυαλό ευάλωτο στα κεντρίσματα της μνήμης και τις παγίδες της λήθης. Οι παρεκβάσεις αυτές συμβαίνουν εντός ενός χρόνου με ακρίβεια γραμμικού, τη Δευτέρα του πρώτου μέρους θα τη διαδεχτεί η Τρίτη στο δεύτερο. Και όμως, ενώ το παρελθόν, τα παιδικά και νεανικά χρόνια του αφηγητή, έχουν μια συνοχή, ένα κοινό έδαφος το οποίο αναβιώνει μπροστά στα μάτια του, βλέποντας ξανά τη νεότερη εκδοχή του εαυτού του να πρωταγωνιστεί σε γνώριμα επεισόδια της ζωής του, κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για το εγγύς παρόν, το οποίο πλέκεται σφικτά με το αφηγηματικό παρόν, έτσι όπως τα ονόματα των προσώπων συμπίπτουν και επαναλαμβάνονται, μαζί με τα αντικείμενα.

Ο Φόσσε, ικανότατος τεχνίτης, πετυχαίνει με αυτή την εσκεμμένη σύγχυση, που γλωσσικά εντείνεται με τις επαναλήψεις και τις δίνες, τη συνύπαρξη αφηγητή και αναγνώστη στο ίδιο δωμάτιο αμφιβολιών, στο οποίο δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για να διαπραγματευτεί παράλληλα με την πλοκή και ζητήματα γύρω από την τέχνη, την απώλεια, τον έρωτα, τη φιλία, αλλά και το γήρας. Ένα αποτέλεσμα καθηλωτικό, που συγγενεύει με τον σπουδαίο Αυστριακό στυλίστα Μπέρνχαρντ στη γλωσσική διαχείριση του χρόνου, ιδιαίτερα στους Παλιούς δασκάλους, αλλά και έναν ακόμα γνώριμο στο ελληνικό κοινό, τον Νταγκ Σούλστα, και το υπέροχο Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια. Βέβαια, η Επταλογία του Φόσσε, αναπόφευκτα, φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη το αυτομυθοπλαστικό έργο Ο αγώνας μου του επίσης Νορβηγού Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, δημιουργώντας ίσως έναν αντίστοιχο αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών. Ο Φόσσε, ωστόσο, φιλοδοξεί να κάνει κάτι αρκετά διαφορετικό. Και το πετυχαίνει.

Το όνομα του Φόσσε ψιθυρίζεται κάθε χρόνο ανάμεσα σε εκείνα των φαβορί για το βραβείο Νόμπελ, Το άλλο όνομα, προστιθέμενο στο διάσημο θεατρικό του παρελθόν, απαντάει εν πολλοίς στο γιατί.

υγ. Περισσότερα για τους Παλιούς δασκάλους εδώ, ενώ για το Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια εδώ.
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 7 Γενάρη. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Ζυθοποιείο μαργαριταριών - Jenny Hval

Εκεί· κι όχι εκεί.
Από το παράθυρο της πανσιόν η πόλη μοιάζει κρυμμένη σε πυκνή ομίχλη. Κάτω από τα πόδια μου, δεξιά και αριστερά, ο παραλιακός δρόμος εξαφανίζεται μες στο λευκό, σαν γέφυρα που ενώνει δύο σύννεφα. Πού και πού η ατμόσφαιρα καθαρίζει λίγο και μπορώ να δω τις σιλουέτες των νησιών στον ορίζοντα· μετά κρύβονται ξανά. There, not there, there, not there, ψιθυρίζω πάνω στο τζάμι, χτυπώντας κοφτά τα δάκτυλά μου στον ρυθμό των λέξεων: μπαπ, μπα-μπαπ, λες και δημιουργώ νέους παλμούς για το καινούριο μου σπιτικό.
Έτσι καθόμουν το πρώτο εκείνο πρωί στο Έιμπορν, με το σώμα γειρτό προς το παράθυρο και το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι.

Η Τζο, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, αφήνει πίσω της τη Νορβηγία για να πάει στο Έιμπορν να σπουδάσει βιολογία. Είναι ένα μέρος επινοημένο, μικρό σε μέγεθος και μάλλον αραιοκατοικημένο, δίπλα στη θάλασσα, σε παρατεταμένη βιομηχανική παρακμή, μέρος στο οποίο μιλάνε αγγλικά και κάνει κρύο. Η νεαρή κοπέλα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνήθεις δυσκολίες που ένα καινούργιο περιβάλλον προσφέρει απλόχερα μέχρι να υποταχθεί στη ρουτίνα και να καταστεί οικείο και γνώριμο. Θα μείνει αρχικά σε μια πανσιόν, ενώ η βδομάδα προσαρμογής στο πανεπιστήμιο έχει ήδη ξεκινήσει, με τους γελοίους τίτλους των δράσεων που μάλλον εκνευρισμό παρά χαλαρότητα προκαλούν. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα αυτή συνθήκη, να κοινωνικοποιηθεί και να βρει ένα δωμάτιο, τριγυρίζει την πόλη και τσεκάρει αγγελίες, νιώθει ανεπάρκεια στην επικοινωνία στα αγγλικά που έμαθε στο σχολείο αλλά ελάχιστα χρησιμοποίησε ως τότε, παρότι τα καθημερινά νορβηγικά ενσωματώνουν διαρκώς όλο και περισσότερες λέξεις από τα αγγλικά, καθώς ένα νέο ιδίωμα αναδύεται αργά και σταθερά. 

Συνεντεύξεις με υποψήφιους συγκάτοικους, ελπίδες και απογοητεύσεις, και ο χρόνος προχωρά, τα μαθήματα ξεκινούν, και εκείνη ακόμα δεν έχει βρει πού θα μείνει και η καινούργια συνθήκη ζωής φαντάζει ακόμα πιο μετέωρη απ' ό,τι ήδη είναι. Μια παράξενη αγγελία θα την οδηγήσει σε ένα παλιό ζυθοποιείο, μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου μένει η Καράλ, που κάποτε σπούδασε λογοτεχνία αλλά τώρα δεν αντέχει να διαβάζει τίποτα άλλο παρά άρλεκιν, όπως το Moon lips, ξοδεύοντας τη ζωή της σε αδιάφορες περιστασιακές δουλειές, μ' έναν αόριστο στόχο φυγής να νοηματοδοτεί αχνά την καθημερινότητα. Ο πρώην βιομηχανικός χώρος έχει διαμορφωθεί σε κατοικία με εκτεταμένη χρήση νοβοπάν, γεγονός που καθιστά την ηχητική διακριτικότητα σε πολυτέλεια και την υγρασία σε κυρίαρχη θεά του μέρους. Η Τζο θα μετακομίσει εκεί.

Δοσμένη κατά αυτόν τον τρόπο η υπόθεση μπορεί να είναι ακριβής, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν είναι αντιπροσωπευτική της νουβέλας της Νορβηγής Γιένι Βαλ, καθώς το ρεαλιστικό στοιχείο βρίσκεται διαρκώς υπό αίρεση, η βεβαιότητα αν κάτι συνέβη όντως ή όχι κλονίζεται, κάτι το ονειρικό ή υπερρεαλιστικό ενυπάρχει εδώ, το απροσδιόριστο κυριαρχεί στην αφήγηση αυτή που περισσότερο με ένα χρονικό βάδισης σε μια νέα ήπειρο προσομοιάζει, αυτό δηλαδή που μια ιστορία ενηλικίωσης είναι τη στιγμή που πραγματοποιείται, εκεί όπου όλα είναι νέα. Υπό το πρίσμα αυτό, η νουβέλα διαπραγματεύεται και το ζήτημα της σεξουαλικότητας, ως εξερεύνηση ενός καινούργιου, θαυμαστού αλλά και τρομακτικού συνάμα κόσμου, με έντονη και διαρκή την παρουσία της φαντασίας ως ενεργού και καταλυτικού παράγοντα.

Η Βαλ πετυχαίνει να δώσει την ιστορία αυτή όχι απλώς μέσα από τα μάτια ενός νεαρού ατόμου, αλλά φιλτραρισμένη από τους συναισθηματικούς, γλωσσικούς και νοηματικούς μηχανισμούς του. Θέλω να πω, πως η ιστορία αυτή δεν είναι πιο παράδοξη από ό,τι είναι από τη φύση της η ίδια η ηλικία της Τζο, η ύστερη εφηβεία, το πέρασμα στον μεγάλο κόσμο της ενήλικης ζωής, των υποχρεώσεων αλλά και των απολαύσεων, εν πολλοίς απαγορευμένων ή απροσδιόριστων μέχρι πρότινος, ο κατακλυσμός από νέα ερεθίσματα και προοπτικές και η διαχείρισή του, η υπερθέρμανση των νευρώνων, το φούντωμα των ονειρώξεων και όλα όσα έπονται εν μέσω καθεστώτος ωρίμανσης και λήψης σημαντικών για το μέλλον αποφάσεων. Χάος και παράνοια, δηλαδή.

Η Βαλ πετυχαίνει να καταστήσει λειτουργικό τον ονειρικό ή/και υπερρεαλιστικό χαρακτήρα της αφήγησης της Τζο, που διαθέτει μια ιδιότυπη οικειότητα επί της οποίας εγκαθιδρύεται και ευδοκιμεί η σχέση του αναγνώστη με την προσωπική ιστορία της αφηγήτριας, αρκεί εκείνος να εγκαταλείψει την ανάγκη για σχέσεις αιτίου και αιτιατού, την ανάγκη για έναν ρεαλισμό όπου όλα είναι όπως είναι και δεν μπορούν να είναι αλλιώς αφήνοντας χώρο στο όνειρο και τη φαντασία, την ανάγκη για πλήρη διαφάνεια του τι έγινε και τι δεν έγινε, γιατί, τα περισσότερα από όσα συνέβησαν στη Τζο, δεν έχουν εξήγηση, δεν έχουν αιτιοκρατική σχέση, δεν είναι ξεκάθαρα, και σε αυτή τη ρευστή συνθήκη, περισσότερο από αλλού, εντοπίζεται ο κουήρ χαρακτήρας της νουβέλας. Η συνθήκη την οποία αφηγηματικά δίνει η Βαλ, πως όλα είναι πιθανά, όχι ωστόσο υπό το ραβδί της ωραιοποίησης, όχι, όλα είναι εδώ, τα λαμπερά και τα τερατώδη, οι μύκητες και τα μαργαριτάρια, όλα ανοιχτά, τίποτα δεδομένο. 

Μου αρέσει αυτή η λογοτεχνία που δεν προσπαθεί να είναι κάτι άλλο από αυτό που θέλει να είναι, που δεν υποκύπτει στα θέματα που θέλει να θίξει, τη διερεύνηση της σεξουαλικότητας εδώ, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, αλλά τα εντάσσει οργανικά στην πλοκή, ως μέρος της ζωής των χαρακτήρων, όπως συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή άλλωστε, στην πραγματική ζωή. Είναι η λογοτεχνία που μου θυμίζει το πώς ένιωσα όταν είδα για πρώτη φορά την ταινία της Μιράντα Τζουλάι, Εγώ, εσύ και όλοι οι γνωστοί, αλλά και αργότερα διαβάζοντας το μυθιστόρημά της, Ο πρώτος κακός (περισσότερα εδώ), αλλά και τη συλλογή των διηγημάτων της Ρίτα Μπουλγουίνκελ, Ανάσκελα (περισσότερα εδώ), ένα από τα πλέον υποτιμημένα βιβλία της τελευταίας πενταετίας.

Η Βαλ, αρκετά γνωστή για τη μουσική της, αφηγείται με τον τρόπο της μια ιστορία φυγής από την πατρίδα, από το γνώριμο και ασφαλές περίκλειστο περιβάλλον της Νορβηγίας, και το πέταγμα προς μια άγνωστη νέα γη, μια ιστορία ενηλικίωσης και αναζήτησης, με τρόπο αβίαστο, παράδοξα ρεαλιστικό και πειστικό, παραμυθένιο και λυρικό, χωρίς να μακιγιάρει τις κακοτοπιές, τις παραβιαστικές συμπεριφορές, τη δυσκολία του να είσαι μια νέα γυναίκα. Το Ζυθοποιείο μαργαριταριών είναι μια νουβέλα που μουσικά θα ανήκε στην ονειρική ποπ και δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα έχουμε διαβάσει προερχόμενα από τη σκανδιναβική αυτή χώρα.

Μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Εξουθένωση - Μισέλ Φάις

Κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια μετά το Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, για το οποίο έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2000, ο δημιουργικά πολυσχιδής και πάντα ανήσυχος Μισέλ Φάις επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Εξουθένωση και επεξηγηματικό υπότιτλο ντοκιμαντέρ ονείρων. Εβδομήντα ένα διηγήματα μονολογικής ή διαλογικής μορφής, με έντονη την κινηματογραφική ή/και θεατρική αύρα, που αποπνέουν μια διάχυτη εξουθένωση, μια εξουθένωση γνώριμη.

Του κάθε διηγήματος προηγείται η παράθεση του τόπου, της εποχής και των προσώπων, το πλαίσιο εντός του οποίου ο μονόλογος ή ο διάλογος θα λάβει χώρα, ένα ιδιότυπο: κλείσε τα μάτια και φαντάσου· «Αριζόνα. Καύσωνας. Μεσημέρι. Γραφείο με φθαρμένους τοίχους και παλιά έπιπλα. Δύο άντρες κάθονται απέναντι σ' ένα μακρύ μεταλλικό τραπέζι. Ο νεότερος φοράει άσπρο κουστούμι και μιλάει αργά και σιγά. Ο μεγαλύτερος φοράει τζιν, κίτρινη μπλούζα και μιλάει δυνατά και γρήγορα. Στην οροφή ένας ανεμιστήρας λειτουργεί με πολύ θόρυβο. Πρώτος μιλάει ο νεότερος άντρας». Ύστερα ο λόγος δίνεται στα πρόσωπα· «Λοιπόν, θα πεθάνεις στη θέση ενός άλλου./Ελπίζω να αστειεύεσαι.../Δεν φημίζομαι για το χιούμορ μου...», (Ο ανεμιστήρας, σελ.19).

Δεν είναι πάντοτε ασφαλές να ποντάρει κανείς, τι προηγήθηκε, ο χώρος, η συνθήκη, τα πρόσωπα ή μήπως τα λόγια. Και τα λόγια αυτά εκτός της δεδομένης συνθήκης θα ήταν άλλα ή, διαφορετικά, στη δοθείσα συνθήκη, θα μπορούσε κάτι άλλο να ειπωθεί, το παρελθόν και το περιβάλλον, το φύλο ή η μόρφωση, σε τι βαθμό επηρεάζουν άραγε την έκφραση του συναισθήματος, της αγωνίας ή του φόβου; Ένα ζευγάρι, γύρω στα εξήντα, που τρώει σε ένα χορτοφαγικό εστιατόριο στο Όσλο και συζητά τι είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να χωρίζουν για να συμφωνήσουν πως οι άνθρωποι χωρίζουν όταν σταματούν να λένε ιστορίες· θα έδινε μια απάντηση διαφορετική ένα ζευγάρι σε νεαρότερη ηλικία στην Πόλη του Μεξικό, ή θα συμφωνούσαν, ίσως, πως όταν το σεξουαλικό παιχνίδι λήξει ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος;

Μέσα από τα εβδομήντα ένα αυτά στιγμιότυπα, ο Φάις γυρεύει να αποτυπώσει εκείνο που ο τίτλος προοικονομεί, την εξουθένωση, άμεσο συνεπακόλουθο της ύπαρξης, στρέφοντας την κάμερα της παρατήρησης σε πρόσωπα, διάσπαρτα στον κόσμο, που ακόμα και όταν συνομιλούν, περισσότερο μονολογούν. Η επικοινωνία, η (α)δυνατότητά της για την ακρίβεια, είναι άλλωστε ένα από τα κυρίαρχα πίσω στρώματα σε κάθε στιγμιότυπο της συλλογής αυτής, αλλά και μια διαρκής αναρώτηση στο έργο του δημιουργού, αρκεί κανείς να θυμηθεί την άτυπη τριλογία που συνθέτουν οι νουβέλες Από το πουθενά, Lady Cortisol και Όπως ποτέ. Σε κρεβάτια ξενοδοχείων, σε απόμερα τραπέζια εστιατορίων ή έξω από βομβαρδισμένα θέατρα, τα πρόσωπα της Εξουθένωσης μιλούν από θέση εξουσίας, απελπισίας ή άγνοιας για όσα συνέβησαν ή επίκειται να συμβούν, φανερώνουν, κρύβουν ή επιχειρούν να παραπλανήσουν για όσα ελπίζουν, φοβούνται ή φθονούν, με το μαύρο χιούμορ και το παράλογο να δηλώνουν ενίοτε δυναμικά και αντιστικτικά την παρουσία τους στο σενάριο που τους έχει δοθεί.

Εξωτερικά, η συνοχή της συλλογής έχει κυρίως να κάνει με τη φόρμα, καθώς, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, όλα τα διηγήματα κατασκευαστικά ακολουθούν την ίδια ανάπτυξη, ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενο. Η επανάληψη στη μορφή, από ένα σημείο και μετά υπνωτίζει και κατά κάποιο τρόπο καθησυχάζει τον αναγνώστη, τον κάνει να νιώθει οικεία περιδιαβαίνοντας και θαυμάζοντας την τεχνική αρτιότητα της κάθε μεμονωμένης κατασκευής, αλλά και τη φιλοδοξία του συνόλου, με αποτέλεσμα οι άμυνες της συναισθηματικής εγρήγορσης να υποχωρούν, και έτσι, σχεδόν ανυποψίαστος, εκεί που δεν το περιμένει, να γυρίσει τη σελίδα και να έρθει αντιμέτωπος μ' έναν δικό του μονόλογο, σε μια συνθήκη γνώριμη, μια εύθραυστη παγίδα στην οποία αναπόφευκτα πέφτει, μία ή περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, παγίδες που λειτουργούν ως ανακλαστήρες του προσωπικού, ενοχλώντας και αφυπνίζοντας διάφορα σημεία πυροδότησης.

Στα έργα του Φάις, ο φλοιός της κατασκευής αφήνει μια μυρωδιά συναισθηματικής αποστείρωσης, με τον συγγραφέα/σκηνοθέτη να διατηρεί απόσταση από τα πρόσωπα του δράματος, κρυμμένος κάπου στο πίσω μέρος της αίθουσας, ενώ γύρω από τη σκηνή κυριαρχεί σκοτάδι πυκνό. Αν έπρεπε να απομονωθεί μόνο ένα χαρακτηριστικό της φαϊσικής γραφής, θα ήταν η εγκεφαλικότητα της κατασκευής του φλοιού αυτού για το υψηλής θερμοκρασίας περιεχόμενο, για το καυτό ζουμί, για την εξουθένωση, εν προκειμένω, με την ανθεκτικότητα του φλοιού να καθιστά την ύπαρξη θερμοστάτη περιττή. Ο ιστός που ενώνει, και εν πολλοίς αποτελεί, το σύνολο της εργογραφίας του Φάις, καίτοι αναγνωρίσιμος, δεν έχει τον χαρακτήρα μανιέρας, όχι τουλάχιστον εκείνον με τη συνακόλουθη αρνητική χροιά της φασόν κατασκευής, αλλά εκείνον του οχήματος διερεύνησης δυνατοτήτων της γραφής και της αφήγησης, της απόπειρας κατανόησης και αποτύπωσης μέσω της γλώσσας τού μέσα και του γύρω κόσμου, αλλά και της διαπλοκής της ίδιας της ύπαρξης εντός των μηχανισμών αυτών.

Τα διηγήματα της Εξουθένωσης αποτελούν ψηφίδες ενός υπό διαρκή κίνηση και εμπλουτισμό συγγραφικού σύμπαντος, που ωστόσο διαθέτουν ικανή αυτονομία, τόσο κατά μόνας, όσο και εν συνόλω.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, το βρίσκετε εδώ.
υγ.2 Της Εξουθένωσης είχαν προηγηθεί τα Caput mortuum και Η ερευνήτρια, εδώ και εδώ, αντίστοιχα.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Το ακουστικό κέρας - Leonora Carrington

Όταν η Καρμέλα μου χάρισε ένα ακουστικό κέρας, ίσως και να είχε προβλέψει κάποιες από τις συνέπειες. Δεν θα 'λεγα την Καρμέλα κακόβουλη, απλώς τυχαίνει να έχει παράξενη αίσθηση του χιούμορ. Το ακουστικό κέρας ήταν αναμφίβολα εξαιρετικό στο είδος του, χωρίς να είναι ιδιαίτερα μοντέρνο. Ήταν, όμως, πανέμορφο, με επίστρωση από ασημένια και σεντεφένια μοτίβα και με σχήμα μεγαλοπρεπούς καμπύλης σαν κέρατο βούβαλου. Δεν ήταν η αισθητική του αντικειμένου το μόνο του χαρακτηριστικό· το ακουστικό κέρας ενίσχυε σε τέτοιο βαθμό τον ήχο, που οι συνηθισμένες συζητήσεις γίνονταν ευκρινέστερες ακόμα και στ' αφτιά μου.

Η Μάριαν Λέδερμπι, ετών ενενήντα δύο, δέχεται ένα δώρο που της αλλάζει την καθημερινότητα, ένα ακουστικό κέρας με τη βοήθεια του οποίου ακόμα και το πλέον ανεπαίσθητο μουρμουρητό φτάνει στα αφτιά της με ευκρίνεια. Μένει σ' ένα δωμάτιο στο σπίτι του παντρεμένου με παιδί γιου της, παρέα με δύο γάτες και μία κότα, επισκέπτεται συχνά πυκνά τις φιλενάδες της, κυρίως την Καρμέλα, και αλληλογραφεί με την υπεραιωνόβια μητέρα της μέσω του μπάτλερ της. Ένα βράδυ, κρυφακούγοντας τη συζήτηση στο σαλόνι, θα μάθει πως η οικογένειά της σκοπεύει να την παρκάρει σ' ένα γηροκομείο, να την ξεφορτωθεί και μάλιστα άμεσα. Παρά τη στεναχώρια της, το πείσμα και η θέληση για ζωή δεν την εγκαταλείπουν. Παρέα με το ακουστικό κέρας και τα λίγα υπάρχοντά της, χωρίς όμως τις γάτες και την κότα της, μετακομίζει σ' ένα σπιτάκι που η πλειοψηφία των αντικειμένων είναι αληθοφανή, πλην όμως ζωγραφισμένα, στο σύμπλεγμα ενός ιδρύματος μιας νεοχριστιανικής οργάνωσης όπου έχουν παρκάρει και άλλες ηλικιωμένες.

Έτσι ξεκινάει το πιο τρελό μυθιστόρημα που διάβασα εδώ και καιρό. Την Κάρινγκτον, παρότι μια από τις πλέον σπουδαίες υπερρεαλίστριες ζωγράφους, δεν την γνώριζα, ισχνές άλλωστε οι γνώσεις μου επί των εικαστικών. Ο Μπολάνιο στους Άγριους ντετέκτιβ την αναφέρει, της αποτίει φόρο τιμής για την ακρίβεια, ωστόσο, η άρνησή μου να εξακριβώνω ψηφιακά τις ορδές ονομάτων, πραγματικών ή επινοημένων που παρελαύνουν στις σελίδες του ιερού τέρατος, όπως κάθε εμμονή, έχει τα καλά και τα κακά της. Άλλη συζήτηση αυτή, πίσω στο Ακουστικό κέρας τώρα. Το βασικό χαρακτηριστικό της –καλής– υπερρεαλιστικής γραφής είναι το μη αναμενόμενο, η ολοκληρωτική κατεδάφιση οποιουδήποτε αναγνωστικού ορίζοντα οικοδομείται πριν ή κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, επομένως η μη πρότερη γνωριμία με την Κάρινγκτον ελάχιστα επηρέασε την ανάγνωση, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε με υψηλή (υπερρεαλιστική) λογοτεχνία.

Γραμμένο το 1977, το Ακουστικό κέρας είναι ένα χορταστικό και διασκεδαστικό μυθιστόρημα, που ωστόσο απαιτεί από τον αναγνώστη να επιδείξει την ανάλογη παιγνιώδη διάθεση, να παραμερίσει τις φιλολογικές του ενστάσεις, να χαλαρώσει, να έρθει αντιμέτωπος με τα πιθανά προνόμιά του, πολλά εκ των οποίων, αν όχι όλα, τυχαία και παροδικά. Είναι, επίσης, ένα καλό τεστ ξεσκαρταρίσματος ανάμεσα σε αναγνώστες και σοβαροφανείς αναγνώστες. Δεν υπάρχει κάποιος τομέας της σύγχρονης ζωής με τον οποίο να μην καταπιάνεται η Κάρινγκτον εδώ. Πολιτική, κοινωνία, θρησκεία, περιβάλλον, φύλο. Σε κανέναν και σε τίποτα δεν χαρίζεται η πένα της. Ο τρόπος αντιμετώπισης της τρίτης ηλικίας, το γυναικείο ζήτημα, οι στενές σχέσεις εκκλησίας και χρήματος, η ανάγκη για συλλογική δράση, η κατασπατάληση των πόρων και η λεηλασία του πλανήτη. Παρότι φαινομενικά αστείο και γκροτέσκο, ανάμεσα στις γραμμές φωλιάζει η αγωνία και η οργή, αλλά και η πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Καθόλου διδακτικό, διόλου ηττοπαθές.

Η Κάρινγκτον παίζει με μια φαινομενική αντίστιξη· η υπερρεαλιστική εξέλιξη της πλοκής, που μοιάζει με ένα παιχνίδι, παιχνίδι ωστόσο σοβαρό όπως τα παιδιά το αντιμετωπίζουν, συναντά την υπερήλικη αφηγήτρια. Και αυτή η απόφαση αποδεικνύεται εκρηκτική, καθοριστική για το μυθιστόρημα. Ο αυτοσχεδιασμός, εν πολλοίς άναρχος και ασεβής, έχει για μπούσουλά του την Μάριαν, από εκείνη εκπορεύεται και μέσω εκείνης πραγματώνεται, ερχόμενος σε ευθεία σύγκρουση με τον αναμενόμενο στερεότυπο της τρίτης ηλικίας, εκεί οπού το τέλμα και η βαρετή ρουτίνα επικρατούν. Η Κάρινγκτον, με τη δύσκολη ζωή, που τόσο σκοτεινή στους πίνακές και στις συνεντεύξεις της εμφανίζεται, εδώ μοιάζει να δημιουργεί ένα πρότυπο, κάποια της οποίας τα βήματα θα ήθελε και η ίδια να ακολουθήσει στην ηλικία της. Έτσι εδώ δεν έχουμε ένα τυπικό άλτερ έγκο αλλά ένα επιθυμητό άλτερ έγκο. Και δεν επιθυμεί μόνο τον χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο της Μάριαν, αλλά και τις συνοδοιπόρους της, με πρώτη και κύρια την Καρμέλα, που πάντοτε βρίσκει έναν τρόπο να εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή, ως από μηχανής θεά, την κρίσιμη στιγμή και να προσφέρει τη λύση, και κυρίως να διώχνει τον φόβο της μοναξιάς και της ανημπόριας που το πέρας της ηλικίας κουβαλά μαζί του.

Και τρομακτικά επίκαιρο, δυστυχώς. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στον πυρήνα τους, κάποια, αν όχι όλα, έχουν χειροτερέψει, όπως ο ρατσισμός απέναντι στην τρίτη ηλικία και η βία που οι γυναίκες δέχονται και η αλλεργία στο διαφορετικό και η άνθηση του εμπορίου της αυτοβοήθειας ως μια σύγχρονη θρησκεία και η χλεύη προς το περιβάλλον και ο ατομισμός και η συντήρηση, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Η αφήγηση της Μάριαν διαθέτει μια ευδιάκριτη, αν και μάλλον υπόγεια, αυτοπεποίθηση, μεταμφιεσμένη με το κουστούμι του κάνω ό,τι μου λέει το μυαλό μου να κάνω, η προσωπική μου ηθική και στάση απέναντι στα πράγματα, παρότι ο κόσμος αυτός είναι συχνά ένα απαίσιο μέρος για να ζει κανείς. Και αυτή η αισιοδοξία είναι που υπερβαίνει το όποιο άλλο συναίσθημα αυτό το βιβλίο προκαλεί, που το καθιστά άκρως πολιτικό, η άρνηση για παράδοση.

Την έκδοση συνοδεύει ένα εκπληκτικό επίμετρο δια χειρός Τοκάρτσουκ, που αποδεικνύεται μια δυνατή αναγνώστρια και, βοηθούμενη και από τη σκευή της ψυχολογίας και των σπουδών φύλου, πετυχαίνει να συνδυάσει το πάθος και την καθαρή σκέψη μιλώντας για το Ακουστικό κέρας που ως ένα βαθμό την επηρέασε, όπως για παράδειγμα στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών.

υγ. Αν η Μάριαν σας μαγέψει όπως εμένα, τότε θα πρότεινα να διαβάσετε Το όνειρο της Ζέλμα. (περισσότερα εδώ)

Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Αίολος

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Για τη χρονιά που πέρασε (μέρος Β')

Δεύτερο μέρος ανασκόπησης, λοιπόν. Ξεκινώντας να φτιάξω τη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς, αρχική πρόθεση ήταν η αναλογία επτά μέρη μεταφρασμένης λογοτεχνίας, τρία μέρη εγχώριας και δύο μέρη δοκιμίου. Φιλόδοξη σκέψη που δεν ευδοκίμησε. Δεν πειράζει. Διάβασα ωραία βιβλία το 2022 και αυτό είναι το σημαντικό.

Με τη σειρά που διαβάστηκαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, τα δέκα συν ένα βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας που περισσότερο μου άρεσαν είναι:

1. Η ηχώ των πουλιών - Θανάσης Δ. Σταμούλης (εκδόσεις Ποταμός). Ο Σταμούλης επιλέγει για μότο του βιβλίου τα λόγια της Χέρτα Μύλλερ από τον Άγγελο της πείνας, «Να αφηγηθείς μπορείς μόνο αν εγκαταλείψεις αυτόν για τον οποίο αφηγείσαι». Πάντοτε οι άλλοι μοιάζει να μπορούν να περιγράψουν καλύτερα όσα μας φέρνει η ζωή. Αυτό είναι που κάνει τη λογοτεχνία οικουμενική, το συναίσθημα πως νιώθουμε να μας αφορά προσωπικά κάτι που έγραψε κάποιος άλλος κάποια στιγμή της δικής του ζωής. Οι διακειμενικές αναφορές που ως παραθέματα διανθίζουν την ηχώ των πουλιών είναι ο τρόπος του Σταμούλη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του σ' όσους έριξαν σωσίβια στον ωκεανό της ύπαρξης. Τέτοιο σωσίβιο είναι και η ηχώ των πουλιών για τον αναγνώστη. (περισσότερα εδώ)

2. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι στη λάντζα - Βιβή Πηνιώτη (εκδόσεις άνω τελεία). Ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι στη λάντζα, ίσως και να μην σε ενδιαφέρει κιόλας, εσύ ήρθες για να περάσεις ωραία άλλωστε, τόσο περίμενες τις διακοπές, ειδικά το καλοκαίρι, το μελτέμι απομακρύνει τέτοιες σκέψεις εξόχως ενοχ(λητ)ικές. Η Πηνιώτη, χωρίς να θυσιάσει την ιστορία της και να απολέσει το ελληνικό καλοκαίρι και τον μύθο που το συνοδεύει, πετυχαίνει να αποτυπώσει την γλυκόπικρη γεύση της ‒κάθε‒ εποχής, να προκαλέσει αβίαστα το σύνολο των συναισθημάτων, χωρίς να διστάσει να τα φέρει και σε σύγκρουση μεταξύ τους αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις τους, ένα γέλιο που αποδεικνύεται πικρό. Αυτή η μικρή σε έκταση νουβέλα, με διάρθρωση σπονδυλωτή, ήταν μια έξοχη έκπληξη από μια δημιουργό την οποία γνώριζα ως θεατρική συγγραφέα. (περισσότερα εδώ)

3. Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα - Πάνος Τσερόλας (εκδόσεις Κέδρος). Η αφήγηση του Τσερόλα διαθέτει άνεση, ενσωματώνει τα διάφορα, λειτουργικά για την προώθηση της πλοκής, ευρήματα, βαδίζει στο μεταίχμιο της συναισθηματικής υπερβολής που η νοσταλγία μιας παρελθούσας εποχής αναπόφευκτα φέρει, χωρίς ωστόσο να το παραβιάζει, επιτρέπει στο προσωπικό να βρει την κρυψώνα του και να κουρνιάσει, συνδυάζει περίφημα τη σοβαρότητα και την ελαφρότητα της κάθε στιγμής, δεν καθοδηγεί, δεν διδάσκει, δεν εκβιάζει. Ο Τσερόλας αφηγείται μια ιστορία, και το κάνει καλά. Παρά τις τετρακόσιες σελίδες του, το μυθιστόρημα διακρίνεται από μια πραγματικά θαυμαστή οικονομία λόγου, μια ακόμα απόδειξη επιτυχίας του τελικού μοντάζ, χωρίς κουραστικές επαναλήψεις. Το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα είναι ένα ωραίο βιβλίο, που πετυχαίνει τη συγχρονία, χωρίς να υστερεί σε λοιπά ποιοτικά χαρακτηριστικά. (περισσότερα εδώ)

4. Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους - Δημήτρης Καρακίτσος (εκδόσεις Ποταμός). Ο Δημήτρης Καρακίτσος είναι ένα μυαλό που διαρκώς γεννά ιστορίες. Στο έβδομο πεζογραφικό του βήμα, αμέσως μετά τον πολυμήχανο Δον Υπαστυνόμο, μας μεταφέρει στη Σουηδία, στα τέλη του 19ου αιώνα, για να μας αφηγηθεί το ταξίδι δύο νεαρών σπουδαστών. Στα έργα του Καρακίτσου, ωστόσο, τίποτα δεν πρέπει να προλαμβάνεται ως δεδομένο, εκτός από την αναγνωστική απόλαυση. Η ειδολογική κατάταξη των έργων του Καρακίτσου είναι παρακινδυνευμένη, αν όχι αδύνατη. Το Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους εξωτερικά και φαινομενικά προσιδιάζει σ' ένα road novel με στοιχεία από το δονκιχωτικό σύμπαν, σύντομα όμως μετατρέπεται σ' ένα πανηγυρικό μυθοπλαστικό γαϊτανάκι αντικατοπτρισμών με επίκεντρο, τι άλλο, την ίδια τη λογοτεχνία και την πρώτη ύλη της, τις ιστορίες. Για τον Καρακίτσο η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, παιχνίδι με τον τρόπο των παιδιών, του Περέκ ή του Καλβίνο. (περισσότερα εδώ)

5. Κλίμακα Μπόγκαρτ - Μαρία Φακίνου (εκδόσεις αντίποδες). Εκείνο ίσως που περισσότερο απ' όλα κάνει το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο να ξεχωρίζει είναι η πυκνότητά του, τα θέματα με τα οποία αναμετράται, χωρίς ωστόσο αυτά να το βαραίνουν και να το αποπροσανατολίζουν. Γύρω από το κεντρικό εύρημα περιστροφής, η Φακίνου στήνει ένα λεπτοδουλεμένο γαϊτανάκι εικόνων και σκηνών, όχι μόνο με τον άντρα πρωταγωνιστή αλλά και παρατηρητή/σχολιαστή του γύρω κόσμου. Πετυχαίνει έτσι να απλώσει τη φυλλωσιά και να καλύψει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας και του κοντινού παρελθόντος, καθιστώντας οικεία την ιστορία αυτή, τον άντρα και τον τόπο επίσης, αλλά κυρίως την κόρη, που παρότι δεν εμφανίζεται στιγμή στη σκηνή, παρά μόνο ως αντανάκλαση της πατρικής μνήμης, με το πέρας των σελίδων αποκτά ολοένα και πιο διακριτή μορφή και καθίσταται το απαραίτητο, καίτοι σιωπηλό, αντίβαρο στον πατρικό μονόλογο. Σφιχτοδεμένη και όσο αποπνικτική απαιτεί η ιστορία, σε υψηλούς βαθμούς στην κλίμακα Μπόγκαρτ, η νουβέλα της Φακίνου διαβάζεται απνευστί αλλά χαράσσεται βαθιά. (περισσότερα εδώ)

6. Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα - Ηλίας Μπιστολάς (εκδόσεις Τόπος). Ο συγγραφέας επιχειρεί να κάνει λέξεις μια έκρηξη χρησιμοποιώντας τα ίδια της τα θραύσματα. Το Χωμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα παρότι πραγματεύεται ζητήματα πολλάκις ειπωμένα διαθέτει έναν τρόπο διακριτό, χωρίς ωστόσο να ξεχνά από πού έρχεται και έχοντας επίγνωση του τι θέλει να πετύχει, μην επιτρέποντας στην τυχαιότητα να παρεισφρήσει. Ο Μπιστολάς, στο πρώτο του μυθιστόρημα, αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του και τις ακολουθεί μέχρι τέλους· να σημειωθεί αυτό, γιατί ολοένα και σπανίζει. (περισσότερα εδώ)

7. Ακουαρέλα - Μαριαλένα Σεμιτέκολου (εκδόσεις Ίκαρος). Στην Ακουαρέλα, το κυρίως στοίχημα είναι η αποτύπωση των ευδιάκριτων φωνών. Το εύρημα με τη διαδοχή διαφορετικών αφηγηματικών προσώπων είναι έξυπνο, αλλά από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό. Η Σεμιτέκολου επενδύει πολλά σ' αυτό και ανταμείβεται για τον κόπο της, καθώς πετυχαίνει να αποτυπώσει πειστικά και γοητευτικά τους τρεις χαρακτήρες της, να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια του καθενός, αφήνοντας τις φωνές, τις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους να ακουστούν καθαρά. Η Ακουαρέλα είναι ένα χαμηλών τόνων σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια λεπτοδουλεμένη αφήγηση, που καταφέρνει να εντυπωσιάσει χωρίς να το επιζητά, σε μια εποχή που κυριαρχούν άναρθρες κραυγές. (περισσότερα εδώ)

8. Εμείς - Ειρήνη Γιαβάση (εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος). Το Εμείς είναι από τα βιβλία εκείνα που επιβεβαιώνουν πως σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο θα πεις μια ιστορία, χωρίς ταυτόχρονα να παραμελείς προς χάρη του μηχανισμού την ίδια την ιστορία. Η Γιαβάση έχει μια καλή ιστορία να πει, όχι απαραίτητα πρωτότυπη —υπάρχουν αλήθεια ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί;—, και το κάνει με έναν τρόπο τεχνικά άρτιο, που πετυχαίνει να αναδείξει περαιτέρω την ίδια την ιστορία. Το Εμείς, παρότι πρωτόλειο, αποτελεί δείγμα ωριμότητας και σκληρής δουλειάς. Ένα καλό βιβλίο. (περισσότερα εδώ)

9. Όλα χαμένα - Κώστας Μιχόπουλος (εκδόσεις Νήσος). Η κεντρική ιδέα από μόνη της διόλου πρωτότυπη δεν είναι, το αντίθετο. Η εξαφάνιση ενός ψαρά είναι μια είδηση δυστυχώς γνώριμη, που επιγραμματικά δίνεται και σύντομα ξεχνιέται. Ο συγγραφέας διατηρεί την ένταση σε υψηλά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να δελεάζεται από μια καταιγιστική δράση, επιτρέποντας στον χρόνο να κυλήσει βασανιστικά αργά, όπως κυλάει ο χρόνος σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή. Ο Μιχόπουλος καθιστά λογοτεχνική μια ιδέα μάλλον κινηματογραφική και, με πλήθος ευρημάτων, δίνει επαρκείς διαστάσεις στον χρόνο της αναζήτησης, προσδίδοντας στην ιστορία το ικανό εμβαδόν επί του οποίου θα οικοδομηθεί η αναγνωστική αγωνία και η ανάδειξη των προσώπων της πλοκής, η απαραίτητη λογοτεχνική συνθήκη. Άλλωστε, ο αναγνώστης λογοτεχνίας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το τι έγινε όσο για το πώς έγινε. Το Όλα χαμένα υπήρξε μια αναγνωστική έκπληξη, ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα με ισχυρές δόσεις αγωνίας, που διαπραγματεύεται με λογοτεχνικό τρόπο ένα δύσκολο θέμα. (περισσότερα εδώ)

10. Εξουθένωση - Μισέλ Φάις (εκδόσεις Πατάκη). Κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια μετά το Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, για το οποίο έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2020, ο δημιουργικά πολυσχιδής και πάντα ανήσυχος Μισέλ Φάις επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Εξουθένωση και επεξηγηματικό υπότιτλο ντοκιμαντέρ ονείρων. Εβδομήντα ένα διηγήματα μονολογικής ή διαλογικής μορφής, με έντονη την κινηματογραφική ή/και θεατρική αύρα, που αποπνέουν μια διάχυτη εξουθένωση, μια εξουθένωση γνώριμη. Τα διηγήματα της Εξουθένωσης αποτελούν ψηφίδες ενός υπό διαρκή κίνηση και εμπλουτισμό συγγραφικού σύμπαντος, που ωστόσο διαθέτουν ικανή αυτονομία, τόσο κατά μόνας, όσο και εν συνόλω. (περισσότερα εδώ)

11. Το όνομά σου - Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (εκδόσεις Το ροδακιό). Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να διαβάσω κάτι του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Η επαφή με το έργο του υπήρξε καταλυτική στη μεταστροφή της γνώμης μου ως νεαρού αναγνώστη τότε για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εν γένει. Έκτοτε, αναζητούσα, μεταξύ άλλων, το όνομά του σε κάθε αφιέρωμα με προσεχείς κυκλοφορίες, μάταια ωστόσο, μέχρι που πριν από κάποιες μέρες αντίκρισα με χαρά τη νέα του νουβέλα, Το όνομά σου, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, πάντα από τις εκδόσεις Ροδακιό. Κάθε προτεραιότητα παραμέρισε στην άφιξη του βιβλίου αυτού στο σπίτι, η σειρά με τα προς ανάγνωση αναπροσαρμόστηκε πάραυτα, πώς αλλιώς; Το όνομά σου σηματοδοτεί την πεζογραφική επιστροφή του Χατζηγιαννίδη, δικαιολογώντας την προσμονή που τα προηγούμενα έργα του δημιούργησαν. Για μένα, το χαϊλάιτ της χρονιάς για την εγχώρια λογοτεχνία. (περισσότερα εδώ)

 

Η αλήθεια είναι πως φέτος δεν διάβασα αρκετά δοκίμια, όχι τόσα όσα θα ήθελα, δυσκολεύτηκα, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, να ξεφύγω από τη σαγήνη της πρόζας. Ωστόσο, το γεγονός πως υπήρξαν τέσσερα βιβλία δοκιμιακού χαρακτήρα που εξουδετέρωσαν τα λογοτεχνικά μάγια και με παρέσυραν σε μια αποκλειστική, χωρίς να το παίζω δίπορτο, ανάγνωση, άξια τα τοποθετεί στην ανασκόπηση της χρονιάς:

1. Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί - Ulrike Marie Meinhof (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Η βαλίτσα). Επίκεντρο της συγκεκριμένης έκδοσης αποτελεί η «ανοιχτή επιστολή στη Φαράχ Ντυμπά» δια χειρός Ουλρίκε Μάινχοφ για το τεύχος Ιουνίου του περιοδικού konkret με αφορμή την επικείμενη επίσημη επίσκεψη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας του Ιρανού Σάχη και της συζύγου του. Την επιστολή ακολουθεί το επίμετρο. Εκεί, γύρω από τη βραδιά της δολοφονίας του νεαρού φοιτητή, δίνεται η μεγάλη εικόνα όσον αφορά το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής, τόσο στο Ιράν όσο και στη Γερμανία, με τρόπο ευκρινή. Το επίμετρο βασίζεται σε ενδελεχή έρευνα πηγών, οι οποίες και παραθέτονται με τη μορφή βιβλιογραφίας, συμπληρώνοντας μια, απ' όλες τις απόψεις, πλήρη έκδοση. Παρότι εδώ, τουλάχιστον φαινομενικά, έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση δοκιμιακού, αρχειακού και ερευνητικού χαρακτήρα, η ανάγνωσή της μου ανάδευε διαρκώς στη μνήμη το συγκλονιστικό Επιχείρηση σφαγή, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα του Ροδόλφο Ουόλς. Το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί είναι ένα υβριδικό κατασκεύασμα που υπερβαίνει τα όρια του είδους στο οποίο ανήκει. Η αναζήτηση της αλήθειας, η μη λήθη για να θυμηθούμε τη λογοτεχνία του Χάινριχ Μπελ, αποτελεί το διακύβευμα. Όμως, δεν είναι ένα απλό ρεπορτάζ αυτό, δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων. (περισσότερα εδώ)

2. Ο Ρότζερ Φέντερερ ως θρησκευτική εμπειρία - David Foster Wallace (μτφρ. Κώστας Καλτσάς, εκδόσεις Πλήθος). Ενώ ο χρόνος μετρά, καίτοι βασανιστικά, αντίστροφα για την έκδοση στα ελληνικά του Infinite Jest, οι νεοσύστατες εκδόσεις Πλήθος κυκλοφόρησαν, σε μετάφραση επίτευγμα του Κώστα Καλτσά, μια συλλογή πέντε κειμένων γύρω από το τένις του –ίσως– πιο επιδραστικού συγγραφέα των τελευταίων χρόνων. Ο Γουάλας, του οποίου το δοκιμιακό/αρθρογραφικό έργο δεν έχει και τόσο αναγνωριστεί, καταδικασμένο στην παχιά σκιά της λάμψης της πρόζας του, δείχνει εδώ την πολυπραγματοσύνη των ενδιαφερόντων του, την ικανότητά του να κινείται και να συνδυάζει μια πληθώρα θεματικών, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους. Δεν έχει σημασία αν κάποιος ασχολείται ή όχι με το τένις, σημασία εδώ έχει το εύρος της σκέψης αυτού του σπουδαίου δημιουργού, του πρόωρα χαμένου, γαμώτο.

3. Είμαι το τέρας που σας μιλά - Paul Preciado (μτφρ. Αναστασία Μελία Ελευθερίου, εκδόσεις αντίποδες). Όταν διάβασα την ομιλία του Πρεθιάδο, παρότι αδυνατούσα να ακολουθήσω το σύνολο του στοχασμού και της κριτικής του, ένιωθα έναν θυμό αντίστοιχο με εκείνον που νιώθω όταν διαβάζω δοκίμια σχετικά με την αυτοχειρία, αλλά και την κάλυψη ενός κενού που η περί αυτοκτονίας βιβλιογραφία έχει, καθώς πέρα από το αυτοκτονικό σημείωμα, ο αυτόχειρας στέκει σιωπηλός, ανίκανος πια να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε αυτή την ιδιότυπη δίκη προθέσεων και εξηγήσεων που λαμβάνει χώρα εκ των υστέρων. Εδώ το τέρας πήρε τον λόγο. Το ελάχιστο που κάνουν κείμενα όπως αυτό είναι να συμβάλλουν στη συζήτηση, να δημιουργούν ρήγματα και να ανοίγουν δρόμους στη σκέψη. Δεν είναι κείμενα ενιαίας πρόσληψης, κάθε αναγνώστης προσέρχεται με τις δικές του εμπειρίες και προσλαμβάνουσες. Εξέρχεται πάντως διαφορετικός. (περισσότερα εδώ)

4. Επιστροφή στη Ρενς - Didier Eribon (μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος). Αμφιταλαντεύτηκα αν αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να μπει στη λογοτεχνία ή το δοκίμιο. Όπως και να έχει, αναμφίβολα η Επιστροφή στη Ρενς υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που διάβασα την περασμένη χρονιά. Ο Εριμπόν πετυχαίνει κάτι σπουδαίο. Να γράψει κάτι απόλυτα προσωπικό με τρόπο που να απευθύνεται στο συλλογικό, χωρίς διάθεση για διδαχή και νουθεσία. Και καταφέρνει κάτι ακόμα: να απλώσει μέσω της θεωρίας το κοινό συναισθηματικό εμβαδόν με τον αναγνώστη. Και αυτό γίνεται γιατί το κατηγορώ γίνεται διερευνώ, επιχειρώ να εξηγήσω, να κατανοήσω, δίνω μια ευκαιρία να συγχωρήσω, να αποτινάξω ένα βάρος από τις πλάτες μου. Και όλο αυτό γίνεται μέσω της θεωρίας και της γνώσης από μια θέση πλεονεκτική. Η γαματοσύνη που ο καθένας λίγο πολύ νιώθει για τον εαυτό του συνοδεύεται και από κάποιες υποχρεώσεις που συχνά παραβλέπουμε. (περισσότερα εδώ)

Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η αποτύπωση σε λίστες του '22, βιβλία που δεν διάβασα και βιβλία που διάβασα. Καλή χρονιά να έχουμε, ας είμαστε λιγότερο μαλάκες. Και εις άλλα με υγεία και χαρά.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Για τη χρονιά που πέρασε (μέρος Α')

 

Καλή χρονιά με ευχές για υγεία. Πρώτη ανάρτηση του νέου έτους μια λίστα με τα καλύτερα βιβλία του περασμένου, για το καλό. Αναγνωστικά το '22 ήταν μια πλούσια χρονιά, παρά τα όποια απωθημένα άφησε πίσω του. Με δυσκολία περιορίστηκα στις κάτωθι επιλογές, αλλά έτσι είναι οι λίστες, να σβήνεις και να προσθέτεις ως την τελευταία στιγμή, να νιώθεις τύψεις για όσα άφησες απέξω, να κάνεις τη δεκάδα δωδεκάδα και ύστερα δεκατετράδα, αρχικά για το σύνολο των βιβλίων, ύστερα μόνο για τη μεταφρασμένη λογοτεχνία κ.τ.λ. 

Με τυχαία σειρά, τα καλύτερα βιβλία μεταφρασμένης λογοτεχνίας που διάβασα το 2022 είναι:

1. Οι Αποσυνάγωγοι του Ογούζ Ατάι (μτφρ. Νίκη Σταυρίδη, Gutenberg), ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της τουρκικής λογοτεχνίας, εντάχθηκαν δικαιωματικά στη σπουδαία σειρά Orbis Literæ. Παρά το λογοτεχνικό τους εκτόπισμα και τον αναγνωστικό ίλιγγο που προκαλούν, δεν απευθύνονται σε κάποια ελίτ. Η ευφυής σύνθεση και διαχείριση του υλικού, οι εναλλαγές της αφηγηματικής φωνής και απεύθυνσης, ο κυρίαρχος μοντερνισμός και ο υποδόριος μεταμοντερνισμός αποτελούν πυλώνες της κατασκευής. Εκείνο, όμως, που διατρέχει και συνέχει τους «Αποσυνάγωγους» είναι το αίσθημα της βαθιάς υπαρξιακής και ανθρώπινης αγωνίας. (περισσότερα εδώ)

2. Η υπόσχεση (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Διόπτρα) με την οποία ο Νοτιοαφρικανός Ντέιμον Γκάλγκουτ απέσπασε το βραβείο Booker 2021, είναι ένα μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα όρια της εθνικής λογοτεχνίας στην οποία ανήκει. Μια τρομερά ενδιαφέρουσα ιστορία δοσμένη με τρόπο που χαράσσεται βαθιά στη μνήμη, ο ορισμός του ποιοτικού μπεστ σέλερ. (περισσότερα εδώ)

3. Ο Γκέρχαρντ Φάλκνερ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους γερμανόφωνους ποιητές και ίσως αυτό, διαβάζοντας το άνω των εξακοσίων σελίδων Apollokalypse (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Loggia), να μην αποτελεί κάτι το παράδοξο. Γιατί ίσως μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να αποτυπώσει το Βερολίνο πριν και μετά την πτώση του Τείχους με τρόπο ιδιοσυγκρασιακό και όχι πολιτικό, αρνούμενος να ταχθεί στη μία ή την άλλη πλευρά της Ιστορίας. (περισσότερα εδώ)

4. Το Προς τον Παράδεισο (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο) ανήκει στη λογοτεχνία των εναλλακτικών κόσμων και αποτελείται από τρία αυτόνομα βιβλία που διαδραματίζονται με διαφορά εκατό χρόνων το ένα από το άλλο, πάντοτε στη Νέα Υόρκη. Ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα φιλόδοξο χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, με σημεία εντυπωσιακής ομορφιάς, με στιγμές συγκίνησης, που περιλαμβάνει τους γνώριμους αστερισμούς του σύμπαντος της Χάνια Γιαναγκιχάρα. (περισσότερα εδώ)

5. Ο Μητροφάγος (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Αντίποδες), το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι, αποτελείται από δύο νουβέλες, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση, ικανή ωστόσο να προσδώσει την απαραίτητη συνοχή. Μια κατασκευή, εγκεφαλική και ψυχρή, στα πρότυπα του σπουδαίου Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, ταυτόχρονα σαγηνευτική και αποκρουστική· ένα κομμάτι πάγου σε γυμνή παλάμη. (περισσότερα εδώ)

6. Ο Σέσαρ Άιρα είναι ένα μυαλό που γεννά διαρκώς ιστορίες, στην επιφάνειά τους αστείες και φαινομενικά απλές. Από τις εκδόσεις Carnívora και σε συλλογική μετάφραση κυκλοφόρησε φέτος η νουβέλα Πώς έγινα καλόγρια, εκεί όπου η εξάχρονη Σέσαρ Άιρα, που στα μάτια των άλλων είναι αγόρι, πηγαίνει με τον πατέρα της να δοκιμάσει παγωτό για πρώτη φορά. Και δεν της αρέσει, το βρίσκει μάλιστα αηδιαστικό. (περισσότερα εδώ)

7. Στην Ανοχύρωτη πόλη (μτφρ. Στέφανος Μπατσής, Πλήθος), ο Τέτζου Κόουλ προσφέρει στον ήρωα-αφηγητή του το προνόμιο της άσκοπης μητροπολιτικής περιπλάνησης, μια αντίστιξη στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου, που δίνει στο υποκείμενο τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για συλλογισμό και παρατήρηση. Ένα σύγχρονο αστικό φλανάρισμα που αργά και σταθερά παρασέρνει τον αναγνώστη. (περισσότερα εδώ)

8. Το όνομα του πολυσχιδή Νορβηγού δημιουργού Γιον Φόσσε ψιθυρίζεται κάθε χρόνο ανάμεσα σε εκείνα των φαβορί για το βραβείο Νόμπελ. Το άλλο όνομα (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, Gutenberg), προστιθέμενο στο διάσημο θεατρικό του παρελθόν, απαντάει εν πολλοίς στο γιατί.

9. Το Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ (μτφρ. Λευτέρης Καλοσπύρος, Πόλις) είναι ένα μυθιστόρημα δράσης, με μια πλοκή γεμάτη από πραγματικά κακούς και επίδοξους καλούς, που διαβάζεται αχόρταγα και θέτει διάφορα επίκαιρα ζητήματα. Οχτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του, όχι μόνο δεν μοιάζει παρωχημένο, αλλά στέκει ακόμα πιο ρεαλιστικά επίκαιρο σχετικά με την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, αποκαλύπτοντας την οξυδέρκεια του Ντέιβιντ Σέιφερ. (περισσότερα εδώ)

10. Στο Θαλασσινό νερό (μτφρ. Ουρανία Παπακωνσταντίνου, Πατάκης), η Τζέσσικα Άντριους φλερτάρει έντονα με την αυτομυθοπλασία αλλά δεν της παραδίδεται ολοκληρωτικά. Χαρίζει στη Λούσυ, με την οποία μοιάζουν σε αρκετά, μια πειστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να πει την ιστορία της, μια ιστορία προσωπική καίτοι, στην πορεία της, ολοένα και πιο γνώριμη και οικεία. Μια αναπάντεχη αναγνωστική έκπληξη. (περισσότερα εδώ)

11. Το Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος) της Καταλανής Ιρένε Σολά, ένα λυρικό μα συνάμα σκληρό μυθιστόρημα, διαδραματίζεται στα πανέμορφα και πολύπαθα Πυρηναία. Εδώ η μνήμη χαράσσεται βαθιά στο έδαφος, η λήθη δεν είναι τόσο εύκολη. Ο ιδιότυπα σύγχρονος μαγικός ρεαλισμός αποδεικνύεται λειτουργικός, με την επιρροή της Τοκάρτσουκ να είναι εμφανής.

12. Το 2022, κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά Ο Σινεφίλ του Γουόκερ Πέρσυ (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Καστανιώτης). Είναι η ιστορία τού Τζακ Μπόλινγκ, που όλοι τον φωνάζουν Μπινξ, μια βδομάδα πριν κλείσει τα τριάντα. Αναδυόμενος χρηματιστής, ζει εργένικα φλερτάροντας με τις κατά καιρούς γραμματείς του και αναζητώντας συχνά καταφύγιο στις σκοτεινές και άδειες κινηματογραφικές αίθουσες των προαστίων, γυρεύει το νόημα σ' έναν κόσμο παράλογο· ο Μπινξ είναι ένας αξέχαστος αντιήρωας. (περισσότερα εδώ)

13. Δεκαέξι χρόνια μετά τον Δρόμο, ο Κόρμακ Μακάρθι επιστρέφει μ' ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο [Ο επιβάτης Stella Maris (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg)] ικανό να υπερβεί τις κορυφαίες στιγμές της εργογραφίας του, μια σπάνιας οξυδέρκειας αποφώνηση  καριέρας ενός εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του καιρού μας. Ένα μείζον εκδοτικό γεγονός.

14. Η αναμονή της έκδοσης ενός ακόμα βιβλίου του Ρομπέρτο Μπολάνιο στα ελληνικά, πάντα από τις εκδόσεις Άγρα και σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου, αποτελεί μία από τις ετήσιες αναγνωστικές σταθερές. Φέτος κυκλοφόρησε το «Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόις, το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας σε συνεργασία με τον Α. Γ. Πόρτα και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από μια λογοτεχνική επισκόπηση! (περισσότερα εδώ)

Την Πέμπτη θα ακολουθήσει ακόμα μία λίστα, μείνετε συντονισμένοι!