Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Μπέρδεμα στο Χάρλεμ - Colson Whitehead

Ο ξάδερφος του ο Φρέντι τον έβαλε στη ληστεία μια ζεστή νύχτα στις αρχές Ιουνίου. Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που ο Ρέι Κάρνεϊ έτρεχε παντού, στα προάστια, στο κέντρο, πέρα δώθε στην πόλη. Κρατώντας τη μηχανή αναμμένη. Πρώτα πήγε στη Radio Row για να ξεφορτώσει τις τρεις τελευταίες κονσόλες, δύο RCA και μία Magnavox, και να παραλάβει την τηλεόραση που είχε αφήσει. Τα ραδιόφωνα τα είχε εγκαταλείψει, εδώ και έναν χρόνο δεν είχε πουλήσει ούτε ένα, όσο και να κατέβαζε την τιμή και να παρακαλούσε. Τώρα έπιαναν χώρο στο υπόγειο, τον οποίο χρειαζόταν για τις πολυθρόνες που έρχονταν από την εταιρεία Argent την επόμενη βδομάδα και όσα έπιπλα θα έπαιρνε από το διαμέρισμα της νεκρής κυρίας εκείνο το απόγευμα. Τα ραδιόφωνα ήταν ό,τι καλύτερο πριν από τρία χρόνια· τώρα παχιές κουβέρτες έκρυβαν τα στιλπνά μαονένια σώματά τους, δεμένα με δερμάτινους ιμάντες στην καρότσα του φορτηγού. Το φορτηγό χοροπηδούσε στο τρισάθλιο οδόστρωμα της Λεωφόρου του Γουέστ Σάιντ.

Ο πατέρας του Ρέι ανήκε στον υπόκοσμο της πόλης, διέθετε μάλιστα και κάποια φήμη. Ο Ρέι, μετά τον θάνατο της μητέρας του, μεγάλωσε κυρίως με τη θεία του, τη μητέρα του Φρέντι. Οι δυο τους ήταν πάντοτε κολλητοί, ένας δεσμός που άντεξε μέσα στα χρόνια. Ο Ρέι διάλεξε έναν δρόμο διαφορετικό, σπούδασε με επιμονή, επιδεικνύοντας μια καρτερικότητα που δεν συναντάται συχνά στην ηλικία εκείνη, αρνήθηκε δεκάδες προτάσεις για πάρτι, βρήκε πρωινή δουλειά παράλληλα με τη σχολή, έμεινε σταθερός στον στόχο που είχε θέσει. Γνώρισε την Ελίζαμπεθ για την οποία οι δικοί της είχαν άλλα όνειρα. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν πρώτα τη Μέι και λίγο αργότερα τον Τζον. Ο Ρέι άνοιξε ένα μαγαζί με είδη σπιτιού, με τον καιρό κυρίως έπιπλα, σταδιακά και μεταχειρισμένα. Έδινε καθημερινά τον καλύτερό του εαυτό σε μια γειτονιά δύσκολη όπως το Χάρλεμ και σε μια περίοδο ταραγμένη όπως η δεκαετία του '60.

Ο Γουάιτχεντ, από την πρώτη παράγραφο, δίνει ευδιάκριτο στίγμα προθέσεων και τεχνικών. Διόλου τυχαία ξεκινά με μία πρόληψη. Δεν είναι μόνο πως τραβάει το αναγνωστικό ενδιαφέρον· αυτό δεν είναι το κατεξοχήν ζητούμενο. Εκείνο που πετυχαίνει είναι η επίδειξη ενός ρήγματος, του πρώτου από μια σειρά που θα φανερωθούν κατά τη διάρκεια της αφήγησης, στην εικόνα που ο Ρέι βγάζει προς τα έξω. Προλαβαίνει τον αναγνώστη πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στη γοητεία εκείνου που ενάντια σε όλα τα προγνωστικά κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του στην επιφάνεια, στον καθαρό αέρα. Και δεν το κάνει αυτό γιατί εχθρεύεται τον ήρωά του, αλλά γιατί σε εκείνη την εποχή και σε εκείνη τη γειτονιά τα ρήγματα ήταν αναπόσπαστο μέρος της κάθε βιτρίνας. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο Ρέι, υπόκειται σε πλήθος περιβαλλοντικών πιέσεων, οικογενειακών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών, μεταξύ άλλων, χωρίς καθόλου να προσθέσουμε, ορθολογιστές όντες, τον παράγοντα της συγκυρίας και της κακής τύχης. Τα ρήγματα είναι αποτέλεσμα πιέσεων και αυτό δεν είναι δικαιολογία αλλά η πραγματικότητα, η σκληρή και μη αθώα πραγματικότητα της κάθε εποχής. Για να αποτυπώσει την εποχή εκείνη, ο συγγραφέας, από την πρώτη κιόλας παράγραφο, επιδεικνύει πρόθεση να εντάξει πλήθος πραγματολογικών στοιχείων στην αφήγησή του, που παρότι ως ένα βαθμό μοιάζουν δευτερεύοντα ως προς την κυρίως πλοκή, είναι εντούτοις σημαντικά για τον ρεαλισμό και την εν γένει ατμόσφαιρα. Μια απόπειρα καταγραφής, ένα μυθοπλαστικό ντοκουμέντο.

Ο Ρέι χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα ηρωισμού και αντιηρωισμού, ο συγγραφέας του τον αγαπάει αλλά δεν τον νταντεύει, τον αφήνει στον έξω κόσμο, έρμαιο γεγονότων που τον ξεπερνούν, τον φέρνει προς τετελεσμένων γεγονότων, τον στριμώχνει ανάμεσα σε αποφάσεις δύσκολες, τον δελεάζει και τον τρομάζει, το καλό και το κακό, εκείνο από το οποίο ήθελε πάντα να ξεφύγει, άλλωστε, δεν ήταν μόνο το μονοπάτι του πατέρα του αλλά και η καθημερινή δυσκολία. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του επαγγέλματος, όχι μόνο γιατί εξυπηρετεί την αστυνομική πλοκή αλλά και γιατί η άνεση που υπόσχονται οι καναπέδες σηματοδοτεί μια νέα εποχή, μια πτυχή του μεγάλου ονείρου που πλέον μοιάζει να είναι προσβάσιμο σε ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, όνειρο, ωστόσο, που απαιτεί θυσίες και εκπτώσεις. Ο Ρέι θα μπορούσε να είναι βγαλμένος από τις σελίδες κάποιου βιβλίου του Σιμενόν, εγκλωβισμένος σε μια συνθήκη, παίρνοντας αποφάσεις υπό πίεση, υπερασπιζόμενος ως τέλους τη βιτρίνα που έχει επιλέξει για τον εαυτό του.  

Το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα ενός στυλίστα της γραφής, μέλους και συνεχιστή της μαύρης λογοτεχνικής παράδοσης, μυθιστόρημα στο οποίο συναντάται ένας ειδολογικός πλουραλισμός που τον συνέχει ο αστυνομικός χαρακτήρας της ιστορίας. Και όμως το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ δύσκολα θα το κατέτασσε κανείς στην αστυνομική λογοτεχνία. Ο Γουάιτχεντ χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό περισσότερο ως εύρημα, και ακόμα περισσότερο ως πραγματολογικό στοιχείο, όσο και αν κάτι τέτοιο προκαλεί εντύπωση πριν από την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Το έγκλημα έχει πολλές εκφάνσεις, κάποιες εκ των οποίων κινούνται εντός των ορίων της νομιμότητας και σε μια εποχή ρευστή τα όρια δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Η ανάδειξη της ρευστότητας είναι μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα και ως προς αυτό χρησιμοποιεί κάποιες διαχρονικές σταθερές, που επιπλέον επιτρέπουν μια ισορροπημένη απόδοση της εποχής. Ο συγγραφέας με τρόπο έξυπνο και κυρίως λειτουργικό εντάσσει και συνδυάζει ποικίλα και ετερόκλητα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά χωρίς να απολύει στιγμή τον βηματισμό του, σε ένα αποτέλεσμα θαυμαστής συνοχής, χωρίς ρωγμές. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, αρκετά στυλιζαρισμένη, όχι όμως επιτηδευμένη, επιτείνει το αίσθημα της συνοχής και της ομοιομορφίας. Η ορμή που διακρίνει την αφήγηση φέρει κάτι από την αύρα των πολύβουων και ανήσυχων δρόμων του Χάρλεμ. Η προώθηση της πλοκής γίνεται με τρόπο δουλεμένο αρκετά, με μια ενδιαφέρουσα ενσωμάτωση αναλήψεων που γίνεται με χρήση ενός μάλλον σκληρού κατ, που στην αρχή ίσως ξενίσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και κάποιες κοφτές προτάσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μακριές περιόδους. Τέτοιο παράδειγμα είναι η φράση «Κρατώντας τη μηχανή αναμμένη», της πρώτης παραγράφου. Πέρα και πάνω απ' όλα, το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί έναν φόρο τιμής στο Χάρλεμ της δεκαετίας του '60. 

Ο Γουάιτχεντ, στο Μπέρδεμα στο Χάρλεμ, επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τους διθυράμβους που τον ακολουθούν τα τελευταία χρόνια. Μπορεί, βέβαια, μόνο ο χρόνος να επιβεβαιώσει ή να καταρρίψει ισχυρισμούς περί διαδοχής συγγραφέων όπως ο Μπόλντουιν ή ακόμα και ο Έβερετ, όμως ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας σίγουρα αξίζει προσοχής και ανάγνωσης.

Μετάφραση Μυρσίνη Γκανά
Εκδόσεις Ίκαρος 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Η κίτρινη ταπετσαρία - Charlotte Perkins Gilman

Προσωπικά, διαφωνώ με τις ιδέες τους. Προσωπικά, πιστεύω ότι μια ευχάριστη εργασία, συναρπαστική και γεμάτη αλλαγές, θα μου έκανε καλό. Αλλά τι μπορεί να κάνεις;

Ο άντρας της, διάσημος γιατρός, διαφωνεί κάθετα με αυτές τις σκέψεις. Μαζί του συμφωνεί και ο αδερφός της αφηγήτριας, επίσης γιατρός. Ξεκούραση, χαλάρωση, απομόνωση, θεραπείες, βόλτες και καλό φαγητό. Όχι πνευματική υπερδιέγερση, όχι κοινωνικές συναναστροφές, όχι ταξίδια. Αυτά προτείνουν ενάντια στις νευρολογικές διαταραχές από τις οποίες υποφέρει. Εκείνη ασφυκτιά. Από τη μια, αδυνατεί να πιστέψει πως ο ίδιος της ο άντρας, που τόσο πολύ την αγαπά, που τόσο πολύ τρυφερός και πρακτικός είναι, μπορεί να μη θέλει το καλό της. Από την άλλη, το ένστικτό της, η διαφωνία με την προσέγγισή τους. Όμως, εκείνη είναι η άρρωστη και εκείνος ο θεράπων. Όμως, εκείνη είναι γυναίκα και εκείνος ο άντρας της. Ας μην το παραβλέπει κανείς αυτό. 

Νοικιάζουν μια μεγαλοπρεπή έπαυλη για το καλοκαίρι. Από καιρό εγκαταλελειμμένη, ίσως να πρόκειται για κάποιο εξουθενωτικό κληρονομικό διακύβευμα, όπως και να έχει, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για ανθρώπους απλούς όπως εκείνη και ο Τζον να περάσουν στην εξοχή τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκείνος επιστρέφει αργά από την πόλη όπου ασκεί τα επαγγελματικά του καθήκοντα, κάποιες φορές διανυκτερεύει εκτός. Εκείνη περνά τη μέρα της σε ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν παιδικό· μεγάλο, ευάερο και ευήλιο, ιδανικό για την κατάστασή της, σύμφωνα πάντα με την επιστήμη, δηλαδή τον σύζυγό της. Μια οικιακή βοηθός τη συντροφεύει, είναι εκεί για να τη βοηθά ως γκουβερνάντα του μωρού, αλλά περισσότερο μοιάζει να λειτουργεί ως επόπτρια, ως νοσηλεύτρια πλήρως ταγμένη στις εντολές του γιατρού. Η αφηγήτρια βρίσκει χώρο και χρόνο για να γράψει αυτές τις γραμμές, είναι ο προαυλισμός που πραγματικά χρειάζεται, η ευχάριστη εργασία που της κάνει καλό, που της δίνει την αίσθηση πως διατηρεί σε κάποιο βαθμό τον έλεγχο. Επιδιώκει να παραμένει συνεχώς μόνη, να έχει ένα δικό της δωμάτιο, αυτό χρειάζεται άλλωστε μια γυναίκα για να γράψει.

Η κίτρινη ταπετσαρία γράφτηκε μέσα σε δύο μέρες το καλοκαίρι του 1890, αλλά κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού The New England Magazine. Είναι το πλέον διάσημο έργο της Γκίλμαν και θεωρείται ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά φεμινιστικά μανιφέστα, παρότι η συγγραφέας μετά το θάνατό της περιέπεσε εν πολλοίς στη λήθη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο έχει τέτοια δυναμική ώστε ο αναγνώστης θεωρεί δεδομένη τη γέφυρα με το αυτοβιογραφικό, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξει στη ζωή της Γκίλμαν για επιβεβαίωση της υποψίας. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται από τη μια η αγωνία της επίγνωσης της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται και από την άλλη η κάθοδος στην τρέλα είναι τέτοιος που μόνο ένα μέρος του οφείλεται στη λογοτεχνική κλίση, με το υπόλοιπο να κυριαρχείται από το βίωμα και την επιθυμία της Γκίλμαν η εμπειρία αυτή να αποτελέσει οδηγό πλεύσης.

Η κίτρινη ταπετσαρία ήρθε να συναντήσει άλλα τέσσερα βιβλία που διάβασα σχετικά πρόσφατα και ανήκουν στη γυναικεία λογοτεχνία, όχι ως προς τα υποκείμενα της γραφής, αλλά ως προς τα όσα διαπραγματεύονται. Ένα μάλιστα εξ αυτών, το Σκοτώσου, αγάπη, περιέχει επίσης στον πυρήνα του το ζήτημα της επιλόχειας κατάθλιψης, μέσω μιας εξίσου καθηλωτικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Τα άλλα τρία βιβλία είναι Η εποχή των τυφώνων, Η Ελένα ξέρει και Άδεια σπίτια. Η διαφορά τους με τη νουβέλα της Γκίλμαν είναι η χρονική απόσταση που τα χωρίζει, εκατόν τριάντα χρόνια, μέσα στα οποία η λογοτεχνία και η κοινωνία άλλαξαν πολύ, και όμως, διαβάζοντας την Κίτρινη ταπετσαρία σχεδόν σοκάρεσαι από το πόσο σύγχρονη και επίκαιρη μοιάζει σε κάποιες σειρές της η αφήγηση αυτή, σαν η νουβέλα να είναι γραμμένη πρόσφατα σε ένα στυλ επί τούτου παλιακό. Και είναι αυτή η απόσταση που αναδεικνύει τη σπουδαιότητα αλλά και τη δυσκολία, όχι μόνο της λογοκρισίας αλλά και της ίδιας της τότε κοινωνίας, μιας λογοτεχνικής απόπειρας όπως αυτή, υποστηριζόμενης από έναν βίο εξίσου αντιδραστικό και έξω από τις νόρμες της τότε εποχής. Και αν υπάρχει ακόμα τεράστιος δρόμος να διανυθεί, στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε εκείνες που πέτυχαν τα πρώτα ρήγματα.

Νουβέλα που διαβάζεται ξανά και ξανά, όχι μόνο ‒αν και βοηθάει‒ εξαιτίας του μεγέθους της, αλλά γιατί διαπραγματεύεται αρκετά ζητήματα και επιδέχεται πλήθος ερμηνειών. Η αξία της νουβέλας δεν περιορίζεται μόνο στη φεμινιστική της διάσταση και στο εν γένει κοινωνικοπολιτικό της στοιχείο. Ο τρόπος με τον οποίο η Γκίλμαν εισάγει τον τρόμο και την τρέλα είναι μοναδικός, έτσι όπως διολισθαίνει αθόρυβα, παράλληλα με την ημερολογιακή καταγραφή της καθημερινότητας, οδηγώντας σ' ένα τέλος καθηλωτικό, εκεί όπου ο τρόμος συναντά την κάθαρση, σ' ένα φινάλε ανατριχιαστικό. Η κίτρινη ταπετσαρία δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί στα ελληνικά, είχαν προηγηθεί ακόμα δύο εκδόσεις (Κέδρος,1999· Λαγουδέρα, 2015), οι οποίες ωστόσο παρουσιάζονται ως εξαντλημένες εδώ και καιρό. Οι εκδόσεις Έρμα με την καθοριστική μεταφραστική αρωγή της Δήμητρας Σταυρίδου ήρθαν να καλύψουν αυτό το κενό.

Η κίτρινη ταπετσαρία, που ο Λόβκραφτ τόσο πολύ θαύμαζε, είναι από πολλές απόψεις ένα σημαντικό βιβλίο, που αποτέλεσε έμπνευση και οδηγό μέσα στα χρόνια, λογοτεχνικά γοητευτικά και δυστυχώς ακόμα επίκαιρο.

υγ. Για το Σκοτώσου, αγάπη (Αριάνα Χάρουιτς, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις opera) περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Για το Η Ελένα ξέρει (Κλαούντια Πινιέιρο, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora) εδώ. Για το Άδεια σπίτια (Μπρέντα Ναβάρο, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora) εδώ

Μετάφραση Δήμητρα Σταυρίδου
Εκδόσεις Έρμα

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Δώδεκα

Τρίτη χρονιά συνεχόμενη. Κάπου στις αρχές Γενάρη σημειώνω νοερά να σκεφτώ κάτι ιδιαίτερο για τα γενέθλια του μπλογκ. Πάντα σκέφτομαι: μα είναι σε τρεις μήνες, είναι νωρίς. Και ο χρόνος πετάει, όπως συνηθίζει να κάνει άλλωστε, και φτάνει η παραμονή. Η μόνη διαφορά είναι πως φέτος μέχρι την τελευταία στιγμή φλερτάρω με την ιδέα να μην υπάρξει γενέθλιο κείμενο, να μην υπάρξει γενέθλια αναφορά, να αφεθεί πίσω η ημερομηνία αυτή. Το πρώτο ραντεβού απονεύρωσης θα ήταν μια δικαιολογία άψογη. 

Είχα καιρό να δω αυτή τη φίλη. Πολύ καιρό. Ρε συ Γιάννη, μου λέει σε κάποια στιγμή, έχω βαρεθεί να μου κουνάνε το δάκτυλο. Κι εγώ έχω βαρεθεί, σκέφτομαι. Τη ρωτάω σε ποιον αναφέρεται. Μου λέει για εκείνη την περσόνα που αυστηρά και απόλυτα μας απαγορεύει να ποστάρουμε φωτογραφίες των βιβλίων που διαβάζουμε καθώς οφείλουμε να μιλάμε μόνο για τον πόλεμο. Ένα χειμαρρώδες «ρε δεν πας στον γεροδιάβολο» εμφανίστηκε από τα βάθη του είναι μου. Ο τύπος αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερος εν τω μεταξύ, να χαρώ εγώ ελευθερία και αυτοδιάθεση. 

Το σημερινό γενέθλιο κείμενο αφιερώνεται, λοιπόν, σε όσους και όσες αντλούν διαφυγή και κουράγιο από το πάθος που τους επιτρέπει να επιπλέουν στον ζόφο, σε όσους και όσες δεν σηκώνουν το δάκτυλο, σε όσους και όσες πού και πού αμφιβάλλουν. Η μικρή αυτή γωνιά κλείνει σήμερα δώδεκα χρόνια ζωής, έστω και με αυτό το μικρό κείμενο, το κάπως θυμωμένο.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Τρεις - Dror Mishani

Με τα βιβλία που διαβάζει αχόρταγα κανείς συμβαίνει συχνά το εξής: στο γύρισμα της τελευταίας σελίδας μια σκέψη ενοχής ξεπροβάλλει, ένα αίσθημα ντροπής εν τη γενέσει του, πως η ποιότητα έλειπε. Ας μη γενικεύω, σε μένα συμβαίνει. Ίσως είναι όλο αυτό το βάρος με το οποίο ο χαρακτηρισμός pageturner είναι φορτωμένος που ευθύνεται για το συναίσθημα αυτό, σαν να είναι από τη φύση του πράγμα κακό να μην μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου ένα βιβλίο και όχι μια αφηγηματική αρετή που θα έπρεπε να αποδίδεται στον συγγραφέα. Σπόρος που έχει βγάλει ρίζα βαθιά, δύσκολα ξεριζώνεται. Μεγάλη συζήτηση και δεν θα την κλείσω εδώ, απλά θα πω πως είχα καιρό να διαβάσω τόσο αχόρταγα ένα μυθιστόρημα όπως το Τρεις και όταν τελείωσα με την ανάγνωσή του η ενοχή και η ντροπή ίσα που φάνηκαν στην πόρτα πριν εξαφανιστούν. Και πιθανολογώ πως θα είχα περαιτέρω εντυπωσιαστεί και βρεθεί προ αναγνωστικού απροόπτου, αν στο εξώφυλλο δεν υπήρχε η επισήμανση πως το Τρεις ανήκει στην αστυνομική λογοτεχνία, αφού η γνώση αυτή με κατέστησε υποψιασμένο ως προς την πιθανή κατεύθυνση της ιστορίας, πως κάποιο έγκλημα θα εμφανιστεί στο βάθος του ορίζοντα προσδοκιών. Το Τρεις είναι ένα πολύ καλό βιβλίο.

Συναντήθηκαν σε έναν ιστότοπο γνωριμιών για χωρισμένους. Το προφίλ του ήταν απλό, συνηθισμένο, και γι' αυτό ακριβώς του έγραψε. Σαράντα δύο ετών, με ένα διαζύγιο, κάτοικος Γκιβατάιμ. Χωρίς «έτοιμος να ρουφήξει τη ζωή» ή «σε φάση αναζήτησης και θα ήθελα να ανακαλύψω τον εαυτό μου μαζί σου». Δύο παιδιά, ύψος 1,77 μ., πανεπιστημιακή μόρφωση, ανεξάρτητος, με καλή οικονομική κατάσταση, Ασκεναζί στην καταγωγή. Πολιτική άποψη: καμία. Και κάποια άλλα πεδία είχαν μείνει κενά επίσης. Τρεις φωτογραφίες: η μια παλιά και οι άλλες δύο πιο πρόσφατες μάλλον. Σε όλες υπήρχε κάτι καθησυχαστικό στο πρόσωπό του, τίποτε ιδιαίτερο. Δεν ήταν χοντρός.

Σε μυθιστορήματα όπως αυτό είναι επίφοβη η αναφορά στην υπόθεση και την πλοκή, αφού η αποκάλυψη κάποιου στοιχείου θα ζημιώσει τον υποψήφιο αναγνώστη στερώντας του μέρος από την αναγνωστική απόλαυση. Θα μείνω λοιπόν σε όσα το οπισθόφυλλο αναγράφει και σε όσα η παραπάνω εναρκτήρια παράγραφος υπονοεί. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παζλ τριών γυναικών. Η Όρνα, η Εμίλια και η Έλλα, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, ζουν στο Τελ Αβίβ, υποφέρουν από μοναξιά και αναζητούν τη συντροφικότητα, αφήνονται να ελπίσουν παραμερίζοντας τους ενδοιασμούς και τις φοβίες τους, οι πορείες τους θα διασταυρωθούν. Χωρίς να παραφορτώνει τον ιστό της αστυνομικής ιστορίας, ο Ισραηλινός συγγραφέας θα αναφερθεί στην εποχή της ψηφιακής εγγύτητας και στο φαίνεσθαι πίσω από το οποίο κρύβεται η νοσηρότητα, στον χειρισμό και την εξουσία του συναισθηματικά ευάλωτου, στη μοναξιά και την αποξένωση. Το Τρεις διαθέτει κάποιες αξιοσημείωτες αρετές, όπως η πλοκή, η αφηγηματική φωνή, οι χαρακτήρες και η ατμόσφαιρα, μια κατασκευή στέρεη και προσεγμένη στη λεπτομέρεια.

Ο Μισάνι χτίζει πανέξυπνα την ιστορία του. Παρότι εκ των υστέρων και ιδωμένη πλήρως η ιστορία δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, είναι ωστόσο λειτουργική και γεμάτη σασπένς, χωρίς να γίνεται κατάχρηση ανατροπών και ευρημάτων. Ο συγγραφέας δεν επενδύει τα πάντα στην τελική αποκάλυψη, αλλά επιλέγει να προωθήσει αργά και σταθερά την πλοκή, προσθέτοντας τα κομμάτια ένα ένα, χωρίς να προσπαθεί διαρκώς να παραπλανήσει ή να κοροϊδέψει τον αναγνώστη με φτηνά κόλπα. Διατηρεί τον πλήρη έλεγχο της ιστορίας, έχει σχεδιάσει από πριν τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, έχοντας συνυπολογίσει κάθε πιθανή κακοτοπιά και αυτό είναι ορατό. Στην καλή αστυνομική λογοτεχνία, το χαρακτηριστικό αυτό με ιντριγκάρει, όχι μόνο για την τεχνική αρτιότητα, αλλά και γιατί δημιουργεί μια συγγένεια ανάμεσα στον συγγραφέα και τον κακό της ιστορίας. Στο Τρεις το συναίσθημα αυτό ήταν ιδιαιτέρως έντονο. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Μισάνι ενσωματώνει στην κυρίως πλοκή τις δευτερεύουσες, μα καθοριστικής σημασίας, υποϊστορίες, που, όπως και οι δεύτεροι ρόλοι, δεν περιορίζονται στην πορεία διαλεύκανσης της υπόθεσης, αλλά προσθέτουν περαιτέρω διαστάσεις.

Προς το τέλος αποκαλύπτεται και δικαιολογείται η αφηγηματική φωνή, ο τρόπος με τον οποίο ο παντογνώστης αφηγητής προσεγγίζει την ιστορία, ο αποστασιοποιημένος και κάπως ψυχρός τόνος, που ωστόσο διακατέχεται από ένα συναίσθημα δικαιοσύνης. Αυτό αποτελεί και την κυρίως ανατροπή της ιστορίας. Η φωνή συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη της ατμόσφαιρας. Μοιάζει με ψυχρό λευκό φως που ωστόσο είναι ξεκούραστο για τα μάτια, επιτρέποντας την ανάδυση των λεπτομερειών και τη συμπλήρωση των κομματιών στο υπό διαμόρφωση παζλ, σε μια υπόθεση που κάθε στοιχείο έχει σημασία. Πρόσθετα, η ατμόσφαιρα αυτή, σε συνδυασμό πάντοτε με τη χροιά της αφηγηματικής φωνής, αποτυπώνει περίφημα το συναίσθημα της μοναξιάς και τη δυσκοιλιότητα στη συναισθηματική επαφή, που μεγαλοποιεί και το παραμικρό στο μυαλό των γυναικών αυτών και πνίγει τις όποιες ενστάσεις περί αφέλειας που ίσως εκφραστούν από την ασφάλεια της απόστασης. Στην επίτευξη της ατμόσφαιρας καθοριστική είναι και η οργανική ένταξη στην αφήγηση του τόπου, όχι μόνο του Τελ Αβίβ και των άλλων πόλεων, αλλά και των σπιτιών, των καφέ και της κλινικής. Για το τέλος, στον κατάλογο προτερημάτων, άφησα τους χαρακτήρες. Ο Μισάνι πετυχαίνει να αποδώσει με χειρουργική ακρίβεια τους τρεις γυναικείους χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, καθιστώντας τους ευδιάκριτους και πραγματικούς. Αυτό είναι κάτι που καθιστά το μυθιστόρημα σύγχρονο ως προς τη θέση της γυναίκας στον κόσμο και τους κινδύνους που διατρέχει, φροντίζοντας να συμπεριλάβει γυναίκες με διαφορετικό υπόβαθρο.

Παρότι στα οπισθόφυλλα, ενίοτε δε και στα εξώφυλλα των εκδόσεων, είναι συχνό φαινόμενο να συναντά κανείς αποσπάσματα υπερβολικά σε σχέση με το εκάστοτε βιβλίο, οφείλω να πω πως η σύγκριση του Μισάνι με τον Σιμενόν έχει ξεκάθαρη βάση και μάλιστα όχι με το σύνολο του έργου του, που διακρίνεται αναπόφευκτα λόγω εύρους από ανισότητα, αλλά με τις σημαντικότερες στιγμές αυτού του σπουδαίου, πλην όμως εν ζωή παραγνωρισμένου από τους ελεγκτές ποιότητας, συγγραφέα.

Μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη ήταν αυτό το βιβλίο.

Μετάφραση Χρυσούλα Παπαδοπούλου
Εκδόσεις Κείμενα

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Γείρε Πέσε Σήκω - Jon McGregor

Υπήρξαν κάποια χρόνια, δώδεκα για την ακρίβεια, που κανένα καινούργιο βιβλίο του Τζον ΜακΓκρέγκορ δεν κυκλοφορούσε στα ελληνικά. Και εγώ, από καιρό σε καιρό, αναθυμόμουν πόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα δύο μυθιστορήματά του, το Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα και το Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή, και τα δύο σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, μια υπογραφή εγγύηση, και όλο και επανερχόμουν στον κατάλογο της Άγρας με τις προσεχείς εκδόσεις για να βεβαιωθώ, ξανά και ξανά, πως όντως περιλαμβανόταν σ' αυτόν η αναγγελία για τον Ταμιευτήρα 13 και δεν το είχα απλώς φανταστεί. Και ήρθε το καλοκαίρι του 2020 -τι καλοκαίρι και εκείνο, πόσο κοντά έφτασαν τα πράγματα να αλλάξουν, πριν ακουστεί η κραυγή: πρύμναν ανακρούσατε- όταν και κυκλοφόρησε ο Ταμιευτήρας 13. Και πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια, να και το τελευταίο βιβλίο του γεννημένου στις Βερμούδες συγγραφέα· Γείρε Πέσε Σήκω.

Όταν ήρθε η καταιγίδα ήταν απρόσμενη και ο Τόμας Μέυερς έπεσε στα γόνατα.

Όπως στον Ταμιευτήρα 13, έτσι και εδώ, ο ΜακΓκρέγκορ δίνει αρχικά την εντύπωση πως θα κινηθεί σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον πιο pulp. Η επίφαση αστυνομικού μυθιστορήματος, με την τοποθέτηση της εξαφάνισης μιας νεαρής κοπέλας στο επίκεντρο της πλοκής, στον Ταμιευτήρα 13, θα μετατραπεί εδώ σε επίφαση ενός θρίλερ δράσης, όταν μια ερευνητική αποστολή τριών ατόμων στην Ανταρκτική, αποτελούμενη από τον Λιούκ, τον Τόμας και τον Ντοκ, θα βρεθεί στο έλεος ενός αναπάντεχου καιρικού φαινομένου. Και αν στον Ταμιευτήρα 13 εκείνο που απασχόλησε τον ΜακΓκρέγκορ ήταν οι κύκλοι που δημιουργούνται στο νερό όταν σε αυτό πέσει ένα βότσαλο, κύκλοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλο μέχρι που σβήνουν ενώ η επιφάνεια επανέρχεται σταδιακά στην πρότερη κατάσταση ηρεμίας, στο Γείρε Πέσε Σήκω εκείνο που τον απασχολεί είναι η έννοια της επιβίωσης, οι μεγάλες μάχες που συμβαίνουν γύρω μας και όχι απαραίτητα σε κάποιο εξωτικό περιβάλλον όπως η Ανταρκτική· οι αλλαγές που προκύπτουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο εγκλωβισμός μέσα στο ίδιο μας το σώμα, η αδυναμία επικοινωνίας με τους γύρω μας, η ανάγκη για εξωστρέφεια και η περιχαράκωση στο εγώ, ανάμεσα σε άλλα.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης θυμήθηκα ένα άλλο σπουδαίο μυθιστόρημα Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων του Φέιμπερ, όπου ο συγγραφέας χωρίζει ένα ζευγάρι, στέλνοντας τον άντρα σε μια διαστημική αποστολή και αφήνοντας τη γυναίκα πίσω στη γη, και η απόπειρα τους να διατηρήσουν επαφή, με τις προφανείς δυσκολίες, που δεν εξαντλούνται αποκλειστικά στο τεχνικό κομμάτι αλλά σύντομα περνούν και στο πεδίο της τόσο διαφορετικής καθημερινότητας, είναι το εύρημα που επιτρέπει στον συγγραφέα, με την επίφαση της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, να κάνει ευφυώς την αναλογία με τον θάνατο, αφιερώνοντας το βιβλίο στην ετοιμοθάνατη τότε σύζυγό του. Και εκτός από το λογοτεχνικό προκάλυμμα, υπάρχει και κάτι στην ιστορία που δημιουργεί δεσμό ανάμεσα στα δύο βιβλία. Ο Φέιμπερ χωρίζει το ζευγάρι, ο ΜακΓκρέγκορ το επανενώνει με τρόπο όμως απότομο, μη ηθελημένο. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό μια νέα κατάσταση στη ζωή τους, οι ισορροπίες μεταβάλλονται, οι ανάγκες επανακαθορίζονται, τα όρια της ανεξαρτησίας απειλούνται, το συναίσθημα υποτάσσεται σε έναν εκβιασμό.  

Ο ΜακΓκρέγκορ έχει το χάρισμα της αφήγησης. Καθόλου έκπληξη δεν αποτελεί η μαεστρία με την οποία περιγράφει τις γεμάτες ένταση σκηνές εν μέσω καταιγίδας ή ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την αγωνία που βιώνουν οι τρεις άντρες κατά την άνιση μάχη που δίνουν. Παρεμβάλει περίτεχνα περιγραφές της μεγαλοσύνης του τοπίου και περιγράφει φωτογραφίες εντυπωσιακές, που ο Τόμας συνήθιζε να τραβάει και να επεξεργάζεται αργότερα στον υπολογιστή του, δημιουργώντας έτσι, μέσω τις αντίστιξης, νησίδες ηρεμίας και ομορφιάς, επιτείνοντας την αγωνία και τον τρόμο. Μοιάζει με έμπειρο ηχολήπτη που αυξομειώνει την ένταση του ήχου κατά τη διάρκεια της προβολής, συχνά σε ευθεία αντιπαράθεση με την οθόνη. Ο συγγραφέας, με το γνώριμο στυλ του, υπνωτίζει τον αναγνώστη, παγώνει τον χρόνο και απλώνει τις στιγμές. Πετυχαίνει έτσι να αποδώσει τις ακραίες συνθήκες εντός των οποίων κινούνται οι ήρωές του, συγχρονίζοντας όσα συμβαίνουν με όσα σκέφτονται, όχι μόνο στην Ανταρκτική, αλλά και αργότερα, όταν θα βρεθούν σε περιβάλλοντα πιο ελεγχόμενα.

Το Γείρε Πέσε Σήκω αποτελείται από ένα πλήθος ζευγών. Το εκεί και το εδώ, το πριν και το τώρα, η συντροφιά και η μοναξιά, η ομάδα και η οικογένεια, το εξωτικό και το συνηθισμένο, το μέσα και το έξω, η ηρεμία και το χάος, η κίνηση και η ακινησία, το εγχειρίδιο οδηγιών και ο αυτοσχεδιασμός, η σιωπή και ο θόρυβος, το απέραντο και το πεπερασμένο, οι βεβαιότητες και ο κρότος από την υποχώρησή τους. Ο ΜακΓκρέγκορ με τρόπο λειτουργικό αναβαθμίζει μια ιστορία φαινομενικά απλή σ' ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα υψηλών απαιτήσεων. Ιστορία απλή με δεδομένες ωστόσο τεχνικές δυσκολίες, που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους, όπως τουλάχιστον ξεκινά το βιβλίο, γιατί στην πορεία ο συγγραφέας επιλέγει μια κατεύθυνση διαφορετική, ασχολούμενος με το μετά, θα μπορούσε κάποιος να πει, μιας περιπέτειας δράσης. Η εμπειρία τού συγγραφέα από ένα ταξίδι του στην άκρη της γης σίγουρα αποτέλεσε βοηθητικό παράγοντα, καθώς ακόμα και η πλέον ενδελεχής έρευνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί το βίωμα.

Ο τρόπος με τον οποίο ο ΜακΓκρέγκορ στήνει την κατασκευή του του επιτρέπει να εντάξει σε αυτή, χωρίς να τη βαρύνει και να την αλλοιώσει, διάφορα ζητήματα και προεκτάσεις. Για παράδειγμα, θυμίζοντας Κόου ή Λόουτς, στο περιθώριο της ιστορίας, αλλά με φωνή ευδιάκριτη και δυνατή, γίνεται αναφορά στο υπό κατάρρευση κοινωνικό κράτος της Αγγλίας, με τα υπό εξαφάνιση κονδύλια και τις τρανταχτές ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό. Το Γείρε Πέσε Σήκω αποτελεί μια υβριδική μίξη ειδών, ένα κοινωνικό θρίλερ εσωτερικής δράσης, θα το ονόμαζα, στο οποίο, με τρόπο εντυπωσιακό και εν πολλοίς ανεξιχνίαστο, ο ΜακΓκρέγκορ όχι μόνο διατηρεί τον πλήρη έλεγχο αλλά το φέρνει στα μέτρα του και ενώ το μυθιστόρημα αυτό τόσο διαφέρει από τα προηγούμενα έργα του τόσο τελικά ανήκει οργανικά στο κυρίως σώμα της εργογραφίας του. Ένα εντυπωσιακό βιβλίο ενός σημαντικού συγγραφέα.

υγ. Αναρτήσεις για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του ΜακΓκρέγκορ που κυκλοφορούν στα ελληνικα: Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα (εδώ), Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή (εδώ), Ταμιευτήρας 13 (εδώ). Για το μυθιστόρημα του Φέιμπερ Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Άδεια σπίτια - Brenda Navarro

Ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε τρεις μήνες, δύο μέρες και οχτώ ώρες μετά τα γενέθλιά του. Ήταν τριών χρονών. Ήταν ο γιος μου. Τελευταία φορά που τον είδα βρισκόταν ανάμεσα στην τραμπάλα και την τσουλήθρα του πάρκου όπου τον πήγαινα τα απογεύματα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Ή μάλλον, ναι, ήμουν θλιμμένη επειδή ο Βλαντιμίρ μου μήνυσε πώς φεύγει, δεν ήθελε, λέει, να ευτελίσει τα πάντα. Να ευτελίσει τα πάντα, όπως όταν ξεπουλάς για δύο πέσος ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας. Αυτή ήμουν εγώ όταν έχασα τον γιο μου· ανά τακτό αριθμό εβδομάδων αποχαιρετούσα κάποιον περιστασιακό εραστή που μου πρόσφερε σεξουαλικά κελεπούρια σαν να ήταν δώρα, επειδή ο ίδιος ένιωθε την ανάγκη ν' απαλύνει το φευγιό του. Η εξαπατημένη αγοράστρια. Η μάνα-απάτη. Αυτή που δεν είδε.

Μακάρι να μην είχε έρθει ο Λεονέλ στη ζωή μας. Μακάρι να 'χε μπήξει τα κλάματα την ώρα που 'πρεπε κι όχι μετά, όταν φύγαμε πια. Εγώ ήμουν η γυναίκα με την κόκκινη ομπρέλα, που μπήκε στο ταξί μόλις άρχισε ο χαμός στο πάρκο. Τον αγκάλιασα όσο έκλαιγε, εννοείται, αυτός όμως δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα· βδομάδες μετά, μας είπαν ότι είχε αυτισμό και μάλλον γι' αυτό τίποτα δεν του άρεσε. Μετάνιωσα τότε την ώρα και τη στιγμή που θέλησα να γίνω μάνα.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της γεννημένης στο Μεξικό το 1982 Μπρέντα Ναβάρο. Αρχικά δημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή και δωρεάν· η επιτυχία ήταν τέτοια που η έντυπη έκδοση ακολούθησε λίγο αργότερα, οι μεταφράσεις δεν άργησαν. Τα Άδεια σπίτια είναι ένα συναισθηματικά σκληρό μυθιστόρημα, με δύο πρωτοπρόσωπες, γυναικείες αφηγήσεις να εναλλάσσονται, να διαδέχεται η μία την άλλη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ενώ τα ποιήματα της Πολωνής Βισουάβα Σιμπόρσκα παρεμβάλλονται, αφηγήσεις που αρχικά μοιάζουν να ανήκουν και να εξαντλούνται στο δίπολο θύτης θύμα, σύντομα όμως οι ρόλοι αφήνονται στο βεστιάριο, η ζωή παίρνει τον πρώτο ρόλο, εκεί όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Στον πυρήνα της πλοκής, ένα συμβάν λογοτεχνικά πολλάκις τοποθετημένο, η απαγωγή ενός μικρού παιδιού μέσα από τη γεμάτη κόσμο παιδική χαρά ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων της μητέρας του. Αυτό όμως δεν είναι ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα. Και δεν είναι όχι γιατί η «ένοχη» παρουσιάζεται αφηγηματικά ενώπιον του αναγνώστη, καταθέτοντας τη δική της ιστορία, στερώντας φαινομενικά ένα μεγάλο μέρος από το σασπένς του ποιος το έκανε, γιατί το έκανε και αν πιάστηκε. Η Ναβάρο επιθυμεί να αφηγηθεί μια ιστορία διπλής όψης, απώλειας και απόκτησης, που οι αφηγήσεις τους συγκλίνουν, όχι και τόσο παράδοξα, τελικά. Και αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα πως το θέμα του βιβλίου αυτού είναι ο ετεροπροσδιορισμός της γυναικείας ζωής, που, παρά τα όποια βήματα έχουν διανυθεί μέσα στους αιώνες, εξακολουθεί, ειδικά στο ζήτημα της αναπαραγωγής, να τη χαρακτηρίζει.

Δεν πάει καιρός που διάβασα ένα θεματικά συγγενές βιβλίο, το Σκοτώσου, αγάπη, της Αργεντινής Αριάνα Χάρουιτς (εκδόσεις opera), που διαπραγματευόταν το ζήτημα της μητρότητας υπό το πρίσμα της επιλόχειας κατάθλιψης. Κάθε γυναίκα είναι δέσμια του ρόλου της ως αναπαραγωγική μηχανή. Απέναντί της δεν έχει μόνο τον ανδρικό πληθυσμό αλλά και μεγάλο μέρος του γυναικείου, εκείνου που θα περίμενε κανείς να υψώσει συμμαχικά τείχη, αλλά αντί αυτού επιμένει να ρωτάει πότε και να διαχωρίζει τον εαυτό του από εκείνες που δεν έχουν παιδιά, που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν. Η Ναβάρο, μέσα από αυτή τη διπλή αφήγηση, πετυχαίνει να δώσει σχήμα και μορφή στην αγωνία αυτή, στην έμφυτη ενοχή, στη διαρκή υπενθύμιση, στον φυτεμένο βαθιά στο μυαλό και την ψυχή σπόρο. Πρέπει να γίνεις μάνα, πρέπει να γίνεις άριστη μάνα, άπαξ και γίνεις μάνα η ζωή σου πια περνάει στα παρασκήνια, η σεξουαλική σου υπόσταση διαγράφεται από τα μητρώα, το δικαίωμά σου να παραπονιέσαι παύει να υφίσταται. Είσαι μάνα τώρα. Και αυτό δεν είναι αρκετό τελικά ούτε καν για να κρατήσεις τον σύζυγο. Λάθος είχες καταλάβει, σκάσε και κολύμπα. Και καθώς οι μονόλογοι εναλλάσσονται, η εικόνα συμπληρώνεται, τα αρχικά συναισθήματα υποχωρούν, μεταβάλλονται. Η αναγνωστική αμηχανία γίνεται έντονη, ποια είναι η καλή της ιστορίας, ποια η κακή, με ποιαν είμαι εγώ άραγε. Περίτεχνα η Ναβάρο εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε αυτή τη συνθήκη, τον τοποθετεί στο κενό ανάμεσα στις δύο αφηγήσεις, εκεί δίπλα στα ποιήματα της Σιμπόρσκα που καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος της λευκής σελίδας που μεσολαβεί των κεφαλαίων, να προσπαθεί να καταλάβει με τα δικά του μέσα, με τα δικά του βιώματα, σχεδόν απολαμβάνει η συγγραφέας να τον βλέπει να σκέφτεται με όρους παρωχημένους, να επαναλαμβάνει μέσα του κοινωνικά κλισέ που βρωμάνε πολυκαιρισμένη ναφθαλίνη, το καλό και το κακό, το ηθικά και κοινωνικά αποδεκτά σωστό, να γίνεται αυτός που θα έσπευδε με την πρώτη ευκαιρία να ορκιστεί πως δεν είναι, εκείνος που θα μισούσε να γίνει, να βλέπει το πρότυπο να τον ποδοπατά και να περνάει από πάνω του.

Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα στην ενήλικη ζωή μου ήταν Η ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα και παρότι δεν είναι το σημαντικότερο βιβλίο που ο σπουδαίος αυτός Τσέχος συγγραφέας έγραψε, για μένα υπήρξε καθοριστικό, καθώς άκουσα σε πραγματικό χρόνο κάτι να σπάει μέσα μου, κάτι παλιό να πεθαίνει και κάτι καινούργιο να απαιτεί χώρο, και αυτό συνέβη όταν η ηρωίδα ένιωσε ανακούφιση που χάθηκε το έμβρυο που κυοφορούσε και εγώ σκεφτόμουν πως αυτό είναι λάθος, πως δεν γίνεται κάποια να χαίρεται με κάτι τέτοιο, η αμφιβολία μπούκαρε, αργότερα κατάλαβα πως γίνεται. Η Ναβάρο, ωστόσο, δεν παραμελεί λογοτεχνικά την ιστορία της, δεν αρκείται στη δυναμική της διπλής αυτής εξομολόγησης, δεν αρκείται στο εύρημα γύρω από το οποίο χτίζει την ιστορία αυτή. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, χωρίς να παρασύρεται από την πρωτοπρόσωπη καταιγίδα που στο διάβα της τίποτα δεν μπορεί να της σταθεί εμπόδιο, υψώνει η ίδια αναχώματα στην αφήγηση, για να δώσει ανάσες και να προσθέσει κόμπους στην πλοκή. Δίνει μάχη και η ίδια να κρατήσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στις δύο αφηγήτριες της, διαιρείται και παλεύει με τα συναισθήματά της, καταφέρνει να δώσει δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που ευδιάκριτα αποδίδονται σε ξεχωριστές αφηγήτριες, πράγμα διόλου απλό. Διαθέτει το χάρισμα της αφήγησης, ξέρει πού να σπάσει τον χρόνο και πού να κάνει ανάληψη από το παρελθόν, πότε να πλαγιάσει και πότε να ισιώσει τον λόγο, πώς να κινηθεί στο όριο και πώς να διαχειριστεί το συναίσθημα, πώς να στήσει το καλούπι και να τοποθετήσει τους αρμούς στήριξης και συνοχής, αλλά να αφαιρέσει την εγκεφαλικότητα από το ψαχνό της ιστορίας, εκεί που όλα είναι αβίαστα και γι' αυτό τόσο δυνατά, τόσο αληθινά.

Το μυθιστόρημα της Ναβάρο έρχεται να συμπληρώσει μια δυνατή τετράδα μυθιστορημάτων γυναικών που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα, προερχόμενων στο σύνολο τους από τη Λατινική Αμερική: Η Ελένα ξέρει (Κλαούντια Πινιέιρο, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora), Σκοτώσου, αγάπη (Αριάνα Χάρουιτς, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις opera) και Η εποχή των τυφώνων (Φερνάντα Μελτσόρ, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Δώμα).

υγ. Για την Ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

ταξίδια με λάθος ανθρώπους - Βασίλειος Φ. Δρόλιας

Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν πως κάποια στιγμή θα έχω ένα διαβατήριο γεμάτο σφραγίδες από εκατοντάδες ταξίδια. Τίποτε δεν θα με κρατούσε σ' αυτή τη χώρα για πολύ. Τίποτε δεν θα με κρατούσε σε οποιαδήποτε χώρα για πολύ. Θα έμενα όπου ήθελα για ένα διάστημα, αλλά σύντομα θα βαριόμουν, θα μάζευα τις βαλίτσες μου και θα έφευγα. Έτσι, θα κέρδιζα μια νέα σφραγίδα στο διαβατήριο μου, το οποίο θα ήταν ελαφρώς τσαλακωμένο και πολύχρωμο απ' τις νέες σφραγίδες και τις διαφορετικές βίζες εισόδου που θα έβαζαν στις σελίδες του. Οι σελίδες θα τελείωναν πριν λήξει ημερολογιακά, θα αναγκαζόμουν να εκδώσω καινούργιο, για να ξεκινήσω για άλλη μια φορά τη συλλογή από σύμβολα.

Ο Δρόλιας ονομάζει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Check - in και ως τέτοιο το χρησιμοποιεί. Τα παιδικά όνειρα για διαβατήρια γεμάτα σφραγίδες που ενηλικιώθηκαν, η πρώτη ύλη για όσα θα ακολουθήσουν τοποθετημένα στο χαρτί, με την απομάγευση να καιροφυλακτεί. Ο συγγραφέας, αφού πρώτα έχει διευκρινίσει πως το ταξίδια με λάθος ανθρώπους είναι μυθιστόρημα, παραθέτει εδώ μέρος της ποιητικής του που συνοψίζεται εν πολλοίς στη φράση του Dr Johnson πως «Καμιά καλή ιστορία δεν είναι απόλυτα αληθινή». Η εισαγωγή αυτή λειτουργεί διττά, ως φανέρωμα και ως κρυψώνα, ως αλήθεια και ως μυθοπλασία, τοποθετεί στον πυρήνα της αφήγησης τον συγγραφέα ως βασικό πρόσωπο της πλοκής και τον αναγνώστη πίσω από το γκισέ στον έλεγχο διαβατηρίων. Και αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, το ταξίδι μπορεί να ξεκινήσει με το φτιάξιμο της βαλίτσας.

Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους ανήκει στην οικογένεια της αυτομυθοπλασίας, διατηρώντας ευδιάκριτη και συνειδητή απόσταση από την αυτοβιογραφία ή το δοκίμιο, φέρνοντας στον νου, ανάμεσα σε άλλα, τα ταξίδια του Ζέμπαλντ στην Ιταλία. Ο αφηγητής-συγγραφέας επιλέγει να καταστήσει εαυτόν πλήρως ορατό και να χρησιμοποιήσει ως μόνο πέπλο τη διαρκή υπενθύμιση πως οι αφηγήσεις δεν είναι «αληθινές» αλλά ανήκουν σε εκείνη την γκρίζα ζώνη μεταξύ αλήθειας και μη αλήθειας που κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα και τη λογοτεχνία ένα μέρος δραπέτευσης. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας, που στην πορεία του βιβλίου ολοένα και φθίνει, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας, το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης δηλαδή, παρατηρεί και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Ο στοχασμός, χωνεμένος καλά εντός της πρόζας, δίνει μια αίσθηση ταξιδιωτικού ημερολογίου παλαιάς κοπής, πετυχαίνοντας να επιβραδύνει και να απλώσει τον χρόνο, να δώσει την απαραίτητη απόσταση για παρατήρηση και επεξεργασία, να αποδώσει λεκτικά το βλέμμα του ταξιδιώτη που σκανάρει την αίθουσα αναμονής, κάτι που λειτουργεί περαιτέρω εντός του κειμένου δημιουργώντας μια γέφυρα που ενώνει στο ίδιο πρόσωπο τον επαγγελματία με τον ερασιτέχνη ταξιδιώτη, τον αφηγητή-στέλεχος με τον αφηγητή-συγγραφέα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τόποι. Αν και το κυρίως μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε μη τόπους, όπως είναι τα αεροδρόμια ή τα αεροπλάνα, με έντονο το στοιχείο της μετάβασης και του προσωρινού, υπάρχουν και κάποιες αφηγήσεις εκτός αερολιμένα, στους προορισμούς κάποιων εκ των ταξιδιών του συγγραφέα. Η επιλογή και η χρήση των τόπων σε αυτές τις αφηγήσεις έχει διπλή λειτουργία. Από τη μια λειτουργούν ως ένα παράθυρο με θέα στο πιο μακρινό παρελθόν του αφηγητή, συμπληρώνοντας την εικόνα μας για εκείνον, όπως για παράδειγμα το Αμβούργο, σκηνικό του πρώτου ταξιδιού που έκανε μόνος του, όταν ακόμα ήταν μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας και φρεσκοχωρισμένος. Από την άλλη, έρχονται να επεκτείνουν τον χαρακτήρα μη τόπου σε μέρη πέρα από τις διαστάσεις του αεροδρομίου, για να επισημάνουν μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον τουρίστα και τον ταξιδιώτη, σε εκείνον που επιμένει να δει πίσω από τον πέπλο, σε εκείνον που επιστρέφει ξανά και ξανά, όπως είναι η περίπτωση της Σιγκαπούρης, σημείο το οποίο «συνομιλεί» με το τρίτο μέρος από τις Μαύρες διαθήκες του Νικήτα Σινιόσογλου (εκδόσεις Κίχλη, 2018).

Δεν είμαι σίγουρος πως το επίθετο σπονδυλωτό είναι αρκετό για να αποδώσει με ακρίβεια την κατασκευή του Δρόλια, ο οποίος καταφέρνει να υλοποιήσει κάτι περίτεχνο και δύσκολο να περιγραφεί με τρόπο που φαντάζει ιδιαιτέρως απλός, κάποιες στιγμές έως και ενοχλητικά απλός ή και νωχελικός ακόμα, αφού, από μακριά και με μια προσέγγιση μάλλον επιφανειακή, το ταξίδια με λάθος ανθρώπους μοιάζει να είναι απλώς μια συλλογή από κείμενα χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους γύρω από το ταξίδι με αεροπλάνο. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους είναι μια μεταμοντέρνα κατασκευή την οποία ο Δρόλιας έστησε έξυπνα και λειτουργικά, με τρόπο που να εξυπηρετεί τον στόχο του. Δημιούργησε κοινή είσοδο και έξοδο για τον αφηγητή και τον αναγνώστη, και τοποθέτησε στο ενδιάμεσο, μια ιστορία προσωπική αλλά ταυτόχρονα με τον τρόπο της οικεία, αποτελούμενη από δεκάδες ψηφίδες. Η αποκάλυψη του τέλους της αφήγησης δεν αποτελεί σπόιλερ αλλά έναν τόπο κοινό, την έναρξη της πανδημίας και το πάτημα του πλήκτρου της παύσης· το παιδικό όνειρο ενός γεμάτου σφραγίδες διαβατηρίου και ο εφιάλτης ενός θανατηφόρου ιού.

Ο Δρόλιας δεν κρύβει τις λογοτεχνικές του αναφορές, η διακειμενικότητα αποτελεί άλλωστε αναπόσπαστο στοιχείο του μυθιστορήματος. Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους έχει έντονο το στοιχείο του απολογισμού μιας περιόδου που μοιάζει να ανήκει οριστικά στο παρελθόν, με τα ανάμεικτα συναισθήματα που μια τέτοια παραδοχή φέρει μαζί της, παρασέρνοντας βεβαιότητες και επαναπροσδιορίζοντας τις συντεταγμένες πορείας. Ανάγνωσμα βραδυφλεγές παρά την ευκολία με την οποία γυρίζουν οι σελίδες του.

υγ. Πριν πέντε χρόνια είχε προηγηθεί το Nyos για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υγ.2 Για τις Μαύρες Διαθήκες του Σινιόσογλου περισσότερα εδώ. Πρόσφατα επίσης κυκλοφόρησε ακόμα ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται εντός αεροδρομίου, το Αεροδρόμιο της Ελίζας Παναγιωτάτου (περισσότερα εδώ).

Εκδόσεις Κέδρος