Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΤΙΝΑ - Άντζελα Δημητρακάκη





Συναντάμε την Τίνα σε ένα τρένο στη Σουηδία. Το τρένο θα ακινητοποιηθεί για ώρες,  κάτι το οποίο η γραμματέας της σχολής είχε επισημάνει στην Τίνα, κάτι το οποίο όφειλε να λάβει υπόψη της στο ταξιδιωτικό της πρόγραμμα. Εκείνο το οποίο δεν της είχε διευκρινιστεί ήταν η αιτία αυτών των συχνών καθυστερήσεων· όλο και περισσότεροι αυτόχειρες στις ράγες των τρένων. Οι ενοχλημένοι από την καθυστέρηση επιβάτες, έξαλλοι με την αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά, συνωστίζονται στην αποβάθρα. Η Τίνα δεν απαντάει στο σχόλιο του συνεπιβάτη της, απομένει σιωπηλή. Την ώρα της πρόσκρουσης η Τίνα επιχειρούσε να συνθέσει ένα γράμμα αποχαιρετισμού με παραλήπτες τα παιδιά της. Θα φτάσει στην επαρχιακή πόλη, στο πανεπιστήμιο της οποίας είναι καλεσμένη για να μιλήσει. Ένα απρόσωπο ξενοδοχείο, ένας βαθύς μα ανήσυχος ύπνος, μια βόλτα χωρίς χάρτη.
Θα γελάσει μόνη της: χαρακτηριστικό της κατάστασής της είναι ότι πάντα πλέον εξετάζει κάθε καινούργιο περιβάλλον για τις δυνατότητες αφανισμού που προσφέρει.
Η Τίνα θα δώσει την ομιλία της και θα επιστρέψει στην Αθήνα. Προτεραιότητά της να ολοκληρώσει το βιβλίο που γράφει σχετικά με τον βαλκανικό κινηματογράφο. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν συντομότερα. 

Το όνομα της ηρωίδας μόνο τυχαίο δεν είναι. Το διάσημο θατσερικό ακρωνύμιο για την απουσία εναλλακτικής. Σημαντικός για την πρόσληψη της ιστορίας και ο υπότιτλος: η ιστορίας μιας ευθυγράμμισης. Η αυτοκτονία αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο ταμπού του σύγχρονου δυτικού κόσμου, ίσως γιατί δίνει μια (ψευδ)αίσθηση δύναμης στο άτομο, πως παίρνει τη ζωή στα χέρια του, εγκαταλείποντάς την. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό με ενόχλησε αρκετές φορές μια διάθεση για κριτική της απόφασης της Τίνας εκ μέρους μου, μια αδιόρατη ρωγμή στην ανοχή, χωρίς καμιά προφανή συναισθηματική δικαιολογία. Η Τίνα για μένα, για τον αναγνώστη εν γένει, είναι μια ξένη, είναι μια γυναίκα η οποία έχει πάρει μια απόφαση, και αυτό το άτυπο ημερολόγιο, που αποτελείται από μια τριτοπρόσωπη εξιστόρηση σε εναλλαγή με τις επιστολές που η ίδια γράφει, δεν αποτελεί το τηλεφωνικό δίλημμα μιας μεσημεριανής εκπομπής. Η Τίνα είναι -ή θα έπρεπε τουλάχιστον να προσλαμβάνεται από τον αναγνώστη ως- ένας ελεύθερος άνθρωπος που αυτοκαθορίζει τη ζωή της, και ο καθένας μας καλό θα ήταν να κρατήσει τη γνώμη του για ιδία χρήση.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους απολαμβάνω τα βιβλία της Δημητρακάκη. Ο πρώτος έχει να κάνει με τους ήρωες των ιστοριών της. Γιατί, αντίθετα με την πλειοψηφία των ηρώων τής ελληνικής πεζογραφίας, οι οποίοι στα μάτια μου είναι σαθροί και ψεύτικοι, σίγουρα ξένοι στις δικές μου προσλαμβάνουσες και απόντες από τα βιώματά μου, οι ήρωες της Δημητρακάκη είναι γνώριμοι και αληθινοί, αντιστοιχούν -αναλογικά πάντα- σε άτομα που γνωρίζω ή συναναστρέφομαι. Παρελκόμενο της οικειότητας αυτής αποτελεί το ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετωπίζω τις ιστορίες τους, τους προβληματισμούς τους και τα αδιέξοδά τους -ίσως κυρίως αυτά. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η Δημητρακάκη ενσωματώνει στην πεζογραφία της τις ακαδημαϊκές της γνώσεις, χωρίς να προκαλείται ανισότητα στο τελικό αποτέλεσμα, το αντίθετο μάλιστα. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα εγκιβωτίζεται για παράδειγμα το βιβλίο για το βαλκανικό σινεμά το οποίο προσπαθεί να τελειώσει η Τίνα, κάτι το οποίο εκτός των όσων αποκαλύπτει για τον χαρακτήρα της Τίνας -ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ή η επιθυμία της να το ολοκληρώσει-, δημιουργεί και αναλογικές αντιστοιχίες ανάμεσα στο τότε των ταινιών και στο τώρα της αφήγησης, προσδίδοντας περαιτέρω επίπεδα ανάγνωσης.

Οι ήρωες της Δημητρακάκη μεγαλώνουν, έρχονται αντιμέτωποι με τη ματαιότητα, την απομάγευση, τη σκληρή επιφάνεια του τοίχου απέναντι. Έχουν ζήσει χρόνια μακριά από την Ελλάδα, ταξίδεψαν, σπούδασαν, ερωτεύτηκαν, παθιάστηκαν με ιδέες, νοστάλγησαν. Πίστεψαν πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα από μέσα, πως εκείνοι δεν θα ζήσουν σαν τους άλλους, πως θα τα καταφέρουν. Και δυσκολεύονται, και είναι όλο και περισσότεροι εκείνοι που τους κουνάνε το δάχτυλο αναφωνώντας πως δεν υπάρχει εναλλακτική, τους καλούν να συνέλθουν, να γίνουν ρεαλιστές, να ευθυγραμμιστούν όπως τα στρατιωτικά τάγματα στις παρελάσεις.


Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας         
   

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών - Ντανίλο Κις





Η τελευταία σημείωση που κράτησα κατά την ανάγνωση της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών είναι μονολεκτική και ακριβής: φοβερό. Αυτό το βιβλίο είναι φοβερό και λίγα μένει να προσθέσει κανείς.

Όταν κάποτε είχα διαβάσει τη Σοφίτα του, είχα εντυπωσιαστεί. Τώρα πια δεν θυμάμαι τίποτα γύρω από την υπόθεση, εκτός από μια διαισθητική περισσότερο συγγένεια με τον Αφρό των ημερών του Βιάν. Και όμως, κάποια στιγμή αυτή η μικρή σε μέγεθος νουβέλα κατείχε περίοπτη θέση στη διαρκώς -πώς αλλιώς- μεταβαλλόμενη δεκάδα των αγαπημένων μου βιβλίων.

Η μητέρα του Ντανίλο Κις, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος αναφέρει στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει την παρούσα -εξαντλημένη εδώ και χρόνια- έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών, σταμάτησε να διαβάζει λογοτεχνία στα είκοσί της, όταν κατάλαβε ότι τα μυθιστορήματα είναι "φαντασίες". Και ίσως αυτό να είναι ένα πρώτο κλειδί ερμηνείας του ιδιαίτερου συγγραφικού σύμπαντος του Σέρβου συγγραφέα.
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Τους θρύλους τους πλάθει ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Μόνο ο θάνατος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.    
Οι παραπάνω γραμμές, με τις οποίες τελειώνει το διήγημα Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος, μοιάζουν να οριοθετούν με αρκετή σαφήνεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται ο Κις, τόσο ως μελετητής/αναγνώστης, όσο και ως συγγραφέας. Η επινόηση, το κομμάτι δηλαδή που αναλογεί στον συγγραφέα, έρχεται να λειτουργήσει με ποικίλους τρόπους ανάμεσα στην ιστορία των νικητών και στους θρύλους του λαού.

Υπάρχουν δύο τρόποι να διαβάσει κανείς τη λογοτεχνία αυτή που ο Κις, ανάμεσα σε άλλους σπουδαίους, γράφει: ο ένας, αυτός που εγώ προτιμώ, είναι να περιοριστεί στις σελίδες του βιβλίου, στις υποσημειώσεις και στην εισαγωγή του συγγραφέα -αν υπάρχει και πάντα μετά το τέλος της ανάγνωσης· να μην ενδώσει στις σειρήνες που καλούν για διερεύνηση των ακριβή ορίων της αλήθειας και της ιστορίας, κάτι το οποίο στην ψηφιακή εποχή είναι απλό να κάνει κανείς. Ο άλλος τρόπος είναι να ενδώσει. Η ανάγκη να ξέρεις και η ανάγκη να πλανάσαι.   

Σκέφτομαι εκείνον τον στίχο του Παυλίδη που λέει πως τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα. Της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών προηγήθηκαν Οι αόρατες πόλεις του Καλβίνο. Ακολούθησαν η Νέα παγκόσμια ιστορία της ατιμίας του Ρις Χιουζ, η Κεντουρία του Τζιόρτζιο Μανγκανέλλι και η Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ του Γιέργκεν Μπούχμαν. Αυτή η αναγνωστική αλληλουχία, αρχικά κάπως τυχαία και συμπτωματική, εν συνεχεία ολοένα και πιο συνειδητή και στοχευμένη, διέθετε την ταιριαστή με την περίοδο αποσπασματικότητα, την απαραίτητη δόση φαντασίας και υψηλής λογοτεχνικής νοημοσύνης, αλλά και την πάντα καλοδεχούμενη διάθεση για παιχνίδι -συνοδευόμενη συνήθως από μια ελαφριά κλοτσιά στα πισινά της σοβαροφάνειας- κάτι το οποίο -όπως εκ των υστέρων πανηγυρικά αποδείχτηκε- είχα μεγάλη ανάγκη.


Μετάφραση Χρήστος Αρβανιτίδης
Εκδόσεις Εξάντας  

    

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Ο άλλος μέσα του - Sam Separd





Αυτό το βιβλίο με βρήκε απροετοίμαστο· και με διέλυσε.
Ο λαμπρός δυνατός νοτιοδυτικός ήλιος λούζει όλα τα άσπρα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ. Τα καπό καίνε διπλά από την εσωτερική καύση και την ηλιακή ζέστη. Ένα εστιατόριο της αλυσίδας Denny's ακριβώς στις παρυφές του Γκραντς, στο Νέο Μεξικό, στριμωγμένο ανάμεσα στη Δυτική Εθνική 40 και σ' ένα βενζινάδικο Shell. Ξερά αγριόχορτα, κάτι μαύρο και πλαστικό είναι κολλημένο πάνω τους, προσπαθεί να ελευθερωθεί με τον άνεμο. Ετοιμόρροποι φράχτες από συρματόπλεγμα περιβάλλουν όλα αυτά. Τι πιθανότητα υπάρχει να μπει εκεί μέσα η ομορφιά;
Η σχέση πατέρα-γιου, ο πατέρας-μινιατούρα, ο πατέρας-εραστής, ο πατέρας-νεκρός. Η σχέση με τις γυναίκες, η ερωμένη του πατέρα του, η τριάντα χρόνια γυναίκα του, η νεαρή με το μαγνητόφωνο που τον εκβιάζει. Τα δωμάτια, ξένα και απρόσωπα. Το ξημέρωμα στην έρημο.

Δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστό τίτλο για το βιβλίο αυτό. Η ικανότητα του Σέπαρντ να ενσωματώνεται και να αντικρίζει τον εαυτό του απ' έξω αποδεικνύεται μοναδική, ικανότητα η οποία προφανώς  εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε με τα χρόνια, δίνοντας ζωή σε χαρακτήρες, τόσο στο χαρτί όσο και στην οθόνη, μετατρέποντας τη γραφή αλλά και την υποκριτική σε κρυψώνες του προσωπικού, το βίωμα σε έμπνευση, την αλήθεια σε μύθο. Κάπως έτσι, αποτέλεσμα της διαδρομής αυτής, προέκυψε και το βιβλίο αυτό, ένα μεταμοντέρνο memoir. Η ανάμνηση δεν μπορεί να είναι γραμμική στην πηγή της παρά μόνο ύστερα από επεξεργασία, το παρελθόν δεν μας επισκέπτεται ποτέ συντεταγμένα και έπειτα από πρόσκληση, αλλά επιχειρεί άναρχα να εισβάλει στο παρόν, να βρει τις άμυνες σε νάρκη, τη νοσταλγία εύκαιρη. Και όταν το επισκεπτόμαστε εμείς εκείνο φαντάζει πάντα έτοιμο ν' απαντήσει, όπως εκείνο κρίνει, στο αίτημα μνήμης. Ο Σέπαρντ αυτό το γνωρίζει και το αποδέχεται.

Ο άλλος μέσα του ανήκει στην ευρύτερη και ολοένα δημοφιλέστερη κατηγορία του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, κατηγορία στην οποία συναντιούνται δύο πολυπληθείς ομάδες αναγνωστών: εκείνοι που αναζητούν το κουτσομπολιό, την πιπεράτη αποκάλυψη και οι άλλοι που αδιαφορούν για την αλήθεια, που νιώθουν την ανάγκη για μια ακόμα ιστορία, άσχετα αν είναι αληθινή ή μερικώς επινοημένη -σπέρματα αλήθειας άλλωστε υπάρχουν σχεδόν πάντοτε. Η πραγματικότητα είναι υπερτιμημένη, γράφει η Πάτι Σμιθ στον πρόλογο του βιβλίου, και εγώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον αφορισμό αυτό, και να συμπληρώσω πως μετά από τόσες ιστορίες εκείνο που μπορεί να εντυπωσιάσει, να καθηλώσει, να συναρπάσει, να συγκινήσει, να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας κοιτάζει τα πράγματα, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να πει την ιστορία του, άλλωστε ο τρόπος είναι εκείνος που καθορίζει τη λογοτεχνικότητα ενός έργου και όχι το περιεχόμενο. Η λογοτεχνική αξία του εκάστοτε έργου καταρρίπτει και τον αντίλογο απέναντι στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της σύγχρονης λογοτεχνίας, την κατηγορία πως πρόκειται για έλλειψη έμπνευσης, για την εύκολη λύση στην οποία καταφεύγουν ευκαιριακά οι συγγραφείς -πραγματικοί ή φαντάσματα- και προμοτάρουν οι εκδότες.

Η καθαρότητα της αφηγηματικής φωνής και η ειλικρίνεια που αυτή εκπέμπει, η απουσία οποιασδήποτε μορφής συναισθηματικής χειραγώγησης και η ικανότητα του Σέπαρντ στην αφήγηση -κάτι που αναδεικνύεται ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη- μετατρέπουν την ατομική ιστορία σε μυθιστόρημα και το ξένο βίωμα σε προσωπική υπόθεση. Ο πρόλογος της Πάτι Σμιθ, εκτός του ότι συμπληρώνει ιδανικά την ανάγνωση και δεν συνοδεύει απλώς την έκδοση, αναδεικνύει και την έννοια του ιδανικού αναγνώστη, που τόσο απαραίτητος είναι για τη λογοτεχνία εν γένει.

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Οικογενειακή ευτυχία - Λέον Τολστόι





Είναι αργά το απόγευμα, έξω έχει ακόμα φως. Η συζήτηση για λίγο σταματά στο Into the Wild, ταινία του 2007 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σον Πεν. Κάποιοι το έχουμε δει, κάποιοι άλλοι όχι. Μια αόριστη και χαλαρή δέσμευση για προβολή διατυπώνεται. Η συζήτηση τραβά τον δρόμο της. Ακόμα και η ελάχιστη αναφορά σε αυτήν την ταινία, με τον νεαρό που αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να ζήσει στην άγρια φύση της Αλάσκας πάντα με συγκινεί, με τον ίδιο τρόπο που με συγκίνησε, και συνεχίζει να το κάνει και το Walden του Θορό, βιβλίο το οποίο άλλωστε αποτελεί βασικό ανάγνωσμα του ήρωα της ταινίας, μαζί με τα μυθιστορήματα του Τζακ Λόντον και του Λέον Τολστόι. Εκείνο στο οποίο περισσότερο εστίασε ο Σον Πεν στη διασκευή του σεναρίου ήταν η Οικογενειακή ευτυχία, νουβέλα της συγγραφικής νιότης του ιερού αυτού τέρατος της λογοτεχνίας. Η άκρη ενός νήματος αχνοφάνηκε και εγώ είπα να την τραβήξω.   
Πενθούσαμε για τη μητέρα μας, η οποία πέθανε το φθινόπωρο, και ξεχειμωνιάσαμε μόνες μας στο χωριό, η Κάτια, η Σόνια κι εγώ.
Η Μάσα αφηγείται τη ζωή της. Ξεκινώντας από τα δεκαεφτά της χρόνια και την περίοδο πένθους για την απώλεια της μητέρας και φτάνοντας στο αφηγηματικό τώρα, διηγείται όσα έζησε αυτά τα χρόνια, όσα όνειρα πραγματοποιήθηκαν και όσα όχι, τον έρωτά της για τον αρκετά χρόνια μεγαλύτερο Σεργκέι Μιχάηλιτς και τον μετέπειτα γάμο τους, τα χρόνια της ευτυχίας στην απομόνωση του χωριού, την παραμονή στην Πετρούπολη και τη γοητεία της διαφορετικής ζωής. Ένας απολογισμός σε μια στιγμή που η Μάσα νιώθει ώριμη, ικανή να ανασκοπήσει τα περασμένα, να διακρίνει τα λάθη της, να βρει τις πληγές και να προσπαθήσει να τις γιατρέψει. 

Η αλήθεια είναι πως η ανάγνωση της συγκεκριμένης νουβέλας δεν με ενθουσίασε, η γοητεία της γραφής και της αφήγησης ήταν δεδομένη, όμως η ιστορία που αφηγείται η Μάσα έμοιαζε παρωχημένη για τα γούστα μου. Έτσι, από τη μία θαύμαζα την ικανότητα του Τολστόι, τη μαστοριά στο στήσιμο της πλοκής και στο χτίσιμο των χαρακτήρων, την οξυδέρκειά του ως προς την παρατήρηση και την καταγραφή της ανθρώπινης ψυχής, των μύχιων σκέψεων και επιθυμιών των χαρακτήρων και -πάνω απ' όλα- την πειστικότητα της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, από την άλλη όμως δεν έβρισκα ενδιαφέρον στην ιστορία της Μάσα, παρά μόνο μια αόριστη συμπάθεια για τον Σεργκέι Μιχάηλιτς εξαιτίας ίσως της σταθερότητάς του ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις του, τη στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις ανακατευθύνσεις της Μάσα. Αυτός ο μετεωρισμός, η αμηχανία που ένιωθα κατά την ανάγνωση, ο θαυμασμός που δεν αρκούσε να καλύψει το έλλειμμα ταύτισης, με προβλημάτισε, αναζήτησα απαντήσεις, έκανα υποθέσεις, κι όσο γυρόφερνα τη νουβέλα στο μυαλό μου, όσο αναθυμόμουν την ιστορία της Μάσα, όλο και εντονότερα ένιωθα τις αναλογίες, και μπορούσα πια να διακρίνω τη Μάσα στο σήμερα, σε ένα διαφορετικό σκηνικό μακριά από τη ρωσική ύπαιθρο, και διέκρινα τους φόβους, τις ελπίδες, τη ματαιότητα, τον συμβιβασμό, την ανάγκη για αγάπη και όνειρα, και την ένιωσα, εκ των υστέρων, οικεία και γνώριμη. Και αυτό ήταν μια αποκάλυψη. Για τον λόγο αυτό επέστρεψα σε αυτό το μισοτελειωμένο κείμενο, που σχεδόν είχα παρατήσει, αποφασισμένος να μιλήσω για τη μεταστροφή αυτή, επιλέγοντας να μην το γράψω από την αρχή, αλλά απλώς να έρθω και να κολλήσω το πριν και το μετά, όχι της ανάγνωσης αυτή τη φορά, αλλά της αναγνωστικής αποκάλυψης που βίωσα εκ των υστέρων. Τώρα μένει να αναρωτιέμαι πώς θα μου είχε φανεί αυτή η νουβέλα αν την είχα διαβάσει, όπως και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, στα είκοσί μου.

Και επιστρέφοντας στην ταινία του Πεν αξίζει να αναφερθεί ακόμα μία σύνδεση ανάμεσα σε εκείνη και τον Τολστόι, πέραν της δεδομένης αγάπης του ήρωα για τα βιβλία του, που έχει να κάνει με την απόφαση του Τολστόι το 1910 να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή και την πόλη για να ζήσει στη φύση, ωθούμενος από τύψεις που ένιωθε για τον προσωπικό του πλούτο σε σχέση με την επικρατούσα ανέχεια.    

Όχι τόσο γνωστή όσο τα υπόλοιπα έργα του, εντούτοις η Οικογενειακή ευτυχία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Τολστοϊκής γραφής και αποτέλεσε τον προάγγελο των δύο σπουδαίων μυθιστορημάτων του της Άννα Καρένινα και του Πόλεμος και ειρήνη.

Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

(άλλωστε τι άλλο θα έγραφα παρά εκείνο που θα ήθελα να νιώθω)



Ο δρόμος που μένω
διασχίζει δυο λεωφόρους και επτά οδούς.
Σε καμιά διασταύρωση δεν έχεις προτεραιότητα,
πρέπει πάντα να σταματάς
και να ελέγχεις.

Αναλογίζομαι τη θανατηφόρα κοινοτοπία στην περί έρωτος γραφή.
Και δεν έχω κάτι να πω.
Φοβάμαι να πω κάτι,
διστάζω να πω κάτι, για τον έρωτα.

Δεν μπορεί να είναι τυχαίο
που το συνειδητοποιώ σήμερα,
λίγο πριν φτάσω σπίτι,
με την επιθυμία να γράψω ένα ποίημα ερωτικό, τώρα,
εκ των υστέρων.



Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Για την Ιζαμπέλ - Antonio Tabucchi




Ένας συγγραφέας, σκεφτόμουν, ένας συγγραφέας σύγχρονος του αναγνώστη δεν πεθαίνει οριστικά παρά όταν κυκλοφορήσει με το όνομά του στο εξώφυλλο το πρώτο βιβλίο το οποίο όμως δεν υπογράφει ο ίδιος, καθότι νεκρός πια, αλλά κάποιος επιμελητής και ίσως οι ορισμένοι από τη διαθήκη κληρονόμοι του· ένας συγγραφέας, σκεφτόμουν, πεθαίνει όταν το κλειδωμένο συρτάρι ανοίξει. Και εδώ, σκεφτόμουν πριν αρχίσω να διαβάζω το Για την Ιζαμπέλ, έχουμε έναν διπλό θάνατο να θρηνήσουμε. Τον οριστικό θάνατο του Αντόνιο Ταμπούκι, διατηρώντας την ελπίδα, πιθανά κρυφή και ανομολόγητη, πως τα συρτάρια θα κρύβουν και άλλα ακατέργαστα στολίδια, όμως ταυτόχρονα θρηνούμε και τον θάνατο του μεταφραστή του στα ελληνικά, τον θάνατο του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Αυτά σκεφτόμουν πριν αρχίσω να διαβάζω το μυθιστόρημα αυτό, όταν ακόμα ξεφύλλιζα τις σελίδες, παρατηρούσα τις λεπτομέρειες στο εξώφυλλο, τις αφιερώσεις, την περίληψη στο οπισθόφυλλο, το όνομα του μεταφραστή. Ύστερα η φωνή του Ταμπούκι κάλυψε τα πάντα.
Θα μπορούσε να φανεί παράξενο ότι ένας συγγραφέας που έχει περάσει τα πενήντα και έχει εκδώσει τόσα βιβλία νιώθει ακόμα την ανάγκη να δικαιολογήσει τις περιπέτειες της γραφής του. Και σ' εμένα φαίνεται παράξενο. Προφανώς δεν έχω λύσει ακόμα το δίλημμα αν πρόκειται για ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στον κόσμο ή για μια απλούστερη επεξεργασία του πένθους, που μου διέφυγε.
Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρει ο Ταμπούκι στο εισαγωγικό σημείωμα, στην αιτιολόγηση με μορφή σημειώματος όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει. Νιώθει ακόμα την ανάγκη να δικαιολογήσει τις περιπέτειες της γραφής του, κάτι το οποίο σε συνδυασμό με το γεγονός πως μέχρι το τέλος δεν αποφάσισε να εκδώσει αυτό το βιβλίο, ιντριγκάρει τον αναγνώστη, τον ωθεί να αναρωτηθεί τι το ιδιαίτερο είχε για τον Ταμπούκι αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.

Ο Σλοβάσκι αναζητά την Ιζαμπέλ. Ο Σλοβάσκι είναι συγγραφέας. «Έκανα κι εγώ τις παλίρροιες να φουσκώνουν, αυτό είναι το αμάρτημά μου. Μου φαίνεσαι κάπως ασαφής, τέκνον μου, αποκρίθηκε ο παπάς, πρέπει να μου εξηγήσεις καλύτερα. Έγραψα βιβλία, ψιθύρισα, αυτό είναι το αμάρτημά μου. Ήταν βιβλία πρόστυχα; ρώτησε ο παπάς. Μα τι πρόστυχα, απάντησα, δεν είχαν τίποτε το πρόστυχο, μόνο ένα είδος αυθάδειας προς την πραγματικότητα». Αυθάδεια προς την πραγματικότητα, τι εύστοχη περιγραφή για το έργο του Ταμπούκι, εύστοχη και διττή, διπλή αυθάδεια προς την πραγματικότητα, από τη μια ο ποιητικός λόγος, η αποτύπωση της ονειρικής υφής της πραγματικότητας, από την άλλη ταυτόχρονα ο αγώνας ενάντια στη λήθη και την επικράτηση μιας πραγματικότητας που δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Ο Σλοβάσκι θα βρεθεί στη Λισαβόνα. Από εκεί θα αρχίσει η αναζήτηση της Ιζαμπέλ, σε ένα πολυτελές εστιατόριο θα αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα.   
    
Ο Ταμπούκι με τον υπότιτλο «ένα μάνταλα» δίνει ένα στοιχείο στον αναγνώστη, να κοιτάξει ανατολικά, να γυρέψει εκεί τα χαρακτηριστικά αυτής της αναζήτησης, να αψηφήσει τις χρονικές ανακολουθίες, να ακολουθήσει την πορεία του Σλοβάσκι από κύκλο σε κύκλο, να αντικρίσει το παρελθόν να αποκαλύπτει με δυσκολία τα μυστικά του υπό το βάρος της επιμονής τού Σλοβάσκι που αναζητά την Ιζαμπέλ, και δεν σκοπεύει να τα παρατήσει εύκολα, την Ιζαμπέλ που αν ήταν πρωταγωνίστρια του Μπολάνιο θα ήταν η Αουξίλιο, κλειδωμένη σε μια τουαλέτα του πανεπιστημίου στο Φυλαχτό. Βεβαίως και θα μπορούσε να διαβαστεί ως μυθιστόρημα νουάρ, ίσως θα επιβαλλόταν κιόλας να αντιμετωπίσει κανείς τον Σλοβάσκι ως έναν μεταφυσικό ντετέκτιβ, όμως πέρα και πάνω απ' όλα και αυτό το βιβλίο του Ταμπούκι είναι στον πυρήνα του πολιτικό, η δικτατορία του Σαλαζάρ, οι μελανές σελίδες της πορτογαλικής ιστορίας.

Κριτήριο άλλο για να μιλήσω για τη μετάφραση του Παπασταύρου δεν έχω παρά την οικεία και γνώριμη αίσθηση της φωνής του Ταμπούκι όπως την γνώρισα μέσα από τις μεταφράσεις του Χρυσοστομίδη, και αυτό νομίζω αρκεί.

υγ. Πατώντας εδώ θα οδηγηθείτε σε παλαιότερες αναρτήσεις γύρω από μυθιστορήματα και διηγήματα αυτού του σπουδαίου συγγραφέα.


Μετάφραση Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Το μουσείο της σύγχρονης αγάπης - Heather Rose






Για το βιβλίο αυτό δεν ήξερα τίποτα, δεν είχα ακούσει κάτι γι' αυτό, δεν ανυπομονούσα για την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Το είδα στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, και με κυρίευσε μια έντονη επιθυμία να το διαβάσω. Έτσι απλά.

Μπήκα στο βιβλιοπωλείο, πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, στήθηκα στην ουρά, πλήρωσα, το έβαλα στην τσάντα μου και βγήκα στον δρόμο (γέννηση επιθυμίας, υλοποίηση επιθυμίας, χρόνος ελάχιστος).

Έκανα μια μεγάλη βόλτα. Εξ αρχής γι' αυτό είχα φύγει από το σπίτι, για να περπατήσω μέχρι τη θάλασσα, παρά την απειλή της βροχής. Η στάση στο βιβλιοπωλείο προέκυψε στην πορεία.

Κατά τη διάρκεια της βόλτας σκεφτόμουν διάφορα, ανάμεσα στα οποία και την επιθυμία να διαβάσω αυτό το βιβλίο για το οποίο -ακόμα- τίποτα δεν γνώριζα, εκτός από τον τίτλο, αλλά και αυτόν δεν τον θυμόμουν με απόλυτη ακρίβεια. Ίσως να ήταν το εξώφυλλο, το κόκκινο που τραβάει το βλέμμα -πρώτο μάθημα μάρκετινγκ σε οποιοδήποτε προπτυχιακό πρόγραμμα οικονομικής σχολής- ή ίσως αυτό το τρισδιάστατο εφέ με τα τετραγωνάκια. Τι ήταν εκείνο που ενεργοποίησε το ένστικτό μου αναζητούσα μάλλον να εντοπίσω, αλλιώς: τι ήταν εκείνο που ενεργοποίησε την ανάγκη κατανάλωσης. Σκεφτόμουν ακόμα τι είδους προσδοκίες θα μπορούσε να έχει κάποιος -εγώ στην προκειμένη περίπτωση- από μια τόσο βιαστική αγορά. Η κοπέλα στο ταμείο με κοίταξε δεύτερη φορά πριν χτυπήσει το βιβλίο στην ταμειακή, κάτι το οποίο μπορεί να είναι α) ιδέα μου, β) τυχαίο γ)άσχετο με το βιβλίο. (Είχα και άλλες σκέψεις εκ των οποίων κάποιες δεν μπορώ να ανακαλέσω, ενώ κάποιες άλλες είναι εντελώς άσχετες με το παρόν κείμενο, μάλλον βαρετές παρά άκρως προσωπικές).

Μέχρι εκείνη τη στιγμή - που έφτασα στη θάλασσα, κάθισα σε ένα παγκάκι, έβγαλα το βιβλίο από τη τσάντα- δεν ήξερα πως είχε να κάνει με τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Κάτι το οποίο με έκανε να γελάσω, πρώτον γιατί αναφερόταν -έστω με μικρά γράμματα- στο εξώφυλλο και δεύτερον γιατί θεώρησα πως όλη η στρατηγική προώθησης του βιβλίου θα έπρεπε να σχετίζεται με τη Σέρβα καλλιτέχνη, τη στιγμή που εγώ αναζητούσα στο βαθύτερο ασυνείδητο τις απαντήσεις σχετικά με τη γέννηση της επιθυμίας.

Ομολογώ πως ελάχιστα είναι τα όσα γνωρίζω για την Αμπράμοβιτς. Ελάχιστα με δεδομένο το πόσο γνωστή είναι. Υποθέτω πως το όνομά της δεν θα ήταν αρκετό για να μου δημιουργήσει αναγνωστική επιθυμία. Πάλι πίσω στο άγνωστο λοιπόν.

Στο παγκάκι δίπλα στη θάλασσα ξεκίνησα να διαβάζω Το μουσείο της σύγχρονης αγάπης της Χέδερ Ρόουζ, εμπνευσμένο από τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Δεν σηκώθηκα παρά όταν ο ήλιος άρχισε να δύει.

Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την περφόρμανς Η καλλιτέχνις είναι εδώ, την οποία η Μαρίνα Αμπράμοβιτς εκτέλεσε το 2010 στο ΜοΜΑ. Ο Άρκι Λέβιν, μουσικοσυνθέτης που ζει στη Νέα Υόρκη, επισκέπτεται καθημερινά την αίθουσα στην οποία η Αμπράμοβιτς κάθεται σε μία καρέκλα έχοντας απέναντί της μία κενή στην οποία μπορεί να καθίσει κάθε επισκέπτης που το επιθυμεί -και που έχει την υπομονή να αναμείνει στην ουρά.

Στο ανθρώπινο σύμπαν που περιστρέφεται γύρω από την περφόρμανς με προεξέχουσα την Αμπράμοβιτς, τους συνεργάτες της και τους επισκέπτες τής έκθεσης, η Ρόουζ προσθέτει τον εαυτό της ως αφηγηματική φωνή που ακούγεται από το μυθιστορηματικό υπερπέραν, αλλά και τη νεκρή μητέρα της Αμπράμοβιτς από το υπερπέραν γενικότερα. Το μυθιστόρημα αποτελεί μία σύνθεση πραγματικών και φανταστικών προσώπων και γεγονότων. Κάτι το οποίο αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον κατά την ανάγνωση, αυτά τα ασταθή όρια μεταξύ αναπαράστασης και επινόησης.

Αν στο ένα άκρο εντοπίζεται η πρωτοτυπία της περφόρμανς αλλά και η ιδέα της Χέδερ να την τοποθετήσει στον κέντρο του μυθιστορήματός της, τότε στο άλλο άκρο εντοπίζονται αρκετά κλισέ και κάποιες ευκολίες ως προς την εκτέλεση του εγχειρήματος, ενώ, κάπου στο ενδιάμεσο, στέκει το μυθιστόρημα.

Στα θετικά του βιβλίου η αποτύπωση της ατμόσφαιρας και διαφόρων στιγμιοτύπων της περφόρμανς αλλά και η γενικότερη αίσθηση του ΜοΜΑ κατά τη διάρκεια της περφόρμανς αλλά και της αναδρομικής έκθεσης με έργα της Αμπράμοβιτς.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος θυμήθηκα το Σημείο ωμέγα του ΝτεΛίλο, ένα βιβλίο το οποίο είχα απολαύσει πάρα πολύ.       

Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Ψυχογιός

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Ο αιώνας - Javier Marías





Είναι ένα βιβλίο που το έψαχνα με μανία, είχα ρωτήσει παντού γι' αυτό, και όσο δεν το έβρισκα τόσο η μανία θέριευε και με καταλάμβανε ολοκληρωτικά, έτσι που, όταν η Α. μού έστειλε μήνυμα, έχω κάτι για σένα, έγραφε, κι εγώ κατέβηκα μέχρι το κέντρο με το ποδήλατο, και το έπιασα στα χέρια μου, δεν το πίστευα, το ξεφύλλιζα ξανά και ξανά, όμως, ίδιον της μανίας κι αυτό, μόλις γύρισα σπίτι, και ενώ στη διαδρομή, πάνω στη σέλα και κόντρα στην ανηφόρα, άλλο δεν σκεφτόμουν παρά πότε θα τελείωνα το βιβλίο που διάβαζα εκείνη τη στιγμή, έβγαλα τον Αιώνα από την τσάντα και τον άφησα κάτω από εκείνο το άλλο βιβλίο που διάβαζα τότε, στο κομοδίνο στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού, και μπήκα να κάνω ένα ντουζ για να ξεπλύνω τον ιδρώτα και το καυσαέριο που η ποδηλασία στην Αθήνα συνεπάγεται, τον Αιώνα δεν τον ξανάπιασα. Ο αιώνας έκανε εκατοντάδες χιλιόμετρα, μπήκε σε τρεις κούτες μεταφορικής και σε πάμπολες τσάντες, πλάτης αλλά και υφασμάτινες, όμως στο τέλος συνέχεια βρισκόταν στο ράφι με τα υπόλοιπα αδιάβαστα, αν και πάντα σε περίοπτη θέση. Μέχρι τις προάλλες.

Τις προάλλες. Δεν περιγράφω παρά μια κοινή κατάσταση, που κάθε αναγνώστης έχει βιώσει, την έντονη επιθυμία να διαβάσει ένα βιβλίο ενός συγκεκριμένου συγγραφέα. Αυτό ένιωσα. Η επιθυμία αυτή συγγενεύει με την επιθυμία της αναγνωστικής επιστροφής σε ένα βιβλίο, όμως διαφέρει στο εξής: στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει η συνύπαρξη της ανάγκης για κάτι οικείο, ένας αγαπημένος συγγραφέας, αλλά και για κάτι νέο, ένα βιβλίο αδιάβαστο. Μια καινούρια ιστορία από έναν αγαπημένο φίλο.

Η πρώτη σελίδα. Δεν είναι Μαρίας αυτό που διαβάζω σκέφτηκα μόλις διάβασα την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος. Δεν είναι Μαρίας αυτό που διαβάζω σκέφτηκα μόλις διάβασα δεύτερη αλλά και τρίτη φορά την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος. Δεν έμοιαζε να είναι πρόβλημα της μετάφρασης. Στιγμιαία σκέφτηκα να το παρατήσω.

Υπόθεση. Στο μυθιστόρημα τα κεφάλαια εναλλάσσονται μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης. Στα μονά κεφάλαια αφηγητής είναι ο Κασαλντάλιγα, γέρος και ετοιμοθάνατος, διηγείται την τωρινή του κατάσταση, κάνοντας σκέψεις περί θανάτου, καχύποπτος απέναντι σε όσους τον περιτριγυρίζουν με φαινομενικό ενδιαφέρον. Στα ζυγά κεφάλαια ο παντογνώστης αφηγητής παίρνει τον λόγο και μας εξιστορεί κάποια επεισόδια της ζωής τού γεννημένου στις αρχές του περασμένου πια αιώνα Κασαλντάλιγα.

Μετά την ανάγνωση. Δεν είναι το αγαπημένο μου μυθιστόρημα και δεν θα γίνει ποτέ. Υπήρχαν σημεία που κουράστηκα, ίσως εδώ να φταίει λίγο παραπάνω η μάλλον ελλιπής επιμέλεια της μετάφρασης. Ίσως όμως και ο πομπώδης λόγος του Μαρίας, του Μαρίας του τέταρτου μυθιστορήματος και των τριάντα δύο χρόνων, ειδικά στα πρωτοπρόσωπα κεφάλαια, μια διάθεση επίδειξης άνεσης στον χειρισμό της γλώσσας, οι όχι και τόσο καλά χωνεμένες κεντροευρωπαϊκές επιρροές, αυτές οι ίδιες που αργότερα θα απογείωναν τα μυθιστορήματά του, θύμιζε κάποιες στιγμές μικρό παιδί που μιλάει με τη γλώσσα των μεγάλων, και ίσως εδώ να φταίει η απειρία του Μαρίας του τέταρτου μυθιστορήματος και των τριάντα δύο χρόνων, που ηττήθηκε στην αναμέτρηση με τον ήρωά του, του παραδόθηκε ολοκληρωτικά. Ο αιώνας είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο ξεκάθαρα περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα τον Κασαλντάλιγα, έναν αντιπαθή αντιήρωα, που για χρόνια έζησε στην ασφάλεια του περιθωρίου και μόνο όταν ένιωσε έτοιμος αναζήτησε τον ρόλο του στην πρώτη γραμμή. Αν και σύμφωνα με τον Μαρίας το πρότυπο για τον Κασαλντάλιγα το άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον, ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας δεν είναι αρκετά σφαιρικός, αλλά προσιδιάζει περισσότερο σε καρικατούρα, και ίσως αυτό να συμβαίνει όταν ο συγγραφέας δεν αγαπάει τον ήρωά του, δεν τον θαυμάζει για τις αρετές του, αλλά περισσότερο επιθυμεί να αναδείξει μέσα από εκείνον μια εποχή, την ιδιαιτερότητα μιας εποχής περασμένης η οποία επιζεί κρυμμένη καλά πίσω από τη λήθη και την παραποίηση.      
Υπήρχαν βέβαια αρκετά σημεία εντυπωσιακά, μικρά μα ευκρινή δείγματα όσων θα πύκνωναν εκθετικά στα επόμενα μυθιστορήματα, αρχής γενομένης ήδη από το επόμενο, τον Αισθηματικό άντρα, με τις υπέροχες πρώτες σελίδες, εκεί όπου ο Λέοντας της Νάπολης, βαφτιστήρι του Κασαλντάλιγα εδώ, ως επιβάτης τρένου με τελικό προορισμό την Μαδρίτη, διαβάζει Μπέρνχαρντ και νιώθει ενόχληση, την γνώριμη ενόχληση που νιώθει ο αναγνώστης του Μπέρνχαρντ καθώς ξεβολεύεται ακολουθώντας τις σπείρες της σκέψης αυτού του σπουδαίου συγγραφέα, ενός εκ των σπουδαιότερων για να είμαστε ακριβείς. 

Το κλισέ. Είναι άδικο να συγκρίνουμε μεταξύ τους τα έργα ενός δημιουργού. Συμφωνώ εν πολλοίς με αυτό. Είναι άδικο και ίσως δεν έχει και νόημα αν δεν γίνεται υπό ένα πρίσμα πιο φιλολογικό, με κριτήρια θεματολογίας, εξέλιξης, μοτίβων, όταν δηλαδή ο στόχος δεν είναι η αποτύπωση του σύμπαντος ενός συγγραφέα αλλά η απλή δήλωση προτίμησης για το ένα ή το άλλο βιβλίο.

Το παράπονο. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από την τελευταία κυκλοφορία κάποιου βιβλίου του Μαρίας στα ελληνικά, είμαστε ήδη δύο βιβλία πίσω.

Η πρόβλεψη. Το 2019 ο Μαρίας θα κερδίσει το Νόμπελ λογοτεχνίας.


Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Λιβάνη