Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Τζαστίν - Alice Thompson




Δεν γνώριζα τίποτα σχετικά με το βιβλίο αυτό. Το βρήκα μπροστά μου ψάχνοντας σε στοίβες με μεταχειρισμένα και κάτι σε αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον, το τράβηξα έξω και έριξα μια ματιά στο οπισθόφυλλο, αρκετά βιαστική είναι η αλήθεια, λίγο πριν διαβάσω την πρώτη παράγραφο, απαραίτητο στάδιο πριν την τελική απόφαση.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι διακοσμημένο το διαμέρισμά μου μαρτυρά τα πάντα για μένα. Ένα δώρο προς εσάς που περιέχει και κάτι που με αφορά, το οποίο δεν πρόκειται ν' αποκαλυφθεί ποτέ, πολύ περισσότερο δε να γίνει αντικείμενο συναλλαγής. Οι κρυφές γωνίες στο εσωτερικό τού διαμερίσματός μου, οι σκοτεινές κόγχες οι καλυμμένες με βελούδο και οι πίνακες με τα πρόσωπά τους στραμμένα προς τους τοίχους προδίδουν έναν χαρακτήρα αινιγματικό, μ' ένα γούστο περισσότερο διεφθαρμένο απ' όσο είναι εντελώς φυσιολογικό. Τούτα τα δωμάτια είναι παραγεμισμένα με objets d´art, επιπλέον όμως ο χώρος στον οποίο κατοικώ απαιτεί σχολαστική ερμηνεία. 

Αυτό το βιβλίο το ήθελα. Και το αγόρασα. Η χαρτογράφηση μιας άγνωστης, μέχρι πρότινος, περιοχής, γεμάτης από άνθη και καρπούς, δημιουργεί ένα αίσθημα μοναδικό, ένα δίπτυχο καλής τύχης και αλάνθαστου ενστίκτου.

Ο αφηγητής κάθεται στο γραφείο του με σκοπό να αφηγηθεί τα όσα τρομερά του συνέβησαν, ο τετελεσμένος χαρακτήρας της ιστορίας τον καθιστά παντογνώστη. Γεννημένος με μια δυσμορφία στο ένα πόδι, μεγαλώνει με την αίσθηση πως είναι κάποιος ξεχωριστός. Η μητέρα του, γυναίκα εκπάγλου ομορφιάς, μην αντέχοντας το θέαμα στον καθρέφτη, θα αυτοκτονήσει, μόλις ο χρόνος αφήσει επάνω της τα πρώτα σημάδια γήρατος. Εκείνος, θα μετατρέψει το σπίτι του σε ένα καταφύγιο τέχνης, το οποίο σπάνια εγκαταλείπει για τον έξω κόσμο. Ανάμεσα στα έργα τέχνης ένας πίνακας, η Τζαστίν, του ασκεί μια έντονη επίδραση, καθώς το κάπνισμα οπίου διασαλεύει τα όρια της πραγματικότητας, η κοπέλα μετακινείται εντός των ορίων του πίνακα, αλλάζοντας εκφράσεις, πριν εμφανιστεί τελικά μπροστά του, με σάρκα και οστά, για να τον γοητεύσει ολοκληρωτικά και να τον αναγκάσει να την αναζητά. Τότε συναντά την Τζουλιέτ, δίδυμη αδερφή της Τζαστίν, και ένα ερωτικό τρίγωνο δημιουργείται.

Ορμώμενη από το ομώνυμο έργο του Μαρκησίου Ντε Σαντ -γνωστό στα ελληνικά ως Ζυστίν- η Τόμπσον στήνει ένα ατμοσφαιρικό, σκοτεινό και μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, αναζητώντας -και παίζοντας με- τα λεπτά όρια μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, λογικής και τρέλας. Διαβάζοντας, έχει κανείς την αίσθηση πως πρόκειται για κάποιο γοτθικό μυθιστόρημα, ώσπου μια σακούλα των McDonald's θα πετάξει, παρασυρμένη από τον δυνατό άνεμο για να μπλεχτεί στα πόδια του αφηγητή ή ένα τραγούδι των The Kinks θα ακουστεί από μια παμπ, για να φέρει τον αναγνώστη πίσω στο Λονδίνο της δεκαετίας του '80, ένα λειτουργικότατο συγγραφικό εύρημα, που επιτυγχάνει να καταστήσει ασαφή τον χρονικό ορίζοντα, στον οποίο αισθάνεται ο αναγνώστης ότι διαδραματίζεται η ιστορία, προσθέτοντας τις απαραίτητες εκείνες δόσεις ρεαλισμού που της προσδίδουν αληθοφάνεια. Αλλά και οι συχνές παρεκβάσεις του αφηγητή, για να υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως τώρα βρίσκεται στο γραφείο του και γράφει όσα συνέβησαν πριν από καιρό, επιτείνουν το αίσθημα του τετελεσμένου, αφαιρώντας κάθε ελπίδα πως κάτι μπορεί να εξελιχθεί ευνοϊκότερα, καθιστώντας σαφές πως πρόκειται για μια ιστορία με τρομερό τέλος, τέτοιο, που χρόνια μετά, αναγκάζει τον ίδιο της τον πρωταγωνιστή να τη διηγηθεί.

Οι εμφανείς αναφορές και το φλερτ με την κλασική λογοτεχνία ( στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, για παράδειγμα)  συνδυάζονται αρμονικά με το μεταμοντέρνο σε ένα μυθιστόρημα που φέρνει στο νου το έργο της Γουίντερσον, κυρίως το Πάθος, αλλά και της Σίρι Χούστβεντ, τόσο ως προς την ατμόσφαιρα στο Μυστικό της Λίλυ Νταλ, όσο και ως προς την αποτύπωση του σύγχρονου Λονδίνου, ενός τόπου σκοτεινού και μυστηριώδους, που θυμίζει τη Νέα Υόρκη στην Τυφλόμυγα.

Ένα υπέροχο μυθιστόρημα, η τυχαία ανακάλυψη μιας εξαιρετικής συγγραφέως, της οποίας το Τζαστίν αποτελεί το μοναδικό μεταφρασμένο στα ελληνικά μυθιστόρημα.   


Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Σέλας 





Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Βάναυση αγάπη - Elena Ferrante




Η Βάναυση αγάπη είναι ένα βιβλίο το οποίο αναζητούσα εδώ και καιρό. Και τελικά το βρήκα, ένα Σάββατο βροχερό, σε μια βόλτα στα παλαιοβιβλιοπωλεία του κέντρου, μαζί με κάποιους άλλους τίτλους, οι οποίοι συνοδεύονται από τον -εξοργιστικό και λυπητερό- χαρακτηρισμό: εξαντλημένο από τον εκδότη. Η συγγραφέας, σε μια προσπάθεια προάσπισης του προσωπικού, χρησιμοποιεί το όνομα Έλενα Φεράντε, κρατώντας μακριά της τα φώτα της δημοσιότητας, νιώθοντας πιο άνετα στη σκιά, που επιτρέπει την απρόσκοπτη παρατήρηση του έξω κόσμου, πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Θεωρείται, και όχι αδίκως, μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας, ίσως η μόνη που θα μπορούσε, ακόμα και δίχως να το επιδιώκει ή να το επιθυμεί, να ελαφρύνει την απώλεια του Αντόνιο Ταμπούκι.

Η μητέρα μου πνίγηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου, ημέρα των γενεθλίων μου, στη θαλάσσια περιοχή απέναντι από την τοποθεσία που τη λένε Σπακκαβέντο, λίγα χιλιόμετρα από το Μιντούρνο. Ακριβώς σ' εκείνη την περιοχή, στα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν ο πατέρας μου ζούσε ακόμα μαζί μας, το καλοκαίρι νοικιάζαμε δωμάτιο σ' ένα αγροτόσπιτο και περνούσαμε τον Ιούλιο· κοιμόμασταν πέντε άτομα μέσα σε λίγα πυρακτωμένα τετραγωνικά. Κάθε πρωί εμείς τα κορίτσια ρουφούσαμε φρέσκο αβγό και πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, κόβοντας δρόμο ανάμεσα σε ψηλά καλάμια, ακολουθώντας χωματόδρομους και αμμουδερά μονοπάτια. Τη νύχτα που πέθανε η μητέρα μου, η ιδιοκτήτρια εκείνου του σπιτιού, που την έλεγαν Ρόζα και είχε πια περάσει τα εβδομήντα, άκουσε χτυπήματα στην πόρτα αλλά δεν άνοιξε, από φόβο μήπως είναι τίποτα κλέφτες και φονιάδες. 

Η πρωτότοκη κόρη της εκλιπούσας, η Ντέλια, έχει εγκαταλείψει από χρόνια πια τη Νάπολη και ζει στη Μπολόνια, βιοποριζόμενη από τη δημιουργία κόμιξ. Επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για να παραστεί στην κηδεία της Αμάλια. Μετά το τέλος της τελετής οι αδερφές της, με τους συζύγους και τα παιδιά τους, θα αναχωρήσουν βιαστικά, επιθυμώντας να επιστρέψουν πίσω στην κανονικότητα της καθημερινότητάς τους. Εκείνη θα παραμείνει, όχι μόνο για να διεκπεραιώσει τη γραφειοκρατεία, αλλά και για να αναζητήσει απαντήσεις γύρω από τον μυστηριώδη θάνατο της μητέρας της. Εκεί, με το τοπικό ιδίωμα να κυριαρχεί και να της θυμίζει πόσο ξένη είναι πια, θα ψάξει τον πατέρα της, τον οποίο έχει χρόνια να δει, θα αναγκαστεί να ανεχτεί την κουτσομπόλα γειτόνισσα και τον ανάπηρο θείο της, θα περιπλανηθεί στην πόλη αναζητώντας ίχνη και βήματα.

Ο πρωτότυπος τίτλος, L' amore molesto, δημιουργεί εξαρχής την αντίθεση ανάμεσα σε δύο λέξεις έντονα φορτισμένες, από τη μία η αγάπη και από την άλλη η ενόχληση, η αγάπη που ενοχλεί και κρατάει τη Ντέλια όμηρο σε ένα παρελθόν από το οποίο έτρεξε κάποτε μακριά, πιστεύοντας πως θα κατέφερνε να πάρει τις απαραίτητες, για την προσωπική εξέλιξη και επιβίωση, αποστάσεις, αυτός ο επιθυμητός απογαλακτισμός, οριστικός και σωτήριος, μα δύσκολος και συχνά αδύνατος, η απομάκρυνση από το κέντρο της σύγκρουσης ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα, διαμάχη στην οποία έπρεπε, ή εκείνη ένιωθε πως έπρεπε, να πάρει θέση υπέρ του ενός ή της άλλης, και τότε έμοιαζε προφανές και απλό, ήταν εκείνος ο οποίος ευθυνόταν για όλα και ανάγκασε την Αμάλια να πάρει τις τρεις κόρες της και να φύγουν από το σπίτι, και καθώς τα χρόνια πέρασαν και το βάρος ευθύνης μετατοπίστηκε, να είναι εκείνη η οποία ανησυχούσε πια για την μητέρα της, αν έφτασε σώα πίσω στη Νάπολη, παρότι η παρουσία της ως επισκέπτριας πάντα την εξόργιζε. 

Ξεκινώντας από την ανακάλυψη ενός πτώματος, η Φεράντε θα στήσει με απαράμιλλη μαεστρία, αργά και μεθοδικά, μια ιστορία αναζήτησης ταυτότητας, φέρνοντας την αφηγήτριά της προς ενός τετελεσμένου και αμετάκλητου γεγονότος, απέναντι στο οποίο στέκει γεμάτη τύψεις και απορίες, την εγκλωβίζει σε μια προηγούμενη ζωή, καθώς τα όνειρα, γέννημα κόπωσης και ταραχώδους ύπνου, μπλέκονται με την πραγματικότητα και το μεταφυσικό στοιχείο με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πατριαρχική κοινωνία, η δυσμενής διαχρονικά θέση των γυναικών, η κοινωνική και πολεοδομική μεταμόρφωση της πόλης, τα ερωτικά και σεξουαλικά απωθημένα, το παρελθόν που δεσπόζει στο παρόν αποτελούν κάποια μόνο από τα συστατικά της ιστορίας, που η Φεράντε αποφασίζει να διηγηθεί στο συγγραφικό της ντεμπούτο, ώριμα και με ευδιάκριτη φωνή, με την ονειρική (εφιαλτική) και ασφυκτική ατμόσφαιρα να κυριαρχεί, μην επιτρέποντας στον αναγνώστη, άπαξ και εισέλθει, να βρει διέξοδο διαφυγής, καθώς η κατάβαση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής μετατρέπει την ιστορία του θανάτου της Αμάλια από μια υπόθεση μυστηρίου σε προσωπική μάχη του αναγνώστη. Μυθιστόρημα το οποίο η Φεράντε αφιερώνει στη μητέρα της.

Η Έλενα Φεράντε, για όποιον δεν τη γνωρίζει, αποτελεί μια χαμηλών τόνων φωνή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που αξίζει να την ανακαλύψει κανείς.

Μετάφραση  Παναγιώτης Σκόνδρας
Εκδόσεις Perugia

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Το τελευταίο αίνιγμα - Marisha Pessl





"Το πρόβλημα μ' εσένα, ΜακΓκραθ", είπε ο Μπέκμαν, αδειάζοντας στα ποτήρια μας ό,τι είχε μείνει στο μπουκάλι, "είναι ότι δεν σέβεσαι τον ζόφο. Το σκοτεινό ανεξήγητο. Αυτό που δεν μπορείς να εξιχνιάσεις με τίποτα. Οι δημοσιογράφοι είστε σαν μπουλντόζες που γκρεμίζουν τα μυστήρια των ανθρώπων, αδιαφορείτε για τα πράγματα που τόσο αδίστακτα φέρνετε στο φως, ψάχνετε για κάτι πανίσχυρο..." Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και τα σκούρα του μάτια διασταυρώθηκαν με τα δικά μου. "... Κάτι που δεν θέλει να ανακαλυφθεί. Και που δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ." Αναφερόταν στον Κορντόβα.

Ο βετεράνος ρεπόρτερ Σκοτ ΜακΓκραθ, το παλμαρέ του οποίου περιλαμβάνει πλήθος ριψοκίνδυνων ρεπορτάζ σε κάθε μήκος και πλάτος της γης, αποφασίζει να καταπιαστεί ξανά, λίγα χρόνια μετά, με τον μυστηριώδη σκηνοθέτη κινηματογράφου Κορντόβα. Εκείνο το ημιτελές ρεπορτάζ αποτέλεσε το επαγγελματικό κύκνειο άσμα του, οι υποψίες σχετικά με την κατηγορία για παιδοφιλία του σκηνοθέτη όχι μόνο δεν αποδείχτηκαν ποτέ, αλλά αντίθετα έφεραν τον ίδιο αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη, ενώ ακολούθως αναγκάστηκε να δει τις πόρτες στα μέσα ενημέρωσης να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Ο Κορντόβα είχε βγει νικητής στην άτυπη εκείνη μονομαχία και μάλιστα με έναν τρόπο άκρως εμφατικό. Τώρα, ο θάνατος της κόρης του Άσλεϊ, το πτώμα της οποίας βρέθηκε σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη του νότιου Μανχάταν, και τον οποίο οι αρχές επίσημα χαρακτήρισαν ως αυτοκτονία, δίνει στον ΜακΓκραθ την αφορμή να επανέλθει και, ξεκινώντας από τα αίτια θανάτου της νεαρής, να ολοκληρώσει εκείνο το ρεπορτάζ, να τεθεί ακόμα μια φορά αντιμέτωπος με τον Κορντόβα.

Ο Κορντόβα αποτελεί το ξεκάθαρο ατού του βιβλίου της Πεσλ, η οποία πλάθει έναν σύνθετο και ολοκληρωμένο ήρωα από το μηδέν, εξοπλίζοντάς τον με όλα τα απαραίτητα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία. Ο Κορντόβα, σκηνοθέτης ταινιών τρόμου, βρέθηκε γρήγορα έξω από την επίσημη κινηματογραφική βιομηχανία, απομονώθηκε σε ένα τεράστιο, δυσπρόσιτο σπίτι, περικυκλωμένο από μια αχανή δασική έκταση, και συνέχισε να κάνει ταινίες που προορίζονταν για ένα σκληρό και φανατικό κοινό, οργανωμένο στο διαδίκτυο. Οι φήμες γύρω από την κάθε ταινία του αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, ενώ η ζωή του δημιουργού στο σκοτεινό περιθώριο έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν τεράστιο μύθο σχετικά με το άτομό του.

"Το σκοτάδι. Ξέρω ότι δύσκολα γίνεται κατανοητό σήμερα, αλλά ο πραγματικός καλλιτέχνης χρειάζεται σκοτάδι για να δημιουργήσει. Αυτό του δίνει δύναμη. Τον κάνει αόρατο. Όσο λιγότερα ξέρει ο κόσμος γι' αυτόν -πού ζει, από πού κατάγεται, ποιες είναι οι μυστικές του μέθοδοι- τόσο περισσότερη δύναμη διαθέτει. Όσο πιο πολλές ανούσιες πληροφορίες γι' αυτόν καταπίνει ο κόσμος τόσο πιο μικρή και στεγνή γίνεται η τέχνη του, ώσπου συρρικνώνεται σ' ένα ευτελές καθημερινό καταναλωτικό αντικείμενο, σαν τα δημητριακά που τρως στο πρωινό σου."

Κατά τη διάρκεια της ερευνάς του, ο ΜακΓκραθ, ορθολογιστής δίχως πίστη στο μεταφυσικό, θα βρεθεί αντιμέτωπος με πλήθος εμποδίων, θα αμφισβητήσει αυτό που βλέπουν τα μάτια του, θα βρει συνοδοιπόρους, τους οποίους θα αναγκαστεί να εμπιστευτεί και θα δει τα στοιχεία να εξαφανίζονται λίγο μόλις μετά την αδιαμφισβήτητη για εκείνον εμφάνισή τους. Παρά τις οχτακόσιες σελίδες του, το μυθιστόρημα της Πεσλ καθηλώνει τον αναγνώστη, παρασύροντάς τον μαζί με τον ΜακΓκραθ σε έναν κόσμο σκοτεινό, εκεί που τα όρια ανάμεσα στον ορθολογισμό και τη μεταφυσική είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτα, ή, για να το θέσω καλύτερα, σε έναν κόσμο στον οποίο η ορθολογική σκέψη και θεώρηση των πραγμάτων δεν θα αποκλείσουν τον τρόμο και την αμφιβολία. Μυθιστόρημα γεμάτο αρετές για το είδος του, εντυπωσιακό σε σύλληψη και εκτέλεση, διαθέτει τα απαραίτητα ευρήματα που προάγουν την πλοκή, δεν στερείται δράσης και κλισέ, δίχως όμως να γίνεται κατάχρησή τους. Και πάνω απ' όλα διαθέτει έναν ήρωα όπως ο Κορντόβα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Διόπτρα

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Τα επτά παιδιά του Σιμενόν - Ramón Díaz Eterovic




Η ιστορία πίσω από το πώς έφτασε το βιβλίο του Χιλιανού συγγραφέα στα χέρια μου: εκείνη ελπίζει να φύγει, δεν είναι ότι το θέλει με όλη της την καρδιά, όμως κάποτε η λογική επικρατεί, ένα αίσθημα επιβίωσης εμφανίζεται ξαφνικά. Νιώθει πως εδώ οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, ούτε πρόκειται σύντομα να γίνουν τέτοιες. Μένει σπίτι περιμένοντας τη θετική απάντηση, εμμονικός έλεγχος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και εναλλαγή ακραίων συναισθημάτων. Αναπόφευκτα σκέφτεται όσα (δεν) θα μπορέσει να κουβαλήσει μαζί της. Αποφασίζει να μοιράσει κάποια από τα βιβλία της, έτσι δεν θα τα αφήσει πίσω της να σκονίζονται στην ξύλινη, βαριά βιβλιοθήκη, μια ανακούφιση την κατακλύζει, ελαφραίνει το βάρος δίχως να γεμίζει το κενό με ενοχές. Για εσένα, λέει, έψαξα να βρω κάποιον ισπανόφωνο, και βγάζει το βιβλίο από την τσάντα.

Κόκκινο, άφθονο κόκκινο. Ένα θραύσμα ήλιου πάνω στην άμμο και στα κατάξερα μαδέρια. Κόκκινο σαν το αίμα από το παρελθόν που αναβλύζει τις νύχτες της αγρύπνιας και των τσιγάρων. Κόκκινο χειροπιαστό, που λάμπει για λίγο καθώς γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλά μου κι απλώνεται πάνω στις τάβλες της ξύλινης πανσιόν. Μέσα μου φουντώνει η αδημονία. Ανυπομονώ να βρεθώ στο γραφείο μου κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Μαπότσο, με το μεταλλικό μου γραφείο, τα δύο δωματιάκια μου, την κουζίνα με τα ράφια, τα κατσαρόλια και τα βιβλία μου που τα τρώει η σκόνη και η υγρασία, όπως τις αναμνήσεις μου.

Ο Ερέδια, κεντρικός ήρωας όλων των μυθιστορημάτων του Ετερόβικ, ιδιωτικός ντετέκτιβ στο επάγγελμα, εγκατέλειψε το Σαντιάγο για να βρεθεί σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, λίγους μήνες πριν από την έναρξη της καλοκαιρινής σεζόν. Εκεί θα αναλάβει τη συντήρηση και το βάψιμο μια τουριστικής μονάδας, δουλειά χειρωνακτική, χωρίς απαιτήσεις για σκέψη, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Τα Σαββατοκύριακα ελεύθερα, μα εξίσου μοναχικά, με βόλτες στην παραλία, και η νοσταλγία για τη βουή της μεγαλούπολης δεν θα αργήσει να εμφανιστεί. Μόνο ένα πράγμα επιθυμεί πια: την επιστροφή.

Γυρίζοντας, παρέα πάντα με τον γάτο του, που ακούει στο όνομα Σιμενόν, θα βρεθεί μπλεγμένος στην εξιχνίαση μιας δολοφονίας, υπόθεση χωρίς εργοδότη και άρα χωρίς προοπτική αμοιβής, ένα κουβάρι που αρχίζει να ξετυλίγεται αργά για να οδηγήσει σε μια ύποπτη ανάθεση κατασκευής ενός αγωγού φυσικού αερίου, που συνοδεύεται από εκβιασμούς και διαφθορά δημόσιων λειτουργών, με φαινομενικά τυχαίους θανάτους, που μοιάζουν με ατυχήματα. Ο Ερέδια περιδιαβαίνει την πρωτεύουσα, με τα μπαρ και τους εμπορικούς δρόμους, αλλά και την περιφέρεια γεμάτη από χαμόσπιτα, συναναστρέφεται με αλτρουιστές οικολόγους και αστυνομικούς που παίζουν διπλό παιχνίδι, στοχάζεται για τη ζωή, διαβάζει Χέμινγουεϊ και Ονέτι, λυγίζει από τη ματαιότητα της ζωής και ανυπομονεί για την επόμενη βροχή, που ίσως οδηγήσει εκείνη την κοπέλα πίσω στο μπαρ του κέντρου, όπως την τελευταία φορά.

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα οφείλει να διαθέτει έναν κεντρικό ήρωα δοσμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η προσήλωσή του στο καθήκον, καθήκον που δεν υπάγεται, άμεσα τουλάχιστον, στο δίπτυχο δόξα-χρήμα. Να δημιουργεί στον αναγνώστη μια αίσθηση αφέλειας, να τον κάνει συμπαθή και ταυτόχρονα αληθοφανή, καθώς τριγυρίζει σε ένα περιβάλλον που κάθε ενέργεια μοιάζει να εκπορεύεται από μια κάποια υστεροβουλία. Ο Ετερόβικ το γνωρίζει αρκετά καλά αυτό.


Το μυθιστόρημα διακρίνεται και για τις λοιπές αρετές της αστυνομικής λογοτεχνίας. Διαθέτει σασπένς και ανατροπές, χρησιμοποιώντας την πλοκή συχνά ως πρόσχημα για κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό, εμπεριέχονας και έναν έντονο προβληματισμό για τη λεηλασία του περιβάλλοντος στο όνομα της ανάπτυξης και του κέρδους. Μια αίσθηση γλυκόπικρου χιούμορ διαπνέει τις σελίδες, με θύμα κυρίως τον Ερέδια, ενώ δεν θα μπορούσε να λείπει και μια, παράλληλη με την κυρίως υπόθεση, ερωτική ιστορία.

-Ο γάτος έχει όνομα;
-Σιμενόν.
-Όπως ο ποδοσφαιριστής;
-Ναι, έπαιζε στην επίθεση, σ' ένα αχτύπητο τρίο μαζί με τον Σοριάνο και τον Ονέτι.    

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Opera


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

μπονσάι - Alejandro Zambra



Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία:

Ο Σάμπρα, καθηγητής και κριτικός λογοτεχνίας, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας παράγραφο, στο συγγραφικό του ντεμπούτο, και τον καθιστά συνένοχο σε αυτή την ιστορία, αφήνοντας ανοιχτή μια χαραμάδα στην κρυψώνα που χτίζει για να κρυφτεί η πραγματικότητα, η δική του πραγματικότητα. Ή μπορεί και όχι. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Στο τέλος η μοναδική φιλοσοφική βεβαιότητα, ο θάνατος, πρώτα ο συντελεσμένος της Εμίλια, εκείνος του Χούλιο θα ακολουθήσει μετά το τέλος της ιστορίας αυτής. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία.

Είναι η ιστορία της Εμίλια και του Χούλιο, που κάποτε ήταν μαζί. Λάθος. Είναι οι ιστορίες του Χούλιο και της Εμίλια, που κάποτε πλησίασαν. Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ μελέτης, σε ένα σπίτι με άλλους φοιτητές, μελέτη που κατέληξε σε μια αυτοσχέδια γιορτή και ένα άσχημο μεθύσι.

Η σχέση της Εμίλια και του Χούλιο ήταν μια σχέση που τη μάστισαν οι αλήθειες, προσωπικές αποκαλύψεις που δημιούργησαν γρήγορα μια συνενοχή που εκείνοι ήθελαν να τη θεωρούν οριστική. Αυτή εδώ είναι, λοιπόν, μια ιστορία ανάλαφρη που γίνεται βαριά. Είναι η ιστορία δύο φοιτητών που είχαν πάθος με την αλήθεια, με το να πετάνε φράσεις που φαίνονταν αληθινές, να καπνίζουν αιώνια τσιγάρα και να κλείνονται στη βίαιη αυταρέσκεια εκείνων που αισθάνονται καλύτεροι, πιο αγνοί απ' τους άλλους, απ' αυτή την τεράστια και αξιοπεριφρόνητη ομάδα που αποκαλείται οι άλλοι.

Γρήγορα έμαθαν να διαβάζουν τα ίδια, να σκέφτονται παρόμοια, να κρύβουν τις διαφορές. Πολύ σύντομα δημιούργησαν μια ματαιόδοξη οικειότητα. Τουλάχιστον εκείνο τον καιρό ο Χούλιο και η Εμίλια κατάφεραν να ενωθούν οι δυο τους σε μια μάζα. Ήταν, εντέλει, ευτυχισμένοι. Για τούτο δεν χωρά καμία αμφιβολία.

Ο αφηγητής αφαιρεί όλο το -αχρείαστο- λίπος από την ιστορία αυτή και καταφεύγει στην αποσπασματικότητα, αυτός είναι ο τρόπος του να ανατρέξει στο παρελθόν, να διηγηθεί τις δύο αυτές ιστορίες τώρα, που εκείνη της Εμίλια έχει πια τελειώσει, κάπου στη Μαδρίτη, σε ένα σταθμό του μετρό, βάζοντας μια άνω τελεία, ένα ανεπαίσθητο ανάχωμα σε εκείνη του Χούλιο, που συνεχίζεται. Επιθυμεί να είναι αντικειμενικός, ναι, αντικειμενικός, σωστά διαβάσατε. Δεν αφαιρεί την ποιητικότητα και τη μαγεία των στιγμών εκείνων: ήταν, εντέλει, ευτυχισμένοι. Για τούτο δεν χωρά καμία αμφιβολία. Αρνείται όμως να ωραιοποιήσει τις καταστάσεις και να διαστρεβλώσει την πολυδιάστατη πραγματικότητα της Εμίλια και του Χούλιο. Δεν μοιράζει ενοχές και δικαιώσεις, μην πάει ο νους σας εκεί, ποιο το νόημα άλλωστε; Στοχάζεται, στο περιθώριο της ιστορίας, για τον έρωτα, ή για αυτό που τέλος πάντων ο καθένας αποκαλεί έρωτα. Στοχασμός ήπιος και χαμηλότονος, δεν είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής, δεν είναι δική του η ιστορία. Ή μήπως είναι;

Μια συμπυκνωμένη αφήγηση, που υπαινίσσεται περισσότερα απ' όσα μαρτυρεί, που αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και καλοδέχεται όλες τις ερμηνείες εκ μέρους του αναγνώστη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να κρίνει από την ασφάλεια της απόστασης, να θεωρήσει εαυτόν ξεχωριστό και ίσως, κάποια στιγμή, να νιώσει τη ντροπή εκείνου που σκέφτεται: εγώ δεν θα το έκανα αυτό.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης, που αναπόφευκτα ακολούθησε την επόμενη κιόλας μέρα, ένιωθα το Μπονσάι ως λογοτεχνικό αντίποδα ενός ακόμα αριστουργήματος -η στιγμή που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει μια λέξη με τέτοιο βάρος και υπερβολή όπως αυτή δίχως την παραμικρή ενοχή- της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, του μυθιστορήματος Το Παρελθόν, του Αργεντίνου Άλαν Πάουλς. Όσα υπαινίσσεται ο Σάμπρα, τα καταγράφει με εμμονή στη λεπτομέρεια ο Πάουλς, με το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις κοινό: αναγνωστική απόλαυση.



υ.γ Υπεύθυνη για την ανακάλυψη εκ μέρους μου αυτού του υπέροχου μυθιστορήματος η Έφη Γιαννοπούλου, όχι μόνο ως μεταφράστρια αλλά και ως αναγνώστρια. Είναι κάτι που ξεχνάμε συχνά, τους μεταφραστές που διαβάζουν και προτείνουν στους εκδοτικούς οίκους έργα προς μετάφραση. Το Μπονσάι αποτελεί τον τρίτο κόμπο ενός νήματος εμπιστοσύνης στην Έφη Γιαννοπούλου και αναγνωστικής συγγένειας μαζί της, που άρχισε να υφαίνεται με την Καρδιά τόσο άσπρη του Χαβιέρ Μαρίας, για να ακολουθήσει το Παρελθόν του Άλαν Πάουλς.

υ.γ2 Και εκεί που ευχόμασταν να μεταφραστούν και τα υπόλοιπα βιβλία του Σάμπρα στα ελληνικά ήρθε η ανακοίνωση των εκδόσεων Ίκαρος για την απόκτηση των δικαιωμάτων του βιβλίου του Χιλιανού συγγραφέα, Τρόποι επιστροφής στο σπίτι (Formas de volver a casa)!


Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Ένα τραμ στη Λισαβόνα - Hervé Le Tellier





Για τον Λε Τελιέ η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι μαγικό, μια παρτίδα πόκερ μεταξύ δύο ταχυδακτυλουργών, εκεί που τα κόλπα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά επιβάλλονται. Όμως, όπως όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά το παιχνίδι, έτσι και ο Γάλλος συγγραφέας προσεγγίζει τη λογοτεχνία με την απαραίτητη σοβαρότητα, με τα χαρτιά του ανοιχτά και τον άσσο στο χέρι, όχι για να ξεγελάσουν, αλλά για να προσδώσουν την απαραίτητη μαγεία, που τόσο λείπει.

Όταν βρέθηκε δίπλα στον Αντόνιο μέσα στο λαδί ταξί που θα τους οδηγούσε στο κέντρο της Λισαβόνας, ο Βενσάν αντίκρισε τον ήρωα ενός μυθιστορήματος, αργότερα εκείνο το βράδυ πήρε την απόφαση να το γράψει.
Μπορεί κανείς να υποπτευθεί ένα κόλπο, κάποιο φτηνό συγγραφικό τερτίπι, αλλά θα κάνει λάθος: ο Αντόνιο Φλόρες δεν ήταν σίγουρα κανένα εξαιρετικό άτομο, συναρπαστικό, με μια λέξη μυθιστορηματικό.
Ο Βενσάν, αφηγητής και ήρωας της ιστορίας μας, εγκατέλειψε το Παρίσι ύστερα από μια παρατεταμένη ερωτική απογοήτευση, και κατέφυγε στη Λισαβόνα, αναζητώντας μια νέα αρχή, εκεί στην άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου, με την αύρα των θαλασσοπόρων παρούσα. Η δίκη ενός serial killer στρέφει το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου στην πορτογαλική πρωτεύουσα· ο Αντόνιο, φωτογράφος στην παριζιάνικη εφημερίδα για την οποία δουλεύει ως ανταποκριτής και ο Βενσάν επιστρέφει μετά από χρόνια στη Λισαβόνα, την οποία εγκατέλειψε αναζητώντας μια καινούρια αρχή, όταν η εφηβική σχέση του με την Πάτα διαλύθηκε εξαιτίας μιας πρόωρης εγκυμοσύνης. Ο Βενσάν θα αναζητήσει την Πάτα με μια επιμονή δύσκολα κατανοητή και εξηγήσιμη.

Η πραγματικότητα και ο μύθος περιπλέκονται και επικαλύπτονται, αφήνοντας όρια δυσδιάκριτα και συγκεχυμένα, σε έναν ρυθμό καταιγιστικό, μην αφήνοντας στιγμή στον αναγνώστη το περιθώριο να αναρωτηθεί: ψέμα ή αλήθεια; Η φαντασία του Λε Τελιέ αναζωπυρώνεται διαρκώς, μια απλή υποψία σπίθας αρκεί, και η ιστορία παίρνει άλλη κατεύθυνση, ένα ελάχιστο στοιχείο αποκτά ξαφνικά κομβική σημασία για την εξέλιξη της πλοκής. Ο συγγραφέας δεν αποκλείει τον εαυτό του από το παιχνίδι, επισημαίνοντας σε κάθε ευκαιρία τη σχέση του με τον αφηγητή Βενσάν, καθώς τα υπό μετάφραση αποσπάσματα από το έργο του Μοντεστρέλα, Υδατώδεις Ιστορίες, παρεμβάλλονται και η Λισαβόνα του Πεσσόα και του Ταμπούκι αποτελεί το πλέον κατάλληλο σκηνικό, για να στήσει κανείς μια ιστορία αναζήτησης ταυτότητας.
Είχα μεγαλύτερη περιέργεια για τη ζωή παρά για το γραφτά του Μοντεστρέλα, θαρρείς και η ζωή του αναψηλαφούσε τη δική μου. Αν πλάκωνε καμιά δικτατορία, άραγε θα εξοριζόμουν κι εγώ, όπως αυτός, όπως ο Τσβάιχ, παρά να σκύψω το κεφάλι μου στη βαρβαρότητα; Υπάρχει πολλή εντιμότητα στο να μην ντρέπεσαι που φοβάσαι, στο να γνωρίζεις τον εαυτό σου τόσο καλά ώστε να προτιμήσεις ν' αποφύγεις την προβλέψιμη υποταγή σου, εξίσου απεχθή με τη βία του τυράννου που την υπαγορεύει.
Στιλίστας και παιχνιδιάρης, ο Λε Τελιέ υπογράφει ένα ακόμα κομψοτέχνημα, αντάξιο των προσδοκιών των θαυμαστών του, ταυτόχρονα όμως ικανό να προσελκύσει νέους αναγνώστες, που θα αναζητήσουν, όχι μόνο τα υπόλοιπά έργα του Γάλλου συγγραφέα -όλα σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη- αλλά και τη λογοτεχνία του OuLiPo (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας).

Η Λισαβόνα απέκτησε ακόμα ένα λογοτεχνικό έργο, έναν φόρο τιμής από κάποιον μη Πορτογάλλο, που γοητεύτηκε από τη μυρωδιά του ωκεανού.
  
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


υ.γ. Εδώ μπορείτε να βρείτε παλιότερες αναρτήσεις σχετικά με τα (επίσης υπέροχα και παιχνιδιάρικα) μυθιστορήματα του Λε Τελιέ Ο κλέφτης της νοσταλγίας και Αρκετά μιλήσαμε για αγάπη.
 
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera  

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Μνήμη ασθενής, μα οδοιπόρος



Μνήμη ασθενής, σαφέστατα ασθενής, μα οδοιπόρος, της είπα. Ετοιμόλογος, έτσι ένιωσα. Σαν σήμερα γνωριστήκαμε, μου είπε, κι εγώ το είχα ξεχάσει, όχι ότι γνωριστήκαμε, πώς θα μπορούσα άλλωστε, μα την ακριβή ημερομηνία.

Αργότερα, το ίδιο βράδυ, όταν εκείνη κοιμόταν κι εγώ υποχωρώντας είχα σβήσει το φως, σκεφτόμουν περαιτέρω το τσιτάτο που είχα σκαρώσει, αυτό σκεφτόμουν και όχι τον χρόνο που είχαμε περάσει μαζί. Σκεφτόμουν τη διττή φύση εκείνης της γυναίκας που μας φιλοξένησε ένα βράδυ, παραμονή δεκαπενταύγουστου στο νησί. Από τη μία η πίστη της, βαθιά και ακλόνητη, δίχως ερωτήματα, να προστάζει νηστεία, από την άλλη η έμφυτη ροπή προς τη φιλοξενία. Εξαιρείστε, είπε, σερβίροντάς μας το αρτύσιμο δείπνο, απαλλάσσοντας αμφότερους από την αμαρτία. Τότε, σε μια ακόμη επίδειξη ετοιμολογίας, παραλίγο να πω: δεν αναφέρεται στους ταξιδιώτες μα στις εγκύους. Ευτυχώς δεν είπα τίποτα, και γιατί θα τη στεναχωρούσα, και γιατί θα επρόκειτο για την παρερμηνεία μιας φράσης δίχως γλωσσική και επιστημονική βάση.

Βέβαια, θα προτιμούσα μια μνήμη εγκυμονούσα, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.


υ.γ περισσότερα για τον μύθο της εγκύου που εξαιρείται της νηστείας μπορεί κανείς να βρει εδώ.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

ποτέ μην δίνεις το χέρι σ' έναν αριστερόχειρα πιστολέρο - Benjamin Prado




Είχα καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο απνευστί, χωρίς να σηκωθώ από τη θέση μου, παρά μόνο για τα εντελώς απαραίτητα, και τι ευλογία, η εμπειρία αυτή ήρθε στο τέλος μιας δύσκολης ημέρας. Παρά το γεγονός πως η αρχή μού άφησε μια γεύση μάλλον δυσάρεστη, καθώς άργησα να αποδεχτώ την "ιδιαιτερότητα" της αφηγηματικής φωνής, θεωρώντας λανθασμένα πως επρόκειτο για συγγραφική αδυναμία ή μεταφραστική ανεπάρκεια, και αφού πρώτα φλέρταρα με την ιδέα της πρόωρης εγκατάλειψης, στη συνέχεια αφέθηκα να παρασυρθώ από τη λαχτάρα να φτάσω ως το τέλος της ιστορίας.

Κεντρικός ήρωας ένας απών, ο Ισραέλ, που εξαφανίστηκε ξαφνικά και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, και τώρα τρεις κοντινοί του άνθρωποι διηγούνται στον συγγραφέα, ο καθένας όπως είναι αναμενόμενο από τη δική του πλευρά, την ιστορία του μέχρι τη στιγμή της εξαφάνισής του. Ο συγγραφέας παρεμβαίνει με ερωτήσεις, ζητά επεξηγήσεις, σε μια προσπάθεια να ανασυνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας. Μυθιστόρημα που θα μπορούσε υπό κάποιες προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί αστυνομικό, ή μετα-αστυνομικό, καθώς εμπεριέχει στον πυρήνα του ένα μυστήριο προς λύση, ένα πιθανό έγκλημα, ενώ και η στάση του συγγραφέα ακροβατεί μεταξύ έρευνας και ενός είδους ανάκρισης, σίγουρα σκοτεινό και γοητευτικό, λόγω του ήρωα και της αφηγηματικής επιλογής του -άγνωστου σε μένα μέχρι πρότινος- Benjamin Prado.

Ο Ισραέλ, με τα δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια εξαιτίας ενός πατέρα αφέντη, που τον υποχρέωνε να διαβάζει κλασικούς συγγραφείς και να ακούει τζαζ, αλλά συχνά τον έδερνε με ασήμαντη αφορμή, σταματώντας μόνο όταν το παιδί σταματούσε να κλαίει, βρέθηκε να σπουδάζει νομική, ακόμα μια πατρική εντολή, πριν τα παρατήσει και εξαφανιστεί, βρίσκοντας καταφύγιο στην πανκ μουσική και την αστυνομική λογοτεχνία, παραμελώντας την εξωτερική του εμφάνιση, για να επιστρέψει, ενήλικος πια, στο χωριό του και να αρχίσει να πουλάει την πατρική περιουσία, ξεκινώντας από την ημέρα της κηδείας τού πατέρα του, να εργαστεί δεξιά και αριστερά σε ό,τι χαμαλοδουλειά μπορεί κανείς να φανταστεί, μέχρι τη στιγμή που θα εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος.

Οι τρεις αφηγήσεις, πότε συγκλίνουσες και πότε αντικρουόμενες, αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα στην πρόσληψη της πραγματικότητας και τον υποκειμενισμό, εκούσιο ή ακούσιο. Και η αφηγηματική αυτή απόφαση εκ μέρους του συγγραφέα, που μου έφερε στο νου το υπέροχο μυθιστόρημα του επίσης Ισπανού Χαβιέρ Θέρκας, Οι νόμοι των συνόρων, είναι που απογειώνει το Ποτέ μην δίνεις το χέρι σ' έναν αριστερόχειρα πιστολέρο, δίνοντάς του το νεύρο εκείνο το τόσο ταιριαστό με τον χαρακτήρα του Ισραέλ, ένα μυθιστόρημα που επιπλέον διαθέτει πλείστες λογοτεχνικές, μουσικές και κινηματογραφικές αναφορές, νήματα για μελλοντικές αναζητήσεις. Και με μια εμμονή στις παρομοιώσεις, κάποιες εξ αυτών εξαιρετικής έμπνευσης, που μου θύμισαν τον αγαπητό Τομ Ρόμπινς.

Μια αναγνωστική έκπληξη από ένα βιβλίο που δεν ξέρω αν κυκλοφορεί ακόμα, ανακάλυψη προ μηνών σε βιβλιομπαζάρ του κέντρου, στην αγορά του οποίου συνετέλεσαν η αγάπη για την ισπανική λογοτεχνία και τις εκδόσεις Σέλας.

Μετάφραση Ιωάννα Παπαδοπούλου/ Aranzaru Priego
Εκδόσεις Σέλας   

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Στη Λίμνη - James Sallis




Άκουσα το τζιπ από μισό μίλι απόσταση. Έκανε τον γύρο της λίμνης και όταν πήρε τη στροφή γέμισε ο τόπος πουλιά. Ξεπετάχτηκαν μέσα από τα δέντρα, ίσια πάνω, κι αμέσως, λες και τα παρέσυρε δυνατός αέρας, άλλαξαν πορεία όλα μαζί, τέρμα δεξιά. Τα περισσότερα απ' αυτά τα δέντρα στέκονταν εδώ κάπου σαράντα με πενήντα χρόνια. Τα περισσότερα απ' αυτά τα πουλιά βρίσκονταν εδώ για λιγότερο από έναν χρόνο και δεν θα έμεναν για πολύ ακόμα. Εγώ βρισκόμουν κάπου στη μέση.

Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται διαρκώς μπλεγμένοι σε καταστάσεις δύσκολες και περίπλοκες, ό,τι και αν κάνουν, όσο και αν προσπαθούν, τίποτα δεν αλλάζει, στο τέλος βρίσκονται πάντα μπλεγμένοι. Τέτοια είναι η περίπτωση του Τζων Τέρνερ. Πρώτα ο πόλεμος, ύστερα το αστυνομικό σώμα και τέλος η φυλακή. Η πείρα της ζωής, η παρατήρηση των δεδομένων τον οδηγεί στην απόφαση να απομονωθεί, μακριά από τη μεγάλη πόλη, σε ένα χωριό κάπου κοντά στο Μέμφις, αυτό που κάποιος θα ονόμαζε μέση του πουθενά, δίχως να υπερβάλλει. Εκεί ελπίζει να ζήσει σε ηρεμία με τον εαυτό του, σε αρμονία με το περιβάλλον των αργών μεταβολών και των ελάχιστων κοινωνικών επαφών, έχοντας για μια φορά επιτέλους ποντάρει σωστά. Μόλις είδε το τζιπ του σερίφη να παρκάρει έξω από το σπίτι του τρόμαξε, πώς όχι άλλωστε; Το πτώμα ενός περιπλανώμενου άντρα έχει διαταράξει τη ρουτινιάρικη ηρεμία της ολιγομελούς αστυνομικής ομάδας. Ο σερίφης Λόννι Μπέητς αποφασίζει να ζητήσει τη συνδρομή του έμπειρου Τέρνερ, βγαίνει από το τζιπ με ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, απαραίτητο εχέγγυο μιας ειλικρινούς συζήτησης.

Στη Λίμνη ο Τζέιμς Σάλλις μάς συστήνει τον νέο του ήρωα, τον Τζων Τέρνερ, γεγονός που επιβάλλει το χωρισμό της ιστορίας στα δύο, με το ένα μέρος αφιερωμένο στις συστάσεις του αναγνώστη -αλλά και του ίδιου του συγγραφέα- με τον ήρωα, μέσα από την παράθεση εκτενών στιγμιοτύπων της παρελθούσας ζωής του, λεπτομέρειες που συνθέτουν το πορτραίτο ενός γοητευτικού χαρακτήρα. Και είναι η παρουσία του Τέρνερ, η είσοδός του στη σκηνή, αν προτιμάτε, αρκετά εντυπωσιακή, με αποτέλεσμα να ρίχνει βαριά σκιά στην ιστορία, την οποία προσπαθούν να διελευκάνουν ο σερίφης και οι βοηθοί του, δημιουργώντας μια αίσθηση άνισου αλλά κυρίως την εντύπωση πως η ιστορία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αφορμή που αναζητούσε ο συγγραφέας για να μας συστήσει τον νέο του ήρωα, σε μια προσπάθεια να αφήσει πίσω του τον Γκρίφιν, τον μαύρο ντετέκτιβ, που παρέα εξυχνίασαν αρκετά εγκλήματα κατά το παρελθόν. Ο ήρωας είναι, θεωρώ, το πλέον σημαντικό μέρος της νουάρ λογοτεχνίας, ικανός να αναδείξει τις αρετές αλλά και να κρύψει τις αδυναμίες μιας ιστορίας, και ο Τέρνερ είναι ένας τέτοιος ντετέκτιβ, σκοτεινός και συμπαθής, κυρίως και πρώτιστα ατελής και ανθρώπινος, με την απαραίτητη αύρα, για να σαγηνεύσει τον αναγνώστη και να τον παρασύρει στο κατόπι του, ενώ η παρουσία του μοιάζει να αποτελεί εγγύηση για την υποστήριξη της μελλοντικής συγγραφικής έμπνευσης του Σάλλις.

Η πείρα και οι αρετές του Σάλλις διακρίνονται με ευκολία ακόμα και στην πρώτη αυτή επαφή με το έργο του, η Λίμνη δεν είναι το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα, αποτελώντας περισσότερο μέρος ενός έργου σε εξέλιξη, μια πολλά υποσχόμενη εισαγωγή, με το βάρος της ανάγνωσης να πέφτει περισσότερο στην ανάγκη του Τέρνερ να απομονωθεί, να βρεθεί μακριά από όλους και όλα, παρά στην τελική λύση του εγκλήματος. Και αυτή η ανάγκη για απομόνωση, το σπίτι στη μέση του πουθενά, πάντα μα πάντα θα μου φέρνει στο νου ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει, τη Θεραπεία του νερού, του Πέρσιβαλ Έβερετ.

Στις δυνατές στιγμές του βιβλίου η κομβική παρουσία του cult κινηματογράφου και οι λεπτομερείς αναφορές σε αυτόν, υποβάλλει μια διάθεση νοσταλγίας για ένα μακρινό πια παρελθόν, ποτισμένο με μεράκι και αφέλεια, που ανέθρεψε μια γενιά και εξαφανίστηκε, με τον τρόπο που εμφανίστηκε, ξαφνικά, αφήνοντας όμως ανεξίτιλη τη σφραγίδα του.

Η Λίμνη αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς που θα μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον.    

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Κίκα Κραμβουσάνου
Εκδόσεις Πόλις
    

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Μια ιστορία αυτοτελή, κάθε βράδυ



Είναι η περίοδος τέτοια. Μου πήρε χρόνο η συνειδητοποίηση αυτή, πως τώρα έχω ανάγκη, κάθε βράδυ, από μια ιστορία αυτοτελή πριν επιχειρήσω να κοιμηθώ -αυτό δεν σημαίνει πως αμελώ το ελαφρύ δείπνο νωρίς, τα αφεψήματα, το ζεστό μπάνιο, τη μουσική και την αναγκαία απόσταση από την ακτινοβολία της οθόνης. Αυτό δεν σημαίνει πως τα καταφέρνω πάντα. Είναι η περίοδος της μικρής φόρμας, των διηγημάτων. Μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με αυστηρότητα στην επιλογή των λέξεων και μια αίσθηση απουσίας του περιττού διαρκώς παρούσα. Με ήρωες που προλαβαίνουν να αποκτήσουν το απαραίτητο βάρος σε ελάχιστες γραμμές. Συμπυκνωμένη μυθοπλασία, που όχι μόνο αντέχει, αλλά ανθίζει στο αναπόφευκτο νέρωμα της πραγματικότητας.

Ούτως ή άλλως η ροπή προς τη μικρή φόρμα εντείνεται με το πέρασμα των χρόνων. Είναι μια σχέση αμφίδρομα απαιτητική. Η ικανότητα του συγγραφέα στην περιεκτική γραφή δεν αρκεί. Απαιτείται και η αντίστοιχη ικανότητα του αναγνώστη. Οι λίγες λέξεις δεν αποτελούν ευκολία, όσο και αν κάποιοι το πιστεύουν και το διαλαλούν. 

Και ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικός προς την ποίηση.
  

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Ο άντρας με τη μεγάλη ιδέα - Αστέρης Αστεριάδης




Πάντα ήθελα να παίξω σε πορνό, ξεκαθαρίζει με ειλικρίνεια ο Άντρας από την πρώτη κιόλας αποστροφή του λόγου του. Μια πρώην ανεκπλήρωτη επιθυμία που πλέον συνοδεύεται από ένα εμφατικό τικ. Όλα ξεκίνησαν από μια αγγελία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πόσα τέτοια μηνύματα δεν έχει, άραγε, σβήσει ο μέσος χρήστης στη ζωή του; Παραλίγο το ίδιο θα έκανε και εκείνος από κεκτημένη ταχύτητα, όμως, τελευταία στιγμή, το σκέφτηκε ξανά εξαιτίας του δελεαστικού και πολλά υποσχόμενου τίτλου: Θεός του Σεξ. Στοχευμένο και τελικώς επιτυχημένο μάρκετινγκ, αλλιώς: το σημείο όπου η προσφορά συναντά τη ζήτηση. Υπάρχουν κάποιες αποφάσεις που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή και η απάντηση στην αγγελία ήταν μια τέτοια απόφαση για τον Άντρα· η συνάντησή του με τον Καθηγητή τού άλλαξε τη ζωή. Δεν έπαιξε απλώς σε πορνό, αλλά μετατράπηκε γρήγορα σε σύμβολο του σεξ. Δίπλα του ο Καθηγητής, πολυπράγμων και αποφασισμένος να επιτύχει τον στόχο του: να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της μάζας, να συγκεντρώσει δύναμη και εξουσία, όλη τη δύναμη και όλη την εξουσία. Η βιομηχανία του πορνό είναι μόνο ένα από τα -ας πούμε- ενδιαφέροντά του, ένα από τα πιο σημαντικά, το πλέον σημαντικό. Ο Καθηγητής ξέρει. Ο Άντρας θα ερωτευτεί την Κοπέλα και όλα θα γίνουν πιο σύνθετα.

Ο Αστεριάδης υπογράφει ένα παράξενο βιβλίο. Τρεις φορές σταμάτησα την ανάγνωση για να γράψω: παράξενο. Ο άντρας με τη μεγάλη ιδέα είναι ένα μυθιστόρημα προκλητικό, όχι μόνο εξαιτίας της υπερβάλλουσας πορνογραφικής σεξουαλικότητας ή των αντρικών χαρακτήρων με τη βαριά μυρωδιά σεξισμού, είναι ένα μυθιστόρημα προκλητικό γιατί η αφηγηματική φωνή που επιλέγει ο συγγραφέας είναι τέτοια, που -εμένα τουλάχιστον- έλκει και απωθεί ταυτόχρονα, ενοχλεί και γοητεύει, μοιάζοντας με ένα κομμάτι πάγου στην παλάμη. Είναι σημαντικά αυτά τα βιβλία, ακόμα και αν ποτέ δεν καταφέρουν να μπουν στη λίστα με τα πλέον αγαπημένα μας, και είναι σημαντικά ακριβώς για την πρόκληση αυτή, πρόκληση που γεννά αυτή την αντίφαση, φέρνοντας σε ανοιχτή κόντρα τη λογική και το συναίσθημα, βρίσκοντας πάτημα σε στοιχεία του χαρακτήρα μας ξεχασμένα ή αφημένα στη λήθη, συνειδητά ή ασυνείδητα.

Υπάρχουν αρκετές οδοί για να προσεγγίσει κανείς το βιβλίο του Αστεριάδη: α. Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, η πορεία ωρίμανσης του Άντρα, που αρχικώς γοητεύεται από τον Καθηγητή και τις προοπτικές στο πλάι του αλλά στην πορεία αναγνωρίζει τις πραγματικές του ανάγκες, μαθαίνει να ακούει το βαθύτερο εγώ του. β. Ερωτική ιστορία, ο Άντρας ερωτεύεται την Κοπέλα, αγαπιούνται και μισιούνται, εναλλάξ και ταυτόχρονα. γ. Δυστοπικό μυθιστόρημα, ο έρωτας ως μορφή ελέγχου της μάζας, η βιοτεχνολογία δημιουργεί το τεχνητό πάθος κατά παραγγελία, το Άρωμα του Ζίσκιντ στα χρόνια των εργαστηρίων και της τηλεόρασης. δ. Νουάρ μυθιστόρημα, ένας φόρος τιμής στον Μπορίς Βιάν, ο Καθηγητής σαν άλλος Δόκτωρ επιχειρεί να θέσει τους κακομούτσουνους κάτω από τον έλεγχό του. ε. Κοινωνικοπολιτική παραβολή, οι χαρακτήρες-ιδιότητες πρωταγωνιστούν σε μια ιστορία-πρόφαση, βάση για σχόλιο και κριτική στον κόσμο τριγύρω, στη μόνιμα παρούσα κρίση αξιών. ζ. Παρωδία ροζ-σιέλ πονήματος, ο Αστεριάδης επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα γεμάτο κλισέ και υπερβολές, στηριζόμενος στο επιτυχημένο τρίπτυχο Σεξ-Έρωτας-Εξουσία.

Πριν από εννέα χρόνια, πάλι από τις εκδόσεις Χαραμάδα, είχε εκδοθεί το πρώτο βιβλίο του Αστεριάδη, 100 μέτρα κάτω από το γέλιο, μυθιστόρημα με πολύ ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα -σχετικά με κάποιον που δουλεύει σε μια εταιρεία αντικείμενο της οποίας αποτελεί η παραγωγή ανεκδότων- και επιτυχημένης ανάπτυξης, το οποίο πρόκειται σύντομα να επανακυκλοφορήσει.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Χαραμάδα