Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Η μοναδική ιστορία - Julian Barns





Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μόνο μία ιστορία να αφηγηθούμε. Δεν θέλω να πω ότι μας συμβαίνει ένα μονάχα πράγμα όσο ζούμε: στο διάβα της ζωής μας συντελούνται αναρίθμητα γεγονότα τα οποία μετατρέπουμε σε αναρίθμητες ιστορίες. Όμως ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να αφηγηθούμε. Και να ποιο είναι το δικό μου.

Ο Πολ, στα δεκαεννέα του χρόνια, επιστρέφει στο πατρικό του για τις καλοκαιρινές διακοπές από το πανεπιστήμιο. Μαθημένος ήδη στην ανεξαρτησία της φοιτητικής ζωής, θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στο ίδιο περιβάλλον με τους γονείς του, ώσπου η απόφασή του να γραφτεί στον τοπικό όμιλο αντισφαίρισης θα του αλλάξει τη ζωή. Εκεί θα γνωρίσει τη Σούζαν Μακλάουντ, υπολογίζει πως είναι λίγο πάνω από τα σαράντα, παντρεμένη με δύο κόρες στην ηλικία του Πολ. Η ερωτική έλξη θα είναι αμοιβαία. Και εκείνο που θα ξεκινήσει ως μια περιπέτεια θα εξελιχθεί μέσα στα χρόνια σε μια μοναδική ιστορία.

Το συνηθέστερο ίσως μοτίβο των ιστοριών του Μπαρνς, η πάλη των ηρώων με την κοινωνία και η αναπόφευκτη συντριβή τους, επανέρχεται σ' αυτό το μυθιστόρημα. Ο Μπαρνς επιτυγχάνει σε κάτι που γνωρίζει καλά, και ας υπάρχουν στην πλούσια εργογραφία του αρκετά αδύναμα, για τις δυνατότητές του πάντα, βιβλία. Η αφήγηση, και ειδικά σε πρώτο πρόσωπο, εν είδει εξομολόγησης πρέπει οπωσδήποτε να διαθέτει κάτι το πυρετικό, ώστε να δικαιολογείται και ταυτόχρονα να μπορεί να συμπαρασύρει στο δράμα της τον αναγνώστη, και η αφήγηση του Πολ διαθέτει αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό. Όμως δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται την ιστορία του αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό, αποφεύγοντας, όσο αυτό είναι δυνατόν, τόσο την ηρωοποίηση, όσο και τη θυματοποίηση του εαυτού του, προσφέροντας στη Σούζαν τον χώρο της ιστορίας που της αναλογεί.

Κάποια στιγμή η αφήγηση γυρίζει σε τρίτο πρόσωπο, ο Πολ μετατρέπεται σε θύμα της μάχης με τον χρόνο και τη μνήμη, οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα χάνουν την έντασή τους, αδυνατεί να θυμηθεί πώς ήταν να κάνει έρωτα με τη Σούζαν, τι σχήμα είχαν τα στήθη της, τα μυστικά λόγια που μοιράζονται μεταξύ τους οι εραστές. Με αυτό το απλό φαινομενικά εύρημα ο Μπαρνς κατορθώνει να εξισορροπήσει την αφήγηση, να προσδώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην ιστορία του, να εγκλωβίσει περαιτέρω συναισθηματικά τον αναγνώστη οδεύοντας προς το τέλος, να πάρει ο παντογνώστης αφηγητής τον λόγο τη στιγμή που ο χρόνος δημιουργεί απόσταση, αναπόφευκτα κενά, ξεθώριασμα εικόνων και εξασθένιση συναισθημάτων.

Η μοναδική ιστορία είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του Βρετανού συγγραφέα, αν και η προσωπική μου αναγνωστική απόλαυση δεν γνώρισε τα ύψη εκείνης του Ένα κάποιο τέλος. Άλλωστε, όσο και αν αναγνωρίζουμε και αγαπάμε έναν συγγραφέα, πάντα θα υπάρχει ένα έργο του που θα αγαπάμε περισσότερο, για τους δικούς μας προσωπικούς και συχνά αδιευκρίνιστους λόγους.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Περί φυσικής της μελαγχολίας - Georgi Gospodinov




Γράφω σε πρώτο πρόσωπο για να είμαι σίγουρος πως ζω ακόμα. Γράφω σε τρίτο πρόσωπο για να είμαι σίγουρος πως δεν είμαι απλή προβολή του δικού μου εγώ, πως είμαι τρισδιάστατος και έχω σώμα. Μερικές φορές πετάω κάτω ένα ποτήρι και διαπιστώνω με ικανοποίηση πως πέφτει και σπάει. Αυτό σημαίνει πως υπάρχω και πως η ύπαρξή μου έχει συνέπειες.
Αν κανείς δεν με παρατηρεί, θα χρειαστεί να παρατηρήσω ο ίδιος τον εαυτό μου, για να μη μετατραπώ σε κβαντική σούπα.

Ήδη από την αναγγελία της επικείμενης έκδοσης του μυθιστορήματος αυτού, το ένστικτό μου σήμανε συναγερμό. Πρόκειται για σπουδαίο βιβλίο, σπεύσε, έλεγε με επιμονή. Υπάκουσα σχεδόν τυφλά. Ταυτόχρονα σχεδόν με την κυκλοφορία του ξεκίνησα να το διαβάζω. Και -τουλάχιστον αυτή τη φορά- είχε δίκιο.

Ο Μινώταυρος, σώμα ανθρώπου με κεφάλι ταύρου, γνωστός και ως Αστερίων, ήταν η τιμωρία του Ποσειδώνα στον Μίνωα, που παράκουσε και δεν έσφαξε τον λευκό ταύρο, και ο Ποσειδώνας, στο σώμα του ταύρου, άφησε έγκυο την Πασιφάη. Ο Μίνωας ζήτησε από τον Δαίδαλο να κατασκευάσει έναν λαβύρινθο ώστε να κρύψει το νόθο τέρας. Ο Μινώταυρος, ο αθώος Μινώταυρος, θύμα των διαφορών θεών και ανθρώπων, έμεινε στην ιστορία ως ένα αιμοσταγές τέρας και ο δολοφόνος του, ο Θησέας, ως ήρωας, κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει για το φοβισμένο πλάσμα στα σκοτάδια του λαβύρινθου.

Ο αφηγητής, από πολύ μικρός, διέθετε την ικανότητα να μπαίνει στο σώμα του πρωταγωνιστή κάθε ιστορίας που άκουγε, και στη συνέχεια να τη βιώνει από την αρχή και να παρασύρεται σε διαφορετικά μονοπάτια από εκείνα της πρωτότυπης. Κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας, απόλεσε την ικανότητα αυτή.

Στους λαβύρινθους αυτούς μεγάλωσε ο αφηγητής, εκεί γνώρισε και συμπάθησε τον Μινώταυρο, χάθηκε και βρέθηκε να περνάει ξανά και ξανά από τα ίδια σημεία, γνώρισε όμως και νέες γωνιές, και η απόπειρά του να διηγηθεί τη ζωή του, και μέσω αυτής τη ζωή πολλών ακόμα, δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθεί μία διαρκώς ανακοπτόμενη και επαναπροσδιοριζόμενη πορεία. Μία σύνθεση δεκάδων μικροιστοριών, το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Βούλγαρου συγγραφέα Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ μοιάζει να γράφτηκε αποσπασματικά, με μία διαδικασία που θυμίζει κατασκευή κολάζ, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει συνοχή και λογική στην κατασκευή του, αλλά διαθέτει και αίσθημα που απαιτεί την ανάγνωση για να κατανοηθεί, να βιωθεί και εν τέλει να αποθεωθεί από τον εκστασιασμένο αναγνώστη.

Δεν περίμενα πως κάποιος άλλος συγγραφέας θα μου δημιουργούσε συναισθήματα παρόμοια με εκείνα του σπουδαίου Ενρίκε Βίλα-Μάτας, και μάλιστα χωρίς να έχει, την πάντοτε γοητευτική, βιβλιοφιλική διάσταση. Και αυτό, για μένα, είναι ένα σπουδαίο προτέρημα.  

Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ίκαρος   




Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Η συνείδηση του Ζήνωνα - Italo Svevo




Είμαι ο γιατρός για τον οποίο μιλάει αυτή η ιστορία, μερικές φορές με διόλου κολακευτικά λόγια. Όποιος καταλαβαίνει από ψυχανάλυση ξέρει πού να αποδώσει την αντιπάθεια που μου δείχνει ο ασθενής μου.
Ο Δόκτωρ Σ. αποφασίζει να δημοσιεύσει τις αναμνήσεις του Ζήνωνα, για να τον εκδικηθεί που εγκατέλειψε τη θεραπεία του. Δική του ιδέα ήταν να τις καταγράψει ως πρελούδιο για τη θεραπεία του, όμως ο Ζήνων τα παράτησε πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία. Με κάποιον εμφανή δισταγμό στην αρχή, με μία άρνηση να υπακούσει στις εντολές του γιατρού του, η οποία όμως σύντομα υποχωρεί, ο Ζήνων διηγείται διάφορα περιστατικά της ζωής του.

Βιβλίο σταθμός στη λογοτεχνία, το οποίο παρέμενε για αρκετό καιρό εξαντλημένο, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις αντίποδες σε μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη, η οποία δυστυχώς δεν πρόλαβε να πιάσει το βιβλίο στα χέρια της. Η συνείδηση του Ζήνωνα εκδόθηκε το 1923, γεγονός που δεν θα είχε ίσως συμβεί αν ο Σβέβο, που απογοητευμένος από την υποδοχή των δύο πρώτων του βιβλίων είχε σταματήσει να γράφει, δεν έκανε μάθημα αγγλικών με τον Τζέημς Τζόυς. Ο Τζόυς διάβασε εκείνα τα δύο πρώτα βιβλία, και ενθουσιασμένος τον πίεσε να επιστρέψει στη συγγραφή, ενώ παράλληλα φρόντισε να προωθήσει το έργο του στο εξωτερικό. Και αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς γιατί το βιβλίο αυτό αποτέλεσε σταθμό στη λογοτεχνία, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ο Σβέβο επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του Ζήνωνα, εντάσσοντας σε αυτή την ψυχανάλυση, είναι πρωτοποριακός, ενώ δημιούργησε και έναν ήρωα, που αποτέλεσε καλούπι για αρκετούς που ακολούθησαν (όπως για παράδειγμα ο Ιγνάτιος στον Συνασπισμό ηλιθίων του Τζον Κένεντυ Τουλ).

Βέβαια, λίγη σημασία θα είχε για το αναγνωστικό κοινό η σημασία του βιβλίου του Σβέβο, αν δεν συνοδευόταν από την απαραίτητη αναγνωστική απόλαυση. Και Η συνείδηση του Ζήνωνα είναι ένα πράγματι απολαυστικό βιβλίο, με σημεία που μένουν αξέχαστα στη μνήμη του αναγνώστη, όπως η προσπάθεια του ήρωα να κόψει το τσιγάρο ή να φανερώσει τον έρωτά του στην αδερφή εκείνης την οποία τελικά παντρεύτηκε.

Ο Ζήνων -ο αξέχαστος Ζήνων- προκαλεί πλήθος αντικρουόμενων συναισθημάτων, και μάλιστα ταυτόχρονα, ο αναγνώστης τον αντιπαθεί αλλά και τον λυπάται, γελάει μαζί του αλλά και εξοργίζεται, τον κατανοεί αλλά και όχι. Αποτελεί, μαζί με τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ιστορίας, το όχημα που χρησιμοποιεί ο Σβέβο για να οδηγήσει τον αναγνώστη στην Τεργέστη της εποχής εκείνης, μιας κοινωνίας συντηρητικής, υποκριτικής και αφελούς, παρά τον φαινομενικά κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, σε ένα περιβάλλον πνιγηρό αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρον από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη, σε μία αργά μεταβατική περίοδο εν μέσω σημαντικών ιστορικών και πολιτικών ανακατατάξεων.

Ο Σβέβο σαμποτάρει τη σοβαρότητα της ιστορίας του με ένα υπόγειο, διαρκώς παρόν και ενίοτε μαύρο χιούμορ -αυτός άλλωστε μοιάζει να είναι ο τρόπος του να φιλτράρει την πραγματικότητα- χωρίς να πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα ευθυμογράφημα, αλλά για ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα -πριν την εμφάνιση του υπαρξισμού ως φιλοσοφικού κινήματος. Και αυτός ο συνδυασμός προσδίδει περαιτέρω βάρος στο μυθιστόρημα, καθώς ο αναγνώστης, παρά την όποια δυσαρέσκεια μπορεί να του προκαλεί, νιώθει μια περίεργη, και ίσως φαινομενικά ανεξήγητη, ταύτιση με τον Ζήνωνα, κυρίως με την απόπειρά του να ξεγελάσει κάποιες στιγμές τον ψυχαναλυτή του -αλλά, ας μη γελιόμαστε, εκείνο που πραγματικά επιθυμεί είναι να καθησυχάσει και να απαλλάξει από τις ενοχές τον ίδιο του τον εαυτό.

Σπουδαίο μυθιστόρημα -το οποίο, μοιάζει απίστευτο, πρωτοκυκλοφόρησε σχεδόν έναν αιώνα πριν- σε μια καλαίσθητη έκδοση, η οποία συνοδεύεται από το κατατοπιστικό επίμετρο του Τζέιμς Γουντ.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη
Εκδόσεις αντίποδες

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

M Train - Patti Smith




Δεν είναι τόσο εύκολο να γράφεις για το τίποτα.

Και δεν θα υπήρχε ιδανικότερη εναρκτήρια φράση για το βιβλίο αυτό από τα λόγια ενός καουμπόη που κάποιο βράδυ εμφανίστηκε σε ένα όνειρο της Πάτι Σμιθ. Δεν είναι εύκολο να γράφεις για το τίποτα, όταν όμως κάποιος επιτυγχάνει να γράψει για το τίποτα, τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι συγκλονιστικό, γεγονός που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά στο M Train. Θα ήταν ριψοκίνδυνο να επιχειρήσει κάποιος να κατατάξει λογοτεχνικά το βιβλίο αυτό, πέφτοντας πιθανότατα στην παγίδα του memoir, αφήνοντας το παράθυρο ανοιχτό στην εγωπάθεια του γράφοντος, εξοστρακίζοντας έτσι την ψυχή από το σώμα, παραλείποντας να αναφερθεί σε αυτό το τίποτα, που καμία σχέση δεν έχει με τη ματαιότητα ή τον μηδενισμό, με μια ημερολογιακή διαθήκη για τους αναγνώστες. Και τότε, περί τίνος πρόκειται;
Η παραμονή της πρωτοχρονιάς πέρασε λίγο πολύ το ίδιο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη απόφαση για τον καινούριο χρόνο. Καθώς χιλιάδες μεθυσμένοι γλεντζέδες κατέκλυζαν την Τάιμς Σκουέαρ, η μικρή Αβησσυνίας έκοβε βόλτες στο δωμάτιο μαζί μου ενώ εγώ πήγαινα πέρα δώθε παλεύοντας με ένα ποίημα που σκόπευα να ολοκληρώσω για να υποδεχτώ το νέο έτος, έναν φόρο τιμής στον σπουδαίο Χιλιανό συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Διαβάζοντας το Φυλαχτό του είχα προσέξει μια φευγαλέα αναφορά στην εκατόμβη -την αρχαία τελετουργική σφαγή εκατό βοδιών. Αποφάσισα να γράψω μια εκατόμβη για εκείνον - ένα ποίημα εκατό στίχων. Θα ήταν ένας τρόπος να τον ευχαριστήσω που ξόδεψε το τελευταίο διάστημα της σύντομης ζωής του για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το 2666. Μακάρι να είχε υπάρξει κάποια ειδική παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας που θα του είχε επιτρέψει να ζήσει. Γιατί το 2666 έμοιαζε να είναι στημένο ώστε να συνεχίζεται στο διηνεκές, για όσο καιρό ο συγγραφέας του θα ήθελε να γράφει. Τέτοιο θλιβερό και άδικο ριζικό έλαχε στον ωραίο Μπολάνιο, να πεθάνει στα πενήντα του χρόνια, πάνω στην ακμή των δυνάμεών του. Η απώλειά του και αυτά που δεν πρόλαβε να γράψει μας στέρησαν τουλάχιστον ένα μυστικό του κόσμου.

Ας ξεκινήσουμε από το προφανές. Το M Train γράφτηκε για να ικανοποιήσει μια βαθύτερη ανάγκη της Πάτι Σμιθ. Ποια ανάγκη ακριβώς είναι δύσκολο να εντοπιστεί, θυμίζει την ανάγκη ενός ποιητή να ξεφορτωθεί στο χαρτί έναν στίχο ή ενός ζωγράφου να λερώσει τον καμβά του. Ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο καταγράφει η Σμιθ το χάος μέσα από το οποίο αναδύονται σκέψεις, όνειρα και συμβάντα, έναν τρόπο ήρεμο και χαμηλού προφίλ, χωρίς διάθεση για ήρωες και θύματα, το ελάχιστο που ξεπηδά και δίνει τον ρυθμό, η απουσία διάθεσης να κινήσει από κάπου και να καταλήξει κάπου άλλου, οι κύκλοι που όλο ολοκληρώνονται και όλο μοιάζουν φαύλοι, η ιεροτελεστία της καθημερινότητας που όμως απέχει τόσο από το να χαρακτηριστεί ρουτίνα, αυτά, ανάμεσα σε τόσα άλλα, παρασέρνουν τον αναγνώστη σε έναν τόπο ρεαλιστικό και μαγικό ταυτόχρονα, σε έναν τόπο, όπου πρωταγωνιστεί η αγάπη για το φαινομενικά ελάχιστο, χωρίς να φωνάζει και να αυτοϊκανοποιείται.

Αν το μυαλό σας πάει σε μια ανθρώπινη Πάτι Σμιθ, τότε λυπάμαι αλλά πάλι θα σας απογοητεύσω, ούτε αυτό συμβαίνει. Σκεφτόμουν, σε απόσταση από τη μαγεία που αποπνέει το βιβλίο, κάτι πρακτικό: πώς γίνεται ένας καλλιτέχνης με το διαμέτρημα και την αναγνωρισιμότητά της να περιδιαβαίνει τους δρόμους, να καταφεύγει στο ίδιο καφέ, να ταξιδεύει με το τρένο και να μην βιώνει την ένταση της αγάπης των θαυμαστών, την ανάγκη τους για μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο; Η απάντηση κάποιου πως η Νέα Υόρκη είναι ένα μέρος αρκετά κουλ δεν με ικανοποίησε. Θα είναι η αύρα της, αυτή που ενώ γοητεύει ταυτόχρονα δημιουργεί μια ασπίδα προστασίας από τον έξω κόσμο, έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από το βιβλίο τουλάχιστον.

Και όμως χρειάζεται απόσταση για να σκεφτεί κανείς την Πάτι Σμιθ διαβάζοντας το βιβλίο αυτό. Μοιάζει παράξενο κάτι τέτοιο όταν πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει ως κεντρικό άξονα εκείνη, ακόμα και αν δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία· ίσως μόνο αν κάποιος διαβάσει το M Train θα μπορέσει να καταλάβει αυτό που λέω.

Ένας παραμυθένιος τρόπος περιδιάβασης στην καθημερινότητα από μία ποιήτρια, ίσως κάτι τέτοιο να με ικανοποιούσε ως διατύπωση, υπενθυμίζοντας πως τα παραμύθια μπορεί να είναι και σκοτεινά, η καθημερινότητα πεζή και η ποιήτρια αμήχανη μπροστά στη λευκή σελίδα.

Ένα τρομερό βιβλίο, την έκδοση του οποίου στα ελληνικά περίμενα με πραγματική λαχτάρα.

υγ. Δύο χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει το επίσης υπέροχο Πάτι και Ρόμπερτ (περισσότερα εδώ).  


Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Κέδρος

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Το πάθος ως ναρκωτικό





Αργά ή γρήγορα η κουβέντα θα έφτανε σ' εκείνον, το ξέραμε καλά κι οι δυο. Ίσως, σκεφτόμουν αργότερα το ίδιο βράδυ, δεν υπάρχει επιδραστικότερο ναρκωτικό από το πάθος με το οποίο εκφράζεται κάποιος για κάτι που αγαπά. Λένε, και μάλλον έχουν δίκιο, πως η επανάληψη σχεδόν ποτέ δεν προκαλεί την ποιότητα συναισθημάτων της πρώτης φοράς, όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις· μάλιστα, κάποιες φορές, τη δεύτερη ή την τρίτη φορά -καμιά σημασία δεν έχει η αρίθμηση- τα συναισθήματα είναι ακόμα πιο έντονα. Έτσι κι έγινε. Στον δρόμο για το σπίτι την πήρα τηλέφωνο για να βεβαιωθώ πως Οι άγριοι ντετέκτιβ ήταν στη θέση τους, στο δεύτερο ράφι της μικρής βιβλιοθήκης, και πως δεν τους είχε δανείσει, πράγμα που συνήθιζε πολλές φορές να κάνει, ή πως δεν είχαν εξαφανιστεί. Ναι, εκεί είναι, μου απάντησε, κάπως παραξενεμένη. Αν και δεν ζήτησε να μάθει, εγώ ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ, της είπα πως ο καιρός πια ήταν καλός και ήταν όμορφα έξω στον πεζόδρομο, μύριζε άνοιξη και ήμουν βέβαιος πως στα διπλανά τραπέζια σχεδίαζαν καλοκαιρινές διακοπές, της είπα πως το πάθος με το οποίο εκφράζεται κάποιος για κάτι που αγαπάς είναι ίσως το επιδραστικότερο ναρκωτικό, αυτό την μπέρδεψε, αν και πάλι δεν είπε κάτι, της είπα πως το ξέραμε κι οι δυο πως η συζήτηση, αργά ή γρήγορα, θα έφτανε στον Μπολάνιο και στους Άγριους ντετέκτιβ, που ακόμα δεν τους έχω διαβάσει, κάτι που εκείνη το ήξερε, αλλά και πως εκείνος όχι μόνο τους είχε διαβάσει, και μάλιστα παραπάνω από μία φορά -πώς αλλιώς;- και πως εγώ ένιωσα πάλι, ίσως μάλιστα εντονότερα από τις άλλες φορές, εκείνο το συναίσθημα της ηδονής που μου προκαλούσε η προσμονή της μελλοντικής ανάγνωσης, και να, της είπα, γι' αυτό σε πήρα έτσι απροειδοποίητα τηλέφωνο.

Και ίσως όλ' αυτά να τα είχα ξεχάσει αν δεν διάβαζα τώρα σ' ένα φιλόξενο μπαλκόνι το M Train της Πάτι Σμιθ, που επιτέλους κυκλοφόρησε στα ελληνικά, και όπου, ανάμεσα σε τόσα άλλα, υπάρχει εκείνο το απόσπασμα για μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Νέα Υόρκη, εκείνο το ευχαριστώ στον Μπολάνιο, που τους τελευταίους μήνες της σύντομης ζωής του επέλεξε να αφοσιωθεί στο 2666, και κάπως έτσι να αναδυθεί από κάπου μέσα μου η σκέψη για το πάθος ως ναρκωτικό, και αν δεν ήταν τόσο νωρίς το πρωί, να ξέρεις, θα σε έπαιρνα πάλι τηλέφωνο για να βεβαιωθώ πως Οι άγριοι ντετέκτιβ είναι εκεί και με περιμένουν.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Μοντεχρίστο - Martin Suter





Το χρονικό μιας απογοήτευσης.

Είναι δεδομένη η αγάπη μου για τους γερμανόφωνους Ελβετούς συγγραφείς, κι υπεύθυνοι γι' αυτό είναι κυρίως ο Ντύρενματ και ο Φρις. Το όνομα του Ντύρενματ στο εξώφυλλο με έκανε να πιάσω το βιβλίο στο χέρια μου και να το ξεφυλλίσω. Παρότι η υπόθεση δεν μου κέντρισε το ενδιαφέρον, αποφάσισα να διαβάσω το βιβλίο εξαιτίας μίας αντικειμενικά παράδοξης προσδοκίας, ότι μία αδιάφορη υπόθεση στα χέρια κάποιου που παρομοιάζεται με τον Ντύρενματ μπορεί να αποδειχτεί ιδανική, έτσι σκέφτηκα.
Ένας πωρωμένος βιντεοδημοσιογράφος θα κατέβαινε και θα κινηματογραφούσε από κοντά το ανθρώπινο κουβάρι που ήταν πεσμένο εκεί. Ο Γιόνας όμως δεν ήταν πωρωμένος. Δεν ήταν κανονικός βιντεοδημοσιογράφος. Απλώς βρέθηκε στο επάγγελμα εξαιτίας μιας σειράς συμπτώσεων. Ήταν μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός της διαδρομής που θα τον οδηγούσε στην σκηνοθεσία.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες η γλώσσα με απογοήτευσε, απλοϊκή και επίπεδη. Είπα όμως να δώσω μία ευκαιρία. Στις πρώτες πενήντα περίπου σελίδες αποφάσισα να αντιμετωπίσω το μυθιστόρημα του Ζούτερ ως ένα απλό μυθιστόρημα δράσης και ανατροπών, υπάρχουν άλλωστε αρκετά αξιόλογα παραδείγματα λογοτεχνίας σε αυτή την κατηγορία. Λίγο μετά τα μισά το πήρα απόφαση πως αυτό το βιβλίο ήταν αδιάφορο, και τίποτα χειρότερο δεν υπάρχει από ένα αδιάφορο βιβλίο.

Βεβιασμένες και αναμενόμενες ανατροπές, μπουκωμένη πλοκή από συμπτώσεις και σκηνές δράσης, συνωμοσιολογία και έρωτας, χαρακτήρες επίπεδοι και άψυχοι. Η όποια παρομοίωση με τον σπουδαίο Ντύρενματ αποπνέει ιεροσυλία, ένα κατασκεύασμα μάρκετινγκ, το οποίο δεν επιτελεί καν τον σκοπό του, καθώς απευθύνεται στο λάθος αναγνωστικό κοινό.

Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο αδιάφορο βιβλίο, είχα καιρό να μη νιώσω έστω κάτι, να σκεφτώ έστω κάτι άσχετο παράλληλα με την ανάγνωση, μία διεκπεραίωση αναγνωστική απλώς και μόνο επειδή δεν μου ταιριάζει να παρατάω βιβλία στη μέση.

Μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου
Εκδόσεις Πατάκης

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Χέρια μικρά - Andrés Barba





Ο πατέρας μου πέθανε επιτόπου, η μητέρα μου στο νοσοκομείο.

Η εφτάχρονη Μαρίνα επαναλαμβάνει τη φράση αυτή χωρίς λύπη, όπως λέει το όνομά του κανείς μπροστά σε ξένους όταν συστήνεται. Ήταν και εκείνη στο αυτοκίνητο. Εκείνη επέζησε, ο πατέρας της πέθανε επιτόπου, η μητέρα της στο νοσοκομείο, εκείνη έμεινε μόνη. Η Μαρίνα πηγαίνει σε ένα ορφανοτροφείο, για την ακρίβεια καταλήγει εκεί.

Με το παραπάνω υλικό ως πρώτη ύλη κάποιος συγγραφέας δεν θα δυσκολευόταν, μάλλον, να στήσει μια σπαραξικάρδια ιστορία ενηλικίωσης, γεμάτη ευκολίες και συναισθηματική καθοδήγηση. Ο Αντρές Μπάρμπα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αυτό από μόνο του, βέβαια, δεν είναι αρκετό για να μετατρέψει το Χέρια μικρά σε σπουδαίο βιβλίο.

Το Χέρια μικρά, μια ολιγοσέλιδη νουβέλα, διαβάζεται απνευστί κυρίως λόγω όγκου. Ο Μπάρμπα ποντάρει αρκετά στην ατμόσφαιρα της ιστορίας του και τα καταφέρνει περίφημα σε αυτό το κομμάτι, χωρίς να είμαι βέβαιος πως αυτή η απόφασή του δεν αποτελεί μια ευκολία ή φυγοπονία, ένα καταφύγιο στο απροσδιόριστο και στο φλου, μια υπαινικτικότητα που ίσως ξεπερνάει τα όρια. Εκείνο που σίγουρα λειτουργεί είναι η συναισθηματική αποστασιοποίηση της αφηγηματικής φωνής, λόγος κοφτός και ακριβής, χωρίς παραχωρήσεις, ρυθμός σταθερός, χωρίς άρσεις και υφέσεις, που τελικά ενσωματώνει την υπαινικτικότητα, δικαιολογεί τη διάθεση για αφαίρεση και προσδίδει ένα αίσθημα τρόμου στην ιστορία χωρίς τεχνάσματα. Είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στην παιδικότητα που αποπνέει η ιστορία, γεγονός που δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο λόγω του ότι πρόκειται για μια ιστορία με παιδιά, καθώς πολλά είναι τα παραδείγματα εκείνα των ενήλικων φωνών σε παιδικά χείλη, σε κάποιες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφέων να αποτυπώσουν τη μικρή ηλικία. Βέβαια, η παιδικότητα των ηρωίδων του Μπάρμπα διαθέτει μια σκληρότητα, που ωστόσο δεν ξενίζει.

Τέσσερις μέρες μετά την ανάγνωση, και ακόμα δεν είμαι σίγουρος για το βιβλίο αυτό. Σίγουρα δεν είναι αριστούργημα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι σκουπίδι. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βιβλίο, όμως αδυνατώ να καταλλήξω πού γέρνει τελικά η πλάστιγγα. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα το Εμείς τα θηρία (Justin Torres, μτφρ Θωμάς Σκάσσης, εκδόσεις Πατάκη) και ένιωσα μια συγγένεια ανάμεσα στα δύο, κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας που ως ανάμνηση μου έμεινε από εκείνη την ανάγνωση. Τώρα, συνειδητοποιώ πως η Έρπενμπεκ στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού (μτφρ Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Ίνδικτος), εκκινώντας από παρεμφερή αφετηρία και στοχεύοντας σε κάτι αρκετά πιο φιλόδοξο, την ενσωμάτωση της Ιστορίας μέσα από μια παραβολή κρυμμένη με τρόπο τέτοιο ώστε η ιστορία να μη χάνει την αυτόνομη λειτουργία της, πέτυχε πολλά περισσότερα. Ο συσχετισμός με τα παραπάνω βιβλία δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την αναπόφευκτη σύγκριση, είναι περισσότερο η αποτύπωση ενός μεταναγνωστικού ταξιδιού στην προσπάθεια μου να καταλλήξω σε ένα πόρισμα, επειδή είναι κάπως άβολο το μετεώρισμα αυτό.

Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
  

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Γιατί γράφω κείμενα για εξαντλημένα βιβλία





Για πολλούς λόγους.

Ο κύριος λόγος είναι καθαρά προσωπικός. Το ιστολόγιο αυτό αποτελεί ένα ημερολόγιο ανάγνωσης πρώτα και πάνω απ' όλα. Η ημερομηνία έκδοσης ενός βιβλίου και το αν εξακολουθεί να κυκλοφορεί ή όχι αποτελούν δευτερεύουσες παραμέτρους. Θέλω να πιστεύω πως, μετά τόσα χρόνια, και οι συστηματικοί αναγνώστες του ιστολογίου συμμερίζονται την προσέγγιση αυτή, ακόμα και αν συχνά απογοητεύονται, όταν αδυνατούν να βρουν κάποιο βιβλίο. Για μένα η ανάγνωση αποτελεί την αφορμή, η κριτική ή η παρουσίαση του βιβλίου δεν αποτελούν αυτοσκοπό, συχνά οι λόγοι ή η διαδρομή επιλογής κάποιου βιβλίου αρκούν για να με φέρουν μπροστά από τον υπολογιστή.

Υπάρχουν και άλλοι λόγοι όμως. Ανασύροντας ένα βιβλίο από τη λήθη υπάρχει πάντα η πιθανότητα κάποιος εκδότης να ενδιαφερθεί για την επανακυκλοφορία του. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα. Βιβλία που παρέμεναν εξαντλημένα για χρόνια γνωρίζουν -και- εμπορική επιτυχία κατά την επανακυκλοφορία τους, αρκετές φορές μάλιστα σε νέες μεταφράσεις. Η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν περιέχει παρά λίγα μόνο σπουδαία και πραγματικά αξιόλογα βιβλία, επομένως η ανάγκη για εμπλουτισμό της ανάγνωσης με παλαιότερα σπουδαία βιβλία είναι πάντοτε επίκαιρη. Βιβλία συγγραφέων που κυκλοφόρησαν πριν ακόμα γίνουν γνωστοί οι ίδιοι, γιατί κάποιοι εκδότες είχαν τη διορατικότητα να τα εκδώσουν, ανήκουν συχνά σε αυτή την κατηγορία, γεγονός που στερεί από τους αναγνώστες τη δυνατότητα να έχουν συνολική επαφή με την εργογραφία τού -έστω και όψιμα- αγαπημένου τους συγγραφέα. 

Η λογοτεχνία αποτελεί ένα ενιαίο και αδιαίρετο σώμα, τα νήματα που οδηγούν από το ένα βιβλίο στο άλλο είναι αμέτρητα, οι συνδέσεις του μυαλού, ανάμεσα σε συγγραφείς και έργα, συχνά περίεργες, και οι ημερομηνίες είναι πάντα σχετικές.  

υγ. η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από εδώ.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί - Ignacio Aldecoa





Παράξενοι οι δρόμοι που μας οδηγούν στο επόμενο βιβλίο, παράξενοι μα θαυμάσιοι, παιδιά της τύχης, μικρονήματα που μας ενώνουν παντοτινά με ανθρώπους, τι και αν εκείνοι μένουν μακριά, το σχεδόν αόρατο δια γυμνού οφθαλμού νήμα αντέχει.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας απλός ψηφιακός διάλογος με οδήγησε σε ένα βιβλίο. Αφού τελειώσαμε με τα τι κάνεις και πώς είσαι, εκείνος μου είπε για τον Αλδεκόα (1925-1969), διηγηματογράφο που εν ζωή έμεινε στην αφάνεια -αλήθεια, τι πρωτότυπο!- αλλά τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι εκτιμούν το έργο του. Αμέσως άνοιξα νέο παράθυρο και προχώρησα σε αναζήτηση στη Βιβλιονέτ, μπίνγκο!

Από τότε πέρασε καιρός.

Πριν λίγες μέρες, εν μέσω ισπανόφωνης αναγνωστικής περιόδου, ένιωσα πως ήταν η στιγμή να διαβάσω τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί, ενδεικτικά, σύμφωνα με τον Τάσο Δενέγρη που έκανε την επιλογή, του συγγραφέα.

Το σταχτί φως του πρωινού θαμπώνει, καλύπτει το τοπίο. Το φορτηγό τρένο, μ' ένα τελευταίο βαγόνι για επιβάτες, διασχίζει τους κάμπους αργά, τελετουργικά. Σ' ένα παραθυράκι, το πρόσωπο ενός άντρα υφίσταται τις αλλαγές, την αβεβαιότητα του αγνώστου... Τόπος που τον αντικρίζει για πρώτη φορά. Ο άντρας κατεβάζει το τζάμι με τις τρεμάμενες σταγόνες δροσιάς. Αναπνέει ένα μείγμα καπνού από την αμαξοστοιχία και κρύου, τραχύ, τσουχτερού αέρα της υπαίθρου. Αναπνέει θλίψη και ελευθερία.
Γραφή γεμάτη απλότητα, χωρίς περιττές λέξεις και αχρείαστα στολίδια, διηγήματα της υπαίθρου και της μεγάλης πόλης, που απεικονίζουν την τότε Ισπανία, χωρίς διάθεση για ωραιοποίηση, αν και μακριά από τον νεορεαλισμό. Επιστροφή στις πηγές της λογοτεχνίας, ευκαιρία για ανάπαυση από τις ολοένα και πιο σύνθετες συγγραφικές απόπειρες των τελευταίων χρόνων, ανάγνωση που ενεργοποίησε σχεδόν αποκλειστικά την καρδιά, αφήνοντας τον εγκέφαλο αμέτοχο, αν μπορεί να το πει κανείς αυτό.

Μετάφραση Ειρήνη Οικονόμου, Τατιάνα Φραγκούλια, Ελίνα Χέλμη
Επιλογή κειμένων -Επιμέλεια Τάσος Δενέγρης
Εκδόσεις Ύψιλον