Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

D. Hunter

Έπρεπε εξαρχής να υποψιαστώ τη σημαντικότητα του βιβλίου αυτού, όταν εκείνη μου μίλησε με κόρες διεσταλμένες, δεν θυμάμαι καν που βάσισα την αναβλητικότητά μου, ίσως να ψέλλισα κάτι σχετικά με στοίβες από αδιάβαστα, δεν πτοήθηκε, λίγες εβδομάδες αργότερα μου το δάνεισε, σχεδόν με το ζόρι, θα αργήσω να σου το επιστρέψω, αμύνθηκα, δεν με πειράζει καθόλου, είπε. Τα δίκτυα ανάγνωσης που σχηματίζουμε είναι μια έκφανση των λοιπών δικτύων, των πολύ πιο απαραίτητων για τη διάπλευση της καθημερινότητας, εκείνα που επιφέρουν καθοριστικά, ελπίζουμε, πλήγματα στην ατομικότητα και τη μοναξιά.

Μέχρι να αποφασίσω να διαβάσω το Chav - Αλληλεγγύη από τα υπόγεια, είχε κιόλας κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του Ντ. Χάντερ, Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας. Από τις πρώτες σελίδες διαπίστωσα πως δεν ήμουν έτοιμος για τη μαρτυρία αυτή, παρότι ο συγχρονισμός έμοιαζε κατάλληλος. Βρίσκομαι σε μια περίοδο που η έννοια του προνομίου με απασχολεί ιδιαίτερα, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την κριτική αξιολόγηση βιβλίων που, το καθένα με τον τρόπο του, ανήκει σε μη προνομιούχα υποκείμενα γραφής, και αν αυτό το πέπλο αλλοιώνει το αναγνωστικό μου κριτήριο, αν βυθίζεται και χάνεται εντός του δοχείου της σημασίας τα βιβλία αυτά να γράφονται και να κυκλοφορούν εκεί έξω, παραφωνίες σε έναν κόσμο που με το ζόρι θέλει να μοιάζει κανονικός.

Όπως επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία η Λ.: η μόνη πληθυσμιακή ομάδα της οποίας την αναπαράσταση καταπίνουμε αμάσητη είναι οι φτωχοί. Θέτω αυτή την αφετηρία σκέψης ακριβώς γιατί στο Chav (=κατακάθι, ρεμάλι, φτωχομπινές, απόβρασμα), αν, για χάρη ευκολίας, διέπεται από μία και μόνη ιδέα, τότε εκείνη θα συνοψιζόταν από ένα ηχηρό: Πάψτε να ενεργείτε στο όνομά μας. Στο όνομά τους για την ακρίβεια, όπως θα διευκρινίσω ακολούθως.

Ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα προσεταιρίζεται οποιαδήποτε υπόγεια και ακραία τάση, αν διακρίνει σε αυτή τη δυνατότητα κέρδους, είναι ήδη γνωστός και τη θεωρώ μια ελάχιστη μα απαραίτητη βάση συμφωνίας και εκκίνησης. Η μαρτυρία του Χάντερ έχει κάτι το οριακό, καθώς ενώ για την ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία ανήκει στην πλέον χαμηλή και μη προνομιούχο κοινωνική ομάδα, όπως τουλάχιστον από την ασφάλεια και την άνεση της θέσης μας την παρατηρούμε ως ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, εκείνος θέτει εξαρχής ως καθοριστικό συστατικό ταυτότητας πως για πολλά χρόνια κινήθηκε σε εκείνα τα βάθη αλλά εξαιτίας της λευκότητας και του φύλου του πάντοτε κατάφερνε να τη σκαπουλάρει και τώρα να μπορεί να ζει έστω και με την ελάχιστη ασφάλεια που μια κακοπληρωμένη δουλειά του επιτρέπει.

Παραζαλισμένος ολοκλήρωσα την άβολη αυτή ανάγνωση, άβολη γιατί ξέφευγε από μια κριτική προς ένα απρόσωπο οικονομικό σύστημα ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά, η ανατροπή του οποίου θα ήταν η οριστική λύση, ενώ έθετε στο στόχαστρο και τον προοδευτικό, αριστερό, αναρχικό χώρο, χωρίς να αφήνει και τον ίδιο του τον εαυτό απέξω, επιδιώκοντας να αναδείξει την αλλοτρίωση εντός του μοντέλου, την ακαμψία στην προσαρμογή, την αρτηριοσκλήρωση της ξύλινης ιδεολογίας. Αποφάσισα να διαβάσω καπάκι και το δεύτερο βιβλίο.

Πάλι η Λ. επισήμανε τη συγγένεια των δύο αυτών βιβλίων με τα αντίστοιχα του Εριμπόν (Επιστροφή στη Ρενς, Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού) και ανέδειξε την ακαδημαϊκή στεγνότητα του Γάλλου κοινωνικού επιστήμονα και συγγραφέα, παρότι και στις δύο περιπτώσεις το προσωπικό βίωμα παίζει καθοριστικό ρόλο ευρισκόμενο διαρκώς στο επίκεντρο της περιστροφής και της παρατήρησης.

Ο Χάντερ, ωστόσο, διακατέχεται από μια αρετή, που στα μάτια μου, λόγω των διαφόρων προνομίων μου, μου φαίνεται οριακά αφελής, όπως είναι η πίστη στον άνθρωπο και στην ανατροπή με προορισμό ένα καλύτερο αύριο για το σύνολο του πληθυσμού, κινούμενος σε εδάφη μακριά από τον στείρο μισανθρωπισμό στον οποίο ολοένα και περισσότερο είμαι επιρρεπής. Δεν καταφεύγει σε ένα δριμύ και στείρο κατηγορώ, ενώ εύκολα θα μπορούσε να το κάνει. Επιμένει στην απόπειρα κατανόησης, γυρεύει να ανιχνεύσει τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο κακοποιητικό, σίγουρα, ισχυρίζεται, ο σωφρονισμός, με τον τρόπο που είναι δομημένος, δεν αποτελεί λύση. Λύση αποτελεί το ξερίζωμα των αιτιών, εκτός και αν κάποιος πιστεύει στο στίγμα, πως κάποιος γεννιέται κακοποιητής για παράδειγμα, λύση αποτελεί η αυτορύθμιση της κοινότητας.

Και ξέρετε, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο κάποιος να βγαίνει από το δίπολο καλό κακό, φιλικό εχθρικό, εμείς αυτοί, αλλά να επιμένει στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, στη διαβρωτική ικανότητα του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικοοικονομικού μοντέλου. Σχεδόν τον μισείς όταν αναδεικνύει ρωγμές στη γαματοσύνη σου που την περιφέρεις γεμάτος ικανοποίηση, ισχυριζόμενος πως εσύ δεν είσαι σαν εκείνους, αλλά διαφορετικός, ξεχνώντας ωστόσο να ελέγξεις τα προνόμιά σου, μέρος των οποίων εφαρμόζονται εις βάρος άλλων. Αυτή η αποκαθήλωση της γαματοσύνης είναι οδυνηρή, γεννά άρνηση και θυμό.

Στο Chav, ο Χάντερ έχει λιγότερα θεωρητικά εργαλεία, πιο μετρημένες αναφορές και παραπομπές, το βίωμα και το συναίσθημα κυριαρχούν, η αυτομόρφωση μέσα από τις εμπειρίες και τα διαβάσματα διαφαίνεται, ένα autotheory εν βρασμώ, μια διαρκής διερεύνηση του ίδιου του του εαυτού. Τα Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, σίγουρα όχι τυπικό και στεγνό, αλλά πιο μελετημένο και με πιο ξεκάθαρη στοχοθεσία. Ωστόσο, το δεύτερο βιβλίο, ακριβώς λόγω αυτής της αντίφασης θεωρίας και βιώματος, αποδεικνύεται πιο σκληρό, πιο διαβρωτικό στα υποστυλώματα του βωμού της γαματοσύνης.

Τα βιβλία αυτά αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα σε κάτι που σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό και ίσως κάποια στιγμή το αναλύσω περισσότερο. Δεν είναι μια σκέψη καινοτόμα, περισσότερο είναι μια παρατήρηση με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν οι αναγνώστες γύρω μου τα διαβάσματά τους. Διακρίνω δύο κατηγορίες, επίμονα εγκλωβισμένος στα δίπολα, εκείνους που έτσι τα βρήκανε και έτσι θέλουν να τα αφήσουν, με σύμμαχο τη θεωρία και την απόσταση επιμένουν πως τίποτα το αξιόλογο πια δεν γεννιέται, βολεμένοι στην ασφάλεια της συντήρησης που σε κάθε ευκαιρία τους υπενθυμίζει πόσο σπουδαίοι είναι, και εκείνους που στην ανάγνωση ζητούν να δοκιμάσουν νέες γεύσεις, ακόμα και αν αυτές, όπως στην περίπτωση του Χάντερ αποδεικνύονται πικρές και δυσκολοχώνευτες. Προφανώς η παρατήρηση αυτή έχει αξιολογικό πρόσημο.

Ο Χάντερ δεν πουλάει μια αλήθεια, μόνη και πλήρη, αλλά αντίθετα επενδύει στη διαρκή αμφιβολία, στη δυσανεξία της βολής σε μια αναπαυτική θέση. Ακριβώς επειδή νιώθει συγγένεια και πίστη για τους ανθρώπους που μάχονται, τους επιτίθεται με τον τρόπο του, τους καλεί να τσεκάρουν ξανά τη θέση τους, να αναρωτηθούν αν πραγματικά στέκονται απέναντι, αν όντως δεν είναι όλα αυτά που καταλογίζουν στους απέναντι, αν δεν έχουν χαθεί στη ρητορική που ισχυρίζεται πως ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει, αν είναι διατεθειμένοι να θέσουν εν αμφιβόλω τη γαματοσύνη τους, αν διαθέτουν την επίγνωση πως η πραγματική αλλαγή, η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι κάτι που απαιτεί διαρκή αναστοχασμό και όχι παγιωμένες θέσεις, αν είναι ικανοί να σταματήσουν λίγο να μιλάνε εξ ονόματος των άλλων για να τους ακούσουν, αν διαπραγματεύονται το ενδεχόμενο να κάνουν ή να πιστεύουν κάτι λάθος. Και δεν αφήνει τον εαυτό του στο απυρόβλητο.

Ναι, στα δύο αυτά βιβλία υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν είχα σκεφτεί, που ποτέ δεν είχα την ανάγκη να σκεφτώ, δεν μιλώ με όρους σωστού και λάθους, ωστόσο, όχι τουλάχιστον με όρους μονιμότητας και αλάθητου, αλλά για μια δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη, κάτι που σε μια εποχή μου αρέσει/δεν μου αρέσει, που πολλοί πιστεύουμε πως ξέρουμε τα πάντα, πως στεκόμαστε στη σωστή πλευρά της κοινωνίας και της ιστορίας, είναι κάτι το επαναστατικό να νιώσεις ένα ράπισμα, να ταρακουνηθείς, να πεις: ίσως και να μην ξέρω τελικά, ίσως να πρέπει να ακούσω, ίσως να πρέπει να αναθεωρήσω· να πεις: έχω μερίδιο ευθύνης· να πεις: έχω επίγνωση των προνομίων μου, και προνόμιο σημαίνει μη προνόμιο για κάποιον άλλον.

Δεν ξέρω αν το κείμενο αυτό μου βγήκε πιο χαοτικό ή προσωπικό από όσο ίσως θα είχα την πρόθεση όταν κάθισα μπροστά στην οθόνη. Είμαι ωστόσο σίγουρος πως αυτά τα δύο βιβλία με πήραν και με σήκωσαν, δεν μιλώ για απόλαυση εδώ, κάθε άλλο.

Μετάφραση Έμιλυ Μαγκουρίλου, Γιώργος Μαμώλης, Χρήστος Πάνας
Εκδόσεις των Συναδέλφων

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Η μοίρα των ζώων - Στέφανος Ρέγκας

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, πώς να ξέρεις τι σε περιμένει, δεν αναφέρομαι στην υπόθεση, σε όσα ένα οπισθόφυλλο ελπίζει να αποκαλύψει να πείσει τον αγοραστή να φτάσει στο ταμείο, να κατέβει από τη βιβλιοθήκη να μη σκονιστεί στο ράφι να μην ξεχαστεί πριν επιτελέσει, ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, τι άνθρωπος μπήκες και πώς θα βγεις από εκεί μέσα με το μου αρέσει δεν μου αρέσει άχρηστο και παραπλανητικό. Αυτό συνέβη (και) με το βιβλίο αυτό.

Και πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό, δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιέμαι κάτι τέτοιο που φλερτάρω με την ιδέα μιας και μόνο φράσης με θαυμαστικό στο τέλος διάβασέ το! ή με την ιδέα να αντιγράψω ένα σπάραγμα του βιβλίου και τότε το διάβασέ το! να μην χρειάζεται να πληκτρολογηθεί αλλά να σημαίνει με έντονο φως που αναβοσβήνει. Πινακίδα από νέον. Δεν αναφέρομαι στον αταξινόμητο χαρακτήρα της σύνθεσης αυτής, που ακόμα και στο πεζοποίημα ασφυκτιά, ή στην απουσία σταθερών στην πλοκή, ποια πλοκή, ή στους χαρακτήρες, ποιοι χαρακτήρες, ή στο κεντρικό νόημα, ποιο νόημα.

Ο Στέφανος Ρέγκας, από εδώ και στο εξής ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ο ποιητής παραλείπει μόρια συνδέσμους, αφήνει στο χαρτί δύο ή τρεις εναλλακτικές, επιστρέφει, απευθύνεται σε ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, όχι σε σένα αναγνώστη, μιλάει εκλιπαρεί φανερώνει τη μύχια σκέψη, τη μύχια ψυχή, με έναν τρόπο που σε αρπάζει και σε σέρνει μαζί της, να είχες τα λόγια, σκέφτεσαι, να είχες την ποιότητα της εμπειρίας, φαντασιώνεσαι, να ήσουν ο πομπός ή ο δέκτης, να έχεις εκείνες τις λέξεις εντός σου, να τις εντόπιζες και να τις παρατούσες στην οθόνη με τον κέρσορα να αναβοσβήνει. Τίποτα άλλο να μην μένει να ειπωθεί.

Υπάρχουν λέξεις που ανθρωποποιούνται που χάνουν το πρόσημό τους μέσα από την τριβή της γλώσσας, λες ζώο και σκέφτεσαι έναν άνθρωπο, με χίλια μύρια να τον χαρακτηρίζουν απωθητικά, λες μοίρα και σκέφτεσαι χαρτιά τράπουλας, ρωγμές στο κατακάθι, δωδεκάδες αστερισμών, λες ποίηση και σκέφτεσαι το εξεζητημένο, το πομπώδες, το προς επίδειξη μέσα, λες πλήθος και σκέφτεσαι τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την ατομικότητα, τη μάζα, λες έρωτας και σκέφτεσαι το σεξ, τη βία, τη μοναξιά, τον άδειο καναπέ, λες χωρισμός και σκέφτεσαι δικηγόρους, θήτες και θύματα, διατροφές και ωράριο επίσκεψης παιδιών.

Κι εγώ δεν ξέρω τι να πω, τα εργαλεία που με τον καιρό γέμισαν το βαλιτσάκι μου δεν ταιριάζουν, δεν εφαρμόζουν στην εγκοπή να στρίψουν τη βίδα, να χαλαρώσουν τους αρμούς, μια χαραμάδα να δεις στο εσωτερικό, να πείσεις τον εαυτό σου πως διέκρινες την πρόθεση, το νόημα, το οικουμενικά χαζό τι θέλει να πει ο ποιητής, να οικειοποιηθείς το αλλότριο μύχιο, να συναισθανθείς, να ταυτιστείς, να δώσεις τη μονοσήμαντη απάντηση, την απόλυτη αλήθεια, να φλερτάρεις με το αντικειμενικό, να αμφισβητήσεις τη μια ή την άλλη επιλογή, την επιμέλεια, το εξώφυλλο ακόμα ακόμα τα εργαλεία στη θήκη τους λοιπόν να σκονίζονται και να σκούζουν αχρησιμοποίητα παρατημένα.

Ο ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ζητάει πριν απ' ό,τι άλλο το παράγωγο να διαβαστεί δυνατά, με έξω φωνή, μια προτροπή μάλλον περιττή, αυτό θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, στην πρώτη ή στην κάθε επόμενη ανάγνωση περιδιάβαση αναμέτρηση με το κρυπτικό, μα συνάμα αποκαλυπτικό, εκείνο που κάνει την κάθε ερωτική ιστορία μοναδική, τι κλισέ και αυτό ε;, και τότε, διαβάζοντάς το δυνατά, ο ρυθμός και η επιλογή της σειράς, η παράλειψη η επανάληψη τα σημεία στίξης που εκτός από τις τελείες σπάνια εμφανίζονται, τότε όλα βγάζουν νόημα, θαρρείς, κάθε λέξη βρέθηκε εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται εξαρχής, ίσως αυτό να είναι η ποίηση τελικά, οι λέξεις στη θέση τους, οι συγκεκριμένες λέξεις που κανένας προηγουμένως δεν τόλμησε μπόρεσε να βάλει τη μια δίπλα στην άλλη, εκεί που η φιλολογική σκευή θα σήκωνε και θα ανέμιζε δεκάδες εκατοντάδες κόκκινες κάρτες, εκεί που η θεωρία θα έστεκε τουλάχιστον αμήχανη, η λογική θα έτρεχε να κρυφτεί από την επέλαση του συναισθήματος, η ματιά θα θόλωνε από δάκρυ. Πριν καθαρίσει.

Και αν κάποιος δοκίμαζε να μεταφράσει τα σπαράγματα ετούτα, και διάβαζες σε μια κριτική πως η μετάφραση ρέει, τι θα σκεφτόσουν αν όχι την παραποίηση την ομογενοποίηση την παραχάραξη της πρώτης ύλης τον μετασχηματισμό χωρίς έμπνευση τόλμη γνώση, όχι;, τι άλλο;, γιατί, τι κλισέ και αυτό ε;, η τέχνη, του λόγου εν προκειμένω, ελάχιστα έχει να κάνει με τους κανόνες, που καλό απαραίτητο προαπαιτούμενο είναι να τους γνωρίζεις αλλά άψυχο αποδεικνύεται να τους ακολουθείς κατά γράμμα, χωρίς τη διάχυτη ιδέα να τους περιφρονήσεις, την ανάγκη να πολτοποιήσεις το μέσα να το ξεράσεις να το αφήσεις να παγώσει να πάρει σχήμα και μορφή ο πόνος, ο έρωτας, ο αποχωρισμός, το μούδιασμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, στη βάση της σπονδυλικής στήλης στις άκρες των δακτύλων στη ρίζα της ύπαρξης. Η μητρική γλώσσα είναι αυτή που γεννά μεταφέρει υποδέχεται συναίσθημα.

Αφαιρώ τους δεκατρείς τίτλους που στέκονται πριν από το κάθε θραύσμα, τους βάζω σε σειρά, να μια περίληψη για όποιον την έχει ανάγκη μια δήλωση προθέσεων ύφους και επιλογών να το συναίσθημα το εγώ το εμείς να το πριν το μετά η νύχτα τα σπίτια τα δύο πότε τέσσερα πόδια η λάσπη να η εμπιστοσύνη:

όλα είναι τόσο όμορφα/οι άνθρωποι περπατούν συνήθως/μιλάμε όλη τη μέρα/κοιμάσαι ξεκουράζεσαι/ εδώ τραγουδάμε/μεγάλωσα τεράστιος/τίποτα μην κυριαρχεί/έχω κόσμους μέσα μου/κάποτε εδώ ήτανε σπίτι/έρχονται οι δεύτερες μέρες/σου λένε είπαν/η μεγάλη υγεία/για την αγριότητα

 Και από το θραύσμα επτά αντιγράφω:

Έχω κόσμους μέσα μου δεν ξέρεις πώς τραγουδάνε. Καθόλου δεν ξέρεις τραγουδάνε τραγούδια εμβατήρια στα πράγματα πέρα από τις λέξεις ανθρώπους τραγουδάνε σαν δύσεις που δεν είδε κανείς. Κόσμους κόσμου στριμώχνονται και κόσμους είναι δεν είναι μέλλοντα φεύγουν έρχονται σαν ταξίδι ξανά. Άμορφο αλλαγμένο πάντα έρχεται μ' ωραίο όνομα μεγάλο άφωνος αχός και πλησιάζει πια σαν χώμα. Έχεις κόσμους ξεχειλίζουν μοίρα ολοένα σαν σχηματισμοί πουλιών.

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει και ας μίλησαν γι' αυτό και ας προειδοποίησαν για τον αέρα που ξάφνου σηκώνεται δίπλα στο κύμα παίρνει το βιβλίο από τα χέρια ζορίζει τις σελίδες ταλαιπωρεί αλλά γράφτηκε εκεί διαβάστηκε εκεί έφτασε εδώ μια Κυριακή πρωί στον ήσυχο κατηφορικό δρόμο βρήκε εμένα να μην ξέρω τι να περιμένω να μην ξέρω τι ελπίζω να περιμένω τι προσδοκώ, καλή λογοτεχνία, τι κλισέ και αυτό ε;, αυτό είναι το αίτημα, άψυχο και άχρηστο, παπαγάλος να το φώναζε πάλι χαζό θα ακουγόταν, άνοιξα το βιβλίο και δεν ήξερα τι με περίμενε, ούτε τώρα ξέρω περισσότερα ίσως το μούδιασμα το δάκρυ το κενό που η σκέψη αφήνει πίσω της ίσως μόνο την ευχή προτροπή παράκληση: πάμ' επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ' την εμπιστοσύνη.

Εκδόσεις Πλήθος

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Οι ανώνυμοι - Hugues Pagan

Στην αναγνωστική συνείδηση αρκετών, το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, με τη νουάρ λογοτεχνία. Παραβλέποντας εκείνους που το θεωρούν αυτό υποτιμώντας κατά κάποιο τρόπο το είδος, αφού η ευκολία στην ανάγνωση είναι το κριτήριο επιλογής τους, θα σημείωνα πως λέξεις κλειδιά μιας επιτυχημένης επιλογής νουάρ λογοτεχνίας είναι η Γαλλία και οι εκδόσεις Πόλις. Παρότι δεν είναι ακριβώς το είδος της λογοτεχνίας που με ενθουσιάζει –τι και αν μπορώ να ανακαλέσω πλείστα παραδείγματα που το διαψεύδουν αυτό, πρέπει να αποδεχτούμε πως είμαστε οι αντιφάσεις μας– Οι ανώνυμοι του Υγκ Παγκάν ήταν ένα από τα βιβλία που επέλεξα να διαβάσω κατά τη διάρκεια του –αστικά πια δυσβάσταχτου– θέρους.

Δεκαετία του '70, μια ανώνυμη πόλη της Γαλλίας. Ο αρχιεπιθεωρητής Σνεντέρ αδιαφορεί για την όποια πιθανότητα λαμπρής καριέρας θα τον περίμενε στο Παρίσι, επιλέγει μια θέση αναντίστοιχη των δεξιοτήτων και των περγαμηνών του, κουβαλώντας τα σκοτάδια από την παρουσία του στον Πόλεμο της Αλγερίας. Έχουμε, λοιπόν, το βασικότερο των συστατικών της καλής νουάρ λογοτεχνίας, την παρουσία ενός μεσήλικα άντρα γεμάτου από αντιφάσεις που παλεύει με τα φαντάσματά του. Ο Σνεντέρ είναι ένας γνώριμος χαρακτήρας, ένας μεσήλικας που παρά τα όσα δείχνει προς τα έξω, ή παρά τα όσα οι άλλοι διακρίνουν σε αυτόν, νιώθει έντονα τη ματαίωση και την αποτυχία να τον κατακλύζουν. Αυτά τα συστατικά είναι που τον κάνουν συμπαθή, που προσφέρουν ένα αξιόλογο έδαφος για μια ιδιότυπη ενσυναίσθηση. Η υπόθεση, καίτοι σημαντική, δεν είναι το παν εδώ, όχι για μένα τουλάχιστον που η επίλυση ενός εγκλήματος δεν με καθηλώνει, ίσως και το αντίθετο να συμβαίνει όταν αυτή η διαδικασία είναι γεμάτη από απίθανα ευρήματα και βαρετές ευκολίες.

Μια από τις πρώτες υποθέσεις που θα αναλάβει είναι η διαλεύκανση της δολοφονίας μιας έφηβης. Η έρευνα για τον δολοφόνο θα επιτρέψει στον Παγκάν να μας συστήσει τον Σνεντέρ αλλά και να μας δώσει το μικροκλίμα που επικρατεί εντός και γύρω από τους κόλπους της γαλλικής αστυνομίας σε μια ταραχώδη περίοδο, όταν η κόκκινη απειλή αποτελούσε το νούμερο ένα κίνδυνο γύρω από τον οποίο συσπειρώνονταν οι αρχές και το συντηρητικό μέρος του λαού στα απόνερα του Πολέμου της Αλγερίας, της τελευταίας αιματηρής πράξης μιας χρόνιας αποικιοκρατικής συνθήκης. Με τρόπο λειτουργικό, φυσικά ενταγμένο στην προώθηση της πλοκής, ο αναγνώστης εισάγεται στη γαλλική επαρχία εκείνων των χρόνων. Οι ανώνυμοι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ατμοσφαιρικού μυθιστορήματος, χωρίς ωστόσο αυτή να του τσακίζει τον αυχένα ή να φαίνεται επιτηδευμένη και να μυρίζει ενοχλητική εξωτικότητα.

Για αναγνώστες που η αναγνωστική απόλαυση δεν εξαντλείται στην αστυνομική πλοκή, Οι ανώνυμοι είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, που δεν ακολουθεί αποκλειστικά και μόνο τη μονοδιάστατη διαδρομή έγκλημα-επίλυση-κάθαρση και δεν εγκλωβίζεται στους δεδομένους ειδολογικούς περιορισμούς. Αυτή η συγγραφική στάση έχει ως αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να μην είναι βαρυφορτωμένο από μια διαρκή απόπειρα εντυπωσιασμού και παραπλάνησης, με μοναδικό στόχο την έξη του αναγνώστη και το γρήγορο γύρισμα των σελίδων καθοδηγημένη από την επιθυμία αποκάλυψης της ταυτότητας του δολοφόνου. Ο Παγκάν, μάλιστα, απλώνει την έκταση του μυθιστορήματος αρκετά πέρα από την ανακάλυψη και σύλληψη του δολοφόνου, φλερτάροντας επικίνδυνα είναι η αλήθεια με την αίσθηση των περιττών σελίδων, καταφέρνοντας ωστόσο να δώσει ένα αναλογικά με το είδος σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα, που δικαιολογεί το άπλωμα αυτό.

Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, ο ορισμός του μπούνκερ και της παράλληλης με την εκεί έξω πραγματικότητα, είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου και αυτό είναι κάτι που το έχω επαναλάβει πλείστες φορές σε αυτή την ψηφιακή γωνιά. Μια από τις λειτουργίες των καλών πολυσέλιδων μυθιστορημάτων είναι η λειτουργία τους ως γέφυρα διάβασης μιας περιόδου, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, αναγνωστικού μπλοκαρίσματος, εντός των οποίων σου επιτρέπεται να κινηθείς με τους δικούς σου ρυθμούς, πότε φρενήρεις και πότε χελώνας, διατηρώντας σε ωστόσο σε αναγνωστικό περιβάλλον. Και Οι ανώνυμοι, από σύμπτωση, συνέπεσαν με μια τέτοια περίοδο, με ορατό τον κίνδυνο να ταυτιστούν εντός μου με μια άνυδρη συνθήκη, εκεί όπου συχνά το αίτιο αναζητείται εκτός και όχι εντός του αναγνωστικού υποκειμένου, στο ίδιο το βιβλίο και όχι στις δεδομένες συνθήκες. Αυτή η συγκυρία, το γεγονός πως οι αρετές του μυθιστορήματος, πάντοτε με γωνία θέασης τις αναπόφευκτες ειδολογικές ιδιαιτερότητες, ήταν ορατές και στέρεες, αποτελεί την καλύτερη και την πλέον ασφαλή βεβαιότητα για τη συνολική αξία του μυθιστορήματος παρά το πλήρως αισθητό ντεφορμάρισμα στο οποίο ένιωθα αφημένος.

Διάβαζα κάπου, σχετικά πρόσφατα ίσως πριν από τη θερινή διακοπή, μια ατελείωτη πολυλογία σχετικά με το προφανές της υποκειμενικής κριτικής ματιάς, και θυμωμένος επαναλάμβανα: δεν διαβάζουμε το κάθε βιβλίο, την κάθε στιγμή, υπό τις ίδιες συνθήκες, ανάγκες και προσλαμβάνουσες· η συγκυρία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, το αναγνωστικό μας κριτήριο σφυρηλατείται κυρίως εν αγνοία μας, υπάρχουν βιβλία που με τον τρόπο τους μας έσωσαν και ας μην μπουν ποτέ σε κανέναν κανόνα. Να ένα ακόμα παράδειγμα, Οι ανώνυμοι. Σίγουρα δεν είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, ούτε καν το καλύτερο νουάρ που έχω διαβάσει, είναι ωστόσο ένα καλό βιβλίο που η συγκυρία το έφερε στα χέρια μου μια δύσκολη βδομάδα και όμως δεν το παράτησα, ούτε το κατηγόρησα για όλα τα δεινά της ύπαρξής μου, και εκείνο με αντάμειψε, μου πρόσφερε το βάθος του ως χώρο ανάπαυσης, ως σταθμό μετεπιβίβασης για το επόμενο ταξίδι.

Στον συνδυασμό Γαλλία-εκδόσεις Πόλις για την επιλογή ενός καλού νουάρ, ας προσθέσουμε και το όνομα του Γιάννη Καυκιά στη μετάφραση.

υγ. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα.

Μετάφραση Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Υπόγειος κόσμος - Don DeLillo

Έφτασε ο καιρός ένα ακόμα γραμμάτιο να εξοφληθεί.

Στις συζητήσεις γύρω από τον ΝτεΛίλλο εμφανίζονται συχνά δύο στρατόπεδα που, αφού πρώτα έχουν συμφωνήσει σχετικά εύκολα για τη δεδομένη συγγραφική του αξία, ένας, συνήθως λένε, από τους μεγάλους σύγχρονους συγγραφείς, στη συνέχεια βρίσκονται να διαφωνούν ανάμεσα στα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, εκείνα που χαρακτήρισαν το πρώτο μισό της εργογραφίας του, και στα πιο ολιγοσέλιδα της ύστερης περιόδου. Παρότι διαισθητικά έπαιρνα το μέρος των πιστών της πύκνωσης και του λακωνικού, δεν επέμενα, δεν είχα διαβάσει αυτό που κατά γενική ομολογία θεωρείται το magnus opus του ΝτεΛίλλο, τον Υπόγειο κόσμο.

Πρώτα η παραδοχή· δύσκολα ένα κείμενο ανάγνωσης μπορεί να σταθεί αντάξιο ενός έργου όπως αυτό, ακόμα και ένα κριτικό κείμενο, που ίσως φέρει μια διαφορετική, πιθανώς λοξή, ματιά, θα χρειαστεί μερικές χιλιάδες λέξεων, πέρα από το ταλέντο και την εργατικότητα του γράφοντος. Και αυτή η παραδοχή έρχεται να αναγνωρίσει τη συγγραφική φιλοδοξία, πέρα από το ταλέντο και την εργατικότητα του συγγραφέα. Το έντονο συναίσθημα που μου γεννά η φιλοδοξία, έστω και η υπόνοιά της, πόσο μάλλον το βροντοφώναγμά της είναι κάτι που πολλές φορές έχω καταθέσει σε αυτή εδώ τη γωνιά.

Δύσκολο επίσης είναι να συνοψίσει κανείς και την υπόθεση του μυθιστορήματος, όχι μόνο λόγω της έκτασής του, αλλά κυρίως για το εύρος των θεμάτων, των ιδεών και των δεκάδων υποϊστοριών, σε πλείστα χωροχρονικά πλαίσια. Η αφήγηση ξεκινά με έναν πιτσιρικά που καταφέρνει να μπει χωρίς εισιτήριο σε έναν αγώνα μπέιζμπολ, που λιγοστό φίλαθλο κοινό είχε προσελκύσει, εξαιτίας της κακής πορείας της γηπεδούχου ομάδας, που ωστόσο έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους αγώνες της ιστορίας εξαιτίας ενός δυνατού χτυπήματος με το μπαστούνι να στέλνει τη μπάλα στην κερκίδα, δίνοντας τελευταία στιγμή μια ανέλπιστη νίκη. Ο μικρός θα καταφέρει να οικειοποιηθεί τη συγκεκριμένη μπάλα και να γυρίσει μαζί της σπίτι του.

Περνώντας ο αγώνας στο πάνθεον του μπέιζμπολ, θα αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, η λάμψη του θα διατηρηθεί για χρόνια, πολλοί θα ισχυρίζονται πως ήταν παρόντες, ενώ είχαν αδιαφορήσει, μην πιστεύοντας πως θα έχαναν την ευκαιρία της παρουσίας σε μια σπουδαία στιγμή της μετέπειτα συλλογικής μνήμης. Η μπάλα, ως σουβενίρ, που μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη μπάλα, και είναι μάλλον αδύνατο να αποδειχτεί πως είναι η συγκεκριμένη μπάλα, θα αποτελέσει το απόλυτο ζητούμενο κάθε συλλέκτη αναμνηστικών. Οι Αμερικανοί, με μια δόση υπερφίαλης στάσης, αναφέρονται στα εθνικά τους πρωταθλήματα ως παγκόσμια, θεωρώντας δεδομένο πως εκτός των υπόλοιπων πολιτισμικών, οικονομικών ή πολιτικών εκφάνσεων του αμερικανικού τρόπου ζωής, και του αντίστοιχου ονείρου, αποτελούν το κέντρο της παγκόσμιας σφαίρας.

Αυτοί οι τρεις άξονες που διατρέχουν, πότε φανερά και πότε όχι, το μυθιστόρημα βοηθούν σε μια σηματοδότηση των συγγραφικών προθέσεων, έστω μέρους αυτών. Και αν οι δύο πρώτοι άξονες εμφανίζονται συχνά, ο τρίτος, η πεποίθηση πως η Αμερική αποτελεί την κυρίως πίστα, παρότι απλή και προφανής, προσδίδει, κατά τη γνώμη μου, μια ενδιαφέρουσα διάσταση σε εκείνο που συνηθίζουμε να αποκαλούμε μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας μικρής έκτασης διάλογος που διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς, όταν ο ένας συνομιλητής αναρωτιέται αν όντως το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι κάτι που απασχολεί τον κόσμο συνολικά, και ο έτερος του απαντά, κάπως αμήχανα, πως σίγουρα το παιχνίδι μεταδόθηκε ραδιοφωνικά στις διάφορες αμερικανικές βάσεις ανά την υφήλιο.

Ο ΝτεΛίλλο, απλά, όπως η οξυδέρκεια ενός δυνατού μυαλού μπορεί, δείχνει πως –είμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα– η πεποίθηση πως η Αμερική είναι το κέντρο του κόσμου, αν όχι του σύμπαντος, είναι ισχυρή σαν μια φυσική και οικουμενική αλήθεια. Έτσι, το αμερικάνικο όνειρο οριοθετείται και τοποθετείται στο κάδρο εντός του κόσμου που δέχεται τη διαρκή και έντονη αυτή επίθεση σε διάφορα επίπεδα, που οδηγεί, αν δεν έχει κιόλας οδηγήσει, σε μια ομογενοποίηση και απομάγευση του κόσμου, ένα καθολικό «δεν υπάρχει εναλλακτική», την πεποίθηση του μέσου κατοίκου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Ο ΝτεΛίλλο, όπως και άλλα δυνατά και επίμονα μυαλά, βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης αυτοκρατορίας, αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται τα μικρά, αν όχι ελάχιστα, βήματα του δυτικού κόσμου, μπορώντας έτσι να υποθέσει με σχετική ασφάλεια το πού θα οδηγηθεί ο κόσμος εντός των επόμενων χρόνων. Και είναι αυτή η οξυδέρκεια που επιτρέπει σε ένα μυθιστόρημα που όταν κυκλοφόρησε ήταν στην υπεραιχμή της συγχρονίας, να μην απολέσει τίποτα από τη φρεσκάδα του ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όταν πια διαθέτει ήδη τις δάφνες του κλασικού. Εδώ είναι που το επίθετο προφητικός μπαίνει στην εξίσωση, προσδιορισμός τουλάχιστον προσβλητικός για τον ίδιο τον συγγραφέα που μάλλον ένα καμπανάκι ήθελε να σημάνει παρά να δικαιωθεί. Τα ευχολόγια είναι αλλεργιογόνοι παράγοντες, ας ειπωθεί και αυτό

Και αν ο αγώνας του μπέιζμπολ χαρακτηρίζει τη μια όψη της καθημερινότητας, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το ψυχροπολεμικό κλίμα της περιόδου, με τη Σοβιετική Ένωση εντυπωσιασμένη από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι να καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο, κάνοντας δοκιμές. Χωρίς να το κάνει νιανιά, ο συγγραφέας αφήνει να αιωρείται ο σχεδόν απλοϊκός, μα οδυνηρά εύστοχος, συλλογισμός, πώς γίνεται κάποιος που έχει κιόλας πράξει το κακό να αντιμετωπίζει με έκπληξη την απόπειρα κάποιου να τον ακολουθήσει. Συλλογισμός που έρχεται να συμπληρώσει, σε πιο σοβαρό επίπεδο από έναν αγώνα μπέιζμπολ, τη διάχυτη εγωκεντρική πεποίθηση.

Υπάρχουν διάφορες στιγμές στο μυθιστόρημα αυτό που εντυπωσιάζουν τον σημερινό αναγνώστη, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η δική μας που ο καπιταλισμός καθυστερεί να φτάσει, όπως για παράδειγμα η διαχείριση των απορριμάτων, από τα πιο απλά και αθώα οικιακά κατάλοιπα μέχρι τα πυρηνικά. Ο ανθρώπινος πολιτισμός ίσως να εκκινεί τη στιγμή που ο άνθρωπος παράγει σκουπίδια και ασχολείται με την εναπόθεσή τους, μακριά και κρυμμένα καλά, αργότερα σε χώρες που έναντι ενός χρηματικού ποσού είναι διατεθειμένες να τα εισάγουν.

Ας αναφερθώ και σε δυο τρία, μάλλον προφανή και αναμενόμενα, τεχνικά χαρακτηριστικά. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται το τεράστιο υλικό του είναι τουλάχιστον συγκλονιστικός, το μέγεθος όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά αποτελεί ένα πλεονέκτημα, αφού ο συγγραφέας τοποθετεί τον αναγνώστη, ακόμα και εκείνον που ζει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον, βαθιά μέσα στην Αμερική του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Ο Υπόγειος κόσμος είναι ένα μυθιστόρημα ξεκάθαρα πολιτικό, χωρίς να το φωνάζει ή να το επικαλείται διαρκώς. Ειδική αναφορά πρέπει στα διαλογικά μέρη του βιβλίου, που αποτελούν υπόδειγμα αληθοφάνειας, πετυχαίνοντας αυτό που καλούνται να αποτυπώσουν, το πώς, δηλαδή, σκέφτονται και εκφράζονται τα πρόσωπα της ιστορίας, πως δύο παράλληλοι μονόλογοι συνήθως συγκροτούν αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε διάλογο και που συχνά στη μυθιστορηματική του εκδοχή ξενίζει. Οι διάλογοι, επίσης, είναι το μέρος στο οποίο ο συγγραφέας τοποθετεί την γκαρνταρόμπα των χαρακτήρων, απαλλάσσοντας τον κατά τόπους παντογνώστη αφηγητή από το βαρετό αυτό καθήκον.

Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο στον αναγνώστη είναι πως ο Υπόγειος κόσμος, παρέα με τα μεγάλα βιβλία του Πίντσον, αποτελούν το πρότυπο του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος που με τόση επιμονή, στο όριο της εμμονής, επιχειρούν να γράψουν οι νεότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσο αφορά τη μεταμοντέρνα εκδοχή του, ένα μυθιστόρημα που θα περιλαμβάνει τα πάντα, που θα καλύπτει κάθε σπιθαμή του κόσμου, λειτουργώντας ταυτόχρονα στο παρόν αλλά και στο προσεχές μέλλον, μην αφήνοντας το παρελθόν απέξω, αυτό που θα τα καταστήσει σύγχρονα κλασικά έργα και θα τα σώσει από τη συντομία του πυροτεχνήματος στον γεμάτο από φωτεινή ρύπανση ουρανό.

Η ονοματοδοσία του μυθιστορήματος προκύπτει από το ομώνυμο, επινοημένο ωστόσο, φιλμ τού κινηματογραφιστή Αϊζενστάιν. Από τον Υπόγειο κόσμο πηγάζουν τα περισσότερα από τα μετέπειτα έργα του ΝτεΛίλλο, από δυσδιάκριτα ξέφτια και ευδιάκριτα νήματα, από όσα προοικονομήθηκαν και συνέβησαν. Και τελικά; Με ποιους και απέναντι σε ποιους θα κάτσω στο τραπέζι; Ο αναγνωστικός ίλιγγος συνέβη, ξεπέρασε μάλιστα όσα είχαν ειπωθεί και τοποθετηθεί ως ορίζοντας προσδοκιών, εντούτοις, ο τρόπος που ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται τον χρόνο, το πώς τον πυκνώνει και τον επιβραδύνει είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να ξεπεράσω άπαξ και το βίωσα. Άλλωστε, τις ενδοεργογραφικές συγκρίσεις τις θεωρώ άδικες και, για τα γούστα μου, περιττές.

Για βιβλία όπως ο Υπόγειος κόσμος υπάρχει η διάκριση ανάμεσα σε ανάγνωση και αναγνωστική εμπειρία. Για βιβλία όπως αυτό υπάρχει ο κανόνας και οι χοντρές τελείες στην πορεία τού λογοτεχνικού ποταμού. Για βιβλία όπως αυτό η μεγάλη φόρμα, η πολύ μεγάλη φόρμα για την ακρίβεια, είναι ο προσφιλής μου λογοτεχνικός τόπος. Για βιβλία όπως αυτό η λογοτεχνία αποτελεί ένα φιλάνθρωπο μπούνκερ απόστασης από τον γύρω κόσμο, παρότι με τοίχους γεμάτους από πόστερ και φωτογραφίες τεράτων και τερατωδών πράξεων.

υγ. Σύνδεσμοι για προηγούμενα έργα του ΝτεΛίλλο: Οι χρόνοι του σώματος (εδώ), Λευκός θόρυβος (εδώ), Zero K (εδώ), Η σιωπή (εδώ) και Σημείο Ωμέγα (εδώ).

Μετάφραση Έφη Φρυδά
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ας πούμε πως είμαι εγώ - Veronica Raimo

Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, για πρώτη φορά, κάποιο βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο (Ρώμη, 1978). Ο λόγος για το ας πούμε πως είμαι εγώ, σε μετάφραση Δήμητρας Δότση από τις εκδόσεις Δώμα, μυθιστόρημα με το οποίο βρέθηκε, παρέα με τη μεταφράστριά του στα αγγλικά, στη μακρά λίστα του Booker Prize International 2024.

Ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι Niente di vero που κατά λέξη θα αποδιδόταν ως Τίποτα το αληθινό, στο παιγνιώδες ή προβοκατόρικο πνεύμα του οποίου επιλέχθηκε το ας πούμε πως είμαι εγώ, φράση επιλεγμένη από το βιβλίο. Στέκομαι στον τίτλο επειδή θέλω να σημειώσω αυτή τη διάθεση αυτοϋπονόμευσης από πλευράς Ράιμο, η οποία και διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημά της από το κυρίως σώμα της αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας που είναι αρκετά της μόδας τα τελευταία χρόνια. Ήδη από τον τίτλο, θέτει το όριο μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης, όχι μόνο ως βασικό λογοτεχνικό χαρακτηριστικό, αλλά ακόμα περισσότερο, ως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το παρελθόν μας, τον τρόπο με τον οποίο συνειδητά ή μη παραποιούμε και προσαρμόζουμε την εμπειρία και το βίωμα στα μέτρα μας. Άλλωστε, επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, τι άλλο είναι η μυθοπλασία παρά η απόπειρα για μια καλή –ελπίζει ο εκάστοτε συγγραφέας– κρυψώνα  του προσωπικού;

Σε μια εποχή, που η ψηφιακή της εκδοχή φέρνει σε πρώτο επίπεδο την αυτοαφήγηση και η λογοτεχνία, παρότι ως είθισται να συμβαίνει προπορεύτηκε, τώρα ακολουθεί κατά πόδας, η Ράιμο επιλέγει να κάνει μια προειδοποιητική διευκρίνιση, τίποτα το αληθινό, προλέγει, δεν θα βρείτε εδώ, και, άραγε, πότε μια οποιαδήποτε αφήγηση είναι πλήρως ειλικρινής ή ακριβής; Παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της, ή επεισοδίων αυτής, η Ράιμο διαπραγματεύεται ακριβώς αυτή τη συνθήκη. Διόλου τυχαία, άλλωστε, δεν τοποθετεί ως πρώτο κεφάλαιο το ακόλουθο: «Όταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια πάει, τέλειωσε. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα 'χει άσχημα ξεμπερδέματα θα 'ναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που θα προσπαθεί μάταια να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς».

Είναι η κατάρα που οι συγγραφείς κουβαλάνε, κάθε τι που συμβαίνει εντός μυθοπλαστικού πλαισίου να γίνεται δεκτό ως αναπόσπαστο μέρος της βιογραφίας και της κοσμοθεωρίας τους, και όσο το πλαίσιο στενεύει, φτάνοντας στην οικογένεια, τόσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο αυτό. Η Ράιμο δεν επιθυμεί να ακολουθήσει έναν παρακαμπτήριο συνηθισμένο δρόμο, δίνοντας άλλο όνομα στην πρωταγωνίστρια ή ακόμα και άλλο φύλο ή διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας, έτσι ώστε να μπορεί μέχρι τέλους να υπεραμύνεται της απουσίας ταύτισης ανάμεσα στο συγγραφικό και αφηγηματικό υποκείμενο. Αντίθετα, πρώτα προειδοποιεί και εν συνεχεία τοποθετεί τον εαυτό της στην ιστορία. 

Έτσι, ο αναγνώστης αποτρέπεται από το να διαβάσει την ιστορία σκεπτόμενος τι είναι πραγματικό και τι επινοημένο, ως κάποιο αξιολογητικό κριτήριο. Κάτι το οποίο λειτουργεί απελευθερωτικά για το μυθιστόρημα, το οποίο εξαρχής αντιμετωπίζεται, ή οφείλει να αντιμετωπιστεί, ως τέτοιο. Η μυθοπλαστική επινόηση της ζωής της συγγραφέως Ράιμο, ο μικροφοβικός πατέρας, η άκρως ελεγκτική μητέρα, ο επίσης συγγραφέας αδερφός, και τα υπόλοιπα πρόσωπα αλλά και καταστάσεις, αποπνέουν, αντίθετα με όσα ο τίτλος ορίζει, μια έντονη αληθοφάνεια. Και εδώ έγκειται μια από τις κύριες αρετές του ας πούμε πως είμαι εγώ, το γεγονός πως δεν κλοτσάει τον αναγνώστη έξω από το ρεαλιστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η πλοκή.

Η Ράιμο πετυχαίνει με σχετική άνεση τη συγχρονία, αναπόσπαστο στοιχείο της συγγραφικής της πρόθεσης, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις τελευταίες τέσσερις και κάτι δεκαετίες σε ένα περιβάλλον που είναι οικείο και στον Έλληνα αναγνώστη. Η πρόζα της είναι τόσο δυνατή όσο η ιστορία απαιτεί, δεν βαρυφορτώνει αλλά ταυτόχρονα δεν υποτιμά, δεν χειραγωγεί το συναίσθημα, δεν παρουσιάζει τον εαυτό της τέλειο αλλά ούτε και θύμα, υπακούοντας με συνέπεια στις αρχές που η ίδια έθεσε για το μυθιστόρημά της, όπως η αυτοσαρκαστική διάθεση, για παράδειγμα. Ένα μυθιστόρημα με μέτρο συγκινητικό και αστείο, που διαβάζεται με βουλιμία χωρίς αυτό να συνεπάγεται χαμηλής στάθμης ποιότητα.

Το ας πούμε πως είμαι εγώ έρχεται να προστεθεί στην πολύ καλή σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω, αργά ή γρήγορα, να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία τής Ράιμο. Και αυτή η επιθυμία για περαιτέρω επαφή είναι ίσως η καλύτερη απόδειξη για το πόσο απόλαυσα το βιβλίο αυτό.

υγ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Μπόλλα - Pajtim Statovci

Μπόλλα είναι το όνομα ενός τέρατος της αλβανικής μυθολογίας με μορφή ερπετού.

Έξι χρόνια πριν, το 2018, είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το πρώτο μυθιστόρημα του Παϊτίμ Στάτοβτσι, γεννημένου το 1990 στο Κοσσυφοπέδιο, που δύο χρονών μετανάστευσε στη Φινλανδία, Η γάτα μου η Γιουγκοσλαβία, βιβλίο που, παρά τα πλείστα θετικά σχόλια, δεν διάβασα. Το όνομα του συγγραφέα, λοιπόν, κάτι μου θύμιζε, όταν έπιασα στα χέρια μου το Μπόλλα, τη στιγμή που το οπισθόφυλλο ανέσυρε από την αοριστία την επιθυμία μου για μια ικανή δόση μελοδραματικού έρωτα. Παρά την ευδιάκριτη επιθυμία, οι επιφυλάξεις ήταν παρούσες, δύσκολο, παρότι τόσο διαδεδομένο, το μελόδραμα, συνήθως όχι του γούστου μου, τελικά.

Συχνά, σε διάφορες συζητήσεις, προκύπτει η άγνοια, ή η ελάχιστη γνώση και επαφή αν το προτιμάτε έτσι διατυπωμένο, που έχουμε με την αλβανόφωνη λογοτεχνία, παρά τους δεσμούς, πέραν της χωρικής γειτνίασης, που οι δύο χώρες έχουν κυρίως κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, και πόσο μάλλον με τη λογοτεχνία του Κοσσυφοπεδίου, μια άγνωστη γη για τους περισσότερους, μια χαίνουσα πληγή σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο στο βαλκανικό κέντρο, μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη ανά πάσα στιγμή για ασύμμετρη ανάφλεξη, όπως το σύνηθες κλισέ ορίζει.

Το Μπόλλα ανήκει στο σώμα της queer λογοτεχνίας, μια από τις λίγες ιστορίες αγάπης ανάμεσα σε δύο άντρες που έχω διαβάσει, αλλά ταυτόχρονα φέρει και τη ματιά του ξένου πια συγγραφέα στον τόπο που γεννήθηκε αλλά δεν έζησε τελικά. Απρίλιος, 1995. Ο εικοσιτετράχρονος, πρόσφατα παντρεμένος, υπακούοντας στην πατρική επιθυμία, Αρσίμ, είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πρίστινα, ευελπιστώντας κάποτε, το συντομότερο δυνατόν, να μπορέσει να βιοποριστεί διαμέσου της γραφής. Φροντίζει να διατηρεί χαμηλούς τόνους σ' έναν τόπο σερβικής κυριαρχίας και βαθιά εχθρικό προς τους Αλβανούς, να περάσει απαρατήρητος, να επιβιώσει και ίσως να διαμορφώσει, πάντοτε υπό την επήρεια της τύχης και της συγκυρίας, μια καλύτερη ζωή. Όλα μοιάζουν υπό έλεγχο, παρά τη δυσκολία της καθημερινότητας, παρά τη ρευστότητα, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν βάση σχεδίου. Θα γνωρίσει τον Σέρβο Μίλος, φοιτητή της ιατρικής, και θα ερωτευτούν παράφορα. Λίγες μέρες αργότερα η γυναίκα του θα του ανακοινώσει πως είναι έγκυος, μια κλωστή αρκεί για την αποσύνθεση του υφαντού.

Η αφήγηση γίνεται εκ των υστέρων, όταν όλα έχουν συμβεί. Ο Στάτοβτσι επιλέγει μια αφηγηματική σύνθεση που αρχικά ίσως παραξενέψει τον αναγνώστη, απόφαση που δικαιολογείται προς τις τελευταίες σελίδες και αποδεικνύεται λειτουργική και καθοριστική. Ως προς τον μελοδραματικό χαρακτήρα, το Μπόλλα ικανοποίησε πλήρως τις προσδοκίες και τις ανάγκες μου, χωρίς να προκαλέσει λίγωμα, χωρίς να απολέσει την απαραίτητη αληθοφάνειά του, χωρίς να χαθεί στη χώρα της κακής συναισθηματικής λογοτεχνίας, φλερτάροντας με τον εκβιασμό, κατορθώνοντας ωστόσο να μην ενοχλήσει, να μη βιάσει τα δάκρυα, παρότι στην παλέτα του διαθέτει διάφορες στερεοτυπίες, τις χρησιμοποιεί χωρίς να επαφίεται στην ευκολία τους. Και όμως, αναρωτιέμαι, έχουν έτσι όντως τα πράγματα; Η θεωρία, ως κατασκευή που περηφανεύεται για τη σταθερότητά της, θέτει ερωτήματα, με κύριο το: γιατί σου άρεσε παρότι είναι μια λογοτεχνία όχι και τόσο του γούστου σου; Ας προσπαθήσω.

Επιπλέον, πέρα από την καθαυτή ερωτική ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται την κοινωνικοοικονομικοπολιτική συνθήκη, αποφεύγοντας τον εξωτισμό, είναι επίσης αξιομνημόνευτος. Πετυχαίνει δε κάτι όμορφο, διαχέοντας την αίσθηση ρευστότητας πέρα από το συναίσθημα ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αυτή τη δύσκολη και συνάμα αναπόφευκτη αναζήτηση ταυτότητας, με τα αδιέξοδα και τις υπερβάσεις της, την ακραία καιρική εναλλαγή, την αδυναμία της λογικής να κυριαρχήσει και να επιβληθεί, ενώ σηματοδοτεί και την αντίθετη διαδρομή, με προσδοκίες, όνειρα, φόβους, βεβαιότητες, πεποιθήσεις και πάθη που χαρακτηρίζουν τον έρωτα, και όμως τα βρίσκει κανείς, σε ανησυχαστικούς κυρίως καιρούς, και στην κοινωνικοπολιτική αρένα. Για να το πω αλλιώς: έξω από την ανάγνωση, η υποψία για μια σκόπιμη σύνθεση διαφόρων μεταβλητών της λογοτεχνικής μοδός είναι υπαρκτή και ίσως βάσιμη, η ανάγνωση ωστόσο απομακρύνει τα όποια σύννεφα για κουτάκια που έπρεπε να τικαριστούν σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές του τι μπορεί να πουλήσει. Ο Στάτοβτσι έχει μια ιστορία να πει και τη λέει περίφημα. Η ιστορία του διαδραματίζεται αναγκαστικά υπό το βάρος του κοινωνικοπολιτικού μανδύα, δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την επιρροή του, ως ένα μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται, μάλιστα, από αυτόν, και αυτό είναι κάτι που προσθέτει βάρος χωρίς να βαρυφορτώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το ανοίκειο της συνθήκης δεν είναι πλήρες, οι χαραμάδες επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει, να διακρίνει γνώριμα μοτίβα και καιρικά φαινόμενα.

Οι συγγραφικές προθέσεις, με το ρίσκο που η επισήμανσή τους φέρει, μοιάζουν να ικανοποιούνται πλήρως, μια ιστορία αγάπης με φόντο ένα ευμετάβλητο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, να τι είναι το Μπόλλα. Νιώθω, ωστόσο, την ανάγκη να επιμείνω ως προς τη λογοτεχνικότητα. Το αναπόφευκτο δέσιμό μας με τις πεποιθήσεις μας, η πυξίδα μας να κινούμαστε συντεταγμένα στον κόσμο, άρα και στη λογοτεχνία, το επιβάλλουν αυτό με τον τρόπο τους. Παρότι βρίσκομαι μετά το πέρας της ανάγνωσης, με τους όποιους φόβους και  επιφυλάξεις ηττημένους στο πάτωμα, η ανάγκη δικαιολόγησης του πώς και γιατί μου άρεσε αυτή η ιστορία δεν σωπαίνει. Και δεν σωπαίνει γιατί έρχεται ως ένα βαθμό σε ευθεία σύγκρουση με όσα ισχυρίζομαι πως επιθυμώ να αποφεύγω στη λογοτεχνία, παρότι η ανάγκη για μελόδραμα ήταν παρούσα σε τέτοιο βαθμό, τα συστατικά της ιστορίας, παρότι αποδεδειγμένα χρησιμοποιημένα με τον κατάλληλο τρόπο, επιμένουν να ενεργοποιούν τον μηχανισμό άμυνας και αποφυγής, και ας μην έχω σε τι να αμυνθώ και τι να αποφύγω. Λέω, λοιπόν: παρ' όλ' αυτά το Μπόλλα μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ, και επομένως οποιαδήποτε κουβέντα για λογοτεχνικά ύψη μοιάζει ανούσια. Και όμως, αυτό δεν σημαίνει a priori πως υπάρχει κάποιο έλλειμμα, πως υπάρχει κάποια συγγραφική αστοχία, κάθε άλλο.

Το εκκρεμές συνεχίζει το πήγαινε έλα, μου άρεσε αλλά δεν είναι του γούστου μου, μου άρεσε παρότι δεν είναι του γούστου μου, μου άρεσε αλλά έχει ευκολίες, μου άρεσε αλλά με κατεύθυνε συναισθηματικά, και ούτω καθεξής. Είναι μια συνθήκη, με τον τρόπο της, άβολη. Μια αναμέτρηση με τον εαυτό. Πέρασαν τόσες μέρες από την ανάγνωση και το εκκρεμές δεν έπαψε, επιχειρώ ξανά και ξανά να διακρίνω, να βρω τον μηχανισμό, να εξάγω ισχυρή θεωρία που να δικαιολογεί και να γεφυρώνει το χάσμα, δεν τα καταφέρνω, μου άρεσε αλλά δεν ξέρω γιατί, πέρα από κάποια ξεκάθαρα λογοτεχνικά σχήματα που λειτούργησαν, βρίσκομαι σε μια αμηχανία, απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Σε ανύποπτη στιγμή θα ισχυριζόμουν πως αυτό το εκκρεμές σηματοδοτεί ακόμα και κατά την απομάκρυνσή του την αξία του βιβλίου. Τώρα, όμως, όχι, η μετωπική σύγκρουση μαίνεται. Και το κείμενο αυτό, περισσότερο από άλλα, ίσως/θα/ελπίζω να λειτουργήσει ως βατήρας ανάμνησης, ως πλήγμα στη στείρα και ανηδονική θεωρία και την αυτοπεποίθηση κατοχής μιας αόριστης γνώσης, για το πώς οι βεβαιότητες υποχωρούν στο διάβα μιας ιστορίας όπως αυτή δοσμένη με τον τρόπο αυτό, πως μακριά από τα γνώριμα εδάφη ανθίζουν επίσης κήποι, πως στο αναπάντεχο συχνά κάτι ακόμα αποκαλύπτεται για τον εαυτό.

Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Αμηχανία - Richard Powers

Η Αμηχανία είναι το πέμπτο μυθιστόρημα του, γεννημένου το 1957, Ρίτσαρντ Πάουερς που κυκλοφορεί στα ελληνικά, το πρώτο που περιλαμβάνεται στην ενδιαφέρουσα σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Τη μετάφραση εγγυάται η υπογραφή του Γιώργου Κυριαζή. Ένα βιβλίο που με ανυπομονησία, και εν τέλει δικαίως, περίμενα από τη φετινή εκδοτική παραγωγή.

Ο Θίοντορ Μπερν, αστροβιολόγος με ακαδημαϊκές φιλοδοξίες, απομένει μόνος, ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του, στην ανατροφή του εννιάχρονου, στο αφηγηματικό παρόν, Ρόμπιν, για τον οποίο οι γνώμες των ειδικών ως προς την επακριβή γνωμάτευση είναι αντικρουόμενες, ενώ από τη διευθύντρια του σχολείου πιέζεται να καταφύγει στην εύκολη και προφανή λύση της φαρμακευτικής αγωγής. Καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να παράσχει στον γιο του την απαραίτητη υποστήριξη, που η απώλεια της μητέρας του επέτεινε την εν γένει δυσκολία του στη συναισθηματική διαχείριση και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ο Ρόμπιν έχει αναπτυγμένη την οικολογική ανησυχία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα υπό εξαφάνιση ζώα, εξαιτίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αντίθετα με το εμβληματικό Ο δρόμος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, εδώ, πατέρας και γιος διασχίζουν τον κόσμο ενώ η καταστροφή του μαίνεται σε πραγματικό χρόνο, γεγονός που εντείνει την τελολογική συνθήκη καθώς καμία δράση για την αποφυγή του εγγύς και προδιαγεγραμμένου μέλλοντος δεν λαμβάνεται. Κάποτε, οι συγγραφείς κατέφευγαν σε ένα απώτερο ζοφερό μέλλον, πια κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, η δυστοπία είναι πανταχού παρούσα, οι ειδικοί κρούουν απελπισμένα τον κώδωνα του κινδύνου, σήμα το οποίο η οικονομικοπολιτική ελίτ, αλλά και η πλειοψηφία του κόσμου, υποδέχονται με αδιαφορία, προτιμώντας να καταφεύγουν σε αντιεπιστημονικές θεωρίες συνωμοσίας και στον προσφιλή τους λαϊκισμό. Ο Πάουερς περιγράφει ένα γνώριμο παρόν παρότι δεν το κατονομάζει, δυστυχώς οικείο και με πορεία ευθεία στην αυτοκαταστροφή του. 

Θέματα όπως η νευρολογία (βλ. το Ο ποταμός της μνήμης), η οικολογία (βλ. το Οι κορυφές της ζωής) και τα επιτεύγματα στην υπεραιχμή της επιστήμης είναι ιδιαιτέρως γνώριμα στην εργογραφία του Ρίτσαρντ Πάουερς. Στην Αμηχανία, οι τρεις αυτές θεματικές συνυπάρχουν. Ο απτός φυσικός κόσμος από τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και απομακρύνεται και η αναζήτηση ζωής σε άλλους πλανήτες, στο οποίο έγκειται η ειδικότητα του αστροβιολόγου, δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον δίπολο, τη στιγμή που η μελέτη του ανθρώπινου εγκεφάλου βρίσκεται στην κορυφή του ερευνητικού ενδιαφέροντος, σε μια απόπειρα κατανόησης και ίσως ίασης διαφόρων παρεκκλίσεων από την καμπύλη αυτού που ορίζεται ως μέσος όρος. Και εμείς, αυτός ο μέσος όρος, σφυρίζουμε αδιάφορα και με περισσή ευκολία τοποθετούμε την ταμπέλα «προβληματικό» σε παιδιά όπως ο Ρόμπιν.

Κάποιος άλλος συγγραφέας πιθανότατα θα αδυνατούσε να υποστηρίξει λογοτεχνικά ένα τόσο ευρύ φάσμα εξειδικευμένων θεμάτων και να τα εντάξει με επιτυχία σε μια λειτουργική, απολαυστική και συγκινητική μυθιστορηματική πλοκή, χωρίς να εκβιάζει γεγονότα και καταστάσεις. Ο Ρίτσαρντ Πάουερς, ωστόσο, δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας. Η αφηγηματική του άνεση και η πειστικότητα με την οποία αναμετράται με εξειδικευμένα επιστημονικά ζητήματα είναι υποδειγματικές, ενώ, για ακόμα μια φορά, αποδεικνύεται ικανότατος μάστορας της μεγάλης φόρμας, χωρίς να υποπίπτει σε κατασκευαστικές αστοχίες ή να παραμελεί τις αναγκαιότητες της καλής λογοτεχνίας.

Μια ακόμα αρετή του μυθιστορήματος είναι η περίτεχνη ισορροπία ανάμεσα στην προσβασιμότητα και την αποφυγή της κακής εκλαΐκευσης. Ο συγγραφέας, ενώ απευθύνεται σε μεγάλο φάσμα του αναγνωστικού κοινού δεν κάνει εκπτώσεις, που θα υποτιμούσαν και θα καθιστούσαν δευτερεύουσα και απλώς συμπληρωματική την επιστημονική πλευρά του έργου του. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο, όπως τέτοιο είναι και η ισχυρή αντίστιξη ανάμεσα στη γοητευτική μορφή και το σκληρό περιεχόμενο. Ο Πάουερς γράφει ρεαλιστικά επιτρέποντας σε πλήθος θεμάτων να διεισδύσουν και να αναδυθούν, ενώ στο μείγμα δεν αμελεί να προσθέσει το απαραίτητο συναίσθημα, όπως και μια υποδόρια διάθεση πίστης στον άνθρωπο, αποφεύγοντας τη στείρα διδαχή και την απόμακρη επίκρισης. Και ναι, ο Ρόμπιν είναι ίσως ο πιο πειστικός εννιάχρονος στην ιστορία της λογοτεχνίας.

Η Αμηχανία, σε καμία περίπτωση δεν ανήκει ειδολογικά στο υποσύνολο της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, αντίθετα, διαδραματίζεται στο εδώ και το τώρα και αυτό είναι κάτι διαρκώς παρόν στο μυθιστόρημα. Το επίθετο προφητικό αποδεικνύεται κενό περιεχομένου, όσο και αν μας στοιχίζει η επίγνωση πως όσα διαδραματίζονται στις σελίδες του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος δεν αφορούν κάποιους άλλους, σε άλλο τόπο και χρόνο, αλλά εμάς, εδώ και τώρα. Ούτε καν οξυδερκές θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τη συγγραφική ματιά στα πράγματα· απλή και καθαρή, γεμάτη από σκληρό και αμείλικτο ρεαλισμό, ναι.

Η Αμηχανία είναι δείγμα σπουδαίας λογοτεχνίας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
 
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα - Alberto Ravasio

Συχνά πυκνά, το τελευταίο διάστημα, αναφέρομαι με θαυμασμό και έκπληξη στη νεότερη ιταλική λογοτεχνία που μεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Με θαυμασμό γιατί έχω διαβάσει κάποια πράγματι ωραία βιβλία, με έκπληξη γιατί για χρόνια θεωρούσα, αφελώς και αυθαίρετα, πως από τη γείτονα χώρα λογοτεχνικά λίγα πράγματα θα μπορούσα να περιμένω, εξαιρέσεις ενός κανόνα που μονάχος μου επινόησα και για καιρό περιέφερα ως παντιέρα. Είναι, όμως, και αυτή μια λειτουργία της ανάγνωσης, η με κρότο και σκόνη πτώση διαφόρων ψευδοβεβαιοτήτων.

Τώρα πια το χαρτί έχει γυρίσει, εκεί που απέφευγα τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, την αναζητώ με θέρμη. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται και η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Ραβάσιο με τον προβοκατόρικο τίτλο: Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα, σε μετάφραση Κωνσταντίνας Ευαγγέλου από τις εκδόσεις Οκτάνα.

Ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα (στα ιταλικά το πτυελοδοχείο) κοντεύει τα τριάντα και ζει με την οικογένειά του σε μια μικρή επαρχία. Πέρασε από διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, δεν ολοκλήρωσε ωστόσο καμία από αυτές, επέστρεψε στο παιδικό του δωμάτιο παρθένος και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιδέα για το μέλλον του, πέρα από την εμμονή που είχε αναπτύξει τα τελευταία χρόνια με το πορνό και τον συνοδό αυνανισμό. Όλα θα ανατραπούν όταν ένα πρωί θα ξυπνήσει σ' ένα γυναικείο σώμα.

Ένα αυγουστιάτικο πρωινό ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα ξύπνησε με τη μούρη του χωμένη σε δύο ωραιότατα στήθη: τα δικά του. Μέσα σε οχτώ ώρες ύπνου είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα, πλάσμα εντελώς άγνωστο σ' αυτόν, που σε τριάντα χρόνια ζωής δεν είχε σχεδόν ποτέ καταφέρει να πλησιάσει, δεν λέω για ηβικές ακροβασίες, αλλά ούτε καν για οδικές πληροφορίες.

Η πρώτη αυτή παράγραφος, παρότι θελκτική και εν τέλει χαρακτηριστική της γραφής του Ραβάσιο, με κράτησε μακριά από το μυθιστόρημα για κάποιο καιρό. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την καφκική αντιστοιχία, αντί για ζωύφιο, ο Σπουτακιέρα ξυπνάει ένα πρωί σε γυναικείο σώμα. Μια πρόσφατη αντίστοιχη ελληνόφωνη λογοτεχνική απόπειρα αποδείχτηκε, αναμενόμενα, κακή, αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία ανάγνωσης. Φοβόμουν τις αντιστοιχίες, αλλά και την πρόκληση για την πρόκληση, άλλωστε τίποτα το προκλητικό δεν διέκρινα εξ αρχής σε αυτή την ιδέα, και παρά την περιέργειά μου να δω τι κατεύθυνση θα ακολουθούσε ο Ιταλός συγγραφέας, οι ενστάσεις και ο αυθαίρετος ορίζοντας προσδοκιών με κράτησαν μακριά.

Κακώς.

Είπαμε όμως, είναι μια λειτουργία της ανάγνωσης αυτή, η περιδιάβαση εκτός ορίων ασφάλειας και βεβαιοτήτων, η κατάρρευση των προσδοκιών μας.

Όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος της καλής λογοτεχνίας, έτσι και εδώ, ο συγγραφέας δεν ποντάρει όλα του τα χρήματα στην (όσο πρωτότυπη μετά από τόσα χρόνια γραφής μπορεί να είναι) κεντρική ιδέα-εύρημα. Δεν αναλώνεται σ' αυτή και δεν εγκλωβίζεται. Ωστόσο, πρέπει κανείς να διαβάσει ένα τουλάχιστον μέρος του μυθιστορήματος για να μπορέσει να διαφύγει του φόβου αυτού.

Με όχημα την ιδέα αυτή, τους περιορισμούς και τις λεωφόρους που του προσφέρει, ο Ραβάσιο στήνει ένα πολύβουο πανηγύρι, επιτρέποντας στη φαντασία του να συναντήσει και να δημιουργήσει αναλογίες με το κοινωνικό ιταλικό (και όχι μόνο) παρόν, με μια πρόζα κοφτερή και προκλητική. Απολαυστικό και κατά τόπους συναρπαστικό, το μυθιστόρημα αυτό διαβάζεται με γρήγορους ρυθμούς, καθώς ο αναγνώστης ακολουθεί τον Σπουτακιέρα, έναν αντιήρωα, αρκούντως αποτυχημένο και εγκλωβισμένο σε μια γνώριμη συνθήκη ζωής, σ' ένα αποπνιχτικό περιβάλλον μιζέριας. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής διατηρεί την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση από τον Σπουτακιέρα και από εκεί περιγράφει τις περιπέτειές του.

Η συνθήκη εντός της οποίας ένα πρωί ξύπνησε ο αντιήρωάς μας, σε κάποιους μπορεί εξ αρχής να φανεί αστεία και να τους γαργαλήσει τα συντηρητικά τους αντανακλαστικά, όμως δεν είναι τέτοια, όπως δεν είναι αστείες από μόνες τους οι περιπέτειές του, η αγωνία του να διαχειριστεί αυτή την αλλαγή. Η παγίδα για μια κακή επιθεώρηση είναι ορατή. Ο Ραβάσιο πατά σε δύο βάρκες. Από τη μια, έχει στο στόχαστρό του τη συντηρητική πτέρυγα του κοινού, από την άλλη, την προοδευτική. Για μένα, η πρόκληση εντοπίζεται κυρίως στο δεύτερη βάρκα, εκεί κρίθηκε εν τέλει η πρόζα και η τελική κατασκευή του μυθιστορήματος. Υπάρχουν σημεία που μοιάζει να ξεπερνά τα (προσωπικά και ατελή) όρια του σωστού και αποδεκτού, όμως η σάτιρα, γιατί περί τέτοιας πρόκειται, δεν θα έπρεπε να παραμένει εγκλωβισμένη στο (από ποιον) ορθό και (γιατί) πρέπον.

Η απόσταση, κυρίως συναισθηματική, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα και την πλήρη απάθεια του αφηγητή για τον Σπουτακιέρα. Ισορροπία. Δεν τον ενσυναισθάνεται αλλά δεν τον λοιδωρεί. Είναι και εκείνος γρανάζι (το κυριότερο ίσως) του οχήματος με το οποίο ο Ραβάσιο περιδιαβαίνει τη σύγχρονη εποχή, εκείνη έχει στο στόχαστρο, σ' εκείνη επιτίθεται και εκείνη λεηλατεί, την κίβδηλη εποχή, φαινομενικά προοδευτική, εκείνη και τις αποσκευές που φέρνει από το παρελθόν, με πρώτη και μεγαλύτερη την αγία οικογένεια, χωρίς να παραμελεί τα κατ' όνομα προοδευτικά μέλη της.

Το μυθιστόρημα (δεν χρειάζεται να ψάξω στις κριτικές και τις λοιπές ψηφιακές εμπειρίες ανάγνωσης) είναι πιθανό να ενοχλήσει τη μια ή την άλλη πλευρά, και αυτή η όχληση, αντί να μείνει σε διαφωνία επί του περιεχομένου, να παρουσιαστεί ως λογοτεχνική αδυναμία. Δεν είναι κακό αυτό από τη στιγμή που η πρόκληση δεν είναι στείρα, είναι ένα καλό φίλτρο αυτό.

Η σάτιρα, η καλή σάτιρα για την ακρίβεια, είναι είδος υπό εξαφάνιση, η βιτριολική πρόζα του Ραβάσιο επίσης. Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα είναι ένα καλό δείγμα, ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που μου θύμισε ένα διαχρονικά αγαπημένο μου μυθιστόρημα, με τους δύο ήρωες να συγγενεύουν, το Συνασπισμός ηλιθίων του Τζον Κένεντυ Τουλ.

Ένα ακόμα (πολύ) καλό ιταλικό μυθιστόρημα προστέθηκε στη λίστα.

υγ Για το Συνασπισμός ηλιθίων περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Κωνσταντίνα Ευαγγέλου
Εκδόσεις Οκτάνα

 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Ματαδόρ - Βαγγέλης Μαρινάκης

Ματαδόρ ή στα ελληνικά ταυρομάχος, αυτός που σκοτώνει τον ταύρο στην αρένα, μια μάχη εξαρχής άνιση, με ανθρώπινο πλεονέκτημα και μάχαιρα βοήθειας, όπως πάντα, τους τελευταίους αιώνες, συμβαίνει στη σύγκρουση ανθρώπου και φύσης. Κι όμως, κάποιες φορές ο ταυρομάχος σκοτώνεται. Το σίγουρο είναι πως ο ταύρος δεν μπορεί να βγει νικητής από την αρένα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με ή χωρίς τα αυτιά του θα θανατωθεί υπό τις ιαχές του αιμοδιψούς πλήθους που συρρέει στην αρένα.

Η νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Μαρινάκη φέρει τον τίτλο Ματαδόρ, επιλογή που δικαιολογείται από δύο πλευρές, ως περιεχόμενο και ως αναλογία με την ερωτική απογοήτευση που βιώνει ο Νίκος Μαρκάτος, «Σχεδόν 40. Μορφωμένος βλάχος. Πουτάνα των λέξεων. Καψούρης», πρωτοπρόσωπος αφηγητής και μοναχικός πρωταγωνιστής μιας σχέσης που ανήκει πια στο παρελθόν. Η στακάτη εξιστόρηση του παρόντος με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν, αποτελούμενη από σύντομα κεφάλαια, διακόπτεται πού και πού για να παρεμβληθεί η αναφορά στις ταυρομαχίες. Η αναλογία λειτουργεί υπακούοντας στην πρόζα, ο συγγραφέας τη φέρνει στα μέτρα του, την καθιστά λειτουργική και την απαλλάσσει από την ανεπάρκεια ενός απλού ευρήματος εντυπωσιασμού.

Είναι Αύγουστος. Κάποτε ο Αύγουστος ήταν ένας ωραίος μήνας για να είναι κανείς στην Αθήνα, μακριά από τον τουριστικό πανζουρλισμό, τώρα πια όχι, συμβαίνουν: υψηλές θερμοκρασίες, πυρκαγιές, ακραία τουριστικοποίηση της πρωτεύουσας· αν προσθέσει κανείς τη μοναξιά, τη διαδικασία επούλωσης ενός χωρισμού, την κατάληψη του παρόντος από τα ξέφτια του χτες, τα ταξίδια, τα φιλιά, τα λόγια των κάποτε εραστών, τότε η εξίσωση γίνεται περίπλοκη και μάλλον ανθρωπίνως άλυτη.

Ο Νίκος Μαρκάτος δουλεύει ως δημοσιογράφος, κατ' ευφημισμό, περνάει ώρες στο διαδίκτυο να αναζητά και να ανασκευάζει ειδήσεις, τις οικειοποιείται και τις αποθέτει στο ψηφιακό μέσο για το οποίο εργάζεται. Είναι ένας επαγγελματίας σκουπιδοφάγος, που οφείλει να ανοίξει τον σύνδεσμο, να διαβάσει το κενό περιεχομένου περιεχόμενο, να το κρίνει και να δει αν τον εξυπηρετεί. Θέλω να πω, πως όλοι ισχυριζόμαστε πως ζούμε εντός του ζόφου αλλά κάποιοι περνούν τις εργασιακές τους ώρες στο κέντρο της χωματερής αναμένοντας ανυπόμονα την εναπόθεση νέων σκουπιδιών, ειδήσεων αν προτιμάτε. Αυτή η επαγγελματική ενασχόληση τον επιβαρύνει αναπόφευκτα, άλλο να διαβάζεις στα πεταχτά πως πλέον υπάρχουν σομελιέ κόκα κόλας και να γελάς, άλλο να πρέπει να διαβάσεις την –πόσα εισαγωγικά να βάλω– είδηση, να την ανασκευάσεις, να την ανακυκλώσεις και να την ανεβάσεις, συμβάλλοντας καθοριστικά στο να διατηρηθεί στην επιφάνεια και να εισχωρήσει βίαια στη συλλογική συνείδηση. Ναι, υπάρχουν σομελιέ κόκα κόλας.

Η Μ. με όλα της τα στραβά και τα ανάποδα της, με όλες τις παραξενιές και τις ιδιαιτερότητές της, είναι όμορφη και ποθητή, όσο αφορά τον Μαρκάτο τουλάχιστον, κι εμάς δεν μας πέφτει λόγος να το αμφισβητήσουμε. Και πια δεν είναι εδώ, δεν ξαπλώνει δίπλα, πάνω ή κάτω του, δεν ταξιδεύει παρέα του, δεν κολυμπάει στην ακτογραμμή της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, γενικώς δεν. Και αυτό το δεν είναι που βασανίζει τον –ο θεός να τον κάνει- ήρωά μας. Αν κανείς επιχειρήσει να μετρήσει τη λογοτεχνία που αφορά στον χωρισμό, τη λογοτεχνία της ραγισμένης καρδιάς, πιθανότατα θα χάσει τον λογαριασμό, η λίστα τείνει στο άπειρο –αν δεν το ξεπερνά.

Και εδώ έρχεται το ερώτημα: τι κομίζει ο Ματαδόρ;

Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, είναι γενικό και μυρίζει έντονα σοφιστεία. Ας δοκιμάσω, ωστόσο.

Ο Μαρινάκης μέσα από το στόμα του Μαρκάτου, πιθανού άλτερ έγκο του, διασχίζει την άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα, παλεύει να νοηματοδοτήσει και να επιβληθεί της καθημερινότητάς του, κρύβεται στη ρουτίνα και την εμμονή στο πρόγραμμα, παραδίδεται εύκολα στην αναπόληση και τη νοσταλγία. Είπαμε, είναι καψούρης. Ο Μαρκάτος αυτοϋπονομεύεται διαρκώς και έντονα, δεν καλλωπίζει τον εαυτό του πριν από την έκθεση. Είναι αυτός που είναι. Εξυπνάκιας με διάθεση στοχαστική, σε άλλη εποχή θα ήταν ένας φλανέρ ή ίσως, στις μέρες μας, ένας οδηγός ταξί, ο μπάρμπας που σε λίγα χρόνια θα κάθεται στο τραπέζι με τη νεολαία, αν προτιμάτε. Σίγουρα δεν θέλει να κρύψει την καψούρα του, να δείξει δυνατός και αυτάρκης, ένα σκληρό αρσενικό, ένας ματαδόρ ατρόμητος, άλλωστε πόσο να κρυφτεί κάποιος που επιμένει να πίνει φραπέ στην κορύφωση των μονοποικιλιακών εσπρέσσο μπαρς –ναι, με σίγμα στο τέλος.

Στο πρωτόλειο αυτό βιβλίο του, ο Μαρινάκης πετυχαίνει κάτι ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο η αναλογία με τις ταυρομαχίες που τη φέρνει στα μέτρα της νουβέλας του, αλλά και το σύνολο των αδυναμιών, εκείνων, τέλος πάντων, που κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει ως αδυναμίες, και αυτό καθίσταται εφικτό εξαιτίας της αυθεντικής παρουσίας του Μαρκάτου, που δύσκολα θα περνούσε την οντισιόν για πρωτοπρόσωπος αφηγητής και κεντρικό πρόσωπο μιας απόπειρας με υψηλές λογοτεχνικές βλέψεις. Ήρωες –είπαμε, ο θεός να τους κάνει– όπως ο Μαρκάτος εμφανίζονται συχνά στη νουάρ λογοτεχνία, νεαροί μεσήλικες, στην υπεραιχμή της προσωπικής αποτυχίας που περιδιαβαίνουν πόλεις και επιχειρούν να επιλύσουν υποθέσεις. Ο Μαρκάτος δεν κάνει ούτε αυτό. Παλεύει απλώς να περάσει την κάθε μέρα επινοώντας σταθερές εκεί που δεν υπάρχουν, όχι τουλάχιστον σε κάποιο οδηγό επιτυχίας, αλλά σε παλιά κοπής μπαρ, σε ανούσιες συζητήσεις στη μέση της νύχτας, στην απόπειρα να διατηρήσει τη μύτη του λίγο μόλις πάνω από την επιφάνεια της περιρρέουσας πραγματικότητας.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: μια στακάτη αφήγηση που δεν ξενίζει, ένας αντιήρωας χωρίς μακιγιάζ και η Αθήνα. Αυτή είναι η τριάδα επί της οποίας πατάει στέρεα το Ματαδόρ. Και κάτι ακόμα: η τιμιότητα των προθέσεων. Ο Μαρινάκης έχει επίγνωση των δυνατοτήτων εαυτού και ιστορίας. Μια ιστορία καψούρας είναι αυτή, μια από τις πολλές που συμβαίνουν καθημερινά, με κάποιες να περνάνε και στο χαρτί, ενώ κάποιες άλλες μένουν να αιωρούνται στη μπάρα ενός ποτάδικου. Και για το τέλος η συγχρονία, βασικό ζητούμενο για μένα στην επιλογή βιβλίων όπως αυτό, ακόμα περισσότερο όταν τυγχάνει να είναι έργα ντόπιων και συνομήλικων με μένα συγγραφέων. Η συγχρονία είναι πανταχού παρούσα, ασφυκτική παρότι ο Μαρκάτος επιχειρεί διαρκώς να τη γελοιοποιήσει, άλλωστε, χιούμορ είναι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.

Συνολικά και τελικά, το πρόσημο είναι θετικό για τους λόγους που παραπάνω επιχείρησα να αναλύσω. Αναμένω τη συνέχεια της αφήγησης του Μαρκάτου με νέες ήττες και νέες συντριβές, που έλεγε και ένα παλιό τραγούδι.

υγ. Το στήσιμο του βιβλίου είναι εξαιρετικό, γραφιστικά και τυπογραφικά. Τα βιβλία είναι και αντικείμενα, ιδιαίτερα σε μια ψηφιακά άυλη εποχή όπως η τωρινή.

Εκδόσεις Κάπα

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Πέρασμα - Nella Larsen

Η λογοτεχνία, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη μορφή της ανθρώπινης έκφρασης, έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα συχνά να επαναξιολογείται εκ των υστέρων, όταν οι δημιουργοί από χρόνια δεν είναι πια παρόντες, όταν η θεωρία, ασθμαίνοντας ξωπίσω της, έχει πια βρει, ή παινεύεται πως έχει πια βρει, τις κατάλληλες φόρμες ένταξης και προσέγγισης, αξιολόγησης και ταξινόμησης. Υπάρχουν, θέλω να πω, δύο μορφές πρωτοπορίας, η μια, εκείνη της ελίτ, που εξ αρχής εκτιμάται και αναγνωρίζεται ως πρωτοπορία, παρότι δεν πετυχαίνει την αναμενόμενη ή επιθυμητή διήθηση στο ευρύτερο κοινό, εντούτοις βρίσκει το χώρο να καρπίσει σε επίπεδο ακαδημαϊκών και εν γένει πολιτιστικών ιδρυμάτων και θεσμών, και από την άλλη, μια υπόγεια πρωτοπορία, προερχόμενη από τα κάτω, από το περιθώριο, από εκεί που κανείς, παρά μόνο λίγοι έχοντες το προνόμιο, δεν σκέφτεται να ψάξει, και που όταν, κατά σύμπτωση ή συγκυρία, τη συναντήσει δεν μπορεί να την αντιληφθεί, ξένη καθώς είναι στην ασφυκτικά συμπαγή άποψη που έχει για τον κόσμο ολόκληρο, τις παγιωμένες θέσεις που προσφέρουν ένα, τι και αν ψευδές, απαραίτητο ίσως αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς. Όλοι εκείνοι που δεν σταμάτησαν να φωνάζουν, μέχρι που σταμάτησαν με την τελευταία ανάσα να βγαίνει από τα χείλη τους, πως αυτό ή το άλλο δεν είναι λογοτεχνία, πως λογοτεχνία πια δεν φτιάχνεται όπως παλιά, πως όλα είναι κακέκτυπα του παρελθόντος, αραδιάζοντας δεκάδες, αν όχι χιλιάδες, επιχειρήματα σχετικά, αλιευμένα από δεξιά και αριστερά, πόσο μάλλον, όταν απέναντί τους, είπαμε, από τύχη, είχαν κάτι νέο, κάτι που για χρόνια έβραζε πριν ξεχυθεί, ίδια λάβα, και αλλάξει, άπαξ και δια παντός, τη μορφολογία του κοινού ανθρώπινου εδάφους.

Μία από τις αρετές των σημαντικών γραφιάδων είναι η οξυδέρκεια στην παρατήρηση, στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, την κατεύθυνση που ο άνεμος θα ορίσει, όχι ένα χάρισμα μεταφυσικό, αυτό που συχνά ονομάζουμε για ένα έργο ως προφητικό, ίδιον αποκλειστικά και μόνο της επιστημονικής φαντασίας, αλλά και του ακραίου, σύγχρονου ρεαλισμού, του τρόπου να αντιλαμβανόμαστε την καινούργια γλώσσα που κάθε στιγμή και διαρκώς ανανεώνεται, με τη γνώση, το βίωμα, την ιστορία, την πολιτική, τον πόλεμο, την ευμάρεια ή την ύφεση, τη γνώση του εαυτού, την τεχνολογική εξέλιξη. Τα λέω όλα αυτά γιατί, όσο και αν δεν το θέλω, συγχύζομαι όταν η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται με όρους απόψυξης από το παρελθόν, όταν κάθε τι νέο και διαφορετικό, αντιμετωπίζεται a priori ως στρέβλωση, ως κακέκτυπο, ως υποείδος της χαμηλότατης στάθμης, που, σίγουρα, μπορεί να αποδειχτεί ως τέτοιο, αλίμονο, αλλά χωρίς να υπάρχει κάπου στην άκρη του μυαλού μας η πιθανότητα, διάολε, να είναι κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε, κάτι για το οποίο δεν έχουμε την απαιτούμενη σκευή, όχι μόνο ακαδημαϊκή και θεωρητική, αλλά βιωματική, τραυματική και, ας μην το αποφύγω, προσωπική.

Έχει ενδιαφέρον, χρόνια μετά, όταν οι ευρύτερες συνθήκες έχουν παγιωθεί, να διαβάζει κανείς την πρόσληψη του έργου στην εποχή του, γιατί εκτός από τα έργα εκείνα που κάποτε γνώρισαν μια εφήμερη περίοδο δόξας και εμπορικής επιτυχίας πριν καλυφθούν από τη λήθη και τη λησμονιά, το αντίστοιχο συμβαίνει και με τον κριτικό λόγο, ή αυτόν που αυτοαποκαλείται ως τέτοιος. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να διαβάζει κανείς τις τότε προσεγγίσεις των αναγνωστών, πρωτίστως με αυτή την ιδιότητα, εκείνων που διέκριναν μια αξία ή μια νέα σπορά, που τους κίνησε το ενδιαφέρον το ένα ή το άλλο βιβλίο, αυτής που παραπάνω περιέγραψα ως υπόγειας και περιθωριακής πρωτοπορίας, προσεγγίσεις που χαρακτηρίζονται από αντίθεση και διαφωνία ως προς την πρόσληψη, ως προς το περιεχόμενο, την αξία, την κατεύθυνση, τη χροιά, αντιθέσεις που σήμερα, χρόνια μετά, επιδεικνύουν την οξυδέρκεια εκείνου ή του άλλου δημιουργού, που έξω από τη νόρμα και το παραδοθέν υπόδειγμα, δοκίμασαν κάτι άλλο, ωθούμενοι, από, προσωπική, δημιουργική, όπως θέλετε πείτε την, ανάγκη. Ένα χαρακτηριστικό, το πλέον χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα, να είναι το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, που στην εποχή της κυκλοφορίας του κάθε συνιστώσα της πολιτικοκοινωνικής πρωτοπορίας το διεκδίκησε ως δική της έκφραση, ως δικό της παιδί, για να περάσουν τα χρόνια και να αποκαλυφθεί το βαθύτερο, κρυμμένο ως τότε, απεχθές στοιχείο της ιδεολογίας του Σελίν, και ξεκινήσει μια άλλη συζήτηση, εκείνη της σχέσης δημιουργού και έργου.

Είπα πολλά, το ξέρω.

Το Πέρασμα της Νέλα Λάρσεν, ένα σημαντικό δείγμα γραφής αυτού που πια ονομάζεται Αναγέννηση του Χάρλεμ, είναι ένα καλό παράδειγμα για πολλά από τα παραπάνω, το οποίο σίγουρα καλύτερα το περιγράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ, στο επίμετρο της έκδοσης, επίμετρο που συμπληρώνει ιδανικά την κυκλοφορία αυτή.

Μια τριτοπρόσωπη αφηγήτρια, παντογνώστρια μέχρι ενός σημείου, εξιστορεί την ιστορία δύο ανοιχτόχρωμων μαύρων γυναικών, που κατάφερναν να περνάνε για λευκές, φίλες από την παιδική τους ηλικία, που, χαμένες από χρόνια, συναντούνται στο καφέ ενός ξενοδοχείου, «λευκές» ανάμεσα σε λευκούς πελάτες που απολαμβάνουν τη δροσιά των ροφημάτων τους εν μέσω ενός τρομερού καύσωνα. Η Αϊρίν Ρέντφιλντ, που ζει στο Χάρλεμ, παντρεμένη με έναν μαύρο γιατρό, μητέρα δύο παιδιών. Η Κλερ Κέντρι, παντρεμένη με έναν ρατσιστή λευκό, που ούτε να διανοηθεί δεν μπορεί τη φυλετική προέλευσή της. Η συνάντησή τους αυτή θα πυροδοτήσει την κεντρική πλοκή του μυθιστορήματος.

Η Λάρσεν με μια φωνή ήπια, χαμηλών εντάσεων, με την απαραίτητη απόσταση της αφηγήτριας από τα γεγονότα, αλλεργικής στην επεξήγηση και τον διδακτισμό, παραδίδει μιας εκπληκτικής δυναμικής πρόζα, ένα μικροσκόπιο ακριβείας, που αρχικά, για πολλούς, εντάχθηκε στη λογοτεχνία της τραγικής μουλάτας, δηλαδή το πέρασμα, ή την απόπειρα περάσματος μιας ανοιχτόχρωμης μαύρης για λευκή, και μόνο λίγοι, σίγουρα οι λευκοί εκδότες της, διέκριναν το εύρος της παλέτας που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ταυτότητες της φυλής, του φύλου, της τάξης αλλά και της σεξουαλικότητας. Επιπρόσθετο ενδιαφέρον σε αυτές τις ιστορίες βιβλίων και δημιουργών δίνει η κριτική και η απόρριψη εκ των έσω, της μαύρης κοινότητας εν προκειμένω, των μαύρων γυναικών, πιο συγκεκριμένα, καθώς η λευκή αντίδραση θεωρείται αναμενόμενη και δεδομένη, για αυτή εκ των έσω αντιμετώπιση πολλά και ενδιαφέροντα γράφει η Λορντ στο Sister Outsider.

Ωστόσο, καλό είναι να ειπωθεί, αν και ίσως προφανές, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία, και όχι με κάποιου είδους δοκιμιακή γραφή, η οποία, άλλωστε, τότε ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί σε όλο της το μετέπειτα εύρος. Είπαμε, η λογοτεχνία προπορεύεται της θεωρίας. Και το Πέρασμα, πέρα από όποιο επιπλέον της λογοτεχνίας χαρακτηριστικό του γνώρισμα, είναι καλή λογοτεχνία. Επίσης προφανές, ας ειπωθεί πως η λογοτεχνία δεν προκύπτει ως γέννα μητρός παρθένου, αλλά η ροή της, από τις πρώτες χαραγμένες σε πέτρα λέξεις, κυλάει αδιάκοπη, έτσι και εδώ, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την παράδοση, την έμμεση ή άμεση συγγένεια ή ακολουθία με κείμενα όπως Η κίτρινη ταπετσαρία της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν. Αλλά επίσης και τη λογοτεχνία που τη διαδέχτηκε, η Τόνι Μόρισον για παράδειγμα, ή ο Μπόλντουιν, μεταξύ άλλων.

Σε κάθε ευκαιρία επιβεβαίωσης της προσωπικής μου ροπής προς τη μισανθρωπία, ο γύρω κόσμος επαναφέρει διαρκώς και αδιαλείπτως την ανάγκη για κείμενα όπως αυτά, με πολιτική στόχευση, όχι απαραίτητα στράτευση, καθώς τα συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας δεν χάνουν την ευκαιρία να φωνάζουν με τη βεβαιότητα του ηλίθιου πως όλα αυτά έχουν λυθεί, πως δεν υπάρχει ανάγκη, λένε, για φεμινιστική, κουήρ, μεταποικιοκρατική λογοτεχνία, και όχι μόνο λογοτεχνία, πως όλα έχουν λυθεί και διευθετηθεί, πως εκείνο που λείπει σήμερα είναι ο χώρος για ελευθερία της έκφρασης, για λευκούς άντρες να πουν την ιστορία τους, για την ανάγκη προσκόλλησης στο παρελθόν, τότε που η λογοτεχνία ήταν σπουδαία κτλ κτλ. Και θα ήταν αστείο όλο αυτό αν δεν ήταν επικίνδυνο και βίαιο για τους μη προνομιούχους.

Είπα πολλά, θα αρκούσε ίσως: το Πέρασμα είναι ένα σημαντικό βιβλίο για λογοτεχνικούς και όχι μόνο λόγους.

υγ. Για τη, δυστυχώς, διαχρονικά επίκαιρη νουβέλα της Γκίλμαν, Η κίτρινη ταπετσαρία, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για τον Μπόλντουιν εδώ. Για το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του αμφιλεγόμενου Σελίν, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τα δυνατή συλλογή άρθρων και διαλέξεων της Λορντ, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Η αφηγηματική φωνή της Λάρσεν μου έφερε έντονα στο νου, ένα ύστερο και διαφορετικής ταυτότητας, μυθιστόρημα, το Πρόσωπα σε απόγνωση της Φοξ, περισσότερα εδώ

Μετάφραση Νίκος Κατσιαούνης
Εκδόσεις Έρμα

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν θ' αργήσω - Βασιλική Πέτσα

Το περίμενα το βιβλίο αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, κυρίως γιατί Το δέντρο της υπακοής, το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα (Καρδίτσα, 1983), μου είχε αρέσει πάρα πολύ, γεμίζοντας το σακούλι με προσδοκίες και υποθέσεις για το επόμενο βήμα της. Δεν έχασα χρόνο, λοιπόν.

Παρότι το διεθνές πλαίσιο, εντός του οποίου διαδραματίζονται οι ιστορίες που αποτελούσαν εκείνο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, υπήρχε και δεν ήταν κάτι νέο, ομολογώ πως ένιωσα μια κάποια έκπληξη μόλις αντιλήφθηκα πως το Δεν θ' αργήσω είχε να κάνει με ένα θέμα κυρίως βρετανικό, που έμεινε στην ιστορία ως η τραγωδία του Χίλσμπορο, όταν ενενήντα επτά φίλαθλοι της Λίβερπουλ βρήκαν φρικτό θάνατο, στις δεκαπέντε Απριλίου 1989, εξαιτίας του συνωστισμού στις κερκίδες των ορθίων. Τραγωδία που σύντομα απέκτησε έντονη πολιτική διάσταση, με την τότε κυβέρνηση Θάτσερ να κατηγορεί τους νεκρούς ως μεθύστακες και βίαιους χούλιγκανς, παίρνοντας μέτρα απομονωτισμού του αγγλικού ποδοσφαίρου, και μόλις, σχετικά πρόσφατα, ο αγώνας συγγενών και φίλων δικαιώθηκε και οι ευθύνες αποδόθηκαν, έστω και καθυστερημένα, έτσι και αλλιώς αργά και χωρίς νόημα θα ήταν, οι άνθρωποι είχαν πεθάνει, μόνο η ηθική δικαίωση απέμενε να δίνει κίνητρο στον πολύχρονο δικαστικό αγώνα. Δεν ήταν μια έκπληξη στερεοτυπική με βάση το φύλο, μια γυναίκα να ασχολείται με μια αντρική κυρίως υπόθεση, όπως είναι το ποδόσφαιρο, αλλά είχε να κάνει με την επιλογή ενός θέματος μακριά από την ελληνική πραγματικότητα.

Δεν είναι σπάνιο, αντίθετα συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά, ένα ελληνικό βιβλίο να έχει πρόσωπα και καταστάσεις μη ελληνικές. Η παγκοσμιοποίηση, σκέφτομαι, η οικειότητα, ακόμα και εκ του σύνεγγυς, η ανάγκη για μια λογοτεχνία όχι αποκλεισμένη από τη διεθνή σκηνή, το περιβόητο άλλοθι, μαζί με την ολιγομιλούμενη ελληνική γλώσσα, για τη μη εξαγωγή της εγχώριας λογοτεχνίας στο εξωτερικό, ίσως να είναι μια απάντηση σ' αυτό το γιατί της επιλογής ενός μη τοπικού σκηνικού. Δεν με ξενίζει αυτό, η χώρα της λογοτεχνίας είναι μία (ωραίο κλισέ, όχι;), αλλά διακρίνω την παγίδα, που έχει να κάνει με μια εκ του μακρόθεν εξωτική ιδέα για το εξωτερικό, ένα Παρίσι, για παράδειγμα, στο οποίο ο συγγραφέας δεν έχει ποτέ βρεθεί και αυτό αναπόφευκτα φαίνεται στην απόπειρα η δράση να διαδραματιστεί εκεί. Η Πέτσα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, όχι τουλάχιστον με βάση την προηγούμενη απόπειρά της.

Λίβερπουλ, 2009. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, παντρεμένος με τη Λιζ και πατέρας δύο παιδιών, διατηρεί ένα φωτογραφείο που στην ψηφιακή εποχή πνέει τα λοίσθια, ήταν παρών εκείνη την αποφράδα μέρα, έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκείνο το παρελθόν, το οποίο ποτέ δεν ξέχασε εντελώς, από το οποίο ποτέ δεν γιατρεύτηκε πλήρως, τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά, ωστόσο η ζωή προχωράει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τις προκλήσεις της, τα καλά και τα κακά της. Ένας φίλος, σταθερό μέλος της τότε παρέας, δεν άντεξε άλλο και έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία, του τηλεφωνεί για να του ανακοινώσει πως σκοπεύει να επιστρέψει ως επισκέπτης στην Αγγλία, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την τραγωδία. Η προοπτική αυτή τριγκάρει τον αφηγητή, μάταια παλεύει να ξεχαστεί με τις προκλήσεις της καθημερινότητας, τις απλές, όπως το πλύσιμο του αυτοκινήτου, ή τις σύνθετες, όπως το αν πρέπει να πάρει απόφαση και να κλείσει το κατάστημα πριν τα χρέη τον πνίξουν, το παρελθόν επανέρχεται διαρκώς, διακόπτει και παρεμβάλει τη σκέψη του, καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο.

Παρότι το κεντρικό γεγονός είναι σαφέστατα υπαρκτό, τα πρόσωπα και οι μικροϊστορίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό επινοημένα, έτσι έχουμε να κάνουμε μ' ένα καθαρά μυθοπλαστικό έργο, για το οποίο, ωστόσο, η Πέτσα έπρεπε, και το έκανε, να διαβάσει αρκετά, ώστε να μπει στο κλίμα, να εντοπίσει τους σπόρους της έμπνευσης, το λογοτεχνικό κίνητρο για να πει μια ιστορία με αυτό το γεγονός στον πυρήνα της, και ακολούθως να γράψει την ιστορία εκείνης της παρέας που μετά τη τραγωδία αυτή δεν ήταν ποτέ η ίδια, και να τη ντύσει με αληθοφάνεια, απόλυτα απαραίτητο χαρακτηριστικό ώστε το μυθιστόρημα να λειτουργήσει.

Η συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή στο γεγονός πως παρότι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε εκείνο το απόγευμα η ζωή προχωράει. Θέλω να πω πως μολονότι η τραγωδία του Χίλσμπορο είναι τόσο ισχυρή, το μυθιστόρημα αυτό δεν περιορίζεται, όπως και η ζωή των προσώπων άλλωστε, σε εκείνη τη μέρα. Μίλησα και παραπάνω για την έντονη πολιτική διάσταση του γεγονότος εκείνου. Η Πέτσα δεν αναλώνεται στα όσα συνέβησαν μετά σε επίπεδο κεντρικών αποφάσεων, αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά, αλλά εμμένει στην ιστορία των προσώπων της, εκείνων που επέζησαν και έμειναν να φέρουν εκείνο το τραύμα, στη σημερινή Αγγλία, την τόσο διαφορετική. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται από την επιθυμία να στρατευτεί πολιτικά, με τρόπο θεωρητικό και κυρίως αποστειρωμένο, εδώ έχουμε να κάνουμε με απλές ζωές, που σίγουρα επηρεάζονται από την κοινωνική και οικονομική πολιτική του δεν υπάρχει εναλλακτική, φράση που συμπυκνώνει εν πολλοίς την πολιτική που ακολουθήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο άπαξ και ειπώθηκε.

Το Δεν θ' αργήσω θυμίζει στον αναγνώστη τον παλιό καλό Τζόναθαν Κόου, τον τρόπο του να ανατέμνει τη βρετανική κοινωνία, να εντάσσει το πολιτικό και οικονομικό στοιχείο, να παρατηρεί τις επιπτώσεις στις απλές, ανώνυμες ζωές. Ο ρεαλισμός, σύγχρονος και προσαρμοσμένος στην εποχή μας, τον οποίο μετέρχεται η Πέτσα αποδεικνύεται το κατάλληλο όχημα για να περιηγηθεί στο, αποβιομηχανοποιημένο και κοινωνικοοικονομικά ασταθές, σημερινό Λίβερπουλ, χωρίς να αποπροσανατολιστεί από την ιστορία που θέλησε εξ αρχής να αφηγηθεί και που έχει να κάνει με το ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι επιζών;

Στέρεο αφηγηματικά και με καλή επιμέλεια, το Δεν θ' αργήσω, αποδεικνύει εκ νέου την ικανότητα της Πέτσα στη μεγάλη φόρμα, παρότι το βιβλίο δεν ξεπερνά τις εκατό τριάντα σελίδες, κυρίως για τον τρόπο με το οποίο αναμιγνύει το τότε με το τώρα, το πώς αποδίδει αυτό το διαρκές πετάρισμα της σκέψης και της μνήμης του αφηγητή στο παρελθόν. Δεν μου φαίνεται καθόλου απλό αυτό που δοκίμασε η συγγραφέας εδώ, παρότι το βιβλίο είναι προσιτό στην αναγνωστική πρόσληψη, καθώς το θεματικό επίκεντρο είναι διαρκώς έτοιμο να την καταπιεί, να την οδηγήσει σε μια συναισθηματική έκρηξη όχι φυσική, αφού εκείνη μόνο έχει διαβάσει σχετικά και δεν είναι δικό της βίωμα, παραμερίζοντας έτσι τον ίδιο τον αφηγητή και αφαιρώντας τη φυσικότητα, τον ρεαλισμό, αφήνοντας τελικά μονάχα αιωρούμενη και αναπάντητη την κεντρική ερώτηση περιστροφής.

Ούτε πέφτει στην παγίδα να δώσει απαντήσεις, να τις επινοήσει καλύτερα, λύσεις και διεξόδους, επίσης, να επέμβει ως εξωτερική παρατηρήτρια και να στρογγυλέψει ή να ακονίσει τις γωνίες της εμπειρίας των προσώπων, παίρνοντας την ιστορία από τα χέρια των προσώπων και κάνοντάς τη δική της, να μιλήσει εκείνη στη θέση της, να αφήσει άψυχες καρικατούρες τα πρόσωπα περνώντας από πάνω τους, ποδοπατώντας τα, κάνοντας εκείνη με τη σειρά της όσα η κυβέρνηση και η αστυνομία έκαναν σε όσους έμειναν πίσω να θρηνούν τους νεκρούς εκείνους.

Το Δεν θ' αργήσω είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρότι διαπραγματεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηματική του διαχείριση θέμα. Άλλωστε, μία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιμάτε.

υγ. Για Το δέντρο της υπακοής περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Μουσείο φυσικής ιστορίας - Carlos Fonseca

Πέντε χρόνια πριν, καλοκαίρι και τότε, διάβασα το Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει, το πρώτο βιβλίο συγγραφέα από την Κόστα Ρίκα που έπιανα στα χέρια μου. Φέτος, κυκλοφόρησε το Μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα από τα βιβλία που διάλεξα να διαβάσω στο πάντα ιδιαίτερο διάστημα της θερινής διακοπής.

Διαβάζοντας ξανά εκείνο το προ πενταετίας κείμενο (εδώ) έπεσα πάνω σε σημειώσεις αντίστοιχες με τις τωρινές. Πρώτα τα ονόματα των Ρικάρντο Πίλια και Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ακολούθως εκείνες οι σημειώσεις περί φαινομενικά εγκεφαλικής γραφής, που άφηναν ωστόσο ικανά ανοιχτή την πόρτα της προσωπικής, συναισθηματικής ή ακόμα και βιωματικής εμπλοκής του συγγραφέα. Τέλος την αίσθηση πως το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνική ελίτ, έστω και ως υπόθεση παροντική χωρίς να έχει διανυθεί το απαραίτητο χρονικό διάστημα για μια πιο ασφαλή επαναξιολόγηση. Παράξενο πώς, έλειπε η αναφορά στη φιλοδοξία, στο Μουσείο φυσικής ιστορίας πάνω πάνω στις σημειώσεις, υπογραμμισμένη μάλιστα, ίσως τότε να μην διέκρινα ικανή ποσότητα από αυτή, ίσως να εξέπεμπε μια διάθεση πιο ασφαλούς πλοήγησης, ένεκα πως ήταν το πρώτο του ολοκληρωμένο λογοτεχνικό βήμα, ίσως απλώς να μην αξιολόγησα σωστά την παράμετρο αυτή.

Η φιλοδοξία, λοιπόν, διάχυτη από την πρώτη κιόλας σελίδα, τοποθέτησε εξ αρχής τον πήχη αρκετά ψηλά, εκπέμποντας μια έντονη γοητεία, πάντοτε η αίσθηση φιλοδοξίας παρασέρνει με την εμφάνισή της τον όποιο ορίζοντα, εκ προοιμίου αυθαίρετων, προσδοκιών και αν είχα κατασκευάσει αποφασίζοντας να διαβάσω αυτό το βιβλίο και όχι κάποιο άλλο. Ο χρόνος, ποτέ αρκετός, διαμορφώθηκε, όπως συμβαίνει με βιβλία όπως αυτό, από την ίδια την ανάγνωση, από την επιθυμία και την ανάγκη γι' αυτή, αν προτιμάτε.

Ο αφηγητής, που κανένα λόγο ο αναγνώστης δεν έχει να μη θεωρήσει άλτερ έγκο του γεννημένου το 1987 Φονσέκα, θα γνωρίσει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας, όταν εκείνη θα του ζητήσει να συνεργαστούν σε ένα παράξενο και δύσκολα περιγράψιμο καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Εφτά χρόνια αργότερα, με εκείνη νεκρή και την έκθεση δια παντός ματαιωμένη, ο αφηγητής θα λάβει το μαύρο κουτί της συνεργασίας τους. Το παρελθόν, το κοινό των δύο, θα επανεμφανιστεί, εκείνος θα χαθεί στις σπείρες της μνήμης και της άκρως υποκειμενικής πρόσληψης και αποθήκευσης της πραγματικότητας. Ξάγρυπνες νύχτες και πυρετώδεις αναγνώσεις ύστερα, θα θεωρήσει πως αυτό το μαύρο κουτί, παρότι φαινομενικά γεννάει νέες και πιο σύνθετες ερωτήσεις και ακατανόητες όψεις, περιλαμβάνει, επίσης, και αρκετές απαντήσεις ή τουλάχιστον αρκετά στοιχεία που μπορούν να δώσουν απαντήσεις για τη ζωή εκείνης, για την οικογενειακή ιστορία μιας περιπλάνησης διαρκούς αναζήτησης.

Κομβικός δεύτερος αντρικός ρόλος, ο Τανκρέδο, φίλος του αφηγητή, ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια και ακρίβεια. Η παρουσία του στις σελίδες, πότε ως αυτόπτη μάρτυρα και πότε ως, κυρίως εμπειρικού και οξυδερκή, φιλόσοφου είναι καταλυτική στην απόπειρα σύνθεσης ενός παζλ του οποίου το πραγματικό μοτίβο παραμένει μέχρι τέλους άγνωστο και αβέβαιο, ανοιχτό σε ερμηνείες και χωροχρονικές συντεταγμένες. Είναι, όμως, η μητέρα της νεκρής ένας χαρακτήρας μεγαλύτερος από τη ζωή, που η σύλληψη και σύνθεσή του αποτελούν μετάλλιο στο συγγραφικό πέτο. Γιατί αν η παρουσία του Τανκρέδο αποδεικνύεται καταλυτική στην προώθηση της πλοκής, εκείνος της μητέρας αποτελεί τη βάση επί της οποίας το μεγαλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος, αλλά και της ίδιας της συγγραφικής φιλοδοξίας, βασίστηκε.

Χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, σύνθετο στην κατασκευή μα εντέλει λειτουργικό, εγκεφαλικό στον έλεγχο αλλά και συναισθηματικό στη διαχείριση, σαφώς πολιτικό, μυθιστόρημα (και) ιδεών, με την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, στο επίκεντρο, με το δίπολο τραγωδία-φάρσα να είναι το βασικό γρανάζι περιδιάβασης του κόσμου, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο εντός του διάχυτου ζόφου, το Μουσείο φυσικής ιστορίας είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με τις ρίζες του να εκτείνονται στο παρελθόν, αποτελώντας συνέχεια μιας παράδοσης, σε καμία περίπτωση χωροχρονικά εγκλωβισμένης, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του κοιτάζουν προς το μέλλον. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που παρομοιάζω με λεπτομερές τράβελινγκ εντός ενός επιβλητικού καθεδρικού, εκεί όπου το δέος υπερνικά την όποια κόπωση και την επιμονή στη λεπτομέρεια, σε σημεία ασφυκτικό, και όμως, όταν η προβολή τελειώσει και έξω είναι ακόμα μέρα και ο αέρας πιο φρέσκος, η ανακούφιση δεν σε κατακλύζει, ήταν πολύ ωραία εκεί μέσα.

Ο Ρικάρντο Πίλια, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, στον οποίο ο Φονσέκα αφιερώνει το μυθιστόρημά του, υπήρξε από τους πρώτους αναγνώστες της πρώτης απόπειρας του νεαρού συγγραφέα και με οξυδέρκεια επισήμανε τις αρετές αλλά και τις μελλοντικές υποσχέσεις, πέθανε το 2017 όταν το Μουσείο φυσικής ιστορίας κυκλοφόρησε. Ακόμα και να μην το διάβασε στην τελική του μορφή, σίγουρα θα ήταν χαρούμενος που η διαίσθηση αλλά και το κριτήριο του επιβεβαιώθηκαν. Σκέφτομαι τον Φονσέκα, που γνώριζε άψογα το έργο του σπουδαίου, έχοντας μαθητεύσει και επηρεαστεί από αυτό, τη συγκίνηση να λαμβάνει έναν λόγο ενθαρρυντικό από ένα από τα πρότυπά του.

Προανέφερα ήδη το όνομα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, που θα έσκαγε ένα χαμόγελο στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό. Θεωρώ σίγουρο πως ο Φονσέκα θα δοκίμαζε να του στείλει κάποιο από τα τελευταία σκαριφήματα, και πως ο Μπολάνιο, δεινός αναγνώστης μεταξύ άλλων, θα το διέκρινε ανάμεσα στα όσα σίγουρα θα λάμβανε από διάφορους πιστούς και επίδοξους συγγραφείς. Η αναφορά έχει διπλό σκοπό, από τη μια, η επίδραση του Μπολάνιο στις νεότερες γενεές ισπανόφωνων δημιουργών, και από την άλλη, η ανάδειξη του μεγέθους της φιλοδοξίας του Φονσέκα γράφοντας το Μουσείο φυσικής ιστορίας. Δυστυχώς, ο θάνατος είχε άλλα σχέδια, πρόωρα, ο Μπολάνιο δεν είδε τη σπορά του.

Συχνά, στην επισήμανση της φιλοδοξίας, προσθέτω πως ακόμα και αν ο συγγραφέας βάλει στόχο το εκατό και πιάσει το εβδομήντα, περνώντας εμφανώς κάτω από τον πήχη, μαγεύομαι από αυτή την ύπαρξη φιλοδοξίας σε σχέση με έναν συγγραφέα που έβαλε το πήχη στο δέκα και τον υπερπήδησε. Εδώ όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ο Φονσέκα αντεπεξήλθε με άνεση και χάρη, η φιλοδοξία του δεν τον κατάπιε. Εκτός από φιλοδοξία, ή παρέα με αυτή, ορατή είναι και η αυτοπεποίθηση. Εδώ όμως, αντίθετα με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αυτοπεποίθηση πατάει γερά στα πόδια της, σε ένα έδαφος λογοτεχνικής γνώσης εκεί όπου ένας σπόρος ταλέντου έπεσε και άπλωσε ρίζες βαθιές. Ίσως μόνο, αν έπρεπε κάτι να προσθέσω, να έλεγα πως, χωρίς να είναι ψεγάδι, το βιβλίο αυτό απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για να ανταποδώσει τους πλούσιους σε γεύση και άρωμα καρπούς του. Είναι, ωστόσο, μόλις το δεύτερο βιβλίο του, και τι βιβλίο!, ήταν μόλις τριάντα χρονών όταν αυτό κυκλοφόρησε, το γράφω ξανά, τριάντα χρονών. Θα πρόσθετα ακόμα πως φυσική απόρροια του μυθιστορήματος αυτού, όπως είχε άλλωστε συμβεί και με το προηγούμενο, έστω και σε μικρότερο βαθμό, είναι η δημιουργία περαιτέρω απαιτήσεων και προσδοκιών, φορτίο βαρύ και ίσως άδικο τοποθετημένο στους ώμους του, ωστόσο είναι ο ίδιος που τις γέννησε και τις έθρεψε.

Πότε γελάω και πότε εκνευρίζομαι με έναν συνήθη αφορισμό: καλή λογοτεχνία στις μέρες μας πια δεν γράφεται. Αυτή τη στιγμή έχω ξελιγωθεί από τα γέλια.

υγ. Δύο ενδεικτικά κείμενα με αφορμή την ανάγνωση των σπουδαίων Μπολάνιο και Πίλια, για το 2666 εδώ, για την Τεχνητή αναπνοή εδώ. Θυμήθηκα επίσης ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, Το παρελθόν του Άλαν Πάουλς, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Καστανιώτη