Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης

Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω το κείμενο αυτό, το γυρνούσα στο μυαλό μου, σκάρωνα πιθανές σκαλέτες, θεωρία δάνειο αλλά και αυτοθεωρία, γύρευα τον ελεύθερο και κατάλληλο χρόνο. Μια μέρα μου κόλλησε το στιχάκι από το τραγούδι του Παπάζογλου· ο τίτλος είχε βρεθεί. Με προβλημάτισε το εγώ στην αρχή του, για λίγο, γρήγορα συνειδητοποίησα πως για αυτό το εγώ θα γραφόταν, αν γραφόταν τελικά, το κείμενο αυτό. Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, λοιπόν.

Στην εποχή μας γίνεται ολοένα και πιο έντονος ο ταυτοτικός προσδιορισμός, ποιος είμαι, τι κάνω, γιατί είμαι/κάνω αυτό και όχι κάτι άλλο. Από την αρχή του ψηφιακού αυτού ταξιδιού, δεκαπέντε χρόνια πριν, δυσκολευόμουν να νιώσω άνετα με το κριτικός και το κριτική, που εμφανιζόταν ως μια διευκρίνιση στα χείλη του άλλου όταν εξηγούσα με τι ασχολούμαι. Αυτή η κατηγορία, εκείνοι δηλαδή που επιχειρούσαν να διευκρινίσουν/κατανοήσουν με τι καταπιάνομαι με τόση εμμονή, είναι η πιο απλή περίπτωση, αρκετά κατανοητή από πλευράς μου, για τη συνεννόηση συχνά τον αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό αυτό, δεν περισσεύει χρόνος και διάθεση για περαιτέρω εξηγήσεις και θεωρητικές αναλύσεις.

Υπάρχουν, ωστόσο, δύο ακόμα κατηγορίες στις οποίες οι λέξεις κριτικός ή κριτική χρησιμοποιούνται από τρίτους για να αναφερθούν στο πρόσωπό μου και στα ενδιαφέροντά μου. Εκείνη της άντλησης υπεραξίας και εκείνη της αρνητικής «κριτικής». Εξηγούμαι: Η υπεραξία ή, καλύτερα, η αναζήτηση υπεραξίας συμβαίνει όταν κάποιος συγγραφέας ή εκδότης αναφέρεται στο κείμενό μου σχετικά με το βιβλίο του για να προσδώσει κύρος, σύμφωνα με την κριτική του Καλογερόπουλου ή του No14Me μπλα μπλα μπλα. Η αρνητική «κριτική» σκοπό έχει να πλήξει την αντικειμενικότητα της άποψής μου, δεν είναι κριτική αυτό, λένε, είναι μια παρουσίαση, ένα διαφημιστικό κείμενο, ένα υπερβολικό κείμενο για ψεύτικα διαμαντάκια και ό,τι άλλο.

Και τι ασχολείσαι;

Υπάρχει αυτή η προσέγγιση. Να αδιαφορείς για τους άλλους, να συνεχίζεις τον δρόμο σου, να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Δεν έχω ακόμα αφιχθεί στο ήσυχο εκείνο μέρος, δεν έχω, για την ακρίβεια, εγκατασταθεί εκεί οριστικά. Με απασχολεί το τι λένε για μένα οι άλλοι, καλό κακό δεν ξέρω, συμβαίνει. Και, ίσως για να τονώσω την τάση μου αυτή, για να την εξοπλίσω με αμυντικά συστήματα που ωστόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως μια επίθεση περιορισμένου βεληνεκούς, σημειώνω στο άτυπο προσωπικό ημερολόγιο: είναι κάτι που το κάνω με πάθος και αγάπη, είναι κάτι, η ανάγνωση και το ακόλουθο γράψιμο, που έχει τεράστια σημασία για μένα. Δεν το χαρίζω εύκολα.

Είναι όμως ένα καπρίτσιο;

Ίσως και να είναι. Μια απλή δυσανεξία στον έξωθεν χαρακτηρισμό, μια ταμπέλα που δεν είναι του γούστου μου. Κάτι που ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια λεπτομέρεια ενώ ο κόσμος χάνεται. Κάποτε, αναρωτήθηκα αν αυτό που κάνω είναι κριτική. Σύντομα και εύκολα απάντησα πως όχι, δεν είναι. Ακολούθως αναρωτήθηκα αν θα ήθελα να βαδίσω τον δρόμο της κριτικής, έστω να το επιχειρήσω, απάντησα επίσης αρνητικά και αυτό το κείμενο εκείνο που περισσότερο ελπίζει να κάνει είναι να εγείρει κάποιες ενστάσεις.

Όπως το σκέφτομαι εγώ, η κριτική έχει μια σειρά από περιορισμούς τους οποίους δεν επιθυμώ. Σκέφτηκα, για παράδειγμα, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να επικεντρώσω το διάβασμά μου και άρα και τα ακόλουθα κείμενα, στη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία. Η γνώση της ισπανικής γλώσσας θα βοηθούσε. Δύο ζητήματα προέκυψαν αίφνης. Από τη μια, η υπερβολικά εκτεταμένη και πολυδιάστατη επικράτεια του όρου σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία, θα έπρεπε, ένιωθα, να στενέψω περαιτέρω τα όρια, μόνο ισπανική ή μόνο αργεντίνικη και ίσως μόνο μικρή ή μεγάλη φόρμα, αντρική ή γυναικεία ή κουήρ, πολιτική ή αναχωρητική, πρωτοπόρα ή πιο κλασικότροπη. Ταυτόχρονα, από την άλλη, και μόνο στην ιδέα αποκλειστικής ενασχόλησης με την ισπανόφωνη λογοτεχνία ένιωσα ασφυξία, υπήρχαν, ακόμα υπάρχουν, τόσα βιβλία και τόσοι συγγραφείς σε όλο το εύρος του χωροχρόνου που επιθυμώ να διαβάσω, δεν θα μπορούσα να περιοριστώ.

Η κριτική, για να το μαζέψω λίγο, στα μάτια μου είναι συγγενής με τις διδακτορικές διατριβές, ένας τομέας με σαφήνεια συγκεντρωμένος και ορισμένος, ένα ειδικό ενδιαφέρον το οποίο ο ερευνητής θα επιχειρήσει να πάει ως το τέλος, να λάβει όλο τον πιθανό χυμό και όχι απλώς κάποιες σταγόνες. Κι εγώ κάτι τέτοιο δεν έχω επιθυμήσει, όχι ακόμα τουλάχιστον, να κάνω. Να ένας πρώτος λόγος, λοιπόν.

Ακολουθεί η αντικειμενικότητα ή το κυνήγι της. Πριν ακόμα φτάσουμε στο σημείο να μιλήσουμε για κατάλληλη σκευή ή ταλέντο, ναι ταλέντο, θα επαναλάβω κάτι στο οποίο αναφέρομαι συχνά: τον υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης εν γένει· αναδιατυπώνω: τον σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης, εν προκειμένω της λογοτεχνίας. Προφανώς και υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, απλώς δεν είναι αρκετά, έτσι όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον. Αντιστρέφω το ερώτημα: έχουν υπάρξει φορές που δεν ξέρετε γιατί ένα βιβλίο σας άρεσε; Εμένα πολλές. Ακόμα και αν βάλω τικ σε όλα τα κουτάκια, απάντηση στο ερώτημα γιατί μου άρεσε, ή δεν μου άρεσε, δεν παίρνω. Μια κριτική, ωστόσο, πρέπει να δίνει αντικειμενικές απαντήσεις. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη, εκεί που συνήθως δύο και δύο κάνει τέσσερα. Ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη. Δεν θα υπήρχαν τόσα καλογραμμένα αλλά τελικά αδιάφορα βιβλία, δεν θα υπήρχαν όμως και κάποια όχι τέλεια γραμμένα αλλά που μας πήραν και μας σήκωσαν.

Εκτός από τα αντικειμενικά εργαλεία, τα φιλολογικά κυρίως, για την κριτική προσέγγιση ενός έργου, ο (αυτο)αποκαλούμενος κριτικός θα χρειαστεί να απαντήσει στο ερώτημα, που μας πάει πίσω σε ένα κακότεχνο εκπαιδευτικό σύστημα, τι ήθελε να πει ο ποιητής; Να εντοπίσει με βεβαιότητα προθέσεις και να ελέγξει αν αυτές υλοποιήθηκαν επιτυχώς ή όχι. Ακόμα ακόμα να προτείνει, με αντικειμενικότητα πάντα, πώς θα μπορούσαν αυτές οι προθέσεις να πραγματοποιηθούν. Εγώ, πάλι εγώ, δεν νιώθω αυτή τη βεβαιότητα, όχι ως βεβαιότητα τουλάχιστον, όχι ως αντικειμενική και αποδείξιμη προσέγγιση, αλλά, που είναι και το πιο σημαντικό, δεν διαβάζω με αυτόν τον τρόπο, δεν μου αρέσει να διαβάζω με αυτό τον τρόπο, και στο μυαλό μου, το δεν μου αρέσει προηγείται από την πιθανή ικανότητα.

Προχωρώντας στο μονοπάτι του συλλογισμού αυτού, η επόμενη στάση είναι στον σταθμό που χαλασμένη και θαμπή η ταμπέλα αρνητική κριτική στέκει. Αν ένιωθα κριτικός, τότε θα έπρεπε να διαβάζω κάθε βιβλίο δύο ή τρεις φορές πριν το κρίνω. Δεν θα ήταν αρκετό, ωστόσο. Όπως είπα και παραπάνω, η προσέγγιση θα έπρεπε να φτάσει ως το απώτερο τέλος της, τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα, η λογοτεχνία της εποχής του, η ίδια η εποχή του. Δεν είναι κριτική να πει κάποιος πως το τάδε βιβλίο είναι κατώτερο από ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα, δεν είναι κριτική αυτό, είναι μια σοφιστεία που δεν επεκτείνει το πεδίο της πρόσληψης και της παραγωγής τέχνης. Παρατώ τα βιβλία που δεν μου αρέσουν, σίγουρα κάποια τα αδικώ, συνειδητά ή υποσυνείδητα επηρεασμένος από το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούσαν τη στιγμή εκείνη στη ζωή μου. Και αφού τα παρατάω, είναι λογικό να μην ασχολούμαι περαιτέρω μαζί τους, να μην καταναλώνω χρόνο και σκέψη. Το γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο δεν είναι κριτική αλλά μια απόπειρα, όπως και το μου άρεσε (και ιδιαίτερα όταν δεν είμαι σίγουρος για το γιατί), για περαιτέρω κατανόηση του εαυτού.

Ωστόσο, όλα πηγάζουν από τους λόγους για τους οποίους ο καθένας μας διαβάζει. Εγώ έχω πολλάκις πει: ένα μπούνκερ είναι για μένα η λογοτεχνία, κρυψώνα από έναν κόσμο ζοφερό, από μια ζωή χωρίς απαντήσεις. Οι δικοί μου λόγοι δεν απορρίπτουν τους διαφορετικούς λόγους κάποιου άλλου. Σκέφτομαι: αν με ρωτήσει κανείς αν είμαι καλά, όσες παραμέτρους και αν λάβω υπόψη μου, πάντοτε κάτι σημαντικό και ταυτόχρονα αόριστο και φλου θα μου διαφεύγει, έτσι νιώθω συχνά και για την ανάγνωση. Υπάρχουν τριγύρω άνθρωποι με βεβαιότητες, η ζωή, για εκείνους, είναι ένα άθροισμα από επιλογές, τα πάντα ανήκουν στο βασίλειο της αιτιοκρατίας, το άλφα οδήγησε στο βήτα κτλ. Απορώ, ενίοτε ζηλεύω και λίγο, με το από πού αντλούν την τόση αυτοπεποίθηση, τι διάολο δεν κάνω καλά;

Λίγο πριν το τέλος επιστρέφω στο αρχικό επιχείρημα, στην παρομοίωση της κριτικής με μια διδακτορική διατριβή, αφού αναφέρθηκα στις βεβαιότητες. Για μένα οι βεβαιότητες είναι ελάχιστες, σίγουρα δεν περιλαμβάνονται σε αυτές τις λίγες η διάκριση σωστού και λάθους ως προς την ανάγνωση ή τη γενικότερη προσέγγιση της λογοτεχνίας. Δεν με νοιάζει κιόλας γιατί διαβάζει καθένας. Και αυτή η αδυναμία μου για βεβαιότητες καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αναγνωστική μου συνήθεια. Η μη βεβαιότητα για το πού βρίσκομαι (έλα μου ντε) και πού θα με βγάλει (που δεν θα με βγάλει, αλλά έστω) η αναγνωστική διαδρομή, το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από έναν ερευνητή, που θέλει/ελπίζει/εύχεται να καταφέρει να αποδείξει τον αρχικό του ισχυρισμό, αλλιώς θα έχει αποτύχει.

Βεβαίως και υπάρχει καλή κριτική, φοβερά μυαλά που σκύβουν πάνω από τα κείμενα και συνεισφέρουν στη ροή του λογοτεχνικού ποταμού με αναχώματα, γέφυρες, διαπλάτυνση. Υπάρχει και κακή κριτική, που ωστόσο δεν είναι κριτική, απλώς αυτοαποκαλείται έτσι. Και μη γελιέστε. Αυτό το κείμενο, τη στιγμή που κοινοποιείται, πατάει στο τι λένε οι άλλοι. Και όμως, πατάει επίσης και στο τι νιώθω εγώ. Και εγώ νιώθω πως δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, και είμαι καλά με αυτό και ας μη μπορώ με αντικειμενικότητα να το υποστηρίξω.

Του χρόνου τώρα πάλι.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως - Richard Wright

Και να που στο τέλος του '24, ανάμεσα σε δεκάδες τίτλους βιβλίων, εμφανίστηκαν και οι νεοσύστατες εκδόσεις Ωκυτόκια με βιβλίο άφιξης και γνωριμίας το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ράιτ, Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως.

Ο Ράιτ (1908-1960), Αφροαμερικανός συγγραφέας, δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, αφού τα δύο μέχρι πρότινος σημαντικότερα έργα του,  το Γέννημα θρέμμα (1940) και το Μαύρο αγόρι (1945), κυκλοφορούν. Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, παρότι γράφτηκε κάπου ανάμεσα στα δύο παραπάνω δημοφιλή έργα του, δεν δημοσιεύτηκε παρά το 2021, εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού, όταν η κληρονόμος του έργου του, Τζούλια Ράιτ, θα ανακαλύψει το χειρόγραφο, που ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο ο Ράιτ διατηρούσε συνεργασία είχε απορρίψει την έκδοσή του και μόνο μια εκδοχή του αρχικού μυθιστορήματος, σε μορφή εκτεταμένου διηγήματος, κυκλοφόρησε λίγο αργότερα.

Ο Φρεντ Ντάνιελς, ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, θα συλληφθεί φεύγοντας από το σπίτι των πλούσιων λευκών για τους οποίους δούλευε, στον δρόμο για το σπίτι του και την ετοιμόγεννη σύζυγό του. Μια διπλή δολοφονία θα του καταλογιστεί, παρότι εκείνος αρνείται πεισματικά την όποια εμπλοκή του, παρά τα βασανιστήρια και τις πολύωρες ανακρίσεις. Σε μια στιγμή αδράνειας θα κατορθώσει να δραπετεύσει και να κατέλθει στο σύστημα υπονόμων της πόλης.

Ο Ράιτ εμπνεύστηκε την ιστορία του από ένα αληθινό γεγονός που είχε διαβάσει στον τύπο της εποχής. Παρότι και το πρότερο έργο του είχε στο επίκεντρο τον ρατσισμό που αντιμετώπιζε η μαύρη κοινότητα, παρά την όποια πρόοδο είχε με τα χρόνια συντελεστεί, είναι εύκολο να πιθανολογήσει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο εκδοτικός οίκος αρνήθηκε την κυκλοφορία του μυθιστορήματος.

Εξήντα χρόνια μετά, παρότι σίγουρα κάποιος δρόμος προς την ισότητα και την ισονομία έχει διανυθεί, το έργο του Ράιτ διόλου παρωχημένο δεν μοιάζει, δυστυχώς, όπως συχνά πυκνά το αστυνομικό ρεπορτάζ μας υπενθυμίζει, και η φράση «δεν μπορώ να αναπνεύσω» έχει χρησιμοποιηθεί από πάνω από εβδομήντα ανθρώπους που σκοτώθηκαν από την αστυνομία, στην πλειοψηφία τους μαύροι. Άλλωστε, το 2020, έναν χρόνο πριν τελικώς κυκλοφορήσει Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, ο Τζορτζ Φλόιντ θα δολοφονηθεί από αστυνομική μπότα και το κίνημα Black Lives Matter θα δημιουργηθεί.

Προφητικό, πόσο σιχαίνομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό, εδώ δεν είναι μια μελλούμενη απειλή για την ανθρωπότητα, αλλά η κραυγή πως χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη, η οξυδέρκεια πως θέλει μεγάλο αγώνα για να αλλάξουν τα πράγματα και όχι απλώς και θεωρητικά μόνο να βελτιωθούν.

Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του μυθιστορήματος είναι έντονη, όμως το Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως δεν εξαντλείται σε αυτή. Ο Ράιτ δεν αναλώνεται στην απλή καταγραφή της ανισότητας και του ρατσισμού που βιώνουν οι Αφροαμερικανοί, πρωτίστως επιθυμεί να γράψει λογοτεχνία, σίγουρα όχι αναχωρητική, σίγουρα πολιτική, αλλά όχι στρατευμένη και στεγνή, όχι ένα ρεπορτάζ εφημερίδας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ράιτ διαχειρίζεται το υλικό της έμπνευσης, ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζει εν τέλει το μυθιστόρημά του, εκτός από τη δεδομένη ικανότητα στην πρόζα και την εν γένει λογοτεχνική σκευή, αναδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, και το (λευκό) προνόμιο (μας) όπως αυτό πυροδοτείται από την ανάγνωση μιας ιστορίας όπως αυτή, αυτή η πτώση από τα σύννεφα, η απόπειρα να στρέψουμε τη σκέψη μας προς μια εξαίρεση του κανόνα ισονομίας εξαιτίας του οποίου καταφέρνουμε και κοιμόμαστε το βράδυ και τελικά να σταθούμε σκεπτικοί απέναντι στην κάθε ανάφλεξη οργής λέγοντας: εντάξει, αυτό που έγινε ήταν λάθος, δεν πρέπει όμως να γίνονται επεισόδια, ο ένοχος θα τιμωρηθεί (ποτέ δεν τιμωρείται), η δικαιοσύνη (ποια δικαιοσύνη) θα επιληφθεί, όλα θα διορθωθούν, και πέφτουμε ξανά για ύπνο, σίγουροι για την φιλελευθερία μας και πεπεισμένοι πως εμείς ρατσιστές δεν είμαστε.

Ένας μαύρος, σκέφτομαι από την απόσταση της λευκότητάς μου, δεν νιώθει αυτή τη συνθήκη εξαίρεσης, αλλά αισθάνεται βαθιά στο πετσί του αναπόσπαστο μέρος του κανόνα που λέει πως ανά πάσα στιγμή για όποια αφορμή μπορεί να βρεθεί κάτω από την αστυνομική σόλα γυρίζοντας σπίτι στην ετοιμόγεννη γυναίκα του, όπως συνέβη στον Άνθρωπο που έζησε υπογείως. Ας μη γελιόμαστε. Το γεγονός πως το 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς σημαίνει. Είναι όντως μια πρόοδος ή είναι μια ελάχιστη παραχώρηση απλά και μόνο για να στηριχτεί το επιχείρημα περί προόδου, ένα ιδιότυπο διαφημιστικό φυλλάδιο κοινωνικής ειρήνης;

Η ιστορία καθόδου στον υπόνομο μπορεί να διαβαστεί και ως αντιστροφή της πλατωνικής σπηλιάς. Η περιδιάβαση ανάμεσα στα λύματα και το σκοτάδι που κυριαρχεί κάτω από την επιφάνεια είναι ένα μέρος στο οποίο ο Φρεντ Ντάνιελς μπορεί να αναπνεύσει και να νιώσει την ελευθερία, κάτι αδύνατο στην οργανωμένη κοινωνία. Η ενσυναίσθηση εδώ δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, προσωποκεντρική, αφού στο πρόσωπο του Ντάνιελς αντανακλάται το σύνολο του φυλετικού ρατσισμού, υπήρξαν πολλοί Φρέντ πριν και μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί Φρεντ. Κάτι ακόμα: διαβάζοντας το βιβλίο αυτό δεν ένιωσα καμία έκπληξη, τίποτα δεν μου φάνηκε τραβηγμένο, τίποτα δεν θεώρησα λογοτεχνική υπερβολή για χάρη κάποιας σύμβασης. Ταυτόχρονα όμως ο ρεαλισμός δεν επικράτησε, η ιστορία δεν παρέμεινε στις επικράτειες του ντοκουμέντου. Και αυτό το αντιστικτικό συναίσθημα, να διαβάζεις αχόρταγα, εξαιτίας της λογοτεχνικής ομορφιάς, κάτι τόσο φρικιαστικά γνώριμο, είναι ένα συναίσθημα καθηλωτικό, αν και πάντοτε από την ασφάλεια και την απόσταση του προνομίου.

Η έκδοση είναι κάτι παραπάνω από πλήρης. Το σημείωμα του μεταφραστή Γιάννη Πεδιώτη, λειτουργεί εισαγωγικά, δίνοντας το πλαίσιο πίσω από τη (μη) έκδοση του βιβλίου. Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης και ένα θεωρητικό κείμενο του ίδιου του Ράιτ σχετικά με το σύλληψη και την εκτέλεση της αρχικής ιδέας, κείμενο που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον όχι μόνο σχετικά με το μυθιστόρημα καθαυτό αλλά και την εν γένει σχέση του Ράιτ με τη λογοτεχνία και έναν εμπνευσμένο συσχετισμό με το παράλογο και τη τζαζ μουσική. Σίγουρα το βασικότερο ζητούμενο για κάθε εκδοτικό οίκο είναι η επιλογή των βιβλίων, όμως επίσης σημαντική είναι και η ευρύτερη προσέγγιση, και εδώ οι εκδόσεις Ωκυτόκια κάνουν μια ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων.

Μετάφραση Γιάννης Πεδιώτης
Εκδόσεις Ωκυτόκια

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Η ξένη -Claudia Durastanti

Άνθρωποι που εκτιμώ μου είχαν μιλήσει για το βιβλίο αυτό πριν ακόμα κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Σκέφτομαι πως, έτσι ή αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα διάβαζα το βιβλίο της Ιταλίδας Κλαούντια Ντουραστάντι, εξαιτίας τριών βασικών παραμέτρων: πρώτον, γιατί η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία είναι πολύ του γούστου μου, μια ιδιότυπη ανακάλυψη των τελευταίων λίγων χρόνων· δεύτερον, γιατί η αυτομυθοπλασία με ενδιαφέρει πολύ ως είδος, παρότι πια, μετά τη λάμψη των πρώτων επαφών, δύσκολα ενθουσιάζομαι· και τρίτον, γιατί ανήκει στη σειρά Αλντίνα των εκδόσεων Γκούτενμπεργκ. Τα ενθουσιαστικά λόγια των φίλων, που, εκτός από την εκτίμηση που τρέφω γι' αυτούς, γνωρίζουν τα γούστα μου, απογέμισαν με καύσιμο το ρεζερβουάρ.

Ένα αυτοβιογραφικό, ή που μοιάζει με τέτοιο, μυθιστόρημα ενηλικίωσης είναι αυτό. Και θα σκεφτείτε: τι το διαφορετικό έχει αυτό το βιβλίο σε σχέση με τόσα άλλα φαινομενικά αντίστοιχα που ήδη κυκλοφορούν εκεί έξω; Ή ακόμα: τι είναι εκείνο που σπάει μια ακόμα ιδιωτική εξιστόρηση, επιτρέποντας σε κάτι πιο συλλογικό ή έστω δικό μας να παρεισφρήσει από τις χαραμάδες; Αυτό θα επιχειρήσω να εξηγήσω και μέσω αυτού θα αναφερθώ πλαγίως και σε στοιχεία της πλοκής.

Όπως και στο συγγενές Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα) η Ντουραστάντι επιχειρεί εξαρχής να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στην όποια αντικειμενικότητα της αυτομυθοπλασίας, να δείξει πως ακόμα και αν κάποιος δοκιμάσει να πει την ίδια του την ιστορία, αυτή η απόπειρα περισσότερο μυθοπλαστικό, παρά αξιόπιστα αντικειμενικό, χαρακτήρα θα διαθέτει. Έτσι, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στο πώς γνωρίστηκαν οι κωφοί γονείς της, αφηγείται τις δύο εκδοχές οι οποίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, έχοντας ως μόνη κοινή επιφάνεια το αποτέλεσμα, πως οι δυο τους, δηλαδή, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και έζησαν κάποια χρόνια μαζί. Εξαρχής η ανάσυρση από τη στέρνα του παρελθόντος δέχεται ένα καίριο πλήγμα, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη κάτι που διαφεύγει από τη σφαίρα της στενής ιδιωτείας, πως η μνήμη, πρώτα αυτή, αλλά και συνολικά η κατασκευή του ποιοι είμαστε και του πώς φτάσαμε ως εδώ είναι υποκειμενική και ελάχιστα τελικά διαφέρει από τη μυθοπλασία.

Η Ντουραστάντι θέτει εξαρχής με ειλικρίνεια το ανειλικρινές της αφήγησής της, το αδύνατο μιας τέτοιας απόπειρας. Μοιάζει να λέει στον αναγνώστη που διψάει για πραγματικότητα: δεν είναι τέτοια η περίπτωση αυτή, μάλλον, η επιθυμία σου δεν θα ικανοποιηθεί. Και αναρωτιέται ίσως κανείς: γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί πλεονέκτημα ή δέλεαρ για ένα βιβλίο που οι αναγνωστικές μου προσδοκίες το περιέλαβαν στο σώμα της αυτομυθοπλασίας;

Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, ένα μέρος της τουλάχιστον, πατάει στη συγχρονία. Παιδί αυτής της σχέσης είναι η αυτομυθοπλασία. Η επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε όποια μορφή, έχει αναπόφευκτα καθορίσει τον —ψηφιακό— τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουμε τις περσόνες μας. Καλό ή κακό, αυτό συμβαίνει, ακόμα και για εκείνους που αποφεύγουν τα ψηφιακά αυτά λημέρια, και αυτό κάτι για τις περσόνες τους λέει. Αυτή η διεργασία έχει έντονο το στοιχείο της αυτομυθοπλασίας, ούσα προέκταση της από αιώνων τριμερούς διάκρισης: ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε πως είμαστε, ποιοι δείχνουμε να είμαστε. Παρότι συνηθίζεται να ακούγεται ένα τι με νοιάζει εμένα, φαινομενικά, τουλάχιστον, μας νοιάζει, και αν όχι για τη ζωή των άλλων, τότε για τη δική μας εκδοχή.

Εκείνο, λοιπόν, που με γοητεύει στην αυτομυθοπλασία είναι η συνειδητή και συγκροτημένη απόπειρα κατασκευής του εαυτού. Η συγχρονία, σ' έναν κόσμο εν πολλοίς ομογενή, καθιστά τις συνθήκες γνώριμες και οικείες, κτήμα κοινό και όχι αμιγώς ιδιωτικό. Ιδιωτική είναι, σε ένα βαθμό, η περιπλάνηση σε αυτό το κτήμα, με την προσθήκη μικρότερων ή μεγαλύτερων ιδιοτήτων. Όπως παντού, έτσι και στην αυτομυθοπλασία, υπάρχει η καλή και η κακή, ή όχι και τόσο καλή, εκδοχή. Και ακριβώς επειδή απουσιάζει η πλήρης και καθαρή αντικειμενικότητα στην αφήγηση, είτε παρελθούσα είτε παροντική, η απόπειρα καταγραφής της περισσότερο με λογοτεχνία μοιάζει. Έτσι και αλλιώς, όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι λογοτεχνικοί ήρωες και αντιήρωες της αφηγηματικής παράδοσης σε πραγματικά πρόσωπα πατάνε, παρθενογένεση δεν υπάρχει ούτε εδώ.

Εκείνο που ίσως περισσότερο να ενοχλεί μέρος του αναγνωστικού κοινού στην αυτομυθοπλασία μοιάζει να είναι εκείνο το γιατί όχι εγώ, ή κάποιος που εκτιμώ πως έζησε μια ζωή άξια αφήγησης να μην πάρει τον λόγο. Γιατί, σιγά την πρωτοτυπία, σημασία δεν έχει τόσο το τι, που και αυτό έχει, αλλά το πώς. Όταν η Ερνό πήρε το Νόμπελ, κάποιοι είπαν: η γιαγιά μου έζησε πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Και όντως μπορεί να συνέβη αυτό. Επίσης, κάθε ζωή έχει το ενδιαφέρον της. Όμως σημασία έχει το πώς θα γίνει η αφήγηση αυτή. Το περιεχόμενο, το κοινό κομμάτι, θα τραβήξει το ενδιαφέρον, ο τρόπος θα το καταστήσει ή όχι λογοτεχνία.

Όλα τα παραπάνω υπάρχουν και σε άλλες απόπειρες, τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι δηλαδή;

Θα πω, όμως πρώτα θα κάνω μια παράκαμψη. Η ανάγνωση προϋποθέτει μια σύμβαση. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες έχουν από αιώνες ειπωθεί. Αυτό το μας τα ξανάπαν όλα αυτά, περισσότερο έχει να κάνει με το πώς παρά με το περιεχόμενο. Οπότε, η ιστορία ενηλικίωσης της Ντουραστάντι διαθέτει πλήθος από γνώριμα στιγμιότυπα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η κατασκευή διαθέτει γοητεία, προσοχή, είπα γοητεία, όχι πρωτοτυπία. Δεν διαβάζουμε, όχι εγώ τουλάχιστον, λογοτεχνία για να μάθουμε κάτι καινούριο αλλά για το συναίσθημα. Άσχετα που πολλές φορές μαθαίνουμε ένα σωρό καινούργια πράγματα.

Περαιτέρω παράκαμψη. Συχνά αναφέρομαι στην ανάγκη του αφηγηματικού υποκειμένου να πει την ιστορία του ως ένα χαρακτηριστικό υψίστης σημασίας. Εδώ κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Και όμως αυτό είναι κομπλιμέντο και όχι έλλειψη. Γιατί παρά την απουσία αυτής της πυρετικής και επείγουσας ανάγκης, Η ξένη διαβάζεται με μανία, και αυτό γιατί η Ντουραστάντι έχει τον αφηγηματικό τρόπο.

Επιστρέφω στο τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι, όσο και αν κάτι τέτοιο, όπως επιχείρησα να δείξω, δεν έχει και τόση σημασία.

Με δύο γονείς κωφούς, ποια είναι η μητρική γλώσσα της συγγραφέως;

Η μητρική γλώσσα, που μεταφέρει το συναίσθημα, που καθορίζει εν πολλοίς το νταραβέρι μας με τον γύρω κόσμο, το πώς υποδεχόμαστε και πώς παρουσιαζόμαστε σε αυτόν, εδώ αποτελεί ένα ερωτηματικό διαρκώς παρόν στο παρασκήνιο της αφήγησης. Θυμήθηκα τον Βουονγκ που έγραψε στα αγγλικά την ιστορία του απευθυνόμενος στη Βιετναμέζα αναλφάβητη μητέρα του. Η Ντουραστάντι το αφήνει στο παρασκήνιο, αποφεύγει να το τοποθετήσει διαρκώς στη μέση της σκηνής, ίσως γιατί για εκείνη το ερώτημα αυτό έχει με τα χρόνια απαντηθεί ή αποτελεί κάτι το φυσικό, έτσι είχαν τα πράγματα στην επικοινωνία της με τους γονείς της, στο παρασκήνιο βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στη διαδρομή της, στην πρόσληψη του κόσμου, στη συναισθηματική και λογική καθημερινής της συνδιαλλαγής.

Οι κωφοί γονείς σίγουρα είναι μια συνθήκη εξαίρεσης, στοιχείο ιδιότυπα εξωτικό, να κάτι που κάνει ξεχωριστή την αφήγηση αυτής της ιστορίας ενηλικίωσης, να κάτι που ξάφνου μας γεννά το ενδιαφέρον για μια υποκειμενική μαρτυρία, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια συνθήκη όπως αυτή, να κάτι που ίσως να κάμψει τις αντιρρήσεις των πολέμιων της αυτομυθοπλασίας. Θα ήταν άδικο ωστόσο και κάλπικο να καταστεί αυτή ως η κυρίως απάντηση στο γιατί να διαβάσω αυτό το βιβλίο.

Ο τίτλος, που καλό είναι να δικαιολογείται και όχι να είναι ένα απλό στολίδι ευκταία θελκτικό στο μάτι του υποψήφιου αναγνώστη, Η ξένη, που στρέφει τον προβολέα στο έργο του Καμί και σχηματίζει έναν ορίζοντα προσδοκιών πριν από την ανάγνωση, λειτουργεί αυτόνομα και όχι στη σκιά κάποιας θολής διακειμενικότητας, όχι μόνο εξαιτίας της κώφωσης τον γονιών, αλλά και λόγω της οικογενειακής μετανάστευσης στην Αμερική, ένα ακόμα βασικό, και κυρίως διακριτό, συστατικό της ιστορίας αυτής.

Διαβάζω το κείμενο αυτό ξανά και σκέφτομαι πως η αυτομυθοπλασία, η καλή εκδοχή της όπως αυτή δια χειρός Ντουραστάντι, φωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια διάφορες αναγνωστικές υποκειμενικότητες, ίσως εξαιτίας της διάχυτης συγχρονίας της, ίσως λόγω του χαρακτήρα ανασκόπησης του παρελθόντος. Ίσως εκεί, στον τρόπο με τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω, να βρίσκεται το κοινό εμβαδό, εκείνο που πυροδοτεί το συναίσθημα, όχι την ενσυναίσθηση, όπως είναι επίκαιρο να λέμε, αλλά το ατομικό συναίσθημα, το προσωπικό και συχνά μύχιο συναίσθημα. Και όταν κάτι μας αγγίζει συναισθηματικά, όταν κάτι ενεργοποιεί κάποιο εσωτερικό συναγερμό, χωρίς να υπάρχει μια ξεκάθαρη συσχέτιση, μια προφανής σύνδεση, τότε, ίσως, η ανάγκη για θεωρία, για αυτοθεωρία, να προκύπτει ως μια παράλληλη της ανάγνωσης διαδρομή. Και ίσως, σκέφτομαι, την ιστορία της Ντουραστάντι να την ξεχάσω σε μεγάλο βαθμό, ίσως να θυμάμαι μόνο τους κωφούς γονείς και τη διαφορετική αφήγηση της γνωριμίας τους, αλλά την παράλληλη διαδρομή δύσκολα να την αποβάλω ακόμα και όταν θα απομακρυνθεί από το συνειδητό, θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στους λοιπούς μηχανισμούς, ένα ακόμα γρανάζι. Και εδώ, στο απώτερο σημείο του υποκειμενισμού, είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσεις το γιατί αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό για σένα. Αδύνατο γιατί τα λόγια δεν είναι ικανά να μετατρέψουν το αόριστο σε συγκεκριμένο, αλλά αδύνατο και από πρόθεση να μην αποκαλύψεις τις συντεταγμένες του προσωπικού εδάφους.

υγ. Για το μυθιστόρημα του Βουόνγκ Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο αλλά και για άλλα βιβλία σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας εδώ.

Μετάφραση Ζωή Μπέλλα-Αρμάου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία - Γκούραμ Ντοτσανασβίλι

Κάποτε, τέτοια μπιζουδάκια, ήταν πολύ του γούστου μου, η δική μου ζώνη ασφάλειας όταν τα πράγματα ζόριζαν, η βιβλιοφιλική λογοτεχνία μου παρείχε το απαραίτητο καύσιμο για να συνεχίσω το ταξίδι, το απαραίτητο καρύκευμα ώστε να ανανεωθεί η αναγνωστική μου σχέση. Στην κορυφή αυτής της λογοτεχνίας θα τοποθετούσα τον απερίγραπτα βαρεμένο αναγνώστη Ενρίκε Βίλα-Μάτας με το πάθος για τη λογοτεχνία να ξεχειλίζει από παντού. Ακόμα, από καιρό σε καιρό, στο ιερό του καταφεύγω για προσκύνημα, μετάληψη και εξομολόγηση της αδυναμίας. Τι άλλο, σκέφτομαι, παρά μια μεταφυσική εμπειρία είναι η ανάγνωση, εκεί όπου άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν σου χαρίζουν τα απαραίτητα μπούνκερ ενάντια στον ζόφο; Ευαγγελιστές της είναι τύποι όπως ο Βίλα-Μάτας, το έργο τους είναι ένα απάγκιο από τη φορτούνα της ζωής, όταν η πίστη κλονίζεται.

Γιατί, όμως, κάποτε;

Η βιβλιοφιλική λογοτεχνία έχει πια γίνει ένα ευπώλητο είδος, μια συνισταμένη της λαίλαπας της αυτοβοήθειας που κατακλύζει τα ράφια. Υποείδος στο οποίο καταφεύγουν ευκαιριακοί γραφιάδες, επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου για αφηγήσεις και να τη συνδυάσουν με τον καταναλωτισμό, ενσωματώνοντάς την στο ευρύτερο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης, δίπλα από συνταγές μαγειρικής, ασκήσεις γυμναστικής και παραψυχολογικές συμβουλές του τύπου πίστεψε σε σένα. Μου χάλασαν το απάγκιό μου και τους μισώ.

Και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, εκεί που η συζήτηση για τη λογοτεχνία λειτουργεί ως γέφυρα όταν το μονοπάτι πλημμυρίζει. Σ' ένα ράφι έχω τα βιβλία αυτά, τις πρώτες βοήθειες για την ανασύσταση του πάθους, για τη σωτηρία της ευάλωτης μνήμης, κάποτε τα κατάφερα, τώρα γιατί φοβάμαι;

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γεωργιανού Γκούραμ Ντοτσανασβίλι στην, ανανεωμένη αλλά όχι προδοτική της αρχικής αισθητικής, κίτρινη σειρά των εκδόσεων Loggia δύο φωνές ακούστηκαν ταυτόχρονα από το βάθος. Ένα λες και ένα όχι. Ένα λες να είναι αυτό ένα συμπλήρωμα για το ράφι των πρώτων βοηθειών και ένα όχι, δεν θα τσιμπήσω, δεν θα επιτρέψω σε έναν ακόμα δούρειο ίππο να διασχίσει τα τείχη. Ένα πρώτο θετικό σημάδι, μόλις έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, ήταν το έτος έκδοσής του, 1973, μακριά από την πρόσφατη μόδα, η εμπιστοσύνη στον εκδοτικό οίκο, ακόμα ένα. Ήταν αρκετά. Είχα ανάγκη ένα βιβλίο για έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Σπάνια, ας είμαι ειλικρινής, δεν έχω μια τέτοια ανάγκη.

Το πάθος, σίγα την πρωτοτυπία, είναι απαραίτητο σε κάθε τι. Το πάθος είναι το πρώτο θύμα της απομάγευσης του κόσμου. Η διεκπεραίωση των πραγμάτων είναι η μάστιγα. Αυτό το πολύ στον τίτλο υποσχόταν πολλά, κυρίως πάθος.

Υποψιάζομαι μια παρανόηση. Η λογοτεχνία, η συζήτηση για τη λογοτεχνία, το πάθος για τη λογοτεχνία δεν είναι μια συνθήκη αναχώρησης από τον κόσμο αλλά ένας τρόπος διάσχισης του κόσμου αυτού. Δεν είναι ένα μπούνκερ απομόνωσης, προστασίας ναι, αλλά απομόνωσης όχι, η λογοτεχνία είναι όλα εκείνα τα συστήματα παρακολούθησης του έξω κόσμου, τα ραντάρ και οι κάμερες υψηλής ευκρίνειας με την οποία το μπούνκερ μέσα στα χρόνια εξοπλίζεται, ο κώδικας συνδιαλλαγής και επιβίωσης μέσα στον κόσμο αυτό. Δεν είναι ένα μπούνκερ μισανθρωπίας, αλλά το αντίθετό του, ένα καταφύγιο αγάπης και ελπίδας για τον κόσμο, μια αναγκαία περιχάραξη επιβίωσης και μάχης για κάτι καλύτερο. Ας γυρίσουμε το ρολόι κάποιους αιώνες πίσω όταν ο Πλάτωνας, μεταφέροντας τα λόγια του δασκάλου του, εξέφραζε τη βαθιά του εκτίμηση για τους ποιητές, αλλά, ταυτόχρονα, δήλωνε πως δεν θα γινόντουσαν δεκτοί στην πολιτεία, εκεί όπου η αρχή θα είχε, για το καλό και την ευδαιμονία του συνόλου, την αποκλειστική αφηγηματική εξουσία. Η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, και η συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, η παθιασμένη συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, αποτελούν σαφέστατα επαναστατικές πράξεις, απαραίτητες στον αγώνα ενάντια στη μονοσημία.

Η καλή λογοτεχνία, ισχυρίζομαι, ακολουθώντας ένα κιόλας χαραγμένο μονοπάτι, είναι πάντοτε, ακόμα και όταν φαινομενικά δεν είναι, βαθιά πολιτική, σε καμία των περιπτώσεων αναχωρητική.

Όλα τα παραπάνω μοιάζουν κάπως άσχετα με την ανάγνωση της νουβέλας Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία και όμως δεν είναι, είναι παρελκόμενά της.

Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που με φώναξε ο προϊστάμενος και μου είπε: «Η επικείμενη εκ μέρους σας έρευνα θα πρέπει να φωτίσει όλες τις πτυχές της καθημερινής συμπεριφοράς των εργαζομένων, των κατοίκων του οικισμού μας, ενός οικισμού τύπου πόλης, και θα πρέπει επίσης να αναδείξει όλες εκείνες τις σταθερές που καθορίζουν τελικά τελικά τη συμπεριφορά και τη στάση των εργαζομένων σε σχέση με τις συνθήκες διαβίωσής τους».

Μια έρευνα, μια καταγραφή των ενδιαφερόντων των εργαζομένων/κατοίκων, κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους, αλλά και του χαμένου, ανάμεσα σε αναμονές και μετακινήσεις. Μια έρευνα που θα επέτρεπε στη γραφειοκρατική αλυσίδα να ανιχνεύσει πιθανές ανωμαλίες, μια πλάγια δίοδος πρόσβασης σε πιθανή όχληση των υποκειμένων ενάντια στην ορισμένη ρουτίνα, μια αναζήτηση αντιφρονούντων στο καθεστώς, μαύρων προβάτων, εχθρών του συστήματος, μια φιλική και φαινομενικά αφελής προσέγγιση κατ' ιδίαν. Σήμερα μια αντίστοιχη έρευνα θα είχε στόχους οικονομικούς, διεύρυνση της αγοράς, εκμετάλλευση των αναγκών, μεγιστοποίηση του κέρδους. Τότε, εκεί, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, παρότι η μέθοδος κοινή.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας απλός υπάλληλος, θα ακολουθήσει την εντολή του ανωτέρου του. Και όλα μοιάζουν απλά και αναμενόμενα μέχρι που θα συναντήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Εκεί θα τα βρει σκούρα. Καμία όχληση, κανένα παράπονο για τον χαμένο χρόνο, καμία κατήφεια, αλλά, αντίθετα, πάθος και αίσθηση πλήρους ελευθερίας, μια παλέτα φωτός σε ένα γκρίζο περιβάλλον.

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία δεν αναλώνεται στη δήλωση του τίτλου, δεν είναι απλώς μια σειρά από μεζεδάκια λογοτεχνικής αγάπης, λίγο, ελάχιστα, αν σκάψει κανείς το έδαφος θα διακρίνει ρίζες που εκτείνονται βαθιά στο υπέδαφος. Ακολουθώντας μια παράδοση πολιτικής λογοτεχνίας που έπρεπε να μακιγιαριστεί συχνά με το παράλογο ώστε να διαφύγει του κινδύνου της λογοκρισίας, ο Ντοτσανσβίλι κατεβαίνει να παίξει στο γήπεδο του αντίπαλου, της εξουσίας και της γραφειοκρατίας, εκεί στήνει το σκηνικό του γλεντιού, στη γκρίζα ζώνη που η λογοκρισία αδυνατεί να κατανοήσει, στο λιβάδι ελευθερίας που η λογοτεχνία, μεταξύ άλλων, εφοδιάζει με το απαραίτητο νερό, εκεί που το μακρύ χέρι της εξουσίας αδυνατεί να φτάσει, ναι, στη φαντασία αναφέρομαι, και σε εκείνη την ακατανόητη για τον υπάλληλο, αλλά και τον προϊστάμενο, επικράτεια στην οποία ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία περνούσε τις μέρες του, ακριβώς κάτω από τη μύτη του συστήματος, σε έναν μη τόπο, τουλάχιστον σύμφωνα με τους κρατικούς γεωγράφους και τοπολόγους.

Πάντοτε στις ράγες της λογοτεχνικής παράδοσης στην οποία ανήκει η νουβέλα αυτή, το κωμικοτραγικό δεν απουσιάζει, ούτε το παιγνιώδες, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται γκροτέσκο ή αφελές, αλλά με επίγνωση της σημασίας του, για την επιβίωση και την ελπίδα. Αλλά, και επειδή η καλή λογοτεχνία είναι ατρόμητη, δεν μπορεί να μου φύγει από τον νου μια προκλητική αυτοϋπονόμευση του συγγραφέα προς τον ίδιο του τον εαυτό, τη νουβέλα του, αλλά και εν γένει προς τη λογοτεχνία στο σύνολό της, γιατί οι άνθρωποι που αγαπάμε τη λογοτεχνία πολύ, και παρ' όλες τις μαγικές ιδιότητες που της αποδίδουμε, απαραίτητες και σωτήριες για τη ζωή μας ολάκερη, δεν μας διαφεύγει πως η πολυσημία, που γυρεύουμε και η λογοτεχνία μας προσφέρει απλόχερα, δεν την καθιστά κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που εξαγνίζει ή θεραπεύει το κακό σε όποιον βουτά σε αυτή. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε έναν Γεωργιανό που πολύ αγαπούσε τη λογοτεχνία, όχι;

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία θα πάρει επάξια θέση στο ράφι με τις πρώτες βοήθειες.

Μετάφραση Δημήτρης Τσεκούρας
Εκδόσεις Loggia

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Αχ, Ουίλλιαμ - Elizabeth Strout

Οι εκδόσεις Άγρα, με την αγαστή μεταφραστική φροντίδα της πολύπειρης Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έχουν αναλάβει την επανασύσταση της Ελίζαμπεθ Στράουτ με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, καθώς οι παλιότερες εκδοτικές απόπειρες δεν είχαν στεφθεί με την πρέπουσα επιτυχία. Το Αχ, Ουίλλιαμ είναι το πέμπτο βιβλίο της που κυκλοφορεί και το τρίτο μέρος της σειράς με πρωταγωνίστρια τη συγγραφέα Λούσυ Μπάρτον. Είχαν προηγηθεί: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον και Όλα γίνονται.

Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια πετυχημένη συγγραφέας που ζει στη Νέα Υόρκη, μητέρα δύο ενήλικων πια κοριτσιών, πρόσφατα χήρα μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της. Από την πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου, χωρίς προλόγους και εισαγωγές, η Στράουτ, δια της αφηγήτριας της, ορίζει με σαφήνεια το θέμα του: «Θέλω να πω μερικά πράγματα για τον πρώτο μου σύζυγο, τον Ουίλλιαμ». Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και με χαρακτηριστικά αυτομυθοπλασίας, το Αχ, Ουίλλιαμ είναι η ιστορία του Ουίλλιαμ, που, όντας σύζυγος της Λούσυ για πολλά χρόνια και έχοντας μαζί της δύο παιδιά, αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τη δική της, στενά συνυφασμένη, ιστορία. Σε προχωρημένη ηλικία, ο Ουίλλιαμ θα έρθει αντιμέτωπος με τη γνώση πως έχει μια ετεροθαλή αδερφή, που ζει στην επαρχία του Μέιν, κάτι το οποίο αγνοούσε. Η αποκάλυψη αυτή θα τον αναστατώσει. Καλεί τη Λούσυ, με την οποία διατηρούν μια ήσυχη και στενή, δεδομένων των συνθηκών, σχέση, να τον συνοδεύσει στην αναζήτηση αυτή. Το παρελθόν, παρά την παγιωμένη σύστασή του, δεν παύει ποτέ να εκπλήσσει, έτσι όπως αναδύονται στην επιφάνεια μυστικά και κρυμμένα γεγονότα και καταστάσεις, «αλλά έτσι πάει η ζωή: Είναι τόσα και τόσα που δεν ξέρουμε ώσπου είναι πια πολύ αργά».

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί εξ αρχής πως, όπως και τα προηγούμενα, αλλά και τα επόμενα φαντάζομαι, μέρη τής ιστορίας αυτής, το Αχ, Ουίλλιαμ μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η Στράουτ έχει την εμπειρία να επαναλάβει, χωρίς να κουράζει και να απολύει τον βηματισμό της, όσα στοιχεία κρίνει απαραίτητα να τεθούν στη γνώση του αναγνώστη, ώστε να δικαιολογηθούν διάφορες σκέψεις και πράξεις της Λούσυ, αλλά και να συντελέσουν στην πληρότητα του χαρακτήρα της. Ωστόσο, η πρότερη επαφή με τα προηγηθέντα μέρη, επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει την οικειότητα και τη συνέχεια του χαρακτήρα της Λούσυ, να βρει ξανά αυτή τη γνώριμη και καθησυχαστική αφήγηση. Το αναγνωστικό δέσιμο με τον αγαπημένο αυτόν λογοτεχνικό χαρακτήρα ικανοποιείται στον μέγιστο βαθμό.

Ο αυτομυθοπλαστικός χαρακτήρας του Αχ, Ουίλλιαμ, το παιχνίδι με τα όρια και τις προϋποθέσεις του υποείδους, είναι ένα εύρημα που η Στράουτ το χειρίζεται άκρως λειτουργικά και καθοριστικά για τη συνολική κατασκευή. Τοποθετώντας την ίδια τη συγγραφή του βιβλίου στον πυρήνα της αφήγησης και αποκαλύπτοντας εξ αρχής τις συγγραφικές προθέσεις τής Λούσυ, καθιστά σαφή και κυρίως λογοτεχνικά τα όρια του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας, εγείροντας στον αναγνώστη βάσιμες υποψίες περί μη ταύτισης αφήγησης και πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, επιλέγοντας μια συγγραφέα για αφηγήτρια, παρά την αναγνωστική αναρώτηση σχετικά με το αν πρόκειται για ένα άλτερ έγκο της Στράουτ, η συγγραφέας καταφέρνει να κρυφτεί ακόμα περισσότερο, να βγει εντελώς από τη σκηνή, να πάρει περαιτέρω αποστάσεις από το αφηγηματικό υποκείμενο, και αυτό σε μια αφήγηση με χαρακτήρα μύχιο και έντονα προσωπικό.

Αφηγήσεις όπως αυτή, περισσότερο ή λιγότερο αυτοβιογραφικές, δημιουργούν συχνά, τουλάχιστον, δύο ενστάσεις: πρώτη είναι η σχετική με τη φαινομενική ευκολία, δεύτερη η απουσία λογοτεχνικότητας. Παρότι, μάλλον, παρωχημένο, αξίζει να επαναληφθεί πως η αναγνωστική ευκολία και η απρόσκοπτη ροή της αφήγησης προϋποθέτουν τόσο ταλέντο όσο και μαστοριά. Είναι απίστευτο το πώς ο όρος pageturner έχει μετατραπεί, όπως άλλωστε και η γυναικεία γραφή, σε σχόλιο αρνητικό. Όσον αφορά τη λογοτεχνικότητα, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κριτηρίων, η συγγραφέας πετυχαίνει με μαεστρία να προσδώσει μυθοπλαστικές αρετές σε μια ιστορία, παρά τα όποια μικροευρήματα, κοινή και πιθανώς γνώριμη, η οποία διακρίνεται από διάχυτο ρεαλισμό και ισχυρή αίσθηση αληθοφάνειας. Η Στράουτ κατασκευάζει έναν κόσμο εντός του περιβάλλοντος σύμπαντος, στον οποίο κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες της, χωρίς να έχει ανάγκη το ανοίκειο και η απουσία του να στερεί από την αναγνωστική απόλαυση.

Η ενδελεχής παρατήρηση της Λούσυ στα πράγματα, αναπόσπαστο κομμάτι της συγγραφικής φύσης, ενσωματώνεται στην πλοκή χωρίς να ενοχλεί, παρότι δεν κυνηγάει απεγνωσμένα την πρωτοτυπία και την έκπληξη. Αυτό είναι που προσδίδει έναν χαρακτηριστικά καθησυχαστικό τόνο στην αφήγηση, γνώριμο από βιβλίο σε βιβλίο της Στράουτ, ο αποκλεισμός της ολοένα και αυξανόμενης ταχύτητας με την οποία έξω από τις σελίδες τρέχει η ζωή και πολλές φορές, κυνηγώντας την κακώς, και η λογοτεχνία.

υγ. Το Αχ, Ουίλλιαμ ήταν αναπόφευκτα μέρος της λίστας με Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23, την οποία βρίσκεται εδώ. Για τα άλλα βιβλία της καθησυχαστικά καλής συγγραφέως: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (εδώ), Όλα γίνονται (εδώ), Όλιβ Κίττριτζ (εδώ) και Όλιβ, ξανά (εδώ).
 
υγ2. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 9 Μαρτίου 2024, πρόσφατα κυκλοφόρησε το Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα), πραγματικό βάλσαμο, σε λίγο καιρό θα ανεβάσω το σχετικό με αυτό κείμενο.
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Δωδεκάτη Φεβρουρίου - Δημήτρης Χριστόπουλος

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι ένας από τους εγχώριους συγγραφείς την πορεία των οποίων παρακολουθώ με αρκετό ενδιαφέρον, το τέλος της εκάστοτε ανάγνωσης σηματοδοτεί την εκκίνηση της αναμονής για το επόμενο βιβλίο. Το Τζίντιλι (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020) μου άρεσε εξωφρενικά πολύ. Το θεωρώ ένα από τα βιβλία που κατά κάποιον τρόπο και για διάφορους λόγους αδικήθηκαν. Μυθιστόρημα που ανήκει στο ολοένα και μεγαλύτερου ενδιαφέροντος υποείδος της οικολογοτεχνίας, καθώς η κλιματική αλλαγή όλο και πιο άγρια μας δείχνει τα δόντια της, μια φιλόδοξη απόπειρα που δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Το Έλα να παίξουμε (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2023) ήταν μια καλογραμμένη νουβέλα, ενδεικτικό δείγμα της πρόζας του Χριστόπουλου, μια διπλή γλυκόπικρη αφήγηση σε παρελθοντικό και παροντικό χρόνο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το Δωδεκάτη Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ποταμός.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012. Ημέρα ψήφισης του δεύτερου μνημονίου, μια ογκώδης διαδήλωση εναντίωσης, χημικά και καταστολή, εκτεταμένες φθορές και συγκρούσεις, μεταξύ των υλικών θυμάτων και οι δίδυμοι κινηματογράφοι της οδού Σταδίου, Αττικόν και Απόλλων, που έκτοτε χάσκουν εγκαταλελειμμένοι μια ανάσα από το σημείο μηδέν της Αθήνας, της δικής μας μητροπολιτικής εκδοχής.

Πολλές φορές έχω εκφράσει τον σκεπτικισμό μου σχετικά με τις συλλογές διηγημάτων. Πέρα από το γεγονός πως η μικρή φόρμα δεν είναι του γούστου μου, προφανώς με αρκετές εξαιρέσεις, μέσα στα χρόνια ολοένα και περισσότερες, αναφέρομαι συχνά, σχεδόν εμμονικά, και στην απουσία της απαραίτητης συνοχής, που θα δικαιολογεί τη συνύπαρξη των μερών ως ενιαίο σύνολο. Εκείνο που ευδιάκριτα και εν πρώτοις συνέχει τη συγκεκριμένη συλλογή είναι εκείνη η νύχτα, εκείνη η καταστροφική πυρκαγιά, μια σειρά από στιγμιότυπα από τη ζωή ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τους δύο κατεστραμμένους κινηματογράφους. Ίσως σκεφτείτε: με το ζόρι συσχετισμοί. Όχι, δεν είναι αυτή η περίπτωση τέτοια. Οι κινηματογράφοι, ανάμεσα σε πλήθος από άλλα τοπόσημα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αστικής ζωής, πέρα από τους ιδιοκτήτες και τους τακτικούς θαμώνες, είναι μέρος της γενικότερης κουλτούρας, η ζωή μας στην πόλη συνδέεται με τα μέρη αυτά, έμμεσα ή άμεσα, μικρή σημασία έχει.

Αρκεί κάτι τέτοιο για να δικαιολογήσει την κοινή παρουσία των διηγημάτων σε μία συλλογή; Σίγουρα όχι, παρά τα φαινόμενα. Τότε; Ο Χριστόπουλος μοιάζει να γνωρίζει καλά πως η αρχική έμπνευση και η ακόλουθη κατασκευή θα απαιτούσε περαιτέρω αρμούς. Το ύφος, η πρόζα αν προτιμάτε, είναι ένας από αυτούς τους αρμούς. Η πολυπρισματική γωνία θέασης της αστικής αυτής γωνιάς επίσης. Μοιάζει αντιστικτικό, και όμως αποδεικνύεται συνεκτικό, το σκύψιμο του συγγραφέα πάνω από την κάθε ιστορία ξεχωριστά, η απόπειρα να αποβληθεί ό,τι το περιττό, η κάθε ιστορία να μπορέσει πρώτα, πριν δοκιμαστεί στο σύνολο, να λειτουργήσει αυτόνομα, ο υποθαλάσσιος όγκος όσων δεν λέγονται να σχηματιστεί και να αποτελέσει στήριγμα, τα πρόσωπα να περισσεύουν δεξιά και αριστερά από κάθε ιστορία, να διαθέτουν μεγαλύτερο διαμέτρημα από τα όρια του κειμένου, να αναπνέουν, να μην είναι χάρτινα και προσχηματικά και έτσι οι ιστορίες τους να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως στιγμιότυπα.

Αυτή η συγγραφική επιμονή, μεταξύ του συνόλου των αρμών, καθιστά τη συλλογή μια καλοδουλεμένη χορωδία, προσδίδοντας μια πολυφωνική χροιά που διαπνέει και συνέχει τα διηγήματα, σε τέτοιο βαθμό που θα   τολμούσα να ισχυριστώ πως, ως αίσθηση περισσότερο, το Δωδεκάτη Φεβρουαρίου είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όχι με τρόπο βιασμένο, ίσως όχι καταστατικά ζητούμενο, αλλά ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας επιμονής και υπομονής.

Γιατί, σκέφτομαι, μια αρχική ιδέα, όπως για παράδειγμα αυτή για τη συγγραφή κάποιων διηγημάτων πέριξ της νύχτας εκείνης, θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει με τη λάμψη της, μια ωραία ιδέα σχεδόν ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή. Μια αρχική ιδέα, με τη λάμψη της να έλκει τον συγγραφέα όπως τα έντομα, με τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σ' αυτήν κάνοντας τρελούς κύκλους γύρω της, χωρίς χάρτη και συγκεκριμένη πορεία, κάτι άλλο παρά ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα θα είχε. Περί προθέσεων και πεπραγμένων ο λόγος. Κλισέ, όπως το τι που δεν έχει και τόση σημασία χωρίς ένα ευδιάκριτο πώς, θα χωρούσαν εδώ.

Όμως το τι έχει σημασία, ειδικά όταν το σημείο περιστροφής αποτελεί ένα ιστορικό στιγμιότυπο και δη σε μια χώρα που συνηθίζει να χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα με κάθε αφορμή. Εδώ παραμονεύει η απλοϊκότητα: κακώς κάηκαν οι κινηματογράφοι, αυτό σε τίποτα δεν θα απέτρεπε την ψήφιση μιας σειράς από αιμοσταγή, για άλλους απαραίτητα και καλοδεχούμενα, μέτρα οικονομικής προσαρμογής κατά τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις των δανειστών. Ταυτόχρονα, εξίσου απλοϊκά: τι σημασία έχουν δύο κατεστραμμένα κτίρια απέναντι στην οικονομική και κοινωνική καταδίκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού; Να τα δύο στρατόπεδα. Ο Χριστόπουλος διαφεύγει του απλοϊκού αυτού δίπολου.

Η λογοτεχνία, ευτυχώς, αιωρείται, ή αναμένεται να αιωρείται, ψηλότερα από την δικαίωση ή την κατάρριψη των βεβαιοτήτων και των αρχών μας, αν όχι, τότε απομένει διδακτική και κενή ενδιαφέροντος, ένα ποστ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο θα αρκούσε πιθανότατα. Ο Χριστόπουλος επιθυμεί και καταφέρνει να γράψει λογοτεχνία με αφορμή ή εμπνεόμενος από την πραγματικότητα, όχι για να την ξεπεράσει, όχι για να την παραμορφώσει, όχι για να κουνήσει το δάκτυλο, αλλά για να παράξει λογοτεχνία χωρίς κραυγές, συχνά άναρθρες. Και πετυχαίνοντας να μην εγκλωβιστεί στη νύχτα εκείνη πετυχαίνει να σχολιάσει και να αναφερθεί στα πεπραγμένα των τελευταίων ετών, να μιλήσει για τις κινηματογραφικές αίθουσες που κλείνουν, για το κέντρο που, αφού εγκαταλείφθηκε, τώρα αποτελεί την υπεραιχμή της τουριστικής βαρβαρότητας, χωρίς να τα κατανομάζει αυτά, χωρίς να στρατεύεται σε βάρος της λογοτεχνίας, χωρίς όμως ταυτόχρονα να παράγει λογοτεχνία αναχωρητική εκτός κοινωνικοπολιτικού πλαισίου αναφοράς, πέρα και έξω από τον χωροχρόνο.

Επιστρέφω στην αίσθηση περί ενός ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Τα κομμάτια της αφήγησης είναι τοποθετημένα με φροντίδα, σκόπιμα αλλά όχι βεβιασμένα, οι αρμοί είναι ορατοί αλλά όχι ενοχλητικοί, η κεντρική ιδέα παρούσα αλλά όχι εγκλωβιστική. Το έργο του Χριστόπουλου, και εδώ, στη Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, είναι ακόμα πιο ενδεικτικό, πατάει με θαυμαστή ισορροπία στο χτες και το σήμερα, στην παράδοση και το σύγχρονο. Οι επιρροές του είναι διακριτές, με ασφάλεια ο αναγνώστης θα ανακαλούσε ονόματα της εγχώριας και της διεθνούς σκηνής της μικρής φόρμας του ρεαλισμού. Ωστόσο, η παράδοση, ας μην πω πάλι για την απουσία της όποιας παρθενογένεσης, στο έργο του αποτελεί έναν βατήρα και όχι ένα βάρος από το οποίο αδυνατεί να απαλλαγεί. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν παραμυθιάζεται από τις σειρήνες του νέου, δεν παραστρατεί ζαλισμένος από την ηδύτητα των μεταμοντέρνων φωνών, του μεταμοντέρνου για το μεταμοντέρνο, του καινού για το κενό. Πατώντας έτσι σε δύο βάρκες ισορροπεί και η ισορροπία αυτή, η σιγή, απαλλαγμένη από τριγμούς και τσαλαβούτημα, επιτρέπει στη φωνή του να ακουστεί, να καταστεί διακριτή, προσερχόμενος κρατώντας ανά χείρας τη δική του συνεισφορά στον λογοτεχνικό βωμό. Άλλο η παρθενογένεση και άλλο η βαρετή επανάληψη, η αναμασημένη, άνοστη πια, τροφή, άλλωστε.

υγ. Για το Τζίντιλι έγραφα αυτό, για το Έλα να παίξουμε αυτό.

Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Υδάτινη χώρα - Graham Swift

Κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια πριν, διάβασα για πρώτη φορά κάποιο βιβλίο του Γκράχαμ Σουίφτ, ακολουθώντας το νήμα που ο θαυμασμός μου για το λογοτεχνικό έργο της Άντζελας Δημητρακάκη δημιούργησε. Εκείνη είχε μεταφράσει το τότε καινούργιο βιβλίο του, Τελευταίος γύρος. Πέρα από τη δεδομένη αναγνωστική απόλαυση που βίωσα, ακόμα ένα συναίσθημα γεννήθηκε, ένα συναίσθημα με τα χρόνια ολοένα και πιο ακριβό, ο καθησυχασμός πως εκεί έξω υπάρχει ένας δημιουργός που το έργο του ξέρεις πως ανά πάσα στιγμή θα σου προσφέρει, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν, ένα ήσυχο καταφύγιο μακριά και πέρα από τον τριγύρω κόσμο, τη βουή και τον ζόφο του.

Μου είχαν πει (;), είχα διαβάσει (;), όπως και να 'χει είχα από νωρίς κυκλώσει την Υδάτινη χώρα ως ένα από τα βιβλία του που ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω. Ο εφησυχασμός πως ένα βιβλίο σε περιμένει στο ράφι του βιβλιοπωλείου αποδεικνύεται συχνά πυκνά παγίδα που φέρει τον τίτλο: εξαντλημένο από τον εκδοτικό οίκο· παγίδα που αποκαλύπτεται όταν εσύ περισσότερο από ό,τι άλλο έχεις ανάγκη το συγκεκριμένο βιβλίο, τι και αν εκατοντάδες άλλα είναι διαθέσιμα, εσύ εκείνο θες.

Ευτυχώς, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, και κυρίως χωρίς να απαιτηθεί ένα υψηλό κόστος, βρήκα την Υδάτινη χώρα, που στα ελληνικά, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, κυκλοφόρησε το 1987 (!) από τις εκδόσεις Εστία. Άπαξ και το βιβλίο έφτασε ως εδώ, έμενε να περιμένω την κατάλληλη στιγμή.

Θα ήταν ψέμα να πω πως μόνο επαγγελματικοί λόγοι με ωθούν προς τις νέες κυκλοφορίες, είμαι, κι εγώ, ένα θύμα του μάρκετινγκ και του καταναλωτισμού, που ενώ βρίζω για το πόσα βιβλία κυκλοφορούν, δεν χάνω την ευκαιρία να ρωτήσω στον εκάστοτε εκδοτικό οίκο ποια βιβλία σκοπεύουν να κυκλοφορήσουν στο άμεσο μέλλον, σε μια διαρκή διευθέτηση και αναδιοργάνωση της στοίβας με τα προσεχώς και τις προσδοκίες. Δεν προλαβαίνουμε να διαβάσουμε τα βιβλία που θέλουμε να διαβάσουμε, πόσο μάλλον να διαβάσουμε βιβλία που κάποτε θελήσαμε, και δεν προλάβαμε, να διαβάσουμε, για να μη μιλήσω για εκείνα τα βιβλία που έχουμε την πρόθεση να διαβάσουμε ξανά κάποια στιγμή.

Ο Γκράχαμ Σουίφτ είναι ένας σημαντικός λογοτέχνης του καιρού μας, γεννημένος το 1949, που δεν είμαι σίγουρος για το πόσο χαίρει εκτίμησης στην πλατιά μάζα του εγχώριου αναγνωστικού κοινού. Κρίνοντας από τις αντιδράσεις στην ανάρτηση της φωτογραφίας της Υδάτινης χώρας στο πλαίσιο του Παρασκευή είναι όταν διαλέγεις το επόμενο βιβλίο, είναι περισσότερο γνωστός απ' όσο θα πίστευα, αλλά ίσως λιγότερο γνωστός απ' όσο οι αντιδράσεις του ψηφιακού μου μικρόκοσμου έδειξαν. Δεν έχει και τόση σημασία ίσως.

Εκείνο που σίγουρα έχει σημασία είναι το γεγονός της ανάγνωσης ενός βιβλίου όπως αυτό, τη στιγμή που τα κύματα της εκδοτικής τρέλας των Χριστουγέννων ήδη γλείφουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Γιατί η ανάγνωση ενός βιβλίου εκτός εποχής προσφέρει, αν είναι καλό το βιβλίο, μια κάποιου είδους και πάντοτε καλοδεχούμενης αποκοπή από το υψηλής ταχύτητας παρόν.

Ένας ηλικιωμένος μεσήλικας καθηγητής ιστορίας στο τοπικό σχολείο βρίσκεται αντιμέτωπος με την αποπομπή, η αφορμή δόθηκε όταν η σύζυγός του έκλεψε ένα μωρό και το έφερε σπίτι δηλώνοντας πως της το χάρισε ο θεός. Ωστόσο, ο διευθυντής, εναρμονισμένος με το σύγχρονο πνεύμα της και καλά χρηστικής εκπαίδευσης, από καιρό σκεφτόταν να αφαιρέσει το μάθημα της ιστορίας από το πρόγραμμα σπουδών, ως κάτι που τίποτα δεν πρόσφερε, ίσως μόνο αποπροσανατολισμό από το επερχόμενο μέλλον το οποίο κάθε γενιά όταν αποφοιτούσε θα καλούταν να υπηρετήσει.

Το τι και το πώς είναι τα εργαλεία ενός ιστορικού, το μπέρδεμα εμφανίζεται όταν προκύπτει η ανάγκη για γιατί, όταν οι αναλογίες και οι αιτίες του παρόντος, μαζί με τον φόβο για το μέλλον, αναδύονται, τότε η πολιτική εμπλέκεται. Ο Σουίφτ έχει μια ιστορία να πει, την ιστορία του αφηγητή, ενός καθηγητή ιστορίας, που γεννήθηκε και έζησε σε ένα τοπίο υγρό και επίπεδο, ιστορία που, όπως κάθε ατομική ιστορία, πορεύεται χέρι με χέρι με τη μεγάλη, εκείνη που συχνά γράφεται με το γιώτα κεφαλαίο, ακόμα και αν τα υποκείμενα της ζωής δεν έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει στον κόσμο την κάθε δεδομένη στιγμή που η δική τους ιστορία δοκιμαζόταν και ανατρεπόταν, ξανά και ξανά.

Είναι μια πρώτη διαφορά του τότε και του τώρα, τότε ήταν δύσκολο να ξέρεις, τώρα είναι δύσκολο να μην ξέρεις, τότε αργούσες να μάθεις τι συμβαίνει, τώρα γρήγορα το ξεχνάς αφού κάτι άλλο συμβαίνει. Ο φόβος αναζωπυρώνεται διαρκώς.

Με μια περίτεχνη δομή, που πότε μοιάζει με μονόλογο σκέψης, πότε με εντός της τάξης παράδοξη παράδοση μαθήματος και πότε με μια κατ' ιδίαν συνάντηση με έναν μαθητή που διαρκώς προκαλεί τον καθηγητή, ρωτώντας και ζητώντας να μάθει το γιατί πρέπει να διδάσκεται την ιστορία, ο Σουίφτ, με θαυμαστή αφηγηματική άνεση, χειρίζεται ένα ογκώδες υλικό, διερχόμενος από αλλεπάλληλες αναλήψεις από το παρελθόν, που αρχικά παιδεύουν αλλά σύντομα αρχίζουν να φανερώνουν τη σημασία τους στο μεγάλο και φιλόδοξο κάδρο, για να παραδώσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα με την πατίνα του κλασικού.

Και αυτό το βιβλίο είναι εξαντλημένο. Μάλιστα.

υγ. Της Υδάτινης χώρας είχαν προηγηθεί: ο Τελευταίος γύρος (εδώ), το Αύριο (εδώ) και το Κυριακή της Μητέρας (εδώ). Έχει περάσει καιρός από το τελευταίο βιβλίο της Δημητρακάκη (ΤΙΝΑ, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, περισσότερα εδώ), σε κάθε αφιέρωμα για βιβλία που αναμένεται να κυκλοφορήσουν με αδημονία γυρεύω το όνομά της. Για κείμενα σχετικά με τα βιβλία της, μια αρχή μπορεί να γίνει από εδώ.

Μετάφραση Ερρίκος Μπελιές
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Wonderfuck - Katharina Volckmer

Το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Ποταμός), το πρώτο βιβλίο της γεννημένης το 1987 στη Γερμανία, Καταρίνα Φόλκμερ, που κυκλοφόρησε στα μέρη μας, γνώρισε μια σχετική εκδοτική επιτυχία μέσα από τον πλέον ασφαλή δρόμο, εκείνον της από στόμα σε στόμα διάδοσης. Δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Από τις εκδόσεις Στερέωμα και σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη κυκλοφόρησε πρόσφατα το Wonderfuck με την ωραία διασκευή του αρχικού εξωφύλλου.

Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Δεν μπορώ με ακρίβεια να προσδιορίσω τις αξιώσεις που κάτι τέτοιο με γέμισε και με ώθησε τελικά στην ανάγνωση, περισσότερο μια αίσθηση ήταν παρά μια στέρεη πεποίθηση. Όσο η κουήρ λογοτεχνία καταλαμβάνει τον χώρο που της αναλογεί, τόσο οι απαιτήσεις από αυτήν μεγαλώνουν, στην αρχή το διαφορετικό ήταν αρκετό, η κυκλοφορία και μόνο βιβλίων έξω από τον κανόνα του προνομίου ήταν μια πράξη έως και πολιτική, πλέον όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεχνικό κομμάτι, στον συνολικό μηχανισμό υποστήριξης της εκάστοτε ιστορίας, αλλά και στα συστατικά από τα οποία η ίδια η ιστορία αποτελείται, τις διαστάσεις και τα επίπεδα που θα της επιτρέπουν να απλώσει τα κλαδιά της σε μεγαλύτερη επιφάνεια.

Η Φόλκμερ επιστρατεύει έναν παντογνώστη αφηγητή για να μας εξιστορήσει μια μέρα από τη ζωή του Τζίμι, μια εργασιακή μέρα για την ακρίβεια, στο τηλεφωνικό κέντρο υποδοχής παραπόνων από πελάτες ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, σοβαρό ή γελοίο, δεν νιώθουν ικανοποιημένοι από το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών, κάτι άλλο πίστευαν πως είχαν πληρώσει. Ο Τζίμι γνωρίζει το προνόμιο του σε σχέση με τους συναδέλφους από το τμήμα πωλήσεων, εκείνος απλώς δέχεται κλήσεις, δεν ενοχλεί κανέναν επιχειρώντας να πουλήσει φανταχτερά και υπερκοστολογημένα πακέτα διακοπών. Κάτι είναι και αυτό.

Επαγγέλματα όπως αυτό της τηλεφωνικής εξυπηρέτησης βρίσκονται στον πυθμένα της εργασιακής πυραμίδας, υπάλληλοι που για τον έναν ή τον άλλον λόγο βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια συνθήκη εντατικοποίησης και πρεσαρίσματος, με στόχους άπιαστους, να αποτελούν το πρόσωπο της εταιρείας απέναντι στους πελάτες, υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν, να καθησυχάσουν, να απορροφήσουν την οργή και τον θυμό του πελάτη που νιώθει εξαπατημένος, ο τελευταίος τροχός της άμαξας, το εύκολο θύμα ώστε κάποιος να νιώσει αρκετά δυνατός, για μια φορά και εκείνος στη ζωή του, να καλέσει και να βάλει τις φωνές, να απειλήσει με το δώσε μου τον προϊστάμενο ή με μια κακή αξιολόγηση που σίγουρα θα οδηγήσει τον ανεπαρκή υπάλληλο πίσω στον πόλεμο της ανεργίας και της απόγνωσης.

Σε μια εποχή που τα ταξικά όρια διαρκώς διαφανοποιούνται για να εξαφανιστούν κάποια στιγμή οριστικά, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του αιωρούνται κάπου ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα, παρότι οι ίδιοι ίσως και να το αρνούνται, η έλξη του να δηλώνεις μεσαία τάξη είναι άλλωστε τεράστια και γοητευτική, ακόμα και αν, συνήθως, η πεποίθηση αυτή είναι αίολη, ένα κατασκεύασμα οικονομικοπολιτικό, όπου η φτώχεια είναι η χειρότερη δυνατή ασθένεια, επιπλέον κολλητική.

Η επιλογή της Φόλκμερ να καταπιαστεί με το εργασιακό ωράριο μιας μέρας του Τζίμι αποδεικνύεται καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Παρότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξυδερκής ή πρωτότυπη σκέψη, η εργασιακή πραγματικότητα που καταλαμβάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας της πλειοψηφίας των ατόμων δεν αποτυπώνεται λογοτεχνικά όσο της αναλογεί. Αυτή η επιλογή είναι που δίνει έναν έντονο και καθοριστικό ρεαλισμό, αλλά και αληθοφάνεια, στην ιστορία του Τζίμι, που μετακόμισε με τη μητέρα του από την Ιταλία στη Μεγάλη Βρετανία, αφήνοντας πίσω της μια ζωή, κυνηγώντας μια άλλη.

Η αποτύπωση του εργασιακού ζόφου επιτρέπει επιπλέον στον βαρυφορτωμένο με διάφορα προβλήματα Τζίμι να αναπνεύσει ως χαρακτήρας, να μην αποδειχτεί υπερβολικός, να μη γεννήσει στον αναγνώστη την αίσθηση πως εκβιάζεται συναισθηματικά, παγίδα πρόδηλη που ευτυχώς αποφεύγεται. Δίπλα του και πάνω του, συνάδελφοι και προϊστάμενοι, παρά τα όποια ψήγματα προνομίων, διαβιούν στις ίδιες συνθήκες, από απόσταση δεν μοιάζουν τόσο διαφορετικοί τελικά.

Η παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, έχοντας περάσει από διάφορες φάσεις και εποχές, εδώ ανανεώνεται, δεν είναι παρωχημένη, αλλά (δυστυχώς) παρούσα και γνώριμη. Οι παθογένειες του σύγχρονου τρόπου ζωής, ακόμα και για εκείνους που με τίποτα δεν θα τον άλλαζαν με μια πρότερη εκδοχή του, είναι χειροπιαστές και συγκεκριμένες. Η συναισθηματική μοναξιά, το εργασιακό αδιέξοδο, οι οικογενειακές σχέσεις, η υποχρέωση στην προσωπική πλήρωση, βελτίωση και ευτυχία, μεταξύ άλλων, είναι εδώ, βασικά συστατικά της ύπαρξης, της σημερινής αγωνίας.

Και αν ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός και εντός εργασιακού ωραρίου, η Φόλκμερ με τρόπο λειτουργικό και σημαντικά υποστηρικτικό καταφεύγει στις αναλήψεις από το παρελθόν, συμπληρώνοντας τα κομμάτια του παζλ που το οκτάωρο αδυνατεί να φανερώσει. Αυτό το ανακάτεμα επιτείνει την αίσθηση χάους που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα, αυτή την διαρκώς άβολη συνθήκη, την έλλειψη της όποιας ηρεμίας, του χρόνο για μια ανάσα, για μια ψύχραιμη σκέψη που πιθανώς θα μπορούσε να αποδειχτεί σωτήρια για μια αλλαγή. Ασφυκτικό μα οικείο. Εκεί ρίχνει τη σπορά της η συγγραφέας, εκεί βλασταίνει και ανθίζει η ιστορία αυτή, στην ασφυξία.

Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Και από μια άποψη είναι κουήρ το μυθιστόρημα αυτό αφού ο Τζίμι είναι γκέι. Αλλά το Wonderfuck δεν εξαντλείται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό, είναι η αποτύπωση της ζωής μας, ακόμα και αν κάποιοι με περισσή μα αστήρικτη μάλλον αυτοπεποίθηση σκεφτούν: τι σχέση έχω εγώ με κάποιον όπως ο Τζίμι; τυφλωμένοι από ένα τυχαίο και μόνο σε σύγκριση με κάποιον όπως ο Τζίμι προνόμιο. Το Wonderfuck σίγουρα δεν είναι κατάλληλο για αναγνώστες που επιθυμούν να διαβάσουν κάτι όμορφο (γενικά και αόριστα), να ξεφύγουν (από πού και από τι), να ταξιδέψουν (η πιο άθλια περιγραφή αναγνωστικής επιθυμίας), ούτε είναι κατάλληλο για εκείνους που λατρεύουν τη βεβαιότητα και τη γυρεύουν στο (λογοτεχνικό) παρελθόν. Το Wonderfuck είναι ένα μυθιστόρημα σημερινό, είναι ο βρώμικος ρεαλισμός παρά το γκλίτερ και το έντονο κραγιόν, είναι ο ρομαντισμός σε μια εποχή απομάγευσης των πάντων, είναι το τέλος του μήνα που σε βρίσκει χωρίς λεφτά και σε υποχρεώνει να ανέχεσαι πράγματα και συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα σε είχαν οδηγήσει απλώς στην έξοδο με το μεσαίο δάκτυλο υψωμένο προς τα πίσω.

Το πρόβλημα του Τζίμι δεν είναι πως είναι γκέι. Το πρόβλημά του είναι πως είναι φτωχός και μόνος, πως ζει ακόμα με τη μητέρα του και σκέφτεται τον θάνατό της ως σωτηρία, πως έχει μια σκατοδουλειά και διόλου αυτοπεποίθηση πως κάτι τέτοιο δεν του αξίζει, πως κάτι καλύτερο μπορεί να παρουσιαστεί, πως δεν μπορεί καν να φανταστεί το μέλλον του, όχι με χρώματα τουλάχιστον.

Το Wonderfuck είναι τόσο ρεαλιστικό και σύγχρονο που οι κραυγές που το συνθέτουν δεν ακούγονται παράφωνες και ψεύτικες, εργαλεία άσκησης συναισθηματικής χειραγώγησης. Ο Τζίμι είναι αληθινός, τα προβλήματά του είναι αληθινά, η ζωή του είναι αληθινή, και οικεία, το είπαμε κιόλας αυτό. Η Φόλκμερ ωστόσο δεν καταθέτει απλώς μια σύγχρονη και ρεαλιστική λογοτεχνία χωρίς αξιώσεις λογοτεχνικές, δεν αρκείται στην ιστορία της, στο συναισθηματικό της εκτόπισμα, στη σχεδόν ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση της εκεί έξω συνθήκης. Και είναι η δεξιοτεχνία της, που κυρίως φαίνεται στο πάντρεμα του τώρα με τις αναλήψεις του χτες, η οξυδερκής ματιά της στον κόσμο γύρω της, η καλή πρόζα, που, μεταξύ άλλων, γεννούν στον αναγνώστη αυτό το αντιστικτικό συναίσθημα πως διαβάζει για κάτι τρομακτικό λόγω του ρεαλισμού που του κόβει την ανάσα και τον ωθεί να αποστρέψει το βλέμμα και όμως, ταυτόχρονα, διαβάζει κάτι όμορφα και καλά γραμμένο που τον έλκει και τον «υποχρεώνει» να συνεχίσει.

Πρόσφατα διάβασα τα δύο βιβλία του Ντ. Χάντερ (Chav & Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας). Αν εκείνος μας μιλάει για τους αόρατους, η Φόλκμερ, έστω και χωρίς το αυτομυθοπλαστικό όχημα, μας μιλάει για ορατούς αόρατους, που το προνόμιο τους ελάχιστη ισχύ έχει.

Πέρα από κάθε προσδοκία υπήρξε η ανάγνωση αυτή. Σύντομα θα επιδιώξω να διαβάσω και το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί.

υγ. Για τα βιβλία του Χάντερ, εδώ.

Μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Στερέωμα 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Γεννιέται ο κόσμος - Βάσια Τζανακάρη

 
«Give me the first six months of love
before the truth comes spilling out
before you open yor big mouth»

 

«Γεννιέται ο κόσμος, όταν φιλιούνται δυο», λέει ο στίχος. Στο βιβλίο της Τζανακάρη, το πρώτο μισό, ως τίτλος, συνομιλεί με το εξώφυλλο δια χειρός Στέφανου Ρόκου και τον συμπληρώνει. Μια από τις λειτουργίες της τέχνης του λόγου είναι το συναίσθημα πως κάποιος που δεν σε γνωρίζει αποτύπωσε λεκτικά κάτι που το νιώθεις οικείο, κάτι που ως τότε παρέμενε μέσα σου ως μια απροσδιόριστη και ίσως όχι ορατή αίσθηση, οι λέξεις μπήκαν στη σειρά. Ανάδυση. Η Τζανακάρη εξαρχής αποδέχεται και συνηγορεί σ' αυτό, η γραμματεία του έρωτα είναι εκτενής. Ο στίχος της αποκάλυψε κάτι που ένιωσε ή της προλόγισε κάτι. Γεννιέται το βιβλίο.

Παρακολουθώ από το 2013 το έργο της Τζανακάρη, αναφέρομαι στο συγγραφικό, αφήνοντας έξω το μεταφραστικό, και κάθε φορά μου επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμηση πως το έργο της με αφορά, η ικανότητά της να αφηγείται μια σύγχρονη ιστορία που λαμβάνει χώρα κάπου εδώ γύρω. Ίσως να παίζει καθοριστικό ρόλο και το γεγονός πως ανήκουμε στην ίδια γενιά. Παρεμφερείς προσλαμβάνουσες, παραπλήσιο πλαίσιο, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ελπίδες και φόβοι. Η συγχρονία, αλλά και η συντοπία, είναι σημαντικές μεταβλητές στη λογοτεχνία που αναζητώ, το συναίσθημα πως κάποιος που ζει λίγα μέτρα μακριά σου και κινείται στους ίδιους δρόμους, παρατηρεί και γράφει, με εντυπωσιάζει, σαν η δυνατότητα της επιβεβαίωσης, ναι, έτσι έχουν τα πράγματα, ή της έκπληξης, καλέ αυτό ήταν εκεί και δεν το είχα ποτέ παρατηρήσει, να προσδίδουν περαιτέρω κοινό εμβαδό μεταξύ της εκάστοτε ιστορίας και της δικής μου εμπειρίας έξω από την ανάγνωση.

Η Τζανακάρη γράφει μια σύγχρονη ποπ λογοτεχνία που αν ήταν μεταφρασμένη θα τύγχανε μεγαλύτερης προσοχής θεωρώ, δεν θα άλλαζε τη λογοτεχνική ιστορία, δεν θα ανέτρεπε τα πάντα, αλλά θα ήταν μια καλή εκδοχή μιας λογοτεχνίας ευπώλητης, φρέσκιας και τίμιας. Ίσως αν δεν ήταν γυναίκα, επίσης. Μια διαδεδομένη παρεξήγηση ταυτίζει το ποπ με το αφελές και το εκτός κλίματος χαζοχαρούμενο. Δυστυχώς δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι σε κάποιον που αρνείται να το δει, που έχει οικοδομήσει μεγάλο μέρος της προσωπικότητάς του πάνω στη συντήρηση, πάνω σε εμμονές άκαμπτες. Δεν πειράζει.

Το Γεννιέται ο κόσμος πρώτα και κύρια (μου) υπενθυμίζει την ανάγκη για ακόμα μια ιστορία αγάπης. Αυτές και αν έχουν ειπωθεί. Δεν έχουν ωστόσο εξαντληθεί. Όχι μόνο γιατί είναι μια κατάσταση προσωπική και επομένως υποκειμενική και ως ένα βαθμό μοναδική, αλλά και γιατί το πλαίσιο μεταβάλλεται. Ο έρωτας, όπως και κάθε συναίσθημα, καθορίζεται και διαφοροποιείται από το μικρό ή το μεγάλο περιβάλλον εντός του οποίου φύεται. Ανάμεσα στο αόριστο και άπιαστο συναίσθημα που κατακλύζει και την παραδομένη θεωρία του έρωτα, γεμάτη από βεβαιότητες και στερεότυπα, αλλά και πρώτο στη λίστα με την κατηγορία της αφέλειας, η αιχμή της απομάγευσης, έρωτες και κουραφέξαλα, συνήθως ακούμε να λένε διάφοροι, υπάρχει εκείνος ο χώρος που η τέχνη και η έμπνευση καταλαμβάνουν, σε όσους έχουν την ικανότητα, και ας μην το γνώριζαν από τα πριν, να λεκτικοποιήσουν αυτό που νιώθουν, να το παρατηρήσουν και να του δώσουν σχήμα και μορφή, με προσδιορισμούς και παρομοιώσεις, μεταξύ άλλων. Και, ενίοτε, ύστερα συμβαίνει το παραπάνω, διαβάζεις κάτι και λες ναι, αυτό νιώθω, έτσι είναι, όπως τα λέει.

Το Γεννιέται ο κόσμος είναι ένα ερωτικό γράμμα προς το υποκείμενο του έρωτα της αφηγήτριας, προς εκείνον με τον οποίο πέρασαν τόσα χρόνια πάνω στη γη πριν να συναντηθούν τυχαία ένα βράδυ σε κάποιο άσημο τσιπουράδικο. Η υπερβολή εδώ είναι καλοδεχούμενη, ίσως και αναγκαία, δεν υπάρχει χωρίς αυτή ερωτική ιστορία, αναλογιστείτε την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας μιας από τις πλέον αρχετυπικές ιστορίες αγάπης. Δεν μπορεί κανείς να κρίνει λογοτεχνικά την υπερβολή αυτή, το συναίσθημα, τις εικόνες που το μυαλό του ερωτευμένου κατασκευάζει και επικοινωνεί. Ειδικά όταν αυτή η επικοινωνία έχει έναν συγκεκριμένο παραλήπτη, όταν ο αναγνώστης νιώθει το προνόμιο ή την άβολη συνθήκη να είναι παρών και να διαβάζει λαθραία κάτι που δεν είναι για εκείνον.

Σε μια εποχή που το αυτομυθοπλαστικό ολοένα και κυριαρχεί και η υποδοχή του, δυστυχώς, για κάποιους γίνεται με όρους αντικειμενικής αλήθειας, σαν να πρόκειται για ένα κείμενο ιστορικό που οφείλει να είναι πιστό και αντικειμενικό απέναντι στα γεγονότα, που με μεγεθυντικό φακό αναζητείται η αλήθεια με το άλφα κεφαλαίο, αφήνοντας παράμερα το ίδιο το κείμενο, την ίδια την ιστορία, το συναίσθημα, τις λογοτεχνικές αρετές. Δεν με νοιάζει αν η Τζανακάρη βίωσε ή βιώνει αυτόν τον έρωτα, καθόλου δεν με νοιάζει, δεν έχει κάποιο νόημα μια πιθανή αυθεντικότητα, κάθε τι που αφηγούμαστε, άλλωστε, από τη στιγμή που περνά από το γλωσσικό όργανο μετατρέπεται πάραυτα σε μυθοπλασία, το παρελθόν μας το ίδιο όταν εμείς το επισκεπτόμαστε γίνεται λογοτεχνία, εκεί βρίσκονται οι αβεβαιότητες που μετατρέψαμε σε βεβαιότητες ώστε να προχωρήσουμε στη σύνθεση αυτού που αυτή την ελάχιστη στιγμή πιστεύουμε ως εγώ.

Και είστε καλοδεχούμενοι να πείτε: και τι με νοιάζει εμένα η ερωτική επιστολή μιας ερωτευμένης γυναίκας; Μαζί σας.

Αν είναι μια φορά δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς, να πείσει αν προτιμάτε, κάποιον με τεχνικούς όρους και λογοτεχνικές περιγραφές να διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο, επιχειρώντας να προεξοφλήσει το γεγονός πως και εκείνος θα διακρίνει και θα αισθανθεί τη σημαντικότητά του, όπως ο αυτοανακηρυγμένος λογοτεχνικός ευαγγελιστής, τότε αντιλαμβάνεστε πως μάλλον είναι απίθανο να πείσει κανείς κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο όπως αυτό, που πρώτα και κύρια βασίζεται στο συναίσθημα, στην υπερβολή και τη στερεοτυπία του έρωτα, παρότι είπαμε ήδη και ίσως και να συμφωνήσαμε, ποιος ξέρει;, πως ο έρωτας είναι μια συνθήκη προσωπική και υποκειμενική, παρά το κοινό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε.

Και διόλου δουλειά μου δεν είναι να πείσω.

Το Γεννιέται ο κόσμος έχει μια ειλικρίνεια, παρότι κάτι τέτοιο μοιάζει και είναι εξόχως παρακινδυνευμένο να λεχθεί, είναι ένα συναίσθημα δύσκολο να μεταφερθεί, αντίστοιχα δύσκολο με τη διαδικασία λεκτικοποίιησης του ίδιου του έρωτα. Έχει, υπονόησα ή είπα και προηγουμένως, μια συγχρονία και μια ακόλουθη συντοπία, που προσφέρει μια βάση κοινής εμπειρίας επί της οποίας χτίζεται το οικοδόμημα αυτό. Έχει και κάτι το επαναστατικό. Εξαιτίας της εποχής. Αλλά και εξαιτίας της χρονικής ταύτισης ανάμεσα στο συναίσθημα και τη γραφή. Η αφηγήτρια παίρνει το ρίσκο να φανερώσει τα χαρτιά της τώρα και όχι στην ασφάλεια του μέλλοντος έναντι του παρελθόντος. Δεν είναι μια παλιά ιστορία, ένα οικοδόμημα που κατέπεσε. Και ας καταπέσει την επόμενη στιγμή. Η μπεκετική προτροπή θα είναι διαχρονικά επίκαιρη.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Τζόνι και Λούλου, περισσότερα εδώ, Αδελφικό, περισσότερα εδώ.

Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Μελέτη περίπτωσης - Graeme Macrae Burnet

Πριν από έξι χρόνια, διάβασα και απόλαυσα Το ματωμένο του έργο τού, άγνωστου ως τότε σε μένα, Γκρέαμ Μακρέι Μπερνέτ, γεννημένου στη Σκοτία το 1967. Στο μυθιστόρημα εκείνο ο Μπερνέτ, στον ρόλο του αφηγητή-ερευνητή, μεταφέρει τον αναγνώστη στα Χάιλαντς του 19ου αιώνα, με αφορμή ένα τριπλό φονικό και τη δίκη που ακολούθησε, για να διηγηθεί μια ιστορία με τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη της δίκης, αλλά κυρίως για τις συνθήκες διαβίωσης σε εκείνη την απομακρυσμένη περιοχή, όπου η ζωή ήταν ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, η γη ανήκε σε έναν μεγαλογαιοκτήμονα, η εκπαίδευση ήταν αχρείαστη πολυτέλεια, οι βεντέτες κάτι συνηθισμένο και η πατρική εξουσία απόλυτη, χωρίς να παραλείψει κανείς να αναφερθεί στις επικρατούσες δεισιδαιμονίες, την ισχύ της εκκλησίας και τη σεξουαλική καταπίεση. 

Άγνωστες οι βουλές του αναγνωστικού κοινού αλλά και της συγκυρίας, το μυθιστόρημα εκείνο δεν γνώρισε και την πιο ένθερμη υποδοχή, παρότι, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, ένα αντίστοιχης ατμόσφαιρας βιβλίο, ο λόγος για Τα έθιμα ταφής, διαβάστηκε με ενθουσιασμό και βρέθηκε για καιρό στα πλέον ευπώλητα μυθιστορήματα μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Έκανα τον πρόλογο αυτό για να πω πως περίμενα με ενδιαφέρον κάποιο επόμενο βιβλίο του Μπερνέτ στα ελληνικά, φοβούμενος μήπως η χλιαρή υποδοχή εκείνου του πρώτου μυθιστορήματος αποθάρρυνε τον εκδοτικό οίκο. Όμως, όχι! Πρόσφατα σχετικά κυκλοφόρησε η Μελέτη περίπτωσης.

Στον, οργανικά ενταγμένο στο μυθιστόρημα, πρόλογο ο συγγραφέας πληροφορεί τον αναγνώστη πως κάποιος άγνωστος σε εκείνον επικοινώνησε μαζί του για να τον πληροφορήσει πως, ύστερα από το θάνατο μιας συγγενούς του, είχαν πέσει στα χέρια του κάποια τετράδια που αναφέρονταν στην εμπειρία της συγγραφέως στο δωμάτιο του αμφιλεγόμενου ψυχοθεραπευτή Κόλινς Μπρέιθγουεϊτ. Για τον Μπερνέτ, ο Μπρέιθγουεϊτ αποτέλεσε για καιρό αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας, γεγονός το οποίο κατέστησε άκρως ιντριγκαδόρικη την ύπαρξη αυτών των τετραδίων ασχέτως αν διατηρούσε επιφυλάξεις σχετικά με την εγκυρότητά τους. Το εύρημα της ύπαρξης ενός χειρογράφου που πέφτει στα χέρια του συγγραφέα είναι αρκετά παλιό και σύνηθες, για μένα ως αναγνώστη πάντοτε δελεαστικό ως ύπαρξη, παρότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι ενθουσιώδεις προσδοκίες που αυτό γέννησε δεν ικανοποιήθηκαν εντέλει.

Στα τετράδια της άγνωστης συγγραφέως, ο Μπερνέτ ενσωματώνει και παρεμβάλλει βιογραφικά αποσπάσματα σχετικά με τη ζωή του Μπρέιθγουεϊτ. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικό και καθοριστικό για τη σύλληψη και οικοδόμηση αυτού του απολαυστικού μυθιστορήματος που μας μεταφέρει στο Λονδίνο της δεκαετίας του '60, όταν πια ήδη είχε γίνει σύνηθες η επίσκεψη στο δωμάτιο της ψυχοθεραπείας, την ώρα που η αντικουλτούρα επιτελούσε τον καθοριστικό της ρόλο στη διαμόρφωση όχι μόνο του πολιτισμικού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου.

Η συντάκτρια των τετραδίων θα αποφασίσει να επισκεφθεί ως πελάτισσα το ιατρείο του Μπρέιθγουεϊτ πιστεύοντας πως η υπόθεση της αδερφής της, της Βερόνικα, που αυτοκτόνησε και  που για καιρό τον συναντούσε ως ειδικό ψυχικής υγείας, είχε γίνει περιστατικό με το όνομα Ντόροθυ, με αλλαγμένα κάπως τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, σ' ένα από τα διάσημα βιβλία που εκείνος εξέδωσε. Θα επινοήσει μια διαφορετική ταυτότητα, εκείνη της Ρεβέκκα Σμάιθ, και όχι Σμιθ, όπως θα έσπευδε σε κάθε αφορμή να διευκρινίσει, ελπίζοντας να τον παραπλανήσει και να μην αντιληφθεί πως είναι η αδερφή της, έτσι ώστε να μπορέσει, με την πρώτη ευκαιρία, να ψαχουλέψει στους φακέλους με τα περιστατικά του για να επιβεβαιώσει τις υποψίες της. Εκείνος θα αποδειχτεί ωστόσο ένας ικανός αντίπαλος.

Σε αυτή την ευφυή μυθοπλαστική κατασκευή, ο Μπερνέτ, με την τρομερή αφηγηματική άνεση και την έκδηλη ικανότητα στη διαχείριση μιας σύνθετης πρώτης ύλης που τον διακρίνει, θα πετύχει σε μεγάλο βαθμό τις επιδιώξεις του, με κύρια εκείνη της παιγνιώδους, αλλά όχι ελαφριάς, διάθεσης που επιθυμεί και καταφέρνει να διαπνέει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος αυτού, προσφέροντας γενναιόδωρα μια ιλιγγιώδη ανάγνωση, χωρίς να παραμένει εγκλωβισμένος στην ίδια του την ιστορία, αλλά χρησιμοποιώντας τη συνολική κατασκευή με τέτοιο τρόπο που κατορθώνει να την υπερβεί, αποτυπώνοντας συνολικά εκείνη την ενδιαφέρουσα και σκληρή, όπως κάθε εποχή, εποχή, τη γεμάτη από ετερόκλητες ζυμώσεις. Αλλά, και πέρα από την χρονική εκείνη περίοδο, να αναφερθεί, έστω και πλάγια διαμέσου της μυθοπλαστικής οδού, σε ζητήματα ακόμα και σήμερα, ή ιδιαιτέρως σήμερα, επίκαιρα, που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, το σκοτεινό πλαίσιο που την χαρακτηρίζει, καθώς μοιάζει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο επάγγελμα, ένα ξέφραγο αμπέλι για τον κάθε επίδοξο σύμβουλο ή ειδικό, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το εκάστοτε θύμα του.

Και αν η σύλληψη και εμψύχωση της Ρεβέκκας Σμάιθ δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερης μνείας συγγραφικό παράσημο, παρότι εκείνη αργά και σταθερά χάνεται ανάμεσα στον πραγματικό και επινοημένο εαυτό της, ο χαρακτήρας του Μπρέιθγουεϊτ, παρέα με όλα τα εργοβιογραφικά συστατικά του, σίγουρα αποτελεί ένα παράσημο στο πέτο του Μπερνέτ, λειτουργώντας ως ο κεντρικός άξονας περιστροφής γι' αυτό το ωραίο μυθιστόρημα, χαρακτήρας που αποτυπώνει υπέροχα την έννοια του αμφιλεγόμενου και προκαλεί τα ανάμεικτα συναισθήματα τόσο όσων τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν αλλά και του ίδιου του αναγνώστη, που ποτέ δεν είναι σίγουρος αν πρόκειται για μια ιδιοφυΐα ή για έναν απατεώνα που εκμεταλλεύεται τους εύπιστους ασθενείς του. Αλλά και παραπέρα, ο Μπερνέτ πετυχαίνει μέσω του Μπρέιθγουεϊτ να αποτυπώσει τον εν γένει αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του επαγγέλματος και της επιστήμης της ψυχολογίας αλλά και της ψυχιατρικής, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη, αλλά για τον αναγνώστη αδιάφορη, θέση υπέρ ή κατά, παρότι από τον τίτλο που επιλέγει για το μυθιστόρημά του, Μελέτη περίπτωσης, μοιάζει να ενστερνίζεται τη μοναδικότητα του κάθε περιστατικού, την απουσία, δηλαδή, μιας ξεκάθαρης και γενικευμένης θεωρίας και άρα και θεραπείας. Και αυτή η μοναδικότητα του κάθε ατόμου βρίσκεται ανέκαθεν ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της επιβεβλημένης κανονικότητας που την καθιστά ευάλωτη και της ψυχοθεραπείας που συχνά αδυνατεί να τη διακρίνει και να τη φροντίσει.

Η Μελέτη περίπτωσης είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρά τον ιδιαιτέρως εγκεφαλικό, σε όλες τις εκφάνσεις, χαρακτήρα του. Ο Μπερνέτ καταφέρνει και εδώ να αναμείξει την επινοημένη πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, χωρίς αυτό να μοιάζει με μανιέρα ευκολίας, αλλά, μάλλον, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγγραφικής του ματιάς.

Θα επαναληφθώ: ελπίζω κάποια στιγμή να κυκλοφορήσει και κάποιο άλλο από τα βιβλία του Σκοτσέζου συγγραφέα.

υγ. Για Το ματωμένο του έργο έγραφα αυτά εδώ, ενώ για τα Έθιμα ταφής εδώ.

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Εκείνοι που δεν έφυγαν - Αταλάντη Ευριπίδου

Την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου αυτού δέχτηκα μηνύματα παρότρυνσης ανάγνωσης από τρεις αναγνώστες που εκτιμώ. Δεν γνώριζα την Αταλάντη Ευριπίδου, ίσως γιατί δεν τριγυρνώ στις ψηφιακές γειτονιές της ευρύτερης επιστημονικής φαντασίας ή της λογοτεχνίας του τρόμου. Έλαβα ωστόσο σοβαρά τις υποδείξεις. Στις εκλεκτές γνωριμίες άλλωστε οφείλω μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης, η πλήρης εποπτεία της λογοτεχνικής παραγωγής είναι μάλλον αδύνατη.

Μπορεί και να διάβαζα αυτή τη συλλογή διηγημάτων, μπορεί και όχι. Αν το έκανα θα ήταν ένας συνδυασμός συγκυρίας και επιθυμίας για (υποψήφια) καλή εγχώρια λογοτεχνία, αν όχι τότε αυτό μάλλον θα οφειλόταν στο γεγονός πως το folk horror δεν είναι ακριβώς του γούστου μου, παρότι έχω διαβάσει κάποια πολύ καλά βιβλία. Θέλω να πιστεύω πως με διακρίνει μια διάθεση για αναγνωστικές δοκιμές έξω από τη ζώνη ασφαλείας μου, μπορεί ίσως απλώς να επιθυμώ να το πιστεύω, αφού κάτι τέτοιο ντοπάρει την (αναγνωστική) γαματοσύνη μου.

Διαβάζοντας κανείς τη συλλογή αυτή μπορεί γρήγορα και με σχετική ασφάλεια να διακρίνει πως το νήμα συνοχής μεταξύ των διηγημάτων δεν εξαντλείται στην ειδολογική τους συγγένεια, αλλά διαθέτει ικανή ποσότητα προσωπικού ύφους, παρότι έχουμε να κάνουμε με μια πρωτόλεια λογοτεχνική απόπειρα. Το γεγονός πως διηγήματα της Ευριπίδου είχαν ήδη δημοσιευτεί αριστερά δεξιά επιτείνει τη δυσκολία για συνοχή και δικαιολόγηση της παρουσίας των συγκεκριμένων διηγημάτων στο πλαίσιο μιας συλλογής.

Στις σημειώσεις της συγγραφέως που συνοδεύουν την έκδοση επιβεβαιώθηκε η υποψία πως οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικής έμπνευσης αλλά υλικό αντλημένο από προφορικές και λαογραφικές πηγές. Υπό διαφορετικές συνθήκες μεταφοράς τους στο χαρτί, αυτό θα ήταν κάτι το αρνητικό, ένας από τους λόγους που με κρατούν σε απόσταση από το συγκεκριμένο είδος. Εδώ, όμως, η Ευριπίδου πετυχαίνει να οικειοποιηθεί τις ιστορίες αυτές, όχι να τις κλέψει και να τις σφετεριστεί, αλλά να τις φέρει στα λογοτεχνικά της μέτρα, να τις μετατρέψει από προφορικό σε γραπτό λόγο, να τους προσθέσει τα στοιχεία εκείνα που θα τους επιτρέψει να σταθούν λογοτεχνικά.

Ακόμα ένας κίνδυνος καραδοκεί εδώ, η παραποίηση. Δεν αναφέρομαι σε πιθανή διαστρέβλωση της γραπτής έναντι της προφορικής εκδοχής των ιστοριών αυτών. Αυτό διόλου δεν απασχολεί. Εκείνο που έχω κατά νου ως ένα εμπόδιο που η συγγραφέας υπερπήδησε είναι το γλωσσικό και άρα και υφολογικό βαρυφόρτωμα. Θεωρώ πως η χρήση κάποιων παρωχημένων ή τραβηγμένων λέξεων ή φράσεων είναι σύμφυτη με το είδος του λαϊκού τρόμου, του μεταφυσικού χαρακτήρα, της παραβολικής ή συμβολικής διάστασης της κάθε ιστορίας, ωστόσο, όπως συμβαίνει, η χρήση και η κατάχρηση είναι μόλις τέσσερα γράμματα μακριά. Οι σειρήνες με το τραγούδι τους επιθυμούν να δελεάσουν και να εκτρέψουν τη συγγραφική ρότα. Η Ευριπίδου ωστόσο δεν υποκύπτει.

Η διαδοχή των διηγημάτων ακολουθεί μια χρονική σειρά, από την οθωμανική κατοχή μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Για λόγους καθαρά προσωπικού γούστου, όσο οι ιστορίες πλησιάζουν στη συγχρονία, τόσο περισσότερο μου άρεσαν, τόσο περισσότερο ένιωθα να με αφορούν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, τόσο η συναισθηματική μου εμπλοκή μεγάλωνε και κατά συνέπεια και η απόλαυση που αντλούσα από την ανάγνωση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μου άφησε μια γεύση ανισότητας μεταξύ των διηγημάτων και αυτό σίγουρα οφείλεται στην αρτιότητα. Γιατί άλλο είναι το προσωπικό και υποκειμενικό μου αρέσει/δεν μου αρέσει και άλλο το είναι/δεν είναι καλή λογοτεχνία.

Παρά την υφολογική συνοχή, η Ευριπίδου δεν μοιάζει να γυρεύει ανάπαυση σε μια μανιέρα, αλλά δοκιμάζει κάποια φιλόδοξα αφηγηματικά ευρήματα, κάποια στο όριο του μεταμοντέρνου, μια, παρότι αντιστικτική, ενδιαφέρουσα επιλογή που προσδίδει περαιτέρω διαστάσεις στις ιστορίες αυτές, ένα αντίβαρο στη στερεοτυπία που ως επί το πλείστον διακρίνει τέτοιου είδους αφηγήσεις λαογραφικής κληρονομιάς, που συχνά, στα μάτια μου, τις κάνει να μοιάζουν κάπως παρωχημένες στην αφηγηματική συγχρονία και τις κορυφές που η γραφή δοκιμάζει να πατήσει. Αυτό δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο να συμβεί, η Ευριπίδου δοκιμάζει αυτά τα βήματα με σύνεση και προσοχή υποψιασμένη για τον κίνδυνο που ελοχεύει στον πειραματισμό, την απώλεια, μεταξύ άλλων, του ελέγχου. 

Καθόλου πρωτότυπα θα πω πως περιμένω με ενδιαφέρον τα επόμενα βήματα της Ευριπίδου, τον δρόμο που θα διαλέξει, το όχημα μεταφοράς που θα επιλέξει, την ειδολογική επιμονή ή τη δοκιμή σε νέες εκτάσεις. Πιθανότατα δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος για να προσδιορίσω την ειδολογική αξία του Εκείνοι που δεν έφυγαν, λόγω έλλειψης της σχετικής σκευής, όμως με βεβαιότητα μπορώ να πω: παρότι δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου αυτή η λογοτεχνική πτυχή, απόλαυσα το βιβλίο αυτό.

υγ. Ο δαίμων του τυπογραφείου, αυτό το τέρας, που από την εποχή του Γουτεμβέργιου ξέρει να φυλάγεται καλά και γεννά εφιάλτες σε όσους εμπλέκονται στην έντυπη παραγωγή, κατάφερε να παρεισφρήσει, ίσως για να μας υπενθυμίσει πως ο τρόμος, παρά τον ορθολογισμό που πιστεύουμε πως με σύνεση και προσοχή έχουμε οικοδομήσει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να δεχτεί ικανό πλήγμα, η δοξασία να μετατραπεί σε εφιάλτη.

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Στραβό αλέτρι - Itamar Vieira Junior

Υπάρχει μια φαινομενική δυσαναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της Βραζιλίας και της λογοτεχνίας που φτάνει εξ αυτής μεταφρασμένη στη χώρα μας, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς το τι συμβαίνει με τις λοιπές λατινοαμερικάνικες χώρες. Στα τέλη της προηγούμενης και στις αρχές της τρέχουσας χρονιάς, ένα κενό καλύφθηκε με την κυκλοφορία, σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά, των δύο έργων του σημαντικού Ραντουάν Νασσάρ. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Αίολος και σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα, κυκλοφόρησε το Στραβό αλέτρι, του Ίταμαρ Βιέιρα Ζούνιορ, που κατάφερε να συμπεριληφθεί στην τελική λίστα των υποψήφιων βιβλίων για το Βραβείο Booker International για την περασμένη χρονιά.

Είναι μια ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν, όταν, παρότι η δουλεία είχε δια νόμου καταργηθεί, ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού συνέχισε να ζει σε συνθήκες σχεδόν πλήρους στέρησης δικαιωμάτων, δουλεύοντας από ανατολή σε δύση, από Κυριακή σε Κυριακή, για λογαριασμό πλούσιων γαιοκτημόνων, που μόνο ως επισκέπτες και εισπράκτορες της παραχθείσας υπεραξίας καταδέχονταν να επισκεφθούν την ύπαιθρο εγκαταλείποντας για λίγο την αστική τους καθημερινότητα.

Δύο αδερφές, η Μπιμπιάνα και η Μπελονίζια, γεννημένες στην Άγκουα Νέγρα, θα βρουν στη βαλίτσα της γιαγιάς τους, ανάμεσα σε άλλα μικροπράγματα, ένα εντυπωσιακό μαχαίρι με λαβή από ελεφαντόδοντο. Η παιδική περιέργεια, εκδηλωμένη σε διάθεση για σκανταλιά, θα της οδηγήσει να δοκιμάσουν τη γεύση της κοφτερής λεπίδας στη γλώσσα τους. Η επίσκεψη στο νοσοκομείο, λεύγες μακριά από το αγρόκτημα, δεν θα γιατρέψει το κακό. Το ατύχημα θα καταστήσει μουγκή τη μια τους. Έτσι, η μια γίνεται η φωνή της άλλης, το δέσιμο μεταξύ τους γίνεται ακόμα πιο ισχυρό.

Χωρισμένο σε τρία μέρη, το μυθιστόρημα του γεννημένου το 1979 συγγραφέα συνομιλεί με αξιώσεις με τη λογοτεχνική παράδοση του μαγικού και του κοινωνικού ρεαλισμού, αποδεικνύοντας πως ο τρόπος διαχείρισης της –λογοτεχνικής– παράδοσης μπορεί να την καταστήσει επίκαιρη και όχι αναμασημένη τροφή. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που η πίστη στο μεταφυσικό στοιχείο είναι διάχυτη, πριν ο εκχριστιανισμός επικρατήσει ολοκληρωτικά στους απόκληρους της βραζιλιάνικης κοινωνίας, όταν οι ψυχές των γητεμένων συνέχιζαν να κυκλοφορούν και μετά τον θάνατό τους, όταν οι αρρώστιες αντιμετωπίζονταν με γιατροσόφια από βότανα, θυσίες και προσευχές, όταν η πρόσβαση στην παιδεία ήταν αδύνατη. Η ιστορία δεν περιορίζεται ωστόσο στα στενά όρια ενός παραμυθιού, αλλά διαθέτει τον απαραίτητο κοινωνικό ρεαλισμό, πετυχαίνοντας να αποτυπώσει με ευκρίνεια εκείνες τις άγονες ζωές.

Η παραγωγή καλής λογοτεχνίας, πρωτεύων συγγραφικός στόχος του Ίταμαρ Βιέιρα Ζούνιορ, δεν αποκλείει την ανάδειξη της πολιτικής διάστασης της ιστορίας αυτής, δεν την καλλωπίζει, δεν την αφήνει στη λήθη του παρελθόντος και στο περιθώριο της κυρίαρχης αφήγησης του προνομίου, χωρίς ωστόσο να εγκλωβίζεται σε μια, χωρίς λογοτεχνικό ενδιαφέρον, κοινωνιολογική και ανθρωπολογική δοκιμιακή γραφή. Πετυχαίνει έναν συνδυασμό δύσκολο σε σύλληψη και εκτέλεση, ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση, χωρίς να απουσιάζει η γεύση της σκόνης από το στόμα.

Πριν από μια δεκαετία περίπου, σε μετάφραση Γιώργου Ρούβαλη, είχε κυκλοφορήσει ένα σημαντικό βιβλίο σκληρού ρεαλισμού, το Άγονες ζωές του επίσης Βραζιλιάνου Γκρασιλιάνο Ράμος, στεγνό από όμορφες και εξωτικές περιγραφές, υπηρετώντας με απόλυτη προσήλωση τον τίτλο του. Στο επίκεντρο εκείνης της ιστορίας υπήρχε ως κύριο διακύβευμα, για ένα καλύτερο μέλλον, το ζήτημα της πρόσβασης στην παιδεία και της συλλογικής οργάνωσης. Το Στραβό αλέτρι αποτελεί έναν άξιο απόγονο εκείνου του βιβλίου, ενταγμένο ταυτόχρονα στο σύγχρονο πλαίσιο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με την μεταποικιακή, αλλά και φεμινιστική και κουήρ, λογοτεχνία, όπου η απελευθέρωση και η διεκδίκηση ενός καλύτερου αύριο δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.

Ωστόσο, ο συγγραφέας υπενθυμίζει διαρκώς, τοποθετώντας τις γυναίκες στο κέντρο της ιστορίας αυτής, πως ακόμα και εντός των πλέον απόκληρων υπάρχει μια ξεκάθαρη διαβάθμιση καταπίεσης, με τις γυναίκες, ήδη από μικρά κορίτσια, να αποτελούν θύματα της πατριαρχικής οργάνωσης –και αυτής– της κοινωνικής μικρογραφίας. Η κοινωνική θέση δεν δικαιολογεί και δεν αθωώνει εκ προοιμίου κανέναν και καμία από την κατηγορία της καταπίεσης και της βίας.

Το Στραβό αλέτρι είναι ένα ωραίο βιβλίο. Καλογραμμένο χωρίς να παραμορφώνει, ρεαλιστικό χωρίς να απολύει τη λογοτεχνική του αξία, ισόποσα σκληρό και ποιητικό, όπως το φυσικό περιβάλλον που το περιβάλλει. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί, και ίσως, ποιος ξέρει, να εντείνει το ενδιαφέρον προς τη βραζιλιάνικη λογοτεχνία.

υγ. Για τις Άγονες ζωές περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για τη νουβέλα του Ραντουάν Νασσάρ, Ένα ποτήρι οργή, εδώ, για το μυθιστόρημά του, Αρχαία καλλιέργεια, εδώ. Ενώ, μιλώντας για βραζιλιάνικη λογοτεχνία, δεν θα μπορούσε να λείπει το όνομα της υπέροχης Κλαρίσε Λισπέκτορ, για το Η ώρα του αστεριού περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Αίολος