Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Το γλυκό πεπρωμένο - Russell Banks

Δεν είναι λίγες οι φορές που με έχω ξεμπροστιάσει σχετικά με τις εκάστοτε και πολυποίκιλες προκαταλήψεις μου. Είναι ένας έμμεσος τρόπος αυτοβελτίωσης να νιώθεις ελαφρώς βλαξ εξωτερικεύοντας μια μύχια σκέψη· είναι ένα ξεβόλεμα, μια ρωγμή στην εξωτερική εικόνα, επίσης. Άλλη μια φορά: δεν θα διάβαζα το βιβλίο αυτό λόγω του εξωφύλλου του, παρότι στην είδηση του πρόσφατου θανάτου τού συγγραφέα με ιντρίγκαραν διάφορες σχετικές αναρτήσεις που πέρασαν από μπροστά μου. Θα διάβαζα ωστόσο το American Darling, σίγουρα θα το διάβαζα, η εμπιστοσύνη για την ξένη λογοτεχνία των εκδόσεων Πόλις είναι δεδομένη. Οι προκαταλήψεις δεν είναι πάντα αρνητικές. Ήταν όμως εξαντλημένο. Οι μέρες πέρασαν. Βρέθηκα με τον Κ. στο παζάρι βιβλίου της Κλαυθμώνος. Με ρώτησε αν έχω διαβάσει Μπανκς, είπα όχι και θέλησα να πω και τη σχετική ιστορία, δεν με άφησε να ολοκληρώσω και μου έβαλε το βιβλίο στα χέρια. Το πήρες, μου είπε. Ξάφνου, μια ακόμα ιστορία ανάγνωσης δημιουργήθηκε, μια ακόμα κατάρρευση προκαταλήψεων σημειώθηκε. Επιπλέον, η δεδομένη προκατάληψη εξαιτίας του εξωφύλλου ήρθε να προσδώσει περισσότερη ένταση στην απόλαυση που αντλώ όταν κάποιο άτομο μου προτείνει ένα βιβλίο με το βλέμμα να καίει από το πάθος της δικής του εμπειρίας.

Ένα τραγικό γεγονός θα συμβεί και θα ταράξει την καθημερινότητα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, βόρεια της Νέας Υόρκης, όταν το σχολικό λεωφορείο θα παρεκτραπεί της πορείας του με αποτέλεσμα αρκετοί μαθητές να βρουν τραγικό θάνατο ενώ κάποιοι άλλοι θα τραυματιστούν σοβαρά. Την επόμενη στιγμή, πριν ακόμα τα συνεργεία διάσωσης ολοκληρώσουν το έργο τους, η πόλη θα γεμίσει από δικηγόρους που μυρίστηκαν την ευκαιρία για μια αγωγή εκατομμυρίων. Τραγικό πρόσωπο του ατυχήματος η μέχρι πρότινος συμπαθής στην τοπική κοινωνία Ντολόρες Ντρίσκολ, που εκτελούσε για χρόνια χρέη σχολικού οδηγού, κάνοντας καθημερινά την ίδια διαδρομή. Η Ντολόρες είναι ανάμεσα στους διασωθέντες του ατυχήματος.

Ο Μπανκς δομεί έξυπνα την αφήγηση της ιστορίας, δίνοντας τον λόγο σε τέσσερα πρόσωπα του δράματος να πουν τη δική τους εκδοχή των γεγονότων. Η απουσία ενός παντογνώστη αφηγητή έρχεται να αναδείξει τον κυρίαρχο υποκειμενικό χαρακτήρα του ατυχήματος. Ο συγγραφέας στήνει με τρόπο αληθοφανή και δίνει ανθρώπινες διαστάσεις στα πρόσωπα, τα οποία και συστήνει ικανοποιητικά στον αναγνώστη μέσα από την αφήγηση της ιστορίας τού ατυχήματος και των όσων ακολούθησαν, μην αποφεύγοντας ωστόσο τις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν. Στον πυρήνα της αφήγησης υπάρχει ακριβώς αυτή η υποκειμενική διάσταση μιας τραγωδίας, πριν αυτή γίνει ένα ρεπορτάζ ή μια αγωγή κατά παντός υπευθύνου, όταν άνθρωποι με έμμεση, τυχαία και εγχρήματη σχέση με το γεγονός έρχονται και καταλαμβάνουν χώρο στο προσκήνιο παραμερίζοντας σε γωνιές αθέατες τους πραγματικούς συντελεστές, εκείνους τους επιζώντες των οποίων η ζωή ανατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη και που τα τραύματά τους δεν θα θρέψουν εντελώς ποτέ.

Ο τίτλος αποτυπώνει ευφυώς την τραγικότητα της ιστορίας αυτής, η ειρωνική και δεικτική χρήση του επίθετου γλυκό, σε συνδυασμό με τις συνυποδηλώσεις που η λέξη πεπρωμένο φέρει. Η αναπόφευκτη αντίδραση όλων των μερών του δράματος, ακόμα και εκείνων που ενοχλούν περισσότερο, υπόκεινται στη δύναμη του πεπρωμένου, τα πρόσωπα, μοιάζει να λέει ο Μπανκς, δρουν με τον αναμενόμενο τρόπο, με τον τρόπο που η καθημερινή ζωή τα έχει προγραμματίσει, σίγουρα δεν είναι όλα τα πρόσωπα υποδουλωμένα πλήρως στο πεπρωμένο τους, χωρίς προσωπική βούληση και θεώρηση της κατάστασης, αλλά η πλειοψηφία, εκείνο που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοινή γνώμη, είναι δεσμευμένη στο πεπρωμένο της. Γι' αυτό μίλησα παραπάνω για την κομβική σημασία της επιλογής μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Μόνο έτσι, η κοινή γνώμη αποτυπωμένη στη μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών δεν θα ενοχληθεί από τις αντιδράσεις των προσώπων, μόνο επειδή σέβεται το δράμα τους και η κοινωνική ευγένεια επιτάσσει την επίδειξη έστω και φαινομενικής ενσυναίσθησης κάτι το οποίο δεν θα συνέβαινε αν ένας παντογνώστης αφηγητής είχε αναλάβει την εκπροσώπησή τους. Επίσης, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις εκτρέπουν και τα ρέματα συναισθηματικής καθοδήγησης τα οποία αναμενόμενα διασχίζουν την πλοκή, μην αφήνοντάς τα να λιμνάσουν, μιας και η πρωταρχική και άμεση απεύθυνσή τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός, αποτελώντας στην ουσία τους μονολόγους. Έτσι, η ιστορία δεν βαραίνει βιασμένα και από επίκτητους και λάθος λόγους. Άλλωστε, αρκετό δράμα εμπεριέχει το τραγικό αυτό συμβάν από μόνο του.

Το γλυκό πεπρωμένο είναι ένα συναισθηματικά δύσκολο βιβλίο. Εδώ δεν υπάρχουν, όχι τουλάχιστον με απόλυτες έννοιες, καλοί και κακοί, έτσι ώστε ο αναγνώστης να διαλέξει στρατόπεδο και να στραφεί εναντίον των κακών. Η αληθινή ζωή και οι τραγωδίες της είναι πολύ πιο σύνθετες και περίπλοκες από ό,τι συνήθως μοιάζουν από απόσταση ή υποταγμένες στη διαμεσολάβηση τρίτων μερών. Ο Μπανκς χειρίστηκε με άψογο τρόπο την ιδέα του. Καλογραμμένο και έξυπνα ρεαλιστικό, το βιβλίο αυτό ήταν μια τεράστια έκπληξη, πέρα από την προκατάληψη του ατυχούς εξωφύλλου της έκδοσης, που δικαιολόγησε τη φλόγα στα μάτια του Κ., την επιμονή του να το διαβάσω, επίσης. Τώρα μένει να βρω και τα άλλα τρία βιβλία του που κυκλοφόρησαν κάποτε στα ελληνικά και ίσως, μετά από κάποιο καιρό, να δοκιμάσω να δω και την ταινία του Ατόμ Εγκογιάν, όταν οι δικές μου εικόνες θα έχουν κάπως ξεθωριάσει.

Και επειδή η ανάγνωση είναι πράξη άκρως ενεργητική, η ιστορία αυτή ήρθε να μου ανασύρει μνήμες εικοσαετίας, όταν γνώρισα την Α. και έμαθα την ιστορία της. Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε εκείνη.

Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Floral

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Η υπέρβαση της βαρύτητας - Heinz Helle

Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα αυτό, ήταν σε πλήρη άνθηση το προχριστουγεννιάτικο πρόγραμμα όλων των εκδοτικών οίκων, ατύχησε, θέλω να πω, να βρίσκεται ανάμεσα σε πολυαναμενόμενα βιβλία, ανάμεσα στα γερά χαρτιά μιας χρονιάς αρκετά δύσκολης για εκδότες και βιβλιοπώλες, μιας ακόμα χρονιάς. Είναι και η συγκυρία ένας αστάθμητος παράγοντας, μια ρωγμή στον ορθολογισμό, που συχνά καθορίζει τη μοίρα ενός βιβλίου, την επιτυχία, την αποτυχία ή το αδιάφορο, σύντομο πέρασμά του από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων στη λήθη. Η υπέρβαση της βαρύτητας, παρότι λάμβανε και συνεχίζει να λαμβάνει θετικές, έως και ενθουσιαστικές, κριτικές από μεμονωμένους αναγνώστες, ποτέ δεν έκανε το μεγάλο μπαμ στις πωλήσεις, όχι ακόμα τουλάχιστον, όχι το μπαμ που ένα τέτοιο βιβλίο θα μπορούσε να κάνει. Αργά ή γρήγορα θα διάβαζα το βιβλίο του άγνωστου σε μένα Χάιντς Χέλε, γιατί το ένστικτό μου το επέβαλλε, ίσως όμως όχι τόσο σύντομα, ας όψονται τα λαχταριστά βιβλία στη στοίβα με τα προσεχώς, αν δεν άκουγα από αναγνώστη που εκτιμώ βαθιά τη μαγική φράση: το πρώτο μέρος είναι εντελώς μπερνχαρντικό, δύο αδέρφια γυρίζουν από μπαρ σε μπαρ μια νύχτα.

Παρένθεση. Συχνά ακούω μια υποτίμηση στη φράση: ο τάδε συγγραφέας μιμείται τον δείνα διάσημο και καταξιωμένο συγγραφέα. Αν το κάνει καλά και πειστικά τότε δεν βλέπω πού είναι η ένσταση, γιατί δηλαδή να μην έχουμε λίγο ακόμα έργο που θα μπορούσε να ανήκει στην εργογραφία κάποιου μεγάλου γραφιά, νεκρού από χρόνια; Εκτός και αν στο μυαλό κάποιου είναι απλό να γράψει κανείς κατά τρόπο τέτοιο που να φέρνει στον νου του αναγνώστη ένα ιερό τέρας. Αρκεί να το κάνει καλά. Γιατί υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Μπέρνχαρντ, για να κλείνω σιγά σιγά την παρένθεση, που η επιρροή τους είναι καταλυτική, που η πρόζα τους εγκλωβίζει τον αναγνώστη του έργου τους. Θυμάμαι την Έρπενμπεκ να λέει, αναφερόμενη σε ένα κατά Μπέρνχαρντ διήγημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, πως εκείνη την περίοδο διάβαζε τον σπουδαίο Αυστριακό και της ήταν αδύνατο να ξεφύγει γλωσσικά, ό,τι και αν δοκίμαζε να γράψει είχε κάτι από τις σπείρες και τη μανιέρα του Μπέρνχαρντ, δεν θα διάβαζε, είπε, ξανά, όσο και αν τον αγαπούσε, ήταν μονόδρομος μια τέτοια απόφαση αν ήθελε να χαράξει τον δικό της δρόμο στη λογοτεχνία. Τέλος παρένθεσης.

Ξεκίνησα την ανάγνωση με προσδοκίες τεράστιες, με προσδοκίες κατά κάποιο τρόπο ανάλογες ενός έργου του ίδιου του Μπέρνχαρντ, άδικες και υπερβολικές προσδοκίες, σύμφωνοι. Και όμως. Η ιστορία των δύο αδερφών με γράπωσε από τον λαιμό και δεν με άφησε παρά με το γύρισμα της τελευταίας σελίδας, η συγκίνηση και το τρέμουλο άργησαν να υποχωρήσουν, οι λεκτικές δίνες συνέχιζαν να αντηχούν στο μυαλό μου. Ναι, θυμίζει Μπέρνχαρντ. Αλλά δεν ξέρω και αν θα υπήρχε άλλος τρόπος παρά αυτός ώστε να αποδοθεί το βάρος του πόνου και της ενοχής που κατακλύζει τον αφηγητή, όταν, έχοντας μάθει τον χαμό του ετεροθαλή αδερφού του, αναλογίζεται την τελευταία φορά, μήνες πριν, που συναντήθηκαν, όταν εκείνος πέρασε από το σπίτι του και, ενώ αρχικά τσακώθηκαν, ο αδερφός του επέστρεψε και βρέθηκαν να περιφέρονται από μπαρ σε μπαρ, μεθυσμένοι από νωρίς, έστω και αν έπιναν απλώς μπύρες, και ο αφηγητής άκουγε τον χωρίς φρένο μονόλογο ενός ιδεαλιστή, κάποιου που δεν ήταν, όπως ο αφηγητής,  αρκετά πραγματιστής για να αντέξει αυτό τον κόσμο, για να επιζήσει και να επιπλεύσει σε αυτό τον ζόφο. Και τώρα ο πραγματιστής πληρώνει το τίμημα για την απόσταση που κράτησε από τον μεγαλύτερο αδερφό του, απόφαση που έμοιαζε μονόδρομος αν ήθελε να τα καταφέρει καλύτερα, τώρα εκείνος είναι νεκρός και δεν έχει και τόση σημασία τι κατάφερε τελικά, από ποιο πεπρωμένο γλίτωσε, τώρα αυτό που μετράει είναι οι μήνες από την τελευταία φορά που τον είδε, τώρα εκείνος είναι νεκρός, για πάντα νεκρός, ποτέ ξανά ζωντανός.

Αλλά και στην ενοχή του ο αφηγητής παραμένει πραγματιστής, παρότι επιτρέπει στο συναίσθημα να παρεισφρήσει, σε δόσεις ωστόσο μικρές και ελεγχόμενες, η λογική κρατάει τα γκέμια σφιχτά, και αυτό τροφοδοτεί διαρκώς την αφήγηση αυτή και την καθιστά συγκλονιστική, επειδή ακριβώς αναδεικνύει πως όσες φορές και αν επαναλαμβανόταν η ζωή, τόσες φορές ο αφηγητής θα κρατιόταν μακριά από τον μεγαλύτερο αδερφό του νιώθοντας πως αυτός είναι ένας μονόδρομος για εκείνον, και άλλες τόσες φορές θα ένιωθε την ενοχή για την απόσταση, για τους μήνες που μεσολάβησαν από την τελευταία φορά που είδε τον αδερφό του, που είναι, τώρα πια, για πάντα νεκρός. Το περιεχόμενο της αφήγησης, με την αντίστιξη ανάμεσα στα δύο αδέρφια, ανάμεσα στον ιδεαλιστή και τον πραγματιστή, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, στο ευαίσθητο και το σκληρό δέρμα, ταυτόχρονα συμβαίνει και στην ίδια την κατασκευή της αφήγησης, εκεί που ο Χέλε χτίζει ένα άρτια μπερνχαρντικό κατασκεύασμα, χωρίς να τον καταπίνει η σκιά του σπουδαίου προγόνου, πετυχαίνοντας να αφήσει την προσωπική του σφραγίδα σε αυτή την π.ο.π. κατασκευή. Επίσης, ο Χέλε καταφέρνει να παίξει με την πατίνα του χρόνου, διανθίζοντας με συγχρονία το αφήγημά του, απομακρυνόμενος σε αυτό το κομμάτι από τον Μπέρνχαρντ, κάτι που το κάνει με τη χρήση πραγματολογικών στοιχείων της πρόσφατης επικαιρότητας. Έτσι, τη στιγμή που η ανάγνωση, το στυλ και το ύφος, διαθέτουν κάτι το παλιακό, οι γλωσσικές δίνες και παρηχήσεις το ίδιο, το μίσος για τη γλώσσα και η προβληματική οικογένεια, επίσης, η κριτική στον κόσμο απαραιτήτως παρούσα, έρχονται τα σύγχρονα μαντάτα της επικαιρότητας να διαρρήξουν αυτή την αίσθηση, να φέρουν την αφήγηση στο εδώ και τώρα, σχεδόν.

Δεν ένιωσα στιγμή πως διαβάζω ένα μπερνχαρντικό κακέκτυπο, κάθε άλλο. Απόλαυσα κάθε στιγμή της ανάγνωσης αυτού του αφηγήματος που επέβαλλε την ανάγνωσή του σε δύο φάσεις, με μόνο τον βραδινό ύπνο να μεσολαβεί. Ο Χέλε πέτυχε κάτι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, με εμφανής επιρροής στυλιζάρισμα να πει μια δυνατή ιστορία, να αναγκάσει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: πώς λέγαμε τέτοιες ιστορίες πριν ο Μπέρνχαρντ μας δείξει τον δρόμο;

υγ. Περισσότερα για τα Σκύβαλα, τη συλλογή διηγημάτων της Έρπενμπεκ, θα βρείτε εδώ, ενώ για το Παλιοί δάσκαλοι του Μπέρνχαρντ εδώ

Μετάφραση Λένια Μαζαράκη
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Χρόνοι δεκατρείς

Αν ήταν όροφος σε ουρανοξύστη ή σειρά καθισμάτων σε αεροπλάνο, θα είχε παραλειφθεί, τα πλέον αξιοθαύμαστα παραδείγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, εν είδει παράδοσης, πάντοτε με επίκληση αυτής, φτύνουν τον κόρφο τους. Ωστόσο, σε αυτή την απειροελάχιστη γωνιά του ψηφιακού κόσμου, ο ορθολογισμός, παρά τα όποια πλήγματα κατά καιρούς δέχεται, κρατάει τα σκήπτρα  ή, έστω, προσποιείται πειστικά πως το κάνει, και δεν χάνει ευκαιρία να προσθέσει ένα ακόμα κεράκι στη σειρά με τα σβησμένα, εκ των οποίων κάποια ακόμα καπνίζουν και όχι απαραίτητα τα πλέον πρόσφατα. Χρόνοι δεκατρείς, λοιπόν.

Κάθε χρόνο, ίδιες μέρες, μια παρόμοια ερώτηση με τη μορφή εσωτερικής φωνής διατυπώνεται: πώς περνούν τα χρόνια; Ανάλογα με τη συγκυρία ένα διάολε ακολουθεί ή ένα τα γαμημένα προηγείται, πότε πότε συμβαίνουν και τα δύο. Φέτος δεν είναι μια τέτοια συγκυρία και ίσως η επανεκκίνηση στη ζωή του συντάκτη να ευθύνεται σε ικανό βαθμό γι' αυτό. Κάθε χρόνο, πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το επετειακό κείμενο, διαβάζω ξανά τα αντίστοιχα ως τώρα, κάπως έτσι εποπτεύω επιτροχάδην τον περασμένο χρόνο, την εξέλιξη, την παγίωση και την ευγνωμοσύνη που νιώθω, έτσι αναδεικνύεται η διαφορά ανάμεσα σε εκείνα που θεωρώ δεδομένα και στα άλλα, τα σημαντικότερα, τα κεκτημένα, όλα εκείνα που δεν ήταν πάντοτε απλά και εύκολα, εκείνα που λειτουργούσαν ανασχετικά και λογοκριτικά, εκείνα που από το ίδιο τους το βάρος έπεσαν κάνοντας μικρότερο ή μεγαλύτερο κρότο.

Τα πρώτα γενέθλια του ιστολογίου, που ένα ποίημα του Λειβαδίτη έθεσε σε κίνηση, δεν τα γιόρτασα ποτέ· κάθε χρόνο μου κάνει εντύπωση αυτή η παράλειψη. Ίσως τότε να μην ανέμενα την μακροημέρευση του μπλογκ, ίσως δεν είχε καταλάβει ακόμα χώρο αρκετό στην καθημερινότητά μου, ίσως η ίδια η ζωή να μην άφηνε χώρο ούτε για μια αφορμή γιορτής, ίσως απλώς να έτυχε. Κάθε χρόνος που περνάει, η νοηματοδότηση γίνεται ακόμα λίγο πιο περίπλοκη καθώς η ματαιότητα και η μισανθρωπία ολοένα και επελαύνουν. Ας μη γελιόμαστε, όλα στη ζωή σε αυτή τη διαρκώς παρούσα διαδικασία βασίζονται. Ανά περιόδους, όχι απαραίτητα επετειακές, αναγκάζομαι να επανατοποθετώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου απέναντι στις σκέψεις διακοπής του εγχειρήματος αυτού. Πρώτα έρχεται να παίξει άμυνα η λογική· συντάσσει τη λίστα της: η ολοκλήρωση της ανάγνωσης, το ημερολόγιο εξέλιξης, η διαφύλαξη ενός χώρου αμιγώς προσωπικού, το μπούνκερ που κρατά σε απόσταση την ασφυκτική πραγματικότητα, ο διαχρονικά επίκαιρος χαρακτήρας του κανείς για μένα. Ύστερα ακολουθεί το συναίσθημα με σκέψεις που δύσκολα γίνονται λόγια. Κάπως έτσι συνεχίζω.

Θεωρώ πως το πλέον δύσκολο στη νοηματοδότηση είναι το δευτερεύον παρεπόμενο του ιστολογείν, η παρουσία στα διάφορα δίκτυα, η ψηφιακή εγγύτητα, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ. Συζητώντας με την Ε. τις προάλλες για τις διάφορες παθογένειες του κόσμου της γραφής και της ανάγνωσης, μου ήρθε η εξής σκέψη, μάλλον προφανής, αλλά με τον τρόπο της σωτήρια για το πώς στέκομαι απέναντι στη δυσωδία που συχνά πυκνά καλύπτει εκείνα που αγαπώ: οι αναγνώστες, της είπα, είμαστε από τη φύση μας υπάρξεις μοναχικές, που η μετάβαση στο ψηφιακό περιβάλλον μας βρήκε παντελώς απροετοίμαστους, έτσι όπως ανά πάσα ώρα και στιγμή έχουν τη δυνατότητα να κρυφοκοιτούν, να διατυπώνουμε κρίση και να νιώθουμε αυτοπεποίθηση, την ώρα που η όχληση της κοινωνικότητας μας δοκιμάζει απαρατήρητη, είμαστε σαν ένα μωρό, συνέχισα, που κλαίει χωρίς να ξέρει γιατί. Η απομάγευση κυριαρχεί. Γνωρίζουμε πια με σχετική ευκολία πολλά σχετικά με τα άλλοτε αόρατα πρόσωπα, πρώτα και κύρια των συγγραφέων. Έτσι, η ανάγνωση αποκτάει περισσότερες διαστάσεις, έρχεται στο εδώ και το τώρα, απεκδύεται τον μανδύα μυστηρίου και σεβασμού που άλλοτε έφερε.

Το μέσο, ωστόσο, δεν είναι σχεδόν ποτέ το πρόβλημα, η χρήση του είναι που το καθιστά προβληματικό. Και να μη θες να ξέρεις, μαθαίνεις. Αυτή είναι η συνθήκη πια. Τα πάσης φύσεως δίκτυα ελάχιστα απέχουν από τις ροζ σελίδες των περιοδικών κουτσομπολιού. Και όμως, ταυτόχρονα, η εξωστρέφεια αυτή σε καθιστά προνομιούχο, σε γλιτώνει από τη μοναξιά καθώς συναντάς αξιόλογους ανθρώπους εκεί έξω, δυνατότητα που σχεδόν αποκλειστικά οφείλεται σε όλα αυτά τα τρισκατάρατα δίκτυα του σατανά. Συχνά παρομοιάζω τα κοινωνικά δίκτυα με τα αστικά λεωφορεία. Μπαίνεις σε ένα γεμάτο από κόσμο λεωφορείο, πιστεύεις πως θα συναντούσες παραπάνω από ένα ενδιαφέρον άτομο, άξιο να αφιερώσεις χρόνο και κόπο ώστε να το καταστήσεις μέρος της δικής σου ζωής, αποδέκτη των σκέψεων και των προβληματισμών σου, να τον αποκαλέσεις σύντροφο; Πάω στοίχημα πως όχι. Ένα θα είναι και μάλιστα αν είσαι τυχερός, πολύ τυχερός. Έτσι και στο ψηφιακό χωριό, πολύ σαβούρα και διαμάντια λίγα. Ωστόσο, παρότι λίγα, υπάρχουν και λάμπουν.

Δεν είναι η πρώτη, ούτε φαντάζομαι η τελευταία, φορά που έστω και έμμεσα το γενέθλιο κείμενο αφιερώνεται σε όλα εκείνα τα υπέροχα πλάσματα που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά, ακόμα πιο έμμεσα, αν και κύρια, σε όλα εκείνα τα πλάσματα που λειτούργησαν ως φάροι αποφυγής, τα γνωστά και ως αντιπαραδείγματα πλεύσης. Πολλά απ' όσα αυτό το μπλογκ είναι οφείλονται σε αυτούς. Οι δυο λίστες ανανεώθηκαν, το ταμείο εξακολουθεί να είναι μείον, αλλά και τι να κάνεις. Ένας ακόμα χρόνος πέρασε.

υγ. Εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη με το οποίο ξεκίνησαν όλα το βρίσκετε εδώ.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Στο σπίτι των ονείρων - Carmen Maria Machado

«Αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα». Έτσι υποδέχεται η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο τον αναγνώστη Στο σπίτι των ονείρων. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα αν όντως το χρειαζόμουν το βιβλίο αυτό, κάτι το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στην άρνησή μου να προστρέχω στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που πρόκειται να διαβάσω, εντούτοις ομολογώ πως η φράση λειτούργησε κατά τρόπο προκλητικό, ένιωσα δηλαδή τη συγγραφέα να μου πετάει το γάντι, παρότι ήδη είχα αποφασίσει πως αυτό θα ήταν το επόμενο βιβλίο που θα διάβαζα.

Είδα σε κάποια ψηφιακή πλατφόρμα την άποψη κάποιου σχετικά με το τι είναι λογοτεχνία και τι όχι με αφορμή μια συλλογή διηγημάτων φεμινιστικού προσανατολισμού. Δεν χρειάζεται, έλεγε, η λογοτεχνία να μας πει πώς να φερόμαστε στις γυναίκες ως άντρες, υπάρχει, συνέχιζε, η κοινωνιολογία ή οι σπουδές φύλου γι' αυτό. Από μένα είναι όχι. Όχι γιατί δεν υπάρχει η κοινωνιολογία ή οι άλλες επιστήμες, αλλά γιατί η λογοτεχνία, με τον τρόπο της, τις περιλαμβάνει, στην προσπάθεια να ενσωματώσει το σύνολο της εμπειρίας που συνεπάγεται το να είναι κανείς ζωντανός. Και δεν είναι διόλου τυχαίο που οι φωνές αυτές πυκνώνουν τη στιγμή που θεωρούν πως στερούνται το δικαίωμα να μονοπωλούν την αφήγηση οι λευκοί δυτικοί χριστιανοί ετεροφυλόφιλοι άντρες, όπως παραδοσιακά γινόταν στη λογοτεχνία πριν εμφανιστούν οι μεταποικιακές, φεμινιστικές και κουήρ αφηγήσεις, πριν «γίνουν μόδα», σύμφωνα με τους λευκούς δυτικούς χριστιανούς ετεροφυλόφιλους άντρες, που ετοιμάζουν, αν δεν το έχουν ήδη έτοιμο, ένα κίνημα ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται.

Και τα λέω όλα αυτά διαθέτοντας αρκετά προνόμια συγκυριακά και μόνο. Η λογοτεχνία για μένα είναι, μεταξύ πολλών άλλων, μια διασταλτική λειτουργία για τον εγκέφαλο. Έχω κατά καιρούς αναφέρει πώς ένιωσα όταν στα δεκαεννέα μου χρόνια διάβασα για τη χαρά που ένιωσε η ηρωίδα στην Ταυτότητα του Κούντερα όταν έμαθε πως το βρέφος που κυοφορούσε ήταν νεκρό, το σοκ που έπαθε ο προγραμματισμένος ως τότε εγκέφαλος να θεωρεί την εγκυμοσύνη μια κατάσταση υποχρεωτικής χαράς και ευδαιμονίας και πώς ακούστηκε το κρακ που σημειώθηκε κατά τη διαστολή, κατά την εισαγωγή της πιθανότητας: μπορεί και να μην είναι έτσι.

Λέω όλα αυτά τα προλογικά, φαινομενικά άσχετα με το βιβλίο της Ματσάδο, ορμώμενος από εκείνο το «αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα», για να πω, με λίγα λόγια, πως κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, δεν μπορείς να ξέρεις αν ένα λογοτεχνικό έργο σε αφορά ή όχι, και πρέπει να δοκιμάσεις για να το καταλάβεις, και ίσως, ακόμα, να χρειάζεται συχνά να περάσει χρόνος από την ανάγνωση για να αντιληφθείς πως το βιβλίο αυτό μιλούσε, με τον τρόπο του, για σένα. Το καλό είναι πως ποτέ δεν είναι αργά για να ακουστεί αυτό το πολυπόθητο εγκεφαλικό κρακ.

Είμαι εκείνος που η Ματσάδο περιγράφει. Εκείνος που ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως σε μια ομόφυλη σχέση μεταξύ γυναικών μπορεί να υπάρχει βία. Κάποιος που πίστευε πως η βία είναι προνόμιο των αντρών απέναντι σε γυναίκες και παιδιά. Κάποιος που είχε το προνόμιο να μην χρειαστεί ποτέ να σκεφτεί τις διάφορες εκδοχές της βίας. Είδατε τι ωραίο μπαλαντέρ που είναι η λέξη προνόμιο; Οι απειλούμενες κοινωνικές ομάδες συχνά αγιοποιούνται, στον αγώνα για επιβίωση μια αυθαίρετη γενίκευση πραγματοποιείται, να μην αφήσει τίποτα και κανένα απέξω, να μη δοθεί η παραμικρή λαβή στον πανίσχυρο αντίπαλο. Οπότε ναι, το χρειαζόμουν αυτό το βιβλίο, αυτό το βιβλίο ήταν –και– για μένα, έστω και έμμεσα.

Η αυλαία σηκώνεται και βλέπουμε δύο γυναίκες καθισμένες τη μία απέναντι στην άλλη: η ΚΑΡΜΕΝ, μια χοντρή γυναίκα, φυλετικά απροσδιόριστη, είκοσι–είκοσι πέντε χρονών· η στάση του κορμιού της άθλια. Πληκτρολογεί στον υπολογιστή της. Απέναντί της η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ, λευκή, μικρόσωμη, σαν αγόρι, πληκτρολογεί κι αυτή, με σφιγμένο σαγόνι. Γύρω τους το σπίτι εισπνέει, εκπνέει, εισπνέει και πάλι.

Σε αυτό το αυτοδοκίμιο με λογοτεχνικά γνωρίσματα, η Ματσάδο εξιστορεί τη σχέση της με μια γυναίκα, μια σχέση έντονου πάθους, πλην όμως μια σχέση έντονα κακοποιητική. Στην αφήγησή της χρησιμοποιεί ένα εύρημα που θυμίζει τον Κενό και τις Ασκήσεις ύφους. Η Ματσάδο χωρίζει το κείμενο σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, προλογίζοντας στον εκάστοτε τίτλο την αφηγηματική τεχνική που θα ακολουθήσει. Το εύρημα εδώ ξεπερνάει τα όρια της τεχνικής του λειτουργίας και μετατρέπεται σε αποτύπωση του όγκου και του εύρους σκέψης και ενασχόλησης της συγγραφέως με τη σχέση της. Είναι όλες οι οπτικές γωνίες από τις οποίες η Ματσάδο δοκίμασε να κατανοήσει, να δικαιολογήσει, να κρίνει, να αποδεχτεί, να συμφιλιωθεί, να παρατείνει, να τερματίσει, να μιλήσει για τη σχέση της με τη γυναίκα από το σπίτι των ονείρων. Η συγγραφέας καταφεύγει στη θεωρία αρκετά συχνά, επικαλείται πηγές και παρουσιάζει μια εκτενή βιβλιογραφία, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της κατάταξης του βιβλίου ως αυτοδοκίμιο, κάτι ανάλογο είχε κάνει και στους Αργοναύτες η Νέλσον, παρότι, κατά δήλωσή της, δεν φιλοδοξεί να πετύχει μια συνολική καταγραφή για την ενδοοικογενειακή κακοποίηση στα ομόφυλα ζευγάρια.

Η Ματσάδο επιτρέπει στο συναίσθημα να παρεισφρήσει. Το Στο σπίτι των ονείρων είναι μια, φαινομενικά συγκροτημένη μα στον πυρήνα της απεγνωσμένη, απόπειρα ίασης. Είναι ο τρόπος της να ξεπεράσει το τραύμα, να απαντήσει στα ερωτήματα αυτοκατηγορίας: γιατί δεν έφυγες νωρίτερα, γιατί το επέτρεψες, γιατί δεν το κατάλαβες έγκαιρα; Να απαντήσει σε όλα τα γιατί, να αναμετρηθεί με το συναίσθημα και την ανασφάλεια της. Να καλύψει την πληγή, να σταματήσει την αιμορραγία, να καταφέρει να προχωρήσει. Κάπου εδώ μια, κατά πάσα πιθανότητα λευκή αντρική, φωνή ξεπετιέται: και τι μας νοιάζει; Είναι μια ύπουλη ερώτηση, μια σοφιστεία που ξεπήδησε με την άνθηση της αυτομυθοπλασίας και κορυφώθηκε με την πρόσφατη απονομή του Νόμπελ στην Ερνό. Είναι ένα λάθος ερώτημα, γιατί αν μπούμε στη λογική να το απαντήσουμε τότε ελάχιστα έργα της παγκόσμιας γραμματείας μας νοιάζουν, όπως για παράδειγμα το εμμονικό κυνήγι μιας φάλαινας, για να πω ένα παράδειγμα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν τα βιβλία αυτά, όπως της Ματσάδο, διαθέτουν λογοτεχνική αξία. Εδώ η απάντηση είναι απόλυτη και καταφατική, ναι, το Στο σπίτι των ονείρων διαθέτει υψηλή λογοτεχνική αξία, παρά την υβριδική φύση του, αυτή του αυτοδοκιμίου. Το μήνυμα που μεταφέρει δύναται να αποτυπωθεί λακωνικά ως εξής: η βία μπορεί να συναντηθεί και σε μια ομόφυλη σχέση. Από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει τις πάνω από τριακόσιες σελίδες του βιβλίου, θα υποχωρούσε καθώς ο αυχένας θα συντριβόταν από το βάρος. Το Στο σπίτι των ονείρων είναι από τα έργα εκείνα που σε κάνει να νιώθεις άβολα όταν κάποιος σε ρωτά αν σου άρεσε. Τι να μου άρεσε;, θες να πεις. Και όμως το διάβασες αχόρταγα, βρήκες ομορφιά εκεί που η φρίκη κυριαρχούσε, βρήκες απόλαυση στον πόνο, και αν αυτό δεν είναι απόδειξη καλής λογοτεχνίας τότε δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να είναι.

υγ. Για τους Αργοναύτες της Νέλσον περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για την Ταυτότητα του Κούντερα εδώ.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Τι ντροπή - Paulina Flores

Παραλίγο δεν θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Όταν κυκλοφόρησε, σημείωσα κάπου στο μυαλό μου πως θα ήθελα να διαβάσω τα διηγήματα της γεννημένης το 1988 Χιλιανής, αλλά ξέρετε τώρα πώς (δεν) λειτουργεί το μυαλό, αλλά ας μην το αδικώ, είναι τόσες πολλές οι παρόμοιες σημειώσεις με το οποίο το βαρυφορτώνω διαρκώς. Ωστόσο, πριν από κάποιους μήνες το θυμήθηκα κάνοντας μια λίστα αγοράς σ' ένα νέο υπέροχο βιβλιοπωλείο –αυτό εδώ– στο κέντρο της Αθήνας. Λίστα-ποδαρικό. Βασικά θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα με τη Λ. όταν κυκλοφόρησαν τα διηγήματα της Φλόρες. Με τη Λ. μοιραζόμαστε το αναγνωστικό πάθος για τη γυναικεία λογοτεχνία από τη Λατινική Αμερική. Ομολογώ πως εκείνη κάνει περισσότερα για να ικανοποιήσει αυτό το πάθος, ξεψαχνίζει λίστες, κοιτάζει με επιφύλαξη βραβεία, φροντίζει να διαβάζει και στα αγγλικά νιώθοντας ανυπόμονη και έχοντας περιορισμένη εμπιστοσύνη για τα αντανακλαστικά του εγχώριου κυκλώματος παραγωγής βιβλίων. Πριν σημειώσω το Τι ντροπή στα προσεχώς, τη ρώτησα. Μου επιβεβαίωσε πως καλά θα έκανα να το διαβάσω. Έτσι έγινε και, παρά τα πήγαινε έλα, έφτασε η στιγμή. Ποτέ δεν είναι αργά.

Το ομώνυμο της συλλογής διήγημα απέσπασε το βραβείο Ρομπέρτο Μπολάνιο, λες και δεν αρκούσε η κοινή καταγωγή με το λογοτεχνικό αυτό τέρας για να φορτώσει με βάρος προσδοκιών οποιοδήποτε γραπτό παράγει και εξάγει η Χιλή, άρα και το Τι ντροπή. Τουλάχιστον, εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του Μπολάνιο είναι η οξυδέρκεια με την οποία αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, το λίγο φως και το αρκετό σκοτάδι που τον συνθέτει, το καταφύγιο που αναζητά στη λογοτεχνία, όχι για να αποκοπεί αλλά για να αντέξει, γεγονός που καθιστά το έργο του συλλογικό τόσο ως πρόσληψη όσο και ως επιρροή. Δηλαδή, θέλω να πω, δεν είναι απλό να ισχυριστεί κάποιος πως ένας συγγραφέας, η Φλόρες εν προκειμένω, αντιγράφει τον Μπολάνιο, αν με αυτή την κατηγορία εννοεί την αντιθετική αποτύπωση του κόσμου τριγύρω, την ποιητικότητα του ζόφου που ολοένα μας κυκλώνει και εντός του οποίου πρέπει να βρούμε νόημα και κίνητρο, ιδανικά χαρά και ικανοποίηση. Μάλλον, περί μονόδρομου πρόκειται.

Τα διηγήματα, που ως είδος δεν είναι του γούστου μου, στη συλλογή αυτή είναι ταυτόχρονα πολυσέλιδα και αρκούντως σφιχτοδεμένα, αυτάρκη νησιά που συνθέτουν ένα σύμπλεγμα με κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ευδιάκριτες κατά τόπους ιδιαιτερότητες, με το δικό τους μικροκλίμα δηλαδή, όπως μια καλή συλλογή διηγημάτων απαιτεί και το Τι ντροπή είναι μια καλή συλλογή διηγημάτων, πολύ καλή για την ακρίβεια του χαρακτηρισμού. Η Φλόρες πετυχαίνει κάτι δύσκολο –και σπάνιο–, τα διηγήματα μοιάζουν να είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αφήγησης, σαν η ιστορία να μην αρχίζει και τελειώνει στα όρια της αφήγησης αλλά να προηγείται και να συνεχίζει αυτών. Υποδειγματικός –και– ως προς αυτό υπήρξε ο Κάρβερ, στα στιγμιότυπα από τη ζωή των χαρακτήρων του. Ο κόσμος εντός του οποίου διαδραματίζονται τα διηγήματα είναι κοινός και αναγνωρίσιμος, αποτελεί τον εμφανή και κύριο ιστό που συνέχει τη συλλογή, την ώρα που η συγγραφέας δοκιμάζει διάφορες γωνίες λήψεις, σε μια απέλπιδα, θαρρείς, προσπάθεια να εντοπίσει κάπου μέσα στον ζόφο κάποια στοιχεία οξυγόνου. Δοκιμάζει τόσο την πρωτοπρόσωπη όσο και την τριτοπρόσωπη αφήγηση, να δει απέξω ως παντογνώστρια την ιστορία, να δει από μέσα, να γευτεί την ταύτιση με τους χαρακτήρες της, να δει πώς λειτουργεί η ενσυναίσθηση.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια αρετή στη γραφή της Φλόρες θα ήταν αυτή ακριβώς η διάθεσή της να εξερευνήσει την ανθρώπινη κατάσταση υπό τις υπάρχουσες συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που μετατρέπει την παραγωγή λογοτεχνίας σε μια πράξη υψίστης προσωπικής υπόθεσης. Η Φλόρες γράφει για πρόσωπα και καταστάσεις που την αφορούν. Αυτή η ιδιότυπη περιέργεια είναι που δίνει στα διηγήματα τον απαραίτητο ρεαλισμό ώστε να σταθούν και να συνομιλήσουν με την εμπειρία του αναγνώστη, ενώ τα απαλλάσσει από τον διδακτισμό εκείνου που –νομίζει πως– τα ξέρει όλα και δεν διαθέτει την παραμικρή αμφιβολία περί αυτού. Τα διηγήματα της Φλόρες δεν θα αλλάξουν τον ρου της παγκόσμιας γραμματείας, ούτε θα προσφέρουν μια καινούρια οπτική παρατήρησης του κόσμου. Όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν αποτέλεσαν, καμία στιγμή, συστατικό των προγραμματικών δηλώσεων της δημιουργού. Τα διηγήματα της Φλόρες πετυχαίνουν να συνδυάσουν την τεχνική αρτιότητα με τη συγχρονία, το εγκεφαλικό με το συναισθηματικό, δεν χειραγωγούν ούτε εκβιάζουν το συναίσθημα, δεν καπηλεύονται τον ανθρώπινο πόνο ούτε τον υποτιμούν, είναι δείγμα καλής λογοτεχνίας.

Η συλλογή δεν πάσχει από ένα σύνηθες νόσημα, εκείνο που ξεχωρίζει ένα ή δύο διηγήματα από τα υπόλοιπα της συλλογής, αφήνοντας μια αίσθηση άνισου στον αναγνώστη, καθώς νιώθει πως τα υπόλοιπα διηγήματα χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως γέμιση. Εντούτοις, προσωπικό αγαπημένο, ίσως γιατί έδειξε μια πρόθεση πειραματισμού και εξόδου από την πεπατημένη, ήταν το ενενηντασέλιδο Είμαι τυχερή που κλείνει τη συλλογή και προϊδεάζει τον αναγνώστη για ένα πιθανό βήμα στη μεγάλη φόρμα κάποια στιγμή. Το Τι ντροπή παραμένει ακόμα, από το 2015 που κυκλοφόρησε, το μοναδικό της έργο. Ξέρω πως η Λ. θα έχει τον νου της.

Μετάφραση Ματθίλδη Σίμχα
Εκδόσεις Κίχλη

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Παρακαταθήκη - Hernan Diaz

Είχα σκιαγραφήσει έναν εντυπωσιακό ορίζοντα προσδοκιών για το βιβλίο αυτό με τον καμβά στηριγμένο πλήρως στο ένστικτο και πώς αλλιώς αφού επρόκειτο για το πρώτο βιβλίο του Ερνάν Ντίαζ που μεταφραζόταν στα ελληνικά. Και είναι οι προσδοκίες πάντοτε ένα διπρόσωπο ον.

Η Παρακαταθήκη είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια περίτεχνη κατασκευή για τον ρόλο της λογοτεχνίας, για την αποτύπωση της πραγματικότητας, πραγματικότητα η οποία συχνά ξεπερνά σε επινόηση τη μυθοπλασία, αφήνοντάς την να ακολουθεί τρεκλίζοντας στη σκόνη που πίσω της σηκώνει. Ο Ντίαζ επενδύει το μεγαλύτερο μέρος του κόπου του στην κατασκευή αυτή, στα νήματα που την ενώνουν, στον τρόπο με τον οποίο τα κομμάτια του παζλ, αργά και σταθερά, παίρνουν τη θέση τους στο ταμπλό. Και εδώ υπάρχει μια παγίδα εντυπωσιασμού στην οποία συχνά παραπατούν και χάνονται φιλόδοξες προσπάθειες. Κάτι τέτοιο εδώ δεν συμβαίνει, αφού το εύρημα έρχεται να λειτουργήσει άκρως υποστηρικτικά στην πολυεπίπεδη αφήγηση της ιστορίας του Άντριου Μπέβελ και της συζύγου του, Μίλντρεντ. Ο Άντριου Μπέβελ, ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, απόγονος μιας οικογένειας επιχειρηματιών, ελάχιστα κοινωνικός, ιδιαίτερα ευφυής, πετυχαίνει να πολλαπλασιάσει την περιουσία του λαμβάνοντας αποφάσεις με ιδιαίτερο ρίσκο, χειραγωγώντας την αγορά και έχοντας μια ιδιαίτερη άποψη για τη σύνδεση ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος. Θα παντρευτεί τη Μίλντρεντ με τη μεγάλη αγάπη για τις τέχνες και τη διάθεση, με την οικονομική υποστήριξη του συζύγου της, να ενισχύσει όσο μπορεί τη σύγχρονη αμερικάνικη τέχνη. Η Παρακαταθήκη είναι η ιστορία τους, ιδωμένη από διάφορες γωνίες.

Ο Ντίαζ μοιάζει να λέει πως υπάρχουν τόσες ιστορίες όσοι και οι αφηγητές τους, καθώς καθένας διαθέτει ένα συγκεκριμένο σημείο θέασης αλλά και ένα προσωπικό μπουκέτο επιδιώξεων. Και ακριβώς γι' αυτό η αξιοπιστία της κάθε αφήγησης τίθεται εν αμφιβόλω, η αλήθεια καθίσταται σχετική, αφού ακόμα και η πλέον μύχια εις εαυτόν αφήγηση υπόκειται, συνειδητά ή όχι, σε δεδομένους περιορισμούς και επιδιώξεις. Ο τίτλος που ο Ντίαζ δίνει στο μυθιστόρημά του αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύστοχος, αφού η παρακαταθήκη συναντάται στον πυρήνα κάθε ύπαρξης και δεν περιορίζεται στο υλικό της σκέλος, αλλά εν πολλοίς έχει να κάνει με την προς τα έξω εικόνα, τη φήμη για παράδειγμα. Και αν η κατασκευή διαθέτει διάφορα εργαλεία του μεταμοντέρνου, το περιεχόμενο της αφήγησης διακρίνεται για τον μοντερνισμό του, σε αναλογία πάντοτε με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, αφηγηματική επιλογή που προσδίδει μια πατίνα παλαιού σε ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε μόλις πρόσφατα και έφτασε κοντά στο βραβείο Booker.

Ο Ντίαζ διαθέτει την ικανότητα της γοητευτικής αφήγησης και βρίσκει σύμμαχο μια εποχή λογοτεχνικά γοητευτική, αλλά η φιλοδοξία του δεν αρκείται ευτυχώς σε αυτήν, παρότι φαινομενικά τουλάχιστον μοιάζει να μην υποκύπτει στη σαγήνη της συγγραφής του επόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος. Αναμετράται με μια περίοδο της ιστορίας με την οποία ιερά λογοτεχνικά τέρατα έχουν κατά κόρον ασχοληθεί. Αυτή ωστόσο δεν είναι μια αναμέτρηση με νικητές και ηττημένους, το διακύβευμα εδώ είναι να αναδυθεί το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα, το νέο που κομίζει, χωρίς όμως ταυτόχρονα η ανάδυση αυτή να ξενίζει. Ο Ντίαζ με τη σκευή του πλήρη τα καταφέρνει περίφημα και σε αυτό σίγουρα βοηθάει η σύνθετη και πολυεστιακή κατασκευή που υλοποιεί. Οι εγκιβωτισμοί, το σημαντικότερο ίσως αφηγηματικό εύρημα, πραγματοποιούνται με τρόπο λειτουργικό και δικαιολογημένο, τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν γίνεται απλώς για να γίνει, αλλά η κάθε μικρή απόφαση εξυπηρετεί τον τελικό σκοπό εξ αρχής διακριτό και συγκεκριμένο.

Μέσα από την ιστορία των Μπέβελ, ο Ντίαζ αφηγείται την αμερικάνικη ιστορία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα, εν πολλοίς συνυφασμένη με την οικονομία, με τις ανόδους και τις πτώσεις τής αγοράς. Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει την επιστήμη της οικονομίας, η λειτουργία της αγοράς, η ηθική της επιχειρηματικότητας που ισορροπεί και εμπλέκεται με τη νομιμότητα, αποδεικνύεται ευφυής και λειτουργεί αντιστικτικά με την τέχνη, και δη τη λογοτεχνία, που αποτελεί τον άλλο κεντρικό πόλο περιστροφής του μυθιστορήματος. Το ταμπλό επί του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία προσφέρει στον συγγραφέα τον απαραίτητο χώρο ώστε να αναδείξει διάφορες πλευρές του ζην. Η θέση της γυναίκας, η εξάρτηση της τέχνης από τους χορηγούς, η ματαιοδοξία του χρήματος, η αντιμετώπιση της ψυχικής υγείας, μεταξύ άλλων. Ένα ιδιαιτέρως πλουραλιστικό μυθιστόρημα, απολαυστικό στην ανάγνωση, που δεν μπερδεύει τον αναγνώστη με τα τερτίπια του, φτιαγμένο με τρόπο περίτεχνο αλλά ταυτόχρονα προσιτό, που δεν θυσιάζει την απόλαυση για χάρη ή υπό το βάρος της φιλοδοξίας και της εκζήτησης. Και αυτό θεωρώ πως είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του χορταστικού αυτού βιβλίου, το γεγονός πως η εγκεφαλικότητα της σύνθεσης δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάγνωση.

Ικανό μέρος των προσδοκιών εξ αρχής πήγαζε από το όνομα της Κάλλιας Παπαδάκη στη μετάφραση. Τόσο γιατί με εκείνη έχω συνδέσει ένα από τα πλέον υποτιμημένα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, το Graffiti Palace του Λομπάρντο, όσο και για ένα από τα αξιομνημόνευτα εγχώρια μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας, τους Δενδρίτες. Η Παρακαταθήκη ικανοποίησε και με το παραπάνω τις προσδοκίες που αυθαίρετα της είχα φορτώσει. Ένα καλό βιβλίο.

υγ. Για το Graffiti Palace περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για τους Δενδρίτες εδώ.

Μετάφραση Κάλλια Παπαδάκη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Βουκαμβίλια ποπ - ΜΚΧ

Εναλλακτικά: Απομαγνητοφώνηση μιας παρουσίασης εμπλουτισμένη με όσα το άγχος στέρησε σε πρώτο χρόνο.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα ξεκινούσα με την αφηγηματικότητα της ποίησης της ΜΚΧ, για τις ιστορίες και τα στιγμιότυπα που απομονώνει από τον ζόφο και τη μαγεία της καθημερινότητας. Το κάθε ποίημα, τι και αν συνήθως άτιτλο, γίνεται το κάδρο μέσα στο οποίο μια μικρή πλοκή λαμβάνει χώρα, μια ιστορία από το λεωφορείο, τον δρόμο αργά τη νύχτα, το σχόλασμα από τη δουλειά, τις φίλες και τους συντρόφους, το mansplaining στη λαϊκή, την οπλισμένη με κλειδιά γροθιά, το μάλλον άχρηστο τηλέφωνο ανά χείρας. Οι εικόνες που γεννά δεν είναι αφηρημένες, δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, δεν γίνονται εν απουσία του ποιητικού υποκειμένου θυσία σε μια απόμακρη και ιδιότροπη μούσα.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα σας μιλούσα επίσης για την πολιτική διάσταση της ποίησης αυτής, που ανήκει στο σώμα της κουήρ, φεμινιστικής και ταξικής λογοτεχνίας. Θα έλεγα επίσης για την επιδέξια ακροβασία στο όριο της στρατευμένης λογοτεχνίας, σπεύδοντας, με κάποιο άγχος, να υπεραμυνθώ της λογοτεχνικής αξίας των ποιημάτων, την απουσία της συνήθως ξύλινης γλώσσας και των αφόρητων κλισέ, θα αναφερόμουν στον εσωτερικό ρυθμό του κάθε ποιήματος και στον συνολικό συντονισμό της συλλογής. Θα έκανα ειδική αναφορά στις λέξεις που η ΜΚΧ χρησιμοποιεί για να συνθέσει τα ποιήματά της. Λέξεις καθημερινές, φρέσκες, ζωντανές. Λέξεις από το εδώ και το τώρα της γλώσσας, μακριά από τα προπύργια του αναχωρητισμού σε μια χωροχρονική συντεταγμένη κατά την οποία, όσο ποτέ άλλοτε, η ποίηση μπερδεύεται με την ποιητικότητα και η επιτήδευση με το βάρος.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση θα έψαχνα στη φαρέτρα των ταπεινών περί ποίησης γνώσεών μου να εντοπίσω σχήματα λόγου και διακειμενικές αναφορές, θα τόνιζα με περισπούδαστο ύφος την ηθελημένη απουσία ρίμας και τον χαρακτήρα πεζοποιήματος, την έντονη προφορικότητα και τους κοφτούς στίχους. Θα έκλεινα ίσως με θετικές παρατηρήσεις γύρω από την καλαίσθητη έκδοση, το όμορφο εξώφυλλο και διάφορα άλλα κενά νοήματος αντίστοιχα σχόλια, μην ξεχνώντας να επισημάνω την αγωνία για το επόμενο βήμα, για το πάντοτε δύσκολο δεύτερο βήμα, φροντίζοντας ταυτόχρονα, ως λάτρης του πεζού λόγου, να προτρέψω τη ΜΚΧ να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μικρή φόρμα.

Όμως αυτή δεν είναι μια τυπική παρουσίαση όπως θα έχετε σίγουρα καταλάβει. Και δεν είναι μια τυπική παρουσίαση γιατί το υποκείμενο της ανάγνωσης φέρει προνόμια που το εξαιρούν από το κοινό στο οποίο αυτή η ποίηση πρώτιστα και κύρια απευθύνεται. Τα προνόμια αυτά, άλλωστε, με κράτησαν μακριά από την πρώτη παρουσίαση της συλλογής. Τα προνόμια αυτά ωστόσο με φέρνουν σε αυτή τη δεύτερη παρουσίαση με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης της συλλογής. Τι μεσολάβησε αυτό το διάστημα, θα αναρωτηθείτε και θα έχετε δίκιο. Ας είμαι ειλικρινής. Ήθελα να έχω συμμετάσχει, αυτό σκεφτόμουν οδηγώντας σπίτι μετά την πρώτη παρουσίαση, ήθελα να είμαι στο πάλκο, εγώ που θεωρώ εαυτόν αγοραφοβικό, ήθελα να έχω πάρει λίγη από τη σκληρή ομορφιά της Ποπ βουκαμβίλιας, να αποτελέσω πιο ενεργό μέρος της γιορτής εκείνης που στήθηκε με μεράκι στα γρασίδια ενός πάρκου. Το είχα κιόλας μετανιώσει. Όχι, όμως, για τους πραγματικούς λόγους.

Ήταν τα προνόμιά μου που ένιωθα πως με κρατούσαν μακριά. Σαφέστατα μπορούσα να αντιληφθώ και να απολαύσω τις αρετές της ποίησης της ΜΚΧ, εκ του μακρόθεν ωστόσο και όχι με έναν τρόπο βιωματικό, χωρίς να νιώθω το συναίσθημα, συχνά ψευδές μα τόσο αναγκαίο στην ανάγνωση, πως οι στίχοι με περιλαμβάνουν στην από δω και όχι στην αποκεί πλευρά των προσώπων και της καθημερινότητας. Διάβαζα κάπου πρόσφατα πως μπορεί κανείς να αντιληφθεί πραγματικά τα προνομία του μόνο όταν συναντήσει κάποιον που με λιγότερα προνόμια κατάφερε να πετύχει περισσότερα, και νομίζω πως αυτή η διατύπωση αναφέρεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο στέκομαι απέναντι στα προνόμιά μου. Και αυτά τα προνόμια με έφεραν σήμερα να μιλήσω για τη συλλογή αυτή. Μοιάζει οξύμωρο, το ξέρω.

Διατηρώ λοιπόν το προνόμιο της εκ του ασφαλούς πρόσληψης. Τη δυνατότητα να μιλάω για σχήματα λόγου και ομορφιά, λυρισμό και συγχρονία, επιδεικνύοντας την αναγνωστική μου επάρκεια αλλά και την ποικιλομορφία των αναγνωσμάτων μου. Την απόσταση εκείνη που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο επιτρέποντας μου να λυπάμαι την κακή τύχη του να είσαι γυναίκα, απλώνοντας εμπρός μου ένα πεδίο δόξης λαμπρό ώστε να ξετυλίξω τη γαματοσύνη του εαυτού, τη μεγαθυμία μου αλλά ταυτόχρονα να κρατώ και τις επιφυλάξεις μου, να μπορώ να σκέφτομαι πως υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής αλλά και της εκμετάλλευσης της γυναικείας ιδιότητας, να ενοχλούμαι που η ποίηση της ΜΚΧ διεκδικεί και δεν αρκείται στη μοιρολατρεία που συχνά διακρίνει την κουήρ ή φεμινιστική γραφή, νιώθοντας άβολα, ίσως και θυμωμένα, που δεν ζητά απλώς και μόνο την παρηγοριά στην οποία με χαρά και έμφαση θα προσερχόμουν να δώσω, συνοδεύοντας τα λόγια με ένα γλυκό ταπ ταπ στην πλάτη.

Ας προσθέσουμε και αυτό γυρίζοντας στον πολιτικό χαρακτήρα της ποίησης της ΜΚΧ, τη διεύρυνση του τρόπου με τον οποίο αντανακλαστικά σκεφτόμαστε απέναντι στη βιωματική λογοτεχνία των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, σε μια εποχή που κάποιοι ισχυρίζονται πως οι από κάτω έχουν καταλάβει τη λογοτεχνική αρένα στερώντας από εμάς τους λευκούς, στρέητ, χριστιανούς, δυτικούς άντρες την πρόσβαση που τόσους αιώνες απολαμβάναμε, έχοντας ντύσει τον κόσμο με τις δικές μας λέξεις, έχοντας εγκαθιδρύσει τον δικό μας κανόνα. Για μένα, η λογοτεχνία όπως αυτή που η ΜΚΧ παράγει, λειτουργεί διασταλτικά, οξύνοντας το βλέμμα μου καθώς σε κάθε ένσταση περί υπερβολικού μια φωνή μέσα μου αντηχεί: σκάσε τώρα και διάβαζε· ενώ, ταυτόχρονα, με κάνει να χαμηλώσω το βλέμμα. Δεν μπορώ και δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω πώς είναι να είσαι γυναίκα σε ένα λεωφορείο ή αργά το βράδυ κατεβαίνοντας τη Συγγρού. Και αν ισχυριστώ κάτι τέτοιο θα είναι ψέμα, αν πω: ξέρω πώς νιώθεις.

Και είναι μια μάχη συνεχής, μια μάχη αποτελούμενη από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες ήττες, ένα εκκωφαντικό τσαλάκωμα της γαματοσύνης, της μη εξαίρεσης του εαυτού από τον κανόνα του συνόλου που ανήκει. Γιατί ακόμα και τώρα που διαλαλώ τη συνείδηση με την οποία προσέρχομαι για να μιλήσω για την ποίηση της ΜΚΧ χρειάστηκε η παρέμβαση της Ε. για να μου υποδείξει πως μιλώντας για προνόμια ίσως να έπρεπε να διαλέξω το ποίημα της σελίδας εβδομήντα και όχι εκείνο της σελίδας δεκαοχτώ που αρχικά είχα επιλέξει. Θα σας διαβάσω και τα δύο για να καταλάβετε πόσο ακόμα δρόμο έχω να διανύσω:

(σελ. 18)

τα ρούχα των κοριτσιών
δεν έχουν τσέπες
οι τσέπες
στα αντρικά πουκάμισα
έχουν το κατάλληλο μέγεθος
για τις σερβιέτες
κυκλοφορώ
στο χωριό
με τις σερβιέτες
στην τσέπη
του αντρικού μου πουκαμίσου
και νιώθω
-ρε μάνα-
πως δεν πήγε χαμένη
η κουβέντα
την κυριακή εκείνη
που πρώτη φορά
έχανα μπάνιο στη θάλασσα
για το αίμα, την ντροπή
τους λεκέδες και τον πόνο
οι σερβιέτες
στην τσέπη
του αντρικού μου πουκαμίσου
τα βλέμματα
χαμηλώνουν
στο ύψος
του στήθους
λες και μεγάλωσε
δυο νούμερα
το σουτιέν
και περήφανη νιώθω
που γυναίκα
δεν έγινα
και κορίτσι
έμεινα για πάντα
 
 
(σελ. 70)
 
οι σύντροφοί μας
θυμώνουν
όταν τους λέμε ότι προτιμάμε
έναν νεκρό άντρα
από έναν παραβιαστικό
και λένε
καλό είναι να αποφεύγονται
οι γενικεύσεις
δεν είναι το ίδιο με τα αφεντικά
όμως
το ξέρουμε όλες
για τα αφεντικά
επιτρέπονται οι γενικεύσεις
τους εξηγούμε
πως όταν είσαι η μοναδική
ανάμεσα σε άντρες
στον νυχτερινό λεωφορείο
είναι σαν να φοράς χειροπέδες
μέσα στο τμήμα
την ώρα που οι μπάτσοι
παίζουν
με τα teaser τους
προσπαθούν λίγο να καταλάβουν
αλλά δυσκολεύονται
γιατί ο φόβος τους
είναι κατάσταση εξαίρεσης
σε αντίθεση
με το καθημερινό λεωφορείο
οι σύντροφοί μας
θέλουν
να χτίζουμε μια κοινή καθημερινότητα
ο αγαπημένος μου λέει
όποτε συμβαίνει αυτό στο λεωφορείο
ή κάποια άλλη παραβίαση
θέλω να μου τηλεφωνείς
χρησιμοποιεί
το ρήμα συμπεριλαμβάνω
είναι καλός στα λογοπαίγνια
η παραβίαση
δεν με περιλαμβάνει
ενώ η λέξη συμπερίληψη
είναι μια
θετική λέξη
για όλες μας
ο αγαπημένος μου
είναι σύμμαχος
όλων μας
γι' αυτό τα βράδια
του διαβάζω
τις καταγγελίες
παραβίασης
μόνο καμιά φορά
ρωτάει
πώς ξέρουμε ότι όλες
λένε την αλήθεια
έχουν το ίδιο βλέμμα
μ' εμένα
τη μέρα που την επόμενή της
μου έκανες δώρο τον σουγιά
απαντώ
και εκείνος 
με αγκαλιάζει
προσπαθώντας να δημιουργήσει
αυτό
που ονομάζεται
ασφαλής χώρος
αλλά
είναι αδύνατο
 
Μακάρι ο στίχος εκείνος που λέει «πώς ξέρουμε ότι όλες/ λένε την αλήθεια» να μείνει να αντηχεί μέσα μου.
 
Εκδόσεις Τεφλόν

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Ανοχύρωτη πόλη - Teju Cole

Στην Ανοχύρωτη πόλη, ο Τέτζου Κόουλ προσφέρει στον ήρωα-αφηγητή του το προνόμιο της άσκοπης μητροπολιτικής περιπλάνησης. Για τον γεννημένο και μεγαλωμένο στη Νιγηρία Τζούλιους, σήμερα ειδικευόμενο ψυχίατρο στη Νέα Υόρκη και πρόσφατα χωρισμένο, «οι περίπατοι ικανοποιούσαν μια ανάγκη: ήταν μια απελευθέρωση από το σφιχτά ρυθμισμένο πνευματικό περιβάλλον της δουλειάς και, άπαξ και τους ανακάλυψα ως θεραπεία, έγιναν κανονικότητα και λησμόνησα πώς ήταν η ζωή πριν αρχίσω να περπατάω». Η περιπλάνηση καθίσταται έτσι το αντίβαρο της καθημερινότητας, μια αντίστιξη στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου, προσφέροντας στο υποκείμενο τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για συλλογισμό και παρατήρηση. Αυτό είναι το κυρίως εύρημα γύρω από το οποίο υψώνεται η Ανοχύρωτη πόλη.

Το εύρημα της περιπλάνησης από μόνο του δεν θα ήταν ωστόσο αρκετό ως γέφυρα σύνδεσης του αναγνώστη με την ιστορία του Τζούλιους, το παρόν και το παρελθόν του. Κάθε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλωστε, για να σταθεί και να λειτουργήσει, οφείλει να απαντά ικανοποιητικά στο ερώτημα σχετικά με την επιλογή της. Η Ανοιχτή πόλη είναι ένα μυθιστόρημα με τη μορφή άτυπου ημερολογίου. Το κατασκευαστικό αυτό χαρακτηριστικό μπορεί να δικαιολογεί την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αλλά δεν αρκεί για να την υποστηρίξει. Ο Κόουλ πετυχαίνει μια πειστική και λειτουργική αφηγηματική φωνή, χωρίς λυρικές εξάρσεις, ελεύθερη από το βάρος της επίδειξης ή της απολογίας, μέσα από την οποία ο Τζούλιους φανερώνεται ως ένας άνθρωπος της εποχής του. Η «αποδελτίωση» των περιπλανήσεων λειτουργεί ταυτόχρονα τόσο ως καταγραφή για προσωπική χρήση ‒άλλωστε ο ίδιος ο Τζούλιους αναγνωρίζει τον θεραπευτικό χαρακτήρα των περιπάτων‒, όσο και ως μια αφήγηση με απεύθυνση σ' έναν (τουλάχιστον) αναγνώστη. Σ' αυτή τη λεπτή γραμμή, ο συγγραφέας καταφέρνει να κινηθεί επιδέξια, αποτυπώνοντας την παρατήρηση του εαυτού και δικαιολογώντας σε μεγάλο βαθμό την εγκεφαλικότητα της αφήγησης.

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ζητήματα που φέρνει στην επιφάνεια η αφήγηση του Τζούλιους είναι εκείνο της φυλής και του χρώματος. Ο Τζούλιους, στα δεκαεπτά του, έγινε δεκτός για σπουδές στην Αμερική και τώρα ζει στη Νέα Υόρκη ως ειδικευόμενος γιατρός. Δεν είναι δηλαδή ένας τυπικός μετανάστης ούτε ως προς την ιστορία του ούτε ως προς την κοινωνική του θέση. Ωστόσο, παρά τα προνόμια, παραμένει μαύρος σ' ένα περιβάλλον λευκής κυριαρχίας και διαρκώς οφείλει να επιδεικνύει τη διαφορετικότητά του. Αυτή η οριακή κατάσταση, γεμάτη από έμφυτες αντιφάσεις, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας για τον Τζούλιους, με έντονη κοινωνικοπολιτική διάσταση στον τρόπο με τον οποίο και ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη θέση του, τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται στην καθημερινότητα.

Ο Κόουλ γράφει ένα καλό μυθιστόρημα, ξεκάθαρων προθέσεων, χωρίς να πέφτει σε παγίδες κενού εντυπωσιασμού. Απαλλάσσει τον Τζούλιους από το βάρος της θεωρητικοποίησης της ίδιας του της ζωής, που θα τον καθιστούσε έναν «επαγγελματία στοχαστή». Τον απαλλάσσει επίσης και από τον άχαρο ρόλο του προφανούς συγγραφικού άλτερ έγκο, παρότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναπόφευκτα γεννά αυτομυθοπλαστικές υποψίες. Τέλος, ο συγγραφέας αποφεύγει το ισχυρό δέλεαρ που ο νεοϋορκέζικος εξωτισμός γεννά και που με λάθος χειρισμό θα μετέτρεπε το βιβλίο σε τουριστικό οδηγό της πόλης, μην αφήνοντας την ιστορία του Τζούλιους να λειτουργήσει. Έχοντας διαχειριστεί περίφημα τους παραπάνω αντιπερισπασμούς, ο Κόουλ ενσωματώνει στο μυθιστόρημά του τα συστατικά εκείνα που θα του επιτρέψουν να ξεφύγει αβίαστα από τα στενά όρια μιας προσωπικής αφήγησης περιορισμένου ενδιαφέροντος· το δοκίμιο, το προσωπικό, τη Νέα Υόρκη. Έτσι, η Ανοχύρωτη πόλη αποδεικνύεται ένα μυθιστόρημα πολλαπλών αναγνώσεων, που διαθέτει εκλεκτικές συγγένειες με το παρελθόν της λογοτεχνίας.

Παρά τη φαινομενική απλότητα στην κατασκευή, η αφήγηση του Τζούλιους παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια περιπλάνηση, πετυχαίνοντας αργά και σταθερά να τον αποσπάσει, να τον χαλαρώσει και να του ξυπνήσει τη διάθεση για λίγη άσκοπη αστική περιπλάνηση, για θεραπευτικό σουλάτσο.

Η Ανοχύρωτη πόλη το μοναδικό μυθιστόρημα του Τέτζου Κόουλ, σε μετάφραση Στέφανου Μπατσή, αποτελεί τον πρώτο λογοτεχνικό τίτλο των νεοσύστατων εκδόσεων Πλήθος.       

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Στέφανος Μπατσής
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Αταραξία - Δήμητρα Κολλιάκου

Τα χρόνια της πανδημίας, με τα επαναλαμβανόμενα περιοριστικά μέτρα και κυρίως τις καραντίνες, έδωσαν στον χρόνο μια παράξενα ομοιόμορφη υπόσταση, κάτι που μοιάζει να αποτελεί κοινή εμπειρία των περισσότερων ανθρώπων όταν αναφέρονται στην περίοδο εκείνη. Αναδύεται, κυρίως, όταν επιχειρείται ένας χρονικά ακριβής προσδιορισμός ενός συμβάντος, όταν η απόπειρα παραπέφτει στο κενό ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη καραντίνα, στη διαφορά ανάμεσα στη σύσταση και την υποχρέωση. Και όμως, ο χρόνος συνέχιζε να κυλά και να βαραίνει παρότι όλα έδειχναν σε παύση, παγωμένα. Η Κολλιάκου μετατρέπει αυτό το κοινό βίωμα σε κεντρικό εύρημα στην Αταραξία. Δοκιμάζει τις αντοχές της μνήμης στην κακοτράχαλη ανάληψη από το παρελθόν, ανάληψη απαραίτητη ωστόσο για τον προσδιορισμό του εδώ και τώρα της ύπαρξης· μια ενδοσκόπηση επιχειρείται.

Η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση, ζει με τον σύντροφό της στο Παρίσι. Λίγο πριν ο ιός εμφανιστεί, έκανε ένα ταξίδι στην Κίνα, κοντά εκεί που αργότερα θα τοποθετούταν το σημείο μηδέν, με αφορμή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών. Ξεκίνησε να επισκέπτεται έναν ψυχίατρο δηλώνοντας στο πρώτο ραντεβού πως είχε πάει για τον σύντροφό της, στη θέση του, εκείνος, που επ' ουδενί δεν ήθελε να πάει, είχε πια πάψει να απολαμβάνει τη μουσική. Εν τω μεταξύ η πανδημία έπαψε να είναι μια ιδιαιτερότητα της Άπω Ανατολής, έγινε συστατικό της κραταιάς Δύσης. Τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ, ένα πρωτόκολλο διάτρητο λογικής όριζε τη λειτουργία τους. Τα ραντεβού με τον ψυχίατρο σύντομα επανήλθαν στη δια ζώσης ρουτίνα τους. Ο σύντροφός της, ωστόσο, εκμεταλλευόμενος τα μέτρα περιορισμού, αρνήθηκε να περάσει δεύτερη καραντίνα στο Παρίσι, έφυγε για την ύπαιθρο, εκεί θα τελείωνε αυτό που έγραφε.

Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο, υπάρχει ένα απόσπασμα, κάπου μετά τα μισά του βιβλίου, που φωτίζει καλύτερα μια υποψία που συνοδεύει την ανάγνωση από τις πρώτες σελίδες κιόλας, πως στον ρόλο της παντογνώστριας αφηγήτριας βρίσκεται η ίδια η Αριάν. «Σε ανύποπτο χρόνο πέφτει στα χέρια της ένα από τα σημειωματάρια που είχε μαζί της στο ταξίδι. Ανακαλύπτει πως έγραφε κι εδώ σε τρίτο πρόσωπο». Λίγες σελίδες πριν, είχε προηγηθεί μια απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο, μια εις εαυτόν απεύθυνση, που προσδίδει μια περαιτέρω αναγκαιότητα στην αφήγηση αυτή. Μια αντίφαση λαμβάνει χώρα εδώ που επιβεβαιώνει το χυλό της πανδημικής περιόδου, καθώς η ίδια η παντογνώστρια αφηγήτρια γίνεται έρμαιο της ανάκατης μνήμης, όταν επιχειρεί να βάλει σε μια σειρά σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Οποιαδήποτε σχέση αιτίου αιτιατού φαντάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη.

Η αφηγηματική φωνή διαθέτει την ικανή εκείνη πειστικότητα που θα παράξει συναίσθημα, η αγωνία στον απόηχό της είναι εκείνη που θα καθηλώσει τον αναγνώστη, αυτή η αφήγηση, θα σκεφτεί, αν και ξένη, είναι τόσο οικεία στον πυρήνα της, στο συναίσθημά της, στη μοναχικότητα του βιώματός της. Ο τίτλος λειτουργεί μάλλον σαν ευχή παρά ως αντίστιξη, ένα ιδιότυπο μάντρα, ευχή παρότι πιθανή κατάρα. Ταυτόχρονα, το εξώφυλλο στήνεται γύρω από δύο χαρακτήρες, «στα μανδαρίνικα, η φράση οπτικό πεδίο γράφεται με δύο χαρακτήρες που είναι ίδιοι σχεδόν με τους χαρακτήρες της λέξης ελευθερία (自由). Ολόιδιοι, αν αφαιρέσει κανείς τη μικρή γραμμούλα σαν τόνο, που η απουσία της κάνει τη λέξη ελευθερία να μοιάζει αποκεφαλισμένη. Κάποιοι χρήστες του ίντερνετ στην Κίνα γράφουν οπτικό νεύρο αντί για ελευθερία. Για να ξεφύγουν από τη λογοκρισία, οι χρήστες του ίντερνετ στην Κίνα παίζουν με τις λέξεις».

Έχοντας βρει το αφηγηματικό όχημα, η Κολλιάκου το φορτώνει με διάφορα μπαγκάζια, όψεις της ύπαρξης και στοιχεία της ετερότητας του κόσμου, η ζωή στη δύση και την ανατολή, το διεθνές σχολείο και η λογοκρισία, η μετάφραση μέσω εφαρμογής και η ερωτική διάθεση, η απόπειρα κατανόησης, η αγωνία της ύπαρξης· αυτή πάνω απ' όλα. Η Αταραξία είναι ένα μυθιστόρημα που, παρά την εγγύτητα των όσων διαπραγματεύεται, πετυχαίνει να μην αναλωθεί στη συγχρονία που το χαρακτηρίζει, αλλά να μιλήσει με τρόπο ατομικό για τις προκλήσεις της κάθε μέρας, για την ανάγκη της γραφής ως μέσου κατανόησης του εαυτού και του κόσμου τριγύρω. Ένα πολύ καλό μυθιστόρημα.

Εκδόσεις Πατάκη