Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Ξένοι στη Βενετία - Ian McEwan






Κάθε απόγευμα, όταν ολόκληρη η πόλη πίσω απ' τα σκουροπράσινα πατζούρια του ξενοδοχείου τους άρχιζε να σαλεύει, ο Κόλιν και η Μαίρη ξυπνούσαν απ' το επίμονο χτύπημα ατσάλινων εργαλείων πάνω στις σιδερένιες μαούνες, που άραζαν πλάι στην πλωτή εξέδρα του καφενείου του ξενοδοχείου.
Βενετία, ίσως η πιο γοητευτική αφιλόξενη ευρωπαϊκή πόλη για έναν ταξιδιώτη, υδάτινος λαβύρινθος, και οι χάρτες ελάχιστη βοήθεια προσφέρουν, ίσως αυτό να αποτελεί μέρος της γοητείας της, ιδιαίτερα για τους ταξιδιώτες εκείνους που επιλέγουν το ένστικτο από την ασφάλεια του ετεροφώτιστου γεωγραφικού προσανατολισμού, κάθε σχέδιο αποβαίνει μάταιο, η επιλογή μιας κατεύθυνσης μπορεί να αποκαλύψει ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ή ένα αδιέξοδο. Ο Κόλιν και η Μαίρη φτάνουν στη Βενετία για μια πολυήμερη παραμονή, ζευγάρι δεύτερης ευκαιρίας, έχουν εγκαταλείψει τους πρώτους επίσημους συντρόφους τους, διεκδικούν το μερίδιο που τους αναλογεί στην ευτυχία, η ισορροπία και ο αλληλοσεβασμός είναι σε πρώτο πλάνο, η χημεία αποτελεί μια διαρκώς επίκαιρη εξίσωση, η αυτογνωσία εξίσου σημαντικό διακύβευμα με τη γνώση του άλλου, κοιμούνται σε διαφορετικά κρεβάτια, συζητούν αναλυτικά τα όνειρά τους και σε κάθε μικρή ή μεγάλη αναποδιά έχουν συμφωνήσει να λένε: μα είμαστε διακοπές. Σε μία βραδινή περιπλάνηση θα γνωρίσουν τυχαία τον Ρόμπερτ, που θα προσφερθεί να τους οδηγήσει σε ένα μπαρ ανοιχτό εκείνη την ώρα της νύχτας, γνωριμία που θα έχει συνέχεια και απρόοπτη εξέλιξη.

Ο ΜακΓιούαν, στο δεύτερο μυθιστόρημά του, όταν ακόμα ήταν ένας νέος και ελπιδοφόρος συγγραφέας, ακολουθεί τα βήματα ενός άλλου σπουδαίου πεζογράφου τού Άλαν Μπόουλς (Τσάι στη σαχάρα, Ψηλά πάνω από τον κόσμο), και τοποθετεί το ζευγάρι των ηρώων του σε έναν τόπο ξένο, για να τους εντάξει αργά και σταθερά σε μια εξίσωση με ακόμα δύο αγνώστους, τον Ρόμπερτ και τη γυναίκα του, και, υπακούοντας στην πολεοδομία της υδάτινης πόλης, εντείνει το αίσθημα ασφυξίας και τρόμου, αργά και σταθερά, με μαεστρία, δουλεύοντας παράλληλα τη σκιαγράφηση της σχέσης και των ηρώων, τη ματιά και τη συμπεριφορά του ταξιδιώτη σε έναν τόπο ξένο, αποκαλύπτοντας σελίδα τη σελίδα την πόλη-σκηνικό.

Ολιγοσέλιδο και κάπως αφαιρετικό, το μυθιστόρημα διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που χάρισαν εν καιρώ φήμη και δόξα στον συγγραφέα, πριν εκδώσει το Σάββατο, μυθιστόρημα ενοχλητικό για τα γούστα μου, και αρχίσει μια παρατεταμένη περίοδος χλιαρών μυθιστορημάτων. Εγκεφαλικό και αποστασιοποιημένο, όπως ο Ρόμπερτ, γεμάτο μυστήριο και αγωνία, όπως η περιδιάβαση στη Βενετία, με την αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας στον πυρήνα σε συνεχή διάλογο με την αποφυγή του ερωτικού συμβιβασμού. Οι ήρωες είναι ξένοι, όχι μόνο στη Βενετία, όχι μόνο απέναντι στον άλλον, αλλά και απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα, γοητευτικό και τρομακτικό, ερεθιστικό και σκοτεινό, άξιος προπομπός μυθιστορημάτων όπως το Άμστερνταμ, Τα μαύρα σκυλιά και η Ακτή.



Μετάφραση Νίκος Σακαλίδης
Εκδόσεις Σέλας


Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Έψιλον - Howard Jacobson





Η διάψευση των προσδοκιών, η κατάρρευση του ορίζοντα που ο αναγνώστης έχει φροντίσει να δημιουργήσει, συνειδητά ή μη, μικρή σημασία έχει και αποτελεί τη μητέρα των ανατροπών, καθώς η όποια βεβαιότητα δεν στηρίζεται σε κάποιο τρικ συγγραφικό, συχνά φτηνό και επιτηδευμένο, τόσο που να προκαλεί την αγανάκτηση, όπως δυστυχώς συμβαίνει, για παράδειγμα, σε μεγάλο μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά σε μια ισχυρή εκ μέρους του αναγνώστη πεποίθηση, άλλες φορές λιγότερο και άλλες περισσότερο αυθαίρετη, η διάψευση της οποίας, παρά την αρνητική χροιά που αρχικώς φέρει, δύναται να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της επικείμενης αναγνωστικής διαδικασίας, καθώς ο αναγνώστης πιάνεται εξ απροόπτου, να στέκει ανοιχτός και δίχως άμυνες, σε μια επιθυμητή κατάσταση tabula rasa. Και είναι πιθανό αυτή η πεποίθηση να έχει δημιουργηθεί πριν από την ανάγνωση, και όχι κατά τη διάρκειά της, όπως δηλαδή μου συνέβη με το Έψιλον, το τελευταίο βιβλίο ενός από τους αγαπημένους συγγραφείς της επιτροπής των βραβείων Booker, του Χάουαρντ Τζέικομπσον, για το οποίο, έχοντας υπόψη μου και το προηγούμενο έργο του, είχα την ακλόνητη βεβαιότητα πως θα επρόκειτο για ένα βιβλίο δείγμα του χαρακτηριστικού χιούμορ του δημιουργού, πιστεύοντας πως ένα τέτοιο ανάγνωσμα θα ήταν το κατάλληλο για τις ημέρες εκείνες. Έτσι πίστευα. Λίγες μόλις σειρές ήταν αρκετές για την ανατροπή, αφού εγώ περίμενα κάτι χιουμοριστικό, παρά το, ομολογουμένως, κατατοπιστικό περί του αντιθέτου οπισθόφυλλο.

Πρόκειται για την ιστορία του Κίβερν και της Αϊλίν, μια ιστορία αγάπης σε χρόνια παράξενα, με το παρελθόν να ρίχνει βαρύτερη από ποτέ τη σκιά του, κάπου στην Αγγλία, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό δίπλα στον μεγάλο ωκεανό, σε μια Αγγλία που προσπαθεί να επανακάμψει και να επανεφεύρει την κανονικότητά της, μετά από ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ, ΑΝ ΕΓΙΝΕ, γεγονός στο οποίο κανείς δεν αναφέρεται, υπό το φόβο των αμείληκτων συνεπειών.

Κάθε διάθεση για αναδόμηση της μνήμης πρέπει να κόβεται από τη ρίζα της, πριν βλαστήσει· υπεύθυνοι γι' αυτό οι φύλακες και οι καλλιτέχνες, επόπτες υπόπτων με ροπή στη νοσταλγία. Ο Κίβερν και η Αϊλίν δεν είναι σίγουροι αν η γνωριμία και ο έρωτάς τους αποτελούν εκούσια επιλογή, άλλωστε κανείς δεν είναι σίγουρος, καθώς τα φύλλα της τράπουλας έχουν ανακατευτεί βίαια, σε μια στρατηγική προσπάθεια να κοπούν τα νήματα, να επανεκκινηθεί η Ιστορία, να τηρηθούν οι νέες νόρμες που θα διαφυλάξουν τη σταθερότητα και θα αποκλείσουν τις παρεκτροπές. Όμως η έμφυτη τάση του ανθρώπου για την αναζήτησης της γνώσης της προέλευσής του είναι παρούσα, η ανάγκη για ρίζες και για απαντήσεις τεράστια. 

Όσο για τα υπόλοιπα -συμπεριλαμβανομένου του νέου φίλου, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από κείνη και κάτι σαν κηδεμόνας μάλλον (παράξενο που έλκυε κηδεμόνες)- της φαίνονταν όλα περιστασιακά, μια αναδιευθέτηση των επίπλων, αυτό ήταν όλο. Από κάθε άλλη άποψη παρέμενε πάντα ο εαυτός της. Να τι ήταν σκληρό στις επιφανειακές αλλαγές: φανέρωναν τι δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει. Καλύτερα να είχε μείνει εκεί όπου ήταν και να περίμενε. Όσο περιμένεις, δεν απογοητεύεσαι. Μια χαρά ήμουν όσο βρισκόμουν σε αναμονή, συλλογίστηκε. Αλλά ούτε  και αυτό ήταν αλήθεια. Ποτέ δεν ήταν μια χαρά.

Ο Τζέικομπσον καταφέρνει να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο, πλησίον του γνωστού, να αποκαλύψει σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν νέο και ξεχωριστό, οδηγώντας τον αναγνώστη αργά στην αποκάλυψη της μεγάλης εικόνας, επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας να αποφύγει το συγκεκριμένο και να αναφερθεί σχηματικά, σε μια ρεαλιστική παραβολή, που αφορά όχι μόνο το αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον, αλλά και το παρελθόν, που διαδραματίζεται στη Γηραιά  Αλβιώνα, αλλά θα μπορούσε να προσαρμοστεί σε κάθε μέρος του πλανήτη. Ένα μυθιστόρημα που κρύβει -για να φανερώσει πανηγυρικά στην πορεία- ένα όραμα του συγγραφέα, μια φαντασία που οργιάζει, ικανή να συνθέσει κάτι εκ θεμελίων νέο, ένα μυαλό καθαρό, που γνωρίζει την ιστορία που επιθυμεί να διηγηθεί, και την διηγείται, δίχως διάθεση να εντυπωσιάσει, επιθυμώντας, πρωτίστως, να πατήσει σταθερά σε αυτή τη νέα γη που τη σκεπάζει μια ομίχλη αποπνικτική.


υ.γ Η ανάρτηση για την Αστική ζωολογία εδώ.


Μετάφραση Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Ψυχογιός

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Το μηνολόγιο ενός απόντος - Σταύρος Κρητιώτης





Ήμουν κατασκευασμένος να δρω από αντίδραση. Συγγραφέας έγινα επειδή ήμουν ατάλαντος, ο χειρότερος στην έκθεση, στη γραμματική και την ορθογραφία. Ένα μηδενικό στα αρχαία, με αποστροφή για τους άξιους σύγχρονους και θαυμασμό για τους μέτριους αλλά ιδιωματικούς. Ακόμη και ως αναγνώστης υπήρξα κακός. Μετά από δύο-τρεις αράδες το μυαλό μου σκορπούσε και τα μάτια σάρωναν τυφλά τις λέξεις. Όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει μοιάζουν κατακαίνουργια, ανέγγιχτα από ανθρώπινο χέρι, λες κι ο ιδιοκτήτης τους ήθελε να μείνει κρυφή η διέλευσή του μέσα από τις σελίδες. Κι όπως δεν άφηνα ίχνη στα βιβλία που διάβαζα, υπέγραφα με ψευδώνυμο εκείνα που έγραφα.

2015005 1438701 302950 605853 6669518 25644 5865763 5859375

Όπως και να το κάνουμε, δεν αρχίζει κανείς ένα βιβλίο μ' ένα κρυπτογράφημα! Το μυθιστόρημά μου γεννήθηκε από μια σπερματική ιδέα που ήταν σχεδόν μόνο μια εικόνα: αυτή με συνεπήρε και μου προκάλεσε την επιθυμία να προχωρήσω. Εκείνη η εικόνα μου ζήτησε να κατασκευάσω κάτι ακόμα γύρω της. Τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν σιγά σιγά, για να δώσουν νόημα σ' αυτήν την εικόνα, διαβάζοντας, ξαναβλέποντας εικόνες, ξανανοίγοντας ντουλάπια όπου εδώ και χρόνια ήταν στοιβαγμένες οι αποδελτιώσεις μου που δημιουργήθηκαν για άλλους λόγους.

Κάπως εκκεντρική είναι όμως και η πλοκή τού "μυθιστορήματος" αυτού (τα εισαγωγικά είναι τού συγγραφέως, όχι δικά μου). Το βιβλίο είναι γραμμένο σαν ένα Μηνολόγιο. Κάθε θραύσμα -γιατί το βιβλίο αποτελείται από θραύσματα ατάκτως ερριμένα- ταξινομείται κατά χρονολογική σειρά βάσει τής ημερομηνίας που φέρει. Αυτές οι ημερομηνίες άλλοτε έχουν άμεση σχέση με το περιεχόμενο τού αντίστοιχου θραύσματος, κι άλλοτε όχι. Όλα σχεδόν τα θραύσματα απευθύνονται πάντως σ' έναν απόντα, που ποτέ δεν θα μιλήσει ο ίδιος. Αυτός ο απών φαίνεται πως είναι επιστήμονας με φήμη σκληρού και ακραία φιλόδοξου καιροσκόπου, που περιέργως όμως σκορπίζει πού και πού κάποιες αντιφατικές ψηφίδες καλοσύνης γύρω του. Ένας επιστήμονας που θα γράψει ένα μυθιστόρημα, μυθιστόρημα που θα συζητηθεί ευρέως, μια και ο συγγραφέας είναι διάσημος. Αργότερα όμως ένα ανώνυμο γράμμα θα αποκαλύψει πως το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι παρά αντιγραφή ενός παλιότερου έργου κάποιου πεθαμένου φίλου τού επιστήμονα, συμφοιτητή του. Το σκάνδαλο για τη λογοκλοπή αυτή θα είναι τεράστιο. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν όμως όταν το πανεπιστήμιό του αρχίσει πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον του για παραποίηση επιστημονικών δεδομένων. Η επαγγελματική του καταστροφή θα είναι απόλυτη. Τον βρίσκουν νεκρό, μ' ένα περίστροφο στο χέρι. Ο αντιγραφέας, Σταύρος Κρητιώτης, αυτοκτόνησε, θα πουν.

Όμως η αλήθεια είναι πως φρόντισε να είναι η ίδια του η ζωή πιστή αντιγραφή της πλοκής τού βιβλίου εκείνου, του βιβλίου αυτού, στη δεύτερη έκδοσή του, αφού η πρώτη αποσύρθηκε υπό το βάρος των αποκαλύψεων, στις οποίες τελικώς είχε προχωρήσει ο ίδιος ο αυτόχειρας. Ο συγγραφέας λογοκλόπος του εαυτού του; Ομολογουμένως με προβληματίζουν οι λόγοι για τους οποίους ο Κρητιώτης θα κατήγγελλε τον εαυτό του για λογοκλοπή ενός έργου που τελικά είναι απολύτως δικό του πνευματικό δημιούργημα (παρά την ηθελημένη χρήση δεκάδων παραθεμάτων από άλλα κείμενα ως δομικών λίθων για το δικό του κείμενο).

Αυτή η θραυσματική δομή καθιστά εφικτή την παρεμβολή ποικίλων επιπρόσθετων ψηφίδων στο κείμενο. Τα πολλά, και συχνά ετερογενή, παρεμβληθέντα θραύσματα δένουν με το υπόλοιπο υλικό σ' ένα λιτό και αρκετά εξισορροπημένο σύνολο. Κάποτε ίσως υπάρχει μια δυσκολία στη συνομιλία των καταθέσεων των διαφόρων ηρώων με τα παρεμβαλλόμενα τεκμήρια. Οπωσδήποτε όμως, ο όποιος συνδυασμός των διαφόρων ετερόκλιτων στοιχείων είναι πάντα πιστός στη βασική έμμονη ιδέα του Κρητιώτη: την αντιγραφή ως πράξη δημιουργίας.

Ιδέα που ακολούθησε πιστά και ο γοητευμένος αναγνώστης.


Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Η μοναδική οικογένεια - Λευτέρης Καλοσπύρος




σ' ένα σύμπαν και μια εποχή που διαστέλλονται διαρκώς μέχρι την τελική αυτοκαταστροφή τους το ιδανικό μυθιστόρημα θα πρέπει να αποτελείται από ιστορίες-μέσα-στις-ιστορίες που με τον καιρό θα αντικαταστήσουν τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις που έχουν ξεμείνει από το μυθιστόρημα του 19ου και του 20ού αιώνα

Και ίσως όχι μόνο από ιστορίες μέσα στις στορίες αλλά και από λογοτεχνικά είδη μέσα σε λογοτεχνικά είδη, αυτό θα συμπλήρωνα εγώ στη μέσω κινητού σταλμένη σημείωση του αφηγητή προς τον εαυτό του, σημείωση που αποτελεί, μεταξύ άλλων, τη διακήρυξη του συγγραφέα σχετικά με το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικός είδος. Η μεγάλη αφήγηση, όχι κατ' ανάγκη σε μέγεθος, αλλά σε πλουραλισμό μέσων. Περίτεχνο μωσαϊκό ή ανόητο συνονθύλευμα, αυτό μένει να φανεί.

Ομολογία: το βιβλίο του Λευτέρη Καλοσπύρου υπήρχε σχεδόν από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του στη βιβλιοθήκη με τα προς ανάγνωση, αριστερά και κάτω όπως κοιτάει κανείς το έπιπλο. Ακολούθησε το βραβείο, πριν και μετά απ' αυτό διάφορες γνώμες διχαστικές, αποθέωση και σκεπτικισμός, κατηγορίες για ελιτισμό και δηθενιά. Εγώ φοβόμουν πως θα ήταν στυφό και υπερβολικά τεχνικό. Κάποια στιγμή -δεν θυμάμαι πώς- βρέθηκε στο κομοδίνο. Αμαρτία δεν έχω.

Πόσα χρόνια πέρασαν; Σχεδόν τρία. Προηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Κεχαγιά, Τελευταία προειδοποίηση. Τα κοινά αρνητικά σχόλια για τα δύο βιβλία δημιούργησαν εντός μου ένα δεσμό, ένα νήμα που ένωσε αυτά τα δύο βιβλία. Σχόλια αρνητικά τα οποία, στα διηγήματα που προηγήθηκαν, δεν με βρήκαν σύμφωνο, αν και ίσως μπορώ να καταλάβω το σκεπτικό τους. Έτσι, ένιωσα ότι έφτασε η στιγμή, άλλωστε αρκούσε να απλώσω το χέρι μου.

Η μοναδική οικογένεια που δεν έπαιξε ποτέ στο χρηματιστήριο, σε μία χώρα που όλοι έπαιξαν στο χρηματιστήριο και μάλιστα με πληροφορίες εμπιστευτικές, η μοναδική οικογένεια που μένει σε ένα σπιρτόκουτο με την ψυχή στο στόμα. Οικογένεια τόσο μοναδική και τόσο επαναλαμβανόμενη, που αξίζει να της γραφτεί ένα μυθιστόρημα, ένα θεατρικό, κάποια διηγήματα, να κρατηθούν οι απαραίτητες σκέψεις-σημειώσεις, και όλα αυτά να γίνουν ένα, μήπως και έτσι αποτυπωθεί τελικά η μοναδικότητα της οικογένειας εν γένει. Η μοναδική οικογένεια, στην οποία όλοι έχουν σπουδάσει αρχιτεκτονική και όλοι είναι συγγραφείς -επίδοξοι ή καταξιωμένοι. Τα προσχήματα τηρούνται και τα ονόματα, τα φύλα και οι ιδιότητες αλλάζουν περνώντας στη μυθοπλασία, τα προσχήματα είναι κάτι σημαντικό για μια οικογένεια, πόσο μάλλον για τη μοναδική οικογένεια.

Ο Καλοσπύρος έχει μια θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα, μια άνεση γλωσσικής αποτύπωσης της πλούσιας φαντασίας του. Έχει επίσης, όσο παράξενο και αν συνεχίζει να μου φαίνεται, πλήρη εικόνα του τελικού αποτελέσματος, γεγονός το οποίο τον βοηθάει να παραδώσει ένα έργο που ρέει και διαβάζεται απρόσκοπτα. Καταφέρνει να εντάξει όλα τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού ομαλά, δίχως να πετάει έξω στιγμή τον αναγνώστη και να τον αναγκάζει να καταφύγει στη θεωρία της λογοτεχνίας μήπως και ξαναβρεί τον μίτο της αφήγησης. Και στέκομαι σε αυτό το σημείο, γιατί ακριβώς αυτό αποτελούσε την ένστασή μου πριν διαβάσω το βιβλίο, και τώρα οφείλω α) να το παραδεχτώ και β) να αποδώσω τα εύσημα στον συγγραφέα.

Σκεφτόμουν, σχετικά με αυτά τα δύο βιβλία, του Κεχαγιά και του Καλοσπύρου, πόσο σημαντικό είναι που εκδόθηκαν, γιατί αντίστοιχη ξενόγλωσση λογοτεχνία μεταφράζεται και εκδίδεται, αλλά υπάρχει η ανάγκη να δημιουργηθεί και ένα ρεύμα εντός των γλωσσικών συνόρων. Δεν είναι μόνο αυτά τα δύο βιβλία βέβαια, απλώς η χρονική συγκυρία της ανάγνωσης με κάνει να αναφερθώ σε αυτά.

Περίτεχνο μωσαϊκό.


Εκδόσεις Πόλις 


Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Τελευταία προειδοποίηση - Παναγιώτης Κεχαγιάς






Το χωριό ήταν χτισμένο στο τέλος ενός οδικού δικτύου που ξεκινούσε από την εξώπορτα κάθε σπιτιού της πρωτεύουσας, περνούσε από τις ευρύχωρες αλέες των προαστίων, για να ενωθεί με εθνικές οδούς που δεν φαίνονταν να έχουν αρχή ή τέλος, πριν στριμωχτεί ξανά σε επαρχιακούς ασφαλτόδρομους στρωμένους σαράντα χρόνια πριν, συντηρημένους μόνο με υποσχέσεις, για να καταλήξει σε αδιέξοδα όπως τούτο το χωριό.

Όταν ο κόσμος δεν είχε εξερευνηθεί ακόμα στο σύνολό του, ήταν οι χαρτογράφοι εκείνοι που ανέλαβαν να παγώσουν οριστικά το ρευστό υλικό, να μετρήσουν τις αποστάσεις, να χαράξουν κάθετους και παράλληλους άξονες, να αποτυπώσουν σε κλίμακα βουνά, πεδιάδες, λόφους, όρμους, ακρωτήρια, λίμνες, θάλασσες, λιμνοθάλασσες, παγετούς, ποτάμια, δέλτα, δάση, ερήμους, οάσεις, χωριά, πόλεις, συνοικισμούς, λεωφόρους, σοκάκια, την απέναντι κυρία που δεν σταματάει να απλώνει. Κάποιοι από εκείνους επιχείρησαν να εξαιρέσουν κάποιες περιοχές, κάποιους πρώιμους μη τόπους, κάποιες ουτοπίες. Απέτυχαν. Μάλλον. Στο τέλος αποτύπωσαν την υδρόγειο σφαίρα που υπάρχει σε πολλά παιδικά δωμάτια. Εμένα μου άρεσαν εκείνες με το φως.

Κάθε στιγμή είναι επίκαιρη η ατάκα: τι άλλο μένει άραγε να ανακαλυφθεί; Κάθε κάποιες στιγμές η απάντηση δίνεται, και το ερώτημα τίθεται εκ νέου: τι άλλο μένει άραγε να ανακαλυφθεί; Και ο κόσμος προχωρά από ανακάλυψη σε ανακάλυψη. Η χαρτογράφηση αποτελεί τη λέξη κλειδί της συλλογής των πέντε διηγημάτων του Παναγιώτη Κεχαγιά, τον συνδετικό ιστό που τα ενώνει, αποτυπώνοντας τις εμμονές, τις προσλαμβάνουσες και τα πρότυπα του συγγραφέα, ενός συγγραφέα-αναγνώστη. Θα αναφέρω τέσσερα ονόματα: Μπόρχες, Πίντσον, Ουάλας και Μακάρθυ. Αποτελεί η πρωτοπορία αυτοσκοπό ή αβίαστο τρόπο έκφρασης; Αυτό δεν το ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Κεχαγιάς γράφει στην υπεραιχμή της λογοτεχνίας, ή τουλάχιστον αυτό επιχειρεί να κάνει. Εκείνο που θέλησα να αισθανθώ, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα διηγήματά του, ήταν η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο άψυχο και το έμψυχο εγκεφαλικό κατασκεύασμα, γιατί η Τελευταία προειδοποίηση είναι στο σύνολό της ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, με μικρό περιθώριο τυχαιότητας. Η έλευση της ευτυχίας, το τρίτο και μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα, είναι μία από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης που έχω διαβάσει, και αυτό κάτι σημαίνει.

Υπάρχουν κείμενα που απαιτούν από τον αναγνώστη να μοχθήσει, δεν του παραδίδουν τα κλειδιά, ή, ενώ τα παραδίδουν, φροντίζουν να ελέγχουν τον φωτισμό στο εσωτερικό, πυκνώνοντας τις σκιές και οξύνοντας τις γωνίες. Υπάρχουν κείμενα που απαιτούν από τον κριτικό -τον κατ' ευφημισμό ή κατά φαντασίαν- να αντιτάξει τα δικά του όπλα, να εγκαταλείψει τις ξύλινες σχεδίες και τις σχολικές περιλήψεις. Υπάρχουν κείμενα που απαιτούν από τον εκδότη να πάρει ένα ρίσκο, να φανταστεί τον εαυτό του στο μέλλον να κοιτάζει προς τα πίσω, τότε που θα κριθούν τα κείμενα αυτά.

Η Τελευταία προειδοποίηση είναι μία σημαντική συλλογή διηγημάτων που δεν θα πρέπει να κριθεί απλώς με όρους μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Ο χρόνος θα δείξει περισσότερα.


Εκδόσεις αντίποδες



  

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας - Gabriel Garcia Marquez




Ήταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ' αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε ν' αντέχουμε το παρελθόν.

Ήμουν πολύ νέος όταν διάβασα τον έρωτα στα χρόνια της χολέρας, ούτε είχα ερωτευτεί ακόμα, ούτε είχα τόσες άσχημες αναμνήσεις για να αποβάλω. Ήταν το πρώτο, ή ίσως το δεύτερο καλοκαίρι που πήγα μόνος, χωρίς γονείς, διακοπές. Με δύο φίλους, δεν θυμάμαι πώς, επιλέξαμε τη Φολέγανδρο, τότε που ο γάιδαρος της καρτ ποστάλ έτρωγε ήσυχος το χορταράκι του ακόμα και Αύγουστο μήνα. Εκεί, στη Φολέγανδρο, εκείνο το καλοκαίρι, γνωρίσαμε μια παράξενη κοπέλα, παράξενη σύμφωνα με τα μυαλά και τα βιώματα που είχαμε τότε, γύρω στα εικοσιπέντε θα έλεγα τότε, ίσως και μεγαλύτερη θα έλεγα τώρα, η οποία έκανε μόνη της διακοπές και κουβαλούσε μαζί της τον Μάρκες. Είναι δύσκολο βιβλίο, τη θυμάμαι να λέει, αλλά μου αρέσει.

Ήταν η επιλογή μου για την πασχαλινή ανάγνωση. Ακόμα και τώρα, που τις γιορτές και τις σχόλες δουλεύω περισσότερο απ' όσο τις υπόλοιπες περιόδους, υπάρχει κάτι το συμβολικό, η ύπαρξη ενός χρονικού διαστήματος με ξεκάθαρη αρχή και τέλος, που μου δημιουργεί την ανάγκη να θέσω έναν αναγνωστικό στόχο. Φέτος, λοιπόν, αποφάσισα να διαβάσω ξανά, δεκαπέντε χρόνια μετά, τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας.

Στις πρώτες είκοσι σελίδες έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται -υπεροπτικά και αφοριστικά-: έχω μεγαλώσει πια για να μπορεί ένα παραμύθι να με γοητεύσει, τα βιώματα και τα διαβάσματα που έχουν προηγηθεί έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς ρεαλισμού-μαγείας. Θα συνέχιζα βέβαια την ανάγνωση έτσι και αλλιώς, ευτυχώς δηλαδή, γιατί αυτή η φωνή έχασε τη δύναμή της, σώπασε, έσκασε, δεν ξανακούστηκε. Όμως ακούστηκε, και της αξίζει αναφορά, ως μια μορφή υπενθύμισης:  δεν πα' να 'χεις μεγαλώσει, δεν πα' να 'χεις διαβάσει, δεν πα' να 'χεις κάνει ό,τι θες, ο Μάρκες έχει τον τρόπο να σε μαγέψει, κάθε σπουδαία ιστορία έχει τον τρόπο να σε μαγέψει.

Μία από τις πρώτες πρώτες παρατηρήσεις που έκανα, και που την πρώτη φορά αποκλείεται να είχε συμβεί, ήταν το γεγονός πως δεν υπήρχε κανείς ήρωας, έστω και με την πλέον ελάχιστη εμπλοκή στην πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας -ή να πω καλύτερα των ιστοριών;-του οποίου ο κύκλος να μην κλείνει. Εννοώ, καλύτερα διατυπωμένο, πως ο Μάρκες φροντίζει να πληροφορεί τον αναγνώστη για την κατάλληξη της ιστορίας του καθενός, ακόμα και αν αυτή συνοψίζεται στην πρόταση: πέθανε εκατό χρονών σε λεπροκομείο. Δεν υπάρχει τυχαιότητα, όλα είναι ελεγχόμενα, παρά την εντύπωση, και όχι άδικη, μήτε εσφαλμένη, πως ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας είναι ένα βιβλίο που έχει γραφτεί με την καρδιά. Μη γελιόμαστε, χωρίς το μυαλό η καρδιά δεν στέκεται.

Για την ιστορία δεν θα πω τίποτα. Ή, θα πω πολλά: είναι μια ερωτική ιστορία. Και θα το πω αυτό, για να προσθέσω κάτι ακόμα στον διθύραμβο που επιχειρώ να συνθέσω: είναι μια ερωτική ιστορία -εντάξει, όχι μόνο μία-, που αν κάποιος την απομονώσει, ή αν αποφασίσει κάποιος, που δεν είναι ο Μάρκες, να τη διηγηθεί, θα μετατραπεί σε κάτι γλυκανάλατο, κλισεδιάρικο και ενοχλητικό, που δεν θα απέχει πολύ από τη λογοτεχνία που δεν μου αρέσει, ούτε από τις τηλεοπτικές σειρές που φέρνουν κοντά τους γείτονες λαούς. Είναι ο τρόπος του να διηγείται ένας παράγοντας σημαντικός, είναι όμως ο κόσμος στον οποίον δίνει πνοή, όλα τα μικρά εκείνα στοιχεία, από τη βροχή και τη δυσωδία της αγοράς, μέχρι το νεκροταφείο και τον παπαγάλο που το έσκασε, που πείθουν πως εκεί, σε εκείνον τον τόπο και σε εκείνον τον χρόνο μια τέτοια ερωτική ιστορία είναι, όχι μόνο πιθανή, μα μάλλον δεδομένη. Ένα μυθιστόρημα λαϊκό, ίσως πιο λαϊκό δεν γίνεται, ένα μυθιστόρημα για όλους. Και όταν λέμε για όλους εννοούμε για όλους. Μαγκιά.

Κάπου πρέπει να χωρέσει μια ευγενική και ήπια προτροπή: διάβασέ το. Ας τη στριμώξω εδώ.

Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό να έχει κάποιος, όπως εγώ, κακή μνήμη, όχι μόνο γιατί αντέχει καλύτερα το παρελθόν, αλλά και γιατί μπορεί να διαβάζει ξανά και ξανά τα αγαπημένα του βιβλία για παράδειγμα. Δεν θυμόμουν τίποτα. Τίποτα όμως. Ήταν σαν να έγινε πραγματικότητα η συνηθισμένη και άτοπη ευχή: θα ήθελα να ξαναέχω εκείνη ή την άλλη εμπειρία αλλά με το μυαλό που έχω σήμερα.

Σκέφτομαι εκείνη την κοπέλα, δεν θυμάμαι το όνομά της, με τους φίλους εκείνους δεν μιλάμε πια τόσο συχνά για να τους ρωτήσω. Εκείνη η κοπέλα, λοιπόν, απέφευγε να απαντάει ευθέως σε προσωπικές ερωτήσεις. Απόπειρα γοητείας ή φύλαξη του προσωπικού της χώρου; Δεν ξέρω. Κάποια μέρα, με το βιβλίο στο χέρι και το δάκτυλο για σελιδοδείκτη, είπε: σε έναν μήνα παντρεύομαι, γι' αυτό κάνω αυτό το ταξίδι μόνη. Μην κρυβόμαστε, εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα απ' το δικό της το γι' αυτό. Απλώς ενισχύθηκε περαιτέρω η πεποίθησή μας περί της παραξενιάς της, και μόνο τώρα, που ξαναδιάβασα το μυθιστόρημα, έκανα τη σύνδεση, ίσως αυθαίρετη, δεν διαφωνώ, τότε απλώς αγόρασα το βιβλίο γυρίζοντας στην Πάτρα. Τώρα όμως έχω ανάγκη τον ατελή μηχανισμό της μνήμης, και την επιστροφή, όλο και πιο συχνά, σε μέρη γνώριμα.



Μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Εκδόσεις Λιβάνη

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ένας γαμάτος. Εγώ.





Είμαι γαμάτος. Βασικά, είμαι ο πιο γαμάτος απ' όλους.

Και αυτό είναι προφανές και στον πλέον αδαή. Νιώθω όμως μία μοναξιά. Ο κόσμος που με περιβάλλει δεν στέκεται στο ύψος μου, και είναι κρίμα αυτό -είμαι ανθρωπιστής εγώ-, είναι κρίμα που ο κόσμος δεν διαβάζει όσο θα έπρεπε, που απουσιάζει αυτή η καλλιέργεια, που το επίπεδο είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Νιώθω μία μοναξιά. Αναγκάζομαι να πέσω στο επίπεδό τους, για να εκπληρώσω τη μικρή, είναι η αλήθεια, ανάγκη μου για επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή. Τι κόσμος είναι αυτός; Άνθρωποι μόνο κατ' όνομα. Τι ωραία που θα ήταν στα λογοτεχνικά σαλόνια των κυριών, τι εποχές, θεέ μου! Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί, με απασχολεί βαθιά αυτή η πνευματική παρακμή, αυτό το τέλμα. Σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να εμπνεύσω τον κόσμο να στρέψει το βλέμμα του στην ομορφιά, να απλώσει το χέρι και να προσπαθήσει, έστω, να αγγίξει τα υψηλά ιδανικά. Η αύρα μου δεν αρκεί να τους παρασύρει, παρά τα λόγια λατρείας που μου απευθύνουν: πόσο διαβασμένος είστε κύριε, πόσα γνωρίζετε, πόσο όμορφα μιλάτε, τι ρομαντικός που είστε, τέτοιοι άντρες λείπουν στις μέρες μας. Έχω την προσωπική μου αυλή, όπως καταλαβαίνετε. Μαζεύονται γύρω μου όπως τα έντομα στο έντονο φως, συχνά -συχνότατα, για να είμαι ακριβής- είναι ενοχλητικοί, αλλά δεν τους κρατώ κακία, δεν τους κατηγορώ γι' αυτό. Όμως εκείνο που δεν αντέχω είναι ότι έχουν και άποψη, παίρνουν θάρρος και ενίοτε με διακόπτουν, δεν ακούνε. Πώς να μάθουν; Γιατί το άλλο; Παίρνουν απ' το ράφι κάποιο αριστούργημα, και ύστερα ισχυρίζονται ότι το διάβασαν και λένε και τη γνώμη τους. Είναι δυνατόν; Να έχουν γνώμη; Τι μπορούν να καταλάβουν, τι δύνανται να βιώσουν; Και ύστερα επιστρέφουν στις λαϊκές γειτονιές τους, στις μίζερες ζωούλες τους και διαλαλούν: πόσο γαμάτος είμαι, έχω διαβάσει εκείνο, έχω διαβάσει το άλλο.

Νιώθω όμως μία μοναξιά. Να, εσείς που με περιβάλλετε δεν στέκεστε στο ύψος μου, και είναι κρίμα αυτό -είμαι ανθρωπιστής εγώ-, είναι κρίμα που δεν διαβάζετε όσο θα έπρεπε, που απουσιάζει αυτή η καλλιέργεια, που το επίπεδο σας είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Νιώθω μία μοναξιά. Αναγκάζομαι να πέσω στο επίπεδό σας, για να εκπληρώσω τη μικρή, είναι η αλήθεια, ανάγκη μου για επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή. Τι κόσμος είναι αυτός; Είστε άνθρωποι μόνο κατ' όνομα. Τι ωραία που θα ήταν στα λογοτεχνικά σαλόνια των κυριών, τι εποχές, θεέ μου! Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί, με απασχολεί βαθιά αυτή η πνευματική παρακμή, αυτό το τέλμα. Σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να σας εμπνεύσω να στρέψετε το βλέμμα σας στην ομορφιά, να απλώσετε το χέρι και να προσπαθήσετε, έστω, να αγγίξετε τα υψηλά ιδανικά. Η αύρα μου δεν αρκεί να σας παρασύρει, παρά τα λόγια λατρείας που μου απευθύνετε: πόσο διαβασμένος είστε κύριε, πόσα γνωρίζετε, πόσο όμορφα μιλάτε, τι ρομαντικός που είστε, τέτοιοι άντρες λείπουν στις μέρες μας.

Είμαι γαμάτος. Βασικά, είμαι ο πιο γαμάτος απ' όλους σας. Νιώθω όμως μία μοναξιά.