Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Η Ζαζί στο μετρό - Raymond Queneau

Κάποτε αγαπούσα μια κοπέλα στον βορρά και το τρένο ήταν μια κάποια λύση. Η επιλογή τού βιβλίου –όπως πάντα άλλωστε– ήταν καθοριστικής σημασίας. Όταν πήγαινα, έπρεπε να κάνει τον χρόνο να περνά, όταν γυρνούσα, έπρεπε να με παρηγορεί. Τα βιβλία που διάβασα εκείνους τους μήνες, περί το ένα πέμπτο του αιώνα παλιά, διατήρησαν με τα χρόνια (βλ. νοσταλγία) μια ξεχωριστή θέση στη λίστα με τα αγαπημένα μου, τι και αν πια, για τα περισσότερα, τίποτα άλλο δεν θυμάμαι παρά την ανάγνωση σε δύο ράγες. Τότε πρωτοδιάβασα τις παρισινές περιπέτειες της Ζαζί, βιβλίο της θρυλικής σειράς των εκδόσεων Γράμματα, σε μετάφραση Γεωργίας Κατωπόδη.

Η είδηση της εκ νέου έκδοσης του μυθιστορήματος του Καινώ, που μέσα στα χρόνια έγινε Κενό –γλωσσικό παιχνίδι που ο Καινό θα λάτρευε– και δη σε μετάφραση του ακάματου Αχιλλέα Κυριακίδη, με γέμισε χαρά και νοσταλγία. Μια διάθεση αναγνωστικής επιστροφής με κατέλαβε, γιατί, αν εξαιρέσει κανείς την αλλαγή μηχανής στο Λιανοκλάδι, που τίναζε για ακόμα μια φορά στον αέρα τη συνέπεια στην πολυπόθητη ώρα άφιξης, λίγα πράγματα θυμόμουν από την πρώτη εκείνη συνάντηση με την ατίθαση Ζαζί. Όμως, οι επιστροφές είναι αναπόσπαστο μέρος του ετήσιου αναγνωστικού προϋπολογισμού εν μέσω εκδοτικού κατακλυσμού και αυτή η συγκυρία έμοιαζε με μια καλή ευκαιρία αναμέτρησης με διάφορες εκφάνσεις του εαυτού.

Για να ξεκινήσω από ζητήματα έκκεντρα των περιπετειών της Ζαζί, αγνοούσα πλήρως τόσο τη γλωσσική σημασία του μυθιστορήματος αυτού όσο και τη σχέση του Κενό με την καθ' ημάς γλωσσική μετάβαση. Ο Κενό είχε κάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όταν στους λογοτεχνικούς, και όχι μόνο, κύκλους επικρατούσε η έντονη πολεμική ανάμεσα στους υπέρμαχους της δημοτικής και σε εκείνους της καθαρεύουσας. Παρότι στα γαλλικά τέτοιας μορφής ζήτημα δεν υπήρχε, ο Κενό επηρεάστηκε αρκετά. Η Ζαζί στο μετρό, αν και εκδόθηκε το 1959, αρκετά αργότερα από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932), που θεωρείται το πρώτο μείζον έργο που εισάγει στη γαλλική λογοτεχνία τη χρήση ενός λόγου καθημερινού, κατάφερε να προκαλέσει μια κάποια αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους, εξαιτίας της προφορικότητας και της αθυροστομίας, που έθεσαν τη Ζαζί αντιμέτωπη με την επικρατούσα σοβαροφάνεια. Κυρίως, για να μην κρυβόμαστε, η Ζαζί κατάφερε να υψώσει εναντίον της μια γνώριμη κραυγή, συνηθισμένη στην αντίδραση, με δάκτυλο υψωμένο: Δεν είναι λογοτεχνία αυτό· ή, με τον τρόπο του Κενό: δενεινλογοτεχνιαυτο. Ο χρόνος, ως συνηθίζει, έδωσε τις απαντήσεις του και αποφάσισε ποιοι θα περιπέσουν σε λήθη, ποιοι προκάλεσαν για να προκαλέσουν και ποιοι γιατί είχαν κάτι φρέσκο να κομίσουν.

Ο Γκαμπριέλ ατενίζει μακριά· μάλλον θα καθυστερήσουν οι γυναίκες, οι γυναίκες πάντα καθυστερούν· και όμως, όχι, μια πιτσιρίκα ξεπετιέται και του απευθύνεται:
« Ηζαζίμαι, σε κόβω νάσαι ο μπάρμπας μου ο Γκαμπριέλ».
«Εγώ είμαι, ναι» απαντάει ο Γκαμπριέλ εξευγενίζοντας τον τόνο της φωνής του, «ο μπάρμπας σου».

Όλα ξεκινάν στον σταθμό των τρένων. Ο Γκαμπριέλ περιμένει την αδερφή του που θα του εμπιστευτεί την κόρη της ώστε να περάσει ένα διήμερο με τον εραστή της. Η Ζαζί, ανήλικη με ένα στόμα να, με το συμπάθιο, θα εκφράσει την έντονη επιθυμία να μπει στο παρισινό μετρό. Φευ! Απεργία των εργαζομένων. Ο Γκαμπριέλ, που τα βράδια χορεύει σ' ένα μαγαζί για ομοφυλόφιλους, με το νούμερό του να είναι ένα από τα πλέον πετυχημένα του προγράμματος, προσπαθεί να μπει στον ρόλο του καλού και έμπλεου προθυμίας θείου. Ο συνδυασμός των δύο θα αποδειχθεί λίαν συντόμως εκρηκτικός. Με κέφι και μπρίο, ο Κενό, που η παιγνιώδης αντιμετώπιση της λογοτεχνίας είναι ίσως το βασικό του γνώρισμα αλλά και προτέρημα, στήνει ένα τρικούβερτο γλέντι χαρακτήρων και καταστάσεων.

Ο Κενό δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Παρά τη σχετικά μικρή έκταση του μυθιστορήματος, βρίσκει τον χώρο και κυρίως τον τρόπο να αναδείξει διάφορες πτυχές της παρισινής καθημερινότητας, χωρίς να θεωρεί δεδομένο κανέναν περιορισμό λογοτεχνικό ή όποιας άλλης φύσεως. Από τους επαρχιώτες που έρχονται με το αυτοκίνητό τους στην πρωτεύουσα μέχρι τους τουρίστες που τρέχουν να συλλάβουν την εμπειρία, όλα υπάρχουν εδώ, με δεσπόζουσα ωστόσο τη Ζαζί, πώς αλλιώς, αλλά και τον Γκάμπριελ. Η Ζαζί δεν είναι κατάλληλη για αναγνώστες σοβαροφανείς, όπως τότε έτσι και τώρα, καίτοι προΐσταται ενός βιβλίου κλασικού και καταξιωμένου πια. Είναι όμως και ένα βιβλίο ιδανικό ως πύλη εισόδου στην καλή λογοτεχνία, για την αναγνωστική εφηβεία, ανεξάρτητα με το πότε την περνάει κανείς, και αυτό γιατί δοκιμάζει διάφορα όρια και θέσφατα της αποστειρωμένης λογοτεχνικής εκπαίδευσης που δέχεται η πλειοψηφία και κυρίως γιατί διεκδικεί και πετυχαίνει το δικαίωμα στη διασκέδαση δια μέσου της ανάγνωσης. Η Ζαζί στο μετρό που ωστόσο δεν καταφέρνει να μπει στο μετρό, καθιστά τον τίτλο παραπλανητικό αλλά ταυτόχρονα και όχι. Σπόιλερ εδώ δεν είναι να αποκαλύψεις πως η Ζαζί δεν θα καταφέρει να μπει στο μετρό, αλλά το γιατί ο τίτλος είναι ακριβής και ενδεικτικός αυτού που ο Κενό μοιάζει να θέλει να πετύχει μέσα από τη σάτιρα και τη φαινομενική ελαφράδα. 

Η Ζαζί στο μετρό είναι κατάλληλη όμως και για επιστροφές, γιατί διαθέτει διάφορα πέπλα που με τα χρόνια υποχωρούν και φανερώνουν υποστρώματα αρχικά δυσδιάκριτα, κρυμμένα καλά πίσω από την οργιαστική πρόζα του Κενό, πίσω από τις εξωφρενικές καταστάσεις στις οποίες μπλέκονται τα πρόσωπα. Παρότι σελίδα τη σελίδα η ιστορία κάτι μου θύμιζε, η ελαφράδα εκείνη της πρώτης ανάγνωσης δεν υπήρχε, το συναίσθημα ήταν διαφορετικό από εκείνο που η μνήμη είχε φροντίσει να διαφυλάξει. Για παράδειγμα, από τα λίγα που θυμόμουν, ο σουρεαλισμός και το γάργαρο γέλιο που προξενούσε στον νεαρό μου εαυτό, εδώ υπήρχαν πολύ πιο μαύρα, πολύ πιο πικρά, πιο ρεαλιστικά, ένα γέλιο που πια κοστίζει, που έρχεται σε στιγμές που τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις, παρά να γελάσεις απέναντι σε συνθήκες και καταστάσεις πια αναγνωρίσιμες. Με αποκορύφωμα ίσως τον ίδιο τον Γκαμπριέλ, τον σημαντικό δεύτερο αυτού του μυθιστορήματος.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ιδανικότερο μεταφραστή για να στήσει στα ελληνικά το γλωσσικό αυτό γλέντι. Ο Κυριακίδης, που εν πολλοίς μας σύστησε τα σημαντικότερα έργα του Εργαστηρίου Δυνητικής Γραφής (βλ. OuLiPo), προσθέτει ένα ακόμα παράσημο στο βαρυφορτωμένο του πέτο. Το επίμετρο του Νίκου Αμανίτη δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του στην καλαίσθητη αυτή έκδοση που ήρθε να μας ταράξει με τον τρόπο που ίσως μόνο οι φωτογραφίες των νεότερων εκδοχών μας μπορούν.

υγ. Μια αντίστοιχη επιστροφή αποτέλεσε και Ο αφρός των ημερών, ενός ακόμα καθοριστικού, κατά την αναγνωστική μου εφηβεία, συγγραφέα, του Μπορίς Βιάν. Για την επιστροφή εκείνη μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ, ενώ για το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Οι συνυπάρχοντες - Αριστοτέλης Νικολαΐδης

Η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, όπως και η ενασχόληση με κάθε κομμάτι της ανθρώπινης νόησης, ανάμεσα σε άλλα, σπουδαία και μεγάλα, αναδεικνύει διαρκώς το μέγεθος της άγνοιας του υποκειμένου, άγνοια που, σε πρώτο και μόνο επίπεδο παράδοξα, μεγαλώνει σε ευθεία αναλογία με την ενασχόληση. Τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη δεν τον γνώριζα, το όνομά του τίποτα δεν μου έλεγε, ώσπου διάβασα το άρθρο του Λευτέρη Καλοσπύρου στην Εποχή (το βρίσκετε εδώ), με τίτλο Αριστοτέλης Νικολαΐδης: Ο μεγάλος λησμονημένος. Το άρθρο αυτό, πέρα από τα άψογα τεχνικά χαρακτηριστικά, το διατρέχει το πάθος εκείνου που μιλάει για κάτι που στα μάτια του είναι παράλογο να στέκει στη σκιά. Το πάθος εκείνου που μιλάει με γνώση. Βρέθηκα, λοιπόν, να αναζητώ τα βιβλία του Νικολαΐδη, το έργο του οποίου, εκτός από λησμονημένο, υπήρξε πολυποίκιλο και πληθωρικό. Το μακρύ ταξίδι γνωριμίας ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Οι συνυπάρχοντες. Αυτό, παρέα με την Εξαφάνιση, τοποθέτησε ο Καλοσπύρος δίπλα στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ενέργεια που σ' έναν αδαή, όπως εγώ, αφήνει υποψίες ύβρεως και ιεροσυλίας, ενώ παράλληλα δημιουργεί τερατώδεις προσδοκίες, στις οποίες μόνο ένα αριστούργημα θα μπορούσε να ανταποκριθεί, πόσο, μάλλον, να τις υπερβεί, όπως τελικά συνέβη.

Κύτταξα πάλι απ' το παράθυρο. Πότε θα έρχονταν λοιπόν αυτός ο οδηγός; «Θα γυρίσω σύντομα», μου είχε πει κοντά στο μεσημέρι, κι ακόμα να φανεί. Το βράδυ είχε αρχίσει να πέφτει κι απ' το παράθυρο φαίνονταν όλα διαφορετικά. Προσπαθούσα να διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο με μιαν έκπληξη παρατεταμένη. Προχωρημένο φυλάκιο, απ' αυτά που δεν μπορεί να τα δει κανείς εύκολα από την άλλη μεριά. Η χαράδρα ήταν δασωμένη κι ελίσσονταν μέσα στα υψώματα παραπειστική. Λίγο πιο πέρα η Ελλάδα, σκεφτόμουν, κάτι που μετριόταν με τέταρτα της ώρας. «Όχι πάνω από μιαν ώρα», είχε πει ο οδηγός και κατόπι πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο σημασίας: «Από εκεί που θα πάμε εμείς βέβαια».

Το μυθιστόρημα ξεκινάει in medias res, λίγο πριν ο Φίλιππος, κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας του, περάσει παράνομα τα σύνορα επιστρέφοντας μετά από χρόνια αυτοεξορίας πίσω στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους πολλούς που, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη του εμφυλίου, αναζήτησαν καταφύγιο στο εξωτερικό, συνήθως με μια καταδίκη εις θάνατον να τους ακολουθεί. Εκείνος, ύστερα από περιπλάνηση, βρέθηκε στη Βιέννη, εκεί γνώρισε την Όλγα. Από εκεί, χρόνια αργότερα, θα ξεκινήσει μια ακόμα περιπλάνηση, περιπλάνηση που οδηγεί στην απόφαση για επιστροφή. Χρόνια ταραγμένα που τελικά οδήγησαν στη Χούντα. Η δράση του μυθιστορήματος είναι τοποθετημένη στη σκοτεινή και ανέλπιδη εκείνη περίοδο, κάπου στη δεκαετία του '60, τότε που ένας οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε με βεβαιότητα να προβλέψει την επερχόμενη κορύφωση της ανωμαλίας, τη στιγμή που η εσωστρέφεια και το κυνήγι μαγισσών αποσάθρωνε περαιτέρω την αριστερά, ενώ οι ηττημένοι έγλειφαν ακόμα τις πληγές τους και οι νικητές έγραφαν την ιστορία κατά το δοκούν.

Η αφήγηση τρέχει σε δύο χρόνους, έναν σύγχρονό της, που περιλαμβάνει όσα ακολούθησαν της επιστροφής, και έναν παρελθόντα, που περιλαμβάνει όσα προηγήθηκαν. Και αν η δράση συντηρεί και οξύνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργώντας σασπένς σχετικά με την έκβαση της πλοκής, οι αναλήψεις έρχονται να συμπληρώσουν τα κομμάτια του παζλ, να δημιουργήσουν το πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας κινείται, να υπερβούν τα ατομικά όρια της ιστορίας και να την καταστήσουν ψηφίδα μιας μεγαλύτερης εικόνας, εκείνης που ο Καλοσπύρος ορίζει ως «Πλάνη της αριστεράς στον Εμφύλιο και κατ' επέκταση στον 20ό αιώνα». Το μυθιστόρημα αρθρώνεται γύρω από μια σειρά ερωτημάτων, με κυριότερο όλων: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Φίλιππο στην απόφαση να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό κατέχει τον αντίστοιχο ρόλο που το περιεχόμενο του κιβωτίου έχει στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου. Η απάντηση, που επαφίεται εν πολλοίς στο ιδεολογικό και φιλοσοφικό modus operandi του αναγνώστη, καθορίζει τη συνολική πρόσληψη του έργου, αν δηλαδή  Οι συνυπάρχοντες θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τα στενά όρια ενός καλογραμμένου πολιτικού νουάρ και να βρεθούν στην επικράτεια της υπαρξιακής κραυγής και των μεγάλων ερωτημάτων, εκεί που τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας κατά κανόνα εντοπίζονται.

Ήδη από τις πρώτες σελίδες, η απορία μου ήταν έκδηλη, πώς γίνεται ένα τέτοιο μυθιστόρημα να έχει περιπέσει στη χαράδρα της λησμονιάς, ενώ θα έπρεπε να είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και υποδειγματικά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, μεταφρασμένο και εμπορικά πετυχημένο σε πολλές γλώσσες, ένα ελληνικό αντίστοιχο του εμβληματικού Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ. Οι συνυπάρχοντες είναι ένα πλήρες μυθιστόρημα. Ο Νικολαΐδης πετυχαίνει μια σπάνια για τα εγχώρια δεδομένα εξωστρέφεια, αντίστοιχη του Φραγκιά ή του Καχτίτση, για να δώσω δύο ακόμα παραδείγματα ικανά να προσδιορίσουν το μέγεθος του δέους που ένιωσα. Το μυθιστόρημα ισορροπεί περίτεχνα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, καταφέρνοντας να ξεπεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς, διαθέτοντας βάθος που καθιστά την ανάγνωσή του ευχάριστη και συνάμα πολυεπίπεδη. Όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Νικολαΐδή είναι η άρνηση να υποταχθεί στη σαγήνη του διδακτισμού, στην κριτική για την κριτική. Όχι, η ιστορία είναι αρκούντως προσωποκεντρική, ο Φίλιππος φέρει τη δική του σκευή ιδιοτήτων, λαθών, εμμονών, περισπασμών και αποφάσεων, δεν μιλάει στο όνομα κανενός άλλου πλην του ιδίου. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα εξωστρεφές και οικουμενικό είναι το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας ζει και πράττει, με τις χωροχρονικές αναλογίες να είναι παρούσες και ευδιάκριτες, πάντοτε σε αντιστοιχία με τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής, και σε αυτό αναμφίβολα συμβάλλει ο τρόπος με τον οποίο ο Νικολαΐδης αποτυπώνει λεκτικά την ασφυξία και τον εγκλωβισμό του Φίλιππου, από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος, σε συνδυασμό με μια ακόρεστη και ανυπόταχτη δίψα για ζωή. Τρόπος που είναι για να διδάσκεται.

Βγείτε, ψάξτε, βρείτε, διαβάστε.

υγ. Για τον Εξώστη του Καχτίτση περισσότερα εδώ, για τον Λοιμό του Φραγκιά εδώ, για το Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ εδώ

Εκδόσεις Κέδρος

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

R.I.F. - Μαρία Γιαγιάννου

Ο σύγχρονος τρόπος μέσω του οποίου οι νέες εκδόσεις αναδύονται στον ψηφιακό κόσμο, κυρίως σε αυτόν των κοινωνικών δικτύων, είναι τέτοιος που αρκετές φορές επιβάλλει τη δημιουργία προσδοκιών, γεγονός που σε έναν καθάρια αναλογικό κόσμο θα ήταν εύκολο να αποφύγει κανείς, μη διαβάζοντας το οπισθόφυλλο ή μη διατρέχοντας τα σχετικά άρθρα στην εφημερίδα, αρκούμενος απλώς στη διαίσθηση και την πρότερη επαφή με το έργο ενός δημιουργού. Ωστόσο, κι εγώ ήμουν επιρρεπής.

Πριν δύο χρόνια, λίγο μετά τον σεισμό, διάβασα Το μέλος φάντασμα, και το βιβλίο αυτό, παρά την εγκεφαλική και μεταμοντέρνα κατασκευή μού μίλησε με έναν τρόπο συναισθηματικό, ελάχιστα αναμενόμενο, ίσως γιατί και εμένα επέμενε να με ενοχλεί κάτι παρότι έλειπε, καίτοι δεν έλαβε σάρκα και οστά, επιλέγοντας να μην εμφανιστεί, αφήνοντας πίσω του την αύρα ενός αναπάντητου τι θα συνέβαινε εάν να τρεμοπαίζει στο βάθος της ύπαρξης. Επιρρεπής, λοιπόν, στις προσδοκίες που τα ψηφιακά παραφερνάλια της κυκλοφορίας του R.I.F. κόμισαν, φρόντισα, μάλλον ασυνείδητα, να πείσω τον εαυτό μου πως αυτό, το καινούργιο βιβλίο της Γιαγιάννου, ανήκε επίσης στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, γεγονός που αναπόφευκτα καθόρισε τον αναγνωστικό ορίζοντα, αλλά και τις ανάγκες που η ανάγνωση όφειλε να κατευνάσει.

Ο θάνατος στο φέισμπουκ, έτσι υποτιτλίζει η Μαρία Γιαγιάννου το τελευταίο της βιβλίο, που κυκλοφόρησε πέρυσι προς τα τέλη της εκδοτικής χρονιάς από τις εκδόσεις Στερέωμα. Τι και αν η συγγραφέας, από την εισαγωγή κιόλας, από τον Προϊδεασμό, όπως η ίδια την τιτλοφορεί, φροντίζει να διευκρινίσει: Η σύνθεση που ακολουθεί έχει υβριδική μορφή – κυκλοφορεί με κεφάλι δοκιμίου, σώμα μυθοπλασίας και ποιητικά φτερα. Εγώ τον χαβά μου. Οι ανάγκες απαιτούσαν, οι προσδοκίες ήταν απαραίτητες. Όλο ετοιμάζω και όλο αναβάλλω ένα κείμενο σχετικά με την ευθύνη του αναγνώστη και το παραπάνω σχεδίασμα προσδοκιών είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, κατά το οποίο, εν πολλοίς αυθαίρετα, ή ίσως παρασυρμένος, μάλλον αδικαιολόγητα, από τις στρατηγικές ψηφιακής προώθησης, αλλά και, κυρίως, από τις δικές μου ανάγκες, εγώ ανέμενα ένα μεταμοντέρνο μυθοπλαστικό έργο και αντί αυτού συνάντησα ένα μεταμοντέρνο δοκίμιο.

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας ότι στο κοντινό μέλλον, ας πούμε στα επόμενα πενήντα χρόνια, ο θάνατος θα είναι πια όχι μόνο κεντρικό θέμα αλλά και πολύ ισχυρή πραγματικότητα στον πλανήτη του Facebook (όποια ονομασία κι αν θα έχει τότε);

Μικρές καταχωρήσεις στοχασμού, με φιλοσοφική αλλά και χιουμοριστική πρόθεση, συνθέτουν αυτό το πεζογράφημα, όπως η ίδια η έκδοση το βαφτίζει. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κάποια επιγράμματα, μέσω των οποίων η Γιαγιάννου επιχειρεί να σκιαγραφήσει τους αντίστοιχους χαρακτήρες φανταστικών προσώπων που ο διαβάτης του ψηφιακού αυτού νεκροταφείου είναι πιθανό να αντικρίσει, πρόσωπα με τα οποία, ποιος ξέρει, ίσως και να διαδρούσε εν ζωή. Σε αυτά τα επιγράμματα η διάθεση για σάτιρα υπερισχύει, έτσι όπως επιχειρεί να αποδώσει  στους φανταστικούς νεκρούς χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα από τον αναγνώστη και επομένως αρκετά στερεοτυπικά.

Η Γιαγιάννου είναι εμφανές πως διαθέτει ικανή σκευή για στοχασμό στα εδάφη που η ποπ κουλτούρα συναντά τη φιλοσοφία. Θυμήθηκα τα βιβλία του Νικήτα Σινιόσογλου, ειδικά το Λεωφόρος Νάτο. Και αν η λεωφόρος που επιλέγει ο Σινιόσογλου αποτελεί μια άγνωστη κοντινή διαγράμμιση του αττικού ιστού, η Γιαγιάννου επιλέγει να περιδιαβεί ένα μονοπάτι χιλιοπατημένο, που ο μαζικός χαρακτήρας του δημιουργεί μια διάχυτη ψευδαίσθηση ατομικής γνώσης αλλά και στοχασμού, ψευδαίσθηση η οποία συνοδεύει την απλή εγγραφή στο φατσοβιβλίο. Επίσης, η Γιαγιάννου έχει επίγνωση πως σ' έναν αγώνα δρόμου μ' έναν αντίπαλο στην υπεραιχμή της τεχνολογίας, ελοχεύει το ενδεχόμενο να βρεθείς να κυνηγάς καθώς η σκόνη που εκείνος άφησε πίσω του ακόμα δεν έχει κατακάτσει. Ήδη δεν λέγεται πια Facebook αλλά Meta.

Η συγγραφέας επισημαίνει με αρκετή οξυδέρκεια αρκετές αναλογίες ανάμεσα στο φυσικό και το ψηφιακό, είτε πρόκειται για τη ζωή είτε για τον θάνατο. Λέω αναλογίες γιατί αυτές μοιάζει να απασχολούν τη Γιαγιάννου, το παρόμοιο έδαφος ανάμεσα στους δύο κόσμους, και ίσως εκεί, σε αυτό το κομμάτι τομής να βρίσκεται και η απάντηση στην ολοένα και αυξανόμενη επικράτηση του ψηφιακού χαρακτήρα της ζωής αλλά και τελικά του θανάτου. Μια κάπως παράδοξη αντικατάσταση αναλογικών συνηθειών με αντίστοιχες ψηφιακές. Είναι ένας στοχασμός που πιθανό να αντιμετωπιστεί με έναν σκεπτικισμό, βασισμένο στη φαινομενική ελαφρότητα του αντικειμένου. Ίσως γι' αυτό και η απόπειρα το βιβλίο αυτό να μην περάσει στο τμήμα με τα δοκίμια αλλά να παρεισφρήσει στην επικράτεια της λογοτεχνίας, μιας και ο υβριδικός του χαρακτήρας του επιτρέπει να ενδυθεί τον μανδύα του πεζογραφήματος. Η απόπειρα της Γιαγιάννου δεν υπόσχεται παραπάνω από αυτά που μπορεί να προσφέρει. Αυτή η ιδιότυπη τιμιότητα είναι ένα αδιαμφισβήτητο προτέρημα. Επίσης, πριν τον σκεπτικισμό, καλό είναι καθένας και καθεμία από εμάς να αναλογιστεί τη σχέση του με την ψηφιακή εκδοχή του εαυτού του, και ίσως τότε αλλάξει γνώμη, ίσως και όχι, γεγονός το οποίο επίσης παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, καθώς ο σκεπτικισμός κατά πάσα πιθανότητα θα διατυπωθεί μέσω μιας ανάρτησης στα κοινωνικά δίκτυα.

Παρά τις ανικανοποίητες αναγνωστικές προσδοκίες, βρήκα αρκετά ενδιαφέρον το κεντρικό εύρημα της κατασκευής αυτής, τη σχετικά πρωτότυπη ιδέα του ψηφιακού νεκροταφείου, απόλαυσα αρκετά τον, κατά τόπους ευφάνταστο, στοχασμό και την παιγνιώδη διάθεση στη γραφή, αλλά κυρίως τη λοξή ματιά της Γιαγιάννου σε μέρη και καταστάσεις ιδιαιτέρως γνώριμες, που ενίοτε προσδίδει ενδιαφέροντα σημεία θέασης του προφανούς. Από νωρίς, η φράση ψηφιακό φλανάρισμα έκανε την εμφάνισή της, φράση που τελικά θεωρώ πως εν πολλοίς προσδιορίζει τη θέση που το βιβλίο έλαβε εντός μου.

υγ. Για Το μέλος φάντασμα περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Στερέωμα

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Ο επιβάτης / Stella Maris - Cormac McCarthy

Δεκαέξι χρόνια μετά τον Δρόμο, έργο που τον καθιέρωσε σ' ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό, ο Κόρμακ Μακάρθι επιστρέφει μ' ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο ικανό να υπερβεί τις κορυφαίες στιγμές της εργογραφίας του, μια σπάνιας οξυδέρκειας αποφώνηση καριέρας ενός εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του καιρού μας. Στα μέρη μας υπήρξαμε τυχεροί, ίσως για πρώτη φορά σε ό,τι έχει να κάνει με το έργο του Μακάρθι, καθώς τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με την Αμερική σε μεταφραστική φροντίδα του Γιώργου Κυριαζή. Είναι η ιστορία δύο αδελφών, της Αλίσια και του Μπόμπι Γουέστερν. Ο πατέρας τους, νεκρός πια, υπήρξε μέλος της ομάδος που εφηύρε την ατομική βόμβα. Τα δύο αδέρφια, αναπόφευκτα, κουβαλούν αυτή την ιδιότυπη κληρονομιά. 

Στον Επιβάτη, ο Μπόμπι, που έχει πια εγκαταλείψει σκέψεις και φιλοδοξίες για μια καριέρα στη φυσική και αφού δοκίμασε στην Ευρώπη τις ικανότητές του ως οδηγός αγώνων, δουλεύει ως δύτης διάσωσης. Την πλοκή θα πυροδοτήσει η κατάδυσή του σ' ένα αεροπλάνο στον βυθό της θάλασσας, όπου θα εντοπίσει τους εννέα από τους δέκα νεκρούς επιβάτες του. Από τη στιγμή εκείνη ένας ολόκληρος μηχανισμός θα βρεθεί στο κατόπι του. Μια ιστορία δράσης, με ένα εύρημα έξυπνο, που προσιδιάζει στα μυστήρια κλειστού δωματίου, δίνει την ευκαιρία στον Μακάρθι να αναφερθεί σε διάφορα από τα ενδιαφέροντά του, σχετικά με τη φυσική, την πολιτική, τη γλώσσα, την αγάπη, τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά κυρίως, την ακατανόητη φύση του κόσμου ακόμα και για ένα δυνατό μυαλό με πλείστες γνώσεις, την αδυναμία της λογικής απέναντι στο συναίσθημα, το ένστικτο της επιβίωσης απέναντι στην απελπισία και όλα αυτά στο πλαίσιο ενός καταιγιστικού ανθρωποκυνηγητού.

Στο Stella Maris, δέκα χρόνια νωρίτερα, η Αλίσια, είκοσι χρονών, προσέρχεται αυτοβούλως για τρίτη φορά στην ομώνυμη ψυχιατρική κλινική, έχοντας ως μοναδική αποσκευή μια πλαστική τσάντα με σαράντα χιλιάδες δολάρια. Αποκλειστικά σε διαλογική μορφή, οι συνεδρίες της ιδιοφυούς Αλίσια με τον ψυχίατρο που έχει αναλάβει την παρακολούθησή της, αποτελούν ένα σπάνιο λογοτεχνικό επίτευγμα, που αναδεικνύει εκείνο που περισσότερο βρίσκεται στο επίκεντρο του δίπτυχου αυτού, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα. Η Αλίσια λέει κάποια στιγμή στον θεράποντα ιατρό της: «Πρέπει να αναγνωρίσεις όμως τον αντίκτυπο της εμφάνισης της γλώσσας. Ο εγκέφαλος τα πήγαινε μια χαρά χωρίς αυτήν για κάμποσα εκατομμύρια χρόνια. Ο ερχομός της γλώσσας ήταν σαν εισβολή ενός παρασιτικού συστήματος. Το οποίο ιδιοποιήθηκε τις λιγότερο δεσμευμένες περιοχές του εγκεφάλου. Τις πιο επιρρεπείς στην προσάρτηση». Το Stella Maris είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μακάρθι στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, κάτι το οποίο επί χρόνια κάποιοι του επισήμαιναν ως αδυναμία. Ένας ακόμα λογαριασμός που κλείνει πριν από το τέλος.

Είναι εντυπωσιακή η οξυδέρκεια του ενενηντάχρονου Μακάρθι, η καθαρότητα της σκέψης του, η ικανότητά του στη διαχείριση θεωριών που βρίσκονται στην υπεραιχμή της επιστημονικής επικαιρότητας, η ανάγκη του να γυρεύει απαντήσεις λίγο πριν το τέλος, χωρίς να καταφεύγει σε μια λογοτεχνία δυσπρόσιτη, προορισμένη για λίγους. Η παραμονή του για χρόνια στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, παρέα με μερικά από τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής μας, είναι σίγουρο πως επηρέασε ποικιλοτρόπως τη σκέψη του, κάτι που φαίνεται (και) σ' αυτό το τελευταίο έργο του, το οποίο δούλευε πολλά χρόνια, αρκετά περισσότερα της απουσίας του από τα εκδοτικά πράγματα. Ο Μακάρθι, ωστόσο, πρώτα και κύρια είναι λογοτέχνης. Η γλώσσα είναι εκείνη που τον απασχολεί, τα όρια και οι δυνατότητές της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συγγραφικής του διαδρομής, η πρόσληψή της επίσης. Η ανάγκη για απαντήσεις αποτελεί το κοινό έδαφος για κάθε μυαλό, ανεξαρτήτως δυναμικού, αυτή η ανάγκη είναι που χαρακτηρίζει τόσο την Αλίσια όσο και τον Μπόμπι, δύο δυνατά μυαλά, με ικανή σκευή για την κατανόηση των πλέον περίπλοκων θεωριών, αδύναμα ωστόσο τελικά, ανήσυχα. Όλες οι απαντήσεις συναντούν, αργά ή γρήγορα έναν τοίχο, το μυαλό αδυνατεί να απαντήσει στα ερωτήματα που το ίδιο θέτει.

Είναι απαραίτητο, τόσο για τον αναγνώστη, όσο και για τον επίδοξο κριτικό, να αντιμετωπίσει τα δύο βιβλία ως ένα ενιαίο έργο, καθώς, χωρίς το άλλο, καθένα μοιάζει λειψό κατ' αντιστοιχία με τα δύο αδέρφια, ικανό να παραπλανήσει εμφανίζοντας ανύπαρκτους ανεμόμυλους. Η ενιαία πρόσληψη αποτελεί οργανική προϋπόθεση, όχι τόσο ως προς την πλοκή ή την κατασκευή των δύο χαρακτήρων, όσο ως προς την ευκρινέστερη εικόνα του οικοδομήματος που ο συγγραφέας υψώνει. Και μπορεί στη λογοτεχνία, και στη ζωή εν γένει, να μην υπάρχει παρθενογένεση, όμως στην περίπτωση αυτή, τις επιρροές και ομοιότητες είναι μάλλον πιο ασφαλές να τις αναζητήσει κανείς στο πεδίο των επιστημών, θετικών και θεωρητικών, κυρίως, και όχι σε εκείνο της λογοτεχνίας, άλλωστε τα υπέροχα έργα της ανθρώπινης γραμματείας συγγενεύουν μεταξύ τους. Ο Μακάρθι ανήκει στη συνομοταξία των σπουδαίων, μιας γενιάς ζηλευτής για το εύρος των ενδιαφερόντων της και τη μετάγγιση αυτών στο σώμα της λογοτεχνίας, μια γενιά που σιγά σιγά δίνει (ή έδωσε κιόλας) τα τελευταία έργα της. 

Είμαστε τυχεροί που ζούμε στα χρόνια αυτών των σπουδαίων συγγραφέων, την επίδραση και την αξία του έργου τους, παρά τα όσα ισχυριζόμαστε, δεν έχουμε ακόμα συλλάβει στον απόλυτο βαθμό. Τέτοιας πάστας έργα είναι Ο επιβάτης και το Stella Maris.

υγ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 14 Ιανουαρίου και μπορείτε να το βρείτε εδώ. 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Αλλαγή: Μέθοδος - Édouard Louis

Κάθε φορά που κυκλοφορεί κάποιο βιβλίο του Λουί, και αυτό είναι το πέμπτο, σκέφτομαι πως δεν ψήνομαι, πως αρκετά έχω μάθει για τη ζωή του, πως η μανιέρα, όσο και αν μεταβάλλεται έστω και λίγο από βιβλίο σε βιβλίο, παραμένει σταθερή, εντούτοις κάθε φορά, αργά ή γρήγορα τελικά το διαβάζω. Έτσι συνέβη και με το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, το τελευταίο δικό του που διάβασα. Η παρουσίαση στη Νομική ήταν ξεκάθαρα το εγχώριο λογοτεχνικό χάι λάιτ της χρονιάς που πέρασε, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και ούτε ένα κινητό δεν χτύπησε, ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε, ούτε μια μανούρα δεν παίχτηκε, όλα μας κρεμασμένα από τα χείλη του, η πίστη στη λογοτεχνία αναθερμάνθηκε, η ζωοφόρος φλόγα της φούντωσε. Μας είπε και δυο λόγια για το Αλλαγή: Μέθοδος, που είναι πιο μπαμπάτσικο από τα προηγούμενα, για τη δική του επιστροφή στην Αλλενκούρ, μας προϊδέασε και για το επόμενο μιλώντας μας για τον θάνατο του αδερφού του.

Σε μια συζήτηση περί queer αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας, ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ, έκανε μια εύστοχη παρατήρηση λέγοντας πως στη συντριπτική πλειοψηφία της είναι μια λογοτεχνία πόνου και οδύνης, που δίνει τη δυνατότητα στον προνομιούχο αναγνώστη να νιώσει την ηδονή που το συναίσθημα του οίκτου γεννά, να σκεφτεί, κουνώντας το κεφάλι, αχ το καημένο πόσα τράβηξε, λίγο πριν κλείσει το βιβλίο και κοιμηθεί μακάρια. Φέρνοντας την παρατήρησή του στα μέτρα μου, σκέφτομαι πως εγώ, ως λευκός άντρας, διαθέτω αρκετά από τα προνόμια τού κατά τα άλλα άδικου σύγχρονου κόσμου, και παρότι θεωρώ εαυτόν προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο, δεν μπορώ να αποφύγω τις κακές σκέψεις περί προθέσεων και ειλικρίνειας μπροστά σε κάθε queer αυτομυθοπλαστικό λογοτεχνικό έργο, που, όπως ο φίλος είπε, είθισται να είναι γεμάτο από πόνο. Κάθε φορά, οι πρώτες σελίδες κινούνται ανάμεσα στο «τι με ενδιαφέρει» και το «δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει δυσκολίες», οριακά δεν γίνονται ένα σαφώς ειρωνικό «τι τύχη να έχεις τέτοια πρώτη ύλη», μέχρι να ακουστεί ένα μεγάλο «σκάσε και διάβαζε» και να αναβλύσει γάργαρη η ενοχή για τη συντηρητική πλευρά του εαυτού μου από τα υπόγεια του ασυνείδητου, η απόσταση που με χωρίζει από τη συνθήκη απόλυτης γαματοσύνης που οραματίζομαι και επιθυμώ.

Καλώς ή κακώς, η ενοχή αυτή χαμηλώνει τον πήχη της κριτικής, το περιεχόμενο υπερισχύει της τεχνικής, το συναίσθημα της λογοτεχνίας. Η θέση όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ, έτσι όπως μπάζει από διάφορες μεριές, καθώς το συναίσθημα οίκτου και η (καταδικασμένη σε αποτυχία) απόπειρα για ενσυναίσθηση υποχωρούν, η απαίτηση για καλή λογοτεχνία επιστρέφει. Την έχω σίγουρα «πατήσει» τουλάχιστον μια φορά σε αυτή τη ψηφιακή γωνιά, δεν έχει πια σημασία ποιο βιβλίο ήταν αυτό, ούτε πρόκειται να διορθώσω ή να αποκαθηλώσω την ανάρτηση εκείνη. Θα μείνει εκεί για να θυμίζει πως το συναίσθημα παραπλανά, πως η ανάγνωση και η προσέγγισή της ομοιάζει με την ίδια τη ζωή. Πίσω στον Λουί, σκεφτόμουν το συναίσθημα από την παρουσία μου στην αίθουσα της Νομικής, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια με την οποία γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ, σε συνάρτηση με την παρατήρηση του φίλου περί λογοτεχνίας ανοιχτού τραύματος και βαρέως πόνου, και έτσι αποφάσισα να διαβάσω το Αλλαγή: Μέθοδος, πιστεύοντας πως εδώ θα υπάρχει η χαρά και ο ενθουσιασμός, όχι σε αποκλειστικότητα, αλλά σε ισορροπία. Έτσι μπήκα στο βιβλίο αυτό.

Μεγαλύτερο σε έκταση απ' ό,τι μας είχε ως τώρα συνηθίσει ο Λουί, το βιβλίο αυτό μιλάει ακριβώς γι' αυτό που ο τίτλος μας προϊδεάζει, καθώς πρόκειται για μια πιο εξωστρεφή αφήγηση του μονοπατιού μέσω του οποίου έφτασε στο σημείο από το οποίο παρατηρεί πια το παρελθόν. Ο θυμός και η οργή έχουν πια καταλαγιάσει, το εγώ έχει κάπως μικρύνει, ο Λουί μπορεί πια να είναι και με τον εαυτό του αυστηρός, να συμπεριλαμβάνει και τους άλλους στην αφήγησή του ως άτομα με συναισθήματα και δικαίωμα στο λάθος, κάτι το οποίο είχε φανεί ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, αφιερωμένο στον αγώνα της μητέρας του για ευτυχία, να αναφερθεί σε εκείνους που αυτός πλήγωσε και απογοήτευσε, σε εκείνους που άφησε πίσω ή, ακόμα ακόμα, χρησιμοποίησε. Αντίθετα με τα προηγούμενα βιβλία του, που ήταν μονοθεματικά, εδώ υπάρχει μια ποικιλία, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δείχνει μια ωρίμανση, όχι μόνο συγγραφική. Υπάρχει πόνος, υπάρχει τραύμα, υπάρχει ενοχή, υπάρχει θυμός, όλα αυτά υπάρχουν. Υπάρχει όμως και χαρά, υπάρχει δικαίωση, υπάρχει η δίψα για ζωή, υπάρχει η άνεση με τον εαυτό. Σίγουρα είναι το πιο φωτεινό του βιβλίο, εδώ το ποντάρισμα είναι στην πλευρά της ζωής. Καθόλου τυχαία, τα μεγαλύτερα μέρη του βιβλίου απευθύνονται στον πατέρα του, στην Έλενα, μια φίλη του στα χρόνια του λυκείου, και στον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει το μονοπάτι της συγγραφής, η αργοπορημένη εκπαίδευση, τα πρώτα βιβλία που τον διαμόρφωσαν όταν ήταν πια ενήλικας, η τύχη να βρεθούν στον δρόμο του άνθρωποι που λειτούργησαν ως μέντορες, η καταλυτική παρουσία του Εριμπόν και της Επιστροφής στη Ρεν, η επιμονή για ακαδημαϊκή μόρφωση, ο κόσμος που ανοίχτηκε μπροστά του, οι ταξικοί φραγμοί που υποχώρησαν. Είναι τα απομνημονεύματα κάποιου που πέθανε και αναγεννήθηκε. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, μια ιστορία προσωπικού θριάμβου, που αποφεύγει τη διδαχή. Γι' αυτό και εδώ έχει αξία η ειλικρίνεια, η αδιαφορία του Λουί να πει κάτι που θα κηλιδώσει τη φήμη του, η διαδρομή είναι αυτή που τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, αυτό που μετά από χρόνια αγώνα μπόρεσε να γίνει, αυτό που δεν τολμούσε κάποτε να ονειρευτεί. Δεν είναι όμως ένα βιβλίο που ωραιοποιεί, δεν υπάρχουν εδώ πολύχρωμες πεταλούδες, η αποφορά των υπονόμων είναι ακόμα διακριτή. Η ενσυναίσθηση, που εγώ προφανώς αδυνατώ να νιώσω, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογεί εν πολλοίς την εμπορική επιτυχία που τα βιβλία του γνωρίζουν, αλλά και την ατμόσφαιρα στις δημόσιες εμφανίσεις του.

Αν έπρεπε να διαλέξω μία φράση από ολόκληρο το βιβλίο, τότε θα ήταν αυτή: Κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τις αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός. Είναι μια φράση που συναισθηματικά, άγνωστο γιατί, με καθήλωσε, με ανάγκασε να τη διαβάσω ξανά και ξανά, δεν μου ήταν κατανοητή, και πώς να μου είναι άλλωστε. Η πρόζα του Λουί είναι δυναμική, καθώς η ανάγκη να πει την ιστορία του ξεχειλίζει. Καταλαβαίνω όσους και όσες τον βαρέθηκαν ή δεν τον μπορούν, δεν καταλαβαίνω όσους και όσες τον τοποθετούν εκτός λογοτεχνίας. Οι εναντίον του αντιδράσεις παρουσιάζουν εντούτοις τεράστιο ενδιαφέρον καθώς διάφορα πράγματα μπορείς να ανακαλύψεις για εκείνους που με υπερβολική ζέση ξιφουλκούν εναντίον του φαινομένου Λουί, πράγματα που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία, αλλά με τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική τους στάση. Από την άλλη, εγώ, όταν θα βγει το επόμενο, πάλι θα γκρινιάζω και θα λέω πως δεν πρόκειται να το διαβάσω, πως βαρέθηκα πια τα ίδια και τα ίδια και ας ξέρω πως αργά ή γρήγορα η ανάγκη για αφηγηματική οικειότητα θα πάρει τα γκέμια.

υγ. Σύνδεσμοι για τα προηγούμενα βιβλία του Λουί: Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (εδώ), Ιστορία της βίας (εδώ) και Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; (εδώ). Για την Επιστροφή στη Ρενς του Εριμπόν εδώ.

Μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Πίσω από τις θημωνιές (2022)

Καιρό είχα να γράψω ανάρτηση για κάποια ταινία. Δεν είναι τόσο πως δεν είδα αξιόλογες ταινίες, είδα, όσο πως δεν ένιωθα τίποτα στην άκρη των δακτύλων γυρίζοντας με τα πόδια σπίτι μετά το τέλος της προβολής. Χτες, ένιωθα τα δάκτυλα μου ζεστά, παρά το κρύο. Το Πίσω από τις θημωνιές ήταν μια ταινία για να πεις: πήγαινε να τη δεις· και εμένα ο τρόπος μου είναι να το γράφω εδώ.

Εν μέσω γλεντιού, τρία πιτσιρίκια παίζουν στη λίμνη ώσπου αντικρίζουν δύο πτώματα να επιπλέουν πίσω από τις θημωνιές. Θα τρέξουν πίσω στους μεγάλους να πουν τι είδαν, εκείνοι θα τα καθησυχάσουν αμφισβητώντας αυτό που είδαν, θα τους πουν ιστορίες με φαντάσματα. Ο χρόνος γυρίζει πίσω στην ημέρα των γενεθλίων της Αναστασίας, που είναι εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια στο τοπικό νοσοκομείο. Ο πατέρας της θα της πάρει δώρο σκουλαρίκια. Ο θείος της, αδερφός της μάνας της, θα της αφήσει διακόσια ευρώ. Η Αναστασία θέλει να βγει με τις φίλες της στα μπουζούκια, ο πατέρας αρνείται πεισματικά. Μια μέση λύση θα βρεθεί, ένας νεαρός, οικογενειακός φίλος, να συνοδέψει τις κοπέλες, να 'χει και ο πατέρας ήσυχο το κεφάλι του.

Τίποτα δεν προϊδεάζει για όσα πρόκειται να συμβούν, και όμως, ο έχων εμπειρία ελληνικής πραγματικότητας θεατής, ξέρεις πως όλα θα πάνε στον διάολο, λιγότερο ή περισσότερο μπορεί, στον διάολο ωστόσο· η ασφυξία μυρίζει ανυπόφορα. Η Ασημίνα Προέδρου, σκηνοθέτις και σεναριογράφος, γυρίζει τον χρόνο πίσω στο 2015. Στα σύνορα Ελλάδος και Βόρειας Μακεδονίας χιλιάδες ψυχές στριμώχνονται. Από τη μια μέρα στην άλλη τα σύνορα κλείνουν, φράκτες υψώνονται, απελπισμένοι άνθρωποι ψάχνουν άλλες οδούς για να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Η χρυσή αυγή είναι εκτός φυλακής, εντός βουλής, ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλεία χρησιμεύουν ακόμα μια φορά ως καταφύγιο. Ο τόπος, γύρω από τη λίμνη Δοϊράνη, παραδεισένιος, όπως κάθε τόπος. Η τοπική κοινωνία, ελληνική, όπως σε όλη την επικράτεια. Η κακοδιαχείριση στον συνεταιρισμό δεν εκπλήσσει κανέναν, πόσο μάλλον η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η θέση της γυναίκας, επίσης· παρομοίως και του ξένου. Η επιρροή της εκκλησίας και η διαφθορά των αρχών μια από τα ίδια. Όλοι αυτοί θα τρομοκρατηθούν μήπως οι πρόσφυγες τους αλλοιώσουν το dna, αργότερα τη θέση τους θα πάρουν τα εμβόλια. Εκτός και αν πρόκειται να κονομήσουν απ' όλο αυτό, τότε όλα αλλάζουν.

Η Προέδρου γεμίζει το φιλμ της με λεβεντιά, μεράκι και φιλότιμο, όλα όσα παράγουμε ως χώρα. Αξιοποιεί όσα ο τόπος είχε να της δώσει με ρεπεράζ ζηλευτό, η φωτογραφία είναι αντάξια εκείνου που είχε οραματιστεί. Ρεαλισμός στεγνός, ερμηνείες δυνατές και κυρίως πειστικές. Ανθρωπότυποι γνώριμοι, στερεοτυπικοί, καταστάσεις οικείες ακόμα και για εκείνους που ο τόπος τούς είναι ανοίκειος, ξένος. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το προσφυγικό είναι ιδιοφυής. Δεν παρασύρεται από τον ανθρώπινο πόνο, δεν φωνάζει την αντίθεση ανάμεσα στον τρομακτικό πόνο και την εκκωφαντική αναλγησία. Το προσφυγικό, πάντοτε σε ουδέτερο σαν να πρόκειται για μια κατάσταση, για κάτι που απλώς συμβαίνει, το προσφυγικό για εκείνα τα χωριά είναι ένα ακόμα περιστατικό που ανέδειξε τη δυσωδία, πριν από το επόμενο· η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Η ταινία δεν μεροληπτεί υπέρ των χοντρόπετσων, αλλά επιχειρεί να ρίξει λίγο φως και σε εκείνη τη μειοψηφία που αψηφά τον κυρίαρχο λόγο και πέφτει στις λάσπες να βοηθήσει, εκείνη τη μειοψηφία που ξέρει πως εκτός της αλληλεγγύης σε τίποτα άλλο δεν μπορεί να ελπίζει σε τούτη τη ζωή.

Η επιλογή της Προέδρου να χωρίσει σε τρεις οπτικές γωνίες την αφήγηση, μία για κάθε ένα μέλος της αγίας οικογένειας, είναι άκρως λειτουργική, κυρίως γιατί κάθε φορά ο θεατής ελπίζει πως κάπως αλλιώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, με αποτέλεσμα ο κόμπος στο στομάχι να μη λύνεται, αλλά και γιατί η σκηνοθέτις του παραχωρεί/επιβάλει το προνόμιο της πλήρους γνώσης, προνόμιο που μόνο ο ισχυροί της ταινίας έχουν, τον πετάει εκεί, ανάμεσα στους σημαίνοντες άντρες του χωριού, του δίνει καρέκλα δίπλα τους στο γλέντι, στον χορό. Κάλοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι, χριστιανοί και Έλληνες. Το Πίσω από τις θημωνιές ακολουθεί μια κάποια εγχώρια κινηματογραφική παράδοση, που μας έχει δώσει αξιόλογες ταινίες, ωστόσο, υπάρχει μια ταινία ευθείας αναφοράς. Είναι Ο φόβος του Κώστα Μανουσάκη, ταινία που βγήκε στις αίθουσες το 1966, μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου. Η συνομιλία των δύο ταινιών, που ενσωματώνουν όλη την ομορφιά και όλη τη σαπίλα της ελληνικής υπαίθρου, εκείνο που κυρίως διαπραγματεύεται είναι η ασφυξία του μικρού τόπου, το αίσθημα επιβίωσης της οικογένειας, που όλα τα δικαιολογεί, που όλα τα φέρνει στα μέτρα της ακόμα και τον λόγο του Θεού της· τα πράγματα μόνο εξωτερικά αλλάζουν, στον πυρήνα υπάρχει μια εφιαλτική σταθερότητα. Ο μισανθρωπισμός ολοένα και βροντά την πόρτα.

Το Πίσω από τις θημωνιές είναι μια σπουδαία ταινία που δεν εξαντλείται στο μήνυμα που φέρει.

υγ. Για τον υπέροχο Φόβο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Ακριβώς σαν εσένα - Nick Hornby

Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό, σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να διαβάσω ξανά, μετά από χρόνια, Νικ Χόρνμπυ· ένιωθα πως είχα ανάγκη απ' αυτή την πρόζα, το χιούμορ και την οξυδέρκεια στην παρατήρηση της ποπ κουλτούρας, τη συγχρονία με τον κόσμο τριγύρω. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει κάποιο βιβλίο του που να ξεπεράσει μέσα μου το High fidelity, βασικά το ερώτημα/ατάκα: είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω ποπ ή ακούω ποπ γιατί είμαι μελαγχολικός· αλλά και την ίδια την ιδέα ενός τοπ τεν χωρισμών ως μια απόπειρα προσδιορισμού του τρέχοντος γεωγραφικού στίγματος πλεύσης. Ίσως αυτή η ανάμνηση, εκείνου του πρώτου βιβλίου, να με κράτησε μακριά από το Ακριβώς σαν έσενα ως τώρα, αφού όσα βιβλία δικά του ενδιάμεσα διάβασα μου άρεσαν μεν, κανένα δεν έφτασε τη συγκίνησή μου στα ύψη εκείνα δε.

Πώς μπορεί να πει κάποιος με σχετική βεβαιότητα τι απεχθάνεται περισσότερο στον κόσμο; Αναμφίβολα εξαρτάται από την εγγύτητα του πράγματος που απεχθάνεται σε κάθε δεδομένη στιγμή, αν είναι κάτι που πράττεις, ακούς ή τρως τη συγκεκριμένη ώρα. Απεχθανόταν τη διδασκαλία της Αγκάθα Κρίστι στην πρώτη γυμνασίου, απεχθανόταν όλους ανεξαιρέτως τους Συντηρητικούς υπουργούς Παιδείας, απεχθανόταν τους ήχους που έβγαζε ο μικρότερος γιος της όταν έκανε εξάσκηση στην τρομπέτα, απεχθανόταν το συκώτι όλων των ζώων, τη θέα του αίματος, τα τηλεοπτικά ριάλιτι, τη μουσική grime και τις συνήθεις αφηρημένες έννοιες: παγκόσμια φτώχεια, πόλεμος, πανδημίες, ο επικείμενος θάνατος του πλανήτη και ούτω καθεξής. Αλλά δεν συνέβαιναν σε εκείνη, εκτός από τον επικείμενο θάνατο του πλανήτη, ωστόσο ακόμα και αυτός ήταν μόνο επικείμενος. Τον περισσότερο καιρό δεν είχε την πολυτέλεια να τα σκέφτεται. Τη συγκεκριμένη στιγμή, στις 11.15 ενός παγωμένου σαββατιάτικου πρωινού, αυτό που απεχθανόταν περισσότερο στον κόσμο ήταν να περιμένει στην ουρά έξω από το κρεοπωλείο ακούγοντας την Έμμα Μπέικερ να φλυαρεί περί σεξ.

Η Λούσυ είναι καθηγήτρια, γύρω στα σαράντα, χωρισμένη μητέρα δύο παιδιών, που ζει σε μια μεσοαστική γειτονιά. Ο Χόρνμπυ, μέσω του παντογνώστη αφηγητή του, επιλέγει να μας τη συστήσει με έναν τρόπο κάπως παράδοξο, πλην όμως κατατοπιστικό, συντάσσοντας μια λίστα με όλα όσα η Λούσυ απεχθάνεται. Μέσω αυτής της λίστας, εκτός των λοιπών γνωρισμάτων του χαρακτήρα της, έρχονται στην επιφάνεια και τα προνόμια της, η κλίμακα των προβλημάτων της, όπως για παράδειγμα η απάλευτη κοινή παρουσία στη σαββατιάτικη ουρά του κρεοπωλείου με την Έμμα, που όλο λόγια είναι, αλλά επιμένει να μένει στον από χρόνια σεξουαλικά αδιέξοδο γάμο της. Στο κρεοπωλείο δουλεύει ο Τζόζεφ, ένας νεαρός μαύρος άντρας, που ελπίζει κάποια στιγμή να γίνει διάσημος ντι τζέι, αλλά προς το παρόν κάνει διάφορες σκατοδουλειές και μένει με τη μητέρα του. Το Ακριβώς σαν εσένα είναι μια ερωτική ιστορία την περίοδο του δημοψηφίσματος για την έξοδο ή όχι της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα μελόδραμα με αρκετές δόσεις στερεοτυπίας και κλισέ πλοκής, που όμως, στα χέρια του Χόρνμπυ, έρχεται να καταρρίψει εν πολλοίς κάθε αναγνωστική φοβία και προκατάληψη από την περιγραφή της υπόθεσης: νεαρός μαύρος και λευκή νεαρή μεσήλικας ερωτεύονται και έρχονται αντιμέτωποι με τη γνώμη και την κριτική των ανθρώπων τριγύρω τους αλλά και με τις δικές τους φοβίες, τη στιγμή που οι Βρετανοί καλούνται να αποφασίσουν για το ευρωπαϊκό μέλλον τους.

Άλλωστε, πάντα θα υπάρχει χώρος για ακόμα μια ερωτική ιστορία, ακόμα και όταν όλες οι ερωτικές ιστορίες θα μοιάζει να έχουν ειπωθεί, όπως και πάντοτε θα υπάρχει αναγνωστική ανάγκη για μια ακόμα ιστορία αγάπης. Καμία από τις παρατηρήσεις αυτές δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία της. Σημασία έχει ο τρόπος με τον αφηγείται κανείς, για να επιμείνω λίγο σε μη πρωτότυπες παρατηρήσεις επί της λογοτεχνίας, την ιστορία του. Ο τρόπος με τον οποίο ο Χόρνμπυ διαχειρίζεται αφηγηματικά τη σχέση της Λούσυ και του Τζόζεφ είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματικός, καθώς τον διευκολύνει στην παρατήρηση και καταγραφή της λονδρέζικης κοινωνίας σε μια στιγμή μεγάλης πόλωσης. Προσοχή όμως. Η διαχείριση και μόνο καθιστά προσχηματική τη σχέση. Θέλω να πω πως δεν είναι μια καρικατούρα σχέσης, αλλά μια σχέση με πάθος και αληθινά προβλήματα, που προσφέρει απλόχερα κοινό έδαφος μεταξύ των χαρακτήρων και του αναγνώστη, έδαφος οικείο, γόνιμο τόσο στην ενσυναίσθηση όσο και την ταυτίση. Ο Χόρνμπυ, έμπειρος γραφιάς ποπ λογοτεχνίας, ξέρει καλά πως ένα από τα μυστικά της επιτυχίας είναι οι πειστικοί χαρακτήρες. Στο Ακριβώς σαν εσένα όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες είναι στέρεοι και αληθοφανείς, με αποτέλεσμα και οι μεταξύ τους σχέσεις να συμπαρασύρονται στην επιφάνεια του πιθανού.

Και αυτή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, πως είναι η βασική αρετή του μυθιστορήματος αυτού. Το γεγονός, δηλαδή, πως τα δύο κυρίαρχα συστατικά της πλοκής, η ερωτική ιστορία και το δημοψήφισμα, συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο που δεν καθίστανται ούτε κυρίαρχα αλλά ούτε και δευτερεύοντα, και αυτό είναι που τα ανάγει σε λειτουργικά, τόσο σε επίπεδο κατασκευής όσο και αναγνωστικής πρόσληψης. Κατά τα άλλα, η πρόζα του Χόρνμπυ είναι ικανή να μετατρέψει ακόμα και την πλέον αδιάφορη ιστορία σε μια αφηγηματική πανδαισία, εξαιτίας της άνεσης που την χαρακτηρίζει· αυτό είναι γνωστό. Μια επιπλέον αρετή, εκτός από τον πλουραλισμό των ενδιαφερόντων και γνώσεων του συγγραφέα, είναι η επίγνωση της λογοτεχνίας που επιθυμεί να παράξει. Μια λογοτεχνία που δεν επιζητά μια θέση στο πάνθεον, μια λογοτεχνία που δεν παίρνει υπερβολικά σοβαρά των εαυτό της, που δεν αποφεύγει την αυτοϋποτίμηση, που γυρεύει ρωγμές στην κυρίαρχη τάξη των πραγμάτων, που είναι σύγχρονη της εποχής της.

Πρόσφατα διάβασα για πρώτη φορά Σάλλυ Ρούνεϋ, μου άρεσε αρκετά, κατά τόπους υπερβολικά. Όσο διάβαζα το Ακριβώς σαν εσένα τη σκεφτόμουν συχνά πυκνά με όρους συγγραφικής διαδοχής, με όρους γενιάς. Ο Χόρνμπυ, για ακόμα μια φορά, ικανοποίησε πλήρως τις αναγνωστικές μου προσδοκίες, που πάντοτε έχουν να κάνουν με το περίγραμμα της καθημερινής ψυχοσωματικής και συναισθηματικής κατάστασης, και γι' αυτό η ικανοποίησή τους ξεφεύγει από την επικράτεια της φιλολογίας και γίνεται ζωή.

υγ. Περισσότερα για το βιβλίο της Ρούνεϋ θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Λεωφόρος Λίνκολν - Amor Towels

Στο μίνι αφιέρωμα που έκανα στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα τη χρονιά που πέρασε, κείμενο το οποίο βρίσκετε εδώ, έγραφα σχετικά με την επιλογή του Λεωφόρος Λίνκολν: «Η Α. είναι ίσως η πιο δύσκολη αναγνώστρια που ξέρω, κοινώς: το ένα της βρωμάει και το άλλο της ξινίζει. Τρελάθηκα με το βιβλίο αυτό, μου είπε, γεγονός ικανό να εκτοξεύσει τις προσδοκίες μου. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στον γεμάτο ενθουσιασμό λόγο, μου το έκανε δώρο, για να μην έχω καμία δικαιολογία. Α., συγγνώμη. Το συντομότερο δυνατό, υπόσχομαι». Και να που έφτασε η στιγμή. Ήθελα ένα καλό page turner, να διαβάζεται γρήγορα και αβίαστα, αλλά στο τέλος να μην «ντρέπομαι» γι' αυτό. Αυτός ήταν ο ορίζοντας προσδοκιών τραβώντας το Λεωφόρος Λίνκολν από το ράφι με τα αδιάβαστα. Ήταν η πρώτη γνωριμία με τον Άμορ Τόουλς.

12 Ιουνίου 1954. Η διαδρομή από τη Σαλίνα στο Μόργκεν ήταν τρεις ώρες και στο μεγαλύτερο μέρος της ο Έμετ δεν είχε πει λέξη. Για καμιά εξηνταριά μίλια ο Γουίλιαμς, ο διευθυντής της φυλακής, έκανε προσπάθειες να του πιάσει φιλική κουβέντα. Διηγήθηκε μερικές ιστορίες από την παιδική του ηλικία πέρα στις Ανατολικές Πολιτείες και έκανε στον Έμετ κάποιες ερωτήσεις γύρω από τη ζωή του στο αγρόκτημα. Αλλά ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν ο ένας τον άλλο και ο Έμετ δεν έβλεπε τον λόγο να ασχολείται πια με όλα αυτά. Έτσι, όταν πέρασαν τα σύνορα του Κάνσας με τη Νεμπράσκα και ο διευθυντής άνοιξε το ραδιόφωνο, ο Έμετ κοίταξε έξω από το παράθυρο το λιβάδι και κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Όταν έφτασαν πέντε μίλια νότια της πόλης, ο Έμετ έδειξε από το παρμπρίζ.
«Στην επόμενη έξοδο στρίψτε δεξιά. Θα δείτε ένα άσπρο σπίτι τέσσερα μίλια πιο κάτω».
Ιούνιος, 1954. Ο δεκαοχτάχρονος Έμετ Γουάτσον αποφυλακίζεται νωρίτερα λόγω του θανάτου του πατέρα του· η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει από χρόνια. Ο νεαρός είχε καταδικαστεί σε δεκαπέντε μήνες φυλάκιση για φόνο εξ αμελείας, ποινή την οποία εξέτισε σε αναμορφωτήριο ανηλίκων. Επιστρέφει με το υπηρεσιακό όχημα στο σπίτι του στη Νεμπράσκα, όπου έχει απομείνει μόνος του ο Μπίλι, ο οκτάχρονος αδερφός του, τη φροντίδα του οποίου έχει αναλάβει η νεαρή γειτόνισσα.

Εν τω μεταξύ, το σπίτι και το αγρόκτημα έχουν κατασχεθεί, απόρροια χρεών και υποθήκης. Ο Έμετ έχει αποφασίσει να πάρει τον αδερφό του και να φύγουν, να πάνε στην Καλιφόρνια, εκεί που πιστεύει πως θα έχουν μια καλύτερη τύχη. Ο πατέρας τους είχε καταφέρει να τους αφήσει ένα φάκελο με χρήματα, κρυμμένο στη ρεζέρβα του αυτοκινήτου τού Έμετ. Φτάνοντας στην ανατολική ακτή, το σχέδιο του είναι να αγοράσει κάποιο σπίτι σε άσχημη κατάσταση, το οποίο αφιερώνοντας προσωπική εργασία να το επισκευάσει και να το πουλήσει σε ψηλότερη τιμή. Με τα χρήματα αυτά να αγοράσει ένα επόμενο και ούτω καθεξής.

Το αρχικό σχέδιο θα ανατραπεί, όταν δύο συγκρατούμενοι του Έμετ, ο Ντάτσες και ο Γούλι, εμφανίζονται μπροστά του λίγη ώρα αφού ο διευθυντής του αναμορφωτηρίου έφυγε. Είχαν καταφέρει να τρυπώσουν στο πορτμπαγκάζ, βρίσκοντας έτσι μια ανέλπιστη ευκαιρία δραπέτευσης. Μετά από έντονες διαφωνίες, ο Ντάτσες θα καταφέρει να τους πείσει να κάνουν μια παράκαμψη και να τους αφήσουν στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας του Γούλι, όπου υπάρχει ένας κρυμμένος θησαυρός. Σπουδαία ευκαιρία, λέει ο Μπίλι, θα ακολουθήσουμε τη Λεωφόρο Λίνκολν, τον πρώτο διηπειρωτικό δρόμο στην Αμερική, που ενώνει το κέντρο της Νέας Υόρκης με το Σαν Φρανσίσκο.

Κάπως έτσι, η περιπέτεια θα ξεκινήσει.

Μυθιστόρημα δρόμου που διαδραματίζεται σε μια εποχή που η καταφυγή στη γοητεία της περιπλάνησης είχε κυριεύσει μεγάλο μέρος της αμερικανικής νεολαίας και η μπητ κουλτούρα γνώριζε άνθιση. Ο Τόουλς αποτίει με τον τρόπο του έναν φόρο τιμής σε μια παρελθούσα εποχή ιδιότυπης ρομαντικότητας και δυνατοτήτων διαφυγής, όταν ένα απλό βάψιμο του αυτοκινήτου ήταν ικανό να παραπλανήσει τις διωκτικές αρχές και η ψηφιακή πραγματικότητα δεν υπήρχε παρά μόνο στις σελίδες της λογοτεχνίας του φανταστικού. Και το κάνει αυτό με τον τρόπο του, έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζα ασφαλή και σύμφωνο των συγγραφικών δυνατοτήτων αλλά και επιδιώξεών του. Σκοπός του Αμερικανού συγγραφέα είναι μια καλογραμμένη ιστορία, που ιδανικά να αποδειχτεί ευπώλητη, μια ιστορία με αρκετή ποσότητα δράσης, αναμενόμενες ανατροπές, ικανοποιητικά δοσμένους χαρακτήρες που ωστόσο αντλούν αρκετά από τη στερεοτυπία, χωρίς ιδιαίτερους πειραματισμούς στη φόρμα και στην αφήγηση, με στόχο ένα τίμια χορταστικό μυθιστόρημα, ικανό να χαρίσει αρκετές ώρες διασκέδασης στον αναγνώστη και, γιατί όχι, να μεταφερθεί κάποια στιγμή στη μεγάλη οθόνη.

Ο τρόπος αφήγησης είναι κλασικότροπος, σε τέτοιο βαθμό που αρκετές φορές κοίταξα να επιβεβαιώσω πως το μυθιστόρημα έχει όντως γραφεί πρόσφατα και όχι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Και αυτή η κλασικότροπα γνώριμη αφήγηση διαθέτει κάτι το καθησυχαστικά οικείο. Το μοναδικό ίσως αφηγηματικό τρικ που ο Τόουλς κάνει είναι η εναλλαγή από πρώτο σε τρίτο πρόσωπο, με μόνη σταθερή απόφαση πως ο Έμετ δεν αφηγείται ποτέ. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, καθένα εκ των οποίων φέρει το όνομα του χαρακτήρα μέσω του οποίου παρακολουθούμε την εξέλιξη της δράσης. Η εναλλαγή αφηγηματικού προσώπου είναι ένα εύρημα μάλλον αχρείαστο, αλλά όχι ενοχλητικό, περισσότερο ευκολίας παρά χρηστικότητας, αντίθετα με τον χωρισμό των κεφαλαίων και τις διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης της ιστορίας που λειτουργεί άψογα. Μυθιστόρημα που πατάει με το ένα πόδι στη δράση και με το άλλο στους χαρακτήρες. Ο Τόουλς παίρνει υψηλό βαθμό και στα δύο, χωρίς να λάβει αχρείαστα ρίσκα, πετυχαίνοντας να μην ξεχειλώσει τη δράση και τις ανατροπές περισσότερο από το αληθοφανές, χωρίς να σκεπάσει η δράση τα υποκείμενά της, ενώ ταυτόχρονα παραδίδει πέντε καλοσχηματισμένους χαρακτήρες, εκ των οποίων σίγουρα ξεχωρίζει ο οκτάχρονος Μπίλι, ένας αξέχαστος, συμβατός με την ηλικία του, μπόμπιρας, που αποδεικνύεται καταλύτης στην εξέλιξη και προώθηση της πλοκής, χωρίς να πάσχει από τη συνήθη λογοτεχνική ασθένεια της ηλικίας του, να συμπεριφέρεται, δηλαδή, σαν ενήλικας σε σώμα παιδικό.

Η Λεωφόρος Λίνκολν είναι ένα μυθιστόρημα που δεν υπόσχεται περισσότερα απ' όσα έχει να προσφέρει και αποδείχτηκε ιδανική συντροφιά, ανταποκρινόμενο σε μεγάλο βαθμό στον ορίζοντα που είχα αυθαίρετα κατασκευάσει γι' αυτό πριν από την ανάγνωση.

Μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου
Εκδόσεις Διόπτρα