Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Ακουαρέλα - Μαριαλένα Σεμιτέκολου

Σήμερα πηγαίνει τον μικρό στο σχολείο ο Παύλος. Σήμερα δεν πηγαίνεις εσύ τον μικρό στο σχολείο. Σήμερα με πηγαίνει στο σχολείο ο μπαμπάς. Τρεις ιστορίες με κοινή αφετηρία μα διαφορετική οπτική. Μία οικογένεια: ο Παύλος, η Κάτια και το παιδί. Ένα πρωινό μιας μέρας καθημερινής. Σήμερα ο Παύλος θα περπατήσει με το παιδί μέχρι το σχολείο. Φυσάει ένας ανυπόφορος νοτιάς, που στον διάβα του αναστατώνει τα συναισθήματα και ανακατώνει τη μνήμη.

Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου (Πειραιάς, 1973) τέσσερα χρόνια μετά τη νουβέλα Οι Κυριακές το καλοκαίρι (Ίκαρος, 2018) κάνει την επανεμφάνισή της με την Ακουαρέλα, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα χωρισμένο σε τρία μέρη (Σουρτίνα, Πυρηνέλαιο, Ακουαρέλα). Τρεις ιστορίες που συνθέτουν μια εικόνα μεγαλύτερη, εκείνη του κοινού βίου μιας πυρηνικής οικογένειας, που το εμβαδό του δείχνει μεγαλύτερο απ' όσο πραγματικά είναι, αφήνοντας χώρο στη συχνά καταχωνιασμένη ατομικότητα να φανεί. Το σημείο εκκίνησης δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια μέρα φαινομενικά πανομοιότυπη με όλες τις άλλες. Ένα πρωινό που ο Παύλος με το παιδί ξεκινούν για το σχολείο και η Κάτια τους παρακολουθεί ενώ ξεμακραίνουν. Τα ρήγματα, άλλωστε, συνηθισμένες μέρες εμφανίζονται.

Η συγγραφέας με τρόπο λειτουργικό και έξυπνο σπάει την αφήγηση στα τρία. Για τον σιωπηλό Παύλο επιλέγει έναν τριτοπρόσωπο, παντογνώστη αφηγητή, που τον ακολουθεί στη διαδρομή για το σχολείο και μετά για τη δουλειά, μάρτυρα των μικρών ιεροτελεστιών της καθημερινότητας, των αθώων μυστικών, των αναλήψεων και των προλήψεων, των παιχνιδιών της μνήμης. Για την Κάτια, που δείχνει όλα να τα έχει υπό έλεγχο, η συγγραφέας επιλέγει μια δευτεροπρόσωπη αφήγηση καθρεπτική, ένα ιδιότυπο εις εαυτόν με εκείνη καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού να κρατά ένα λερωμένο παντελόνι στον ρόλο του μεταβατικού αντικειμένου, ακίνητη, ενώ τόσα έχουν να γίνουν. Για το παιδί, που είναι παιδί, τι άλλο παρά μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, γεμάτη από τις μεγάλες περιπέτειες της μέρας, που σπάει στα δύο, μισή στο σπίτι και μισή στο σχολείο, και την προσοχή του που στιγμή δεν ξεκουράζεται και ολοένα φεύγει και ξεμακραίνει.

Στην Ακουαρέλα, το κυρίως στοίχημα είναι η αποτύπωση των ευδιάκριτων φωνών. Το εύρημα με τη διαδοχή διαφορετικών αφηγηματικών προσώπων είναι έξυπνο, αλλά από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό. Η Σεμιτέκολου επενδύει πολλά σ' αυτό και ανταμείβεται για τον κόπο της, καθώς πετυχαίνει να αποτυπώσει πειστικά και γοητευτικά τους τρεις χαρακτήρες της, να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια του καθενός, αφήνοντας τις φωνές, τις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους να ακουστούν καθαρά. Ξεχωριστής αναφοράς χρήζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του παιδιού. Η συγγραφέας υπερπηδά με άνεση το, αν και γνώριμο, συνήθως ανυπέρβλητο εμπόδιο της αποτύπωσης της παιδικής ομιλίας με τρόπο πειστικό και σύμφωνο της ηλικίας του, πετυχαίνοντας να προκαλέσει αβίαστα συγκίνηση και γέλιο, κυρίως στο κομμάτι που εκείνο αναρωτιέται πώς ζωγραφίζουμε το χιόνι στη λευκή σελίδα.

Αφού βρήκε το πώς θα ειπωθεί η κάθε ιστορία, ακολούθως η συγγραφέας όφειλε να ασχοληθεί με το περιεχόμενο. Τα μικρά, χρηστικά ευρήματα και οι επισκέψεις στο παρελθόν καθιστούν την αφήγηση σφιχτή, προσδίδοντας δυναμική και αυτονομία στην κάθε ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και την απαραίτητη συνοχή που απαιτεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Παρότι οι ιστορίες των τριών δεν φέρουν κάποια εντυπωσιακή πρωτοτυπία, η Σεμιτέκολου πετυχαίνει να μετατρέψει την έλλειψη αυτή σε πλεονέκτημα, καθώς επιτρέπει στον αναγνώστη να αναγνωρίσει κάτι οικείο στη διαχείριση της καθημερινότητας, να διακρίνει κάτι από το δικό του παρελθόν και παρόν, κάτι από το ανθρώπινο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος.

Η Σεμιτέκολου, ψυχολόγος στο επάγγελμα, δεν επιτρέπει στην ιδιότητά της αυτή να πάρει εξ ολοκλήρου τα γκέμια και να την ξεστρατίσει από το λογοτεχνικό μονοπάτι που με φροντίδα χάραξε. Η Ακουαρέλα είναι ένα χαμηλών τόνων σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια λεπτοδουλεμένη αφήγηση, που καταφέρνει να εντυπωσιάσει χωρίς να το επιζητά, σε μια εποχή που κυριαρχούν άναρθρες κραυγές.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 16 Απριλίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Κομμένα κεφάλια - Pablo Gutiérrez

Πριν από τέσσερα χρόνια, είχαν προηγηθεί Τα ανατρεπτικά βιβλία του γεννημένου το 1978 στην Ουέλβα, Πάμπλο Γκουτιέρεθ. Ήταν η ιστορία μιας γριάς χήρας, της Ρέμε, που ζει στις εργατικές κατοικίες και βρίσκει καταφύγιο στην ανάγνωση. Μου είχε αρέσει αρκετά εκείνο το μυθιστόρημα, είχα σημειώσει το όνομα του  συγγραφέα ώστε να έχω τον νου μου σε περίπτωση που κάποιο άλλο δικό του βιβλίο κυκλοφορούσε στα ελληνικά, όπερ και εγένετο.

Γράφω την πρώτη φράση και γράφω ότι γράφω την πρώτη φράση, αν ήξερα να ζωγραφίζω  δεν θα έγραφα τίποτα, θα ζωγράφιζα το χέρι που ζωγραφίζει, και μετά τον καρπό, το μπράτσο, τα γόνατα, που μου χρησιμεύουν ως γραφείο, τα τζάμια ασφαλείας, τους δρόμους της αυτόματης πόλης. Στο κεφάλι μου γίνεται χαμός, είναι ένα κλουβί κι οι σκέψεις σαν έντομα, παρατηρώ τους μελαψούς ανθρώπους και φαντάζομαι τις ευλαβικές συζητήσεις τους, μιλάνε για τον Θεό, μιλάνε για λεφτά και μιλάνε για μένα, κανένας δεν κάθεται δίπλα μου, επειδή το τετράδιο των πενήντα πενών είναι μια συνοριακή γραμμή, από πού το έσκασε τόσο παράξενο θηλυκό.

Τη λένε Μαρία και άφησε πίσω της τη χώρα του Νότου, που τις ακτές της ακουμπά συνήθως απαλά η Μεσόγειος, μια χώρα που δεν ονομάζεται παρότι συνορεύει με την Πορτογαλία, για μια μεγαλούπολη του Βορρά, που δεν ονομάζεται παρότι χρησιμοποιούν στερλίνες και χρειάζεται πια να κρατά κανείς διαβατήριο για να αποδεικνύει ανά πάσα στιγμής ποιος είναι και πού πάει και τι τέλος πάντων γυρεύει εκεί. Μοιράστηκε δωμάτιο με τίμημα μια ασφαλή γειτονιά, εκεί πήγαιναν όσα φιλοδωρήματα με κόπο κέρδιζε, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε άλλο την επιβίωση της ασφάλειας με συναισθηματικό κόστος έναν θόρυβο διαρκή και την απουσία οποιασδήποτε ιδιωτικότητας, ονειρεύτηκε ένα δωμάτιο με μια πόρτα να κλείνει πίσω της καθώς θα ξεντυνόταν επιστρέφοντας κουρασμένη μετά τη δουλειά. Απομακρύνθηκε αρκετές στάσεις του λεωφορείου, σ' ένα προάστιο ελάχιστα λαμπερό, με τη δική του εθιμοτυπία, μια πόλη μέσα στην πόλη, δυο φορές ξένη.

Τι και αν η Μαρία ήταν λευκή στον τόπο της και οι γονείς της πάντοτε ανησυχούσαν για την έκθεση της στον ήλιο, τώρα είναι στο μέσο της χρωματικής παλέτας, στη γειτονιά λευκή και πιο έξω μελαψή, πάντα το λάθος χρώμα. Τι και αν η Μαρία ήταν προνομιούχα, άφησε τη μικρή πόλη και σπούδασε, τώρα δεν είναι τίποτα· κάθε πρωί παίρνει το λεωφορείο μέχρι το φρανσάιζ καφέ στο οποίο εργάζεται, πάντα χαμογελαστή και πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε πελάτη, να μεταμορφώσει στη στιγμή κάθε παράλογη απαίτηση στο πλέον φυσιολογικό αίτημα, να μην αφήσει την κούραση να τρυπώσει στο πρόσωπό της. Τα πάντα είναι θέμα σύγκρισης άλλωστε και η Μαρία είναι μια εκπατρισμένη δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας, μόνο στον τίτλο διαφέρει από τους μετανάστες και όχι στα προνόμια. Και η πόλη, αρχικά λαμπερή και υποσχόμενη περιπέτειες, ολοένα και ξεφτίζει. Αρχίζει να γράφει σ' αυτό το τετράδιο των πενήντα πενών, τόσο κοστίζουν δύο μερίδες επιβίωσης, μια κονσέρβα φασόλια κι ένας φάκελος σούπα σε σκόνη, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, μια καταγραφή συμβάντων.

Αφήγηση πρωτοπρόσωπη, χειμαρρώδης, γεμάτη με θυμό και αγωνία, με διάθεση απολογιστική. Περίοδοι κοφτοί και ελάχιστο φτιασίδωμα, νεύρο και ένταση στο φουλ, κείμενο που λειτουργεί, ή φιλοδοξεί να λειτουργήσει, ως ένας ιδιότυπος καθρέφτης, ως ένας καμβάς μιας εν εξελίξει αυτοπροσωπογραφίας, να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί γράφεται το ημερολόγιο αυτό; Και εν συνεχεία να περάσουμε στο δεύτερο σκέλος: γιατί αφορά τον αναγνώστη; Ο Γκουτιέρεθ, εκτός της προφανούς δυσκολίας αποτύπωσης μιας γυναικείας φωνής, αναμέτρηση στην οποία εναπόκειται στον κάθε αναγνώστη η τελική ετυμηγορία, πόσο πείστηκε και πόσο οικεία και γνώριμα γυναικεία δηλαδή τού ακούστηκε η φωνή, έχει να αναμετρηθεί και με τον κατ' επάγγελμα συγγραφέα, με τον ίδιο του τον εαυτό δηλαδή. Η αφήγηση της Μαρία (θα έπρεπε να) είναι μια αφήγηση ερασιτεχνική, βιωματική, που εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το συναίσθημα, που απευθύνεται μόνο στον ίδιο της τον εαυτό. Εδώ έγκειται η δυσκολία, εδώ είναι το σημείο που στα δικά μου μάτια ο Γκουτιέρεθ τα καταφέρνει περίφημα, στο να προσδώσει την ένταση που η αλήθεια και η ανάγκη της γράφουσας φέρει, να ομαλοποιήσει τις γωνίες, να ισορροπήσει τις υπερβολές, να καλύψει την εξωτερική παρέμβαση στο ελάχιστο.

Ημερολόγιο στο οποίο διαρκώς επανέρχεται η σημείωση πως κανένας δεν θα αντικρίσει τις σελίδες αυτές, πως είναι αποκλειστικά και μόνο για εκείνη, επανάληψη που λειτουργεί ως υπενθύμιση στον αναγνώστη πως κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα, πως αυτό το κείμενο δεν είναι για τα μάτια κανενός. Εύρημα ελάχιστο που ωστόσο λειτουργεί, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται όσο καμία άλλη πριν από αυτή από το κοίταγμα στη ζωή των άλλων και από τον σχολιασμό που αναπόφευκτα ακολουθεί, μια νησίδα αυτόνομη, έξω από εκείνη αλλά μόνο δική της. Η Μαρία γράφει αυτό το ημερολόγιο για εκείνη, διόλου δεν την ενδιαφέρει η γνώμη σου, γράφει στο χαρτί σε μια εποχή ψηφιακής αποτύπωσης και θριάμβου των κοινωνικών δικτύων. Αφηγηματικά πρόσωπα όπως η Μαρία δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές της ενσυναίσθησής μας και αναδεικνύουν το χάσμα των γενεών και των τάξεων μεταξύ των αναγνωστών, καθώς για κάποιους όλα αυτά αποτελούν προβλήματα πολυτελείας και για κάποιους άλλους υπερβολές ανωριμότητας, για την κάθε Μαρία ωστόσο είναι η καθημερινότητά της. Αλλά, μην πάμε μακριά, σε κάποιους λευκούς άντρες υπερβολή μοιάζει και ο φόβος μιας γυναίκας που γυρίζει βράδυ σπίτι της. Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η Μαρία θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι της, στους γονείς και στη χώρα της και στη στιγμή όλα να γίνουν πιο ρόδινα, μακάρι να ήταν τόσο απλό, αλλά δεν είναι.

Ο Γκουτιέρεθ μιλάει για μια κοινωνική ομάδα με χαρακτηριστικά υπό διαμόρφωση, για νέους με αρκετά προνόμια στις αποσκευές τους, που δυσκολεύονται να ζήσουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και ελάχιστοι νοιάζονται γι' αυτό, αφού το θεωρούν ένα απλό καπρίτσιο. Τόπος ολοένα και πιο κοινός στη σύγχρονη λογοτεχνία, εκεί που η Ευρώπη ακολουθεί την Αμερική, η χαρτογράφηση αυτής της γενιάς, που μόνο φαινομενικά διαφέρει από τους παππούδες της που αναζήτησαν αλλού μια καλύτερη τύχη, που βίωσαν στο πετσί τους τον ρατσισμό και την άνιση αντιμετώπιση. Μια γενιά που δεν πρόλαβε τις ενήλικες απολαβές του οικονομικού μπουμ, που ζει σε μια επισφάλεια πολυεπίπεδη και με το βάρος της ταμπέλας της κακομαθημένης, που τα βρήκε όλα στρωμένα και έτοιμα. Αλλά πίσω από το ατομικό, ο Γκουτιέρεθ αρθρώνει έναν λόγο έντονα πολιτικό, που καθιστά τη Μαρία μία μόνο εκδοχή του κόσμου γύρω μας, μια ακόμα εκδοχή που περνά απαρατήρητη, μια λεπτομέρεια ενός σύνθετα δύσκολα και άσχημα κόσμου.

Ο Γκουτιέρεθ αποτυπώνει μια κραυγή, ο αναγνώστης αντικρίζει το έδαφος που μοιράζεται με τη Μαρία. Τα Κομμένα κεφάλια είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο, η αίσθηση που κυριαρχεί, η ανασφάλεια και ο θυμός, η ένταση στον δρόμο και πίσω από τον γκισέ, η αγωνία για το τέλος του μήνα, και που παρότι η δομή του είναι κλασική και γνώριμη, πολλάκις χρησιμοποιημένη στην παγκόσμια γραμματεία, είναι το περιεχόμενο εδώ, είναι η ίδια η Μαρία εκείνη που περισσότερο από όποιο πραγματολογικό στοιχείο αποτυπώνει τη συγχρονία. Κάποιες στιγμές ασφυκτικό, με ελάχιστες νότες αισιοδοξίας, ρεαλιστικό ακόμα και ως προς τη νοσταλγία του, καμία ωραιοποίηση δεν χωρά στο άβολο κάθισμα του πρωινού λεωφορείου. Στα καθ' ημάς, η Μαρία θα μπορούσε να είναι η Βέρα του Ζελιαναίου εδώ ή πρωταγωνίστρια σε κάποιο διήγημα της Στεργίου εδώ.

υγ. Για Τα ανατρεπτικά βιβλία περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Καραντίνα στο Νησί του Διαβόλου - Τζέημς Μήτσαμ

Τον Τζέημς Μήτσαμ τον «γνώρισα» τον Ιούνιο του 2020 όταν διάβασα τον Πολπόταμο. Αργότερα, στην αναγνωστική ανασκόπηση του πρώτου πανδημικού έτους, το βιβλίο έλαβε την άκρως τιμητική διάκριση Έκπληξη της χρονιάς (ή αλλιώς: Δεν ξέρω από πού μου ήρθε). Τέτοιες γνωριμίες γίνονται συνήθως σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, έτσι και αυτή, αλλά ας μη γελιόμαστε, είναι τέκνα της τυχαιότητας και του ενστίκτου, αφού, ανάμεσα σε εκατοντάδες λίγο πολύ γνώριμους τίτλους από γνωστούς εκδότες, το μάτι ξεχώρισε το όνομα Τζέημς Μήτσαμ και έτσι ξεκίνησε το ξετύλιγμα του κουβαριού. Τότε, βέβαια, ακόμα δεν ήξερα πως είχα ήδη διαβάσει μια δική του μετάφραση, και πώς να το ξέρω δηλαδή αφού ως μεταφραστής του Έλεος και θνητότητα στη Βιέννη (ναι, του Τόμας Πίντσον) εμφανιζόταν ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεργ. Εν ολίγοις, ο Τζέημς Μήτσαμ είναι ένας πολυπράγμων ανθρώπινος οργανισμός που κινείται στο λογοτεχνικό (ίσως και όχι μόνο) περιθώριο και εμφανίζεται με πλείστα διαφορετικά ονόματα την τελευταία εικοσαετία, μεταφέροντας και εκτός χαρτιού μια διάθεση παιγνιώδη και κρυπτική, αμιγώς λογοτεχνική, αν με ρωτάτε.

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το (μάλλον) τελευταίο του βιβλίο, Καραντίνα στο νησί του διαβόλου, με ένα εξώφυλλο τρομερά παλπ, αισθητικά προερχόμενο κατευθείαν από το μακρινό πια παρελθόν, δηλωτικό ωστόσο των συγγραφικών προθέσεων και καταβολών, που χαρακτηρίζονται από διάχυτη ποικιλομορφία και εσωτερικευμένη αντίφαση. Ήδη από την πρώτη πρόταση της εισαγωγής ο Μήτσαμ ξεκαθαρίζει πως «είναι κρίμα, εν έτει 2022, να γράφονται ακόμα συμβατικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα, λες και βρισκόμαστε  στον 19ο αιώνα, όταν εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια οι Φουτουριστές, το Dada, οι Σουρεαλιστές και ο James Joyce και, αρκετά πτώματα αργότερα, στο δεύτερο κύμα, ο W.S. Burroughs, η Ψυχεδέλεια και το Punk, έχουν καταργήσει κάθε συμβατικό κανόνα στην καλλιτεχνική δημιουργία και μας έχουν δείξει πώς να παίζουμε δημιουργώντας και καταστρέφοντας σύμπαντα και λαβυρίνθους, θέτοντας κατά βούληση τους δικούς μας κανόνες, σε συνθήκες απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας, αγγίζοντας νέα ύψη ψυχοσωματικής ηδονής και ευδαιμονίας».

Στο ρήμα «παίξουμε» εντοπίζεται ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του Μήτσαμ, στην έλλειψη σοβαροφάνειας το υπόλοιπο. Δεν επιχειρεί να πείσει, πρώτα τον εαυτό του και ύστερα τον αναγνώστη, πως φέρει κάποια πρωτοπορία, επιλέγοντας να παίξει χρησιμοποιώντας την τεχνική της μεταστροφής· να αποσπάσει δηλαδή κάτι από το αρχικό του πλαίσιο, να το πειράξει και να το εντάξει σε μια διαφορετική υφολογική και νοηματική βιοποικιλότητα. Μια τεχνική που λογοτεχνικά αποτυπώνεται υποδειγματικά στις περιβόητες Ασκήσεις ύφους του Ρειμόντ Κενό και μουσικά εδώ και δεκαετίες στη τζαζ αλλά και τη λόγια μουσική. Το απόσπασμα το οποίο ο Μήτσαμ επέλεξε για να παίξει στο πρώτο μέρος του βιβλίου προέρχεται από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες Σχέδιο διαφυγής, σε μετάφραση Ντ. Σωτήρα. Ο Μήτσαμ πραγματοποιεί εννέα παραλλαγές του αρχικού μοτίβου, πειράζοντας τόσο το ύφος όσο και το περιεχόμενο, σ' ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ειδικά για τους λάτρεις του πρωτότυπου μυθιστορήματος, καθώς μέσα από το παιχνίδι ο μεταποιητής συγγραφέας φροντίζει, εκτός των άλλων, να δημιουργήσει αναλογίες μεταξύ των δύο εποχών, υπογραμμίζοντας τη διαχρονικότητα και τη διατοπικότητα βιβλίων όπως αυτό του Κασάρες, που ως πρώτο συστατικό έχουν τον τρόμο και την παραβολή.

Ως υπενθύμιση και σύνδεση με το μυθιστόρημα του Κασάρες θα αναφέρω λίγα λόγια σχετικά με την κεντρική υπόθεση: Ο Ανρί Νεβέρ αναγκάζεται να μπαρκάρει εξαιτίας μιας διαμάχης γύρω από την οικογενειακή επιχείρηση. Αφήνει πίσω του την Ιρέν. Υποψιάζεται πως ο εξαναγκασμός του σε φυγή αποτελεί σχέδιο σκοτεινό του Ξαβιέ, που τώρα απέμεινε να πολιορκεί την Ιρέν δίχως αντίπαλο. Ο Ανρί την εμπιστεύεται αλλά φοβάται μήπως δεν αντέξει για πολύ. Καταφτάνει στην Καγκέν τέλη Γενάρη. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με συνθήκες πρωτόγνωρες για τον ίδιο, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα - τόπος φυλακής και εξορίας. Διαρκής αμφιβολία στην αναζήτηση κάποιου έμπιστου, οι υποψίες αναζητούν αποδείξεις, η λογική τον καλεί να μείνει μακριά από τη Νήσο του Διαβόλου, μάταια. Πίσω από τους τοίχους των φυλακών διαδραματίζονται σχέδια που δεν τα χωρά - αρχικά - ο ανθρώπινος νους, μπροστά τους, η στέρηση της ελευθερίας μοιάζει να ωχριά.

Το παιχνίδι του Μήτσαμ λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όπως άλλωστε φαίνεται και από τον τίτλο, η υγειονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθε μεγάλο μέρος του πλανήτη αποτελεί μια βάση έμπνευσης, μάλλον αναγκαστικής. Το παιχνίδι αποκτά εδώ χαρακτηριστικά ενός σχεδίου διαφυγής από την πραγματικότητα, είναι ο τρόπος του λογοτέχνη να διατηρηθεί πνευματικά υγιής σε συνθήκες εγκλεισμού και παράνοιας, να κρατήσει απασχολημένο το μυαλό του, θέτοντας ο ίδιος τα όρια και τους περιορισμούς, ακόμα και αν στη συνέχεια αποφασίσει να τα παραβιάσει επειδή ο ίδιος το θέλησε, χωρίς να είναι υπόλογος σε τίποτα και σε κανέναν παρά μόνο στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ταυτόχρονα και ο τρόπος του να αποδώσει έναν ασεβή φόρο τιμής σ' ένα σπουδαίο βιβλίο, με έναν τρόπο λογοτεχνικό και άρα απαλλαγμένο από το βάρος της αστικής ευγένειας και των δήθεν καλών τρόπων, αναγνωρίζοντας σ' αυτό το κατάλληλο για το παιχνίδι του μοτίβο.

Ο Μήτσαμ μετά τον Κασάρες επιλέγει να παίξει και με τον Χέγκελ, πειράζοντας ένα απόσπασμα από τη Φαινομενολογία του νου (μτφρ. Γ. Φαράκλας) που με διαφορετική κάπως διατύπωση συναντάται και στη Φαινομενολογία του πνεύματος (μτφρ. Δ. Τζωρτζόπουλος) με ήρωα των παραλλαγών αυτών τον Τζακ Τζόουνς. Από τις είκοσι τρεις παραλλαγές, αρκετές ιδιαιτέρως απολαυστικές και ευφάνταστες, παραθέτω εκείνη που λόγω εποχής περισσότερο με άγγιξε και έχει να κάνει με τις διακοπές στην κοντινή Ικαρία, ζήτημα φιλοσοφικό εκ φύσεως, υποταγμένο δε στη μαζικότητα και το hype:

Οι διακοπές μας είναι η γέννηση και η φθορά μας, δίχως οι ίδιες να έχουν γένεση ούτε φθορά, παρά κυλάνε καθεαυτές και αποτελούν την ενεργό πραγματικότητα και την κίνηση της ζωής του Τζακ Τζόουνς. Ο Τζακ έχει παγιδευτεί λοιπόν στο ικαριώτικο πανηγύρι, κανένα μέλος του οποίου δεν είναι ξενέρωτο· φλογερές κοκκινομάλλες στέλνουν στην κόλαση φλεγόμενους ταξιδιώτες, αντάρτες αρπάζουν μπριζόλες από τραπέζια αθώων οικογενειών, πάνκισες παίρνουν πίπες πίσω απ' τα δέντρα, φρίκουλες χορεύουν ινδιάνικους χορούς, ελκυστικές πρεζοκαγκουρίνες ενεδρεύουν με μαχαίρια στο σκοτάδι, τρίπιοι χούλιγκαν καταλήγουν στην παραλία για να δουν τα χρώματα της ανατολής· κι επειδή κάθε μέλος χάνεται απ' την στιγμή που αποκόπτεται απ' το πανηγύρι, αυτή η μέθη είναι η νηφάλια γαλήνη στο μάτι της καταιγίδας. Ναι μεν οι επιμέρους γκρούβαλοι καταδικάζονται απ' το δικαστήριο της Σάμου για παράνομη κατασκήνωση, αποτελούν ωστόσο θετικές αναγκαίες στιγμές τόσο όσο είναι αρνητικές και προπηλακιζόμενες από κουκουέδες.- Στο σύνολο της κίνησης, ιδωμένο ως χανγκόβερ, ό,τι διακρίνεται μέσα της και προικίζεται με ιδιαίτερη ύπαρξη διαφυλάσσεται ως κάτι που εν-θυμείται, εσωτερικό στον εαυτό του, που η ύπαρξη του είναι η φάση του, όπως κι αυτή είναι εξ ίσου άμεσα ύπαρξη.

Η Καραντίνα στο Νησί του Διαβόλου υπήρξε ένα ξεχωριστό και απολαυστικό βιβλίο, αυθεντικά παλπ και περιθωριακό, όχι καλογυαλισμένο και σε σημεία δύστροπο και απαιτητικό, ξεκάθαρα γέννημα ενός μυαλού που τρελαίνεται για τις λέξεις και το παιχνίδισμά τους, γραμμένο σε συνθήκες επιπρόσθετα του κανονικού δυστοπικές, γραμμένο ωστόσο όχι για να αρέσει, αλλά για να ικανοποιήσει πρώτα και κύρια τον ίδιο τον Μήτσαμ, να εκτονώσει τη δική του ανάγκη, να αντέξει το βάρος που του αποθέτει στις γραμμές του ο δημιουργός. Ιδιαίτερο, όπως και αν έχει, σε μια εποχή ομοιομορφίας παρά την κατανάλωση τόνων χαρτιού.

υγ. Για τον Πολπόταμο περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ο Κενοειδής εδώ, για το αριστούργημα του Κασάρες, εννέα χρόνια πριν, εδώ.

Εκδόσεις κουκουνιάου

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Τι σημαίνει να είσαι άντρας - Nicole Krauss

Ένας φόβος συντροφεύει την αγάπη μου για κάθε ξένο συγγραφέα, ένας μικρός εφιάλτης που συνοψίζεται στην πιθανότητα να κριθεί εμπορικά ασύμφορος από τον Έλληνα εκδότη με αποτέλεσμα την παύση της περαιτέρω έκδοσης του έργου του· δεν είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις. Και η Νικόλ Κράους είναι μια συγγραφέας που αγαπώ να διαβάζω, αίσθημα που γεννήθηκε ήδη από το Όταν όλα καταρρέουν, το πρώτο μυθιστόρημά της που διάβασα, δέκα χρόνια πριν, για να μεγαλώσει με το Η ιστορία ενός έρωτα και το Δάσος σκοτεινό που ακολούθησαν. Κάθε αναγγελία σχετικά με μια επόμενη έκδοση κάποιου έργου της με γέμιζε χαρά και προσμονή. Έτσι συνέβη και τώρα, παρότι την Κράους μέσα μου την έχω κατατάξει στους υπηρέτες της μεγάλης φόρμας και το διήγημα ως είδος δεν είναι του απόλυτου γούστου μου.

Στο μυαλό μου, οι συγγραφείς μυθιστορημάτων χρησιμοποιούν το διήγημα ως καμβά πειραματισμών και δοκιμών, αναζητούν σε αυτά τον τρόπο που μια ιδέα μπορεί να λειτουργήσει, γυρεύουν την αφηγηματική φωνή, γνωρίζουν τους χαρακτήρες τους. Επίσης, απαλύνουν το μπλοκάρισμα, πετούν από πάνω τους τις προηγούμενες σελίδες, ενώ ταυτόχρονα ξεκουράζονται και αντλούν την ικανοποίηση που η τοποθέτηση της τελευταίας τελείας φέρει. Υπάρχει λοιπόν ένας συνδετικός ιστός ανάμεσα στα διηγήματα και το κάθε μυθιστόρημα, που μαζί δημιουργούν μια υποπερίοδο στο συγγραφικό κόρπους. Έχοντας αυτό κατά νου, πριν από την ανάγνωση αναζήτησα στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης τη λίστα με τις πρώτες δημοσιεύσεις των διηγημάτων αυτών ώστε να τα αντιστοιχήσω με τα μυθιστορήματα της Κράους.

Τα διηγήματα που συνθέτουν το Τι σημαίνει να είσαι άντρας εκτείνονται σε μια περίοδο σχεδόν είκοσι χρόνων. Το παλαιότερο (Μελλοντικές έκτακτες ανάγκες) δημοσιεύτηκε το 2002 παράλληλα με την κυκλοφορία του πρώτου της μυθιστορήματος (Man walks into a room), αμετάφραστου ακόμα στα μέρη μας. Ανάμεσα στο Όταν όλα καταρρέουν (2010) και το Δάσος σκοτεινό (2017), περίοδος που επισκιάστηκε από τον χωρισμό της με τον Τζόναθαν Φόερ, συναντάμε τρία διηγήματα. Το Στον κήπο, που διαφέρει αρκετά σε ύφος από τα υπόλοιπα, φέροντας κάτι από τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, υποδόρια πολιτικό, διήγημα στο οποίο νιώθει κανείς την παρουσία του νεκρού Χιλιανού ποιητή (βλ. Όταν όλα καταρρέουν). Αντίθετα, στα Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά και το Ο Ζούσια στη στέγη παρατηρείται μια απόπειρα διαπραγμάτευσης του εβραϊκού ζητήματος, της απόστασης που χωρίζει το σύγχρονο Ισραήλ από τη Νέα Υόρκη. Μάλιστα, για όποιον έχει διαβάσει το Δάσος σκοτεινό, η επίσκεψη της αφηγήτριας στο Εγώ κοιμόμουν... στο σπίτι του νεκρού πατέρα της στο Ισραήλ φέρει μια οικειότητα. Εντούτοις, και επειδή η έξη στη λογοτεχνία είναι ισχυρή, περισσότερο ενδιαφέρον βρήκα στις υποθέσεις σχετικά με το πιθανό επόμενο βήμα της Κράους, επιχειρώντας να διακρίνω σημάδια στα τρία διηγήματα που δημοσιεύτηκαν μετά την κυκλοφορία του Δάσος σκοτεινό (Βλέποντας τον Ερσαντί, Ελβετία, Τι σημαίνει να είσαι άντρας). Για τα υπόλοιπα διηγήματα (Η συντέλεια του κόσμου, Amour, Ο σύζυγος) δεν έχουμε χρονολογικά στοιχεία, αλλά υπάρχει ένας κοινός θεματικός πυρήνας περιστροφής γύρω από τον χωρισμό ενός ζευγαριού, για την ακρίβεια σχετικά με την επόμενη μέρα. Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής διαθέτει έναν χαρακτήρα πειραματικό και νομίζω πως εντός του κρύβεται μέρος των όσων απασχολούν λογοτεχνικά την Κράους αυτή την περίοδο.

Η μικρή φόρμα ενέχει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Από το πρώτο κιόλας διήγημα της συλλογής (Ελβετία) η Κράους αίρει κάθε αμφιβολία, αποδεικνύοντας την ικανότητά της στην πύκνωση που το είδος απαιτεί, στην οικονομία του λόγου επίσης, στην έλλειψη του περιττού, στην διαπραγμάτευση του χρόνου, χωρίς όλα αυτά να γίνονται εις βάρος των δεδομένων αρετών που η γραφή της διαθέτει. Λίγες σελίδες τής είναι αρκετές για να αφηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, μια ιστορία που στέκει αυτόνομη και που στο υπέδαφός της κρύβει όσα δεν ειπώθηκαν αλλά είναι εκεί, απαραίτητα για την ισορροπία της κατασκευής, το πριν και το μετά της ιστορίας, ανάμεσα σε άλλα. Γενικότερα, θα μπορούσε κάποιος να πει πως τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι υποδειγματικά ως προς αυτά που το είδος της μικρής φόρμας απαιτεί. Και είναι υποδειγματικά χωρίς η τεχνική να επισκιάζει την απόλαυση και το συναίσθημα. Ο τρόπος που γράφει η Κράους έχει κάτι το κεντροευρωπαϊκό, εκτός από το Στον κήπο. Εκεί μοιάζει να βρίσκονται οι εκβολές των επιρροών της, στα μέρη εκείνα που κατά το παρελθόν η εβραϊκή κοινότητα άνθησε και λογοτεχνικά. Η εβραϊκή ταυτότητα παίζει σημαντικό ρόλο στο κόρπους της Κράους και στα διηγήματα της συλλογής αυτής συναντάται συχνά είτε ως πρωτεύον συστατικό είτε ως στοιχείο στο παρασκήνιο. Τα διηγήματα της Κράους είναι προσωποκεντρικά, περιστρέφονται γύρω από τις σχέσεις, ερωτικές και οικογενειακές, από τις προκλήσεις της ζωής και τον φόβο του αύριο, επισκιάζονται από το παρελθόν, τις ατομικές αποφάσεις και τα μεγάλα γεγονότα, έρχονται αντιμέτωπα με τον θάνατο.

Θα σταθώ ιδιαίτερα σ' ένα ζεύγος διηγημάτων. Στα Βλέποντας τον Ερσαντί και Amour η Κράους τοποθετεί στον πυρήνα δύο σπουδαία επιτεύγματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, από τη μια τη Γεύση του κερασιού του Κιαροστάμι και από την άλλη το Amour του Χάνεκε. Διαπραγματεύεται, παράλληλα και ταυτόχρονα πίσω από κάθε μια από τις ιστορίες, τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη, και δη ο κινηματογράφος, μας ορίζουν, το πώς κάποιος, ο δημιουργός, που δεν μας γνωρίζει μας προσφέρει ένα δώρο βάζοντας σε σειρά το χάος, εικονοποιώντας το, δώρο το οποίο εναπόκειται σε εμάς το πώς θα το αντιμετωπίσουμε, αν θα τρέξουμε να το καταχωνιάσουμε πίσω από την καθημερινότητα ή αν θα πατήσουμε πάνω του για το αύριο, ένα παιχνίδι λέξεων ανάμεσα στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία κρύβεται εδώ. Ο τρόπος με τον οποίο η Κράους εμπνέεται είναι τέτοιος που δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει σε μεγάλη ποσότητα κάποιο βίωμα, μια σκέψη ή ένα όνειρο. Ο κάπως μεταφυσικός χαρακτήρας των δύο διηγημάτων τα απογειώνει, καθώς θολώνει το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό ή ονειρικό. Ειδικά στο Amour, η συγγραφέας έρχεται να προσθέσει ένα δυστοπικό στοιχείο, σαν να θέλει να πει πως η δύναμη της τέχνης, δύναμη συχνά επικίνδυνη και διόλου ευχάριστη, παρότι καθαρτική, δεν περιορίζεται στην ασφάλεια του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε, πως η ανάγκη μας για αγάπη υπερβαίνει τη συντροφικότητα και δεν συντρίβεται από την όποια καταστροφή.

Τα διηγήματα του Τι σημαίνει να είσαι άντρας είναι, επιτρέψτε μου, εντυπωσιακά. Η Κράους είναι μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής μας και η μετάφραση της από την Ιωάννα Ηλιάδη είναι μια ιδιαιτέρως ευτυχής συγκυρία για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

υγ. Για τα προηγούμενα μυθιστορήματα περισσότερα θα βρείτε εδώ (Όταν όλα καταρρέουν), εδώ (Η ιστορία ενός έρωτα) και εδώ (Δάσος σκοτεινό). Για το Amour του Χάνεκε, εδώ.

υγ2. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα, περισσότερα εδώ

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη 
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα - Ηλίας Μπιστολάς

Κάθε οικογένεια έχει ένα μυστικό, τουλάχιστον ένα, που κληροδοτείται από τους γονείς στα παιδιά, όσο εκείνοι είναι εν ζωή και τα παιδιά ακόμα εύπλαστα και ευάλωτα, πριν το δέρμα σκληρύνει, όσο ακόμα παίζουν στην αυλή και μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, όσο χρειάζεται να σηκώσουν το κεφάλι, όσο η σιωπή τρομάζει. Κάτι για το οποίο κανείς δεν μιλάει ευθέως, κάτι το οποίο κανείς δεν αντιμετωπίζει μετωπικά. Άπαξ και διατάχθηκε η σιωπή, άπαντες συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει, σαν να μη συνέβη ποτέ, σαν η λήθη να αποτελεί προϊόν ενεργητικής βούλησης, θαρρείς. Και ο καιρός αναπόφευκτα περνά. Μοιάζει κάτι τέτοιο να αποτελεί απαραίτητο δομικό συστατικό σε κάθε οικογένεια παρά τη διαβρωτική του φύση, μια παράδοση από γενιά σε γενιά, μια ποσότητα πυρίτιδας τοποθετημένη άτσαλα και βιαστικά στα θεμέλια, ένα αναγκαίο κακό που συχνά πρέπει να επινοηθεί ώστε στα σκαλιά του ιδιότυπου αυτού βωμού να συγκεντρώνεται το σύνολο των αποτυχιών, όλα να πηγάζουν από κει και όλα να επιστρέφουν εκεί. Γύρω από το μυστικό αυτό απλώνει τις ρίζες του ο οικογενειακός αλλά και ο ατομικός μύθος, φαντάσματα και τέρατα τρομακτικά τον ενοικούν. Καρπίζουν εκεί βεβαιότητες που στις γωνιές του σπιτιού σιγοκαίνε ανείπωτες. Η πρόσληψη διαφέρει, η διαχείριση ποικίλει, το βάρος δεν επιμερίζεται, ωστόσο, η σκιά δεν αδυνατίζει και καθώς είναι κάτι που δεν υπόκειται σε μηχανισμούς αποδόμησης, απομένει έρμαιο κάθε απώλειας, αναδύεται στην επιφάνεια κάθε κρίσιμη στιγμή.

Η Αγγελική ήταν εφτά χρονών όταν ο πατέρας τους δολοφόνησε τον Αχιλλέα. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από εκείνη τη μέρα. Όλα συνέβησαν μετά την κηδεία της γιαγιάς τους. Έπαιζε κυνηγητό με τον Πέτρο στην ίδια αυλή στην οποία κάθονταν σήμερα, ανάμεσα σε μεθυσμένους καλεσμένους οι οποίοι είχαν ξεχάσει για ποιο λόγο είχαν μαζευτεί, όταν, τρέχοντας να ξεφύγει από τον δίδυμο αδερφό της, βρέθηκε στο μικρό αίθριο που υπήρχε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Παραξενεύτηκε που είδε φως στο υπόγειο και με τον Πέτρο κρυφοκοίταξαν από το παράθυρο. Η Αγγελική έβγαλε ένα ουρλιαχτό.

Ο πατέρας τους δολοφόνησε τον από χρόνια στενό συνεργάτη του, Αχιλλέα, στο υπόγειο του σπιτιού τους. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η μητέρα διέταξε τα τέσσερα παιδιά να μην αναφερθούν ξανά σε εκείνον, να μην τον επισκεφτούν, να μην επικοινωνήσουν, να τον ξεχάσουν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ, δεν υπήρξε ποτέ. Τα χρόνια περνούσαν, το κάθε παιδί ακολούθησε, όπως μπορούσε, τον δικό του δρόμο, η ζωή προχωρά άλλωστε, έτσι λένε και έτσι συμβαίνει τελικά. Η αφήγηση του Μπιστολά ξεκινάει τη στιγμή που σ' έναν αγώνα ταχύτητας στην ορεινή Κορινθία, ο Πέτρος, ο δίδυμος της Αγγελικής, στην τελευταία επικίνδυνη στροφή της διαδρομής, θα χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, θα βγει από τον δρόμο και θα προσκρούσει πλαγιομετωπικά σε μια συστάδα δέντρων, ένα κλαδί θα προκαλέσει θανάσιμο πλήγμα στον συνοδηγό, το αγόρι της Αγγελικής. Η δυσοσμία από το υπόγειο αναδίδεται ξανά. Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα ξανά.

Το Χώμα στο στόμα, στα αυτιά, στο στόμα είναι μια οικογενειακή σάγκα, που πηγάζει από εκείνο το απόγευμα, όταν το πάτωμα του υπογείου γέμισε από το αίμα του Αχιλλέα, όταν η μάνα διέταξε λήθη κληροδοτώντας το μυστικό. Ο Μπιστολάς παίρνει μια κομβική απόφαση που εν πολλοίς καθορίζει την αναγνωστική πρόσληψη και που έχει να κάνει με το μέγεθος του μυθιστορήματός του επιλέγοντας την αφηγηματική πύκνωση. Με την απόφαση αυτή, που έρχεται ως ένα βαθμό σε σύγκρουση με ένα βασικό ειδολογικό χαρακτηριστικό της οικογενειακής σάγκας με τα πολυσέλιδα τέκνα, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποτυπώσει τον αποσπασματικό χαρακτήρα κάθε οικογενειακής ιστορίας, εν μέρει αινιγματικό ή και κρυπτικό ακόμα και για τα ίδια τα μέλη της, μην επιτρέποντας στον παντογνώστη αφηγητή να πρωταγωνιστήσει εξηγώντας τα πάντα και τοποθετώντας ένα-ένα όλα τα κομμάτια του παζλ. Άλλωστε η απόκρυψη χαρακτηρίζει δομικά τη συγκεκριμένη οικογένεια. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος καταδεικνύει πως αυτό αποτελεί συγγραφική επιλογή και όχι αδυναμία.

Ο συγγραφέας χωρίζει το μυθιστόρημά του σε τρία κεφάλαια. Η επιλογή αυτή αποδεικνύεται λειτουργική και υποστηρικτική ως προς τον συνειδητά αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης, καθώς επιτρέπει και δικαιολογεί τη συνύπαρξη τριών διαφορετικών επεισοδίων, τριών καρέ από το οικογενειακό άλμπουμ, ικανών ωστόσο να φανερώσουν ιστούς σύνδεσης και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ενώ, σε μια περαιτέρω άγρα συγγραφικών προθέσεων και επιδιώξεων, συνεισφέρουν στην αναγνώριση οικείων συστατικών της οικογενειακής ζωής, ακριβώς εξαιτίας της αποσπασματικότητας, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει πως πατάει σε έδαφος κοινό, πως μοιράζεται βιώματα και καταστάσεις αναλογικά γνώριμες. Ο Μπιστολάς μοιάζει να υποσκάπτει διαρκώς το ρεαλιστικό υπόστρωμα της ιστορίας αυτής, αφήνοντας την αίσθηση μιας παραβολής να πλανάται, σαν όλα να λειτουργούν την ίδια στιγμή και σε συμβολικό επίπεδο, σαν διόλου να μην τον ενδιαφέρει η πιστή αποτύπωση, αλλά ο εφιάλτης, εκεί που όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, χωρίς να υπακούν σε σχέσεις αιτίου και αιτιατού ή στη γραμμικότητα του χρόνου, εφιάλτης από τον οποίο ωστόσο το ξύπνημα δεν σε απαλλάσσει.

Τα γεγονότα εναλλάσσονται χωρίς να παρεμβάλλεται η οποιαδήποτε προσφορά κατανόησης, απλώς συμβαίνουν όπως τα γεγονότα είθισται να κάνουν, χωρίς να κομίζουν εξηγήσεις, αφήνοντας συνέπειες στο διάβα τους και πρόσωπα να αναζητούν να συγκεντρώσουν τα κομμάτια τους, αφού  πρώτα τα αναγνωρίσουν ως δικά τους μέσα στον χαμό. Ο συγγραφέας αποφεύγει τις στενωπούς της ηθογραφίας, του σωστού και του καλού, και έτσι το μυθιστόρημα ανασαίνει έστω και με την αναπόφευκτη δυσκολία του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται. Αποφεύγεται επίσης η φρικώδης συναισθηματική καθοδήγηση, ο αναγνώστης αφήνεται αβοήθητος στην αρένα, αντιμέτωπος σταδιακά με τους δικούς του οικογενειακούς και όχι μόνο δαίμονες, χωρίς υποβολείο, τα πρόσωπα του δράματος είναι πειστικά δοσμένα, γεμάτα ελαττώματα και αδυναμίες, κατεξοχήν ανθρώπινα δηλαδή.

Ο συγγραφέας επιχειρεί να κάνει λέξεις μια έκρηξη χρησιμοποιώντας τα ίδια της τα θραύσματα. Το Χωμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα παρότι πραγματεύεται ζητήματα πολλάκις ειπωμένα διαθέτει έναν τρόπο διακριτό, χωρίς ωστόσο να ξεχνά από πού έρχεται και έχοντας επίγνωση του τι θέλει να πετύχει, μην επιτρέποντας στην τυχαιότητα να παρεισφρήσει. Ο Μπιστολάς, στο πρώτο του μυθιστόρημα, αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του και τις ακολουθεί μέχρι τέλους· να σημειωθεί αυτό, γιατί ολοένα και σπανίζει.

Εκδόσεις Τόπος

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Θαλασσινό νερό - Jessica Andrews

Πριν έρθω στην Ιρλανδία, ζούσα στο Λονδίνο. Με συνέπαιρναν τα πολύχρωμα φώτα που καταύγαζαν τον ποταμό τη νύχτα και οι ορδές των μοντέρνων κοριτσιών με τα χοντροτάκουνα πέδιλα, κορίτσια γεμάτα υποσχέσεις για ένα μέλλον με τετράγωνες πάνινες τσάντες και φυτά εσωτερικού χώρου. Πίστευα πως αυτή ήταν η ζωή που έπρεπε να επιθυμώ. Δούλευα σ' ένα μπαρ κάθε βράδυ ενώ προσπαθούσα να σκεφτώ με ποιους τρόπους θα την κατακτούσα.

Δεν έμενε από πάντα στο Λονδίνο η Λούσυ. Γεννήθηκε αρκετά πιο βόρεια, σ' ένα διαφορετικό σύμπαν, στο Σάντερλαντ. Όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και να γνωρίζει τον κόσμο, η επιθυμία φύτρωσε. Οι ανέλπιστα καλοί βαθμοί φάνταζαν ένα διαβατήριο για μια καινούργια ζωή, λαμπερή και μποέμ, φιλόδοξη και ανάλαφρη. Η φαντασία συγκρούστηκε με τον ρεαλισμό, αναπόφευκτα. Η πόλη απέκτησε τις πραγματικές της, τερατώδεις διαστάσεις, ο ρυθμός εντάθηκε, τα ερεθίσματα μπούκωσαν τους υποδοχείς, τα λεφτά του φοιτητικού δανείου δεν φτούρησαν. Όταν ο παππούς της Λούσυ πεθαίνει, εκείνη αφήνει το Λονδίνο και πηγαίνει να μείνει στο σπίτι του νεκρού στην Ιρλανδία, σε μια μικρή, ελάχιστη πόλη, παραδομένη στις διαθέσεις του ωκεανού. Και ξάφνου η μέρα απέκτησε περισσότερες ώρες, ο εαυτός της ήταν συνέχεια παρών. Συνήθιζε να περνάει εκεί τα καλοκαίρια της παιδικής της ηλικίας, με τη μητέρα και τον αδερφό της. Δεν είναι αυτή που ήταν τότε. Τώρα παλεύει με το ασθενές σήμα και την καχυποψία στο βλέμμα των κατοίκων. Ξεκινά να γράφει αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο.

Η Άντριους, στο λογοτεχνικό της ντεμπούτο, φλερτάρει έντονα με την αυτομυθοπλασία αλλά δεν της παραδίδεται ολοκληρωτικά. Χαρίζει στη Λούσυ, με την οποία μοιάζουν σε αρκετά, μια πειστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να πει την ιστορία της, μια ιστορία προσωπική καίτοι, στην πορεία της, ολοένα και πιο γνώριμη και οικεία. Η αφήγηση, σύγχρονη της ημερολογιακής καταγραφής, ξεκινά όταν η Λούσυ φτάνει στο άδειο πια σπίτι. Παράλληλα με την εξέλιξη της διαμονής της εκεί, η Λούσυ ενσωματώνει κομμάτια της ζωής της μέχρι να φτάσει στην Ιρλανδία. Ο αναγνώστης σταδιακά γνωρίζει τη Λούσυ που αρχικά τον ξαφνιάζει με τις αποφάσεις της, που δεν είναι σίγουρος πως την καταλαβαίνει, που λειτουργεί κάπως παρορμητικά, ωθούμενη ίσως από μια νεανική αφέλεια, μια διάθεση για νέες εμπειρίες. Η Άντριους στήνει έξυπνα το μυθιστόρημά της, δημιουργώντας από την πρώτη σελίδα μια κορύφωση, μια καθοριστική στιγμή στη ζωή της Λούσυ, την απόφασή της να αφήσει πίσω της το Λονδίνο και τη ζωή της εκεί. Οι δύο αφηγήσεις μπλέκονται και εναλλάσσονται, μέχρι που προς το τέλος του βιβλίου θα συναντηθούν, τα κομμάτια του παζλ θα συμπληρωθούν, οι γωνιές θα φωτιστούν, οι απαντήσεις θα δοθούν. Είναι το αφηγηματικό όχημα της Άντριους για να αφηγηθεί μια ιστορία ενηλικίωσης. 

Η Λούσυ πιάνει το νήμα από την αρχή και το ακολουθεί γραμμικά, έτσι η συγγραφέας βρίσκει τον απαραίτητο χώρο για να συνθέσει την ηρωίδα της, να της δώσει διαστάσεις, βάρος και όγκο, να την καταστήσει γνώριμη και οικεία στον αναγνώστη, ώστε αυτός να ταυτιστεί και να συναισθανθεί τα όνειρα, τους φόβους, τις φιλοδοξίες, τις απογοητεύσεις, την απομάγευση, όλα εκείνα μέσω των οποίων η Λούσυ περνά. Ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο η Άντριους στήνει την αφήγηση αποδεικνύεται λειτουργικός. Από τη μια, προσιδιάζει στην ημερολογιακή γραφή. Από την άλλη, υπακούει στον μηχανισμό της μνήμης, που επιλέγει, απορρίπτει, συγκρατεί, μεταπλάθει ή και τονίζει στιγμιότυπα από το παρελθόν, με τα δικά του κριτήρια σημαντικότητας ή μη. Αλλά, ταυτόχρονα, η αποσπασματικότητα αποτελεί και στοιχείο ταυτότητας της αφηγήτριας, χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Η Λούσυ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της, επιχειρώντας να απαντήσει σε διάφορα ερωτήματα δικά της, να κατανοήσει και να αποφασίσει, η απόσταση ελπίζει να της επιτρέψει την καθαρή ματιά. Η Άντριους προσδίδει στην αφήγηση της Λούσυ έναν επιτακτικό χαρακτήρα. Η αφήγηση αυτή πρέπει να γίνει αυτή τη στιγμή, πριν να είναι αργά.

Γεννημένη το 1992, η συγγραφέας αποτυπώνει τη συγχρονία με τον κόσμο γύρω της, την πολυπλοκότητα και τα περιθώρια για ευτυχία, και σε αυτό η ηλικία της παίζει σίγουρα καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο η Λούσυ προσπαθεί να συντονιστεί και να υπάρξει εντός του κόσμου αυτού είναι άρρηκτα συνδεδεμένος όχι μόνο με την ηλικία της αλλά και με τις ιδιαιτερότητες του κοινωνικού μικροκλίματος που την ακολουθεί από την πρώτη γήινη ανάσα της. Στο Θαλασσινό νερό, έστω και κάτω από την επιφάνεια του αμιγώς προσωπικού, το πολιτικοκοινωνικό είναι παρόν. Πίσω από την ιστορία της Λούσυ, ή και παράλληλα με αυτή, ένα ολόκληρο σύμπαν αποκαλύπτεται, μια γενιά που δεν αγωνίζεται επί ίσοις όροις και οι ευκαιρίες της είναι ελάχιστες, μια γενιά που αργά ή γρήγορα νιώθει τη ματαίωση να της κοπανά την πόρτα με μανία, σε κάποια στροφή του μονόδρομου που απλώθηκε μπροστά της, μια γενιά που διαδέχεται μια γενιά που είδε μεγάλο μέρος των κεκτημένων να της αφαιρείται, καθώς το πολιτικό ολοένα και ξεφτίζει. Επαρχίες και πόλεις που βυθίστηκαν σε ένα γκρίζο πηχτό, το γκρίζο της ανεργίας και του αδιεξόδου, συνώνυμα της αποτυχίας. Η λάμψη της μητρόπολης ταΐζεται από το γκρίζο αυτό και η πείνα της δεν σβήνει.

Στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα σ' εκείνη που έρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική, είναι ορατή η επίδραση των πάσης φύσεως σεμιναρίων δημιουργικής γραφής αλλά και η αντιμετώπιση των χειρογράφων από τους επιμελητές. Αποτέλεσμα αυτών είναι βιβλία σίγουρα καλογραμμένα αλλά κάπως άψυχα μέσα στην τελειότητά τους, που ολοένα και μοιάζουν το ένα με το άλλο. Ίσως γι' αυτό να υπάρχει και αυτή η στροφή στην αυτομυθοπλασία, σαν μια δημιουργική διέξοδος, σαν μια απόπειρα επανεφεύρεσης του υποκειμενικού στη λογοτεχνία. Το Θαλασσινό νερό είναι μια εξαίρεση, σίγουρα όχι η μόνη, παρότι αποτελεί καρπό της κυρίαρχης διαδικασίας παραγωγής. Και είναι εξαίρεση γιατί η Άντριους πετυχαίνει να εμφυσήσει ψυχή στο κατασκεύασμά της, το τεχνικά άρτιο και καλογυαλισμένο κατά τα άλλα, να μην αναλωθεί στην ομφαλοσκοπία της Λούσυ, αλλά μέσω αυτής να επιχειρήσει να διακρίνει κάποια από τα συστατικά του κόσμου σήμερα, όχι από υποχρέωση αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Αν και πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο βήμα, όταν οι προσδοκίες θα προϋπάρχουν και θα βαραίνουν, το Θαλασσινό νερό ήταν μια αναπάντεχη αναγνωστική έκπληξη.

Μετάφραση Ουρανία Παπακωνσταντίνου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Δέρμα - Βίβιαν Στεργίου

Νοσταλγική συγχρονία. Αυτό ένιωθα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου και αυτή η εμπλοκή του προσωπικού καθόρισε εν πολλοίς την εμπειρία, τονίζοντας περαιτέρω τον έτσι και αλλιώς υποκειμενικό χαρακτήρα της, παραμερίζοντας τις όποιες καθαρά λογοτεχνικές ενστάσεις αναδύονταν ανάμεσα στις σελίδες. Πριν από τέσσερα χρόνια, το Μπλε υγρό αποτέλεσε μια αναγνωστική έκπληξη, καθώς διέθετε την αναζωογονητική φρεσκάδα και την αναγνωρίσιμη μυρωδιά των δρόμων του αθηναϊκού κέντρου, έναν ρεαλισμό που έλειπε από την εγχώρια παραγωγή, έναν χαρακτήρα αυτόπτη μάρτυρα μιας γενιάς. Στο Δέρμα, το προσωπικό ύφος της Στεργίου διατηρείται γνώριμο, αντίστοιχα παρορμητικό και χειμαρρώδες, ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε εκείνη και οι χαρακτήρες της μεγάλωσαν τόσο ώστε να αρχίσουν να νιώθουν στο δέρμα τους τη ματαίωση της ενήλικης ζωής, τα πρώτα επεισόδια της απομάγευσης, παρότι ακόμα αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα.

Η Στεργίου χωρίζει σε ζεύγη τα δεκαοχτώ διηγήματα, τα οποία διαθέτουν χαλαρούς δεσμούς σύνδεσης μεταξύ τους, όχι ωστόσο ικανούς ώστε το Δέρμα να χαρακτηριστεί σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναμενόμενα κυριαρχεί. Οι ιστορίες μοιάζει να διαθέτουν έντονο το βιωματικό στοιχείο, οι χαρακτήρες είναι πρόσωπα που η συγγραφέας γνωρίζει καλά, τα αδιέξοδα και τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους επίσης. Είναι στην πλειοψηφία τους πρόσωπα νέα, αρκετά ζουν στο εξωτερικό και βρίσκονται στο μεταίχμιο εκπαίδευσης και εργασίας, αντιμετωπίζουν πρόβλημα εύρεσης στέγης, συγκατοικούν σχηματίζοντας ιδιότυπες πυρηνικές οικογένειες, ζορίζονται οικονομικά και συναισθηματικά, βρίσκουν καταφύγιο στη λογοτεχνία, τη μουσική και τα ταξίδια, αράζουν στα πάρκα και κυκλοφορούν με ποδήλατο, αναλώνονται στα κοινωνικά δίκτυα, αναζητούν τη φιλία και τον έρωτα, διαπραγματεύονται την τιμή τους στην αγορά, ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά ανάμεσα στο εκεί και το εδώ, νιώθουν μια μόνιμη αβεβαιότητα και μια διαρκή αστάθεια, όλα είναι στον αέρα, θαρρείς. 

Τα διηγήματα φέρουν μια αλήθεια. Σίγουρα όχι τη μοναδική, αλλά μια αλήθεια υπαρκτή και αδιαμφισβήτητη. Αυτή η αλήθεια υποστηρίζει και αναδεικνύει κάθε αφηγηματική φωνή και κάθε ιστορία, φροντίζοντας να αναζητήσει ή και να δημιουργήσει έδαφος κοινό με τον αναγνώστη και τον δικό του μικρόκοσμο. Τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από ένα εμείς, ένα εγώ και οι άλλοι σαν εμένα, ένα εμείς το οποίο ίσως κάποιους αναγνώστες τους ξενίσει, θεωρώ ωστόσο πως είναι κατάλοιπο της θέσης άμυνας στην οποία τα πρόσωπα νιώθουν, την ανάγκη τους για συμμαχίες και κατανόηση, η περιχαράκωση του προσωπικού. Αυτό το εμείς ενισχύει την αλήθεια των διηγημάτων. Είναι γνώρισμα κάθε λογοτεχνίας που δεν εντάσσεται στην κυρίαρχη κοινωνική τάση, που δεν νιώθει δεδομένη τη θέση της στον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί μια συνειδητή ή βιωματική επιλογή της Στεργίου, εκείνο όμως που σίγουρα αποτελεί συνειδητή επιλογή είναι ο μη εγκλωβισμός σ' αυτό το εμείς, σε μια πλήρη αποξένωση από τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο από τις μεγαλύτερες γενιές αλλά και από τα συνομήλικα άτομα που για διάφορους λόγους, ατομικούς ή κοινωνικούς, βιώνουν διαφορετικά τις συνθήκες και τη ζωή εν γένει. Δεν είναι μόνο έτσι ο κόσμος, σίγουρα δεν είναι, και θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο εκείνοι που βιώνουν στον πετσί τους τον στενό μονόδρομο που ανοίγεται μπροστά τους να ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, εκείνοι που περισσότερο χρειάζονται το κενό ανάμεσα στην ποικιλομορφία και την ανομοιομορφία. Σε αυτή την αποφυγή εγκλωβισμού βοηθούν και κάποια διηγήματα στα οποία τα πρόσωπα είναι σε μεγαλύτερη ηλικία και παρατηρούν εκ των υστέρων τις αυταπάτες τους, τους προσωπικούς αγώνες στους οποίους όσο και αν το αρνούνται ηττήθηκαν.

Επιμένοντας λίγο ακόμα στο εμείς που διακρίνει τα διηγήματα αυτά, θα ήθελα να προσθέσω πως η δυναμική του πρώτου πληθυντικού είναι ικανή να δώσει την εντύπωση πως οι χαρακτήρες της Στεργίου μιλάνε εξ ονόματος μιας ολόκληρης γενιάς ή ακόμα και όλων μας, γεγονός που θα κατεύθυνε αλλού το συνολικό διακύβευμα. Πίσω από την αυτοπεποίθηση κρύβεται μια ανασφάλεια, αυτή είναι που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα σε αυτές τις ιστορίες, η κατάρρευση της βεβαιότητας. Βρίσκονται στο μεταίχμιο της απομάγευσης, ο κόσμος δεν αλλάζει, η πολιτική δεν δίνει απαντήσεις, το σύστημα δείχνει τα δόντια του, οικειοποιούμενο τα πάντα, από την οικολογία μέχρι την κουήρ τέχνη. Εκείνοι βρίσκονται σε φαινομενικά προνομιακή θέση, είναι Ευρωπαίοι, μπορούν να ταξιδεύουν και να σπουδάζουν, να αναζητούν εργασία από τη μία χώρα στην άλλη, στη γλώσσα και τη θεωρία δεν είναι μετανάστες αλλά εκπατρισμένοι. Όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Γυρεύουν απεγνωσμένα σταθερές, σε υλικό επίπεδο τις πλέον προφανείς, σπίτι και δουλειά, σε συναισθηματικό επίπεδο είναι εξίσου ευάλωτοι. Δεν τους ενδιαφέρει το προνόμιο της κατοχής της απόλυτης αλήθειας, όχι σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, άλλες είναι οι προτεραιότητες που καίνε. Η δυναμική αυτή είναι επίσης πιθανό να δημιουργήσει απαιτήσεις ταύτισης ή και ενσυναίσθησης μεταξύ αναγνώστη και χαρακτήρων. Θα ήταν ωστόσο κάπως αφελές και στενό να διαβάζουμε μόνο λογοτεχνία που μας προκαλεί αποκλειστικά τέτοια συναισθήματα. Άλλωστε είναι γνώρισμα της συγχρονίας μας η διαίρεση σε διαφόρων ειδών στρατόπεδα, η συστράτευση με τους μεν ή τους δε, η πλήρης απόρριψη του διαφορετικού και εκείνου που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, η χρήση του σωστού και λάθους για την περιδιάβαση στην αυλή του κόσμου.

Η Στεργίου πετυχαίνει να εντάξει τη συγχρονία και σε επίπεδο αφηγηματικής κατασκευής, αποτυπώνοντας αυτή την πολυδιάσπαση που χαρακτηρίζει την εποχή, την αδυναμία της δέσμευσης με ένα στόχο, την έλλειψη ευκρίνειας στα θέλω, το ταυτόχρονα πολιορκημένο από μεγάλη πίστη και ανασφάλεια εγώ. Η συγγραφέας εντάσσει λειτουργικά και το πολιτικό, κάνοντας καλή ανάμειξη πράξης και θεωρίας στη ζωή των χαρακτήρων της, στις προτεραιότητες τους, στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα αξιών τους, όχι ως κομμάτι ξέχωρο της πραγματικής ζωής. Βρίσκει έτσι χώρο για τον φεμινισμό και τα ζητήματα ταυτότητας, την ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό μπροστά στο μεγάλο χωνευτήρι της θετικής σκέψης και του ευ ζην. Και η λογοτεχνία, που  είναι πανταχού παρούσα, καταφύγιο και εφαλτήριο, αποτελεί οργανικό στοιχείο της κάθε ημέρας. Η χειμαρρώδης αφήγηση επιτρέπει και κάποια λογοτεχνικά παραστρατήματα, καθώς τα καθιστά ιδιαιτερότητά της, όπως η κατά τόπους έλλειψη οικονομίας στον λόγο, που όμως ταυτόχρονα αποτελεί στοιχείο ταυτότητας του εκάστοτε αφηγητή, ή την υποψία μιας συγγραφικής βιασύνης, που μακιγιάρεται ικανοποιητικά πίσω από την ανάγκη κάθε μιας αφήγησης ξεχωριστά.

Ο ρεαλισμός της Στεργίου παρά τη λάμψη του είναι έντονα βρώμικος. Το Δέρμα δύσκολα θα αφήσει αδιάφορο κάποιον αναγνώστη, που ακόμα και αν ισχυριστεί πως κάτι τέτοιο συνέβη, αυτό θα είναι ως ένα βαθμό ψευδές, ανάχωμα της όχλησης που του προκάλεσε και αυτό θα του επιτρέψει να διακρίνει πιο καθαρά κάποια στοιχεία του δικού του χαρακτήρα, κάποια στιγμιότυπα από το δικό του μονοπάτι. Αυτό που μένει να φανεί είναι αν το αναπόφευκτο πέρας της εποχής θα επηρεάσει την πρόσληψη των διηγημάτων αυτών, αν θα φαντάζουν δηλαδή παρωχημένα εκτός της συγχρονίας τους με μόνο όπλο τη νοσταλγία και τη λογοτεχνική τους αξία. Έχουμε όμως χρόνο μέχρι τότε.

υγ. Για το Μπλε υγρό είχα γράψει εδώ.
υγ2. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα, περισσότερα εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Άγγελοι και ερημίτες - Ramón Díaz Eterovic

Παράξενο πλάσμα η μνήμη, εσύ τη λες αδύναμη, εκείνη φωνάζει: ανυπότακτη· και βγάζει τη γλώσσα. 

Διάλεξα το βιβλίο αυτό ξεκινώντας από την επιθυμία να διαβάσω ένα καλογραμμένο νουάρ μ' έναν ιδιωτικό ερευνητή που να κινείται στα όρια της αποτυχίας ή και να τα υπερβαίνει ακόμα‒ακόμα. Ανάμεσα σ' άλλα πιθανά αναγνώσματα τράβηξα από τη στοίβα το Άγγελοι και ερημίτες, ο Ερέδια έδειχνε αρκετά αποτυχημένος ώστε να μην έχει κάτι να χάσει· αυτούς να φοβάστε. Δεν είχα διαβάσει ξανά Ετερόβιτς, αλλά συνυπολόγισα: i)είναι από τη Χιλή, ii)τη μετάφραση υπογράφει ο Κρίτων Ηλιόπουλος και iii) τις εκδόσεις angelus novus που σε μεγάλη εκτίμηση έχω.

Έτσι έγιναν τα πράγματα και ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες. Όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου ώσπου εμφανίστηκε ο γάτος του Ερέδια, ο Σιμενόν. Ένα καμπανάκι ήχησε κάπου μέσα μου, κάτι μου έλεγε το όνομα αυτό, κάπου είχα συναντήσει έναν ακόμα γάτο που τον έλεγαν Σιμενόν, ήμουν σίγουρος. Και άφησα το βιβλίο στην άκρη και άρχισα να ψάχνω. Είχα διαβάσει ξανά Ετερόβιτς. Επτά χρόνια πριν, Τα επτά παιδιά του Σιμενόν.

Ο Ετερόβιτς έχει γράψει αρκετά βιβλία με πρωταγωνιστή τον Ερέδια, δεκαοχτώ για την ακρίβεια, ξεκινώντας από το 1987. Στα ελληνικά κυκλοφορούν δύο, Τα επτά παιδιά του Σιμενόν είναι το έκτο, το Άγγελοι και ερημίτες το τέταρτο. Αυτό είναι κάπως προβληματικό, παρότι κάθε μυθιστόρημα στέκει αυτόνομο και ολοκληρωμένο δεν παύει να αποτελεί μέρος μιας σειράς, στην οποία μέρος της απόλαυσης αποτελεί και η εξέλιξη του πρωταγωνιστή, το δέσιμο που υφαίνεται μεταξύ αυτού και του αναγνώστη.

Ο Ερέδια διατηρεί το γραφείο του στο σπίτι όπου μένει στο κέντρο του Σαντιάγκο. Εργένης, ζει παρέα με τον Σιμενόν, καπνίζει αρκετά και πίνει σε κάθε ευκαιρία, επενδύει τα λίγα χρήματα που κερδίζει στην εξόφληση χρεών, αγαπάει τη γειτονιά και τους ανθρώπους της. Δεν είναι εύκολος χαρακτήρας, η ζωή του έχει επιφυλάξει αρκετές δύσκολες γωνίες, παρ' όλ' αυτά διατηρεί υψηλό και ανυπότακτο το φρόνημά του, την ξεροκεφαλιά κατ' άλλους. Είναι άλλωστε αυτή, η ξεροκεφαλιά, που εν πολλοίς τον οδηγεί να μπλέκει σε υποθέσεις δονκιχωτικές, από τις οποίες τίποτα υλικό δεν έχει να κερδίσει, θέτοντας την ίδια του την ύπαρξη σε άμεσο κίνδυνο.

Όταν βρίσκει το γράμμα μιας παλιάς αγαπημένης, το βάζει χωρίς να το ανοίξει στη μέσα τσέπη, στο ύψος της καρδιάς· ο Ερέδια διψάει για τέτοιους συμβολισμούς. Όταν το διαβάσει θα είναι αργά, εκείνη θα είναι νεκρή, το κάλεσμα σε βοήθεια καταδικασμένο. Παρέα μ' έναν φίλο του, που ανάμεσα στη γυναίκα του και την υπηρεσία προτίμησε τη δεύτερη, και τώρα ζει μόνος, έρμαιο του αλκοόλ και της θλίψης, εγκλωβισμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των επίορκων συναδέλφων, θα προσπαθήσουν να διαλευκάνουν το μυστήριο του θανάτου της, αμφισβητώντας από την πρώτη στιγμή την επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας.

Το αστυνομικό προκάλυμμα επιτρέπει στον Ετερόβιτς να αναφερθεί σε διάφορες σκοτεινές περιόδους της Χιλής, που, παρότι μοιάζει να ανήκουν στο παρελθόν, ρίχνουν βαριά τη σκιά τους ακόμα, παρά τον δημοκρατικό μανδύα. Παρακρατικοί μηχανισμοί, βασανιστές, εμπόριο όπλων, επιχειρήσεις βιτρίνα και μυστικές υπηρεσίες συνθέτουν ένα σκηνικό άκρως επικίνδυνο, ακατάλληλο για έναν μοναχικό ιδιωτικό ερευνητή. Όμως, ο Ερέδια δεν υπακούει στη λογική αλλά στο συναίσθημα.

Ο Ετερόβιτς χρησιμοποιεί όλα τα υλικά που συνθέτουν ένα καλό νουάρ μυθιστόρημα. Επενδύει πολλά στον Ερέδια, φροντίζοντας να του δώσει βάθος και να μην αναλωθεί στην ‒αναπόφευκτη‒ αντιηρωική στερεοτυπία, χαρίζοντάς του μια δική του θέση στο πάνθεον των ιδιωτικών ερευνητών της νουάρ λογοτεχνίας. Επιλέγει με προσοχή τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής που θα συμβάλλουν στην προώθηση της πλοκής, δίνοντάς τους τον απαραίτητο χώρο, κάτι που, παράλληλα με την προώθηση της πλοκής, του επιτρέπει να αναδείξει τους δεσμούς της συντροφικότητας, της φιλίας και του έρωτα, αξίες που αντέχουν γερά παρά τις δυσκολίες της κάθε εποχής, νησίδες ελπίδας για το αύριο. Καθιστά τον τόπο, το Σαντιάγκο εν προκειμένω, βασικό άξονα της πλοκής, χωρίς όμως να υποκύπτει στη σαγήνη του εξωτισμού, χωρίς να γράφει έναν ταξιδιωτικό οδηγό, όπως αρκετοί συνάδελφοί του, δηλαδή. Δεν επιχειρεί έναν στείρο εντυπωσιασμό με τραβηγμένες ανατροπές και υπερβολικά ευρήματα. Αφηγείται την ιστορία του με τρόπο που την καθιστά ενδιαφέρουσα στο σύνολό της και όχι μόνο για τη λύση της. Άλλωστε η αστυνομική πλοκή δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά αφορμή για ένα μυθιστόρημα βαθιά και έντονα κοινωνικοπολιτικό, και το βιβλίο αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα του ρεύματος που ονομάστηκε νέο λατινοαμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα.

Η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ιδιωτικό ερευνητή είναι κάτι που ανέκαθεν με έλκει στην αστυνομική λογοτεχνία, η δυναμική μιας σχέσης σύνθετης, που εμπεριέχει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και περνάει από διάφορες φάσεις πάθους και μίσους, και όλο αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτυπώνεται ανάμεσα στις γραμμές. Στη σελίδα 112, ο Ετερόβιτς δίνει τον λόγο στον Ερέδια να μιλήσει για τη σχέση αυτή, σε ένα απόσπασμα απολαυστικό, που επιφανειακά μοιάζει να περιορίζεται στο λογοτεχνικό παιχνίδι αλλά στο βάθος του κρύβει μέρος τής υπαρξιακής αγωνίας του ‒κάθε‒ συγγραφέα:

‒ Ναι, ήταν μια υπόθεση που έδωσε σε έναν αργόσχολο που αγαπάει τους γάτους υλικό για να γράψει δύο μυθιστορήματα παραφορτωμένα με φαντασιώσεις και αλκοόλ. Του την περιέγραψα μια βραδιά και ποτέ δεν έμαθα αν τελικά κέρδισε καμιά δεκάρα με τη δουλειά του. Ο τύπος συνήθως γράφει στις εφημερίδες περί αστυνομικής λογοτεχνίας και συχνά αναφέρει κι εμένα. Μερικές φορές μου έρχεται να τον βρω και να του πω να κόψει τις μαλακίες. Αλλά για ποιο λόγο; Είναι απλώς ένας συγγραφέας που προσπαθεί να γίνει ευτυχισμένος με τα ψέματα που αραδιάζει.

Το Άγγελοι και ερημίτες είναι ένα πολύ καλό νουάρ μυθιστόρημα που ικανοποιεί και με το παραπάνω τις συγγραφικές και αναγνωστικές προσδοκίες, παρότι κινείται εντός των ειδολογικών του περιορισμών. Στο μέλλον, θα ήθελα να διαβάσω ακόμα μια ιστορία με τον Ερέδια, ιδανικά την πρώτη.

υγ. Για Τα επτά παιδιά του Σιμενόν περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις angelus novus

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Κλίμακα Μπόγκαρτ - Μαρία Φακίνου

Να 'χες ένα όνομα να το 'δινες στην κλίματα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα / τα ενοικιαζόμενα, το ΑΤΜ, το σχολείο άδειο το προαύλιο στα δεξιά / παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, τον βρασμό, το θυμό της μνήμης στην κλίμακα που θα 'χε το όνομά σου, εφευρέτης και νονός μαζί εσύ. Αλέν Ντελόν, Μάρλον Μπράντο, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ναι, ενενήντα εννέα βαθμοί στην κλίμακα Μπόγκαρτ πάει να πει η πιο δυνατή ανάμνηση / ‒Θα καείς / δύο βαθμοί, η πιο αδύναμη, ίσως ούτε καν δική σου / Λείπουν το ένα και το εκατό / κανείς δεν αντέχει αυτούς τους δύο ακραίους, απόλυτους αριθμούς, η μνήμη μετριέται στο ενδιάμεσο, γι' αυτό και η κόρη σου / Όχι τώρα

Ένα κοτσύφι, παράξενο πώς, τέτοια εποχή του χρόνου, ξάφνου εμφανίζεται να πετά, θαμπώνεται από την καύτρα του τσιγάρου του ανώνυμου μέχρι τέλους άντρα, παίρνει φόρα και βουτά, το κεφαλάκι του συντρίβεται πάνω στο χοντρό γυαλί της τζαμαρίας του καφενείου, πίσω από την οποία προστατεύονται, ανάμεσα σε άλλα και από το κρύο, οι άρρενες θαμώνες του καφενείου ενός μικρού, επίσης ανώνυμου, παραθαλάσσιου χωριού. Γλιστράει ο άντρας το γυαλί στον διάδρομο, στέκει πάνω από το πουλί που σπαρταρά αιμόφυρτο, σκύβει και το μαζεύει με την εφημερίδα για φαράσι, η μνήμη πυροδοτείται, αρχίζει να σιγοβράζει, αφήνει πίσω του το καφενείο, ο παγωμένος αέρας τον χτυπά στο πρόσωπο, δεν είναι όμως ικανός να ψύξει τις πρώτες φουσκάλες που κιόλας εμφανίζονται στην επιφάνεια, συνεχίζει να περπατά.

Η Φακίνου, πέντε χρόνια μετά την Ανατομία κόρης, επανεμφανίζεται με την Κλίμακα Μπόγκαρτ, που θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ένας αντίποδας της Ανάκρισης του Ηλία Μαγκλίνη. Εδώ, η συγγραφέας  αναμετράται με την ατομική ευθύνη, με τη συνείδηση και την ηθική, τις δικαιολογίες στα δικαστήρια και τις δικαιολογίες μπροστά στον καθρέφτη, τις ενοχές και τη συγχώρεση, τη γραμμή, συχνά αδιόρατη, που διακρίνει το θύμα από τον θύτη. Η Επταετία και τα μυστικά της, η επόμενη μέρα που τα καταχώνιασε άρον άρον, πάει πέρασαν αυτά, είναι παλιά πια, τι τα γυρεύεις. Η συλλογική λήθη, το αφήγημα ενός ολόκληρου λαού που αντιστεκόταν νυχθημερόν, η μυθολογία ως διευκόλυνση νυχτερινής κατάκλισης. Οι πληγές έμειναν ανοιχτές, οι κραυγές ακόμα ακούγονται στα στενά γύρω από τη Μπουμπουλίνας.

Τέσσερα βιβλία, σε 15 χρόνια, ένα κάθε πέντε, ακολουθώντας ένα μοτίβο, θαρρείς. Η γραφή της Φακίνου, αρκούντως προσωπική και αναγνωρίσιμη, διαθέτει ως κύριο γνώρισμα την υπομονή. Ουσιαστικό παράξενο να περιγράψει κάποιος μια γραφή και όμως αδυνατώ να σκεφτώ άλλο πιο κατάλληλο. Στα γραπτά της, ανάμεσα στις λέξεις, φωλιάζει ο χρόνος της συγγραφής, κουλουριάζεται η αποκοπή από τον γύρω κόσμο, διακρίνεται ο ήχος των πλήκτρων. Η συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα μια διαρκή αντίστιξη, την πρόκληση αντάρας εν μέσω άπνοιας, θέτει τον αναγνώστη σε επιφυλακή, να φροντίσει να κρατά ομπρέλα παρά την ηλιόλουστη μέρα. Χρησιμοποιεί λέξεις που να περνούν απαρατήρητες, να μη λάμπουν, να μην αποσπούν το βλέμμα, να μη σταθεί στη βελονιά αλλά στο υφαντό. Και για να συμβεί αυτό οι λέξεις πρέπει να είναι επιλεγμένες τέλεια, κάθε φωνή να ακούγεται φυσικά. Όλα είναι απλά και καθημερινά εδώ, τίποτα το εξωπραγματικό. Ένας ανώνυμος άντρας, σ' ένα ανώνυμο χωριό, σκύβει και μαζεύει ένα χτυπημένο κοτσύφι.

Ο εσωτερικός μονόλογος του άντρα καθώς βαδίζει, κρατώντας στα χέρια του την εφημερίδα με το κοτσύφι και διαμορφώνοντας τη διαδρομή με βάση τα μέρη που θέλει να αποφύγει, αναμετράται με τη μνήμη παλεύοντας να παραμείνει σε χαμηλές τιμές στην κλίμακα Μπόγκαρτ, να μην καεί. Δεν είναι όμως στο χέρι του κάτι τέτοιο, όποια κλίμακα και αν επινοήσει κανείς, όποια διαβάθμιση ή ποσοτικοποίηση και αν καθιερώσει, εκείνη θα παραμείνει ανήμερη και ατίθαση, θα κρυφογελά με τα ανθρώπινα, θα τα περιπαίζει. Η Φακίνου περίτεχνα προωθεί την εξέλιξη της πλοκής, αποτυπώνει πειστικά την αποσπασματικότητα ενός μυαλού που αναθυμάται και επιχειρεί να δικαιολογηθεί και να κρυφτεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Επιτρέπει στην αφηγηματική φωνή να παρέμβει, όπου κρίνει σκόπιμο. Επενδύει πολλά στη φόρμα του κειμένου και ανταμείβεται γι' αυτό, καθώς η σύνθεση αποδεικνύεται λειτουργική και όχι ένα απλό καπρίτσιο. Ο μακροπερίοδος λόγος περνάει απαρατήρητος, τόση είναι η φροντίδα επιλογής των λέξεων που τα σημεία στίξης είναι σαν να υπάρχουν εκεί που κάθε αναγνώστης θα τα χρειαζόταν, όπως συμβαίνει συχνά στην ποίηση.

Εκείνο ίσως που περισσότερο απ' όλα κάνει το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο να ξεχωρίζει είναι η πυκνότητά του, τα θέματα με τα οποία αναμετράται, χωρίς ωστόσο αυτά να το βαραίνουν και να το αποπροσανατολίζουν. Γύρω από το κεντρικό εύρημα περιστροφής, η Φακίνου στήνει ένα λεπτοδουλεμένο γαϊτανάκι εικόνων και σκηνών, όχι μόνο με τον άντρα πρωταγωνιστή αλλά και παρατηρητή/σχολιαστή του γύρω κόσμου. Πετυχαίνει έτσι να απλώσει τη φυλλωσιά και να καλύψει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας και του κοντινού παρελθόντος, καθιστώντας οικεία την ιστορία αυτή, τον άντρα και τον τόπο επίσης, αλλά κυρίως την κόρη, που παρότι δεν εμφανίζεται στιγμή στη σκηνή, παρά μόνο ως αντανάκλαση της πατρικής μνήμης, με το πέρας των σελίδων αποκτά ολοένα και πιο διακριτή μορφή και καθίσταται το απαραίτητο, καίτοι σιωπηλό, αντίβαρο στον πατρικό μονόλογο.

Σφιχτοδεμένη και όσο αποπνικτική απαιτεί η ιστορία, σε υψηλούς βαθμούς στην κλίμακα Μπόγκαρτ, η νουβέλα της Φακίνου διαβάζεται απνευστί αλλά χαράσσεται βαθιά.

Εκδόσεις αντίποδες