Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ - Édouard Louis




Από την παιδική μου ηλικία δεν έχω καμιά χαρούμενη ανάμνηση. Δεν θέλω να πω ότι ποτέ, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, δεν ένιωσα ευτυχία ή χαρά. Απλώς η οδύνη είναι ολοκληρωτική: ό,τι δεν προσαρμόζεται στο σύστημά της το εξαφανίζει.
Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, θα μπορούσε να αναφωνεί ο Εντύ Μπελγκέλ, να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, να τον αφήσουμε πίσω στο παρελθόν του, μαζί με το παρελθόν του, το οδυνηρό παρελθόν του. Τώρα είναι η ευκαιρία να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, τώρα που υπάρχει απόσταση, τώρα που το παρελθόν μπορεί να λειτουργήσει ως εργαστήριο παρατήρησης. Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, για να πάμε παρακάτω, Εντύ Μπελγκέλ.
Έπρεπε να φύγω.
Αλλά στην αρχή δεν σκέφτεται κανείς αυθόρμητα τη φυγή γιατί αγνοεί ότι υπάρχει ένα αλλού. Δεν ξέρεις καν ότι η φυγή είναι μια δυνατότητα. Προσπαθείς αρχικά να είσαι σαν τους άλλους, κι εγώ προσπάθησα να είμαι σαν όλο τον κόσμο.
Δεν ξέρεις καν ότι η φυγή είναι μια δυνατότητα. Ώσπου μια μέρα το ξέρεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει εκεί. Δεν σε νοιάζει. Κάπου αλλού, όχι εδώ. Και τότε ο χρόνος αρχίζει να μετρά. Όχι με τη φυγή, αλλά με τη συνειδητοποίηση της δυνατότητας για φυγή. Και τότε η εικόνα αρχίζει να καθαρίζει. Δεν προσπαθείς να είσαι διαφορετικός. Είσαι διαφορετικός. Αρχικά προσπαθείς να είσαι σαν τους άλλους, και κάποια στιγμή έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, από τη λάθος πλευρά.

Έπρεπε να φύγω· η προσταγή αυτή αποτέλεσε τον πυρήνα ταύτισης, λίγο μετά τα μισά του βιβλίου. Τότε καθάρισε η βοή που απευθυνόταν προς την αφήγηση του Μπελγκέλ, φύγε, γιατί δεν φεύγεις, τι περιμένεις για να φύγεις; Από μακριά φαντάζει πάντα πιο εύκολο, ακόμα και έτσι όμως η βοή δεν έπαυε. Τότε μπόρεσα να χαλαρώσω συναισθηματικά και να ακούσω όσα είχε να αφηγηθεί ο Μπελγκέλ, μέχρι τότε ένας φαινομενικά αδικαιολόγητος θυμός με διακατείχε.

Το θέμα του βιβλίου του Εντουάρ Λουί πολυειπωμένο. Η τεχνική του άρτια αλλά όχι καινοτόμα. Δεν μοιάζει να στοχεύει το στομάχι σαν γροθιά. Και όμως το μυθιστόρημα του γεννημένου το 1992 Γάλλου συγγραφέα είναι ιδιαίτερο, γιατί έχει μία αλήθεια να διηγηθεί, όχι απαραίτητα μία πραγματική ή αυτοβιογραφική ιστορία, αλλά έχει την αλήθεια του σε μία εποχή πόλωσης ανάμεσα στην αποστείρωση και την πρόκληση.

Εκ των προτέρων δεν θα μπορούσα να έχω επιλέξει συνειδητά τη διαδοχή της ανάγνωσης· προηγήθηκε Το δωμάτιο του Τζοβάνι, ακολούθησε το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ· μεταξύ των δύο βιβλίων μεσολαβεί πάνω από μισός αιώνας απόσταση, στην επαφή μου μαζί τους λίγες μόνο ώρες. Η καλή τύχη του αναγνώστη.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μιχάλης Αρβανίτης
Εκδόσεις αντίποδες

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Το δωμάτιο του Τζοβάνι - James Baldwin




Στέκομαι στο παράθυρο αυτού του μεγάλου σπιτιού στον νότο της Γαλλίας καθώς πέφτει η νύχτα, η νύχτα που με οδηγεί στο πιο τρομερό πρωινό της ζωής μου. Κρατάω ένα ποτό στο χέρι, δίπλα μου έχω ένα μπουκάλι. Κοιτάζω το είδωλό μου στη γυαλάδα του τζαμιού που σκοτεινιάζει σιγά σιγά. Το είδωλό μου είναι ψηλό, ίσως και να μοιάζει κάπως με βέλος, τα ξανθιά μαλλιά μου γυαλίζουν. Το πρόσωπό μου μοιάζει μ' ένα πρόσωπο που έχετε δει πολλές φορές. Οι πρόγονοί μου κατέκτησαν μια ήπειρο, προχωρώντας με κόπο πάνω σε πεδιάδες σπαρμένες θάνατο, μέχρι που έφτασαν σ' έναν ωκεανό που είχε στραμμένη την πλάτη του στην Ευρώπη και ατένιζε ένα ακόμα σκοτεινότερο παρελθόν.
Αρχικά όλα φαντάζουν απλά και συνηθισμένα. Δεκαετία του '50, ένα ζευγάρι νεαρών Αμερικάνων, ο Ντέιβιντ και η Έλα, θα διασχίσει τον Ατλαντικό για να βρεθεί στο Παρίσι, χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Ένα ταξίδι προσκύνημα στον παλιό κόσμο, μία κορύφωση της ανέμελης ζωής, μία προσομοίωση της μποέμικης ζωής. Η Νέα Υόρκη θα συνεχίσει να είναι εκεί και να τους περιμένει, έτσι πιστεύουν, αποτελώντας το δίχτυ ασφαλείας που έχουν ανάγκη, έστω και υποσυνείδητα. Όμως, το κουκούλι θα διαρραγεί. Ο Ντέιβιντ, αφηγητής της ιστορίας, θα γνωρίσει τον Τζοβάνι, ενώ η Έλα βρίσκεται στην Ισπανία. Θα περάσουν μαζί, στο δωμάτιο του Τζοβάνι, την περίοδο εκείνη, το σώμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με το μυαλό. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα το βιβλίο δεν αφορά τόσο την ομοφυλοφιλία όσο το τι συμβαίνει όταν είσαι τόσο φοβισμένος, που τελικά δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν. Ο φόβος, άλλωστε, παιδί του μυαλού είναι.

Η αφήγηση αρχίζει την παραμονή της νύχτας του πιο τρομερού πρωινού της ζωής του αφηγητή. Ο Μπόλντουιν, με διαρκή φλας μπακ, θα αποδώσει με ακρίβεια τη σύγχυση που επικρατεί στο μυαλό του αφηγητή του, ενώ απομακρύνεται και πλησιάζει χρονικά στο πρωινό εκείνο, οδηγώντας την ιστορία μαεστρικά στην κορύφωση, παρασύροντας τον αναγνώστη στη δίνη των γεγονότων. Του Μπόλντουιν δεν του αρκεί το θεματικό εύρημα· μία ιστορία, όσο καλή, πρωτότυπη ή δυνατή και αν είναι, δεν είναι από μόνη της ικανή να οδηγήσει σε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, και Το δωμάτιο του Τζοβάνι είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

Καταλυτικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει το Παρίσι, το λαμπερό και σκοτεινό Παρίσι, το πολύβουο και εκκωφαντικά μοναχικό Παρίσι. Η πόλη του έρωτα, λένε κάποιοι, και ίσως δίπλα στη λέξη έρωτας να φαντάζονται μονάχα λουλούδια και καρδιές, και θα έχουν ίσως τους λόγους τους για να μη συνεχίσουν λέγοντας: τα λουλούδια μαραίνονται, οι καρδιές τσακίζονται.

Και ενώ στο Δωμάτιο του Τζοβάνι η σεξουαλικότητα πρωτοστατεί στο μέτωπο απέναντι στη λογική και τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτό δεν σημαίνει πως το μυθιστόρημα περιορίζεται σε αυτή τη μάχη μονάχα. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση της έννοιας του ξένου· αν και ο Μπόλντουιν χρησιμοποιεί την έννοια του ξένου ως προς τη χώρα που αναγράφει το διαβατήριο του, εντούτοις αυτό γίνεται μόνο σχηματικά και δεν περιορίζεται σ' αυτό, ξένος νιώθει κανείς -ή είναι κάπως- και απέναντι στην κοινωνία, στο δοθέν μοντέλο, στην οικογένεια του, ενίοτε και απέναντι στο ίδιο του το σώμα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο Μπόλντουιν την ιδιότητα του ξένου θυμίζει έναν άλλον σπουδαίο, σύγχρονό του συγγραφέα, τον Πολ Μπόουλς, με σημείο εκκίνησης τη διάσημη ρήση του Ρεμπό "Εγώ είμαι ένας άλλος" και τον καμικό Ξένο.

Παρότι άρρηκτα συνυφασμένο με την ατμόσφαιρα της εποχής, Το δωμάτιο του Τζοβάνι δεν έχει απολέσει ως σήμερα τίποτα από την αλήθεια και την υπαρξιστική του αγωνία, έχοντας προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της λογοτεχνίας φύλου.


Μετάφραση Τερέζα Βεκιαρέλλη
Εκδόσεις Μεταίχμιο  

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Το βαμμένο πέπλο - Somerset Maugham





Είχε προηγηθεί το εκκωφαντικό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Ράχμαν Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε, με πλήθος αναφορών στον Σόμερσετ Μομ. Το νήμα ήταν εκεί και προσκαλούσε, εγώ έπρεπε απλώς να το ακολουθήσω.

Η Κίτι Φέιν είναι η νεαρή, ωραία αλλά επιπόλαιη  σύζυγος του Γουόλτερ, μικροβιολόγου διορισμένου στο Χονγκ Κονγκ. Ανικανοποίητη από τον γάμο της, μπαίνει σε μια εξωσυζυγική περιπέτεια με τον Τσαρλς Τάουνσεντ, έναν άντρα που βρίσκει γοητευτικό, ελκυστικό και συναρπαστικό. Όταν όμως ο Γουόλτερ ανακαλύπτει την απιστία της, την εκδικείται με έναν περίεργο και φρικτό τρόπο: την υποχρεώνει να τον συνοδεύσει σε μια απομακρυσμένη περιοχή στο εσωτερικό της Κίνας, η οποία μαστίζεται από επιδημία χολέρας.

Το βαμμένο πέπλο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε νέα μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου. Πριν από κάποια χρόνια, εκκινώντας από το Πάρκο των ελαφιών του Νόρμαν Μαίηλερ -τι σπουδαίο βιβλίο, τι σπουδαίος συγγραφέας- και μια αναφορά στον Μομ, είχα διαβάσει τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Βροχή (μτφρ. Δημήτρη Κωνσταντινίδη, εκδόσεις Ηριδανός). Σκέφτομαι πως δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση το γεγονός πως για δεύτερη φορά οδηγούμαι αναγνωστικά στον Άγγλο συγγραφέα μέσα από την αναφορά του ονόματός του σε μυθιστόρημα τρίτου. Είναι, άλλωστε, και αυτός, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα βιβλία που επιθυμεί κάποιος να διαβάσει αυξάνονται διαβάζοντας, και μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο.

Ο Σόμερσετ Μομ γνώρισε την επιτυχία εν ζωή, τα έργα του διαβάστηκαν, μεταφέρθηκαν στο θέατρο και τον κινηματογράφο, αποτέλεσε πρότυπο και αναφορά για συγγραφείς που ακολούθησαν, και το έργο του εξακολουθεί, ακόμα και σήμερα, να εκδίδεται, να μεταφράζεται, να διασκευάζεται και να διαβάζεται, γεγονός που αποτελεί μία απόδειξη για τη σπουδαιότητά του. Και υπάρχει κάτι μαγικό σε αυτό. Γιατί έχει τη δύναμη να προκαλεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε ένα μεγάλο μέρος του ετερόκλητου αναγνωστικού κοινού. Ας πάρουμε ως παράδειγμα Το βαμμένο πέπλο: ένα μυθιστόρημα λαϊκό, ευκολοδιάβαστο, μία κοινότοπη ιστορία ερωτικής απιστίας, ένα ρομάντσο.  Σκέψεις που επισκέπτονται τον αναγνώστη όταν βρίσκεται εκτός του μυθιστορήματος, ερωτήματα στα οποία ίσως αναζητήσει απαντήσεις μετά το πέρας της ανάγνωσης, όταν η λογική ανακτήσει μέρος της επιρροής της, παραμερίζοντας το συναίσθημα, επιχειρώντας να τα δικαιολογήσει ή να τα αμφισβητήσει, για ν' αναγκαστεί να σηκώσει τελικά τα χέρια ψηλά, να αποδεχτεί τη μεταφυσική επενέργεια της λογοτεχνίας, της καλής λογοτεχνίας, στη ψυχή και το πνεύμα, αφού πρώτα, για να δικαιολογήσει τον ίδιο του τον εαυτό, ψελλίσει κοινοτοπίες για το ταλέντο και την ικανότητα του συγγραφέα ή για τη θεματική επανάληψη της λογοτεχνίας, ήδη από τις αρχές της, και για να κατανοήσει τελικά πως εκείνο που επιχειρεί να προασπιστεί δεν είναι τίποτα άλλο από τον χαρακτηρισμό του δυνατού και απαιτητικού αναγνώστη, τη διαφορετικότητά του από το υπόλοιπο αναγνωστικό κοινό, εκείνο που με κάθε πρώτη ευκαιρία αποκαλεί μάζα, και να έρθει στην άβολη, η αλήθεια, θέση να παραδεχτεί πως η καλή λογοτεχνία δεν είναι μαθηματικό θεώρημα που πρέπει να αποδειχτεί αλλά κατάσταση που συχνά απλώς βιώνεται.

Και καθόλου δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα ότι ο Γουόνγκ Καρ Γουάι κινηματογραφώντας το In the mood for love είχε στον νου του Το βαμμένο πέπλο.


Μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε - Zia Haider Rahman





Ο Ζία Χάιντερ Ράχμαν γεννήθηκε σε μια αγροτική περιοχή του Μπλαγκλαντές, μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία και σπούδασε σε κορυφαία πανεπιστήμια. Εργάστηκε επί σειρά ετών στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σήμερα είναι δικηγόρος με αντικείμενο δραστηριότητας τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Το Υπό το φως των όσον γνωρίζουμε είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Σπάνια ξεκινώ κάποιο κείμενο με αναφορά στο βιογραφικό του συγγραφέα, εντούτοις σήμερα νιώθω πως αυτό αποτελεί το κατάλληλο κλειδί εισόδου. Γιατί συνέβη αυτό άραγε; Για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η αντανακλαστική κίνηση, μετά την ανάγνωση ενός τόσο σπουδαίου μυθιστορήματος, για αναζήτηση λεπτομερειών σε σχέση με τον συγγραφέα, ιδιαίτερα για όσα σχετίζονται με την υπόλοιπη εργογραφία του· και όμως, αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Ράχμαν. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την αλήθεια του βιβλίου, όχι την αλήθεια που έχουν τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά την αλήθεια του συγγραφέα, γιατί, πίσω από όλες τις τεχνικές αρετές του μυθιστορήματος, και είναι αρκετές αυτές οι αρετές, εκείνο που καθηλώνει τον αναγνώστη είναι η ανάγκη του αφηγητή να γράψει την ιστορία τού φίλου του που εμφανίστηκε, χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση, ένα πρωινό στην πόρτα του σπιτιού του.
Στις πρώτες ώρες ενός πρωινού του Σεπτεμβρίου 2008, έκανε την εμφάνισή του στην πόρτα του σπιτιού μας στο νότιο Κένσιγκτον ένας εξουθενωμένος, ταλαίπωρος σκουρόχρωμος άνδρας που τα μήλα του εξείχαν πάνω από μια απεριποίητη γενειάδα. Έμοιαζε κάπου μεταξύ σαράντα και πενήντα χρονών και είχε ύψος γύρω στο ένα και ογδόντα, μερικά εκατοστά πιο κοντός από μένα.
Ο Ζαφάρ, λοιπόν, φίλος του συγγραφέα και συμφοιτητής του στην Οξφόρδη, θα χτυπήσει ένα πρωί το κουδούνι της οικίας του Ράχμαν στο νότιο Κένσιγκτον του Λονδίνου. Αρχικά δεν θα τον αναγνωρίσει. Είναι άραγε μόνο τα χρόνια που μεσολάβησαν, το ταλαιπωρημένο του παρουσιαστικό και το αναπάντεχο της επίσκεψης; Η αλήθεια είναι όμως πως ο Ράχμαν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Η καριέρα του καταρρέει, ο γάμος του περνάει κρίση, οι άξονες περιστροφής της ζωής του δείχνουν προβληματικοί.

Ο Ράχμαν θα προσφέρει φιλοξενία στον Ζαφάρ, εκείνος θα την δεχτεί χωρίς να εγκαταλείψει στιγμή όμως την εικόνα του ταξιδιώτη, εκείνου που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να ανοίξει την πόρτα και να εξαφανιστεί, χωρίς προειδοποίηση. Μέσα από τις συζητήσεις των δύο αλλά και τα δεκάδες σημειωματάρια που ο Ζαφάρ φέρει μαζί του και πρόκειται να αφήσει στον φίλο του, ο Ράχμαν, αφού προσπαθήσει επανειλημμένως ανεπιτυχώς να τον πείσει να γράψει μόνος του την ιστορία του, θα καταπιαστεί ο ίδιος με την ιστορία του φίλου του, ιστορία όμως που αφορά και εκείνον, ίσως όχι εξ αρχής αλλά σίγουρα στην πορεία της, στη διαδρομή της εξιστόρησής της, όχι μόνο εξαιτίας των κοινών τόπων στους οποίους συναντήθηκαν οι δυο τους ή από τους οποίους πέρασαν οι δυο τους, αλλά και όσων ανέκυψαν παραπλεύρως, εξ αφορμής της διήγησης του Ζάφαρ, φαινομενικά άσχετων, μα ικανών να προκαλέσουν μικρότερες ή μεγαλύτερες εκρήξεις στον Ράχμαν.

Οι δύο πλευρές του Ράχμαν, ο μπαγκλαντεσιανός και ο δυτικός του εαυτός, η διαρκώς αιωρούμενη αίσθηση του απάτριδος, οι ανησυχίες σε προσωπικό, συναισθηματικό και επαγγελματικό επίπεδο, θα έρθουν να συναντήσουν τον κόσμο στις αρχές του 21ου αιώνα, με την έννοια του τοπικού να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, τα μαθηματικά και την εφαρμογή τους στα πλέον σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα αλλά και ως φιλοσοφική προσέγγιση, το ξεθώριασμα του αμερικανικού ονείρου, παρότι πλέον έχει υποστεί κι αυτό παγκοσμιοποίηση, αλλά και τη σπουδαία λογοτεχνία, καταφύγιο και αφετηρία του κόσμου.

Ο Ράχμαν πατάει στέρεα στην κλασσική λογοτεχνία, την οποία αγαπάει και στην οποία δεν χάνει ευκαιρία να αναφέρεται. Ο απολογιστικός χαρακτήρας της αφήγησης, ευρισκόμενης μετά το πέρας του τέλους της ιστορίας, οι συνεχείς παρεκβάσεις, τόσο από πλευράς Ζαφάρ κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, όσο και από πλευράς Ράχμαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά κυρίως η επιτακτική ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία δημιουργούν ένα αίσθημα αναγνωστικής αγωνίας και βαραίνουν την κάθε λεπτομέρεια, ανεξαρτήτως μεγέθους, που σε συνδυασμό με το εύρος των γνώσεων και των αναφορών του βιβλίου μετατρέπουν το Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε σε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

Ένα εκκωφαντικό λογοτεχνικό ντεμπούτο.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Ανδρέας Μιχαηλίδης
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Μπόρχες και οι αιώνιοι ουρακοτάγκοι - Luis Fernando Verissimo





Θα ήταν δύσκολο να σκεφτεί κανείς συγγραφέα με μεγαλύτερη επιρροή από τον Μπόρχες, όποια και αν είναι η άποψή του για το έργο του, επιρροή που δεν έχει πάψει να επενεργεί σε δεκάδες συγγραφείς, κυρίως από τη Λατινική Αμερική. Όμως δεν είναι μόνο η επιρροή του στους νεότερους λογοτέχνες εκείνη που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, επιρροή λογική και αναμενόμενη, αλλά η μετατροπή του ίδιου σε μυθιστορηματικό χαρακτήρα, η μετατροπή της ζωής του σε μυθιστόρημα, όχι ως απλή βιογραφία μυθοπλασίας, αλλά ως μυθιστόρημα επινόησης, ο Μπόρχες ως ο ιδανικός ήρωας και η ζωή του ως κατάλληλο περιβάλλον δράσης.

Πριν από λίγο καιρό είχα διαβάσει τη Συνωμοσία Μπόρχες του Γκαστόν Φιόρδα με την ιερόσυλη για Αργεντινό ιδέα πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν υπήρξε ποτέ, όντας απλώς η βιτρίνα μιας λογοτεχνικής ομάδας που κρυβόταν πίσω του. Με την ανάμνηση αυτής της ανάγνωσης να είναι ακόμα ζωντανή, ήταν αναμενόμενο να αναζητήσω σχετικά σύντομα μία αντίστοιχη αναγνωστική εμπειρία, δεν είχα παρά να ρίξω μια ματιά στη στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία, εκεί υπήρχε Ο Μπόρχες και οι αιώνιοι ουρακοτάγκοι του Βραζιλιάνου συγγραφέα Λουίς Φερνάντο Βερίσιμο.
Θα προσπαθήσω να γίνω τα μάτια σου, Χόρχε. Ακολουθώ τη συμβουλή που εσύ μου έδωσες, όταν αποχωριστήκαμε: "Γράφε και θα θυμηθείς". Θα προσπαθήσω να θυμηθώ, με ακρίβεια αυτή τη φορά. Για να μπορέσεις να διακρίνεις αυτό που είδα εγώ, για να λυθεί το μυστήριο και να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Κι όταν κάνουμε δικές μας επινοήσεις, είναι για να τη θυμηθούμε πιο συγκεκριμένα.
Ήταν αυτό που αναζητούσα! Μπόρχες, Πόε, Λάβκραφτ, αγάπη για τη λογοτεχνία και την ανάγνωση, διάθεση για παιχνίδι και σάτιρα των λογοτεχνικών κύκλων και μια αστυνομική πλοκή ως αφορμή.

Ο Φολγκεστάιν, πρωταγωνιστής της ιστορίας, ένας μοναχικός πενηντάρης που ζει στο Πόρτο Αλέγκρε παρέα με τον γάτο του Άλεφ, ανάμεσα σε βιβλία τα οποία τον προφυλάσσουν από το απρόσμενο, έχει την ευκαιρία να πάει στο Μπουένος Άιρες όπου θα διοργανωθεί ένα συνέδριο για τον Πόε. Ευγνωμονώντας την καλή του τύχη, θα αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού και της ρουτίνας του, θα βρεθεί στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, θα γνωρίσει τον Μπόρχες και θα γίνει μάρτυρας μιας δολοφονίας στο ξενοδοχείο όπου φιλοξενούνται οι σημαντικότεροι ομιλητές του συνεδρίου.

Μέσα από την αφήγηση διακρίνεται ο φθόνος του Βερίσιμο για τον ήρωά του, που μπόρεσε να συναντήσει από κοντά τον Μπόρχες, να μιλήσει μαζί του, να τον ακούσει να εκθέτει την άποψή του για το σύμπαν, να εκφράζει την αγάπη του για τον Πόε. Ο φθόνος αυτός, η διέγερση μιας φανταστικής συνάντησης με τον δάσκαλο, αναγκάζει τον Βερίσιμο να πάρει το παιχνίδι του στα σοβαρά, να σταθεί στο ύψος της περίστασης που ο ίδιος έστησε και κάπως έτσι το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, κάτι παραπάνω από ένα λογοτεχνικό παιχνίδι απότισης φόρου τιμής στον Μπόρχες.

Θυμήθηκα ακόμα ένα ωραίο βιβλίο που διάβασα πριν κάποιους μήνες, το Συνέδριο λογοτεχνίας του Σέσαρ Άιρα.

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Το τέλος του δρόμου - John Barth





Και σίγουρα, αναγνώστη, δεν είναι η πρώτη φορά, όπως ξέρεις ήδη καλά, που κάποιος, σε ανύποπτο χρόνο, μου μίλησε για ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα που δεν γνώριζα, κι εγώ, γυρίζοντας σπίτι, για να διαφύγω άμεσα τον κίνδυνο της λήθης, αναζήτησα πληροφορίες επ' αυτού στο διαδίκτυο και έπεσα πάνω στην ένδειξη: εξαντλημένο από τον εκδότη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, λες και υπήρχε κάποια συμπαντική συνωμοσία, μέσα στις επόμενες μέρες έπεσα ξανά και ξανά πάνω στο ίδιο βιβλίο, στο ίδιο εξαντλημένο βιβλίο, διθύραμβοι και υποσχέσεις αναγνωστικής απόλαυσης, και η ένδειξη "εξαντλημένο από τον εκδότη" να αναβοσβήνει στο μυαλό μου.

Δεν είναι η πρώτη φορά, και ούτε η τελευταία, ευτυχώς, ναι ευτυχώς, γιατί όλες αυτές η προσδοκίες και το επακόλουθο κυνήγι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παράλληλης ζωής ως αναγνώστη, το αλατοπίπερο. Θα έλεγα το ίδιο αν τελικά δεν είχα καταφέρει να βρω το βιβλίο του Μπαρθ; Ναι, το ίδιο θα έλεγα, γιατί βρήκα μόλις ένα απ' όσα κυκλοφορούν, και τώρα, έχοντας διαβάσει Το τέλος του δρόμου, επιθυμώ διακαώς ν' αποκτήσω ό,τι δικό του κυκλοφόρησε κάποτε στα ελληνικά, και να το διαβάσω.

Ήταν απόγευμα και ένιωθα τυχερός, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, έτσι παρέκκλινα του δρόμου μου για να πάω στο παλαιοβιβλιοπωλείο. Ήμουν τόσο σίγουρος πως κάτι πραγματικά πολύ καλό θα έβρισκα ώστε κατευθύνθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη στα ράφια με την ξένη λογοτεχνία, και εκεί, στο Μ στάθηκα έκπληκτος για μία στιγμή, την επόμενη πήγαινα ήδη στο ταμείο με το βιβλίο στο χέρι μου. Γυρίζοντας σπίτι ξεφύλλισα το νέο μου απόκτημα, για το οποίο τόσα και τόσα είχα ακούσει τον τελευταίο καιρό, και ευρισκόμενος σε ένα αναγνωστικό μεταίχμιο φλέρταρα με την ιδέα να το ξεκινήσω το ίδιο κιόλας βράδυ, όμως δίστασα. Από τη μία οι διθύραμβοι δυνατών αναγνωστών και από την άλλη ο χαρακτηρισμός του Μπαρθ ως πρωτεργάτη του μεταμοντερνισμού με φόβισαν κάπως. Έπεισα τον εαυτό μου πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, θα επανερχόμουν σε αυτό πιο ξεκούραστος και με μεγαλύτερη άνεση χρόνου (προσδοκία).

Και κάπως έτσι διάβασα Το τέλος του δρόμου αρκετές μέρες μετά. Και διαπίστωσα πως είχα κάνει λάθος. Το βιβλίο του Μπαρθ ήταν ευκολοανάγνωστο όπως κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα. Απολαυστικό πρόταση την πρόταση, ευφυές, αστείο και μελαγχολικό.
Ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως καθηγητής κατόπιν συμβουλής του Γιατρού, και για μια περίοδο δίδαξα γραμματική στο Κρατικό Παιδαγωγικό Κολέγιο του Γουικόμικο, στο Μέρυλαντ.
Ο αφηγητής της ιστορίας γνώρισε τον Γιατρό την επόμενη των εικοστών όγδοων γενεθλίων του, όταν, ευρισκόμενος στον σταθμό των τρένων, και αφού νωρίτερα είχε ζητήσει ένα εισιτήριο για όπου μπορούσε να πάει με τριάντα δολάρια, είχε επιστρέψει στους πάγκους της κεντρικής αίθουσας, ώστε να αναλογιστεί τις δυνατότητές του, απώλεσε κάθε κίνητρο και έμεινε ακίνητος στη θέση του μέχρι την επόμενη μέρα, και ο Γιατρός που τον είχε ήδη παρατηρήσει την προηγούμενη, τον πλησίασε και τον υποχρέωσε να πάει να του πάρει έναν καφέ και να συζητήσει μαζί του. Κάπως έτσι, και μετά από κάποια ραντεβού, σε μία παράξενη, στα όρια της νομιμότητας, κλινική, ο αφηγητής θα υπακούσει τον Γιατρό και θα δεχτεί να υποδυθεί έναν ρόλο, αυτόν του καθηγητή γραμματικής σε ένα μικρό κολέγιο.

Και αφού ο Μπαρθ μας συστήσει τον αφηγητή του, θα τον οδηγήσει στο μικρό αυτό κολέγιο του Γουικόμικο και θα τον αφήσει εκεί στη βαρετή πανεπιστημιακή κοινότητα και στην ακόμα πιο βαρετή ζωή στην επαρχία, θέτοντας έτσι ένα μικρό και πεπερασμένο αριθμό μεταβλητών στην ιστορία του, ώστε με άνεση να μπορέσει να παρατηρήσει από κοντά χαρακτήρες και συνθήκες ζωής. Εκτός του αφηγητή, μεγάλο ενδιαφέρον ως χαρακτήρες παρουσιάζει και ένα ζευγάρι που θα γνωρίσει εκεί, με το οποίο ο αφηγητής θα αναπτύξει κάποιες σχέσεις.

Για τους περισσότερους μελετητές του έργου του Μπαρθ, Το τέλος του δρόμου και η Πλωτή όπερα αποτελούν την εισαγωγή του υπαρξισμού στην Αμερική της δεκαετίας του '50 μέσα από τη λογοτεχνία. Δεν μπορώ με βεβαιότητα να ισχυριστώ πως τα δύο αυτά έργα αποτελούν τα πρώτα δείγματα υπαρξιστικών μυθιστορημάτων, όμως με σιγουριά μπορώ να πω πως απόλαυσα αυτό το βιβλίο με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που απολαμβάνω τα υπαρξιστικά μυθιστορήματα, και επιπρόσθετα είχε ενδιαφέρον η αλλαγή οπτικής γωνίας παρατήρησης λόγω των ερεθισμάτων του Μπαρθ και της αμερικανικής κουλτούρας μέσα στην οποία στήνεται το μυθιστόρημα, δημιουργώντας έτσι δεδομένες διαφορές σε σχέση με το λατινοαμερικάνικο Τούνελ, τον γαλλοαλγερινό  Ξένο ή τον ελβετικό Homo Faber, που για μένα αποτελούν την Αγία Τριάδα του λογοτεχνικού υπαρξισμού, βιβλία στα οποία επιστρέφω ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Εξαιρετικό βιβλίο, σπουδαίος συγγραφέας και οι μηχανές αναζήτησης της Πλωτής όπερας λειτουργούν στο φουλ!

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ο απατεώνας - Javier Cercas




Το βιβλίο αυτό δεν ήθελα να το γράψω. Δεν ήξερα ακριβώς γιατί δεν ήθελα να το γράψω, ή μάλλον ήξερα αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ, ή δεν τολμούσα να το παραδεχτώ· ή δεν τολμούσα να το παραδεχτώ πλήρως. Το γεγονός είναι ότι επί επτά χρόνια και βάλε αρνούμουν να το γράψω. Στο μεταξύ έγραψα δύο άλλα βιβλία, ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν το λησμόνησα ποτέ· απεναντίας, με τον τρόπο μου, ενόσω έγραφα τα δύο εκείνα βιβλία, έγραφα επίσης και τούτο. Ή μπορεί το βιβλίο αυτό να έγραφε, με τον δικό του τρόπο, εμένα.
Τον Μάιο του 2005 ένας ιστορικός θα αποκαλύψει την απάτη του Ενρίκ Μάρκο, ο οποίος ισχυριζόταν πως υπήρξε έγκλειστος σε στρατόπεδο εκτοπισμένων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και πάνω στον ισχυρισμό αυτό έστησε μία ολόκληρη καριέρα θύματος της φρίκης, έγινε πρόεδρος της Ισπανικής Ένωσης Επιζώντων, τιμήθηκε, έδωσε εκατοντάδες συνεντεύξεις στον Τύπο και διαλέξεις σε σχολεία. Και ξαφνικά, μία μέρα, το ψέμα αποκαλύφθηκε, ο ήρωας ήταν απατεώνας.

Ο Θέρκας για χρόνια φλέρταρε με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Μάρκο. Όμως δεν το έπαιρνε απόφαση, γιατί ήξερε πως δεν θα ήταν απλώς ένα βιβλίο για έναν απατεώνα, αλλά πολύ περισσότερα.

Ο απατεώνας, μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, περιστρέφεται γύρω από τον Μάρκο και την έρευνα του Θέρκας σχετικά με τη ζωή του, μία ζωή που βασίστηκε στο ψέμα, μία ζωή που ξεπέρασε τη μυθοπλασία και κέντρισε το ενδιαφέρον ενός συγγραφέα που αρέσκεται να κινείται στα όρια της ρεαλιστικής μυθοπλασίας, και τον ανάγκασε να διαβεί αυτό το λεπτό όριο ανάμεσα στο ντοκουμέντο και τον μύθο, να περάσει ξεκάθαρα στην πλευρά της πραγματικότητας, ώστε ως παρατηρητής αυτή τη φορά να καταγράψει τον επινοημένο σε πραγματικές συνθήκες ζωής μύθο του Μάρκο.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο Θέρκας πραγματοποίησε την έρευνα, αλλά κυρίως γιατί, εμπλέκοντας τον εαυτό του σε αυτή την ιστορία, θα πετύχει να δημιουργήσει την απαραίτητη σύνδεση με τους λόγους για τους οποίους η ιστορία του Μάρκο είναι μία ιστορία που αφορά τον καθένα μας, ξεχωριστά και ως σύνολο, θα μπορέσει να θέσει ευθέως τα ερωτήματα που τον απασχολούν και να αναδείξει τις παράπλευρες διαστάσεις της ιστορίας αυτής. Κάτι το οποίο δεν θα το πετύχαινε αν επέλεγε να ακολουθήσει την πεπατημένη της βιογραφίας.

Το ψέμα έχει απασχολήσει από τις απαρχές της την ανθρώπινη διανόηση, ο Πλάτωνας, ο Νίτσε και ο Καντ, μεταξύ άλλων, έχουν πάρει θέση, αυστηρότερη ή ηπιότερη, απέναντί του, έχουν αποδεχτεί την έννοια του ψέματος για καλό, του αναγκαίου ψεύδους, της καταδικαστέας, ανεξαρτήτως προθέσεων, χρήσης του. Ο Μάρκο κατάφερε να στήσει από την αρχή τη ζωή του, να ζήσει τελικά με τον τρόπο που ήθελε να ζήσει, να πετύχει εκείνα που ήθελε να πετύχει, δρέποντας τους καρπούς ενός επινοημένου παρελθόντος, άσχετα αν στο τέλος, με τα θεμέλια σαθρά, το κατασκεύασμα υποχώρησε, μία ζηλευτή για κάθε συγγραφέα μυθοπλασία, ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης που εφάρμοσε στη ζωή του όσα φαντάστηκε αντί να αποτραβηχτεί στο γραφείο του συμπληρώνοντας λευκές αρχικά κόλλες.
  
Δεν είναι το κάθε θύμα ήρωας, από τον ήρωα απαιτήθηκε να πει κάποια στιγμή ένα Όχι υψηλού κόστους. Ο Μάρκο ανήκε πάντα στην πλειοψηφία του Ναι. Δεν είναι κακό αυτό, ούτε σημαίνει πως το να ανήκει κανείς στη σιωπηλή πλειοψηφία του Ναι τον μετατρέπει αυτόματα σε δοσίλογο, φασίστα, μαυραγορίτη κ.ο.κ. Το κακό είναι αυτή η ισχυρή πλειοψηφία, εκ των υστέρων, να επιχειρήσει να περάσει στην πλευρά των ηρώων, των λίγων εκείνων που ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι στο τέρας. Τα παραδείγματα οικειοποίησης του παρελθόντος ξεπερνούν τα ισπανικά όρια, κάθε χώρα έχει τα δικά της, αλλιώς οι παρεκτροπές δεν θα διαρκούσαν, δεν θα εδραιώνονταν, δεν θα κυριαρχούσαν εις βάρος των λαών. Η ματαιοδοξία και η υστεροβουλία οδηγούν μέρος της τότε σιωπηλής πλειοψηφίας του Ναι στην απόπειρα οικειοποίησης ενός ηρωικού παρελθόντος.

Η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα, η ιστορία του Μάρκο που ξεπερνά τα πλέον ευφάνταστα μυθιστορήματα και ο στοχασμός του Θέρκας, παρότι κάποιες στιγμές μοιάζει εύκολος και κοινότοπος, συνθέτουν ένα σπουδαίο τελικό αποτέλεσμα, φιλόδοξο, όχι μόνο γιατί η ιστορία του Μάρκο ήταν εν πολλοίς γνωστή, αλλά γιατί η ιστορία αυτή δεν αποτελεί παρά το πρώτο στρώμα αυτού του βιβλίου, για το οποίο δεν κρύβω πως αρχικά, και παρά την ιντριγκαδόρικη περίληψη στο οπισθόφυλλο, διατηρούσα αρκετές επιφυλάξεις για το αν με αφορούσε ως αναγνώστη λογοτεχνίας, επιφυλάξεις που εξανεμίστηκαν στο διάβα της ανάγνωσης.

Μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη 
  


Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Φεύγω για διακοπές




Στις φλέβες μου κυλάει τροφή κουνουπιών, έτσι έλεγε. Τα σκυλιά τον γάβγιζαν, τα άλογα σηκώνονταν στα πίσω τους πόδια, τα βατράχια όμως τον πλησίαζαν. Περνούσε ώρες στον ίσκιο της μουριάς, της μουριάς που ποτέ του δεν κλάδευε. Μια μέρα έβγαλε το σημειωματάριό του απ' την τσάντα· έγραψε: Ο φασισμός θεραπεύεται με το διάβασμα και ο ρατσισμός με το ταξίδι, και από κάτω σε μια παρένθεση (Μιγκέλ ντε Ουναμούνο). Έκλεισε το σημειωματάριο και έβαλε τα γέλια.

Το κείμενο που μου έστειλε, ζητώντας τη γνώμη μου, ξεκινούσε ως εξής: Δεν είναι έτσι Μιγκέλ, δεν είναι έτσι πια. Άλλο ο ταξιδιώτης και άλλο ο τουρίστας. Συνέχιζε με αναφορές στον Θορώ και τη λίμνη του, επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη διακοπής ακόμα και από την πλέον αγαπημένη συνήθεια, κατηγορώντας εκείνους που αναμένουν την παύση του άλλου, ώστε να κερδίσουν χώρο -ατομικό καπιταλισμό, τον αποκαλούσε εκείνος. Και συνέχιζε σε ανάλογο ύφος, δεικτικό, απαξιωτικό, εσωστρεφές. Ήταν ένα, ας πω, παράξενο κείμενο, για να μην πω ακατάληπτο. Εγώ, ανάμεσα σε τόσα που είχα σημειώσει, αρκέστηκα να του γράψω: Δεν είναι πολύ όμορφο να ξεκινάει ένα κείμενο με ένα δεν, έτσι πιστεύω δηλαδή, αν όντως θες τη γνώμη μου. Πίστευα πως ένα τέτοιο σχόλιο θα ήταν αρκετό για να τον αναγκάσει να πιάσει το κείμενο πάλι από την αρχή, και πως αν διόρθωνε την αρχή τότε και το υπόλοιπό θα παραδινόταν σε μία σωτήρια ανασύνταξη. Σε καμία περίπτωση δεν περίμενα την απάντηση που αντίκρισα λίγα λεπτά αργότερα: Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από κάποιον που δηλώνει, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, πόσο του αρέσει ο Μπολάνιο. Τράβα καμία φωτογραφία καλύτερα και παράτα με.

Τ' απογεύματα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Μακριά και αργόσυρτα. Ο ίσκιος μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά, ο ήχος των διερχόμενων αυτοκινήτων μειωνόταν στον ίδιο ρυθμό. Η πόλη ήταν χιλιόμετρα πέρα.

Άφησα δύο μέρες να περάσουν, δύο μέρες κατά τις οποίες εκείνος δεν βγήκε στον κήπο. Συνηθισμένος από τα κατά καιρούς και δια ασήμαντη αφορμή ξεσπάσματά του δεν έδωσα σημασία. Για να είμαι ειλικρινής πίστευα, ο αφελής, πως άλλο δεν έκανε από το να γράφει ξανά και ξανά το κείμενο, σκυλιάζοντας να διατηρήσει την αρνητική αρχή, ώστε να μου αποδείξει, μα τι εγωπαθής, πως είχα άδικο.

Την τρίτη μέρα αποφάσισα να του χτυπήσω την πόρτα. Με το πρώτο χτύπημα η πόρτα υποχώρησε. Η πόρτα, την οποία εκείνος κλείδωνε με μανία υποχώρησε με το πρώτο χτύπημα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Επάνω στο γραφείο του, ακατάστατο ως συνήθως, υπήρχε ένα σημείωμα: Δεν σου ζήτησα να με παρατήσεις; Όπως και να 'χει, φεύγω για διακοπές.