Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

Love me tender - Constance Debré

Ήταν καθαρά θέμα διαίσθησης, ένιωθα πως το βιβλίο αυτό θα είναι καλό, δεν είχα ωστόσο κάποιο άλλο στοιχείο στα χέρια μου εκτός από τον τίτλο και το εξώφυλλο. Τόσο ισχυρή ήταν η διαίσθηση αυτή που δεν διάβασα καν το οπισθόφυλλο, επισπεύδοντας ταυτόχρονα την ανάγνωση. Ήταν Κυριακή, νωρίς το πρωί, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό, ήταν Κυριακή, νωρίς το μεσημέρι, όταν το τελείωσα. Μια και έξω, χωρίς ανάσα. Και ήταν ακριβώς αυτό, ένα καλό βιβλίο, μια αιχμηρά συναισθηματική στακάτη αφήγηση, που δεν μπορούσα να διαχειριστώ πλήρως με τη λογική απέναντι στο θυμικό, γεγονός που με ζόρισε ως προς την εικόνα του εαυτού, επιφέροντας διάφορες ρωγμές στη γαματοσύνη, την ώρα που το «σκάσε και άκου» ακουγόταν όλο και πιο συχνά από το βάθος καθώς οι σελίδες περνούσαν. Το Love me tender της Κονστάνς Ντεμπρέ ανήκει ειδολογικά στη νεοσύστατη, μόνο ως προς την ονομασία, κατηγορία της αυτομυθοπλασίας και δη στο κουήρ και φεμινιστικό παρακλάδι της, εστιασμένο πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα της μητρότητας και των κοινωνικών συμβάσεων.

Η ταινία εκείνη που περισσότερο με είχε αναστατώσει κατά την προεφηβική ηλικία ήταν το Κράμερ εναντίον Κράμερ, μια ταινία που ίσως δεν θα έπρεπε να έχω δει σε εκείνη την ηλικία, όταν ακόμα το συναίσθημα ήταν απαλλαγμένο από τη λογική και την τριβή της ζωής. Η σκηνή που το πρώην ζευγάρι στέκεται απέναντι σε απόσταση και στη μέση βρίσκεται το παιδί που δεν ξέρει σε ποιανού το κάλεσμα να υπακούσει μού έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη, ίσως την ταινία να την είδα μόνο μια φορά, αλλά ήταν αρκετή. Το παιδί ως λάφυρο. Θυμήθηκα ξανά την ταινία αυτή με αφορμή τον πρόσφατο νόμο σχετικά με τη συνεπιμέλεια· η πίστη στον εαυτό, σε συνδυασμό με το προνόμιο του φύλου, δεν μου επέτρεπαν να δω τις παγίδες, παρότι πλείστες πηγές με διαβεβαίωναν σχετικά. Και τώρα ήρθε και το βιβλίο αυτό να αναταράξει τα ύδατα αυτά.

Η αφηγήτρια, που ο αναγνώστης έχει κάθε λόγο να ταυτίσει με τη συγγραφέα, ανακοινώνει στον πρώην σύντροφό της πως πια της αρέσουν οι γυναίκες. Λίγο αργότερα θα του ζητήσει επίσημα διαζύγιο. Η έως τότε καλή σχέση τους διαρρηγνύεται, εκείνος στρέφει το παιδί εναντίον της, ενώ κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να μην έρχονται σε επαφή μητέρα και γιος. Το δικαστήριο θα ταχθεί με την πλευρά εκείνου, θα παραγγείλει γνωματεύσεις από ειδικούς, στο ενδιάμεσο μακρό διάστημα εκείνη θα μπορεί να βλέπει το παιδί μόνο παρουσία ψυχολόγου σε ένα ειδικά διαμορφωμένο για τον σκοπό αυτό χώρο. Εκείνη, μετακομίζοντας σε άλλο σπίτι, έχει ήδη αρχίσει να χαράζει μια διαφορετική πορεία ζωής. Εγκαταλείπει τη δικηγορία και τον τρόπο ζωής που τη συνοδεύει, ζει με ελάχιστα χρήματα, φλερτάρει και ερωτεύεται, επισκέπτεται, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, καθημερινά την πισίνα, αποφασίζει να αφοσιωθεί στο γράψιμο, αναζητεί χρόνο ώστε να βλέπει τον άρρωστο πατέρα της που ζει έξω από το Παρίσι, έρχεται αντιμέτωπη με τα επιθετικά σχόλια του περίγυρού της, μετράει φίλους και τους βγάζει λιγότερους.

Η αφήγηση της Κονστάνς διακρίνεται για το νεύρο της. Χωρίς να είναι απαλλαγμένη από αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο διέρχεται την καθημερινότητά της, δεν ζητάει την αποδοχή και δεν επιχειρεί τον προσηλυτισμό των άλλων στις δικές της ιδέες και αποφάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα λειτουργεί και ο ξεκάθαρος συναισθηματικός εξαναγκασμός, που εδώ ωστόσο δεν περιλαμβάνει τη λύπηση, αλλά αντίθετα επανέρχεται διαρκώς για να πυροδοτήσει την αντίδραση. Αυτός ο τσαμπουκάς, αυτό το ζω με τον τρόπο που μου αρέσει, αποτυπώνεται άψογα αφηγηματικά· ο στακάτος ρυθμός, η επιλογή των λέξεων και η κατά μέτωπο πορεία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μέχρι την τελευταία σελίδα αρπάζουν τον αναγνώστη από τον λαιμό, καθώς του υπενθυμίζεται διαρκώς πώς είναι ο κόσμος γύρω του, τα απολιθωμένα αντανακλαστικά της κανονικότητας, τη μαθηματική αντιμετώπιση του συναισθήματος, την άποψη που με ευκολία εκφράζουμε για τη ζωή των άλλων, για το πώς πρέπει να ζουν και πώς να νιώθουν, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στο διαφορετικό, παρότι πολλοί από εμάς διαλαλούν τη δήθεν προοδευτικότητά τους, μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, ακόμα και από την ασφάλεια της απόστασης της θέσης του αναγνώστη. Η Κονστάνς δεν γράφει το βιβλίο αυτό για να προκαλέσει, αν και δεν την απασχολεί αν αυτό συμβεί.

Ωστόσο και παρά τη δυναμική του περιεχομένου, το βιβλίο αυτό δεν θα έστεκε ως κατασκευή αν δεν διέθετε και την απαραίτητη λογοτεχνικότητα, αφού, αργά ή γρήγορα, η αρχική φλόγα θα έσβηνε και θα χανόταν, ένα πυροτέχνημα που για λίγο εντυπωσιάζει χαράσσοντας με φως τον σκοτεινό ουρανό πριν χαθεί και επιστρέψει στο έδαφος ως αποκαΐδι. Αυτό είναι άλλωστε κάτι που αφορά όλη την κατηγορία της αυτομυθοπλασίας. Το περιεχόμενο, όσο πρωτότυπο και συγκλονιστικό και αν είναι, δεν είναι από μόνο του αρκετό ώστε να το τοποθετήσει στο σώμα της λογοτεχνίας. Όπως εν γένει συμβαίνει σε κάθε λογοτεχνική εκδοχή, έτσι και στο υποείδος αυτό υπάρχουν διαβαθμίσεις, καλά και λιγότερο καλά ή ακόμα και κακά βιβλία την αποτελούν και τη διαμορφώνουν. Το βιβλίο της Κονστάνς ανήκει αδιαμφισβήτητα στη λογοτεχνία, τη στιγμή που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό και τη συγχρονία, τοποθετημένο καθώς είναι σε ένα ρεαλιστικό ταμπλό. Η ιστορία δεν εξαντλείται στο κομμάτι της επιδίωξης της μητέρας να έχει επαφή με τον γιο της, αλλά διαπραγματεύεται και άλλα κομμάτια της ζωής, όπως η διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας, η δυνατότητα να ζήσει κανείς εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου, οι εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγηματικού υποκειμένου αλλά και η ίδια η συγγραφή ως πράξη.

Ιδιαίτερης δυναμικής βιβλίο που δεν σου επιτρέπει να εφησυχάσεις απαιτώντας διαρκώς να πάρεις θέση, να απαντήσεις σε πλήθος ερωτημάτων, να διαχειριστείς μια κατάσταση εν πολλοίς ανοίκεια. Το Love me tender είναι ένα βιβλίο το οποίο δεν αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο κοινό, την ώρα που συγγενεύει με το σώμα της γυναικείας και κουήρ λογοτεχνίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ως τις μέρες μας, υπενθυμίζοντας πως οι βεβαιότητες δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες όταν κανείς περνάει το όριο ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Παρότι αρκετές φορές μου έφερε στον νου τον Λουί, το τρομερό παιδί της αυτομυθοπλασίας, παρόλο που ο ίδιος με επιμονή αρνείται την ονομασία αυτή χρησιμοποιώντας τον όρο αυτοβιογραφική, ακριβώς για να θέσει σε πιο στέρεες βάσεις τη σημασία του περιεχομένου ως αλήθεια και να το απομακρύνει το μέγιστο δυνατό από τη μυθοπλασία, αλλά και την Ερνό, κάτοχο, ας μην το ξεχνάμε, του Νόμπελ Λογοτεχνίας, το βιβλίο εν τέλει ένιωσα πως συνομιλούσε μέσα μου με δύο άλλα, προερχόμενα και τα δύο από τη Λατινική Αμερική, το Σκοτώσου αγάπη της Αριάνα Χάρουιτς και τα Άδεια σπίτια της Μπρέντα Ναβάρο.Ένα δυνατό βιβλίο, ξεβολευτικό.

υγ. Για τα βιβλία του Λουί πατήστε εδώ, για της Ερνό εδώ, για το Σκοτώσου αγάπη εδώ και για τα Άδεια σπίτια εδώ.

Μετάφραση Χαρά Σκιαδέλλη
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Το τελευταίο κορίτσι - Γιάννης Ξανθόπουλος

Είχαν προηγηθεί αναγνώσματα υψηλών απαιτήσεων που γύρευαν την αμέριστη προσοχή και τις ιδανικές συνθήκες για να προσφέρουν απόλαυση. Το τελευταίο κορίτσι, το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθόπουλου, είχε από καιρό πάρει τη θέση του στο ράφι με τα προσεχώς προσμένοντας ταπεινά την ευκαιρία του. Εκείνο το πρωινό υποσχόταν μια ανάγνωση χωρίς περισπασμούς, έμοιαζε ιδανικό για μια ανάγνωση μια και έξω και εγώ χρειαζόμουν ένα βιβλίο όπως αυτό. Ήταν η κατάλληλη στιγμή ή τουλάχιστον τέτοια φάνταζε. Ο ορίζοντας προσδοκιών για την επικείμενη ανάγνωση συμπεριλάμβανε μια προσχηματική αστυνομική πλοκή, μια εσάνς road novel, έναν αντιήρωα, στο όριο του αντισυμβατικού, αστυνόμο για πρωταγωνιστή και μια ματιά στη, διαχρονικά ζοφερή, ελληνική επαρχία της δεκαετίας του '80.

Φθινόπωρο 1986. Ο Διονύσης Έξαρχος, που πρόσφατα προάχθηκε σε υπαστυνόμο Α, ζητά και λαμβάνει μια δεκαήμερη άδεια σε μια εποχή που η καθημερινότητα επανακάμπτει από τη θερινή της ραστώνη. Εργένης, χωρίς υποχρεώσεις ταυτισμένες με τα όρια της σχολικής χρονιάς, ονειρεύεται ελεύθερη κατασκήνωση σε ερημικές παραλίες, μια ευκαιρία για ξεκούραση και ησυχία μακριά από το χάος και την παράνοια της επαγγελματικής ρουτίνας. Κατευθύνεται με τη μηχανή του προς τη νότια Πελοπόννησο. Φτάνει στο χωριό Συράγγελο της Μάνης. Ένα σκασμένο λάστιχο αρκεί για να ανατρέψει τα όποια πλάνα και να πυροδοτήσει την πλοκή της ιστορίας αυτής. Χωρίς μηχανή, αναγκάζεται να μείνει για κάποιες μέρες στο άδειο ξενοδοχείο του χωριού. Η ανακάλυψη ενός πτώματος διεγείρει το αστυνομικό του ένστικτο. Δεν πείθεται με την εξήγηση πως πρόκειται για αυτοκτονία. Ζητάει από τον προϊστάμενό του την άδεια να συμμετέχει στην έρευνα. Κάτι του βρωμάει εδώ.

Με μια ασφαλή τριτοπρόσωπη αφήγηση και με γλώσσα απλή, ο Ξανθόπουλος απλώνει την ιστορία αυτή χωρίς να την τεντώνει, μη χάνοντας στιγμή τον έλεγχο και διατηρώντας το σασπένς χωρίς υπερβολικές ανατροπές, υπακούοντας στους κανόνες που το ίδιο το είδος απαιτεί. Συμπληρώνει με υπομονή τα κομμάτια του παζλ, με τη σιγουριά κάποιου που γνωρίζει πως έχει μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, χωρίς να γυρεύει τον στείρο εντυπωσιασμό, εκείνον τον εξυπνακίστικο που θα ενοχλούσε τον αναγνώστη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα καλογραμμένο κλασικότροπο αστυνομικό «ποιος το έκανε» μυθιστόρημα, που, χρησιμοποιώντας ως αφορμή μια σειρά εγκλημάτων, στρέφει το βλέμμα στην τοπική κοινωνία, επισημαίνοντας τις ιδιαιτερότητές της, χωρίς ωστόσο να παρεκκλίνει από τον δρόμο της αστυνομικής πλοκής, χωρίς να δελεάζεται, θέλω να πω, από σειρήνες ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές. Χτίζει έναν στέρεο και πειστικό κεντρικό χαρακτήρα, που διαθέτει μια παράδοξη γοητεία, απόρροια της ηθικής στάσης του απέναντι στα πράγματα, χρησιμοποιεί με σύνεση τη στερεοτυπία στη σύνθεση των δευτερευόντων προσώπων, γνωρίζοντας τη σημασία τους για τη συνολική κατασκευή, δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για να αναδυθεί αβίαστα η Σοφία, η κόρη του δολοφονημένου άντρα, που ζει εγκλωβισμένη σε ένα χωριό ανδρικής κυριαρχίας που ολοένα και φυλλορροεί. 

Άκρως λειτουργικός και έξυπνος είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας, δια μέσου ενός παντογνώστη αφηγητή, εισάγει τον Έξαρχο στην τοπική κοινωνία και παρεπόμενα στην πλοκή, εκμεταλλευόμενος πλήρως την επαγγελματική του ταυτότητα, που εγείρει αντιφατικά συναισθήματα, τόσο από την πλευρά του ήρωα και των ντόπιων, όσο και από την πλευρά του αναγνώστη. Η ομαλή αυτή ένταξη επιτρέπει τη δημιουργία βεβαιοτήτων και υποθέσεων σχετικά με την ταυτότητα του δολοφόνου, γεγονός απαραίτητο για την ανάγνωση. Ο Ξανθόπουλος εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του τόπου και κυρίως τη σκιά που το φυσικό κάλλος κατά τους ζεστούς μήνες της τουριστικής περιόδου δημιουργεί, όταν και οι τελευταίοι επισκέπτες αποχωρούν και ο χειμώνας στρώνει το χαλί της ασφυκτικής τοπικής κοινωνίας, με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της, όσα ο περαστικός ταξιδιώτης αδυνατεί να διακρίνει, ωραιοποιώντας τη ζωή στο χωριό, παρότι δεν του είναι ανοίκεια όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτά στο πλευρό του Έξαρχου. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτή, κάθε άλλο μάλιστα. Ο τόπος και οι ιδιαιτερότητές του προσφέρουν επιπλέον εμβαδό συμμετοχής για τον Έλληνα αναγνώστη, κάτι που λειτουργεί καθοριστικά στην αναγνωστική πρόσληψη σ' ένα είδος που εν πολλοίς έχει ταυτιστεί με μέρη μακρινά και ελάχιστα οικεία, με καθοριστική συμμετοχή στην πλοκή. Ο συγγραφέας εδώ δεν ποντάρει στον εξωτισμό αλλά στην εγγύτητα του σκηνικού. Ο Ξανθόπουλος δεν υποκύπτει στη σαγήνη της υπερβολής εις βάρος της αληθοφάνειας και του ρεαλισμού, γεγονός που ωστόσο εγείρει διαφορετικού τύπου πραγματολογικές απαιτήσεις, στις οποίες ο συγγραφέας ανταποκρίνεται επιτυχώς. Καθοριστικό κατασκευαστικά αποδεικνύεται επίσης και το γεγονός πως ο συγγραφέας μοιάζει να γνωρίζει ήδη από την αρχή της αφήγησης το πώς αυτή θα ολοκληρωθεί, πού θα μπει η λέξη τέλος, χωρίς να αρκείται στη διαλεύκανση της υπόθεσης, υπενθυμίζοντας πως το αστυνομικό σκέλος υπήρξε εξ αρχής η αφορμή.

Το τελευταίο κορίτσι είναι ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαθέτει αρκετές από τις αρετές του είδους καταφέρνοντας παράλληλα να ξεπεράσει με σχετική ευκολία αρκετούς από τους περιορισμούς και τις δυσκολίες του. Προσδοκίες υπερκαλυμμένες.

Εκδόσεις Τόπος

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Πιάσε το λαγό - Lana Bastašić

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν απ' την αρχή. Έχεις κάποιον και μετά δεν τον έχεις. Κι αυτή θα ήταν, πάνω κάτω, όλη η ιστορία. Μόνο που εσύ θα έλεγες πως δεν μπορείς να έχεις κάποιον. Ή μήπως αντί για εσύ θα ήταν καλύτερα να έλεγα εκείνη; Ίσως αυτό να ήταν πιο εύστοχο· θα σου άρεσε, νομίζω. Να είσαι εκείνη σε κάποιο βιβλίο. Εντάξει λοιπόν.

Η Σάρα ζει στο Δουβλίνο τα τελευταία χρόνια. Συγκατοικεί με τον σύντροφό της στο σπίτι που αυτός έμενε όταν γνωρίστηκαν, η ζωή έχει λάβει έναν χαρακτήρα σταθερότητας, η Σάρα μοιάζει ικανοποιημένη εντός αυτού του πλαισίου. Ένα τηλεφώνημα αρκεί ωστόσο για να αναταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητας. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται η φωνή της Λέιλα. Δώδεκα χρόνια έχουν να μιλήσουν εκείνες που κάποτε, μέχρι το πρώτο έτος της σχολής, ήταν φίλες κολλητές, ωστόσο η Σάρα διόλου δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αυτή τη φωνή από το παρελθόν. Της ζητάει να πάρει το αεροπλάνο και να πάει στη Βοσνία και από εκεί οι δυο τους οδικώς στη Βιέννη εκεί που η Λέιλα ισχυρίζεται πως εντόπισε τον αδερφό της μετά από χρόνια εξαφάνισης. Η Σάρα θα αναστατωθεί, θα πει ψέματα στον σύντροφό της σχετικά με τον σκοπό του ξαφνικού αυτού ταξιδιού. Αγοράζει ένα αεροπορικό εισιτήριο, πανάκριβο, της τελευταίας στιγμής. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, μετά από χρόνια, βρίσκεται πίσω στη χώρα που συνειδητά εγκατέλειψε.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την ξεκάθαρη απεύθυνση γίνεται εκ των υστέρων, όταν το ταξίδι αυτό ανήκει πια στο παρελθόν, ξεκινάει ωστόσο από τη μέρα που οι δυο τους μίλησαν στο τηλέφωνο, εκείνο είναι το σημείο μηδέν, το γεγονός που πυροδότησε την πλοκή. Το μυθιστόρημα της Λάνα Μπάστασιτς θα λέγαμε πως ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του road novel καθώς μεγάλο μέρος της αφήγησης λαμβάνει χώρα σε κάποιο μέσο μεταφοράς, πρώτα είναι το αεροπλάνο και ύστερα το αυτοκίνητο στον δρόμο για τη Βιέννη, ενώ και το ίδιο το τοπίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Για τη Σάρα, αυτή είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, μια αναμέτρηση με όσα, ευκολότερα ή δυσκολότερα, άφησε πίσω της, τη χώρα, τη γλώσσα, την οικογένειά της, τη Λέιλα. Η Μπάστασιτς σπάει στα δύο την αφήγηση, κάθε ένα από τα δώδεκα αριθμημένα κεφάλαια, πλην του τελευταίου, χωρίζεται στα δύο, το ένα αφηγείται την ιστορία στο αφηγηματικό παρόν, το ταξίδι των δυο τους μέχρι τη Βιέννη, το άλλο, χωμένο ανάμεσα σε αγκύλες, το παρελθόν, όλα εκείνα που οδήγησαν στη ρήξη των δύο, αποτελώντας πρακτικά μια εγκιβωτισμένη ιστορία ενηλικίωσης στο κυρίως σώμα της αφήγησης. Οι παράλληλες αφηγήσεις λειτουργούν συμπληρωματικά όχι μόνο για τον αναγνώστη, που με τον τρόπο αυτό τοποθετεί τα κομμάτια του παζλ που λείπουν, αλλά και για την ίδια την αφηγήτρια που πραγματοποιεί έναν ιδιότυπο έλεγχο στατικότητας σε όσα θεωρούσε ακλόνητες βεβαιότητες και μετά το ταξίδι ταρακουνήθηκαν αρκετά.

Η αφήγηση γίνεται με σκοπό να γίνει βιβλίο, η πρόθεση αυτή επανέρχεται συχνά πυκνά στην αφήγηση, η Σάρα κάνει αρκετές φορές σχόλια επί της συγγραφικής διαδικασίας, συγκρίνει τον ρεαλισμό με τις πιθανές μυθοπλαστικές δυνατότητες καλλωπισμού του, τις αλλαγές που θα μπορούσε να κάνει για να δώσει διαφορετικό χρώμα και ύφος στην ιστορία αυτή. Τα βάζει με τον εαυτό της, δεν υπήρξε καλή παρατηρήτρια, δεν κράτησε τις σωστές σημειώσεις, με αποτέλεσμα η εικόνα να μην είναι πλήρης. Λεπτομέρειες που θα της πρόσφεραν απάγκιο από τους ισχυρούς ανέμους του συναισθήματος που έπνεαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ταυτόχρονα, έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που συνομιλεί ενδοκειμενικά με τη Λέιλα, σ' έναν υποθετικό διάλογο που λαμβάνει χώρα στο μυαλό της Σάρα και αποτυπώνεται στο χαρτί και περιλαμβάνει μέρος από εκείνα που δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε να της πει ευθέως. Όμως, εκείνο που την καίει είναι η πραγματικότητα, όσα τουλάχιστον εκείνη νόμιζε ως πραγματικότητα, και οι προσδοκίες που με βάση αυτή οικοδόμησε, για εκείνη η συγγραφή είναι ένα μονοπάτι επαναβάδισης του παρελθόντος, κατανόησης και ίασης. Και είναι αυτό το έντονο συναίσθημα που διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος εκείνο που αιτιολογεί την ίδια τη συγγραφή, εκείνο που δίνει μορφή στην ανάγκη της Σάρα, εκείνο που προσδίδει την απαραίτητη ένταση στο μυθιστόρημα αυτό.

Η επανασύνδεση της Σάρα με τη Λέιλα, η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο αλλά και σε εκείνον της παιδικής ηλικίας, επιτρέπει στη Μπάσασιτς να γράψει ένα βιβλίο και για τη χώρα της, την τραυματισμένη από χρόνια διαμάχη χώρα της, που είδε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να την εγκαταλείπει την ώρα που προσπαθεί να βρει τη νέα θέση της στον χάρτη. Ένα βιβλίο με τη ματιά κάποιου που για χρόνια έλειπε, γεγονός που του προσφέρει το αβαντάζ να μπορεί να δει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας, αλλαγές που σε επίπεδο καθημερινής τριβής ίσως και να μην είναι τόσο ορατές ή να μη μοιάζουν τόσο τεράστιες. Και αυτό προσδίδει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή, προσθέτοντας χαρακτηριστικά εθνικής λογοτεχνίας στο Πιάσε το λαγό, επιτρέποντάς του να λειτουργήσει σε περισσότερα επίπεδα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται η Μπάστασιτς αυτή την πτυχή της ιστορίας γίνεται με τρόπο που υπηρετεί την κεντρική ιστορία και γίνεται οργανικό μέρος της, χωρίς να ρίχνει βαριά τη σκιά, χωρίς το μυθιστόρημα να χάνει την πορεία του σε μονοπάτια εξωτισμού ή τουριστικού οδηγού. Χρηστικός είναι και ο τρόπος διαχείρισης, από κατασκευαστικής αλλά και αφηγηματικής πλευράς, των διαφόρων μικροευρημάτων και κυρίως εκείνων που σχετίζονται με τα επεισόδια που διάφορα ζώα πρωταγωνιστούν, μικροευρήματα που τελικά επιτρέπουν στη συγγραφέα να ολοκληρώσει της ιστορία αυτή χωρίς να μένει μετέωρη.

Το Πιάσε το λαγό μου θύμισε ένα άλλο ωραίο βιβλίο για την αναβίωση μιας χαμένης φιλίας που διάβασα σχετικά πρόσφατα. Πρόκειται για το Μια φιλία της Σίλβια Αβαλόνε. Μου θύμισε επίσης ένα βιβλίο που, εδώ και καιρό, βρίσκεται στη στοίβα με τα προσεχώς, την Καταγωγή του Σάσα Στάνισιτς. Το μυθιστόρημα της Μπάστασιτς είναι ένα ωραίο βιβλίο που διαχειρίζεται με συνέπεια τόσο το συναίσθημα όσο και τον καμβά της συγχρονίας, προσφέροντας αναγνωστική απόλαυση, χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές εκπτώσεις, ένα μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται στις διαφαινόμενες συγγραφικές φιλοδοξίες, αρκετά οικείο στον Έλληνα αναγνώστη —και— λόγω της βαλκανικής του πραγματικότητας.

υγ. Για το βιβλίο της Αβαλόνε, Μια φιλία, περισσότερα βρίσκετε εδώ.

Μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής - Jean-Patrick Manchette

Αν επιχειρούσαμε να ανεβούμε στην κορυφή της λίστας με τις στερεοτυπίες που ένας αναγνώστης ακούει συχνά-πυκνά, θα βρίσκαμε, μάλλον, την ερώτηση: υπάρχει, αλήθεια, κάποιο βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει; Αχ, και να ήταν μόνο ένα ή έστω μόνο όσα εκδόθηκαν μόλις πρόσφατα, απαντάει εκείνος ο αναγνώστης κάπως ειρωνικά λυπημένος, νιώθοντας ακόμα λίγο πιο μόνος. Ενίοτε, γυρεύοντας πίστη στον άνθρωπο, προσπαθεί να φέρει το ζήτημα στις αληθινές του διαστάσεις, λέγοντας κάτι, για εκείνον, αυτονόητο: όσα βιβλία διαβάζει κανείς τόσα περισσότερα συνειδητοποιεί πως δεν έχει διαβάσει και απεγνωσμένα θέλει κάποια στιγμή να το κάνει. Όχι πως θα γίνει κατανοητός, αλλά τουλάχιστον θα έχει προσπαθήσει και δεν είναι πάντοτε εύκολο αυτό, βασικά, συνήθως δεν είναι. Ο μισανθρωπισμός είναι μια αγιάτρευτη πληγή έτσι και αρχίσει να αιμορραγεί, αν θέλουμε να είμαστε κάπως ειλικρινείς, πρέπει να το παραδεχτούμε.

Σε συνέχεια της διάθεσης για ειλικρίνεια, οφείλω να παραδεχτώ πως, ως ευρύτερο είδος, η αστυνομική λογοτεχνία δεν αποτελεί για μένα προτεραιότητα κάλυψης κενών, όπως συμβαίνει με άλλα είδη, ίσως γιατί δεν με ξεκουράζει με τρόπο που να της επιτρέπει να επωφελείται από χαραμάδες σε πιο απαιτητικές αναγνωστικά περιόδους. Μανσέτ δεν είχα διαβάσει. Το θέτω έτσι ευθέως για να βρει και να χτυπήσει, ελπίζοντας να σπάσει, τον τοίχο του: καλά, πώς γίνεται να μην έχεις διαβάσει τον/τη/το Χ; Ναι, γίνεται και είναι οκ. Νεο-πολάρ, όμως, είχα διαβάσει και δεν είχα ενθουσιαστεί παρότι είχα περάσει ωραία και είχα εκτιμήσει ιδιαιτέρως το νεύρο στη γραφή.

Αυτά ήταν τα δεδομένα μέχρι που μια –ακόμα– συγκυρία άνοιξε έναν –ακόμα– δρόμο. Σχετικά πρόσφατα, ο Μάκης Μαλαφέκας παρουσίαζε το βιβλίο του, Δε λες κουβέντα, σε μια λέσχη ανάγνωσης. Κάπου ανάμεσα στα τόσα που ειπώθηκαν εκείνο το βράδυ, ο συγγραφέας έκανε αναφορά στην εναρκτήρια πρόταση του πασίγνωστου –ως τίτλο– μυθιστορήματος, Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής: «Και συνέβαινε καμιά φορά αυτό που συμβαίνει τώρα: ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με τ' αμάξι του στον εξωτερικό περιφερειακό». Λίγες μέρες μετά, χάζευα κάτι ντάνες με μεταχειρισμένα βιβλία, εκεί που όλα μπορεί να συμβούν. Το είδα μπροστά μου. Και να 'μαστε τώρα εδώ.

Ένιωθα, με την απαραίτητη έπαρση, πως ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Προσδοκίες και ενστάσεις κιόλας παρούσες στη φαρέτρα, έτοιμες για χρήση, πριν καν φτάσω στη βιβλιοθήκη και τραβήξω έξω το βιβλίο. Ζητούσα ένα διάλειμμα από ένα απαιτητικό, κλασικό βιβλίο, ήταν αργά το απόγευμα και το σκοτάδι είχε κιόλας πέσει, οι περιστάσεις έμοιαζαν να υπόσχονται μια βραδιά κατάλληλη για μία ανάγνωση μια και έξω, το μέγεθος και η ευκολία ήταν τα βασικά κριτήρια επιλογής, η απουσία ιδιαιτέρων προσδοκιών επίσης, κάποιος άλλος, θέλω να πω, θα έβαζε απλώς να δει μια τηλεοπτική σειρά. Πέντε, ίσως και λιγότερες, σελίδες ήταν αρκετές για να αναφωνήσω: καλέ, τι βιβλίο είναι αυτό!

Πρωταγωνιστής τής –κάποιες στιγμές παράδοξης– ιστορίας είναι ο Ζωρζ Ζερφώ. Είναι ένας τύπος σκοτεινός, για τον οποίο λίγα πράγματα μαθαίνουμε πραγματικά, για τις προθέσεις και τις φιλοδοξίες του επίσης, πέρα από το γεγονός πως είναι με τον τρόπο του αδίστακτος, πως είναι μπλεγμένος σε διάφορες –επίσης σκοτεινές– ιστορίες, ακόμα και το επάγγελμα που ασκεί δεν ξεκαθαρίζεται επακριβώς, μάλιστα πρόσφατα έκανε μια δουλειά για την οποία έλαβε ένα μεγάλο ποσό ως ανταμοιβή, και απ' όλες αυτές τις ύποπτα θολές ασχολίες του μοιάζει να βγαίνει αλώβητος ώσπου απλώς στέκεται άτυχος και εμπλέκεται σε μια ιστορία τρίτων, ένα συμβόλαιο θανάτου και το πείσμα που συχνά κατακλύζει τους κακούς, πείσμα για το οποίο συχνά πληρώνουν υψηλό τίμημα.

Η πρόζα του Μανσέτ είναι εκείνη που κατακλύζει από άκρη σε άκρη το μυθιστόρημα, η ίδια η ιστορία αυτόνομη στέκει μάλλον αδύναμη, με αρκετά χαλαρές και μη πειστικές συνδέσεις μεταξύ των επεισοδίων που την αποτελούν, είναι, ωστόσο, απλώς η αφορμή, το αναγκαίο περιεχόμενο, αφού εδώ είναι ο ρυθμός της αφήγησης εκείνος που καθιστά το έργο αυτό υποδειγματικό ύφους και δικαιολογεί την ανάγκη ύπαρξης και ονομασίας ενός ακόμα υποείδους της αστυνομικής λογοτεχνίας, που να διαχωρίζει βιβλία όπως αυτό από το κυρίως σώμα. Η φωνή του παντογνώστη, πλην όμως εντελώς αποστασιοποιημένου και χωρίς κανένα συναίσθημα για τα πρόσωπα της πλοκής, αφηγητή στοιχειώνει το μυαλό του αναγνώστη, εντείνει την αντίστιξη ανάμεσα στην αφήγηση και το περιεχόμενο της δράσης, με έναν τρόπο που μόνο λίγοι συγγραφείς μπορούν και επιλέγουν να κάνουν. Κοφτό, στακάτο αλλά και μελωδικό, όπως η τζαζ που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του μυθιστορήματος αυτού, Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από εθιστικό ανάγνωσμα, ενώ ισοπέδωσε και οποιαδήποτε προσδοκία και ένσταση έφερα ως αποσκευή, αφήνοντάς με με το στόμα ανοιχτό να παραδέχομαι μια συντριπτική αλλά πάντοτε καλοδεχούμενη ήττα. Και, κάπως έτσι, ακόμα υπό την επήρεια του αναγνωστικού σοκ, να και η βιβλιογραφία του Μανσέτ ανάμεσα στα βιβλία που ελπίζω κάποια στιγμή να διαβάσω.

Ο Μανσέτ προσθέτει το όνομά του ανάμεσα στους σημαντικούς της λογοτεχνίας, ανάμεσα σε εκείνους που παγίωσαν κάτι που αιωρείτο ασαφώς στην ατμόσφαιρα της εποχής και ζητούσε, απαιτούσε για την ακρίβεια, να γίνει λέξεις.

υγ. Για το Δε λες κουβέντα, περισσότερα εδώ.
 
Μετάφραση Θοδωρής Τσαπακίδης
Εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Για τον Αντρέι Ταρκόφσκι

Το Σμιλεύοντας τον χρόνο είναι ένα από εκείνα τα λίγα και εκλεκτά βιβλία στα οποία επανέρχομαι συχνά πυκνά, όχι συνήθως για μια γραμμική ανάγνωση, αλλά για ένα τσιμπολόγημα, πότε τυχαίο και πότε μαρκαρισμένο από διάφορα σημάδια, ιδιαίτερα όταν η ματαιότητα και οι δυσκολίες της καθημερινότητας νιώθω να με κυκλώνουν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι, αυτό όμως το θεωρώ πιο αναμενόμενο εξαιτίας της βασικής καλλιτεχνικής του ιδιότητας ως σκηνοθέτη. Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία με άξονα περιστροφής τον σπουδαίο αυτόν δημιουργό: Ο Χριστός στα χιόνια, Εφτά νύχτες στον κόσμο τού Αντρέι Ταρκόφσκι (Παντελής Μπουκάλας, εκδόσεις Άγρα) και Ο κόσμος της αποκάλυψης, Δύο συναντήσεις στο Λονδίνο (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος, εκδόσεις Κοβάλτιο).

Ο Παντελής Μπουκάλας, γνωστός για την οξυδέρκεια της παρατήρησης επί ποικίλων πραγμάτων και ικανότατος ως προς την αφηγηματική αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων που η παρατήρησή του γεννάει, επιχειρεί κάτι φαινομενικά παράτολμο, στα μάτια μου ωστόσο οικείο, δοκιμάζοντας μια άκρως προσωπική και υποκειμενική προσέγγιση της φιλμογραφίας του Ταρκόφσκι. Είναι πάμπολλα τα εγχειρίδια γύρω από το έργο του Ρώσου δημιουργού, οι ταινίες του διδάσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ως αναπόσπαστο μέρος του κινηματογραφικού κανόνα, πλήθος από απόπειρες αποκωδικοποίησης της ποιητικής του έχουν επιχειρηθεί. Το βιβλίο αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν ακόμα τίτλο σε κάποια βιβλιοθήκη και αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί να το καταστήσει πλήρως ξεκάθαρο με το επιμύθιο που συμπληρώνει την έκδοση, επιμύθιο που ξεκινά ως εξής: «Ο Αντρέι Ταρκόφσκι με παίδευε πάντα»· λιτά και με ειλικρίνεια, θέτοντας εξ αρχής τα άνισα μεγέθη της εξίσωσης αυτής.

Η ειλικρίνεια διέπει από άκρη σε άκρη το ολιγοσέλιδο αυτό πόνημα παίρνοντας τη μορφή μιας ποιητικής σύνθεσης αρνούμενης να υποδυθεί το κινηματογραφικό δοκίμιο, κάτι το οποίο με βεβαιότητα γνωρίζουμε πως ο Μπουκάλας θα μπορούσε επίσης να φέρει εις επιτυχές πέρας. Όμως τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει αυτό. Στην απόπειρα αυτή, με κίνδυνο λάθους, διακρίνω μια ιδέα που λειτουργεί συνεκτικά στην ιδιότυπα ποιητική αυτή προσέγγιση, την ιδέα πως μάλλον δεν υπάρχει αντικειμενικός και μονής κατεύθυνσης ευθύς δρόμος για την προσέγγιση του έργου του Ταρκόφσκι, κάτι το οποίο συμβάλλει καίρια στην ευρύτερη θέση του έργου του στην πολιτισμική κληρονομιά. Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς τις τεχνικές όψεις του έργου, τότε μένει μια άβυσσος υποκειμενικών ερμηνειών που εν πολλοίς στοιχειοθετούν τον μεταφυσικό χαρακτήρα του κινηματογράφου του Ταρκόφσκι. Άλλωστε, έργα όπως αυτές οι επτά ταινίες που ο δημιουργός άφησε κληρονομιά, αφού πρώτα χώρισαν στα δύο το κοινό, σ' εκείνο που αναγνώρισε την αξία τους και σε εκείνο, το σαφώς μεγαλύτερο, που αρνήθηκε να αναμετρηθεί με κίνδυνο να ξεβολευτεί, γέννησαν τόσες οδούς προσέγγισης και ερμηνείας όσες, θαρρείς, και οι θεατές της πρώτης κατηγορίας.

Είναι, θεωρώ, ίδιον της τέχνης γενικότερα, αλλά κυρίως αυτής που ονομάζουμε, ελλείψει άλλου επιθέτου, υψηλή, να προσεγγίζεται, ίσως υποσυνείδητα, ως ένα προσωπικό μήνυμα κάποιου που δεν μας γνώρισε ποτέ και ωστόσο δημιούργησε έχοντάς εμάς κατά νου, τέχνη που αναδεικνύει μια λαχταριστή συγγένεια μεταξύ δημιουργού και δέκτη. Μια βεβαιότητα, παρότι κίβδηλη, που καθιστά την τέχνη απαραίτητη. Άλλωστε, και αυτή η χιλιοχρησιμοποιημένη λέξη οικουμενικότητα, τι άλλο ορίζει παρά τον τρόπο μας να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, λειτουργώντας ως επιβεβαίωση της πορείας πλεύσης που αργά ή γρήγορα επιλέξαμε, συνειδητά ή μη, να ακολουθήσουμε, το καθησυχαστικό της χτύπημα στον ώμο: υπάρχουν και άλλοι σαν εσένα στον κόσμο. Βέβαια, –ευτυχώς– τα πράγματα δεν γίνονται με αυτή τη σειρά, αφού, παρότι η μη στείρα στρατευμένη τέχνη δεν έχει ως αυτοσκοπό την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης ερμηνείας και θεώρησης του κόσμου, συντελεί ωστόσο καθοριστικά προς αυτό με έναν τρόπο φαινομενικά οξύμωρο, αλλά βαθιά φιλοσοφικό, που αντιμάχεται τις απλές βεβαιότητες και δοκιμάζει να τιθασεύσει, έστω πρόσκαιρα, τον τρόμο και το βάρος της ύπαρξης. Έργα τέχνης όπως αυτά απλώς ανασύρουν από το βάθος σκέψεις και στάσεις που ξάφνου ενδύονται τον μανδύα του οικείου. Κάποιος, ο Ταρκόφσκι στην προκειμένη περίπτωση, κάνει εικόνες τις μύχιες και κωδικοποιημένες σκέψεις και συναισθήματα, την αγωνία κυρίως.

Ο Μπουκάλας παράγει έργο με αφορμή το έργο του Ταρκόφσκι, τα κείμενα του βιβλίου αυτού, θέλω να πω, δεν εγκλωβίζονται στα συχνά στενά όρια της απόπειρας για ερμηνεία, αλλά διαθέτουν ξεκάθαρη και αυτόνομη λογοτεχνική αξία, πετυχαίνοντας να δοκιμάσουν μια άκρως υποκειμενική και γι' αυτό ποιητική προσέγγιση, υπενθυμίζοντας πως η θέαση, όπως και η ανάγνωση δεν είναι παθητικές καταστάσεις ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι τέτοιες.

Ο κόσμος της αποκάλυψης λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς το Ο Χριστός στα χιόνια. Αποτελείται από δύο ομιλίες του σκηνοθέτη στο Λονδίνο, τις οποίες ακολούθησε διάλογος με το κοινό. Ο Ταρκόφσκι δεν άφησε πίσω του πλήθος από συνεντεύξεις και ομιλίες, κάτι το οποίο θα ήταν ατυχές να το ερμηνεύσουμε μόνο με βάση την εποχή εκείνη και να μη λάβουμε υπόψη μας πως λειτουργεί ως καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας του δημιουργού. Όταν ένας δημιουργός αυτού το διαμετρήματος παίρνει τον λόγο, καλό είναι να σωπαίνουμε και να κρατάμε σημειώσεις όπως και στις ταινίες του. Ο λόγος του, συγκροτημένος και χωρίς έπαρση, με έντονη τη νοσταλγία και την αγωνία για τα ανθρώπινα, έρχεται να λειτουργήσει ως έναν βαθμό συμπληρωματικά στη φιλμογραφία του. Η ανοικειότητα που ευκρινώς διαφαίνεται, το άβολο συναίσθημα του να μιλάει και όχι να κινηματογραφεί ή να γράφει κατά μόνας, αποτελεί το κυρίαρχο συστατικό στις δύο αυτές ομιλίες. Ο προβληματισμός του σχετικά με την πορεία του κινηματογράφου ως μέσου διασκέδασης και όχι ψυχαγωγίας, επίσης.

Αναμενόμενα, πολλές από τις ερωτήσεις που ακολούθησαν είχαν ως επίκεντρο την ερμηνευτική προσέγγιση των ταινιών του, το γιατί πήρε τη μία ή την άλλη απόφαση σε ένα πλάνο ή κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Εδώ αναδεικνύεται η έλλειψη λογικής γνώσης σχετικά με την παραγωγή τέχνης. Μιλώντας για τον Καθρέπτη, ο Ταρκόφσκι θα πει πως το τελικό μοντάζ δεν ήταν μια απόφαση που μπορεί να υποστηρίξει με βάση τη γνώση, τη θεωρία ή ακόμα και τη λογική, αλλά το μόνο που έχει να καταθέσει είναι πως μετά από διάφορες απόπειρες συρραφής των πλάνων, στην εικοστή απόπειρα, ένιωσε πως αυτή αποτύπωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συστατικά που την αποτελούσαν, το σκηνοθετικό όραμα ως ένα ανήμερο και αόρατο θηρίο που ζητά να λάβει χωρίς να διευκρινίζει ή να διευκολύνει. Τα γραπτά του Ταρκόφσκι λειτουργούν και ως ιδιότυπα δοκίμια που απευθύνονται σε κάθε έναν που επιχειρεί να παράξει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, καίτοι γραμμένα για να λειτουργήσουν ως δεκανίκι κατανόησης του ίδιου απέναντι στη δημιουργία αλλά και την ίδια τη ζωή. Ιδιαίτερα σε μια μετέπειτα εποχή, όπως η σημερινή, που η αιτιοκρατία επιχειρεί να κυριαρχήσει στο σύνολο της ύπαρξης, που κάθε καλλιτεχνικό βήμα οφείλει να διαθέτει ένα πλήρες εγχειρίδιο πλοήγησης προς υποστήριξή του, που και η έμπνευση ή η ανάγκη για δημιουργία έχουν πλήρως υποταχθεί στο γελοιότερο των ερωτημάτων, που απαιτεί μια συγκεκριμένη και μονοδιάστατη καθολική απάντηση: τι θέλει να πει ο ποιητής;

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Όλες μας - Λύο Καλοβυρνάς

Πιάνοντας στα χέρια μου το Όλες μας, το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του Λύο Καλοβυρνά, είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια, οι προσδοκίες. Από την άλλη, οι επιφυλάξεις. Δεν είναι σπάνια αυτή η κατάσταση εισόδου σ' ένα βιβλίο, πάντοτε κάτι θα με καλεί και κάτι θα με αποθαρρύνει, η διερεύνηση συμβάλλει τα μέγιστα στη γέννηση της επιθυμίας ανάγνωσης. Εδώ όμως τα πράγματα ήταν κάπως πιο σύνθετα. Και αν οι προσδοκίες μου είχαν, ως συνήθως, να κάνουν με τη, μάλλον αυθαίρετη, σκιαγράφηση ενός ορίζοντα προσδοκιών, μέρος του οποίου απαρτιζόταν από τη λαχτάρα μου να εντοπίζω καλή ελληνική λογοτεχνία και δη με στοιχεία συγχρονίας, οι ισχυρές επιφυλάξεις μου είχαν να κάνουν με την «εκμετάλλευση» της επίκαιρης αντιμετώπισης της πραγματικότητας, τη στιγμή που οι γυναικοκτονίες πληθαίνουν. Φοβόμουν μια στρατευμένη χρήση της ζοφερής αυτής κατάστασης σε βάρος της λογοτεχνίας, την υποψία επιλογής ενός θέματος πιασάρικου σύμφωνου με τα θέλω της αγοράς, την ίδια στιγμή που ήλπιζα στην ανάδειξη μιας ελάχιστα φωτισμένης πλευράς της καθημερινότητας. Αναγνωστική ελπίδα και επιφύλαξη, ταυτόχρονα.

Ένα οικογενειακό δράμα. Η οικογένεια Δέντε, η χήρα μητέρα και οι τρεις κόρες. Η Σία, η μεγάλη, στο κατώφλι των σαράντα, η Νίκη και η Κατερίνα ακολουθούν με διαφορά τριών ετών η μία από την άλλη. Κάθε μια από τις τέσσερις ζει μόνη της, σπάνια βρίσκονται έτσι όπως παλεύουν με τη δύσκολη εξίσωση της καθημερινότητας, βέβαια, αν είχαν την ανάγκη θα τα κατάφερναν ίσως καλύτερα και αυτό είναι κάτι που όσο και αν το αρνούνται το γνωρίζουν καλά. Το γεγονός που πυροδοτεί την πλοκή είναι το αυτοκινητικό ατύχημα της Κατερίνας που τη ρίχνει σε κώμα. Στο νοσοκομείο θα βρεθούν οι δύο αδερφές, στη μητέρα θα το πουν αργότερα, όταν θα έχουν περισσότερα στοιχεία στα χέρια τους, να μην την αναστατώσουν άδικα. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου θα εμφανιστούν και οι δύο αδερφές της μητέρας, με τις οποίες εκείνη δεν διέθετε καλές σχέσεις. Το ατύχημα της Κατερίνας θα λειτουργήσει συνεκτικά σε συναισθηματικό επίπεδο για τις πέντε γυναίκες, έτσι όπως εναλλάσσονται στις βάρδιες στο πλευρό της, όχι άμεσα αλλά εν καιρώ, τη στιγμή που διάφορα σκοτεινά σημεία του παρελθόντος επανέρχονται στο προσκήνιο. Περισσότερα στοιχεία επί της πλοκής δύνανται να λειτουργήσουν ως σπόιλερ, οπότε και θα παραλειφθούν.

Στο Όλες μας, ο Λύο Καλοβυρνάς παίζει ένα διπλό χαρτί, αρκετά φιλόδοξο η αλήθεια είναι, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας του, επιστρατεύοντας δύο ευρήματα σχετικά πρωτότυπα. Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη και εναλλάσσεται ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης, χωρίς την άμεση παρεμβολή ενός παντογνώστη αφηγητή, παρακολουθεί την προώθηση της πλοκής μέσα από την υποκειμενική ματιά των έξι γυναικών, γεγονός που συμβάλει καθοριστικά στον πλουραλισμό των οπτικών γωνιών θέασης. Τον λόγο, και εδώ εντοπίζεται το αφηγηματικό εύρημα, παίρνει και ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια μάλλον μεταμοντέρνα απόφαση, μέσω της οποίας επιχειρεί να ξεναγήσει τον αναγνώστη στα παρασκήνια της γραφής αυτού του μυθιστορήματος, να απαντήσει στο γιατί ένιωθε την ανάγκη να πει αυτή την ιστορία και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο, να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργία μπορεί να λειτουργήσει ως μπούνκερ καταφυγής από την καθημερινότητα, χωρίς όμως να γίνεται μια πλατφόρμα αναχώρησης από αυτή. Την ίδια στιγμή φροντίζει αυτό να μη γίνεται εις βάρος της προώθησης της πλοκής, να μην πετάνε, δηλαδή, οι παρενθέσεις αυτές τον αναγνώστη έξω από το μυθιστόρημα. Στο κείμενο παρεμβάλλονται ονόματα γυναικών-θυμάτων της αντρικής βίας, ως μεσότιτλοι, σαν άλλα εκκλησάκια στην άκρη του δρόμου. Η απόφαση αυτή δεν είναι κενή νοήματος, δεν γίνεται απλώς για να γίνει, αλλά διαθέτει οργανική σχέση με την εξέλιξη της πλοκής, πέρα από τον τεχνικό διαχωρισμό του μυθιστορήματος σε υποκεφάλαια, αλλά και την υποχρέωσή μας στη μνήμη.

Το εύρημα ως προς το περιεχόμενο είναι μεταφυσικού χαρακτήρα και εδώ υπεισέρχεται το κομμάτι των γυναικοκτονιών. Η αποκάλυψή του φέρνει μια ανατροπή στον τρόπο που οι τρεις κόρες αντιλαμβάνονται τα πράγματα και επαναξιολογούν την ως τότε ζωή τους, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει μια περαιτέρω μυθοπλαστική χροιά σ' ένα αρκετά ρεαλιστικό και οικείο περιβάλλον. Το εύρημα από μόνο του δεν θα ήταν ωστόσο αρκετό. Ευτυχώς, δεν βαραίνει τις πλάτες του συγγραφέα, δεν τον εγκλωβίζει. Ο Καλοβυρνάς δεν έχει απλώς μια πρωτότυπη ιδέα, αλλά τη δαμάζει και την καθιστά λειτουργική καθώς τη χρησιμοποιεί με έναν έξυπνο και χρηστικό τρόπο στις υπηρεσίες της αφήγησης. Έτσι, η ιδέα αυτή αναδεικνύεται κατά μήκος της αφηγηματικής διαδρομής και δεν αναλώνεται σε μια στιγμιαία λάμψη, καίτοι εντυπωσιακή, σαν άλλο πυροτέχνημα. Ο Καλοβυρνάς δεν χρησιμοποιεί το πρωτότυπο αυτό εύρημα μόνο για να προσδώσει ενδιαφέρον στην πλοκή ή για να εντυπωσιάσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη, παρότι πετυχαίνει και τα δύο, αλλά το χρησιμοποιεί και ως όχημα διερεύνησης της αντίδρασης απέναντι στη βία ενάντια στις γυναίκες, τι θα συνέβαινε, μοιάζει να αναρωτιέται, αν ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβαλλόταν; Θα ήταν αυτό από μόνο του αρκετό για έναν συνολικά καλύτερο κόσμο;

Το διπλό αυτό χαρτί, λοιπόν, που παίζει ο Καλοβυρνάς στέφεται με επιτυχία. Το Όλες μας δεν λειτουργεί μονοδιάστατα, δεν εγκλωβίζεται ούτε στο θέμα του ούτε στην πρωτοτυπία της αφήγησης και του περιεχομένου. Είναι μια σύγχρονη ιστορία που διαθέτει εμφανείς λογοτεχνικές αρετές στην κατασκευή της και δεν αναλώνεται στη δεδομένη, αν και ακούσια, επίκληση στο συναίσθημα. Και, παρότι δεν μπορώ να πω περισσότερα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξέρει πώς να κλείσει την ιστορία του. Τα ευρήματα δεν αποτελούν τροχοπέδη στο μυθιστόρημα αυτό. Όπως τροχοπέδη δεν αποτελεί και η επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα ως ψυχοθεραπευτή, αλλά αντίθετα είναι κάτι που λειτουργεί αναφανδόν υπέρ του μυθιστορήματος, κυρίως όσον αφορά το χτίσιμο των χαρακτήρων, την ανάδειξη των αντιφάσεων, τη διαχείριση της πρώτης ύλης από την οποία είναι φτιαγμένοι, τη στάση απέναντι στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και την ικανότητα της μεταμόρφωσης όταν η εν πολλοίς δεδομένη πραγματικότητα ανατρέπεται. Η ιδιότητά του αυτή του χρησιμεύει και στην προσωπική ανάμειξή του στην ιστορία, στις παρενθέσεις του προσωπικού βιώματος, και της εμπλοκής του με τη διαδικασία της γραφής, που αποτελούν και το αλατοπίπερο αυτού του μυθιστορήματος.

Οι προσδοκίες υπερκεράστηκαν, οι επιφυλάξεις σίγησαν. Το Όλες μας αποδείχτηκε ένα πολύ καλό μυθιστόρημα.

Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Anima - Wajdi Mouawad

Είχαν τόσες φορές παραστήσει ότι πεθαίνουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου που, όταν τη βρήκε καταματωμένη στη μέση του σαλονιού, έσκασε στα γέλια, πιστεύοντας ότι είχε μπροστά του κάποια σκηνοθεσία, ένα εντυπωσιακό τέχνασμα, για να τον ξαφνιάσει για τα καλά τούτη τη φορά, να τον βάλει κάτω, να τον αφήσει με το στόμα ανοιχτό, να τον κάνει να χάσει τα μυαλά του, να τον έχει.

Και όμως δεν ήταν καμιά σκηνοθεσία, κανένα τέχνασμα, δεν ήταν κάποιο ερωτικό παιχνίδι ενάντια στη ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά ένα αποτρόπαιο έγκλημα, στυγερό, η οριστική διάρρηξη της ρουτίνας τους, η μόνιμη απουσία εκείνης, το πέρασμά της στη χώρα των νεκρών, κάτω από το χώμα. Ο Γουάχς έμεινε με το στόμα ανοιχτό, έχασε το μυαλό του, ένιωσε να διασπάται σε εκατοντάδες χιλιάδες σωματίδια, τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο την ανεύρεση του δολοφόνου της γυναίκας του και όσο οι αρχές δήλωναν αδυναμία να συλλάβουν τον δράστη, παρά τη γρήγορη ταυτοποίηση, εκείνος ολοένα και τρελαινόταν, ολοένα και φλέρταρε με την ιδέα της εκδίκησης, να πάρει τον νόμο στα χέρια του, να τον εντοπίσει ο ίδιος, να τον σύρει στο γραφείο της εισαγγελίας. Η αναζήτηση θα τον οδηγήσει σ' ένα λαβύρινθο, από πόλη σε πόλη, περάσματα από οικισμούς αυτόχθονων πληθυσμών, θα έρθει σε επαφή με το οργανωμένο έγκλημα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιος πραγματικά είναι.

Η υπόθεση του βιβλίου τού Μουαουάντ παραπέμπει σε κάτι γνώριμο, μια ιστορία εκδίκησης, μια σκοτεινή ιστορία μ' ένα στυγερό έγκλημα στον πυρήνα του. Και θα ήταν απλώς κάτι τέτοιο αν ο συγγραφέας δεν επέλεγε να δώσει τον ρόλο του αφηγητή όχι σε κάποιον παντογνώστη ή στον ίδιο τον Γουάχς αλλά σε εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου, που λειτουργούν ως αυτόπτες μάρτυρες σε κάθε βήμα της πλοκής, σε μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία διαδοχής. Η επιλογή και η χρήση του συγκεκριμένου ευρήματος αρχικά εντυπωσιάζει, έτσι όπως είναι σχετικά πρωτότυπη και έξω από το βασίλειο του αναμενόμενου. Σύντομα ωστόσο δημιουργεί ερωτήματα στον αναγνώστη, όχι τόσο ως προς τη λειτουργία της, η οποία είναι ικανοποιητική, αλλά σχετικά με τη δικαιολόγησή της, με το αν δηλαδή υπάρχει κάποια εξήγηση πειστική πέρα από τον εντυπωσιασμό και την επιδίωξη πρωτοτυπίας.

Ο Μουαουάντ δεν βιάζεται να φανερώσει τα χαρτιά του, επιμένει στην επιλογή του σχεδόν μέχρι το τέλος όταν και οι απαντήσεις στα ερωτήματα θα δοθούν και μάλιστα με τρόπο οργανικά ενταγμένο στην πλοκή. Έτσι, καταρρίπτονται διάφορες ενστάσεις και μικροεπιλογές που η αφήγηση των ζώων γεννά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Πέρα από τις τελικές απαντήσεις, η συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή πετυχαίνει την αποστασιοποίηση από μια σκληρή ιστορία όπως αυτή, καθώς κάθε αφηγητής έχει μόνο μια μικρή γνώση της περιπλάνησης του Γουάχς, όντας μάρτυρας ενός μόνο επεισοδίου της πλοκής, ενώ αδυνατεί να γνωρίζει τις ενδόμυχες σκέψεις αλλά και τα συναισθήματα του Γουαχς, ο οποίος κρίνεται μόνο από τις πράξεις και τα λόγια του στους άλλους. 

Ένα πέπλο σκεπάζει την ιστορία, ένα πέπλο που απορροφά μέρος των κραδασμών και των θορύβων, ο αναγνώστης βρίσκεται σε περαιτέρω απόσταση από τα επεισόδια που συνθέτουν την πλοκή και αυτό με τη σειρά του καθιστά πρωτότυπη μια ιστορία, στα βασικά της συστατικά, γνώριμη. Η διεύρυνση της απόστασης που χωρίζει τον αναγνώστη από την ιστορία αλλά και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, η διαρκής υπενθύμιση πως άλλο δεν είναι παρά παρατηρητής εκ του μακρόθεν, λειτουργεί αντιστικτικά, καθώς μεγεθύνει παράδοξα την ηχώ και εντείνει το σκοτεινό συστατικό, προσθέτοντας ίσως και μια αληθοφάνεια που στηρίζεται στην απουσία συναισθήματος του εκάστοτε αφηγητή, έτσι όπως η αφήγηση φλερτάρει με το μη μυθοπλαστικό, επιτρέποντας στην υποψία πως όλα αυτά είναι γεγονότα πραγματικά να εισβάλλει και να καταλάβει χώρο, με αποτέλεσμα ο τρόμος να καθίσταται ολοένα και πιο απειλητικός.

Στο anima συναντά κανείς διάφορα λογοτεχνικά είδη, το μυστήριο, το νουάρ, την περιπλάνηση, το μεταποικιοκρατικό, το οικολογικό αλλά και το ιστορικοπολιτικό. Ο Μουαουάντ με μαεστρία και όραμα χτίζει την αφήγησή του, διακλαδώνοντας στην αναζήτηση του φονιά και την προσωπική ιστορία του Γουάχς την αναζήτηση της ίδιας του της ταυτότητας που οι αρχές της βρίσκονται στον Λίβανο, εκεί όπου εν μέσω σφαγής ο ίδιος, μικρό παιδί, έτυχε να γλιτώσει και να βρεθεί υιοθετημένος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Και αυτή η αναζήτηση ταυτότητας ιδωμένη παράλληλα με το βιογραφικό του συγγραφέα, εντείνει περαιτέρω τη σύνδεση με το πραγματικό, δικαιολογώντας την απόφαση αφηγηματικής αποστασιοποίησης. Ο συγγραφέας αρνείται έναν συμβατικό τρόπο αφήγησης και επιλέγει ένα πιο δύσκολο και απαιτητικό μονοπάτι, μονοπάτι το οποίο όχι μόνο δεν στερεί από το μυθιστόρημα την αναγνωστική απόλαυση, αλλά την εντείνει. Οι θεατρικές του καταβολές είναι ορατές, αλλά ενταγμένες με τρόπο λογοτεχνικό, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη και δη σε εκείνα του Γουαχς με το μεγάλο κεφάλι της οργάνωσης, εκεί όπου εμφανίζεται η οριακή σκέψη της βίαιης απελευθέρωσης, της χαράς που η απώλεια δύναται να γεννήσει, εμφανίζεται ως μια προοπτική που το πένθος αργεί να φανερώσει, τη δυνατότητα για μια νέα αρχή.

Παρά τα διθυραμβικά λόγια που κατά καιρούς διάβαζα για το βιβλίο αυτό, δεν αποφάσιζα την ανάγνωσή του, ίσως γιατί με φόβιζαν οι προσδοκίες, ίσως γιατί το αφηγηματικό αυτό εύρημα ιδωμένο ανεξάρτητα της ανάγνωσης δεν διαθέτει την αναγκαία πειστικότητα. Έπρεπε, όπως και να 'χει, να εμφανιστεί μια μέρα η Α. και να μου το κάνει δώρο και μάλιστα με αφιέρωση: μόλις διάβασα τις πρώτες είκοσι σελίδες αυτού του βιβλίου, ήθελα να στο πάρω.

Μετάφραση Νίκος Κούρκουλος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Ελληνική επαρχία

Η ελληνική επαρχία αποτελεί το σκηνικό σε δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Μπαρμπάτσης, γεννημένος στο Αγρίνιο, με τη συλλογή διηγημάτων Λυκοχαβιά (εκδόσεις Κέδρος) και ο Κρητικός Μιχάλης Αλμπάτης με το μυθιστόρημα Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (εκδόσεις Νήσος) αντλούν τις ιστορίες τους από το παρελθόν ενός τόπου, τα μυστικά του οποίου δείχνουν να γνωρίζουν καλά, μετερχόμενοι χρηστικά το σύνολο των συστατικών του, κυρίως τη γλώσσα και τους ανθρώπους που τον κατοικούν.

Τα έξι διηγήματα της Λυκοχαβιάς διαδραματίζονται στη Δυτική Ελλάδα, στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, εκεί που κάποτε υπήρχε το ομώνυμο ιαματικό δρώμενο κατά το οποίο περνούσαν τα άρρωστα παιδιά από το στόμα του λυκοτόμαρου ώστε να μεταδοθεί σ' αυτά η δύναμη του ζώου. Ο τίτλος που επιλέγει ο Μπαρμπάτσης λειτουργεί προγραμματικά σε διάφορα επίπεδα, γεγονός το οποίο τον απαλλάσσει από τον στείρο και κενό εντυπωσιασμό που εγείρει αναπόφευκτα η χρήση μιας λέξης παροπλισμένης. Δεν είναι μόνο το γλωσσικό στίγμα που δίνεται μ' αυτό, αλλά και η αποτύπωση ενός κόσμου άγριου, ανορθολογικού και συχνά ασφυκτικού, όπως η ελληνική επαρχία. Και αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στην ομορφιά και την αγριότητα που η ίδια η λέξη ταυτόχρονα περιέχει συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ο Μπαρμπάτσης προσέρχεται για να αφηγηθεί τις ιστορίες αυτές.

Η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιούν τα πρόσωπα των ιστοριών διαθέτει την απαραίτητη προφορικότητα, προϊόν συγγραφικού βιώματος και κοπιώδους εργασίας, που την καθιστούν κατανοητή και απαραίτητη. Η πραγματική δυσκολία για τον Μπαρμπάτση δεν βρίσκεται ωστόσο εδώ, αλλά στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο παντογνώστης αφηγητής, όπου αυτός εμφανίζεται. Εκεί είναι που το εξεζητημένο και το ανακόλουθο παραμονεύουν. Ο συγγραφέας πετυχαίνει την απαραίτητη γλωσσική ισορροπία που λειτουργεί ως γέφυρα τόσο με το σήμερα όσο και με τον αναγνώστη, αποτυπώνοντας γλωσσικά την απαραίτητη χρονική συνέχεια. Ο κόσμος που περιγράφεται δεν είναι και τόσο ανοίκειος τελικά. Ο Μπαρμπάτσης δεν πάσχει από νοσταλγία, δεν επιθυμεί να «πουλήσει» φολκλόρ και παράδοση, δεν έχει προθέσεις ωραιοποίησης του παρελθόντος αλλά ούτε και του παρόντος. Η συγγραφική μέριμνα δεν αρκείται ωστόσο στη γλώσσα, αλλά εστιάζει και στην ιστορία. Παρότι τα μοτίβα είναι γνώριμα, ο συγγραφέας πετυχαίνει τόσο την αβίαστη γέννηση συναισθήματος όσο και τη διατήρηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, χωρίς να καταφεύγει στην υπερβολή και την επιτήδευση. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας των ιστοριών αυτών τούς επιτρέπει να δραπετεύσουν από το στενό χωροχρονικό καλούπι εντός του οποίου αρχικά χύθηκαν.

Ο Μιχάλης Αλμπάτης τοποθετεί το μυθιστόρημά του στην κρητική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του '50. Το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό εύρημα, μια ιδέα αρκετά πρωτότυπη. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής, στα δεκαπέντε του, θα παραστεί για πρώτη φορά σε κηδεία. Εκεί, τρομοκρατημένος και έκπληκτος, θα διαπιστώσει πως μπορεί να ακούσει τον νεκρό και να συνομιλήσει μαζί του. Παρότι η μικρή κοινωνία είναι έτοιμη να του φορέσει την ταμπέλα του λωλού, ο θείος του θα διακρίνει σ' αυτό το παράδοξο ταλέντο μια πιθανή πηγή πλουτισμού. Έτσι, φεύγουν από το μικρό χωριό προς αναζήτηση πελατών σε πολιτείες μεγαλύτερες. 

Μια ιδέα από μόνη της, όσο πρωτότυπη ή καλή και αν είναι, δεν αρκεί και αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται συνεχώς σε απόπειρες καλών προθέσεων μα ανεπιτυχούς υλοποίησης. Ο Αλμπάτης τα καταφέρνει θαυμάσια,  ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το εύρημά του είναι υποδειγματικός, ενώ η οξυδέρκεια και η φαντασία του είναι εμφανείς. Έχοντας ως άτυπο πλοηγό τον Δον Κιχώτη, ένα αρχετυπικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας ακολουθεί τον ανιψιό και τον θείο στις περιπέτειές τους. Ο συγγραφέας χωρίζει λειτουργικά το πολυσέλιδο μυθιστόρημα σε μικρά, σχεδόν αυτοτελή, κεφάλαια, ενώ παράλληλα συνεχίζει το κεντρικό νήμα αφήγησης, μέσα από το οποίο αναπηδά ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Με τον τρόπο αυτόν διατηρεί τον έλεγχο και αποφεύγει την αφηγηματική αποδυνάμωση, ενώ βρίσκει τον απαραίτητο χώρο ώστε να προσθέσει πλείστα ιστορικά στοιχεία, να αναδείξει διαχρονικές ιδιοπάθειες και να απλώσει τα απαραίτητα νήματα σύνδεσης με το σήμερα. Ο Αλμπάτης δεν αρκείται σε μια σειρά από κωμικοτραγικά συμβάντα, αλλά στοχεύει και πετυχαίνει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, που αποτίνει μεν φόρο τιμής και αγάπης στη λαϊκή γραμματεία, αλλά συγχρόνως φέρει κάτι φρέσκο και παιγνιώδες, με μια διάχυτη διάθεση αυτοϋπονόμευσης και παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας.

Σε μια μακρά περίοδο καταφυγής στο βουκολικό παρελθόν, που ως αποτέλεσμα έχει την καρικατούρα και μια ελάχιστα καλυμμένη συντήρηση, ο Μπαρμπάτσης και ο Αλμπάτης δείχνουν έναν τρόπο γόνιμης συνομιλίας με το χτες μέσω της λογοτεχνικής οδού, χωρίς να εγκλωβίζονται και να ασφυκτιούν εντός του, χωρίς να μοιάζουν εγκεφαλικές και άψυχες κατασκευές. Η Λυκοχαβιά και το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους αποτελούν ένα αξιοπρόσεχτο δείγμα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 8 Οκτωβρίου. Το σύνδεσμο τον βρίσκετε εδώ.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Η Mercury παρουσιάζει - Anthony Marra

Ο Αστερισμός ζωτικών φαινομένων ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία της νεοσύστατης τότε (2013) σειράς ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Ίκαρος, που έφερε ένα νέο αέρα στα λογοτεχνικά πράγματα τόσο εξαιτίας των επιλογών όσο και του υπέροχου σχεδιασμού, δια χειρός Κούρτογλου, των εξώφυλλων. Ήταν ίσως το πρώτο ευπώλητο βιβλίο της σειράς, βιβλίο που γενικότερα συζητήθηκε και αγαπήθηκε όσο λίγα τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεταφραστική υπογραφή του Αχιλλέα Κυριακίδη, τοποθετούν στη σφαίρα του ανεξήγητου το γεγονός πως εξ αρχής ένιωθα μια άρνηση για το βιβλίο αυτό, άρνηση που επέμεινε και στην κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου τού Μάρα, Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο. Και αυτή η άρνηση λειτούργησε με τρόπο αντιστικτικό στον σχεδιασμό του ορίζοντα προσδοκιών πιάνοντας στα χέρια μου το Η Mercury παρουσιάζει, τη στιγμή που επιθυμούσα, όσο τίποτα άλλο, μια χορταστικά μεγάλη αφήγηση, όπως μόνο οι σύγχρονοι Αμερικανοί συγγραφείς ξέρουν να συνθέτουν.

Ο Μάρα χρησιμοποιεί την ιστορία της κινηματογραφικής εταιρείας Mercury για να αφηγηθεί την ιστορία της Αμερικής, αλλά και όλου του κόσμου ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Επινοεί και κατασκευάζει δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τον Άρτι Φέλντμαν, συνιδρυτή της εταιρείας μαζί με τον αδερφό του, και τη Μαρία, που σε μικρή ηλικία κατάφερε μαζί με τη μητέρα της να αφήσουν πίσω τους τη φασιστική Ιταλία και τώρα, κάποια χρόνια μετά, βρίσκεται να δουλεύει στη βιομηχανία του σινεμά. Χωρίζει έτσι την αφήγηση της ιστορίας στα δύο, ξεκινώντας in medias res, στα πρώτα χρόνια του ομιλούντος κινηματογράφου, τη στιγμή που η πολιτική, όσο ποτέ άλλοτε, παρεμβαίνει, πότε λογοκρίνοντας και πότε χρηματοδοτώντας κινηματογραφικές παραγωγές ανάλογα με τη χρησιμότητα που διαβλέπει σε εκείνες, ενώ η λειτουργία με καπιταλιστικούς όρους ολοένα και εντείνεται. Με γενικευμένη χρήση αναλήψεων, ο Μάρα τοποθετεί στη θέση τους τα κομμάτια του τελικού παζλ, ενώ ταυτόχρονα με καίριες προλήψεις κλείνει τους λογαριασμούς με τα πρόσωπα της ιστορίας.

Ο μικρόκοσμος της βιομηχανίας του θεάματος αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της αμερικανικής πραγματικότητας εκείνα τα χρόνια, τότε που η χώρα της πολυπόθητης ελευθερίας και των υποσχόμενων ευκαιριών λειτούργησε ως χωνευτήρι ανθρώπων που έφτασαν ως εκεί από όλες τις γωνιές του πλανήτη, συντελώντας στη δημιουργία της πλέον πολυπολιτισμικής κοινωνίας και στην κατασκευή εκείνου που γνωρίζουμε ως αμερικανική ταυτότητα, ανθρώπων που έφερναν μαζί τους ιδιαίτερα στοιχεία πολιτισμού, εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και μυστικά και τραύματα. Η αφηγηματική δεινότητα του Μάρα είναι ορατή από τις πρώτες κιόλας γραμμές της ιστορίας, η άνεση με την οποία πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα πρόσωπα και διατρέχει τον χρόνο και τον τόπο είναι απαράμιλλη, κάνοντας ορατό το γεγονός πως εξ αρχής είχε το σύνολο της ιστορίας κατά νου. Ορατή είναι επίσης η λεπτομερής και εις βάθος έρευνα που έχει πραγματοποιήσει ο συγγραφέας ώστε να πετύχει την απαιτούμενη λεπτοβελονιά στη σύνθεση των μυθοπλαστικών και πραγματολογικών στοιχείων που αποτελούν τον κυρίως σκελετό της αφήγησης στο βιβλίο αυτό.

Η άνεση στην αφήγηση προσδίδει μια ελαφρότητα στην ανάγνωση που ωστόσο δεν υποβιβάζει την αξία του βιβλίου, αλλά, αντίθετα, της επιτρέπει να αποφύγει με χαρακτηριστική άνεση την πρόσκρουση στα βράχια του μελό, του συναισθηματικού εκβιασμού και της τοποθέτησης της νοσταλγίας σε έναν θρόνο δυσθεώρητο, ενώ ταυτόχρονα η άνεση αυτή συντελεί στην αίσθηση της πατίνας του πολυκαιρισμένου σ' ένα βιβλίο που μοιάζει παλιότερο σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο συγγραφής του. Χορταστικό και πλουραλιστικό, το Η Mercury παρουσιάζει είναι κάτι παραπάνω από ένα καλογραμμένο βιβλίο, που πληροί τις συγγραφικές φιλοδοξίες αλλά και τις αναγνωστικές προσδοκίες, χωρίς να πέφτει θύμα της τεχνικής αρτιότητας που το διακρίνει, χωρίς, θέλω να πω, η εγκεφαλικότητα της έρευνας και της σύνθεσης του μεγάλου κάδρου, να απομυζεί το συναίσθημα και την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει απλόχερα στον αναγνώστη.

Καθόλου δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται η απουσία αφηγηματικής κοιλιάς, παρά τις τετρακόσιες σελίδες που συνθέτουν το μυθιστόρημα αυτό, αντίθετα, είναι κάτι που πρέπει να τονιστεί και να προσμετρηθεί στις αρετές της συγγραφικής μαστοριάς. Ο Μάρα πετυχαίνει να δώσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, υπενθυμίζοντάς μας πως καλή είναι η αφαίρεση και τα μεταμοντέρνα κόλπα, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μεγάλη αφήγηση. Και αν το κυρίως σώμα της αφήγησης αφορά τα δύο κεντρικά πρόσωπα και την ιστορία τους, ο Μάρα δεν παραλείπει να φροντίσει και τις υπόλοιπες συμπληρωματικές και δευτερεύουσες ιστορίες προσώπων που κάνουν μικρότερο ή μεγαλύτερο πέρασμα από την κεντρική σκηνή, επιτρέποντάς τους να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και να προσδώσουν την απαραίτητη αληθοφάνεια, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη πετώντας τον έξω από τις κεντρικές αρτηρίες που διατρέχουν την αφήγηση. Ο συγγραφέας κατορθώνει να μακιγιάρει τους αρμούς που αρθρώνουν το οικοδόμημά του με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να διακρίνεται ως προς τη συνοχή του, χωρίς να σκιάζεται από την αποσπασματικότητα της σύνθεσης.

Ανάγνωση αχόρταγη, με έντονη την ανυπομονησία για την κάθε επόμενη σελίδα, έτσι θα χαρακτήριζα την πρώτη εμπειρία με το συγγραφικό σύμπαν του Άντονυ Μάρα, και ίσως, κάποια στιγμή, η άρνηση για τα πρώτα δύο βιβλία του να υποχωρήσει δίνοντας τη θέση της στην περιέργεια και την προσμονή.

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος