Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Αμερικανική αγωγή - Ben Lerner

Με την Αμερικανική αγωγή, οι εκδόσεις Δώμα συστήνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν ακόμα συγγραφέα, τον Μπεν Λέρνερ, σε μια εποχή που στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού η συζήτηση για την επόμενη λογοτεχνική μέρα κυριαρχεί, ύστερα και από την πρόσφατη απώλεια του σημαντικού Κόρμακ Μακάρθι, που πρόσθεσε ένα ακόμα, μάλλον δυσαναπλήρωτο, κενό σε μια μακρά αλυσίδα σπουδαίων συγγραφέων, που το έργο τους σημάδεψε τον προηγούμενο αιώνα. Η εμφάνιση, και ως ένα βαθμό η επικράτηση, της αυτομυθοπλασίας από τη μια και οι διαχρονικές απόπειρες –σε βαθμό εμμονικό– για τη συγγραφή του επόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος από την άλλη θέτουν εν πολλοίς το πλαίσιο στη συζήτηση αυτή, την ίδια στιγμή που τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής «απειλούν» με τυποποίηση τη λογοτεχνική παραγωγή. Ο Λέρνερ, γεννημένος το 1979, ανήκει στη νέα γενιά που διεκδικεί το προνόμιο της συνέχισης της βαριάς αυτής κληρονομιάς, κάτι που μόνο ο χρόνος θα επιβεβαιώσει ή θα απορρίψει.

Στην Τοπήκα του Κάνσας, στη γεωγραφική καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών, μια μικρή πόλη στην οποία με τα χρόνια αρκετοί ειδικοί της ψυχικής υγείας έχουν μαζευτεί, ζει η οικογένεια του Άνταμ Γκόρντον. Ο Άνταμ, τελειόφοιτος του τοπικού λυκείου, ξεχωρίζει στους διάφορους αγώνες ρητορικής που λαμβάνουν χώρα σε τοπικό ή πολιτειακό επίπεδο, έχει όλα τα φόντα, αλλά και τα προνόμια, για ένα υποσχόμενο μέλλον που θα περάσει από τα έδρανα ενός καταξιωμένου πανεπιστημίου. Η Τζέιν, η μητέρα του, είναι μια διάσημη συγγραφέας βιβλίων ψυχολογίας, γεγονός που την τοποθετεί στο επίκεντρο διαφόρων συντηρητικών ομάδων. Ο Τζόναθαν, ο πατέρας του, μοιάζει να είναι συμβιβασμένος με την υπό συζυγική σκιά ζωή του. Η Αμερικανική αγωγή είναι η ιστορία της οικογένειας Γκόρντον, μέσα από την οποία ο Λέρνερ περιδιαβαίνει τις ιδιαιτερότητες του τόπου, αλλά και του χρόνου, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, όταν έχει ανακοινωθεί με τιμή και δόξα το τέλος της ιστορίας, όταν το αμερικανικό όνειρο έχει πια από καιρό ξεφτίσει.

Χωρισμένο σε κεφάλαια, πότε πρωτοπρόσωπης και πότε τριτοπρόσωπης αφήγησης, με επίκεντρο κάποιο από τα μέλη της οικογένειας Γκόρντον, το μυθιστόρημα του Λέρνερ φλερτάρει με το μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και την οικογενειακή σάγκα, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει στέρεους χαρακτήρες σε ένα περιβάλλον αρκετά γνώριμο, παρότι μακρινό και απομονωμένο. Ο Λέρνερ μιλάει για κάτι που γνωρίζει καλά και από πρώτο χέρι, έχοντας γεννηθεί και ενηλικιωθεί στην Τοπήκα τα χρόνια εκείνα. Ο Άνταμ θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα άλτερ έγκο του συγγραφέα, παρότι το μυθιστόρημα δεν διαθέτει κανένα χαρακτηριστικό αυτομυθοπλασίας ή εμφανούς αυτοβιογραφίας. Με σύμμαχο τη γοητευτική του πρόζα, παρότι η αφήγηση κινείται σε ένα μεσαίου μήκους κύμα, χωρίς τρομερές εξάρσεις και υφέσεις, ο συγγραφέας καταφέρνει να διατηρήσει αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χωρίς να κρατάει κρυμμένους άσσους στο μανίκι, χωρίς να τον εκβιάζει συναισθηματικά, χωρίς να επιχειρεί να τον διδάξει.

Εγκιβωτισμένη στην κυρίως αφήγηση και χωρισμένη σε κομμάτια τοποθετημένα ανάμεσα στα κεφάλαιά της, υπάρχει μια νουβέλα με πρωταγωνιστή τον Ντάρρεν, συνομήλικο του Άνταμ, που βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα μετά από μια έκρηξη βίας που τον οδήγησε στη ρίψη μιας μπάλας του μπιλιάρδου κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, με την υποϊστορία του να ξεδιπλώνεται με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν. Τυπογραφικά, η νουβέλα αυτή μοιάζει με χειρόγραφο, τη στιγμή που ο αναγνώστης έχει ισχυρούς λόγους να υποθέτει πως συγγραφέας της είναι ο ίδιος ο Άνταμ. Το συγγραφικό αυτό εύρημα δεν αναλώνεται στην όποια μεταμοντέρνα πρωτοτυπία του, αλλά επιτρέπει στον ενήλικα πια Άνταμ να κοιτάξει στο παρελθόν, στη γεμάτη σκληρότητα εφηβική ηλικία, στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονταν οι συσχετισμοί των δυνάμεων. Αξίζει κανείς, μετά το πέρας της πρώτης ανάγνωσης, να επιστρέψει και να διαβάσει αυτόνομα τη νουβέλα αυτή, κάτι το οποία θα συμβάλλει σε μια πιο ολοκληρωμένη θέαση για την ενδοκειμενική λειτουργία της.

Ο Λέρνερ, πατώντας σε μια πολυετή μυθιστορηματική παράδοση και με εμφανείς τις επιρροές από συγγραφείς όπως ο Φράνζεν ή ο Φορντ, δεν κομίζει κάτι το ρηξικέλευθα νέο, κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν μοιάζει να τον απασχολεί ιδιαιτέρως. Πετυχαίνει ωστόσο να γράψει ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, γεγονός πάντοτε καλοδεχούμενο, ιδιαιτέρως απολαυστικό και με μια αφήγηση που διαθέτει έντονο το προσωπικό του στίγμα, ενώ αναδεικνύει την ικανότητά του στη μεγάλη φόρμα. Η Αμερικανική αγωγή ανταποκρίνεται ικανοποιητικά τις επιδιώξεις τού συγγραφέα όπως εκείνες ανιχνεύονται από τον αναγνώστη, αποτυπώνοντας με ακρίβεια το περιβάλλον των Μεσοδυτικών Πολιτειών, της βαθιάς Αμερικής, όπως αυτό σιγοβράζει πίσω από το πέπλο μιας φαινομενικής και μόνο στασιμότητας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό βιβλίο στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Σαράκι - Layla Martínez

Η εγγονή μου δεν εννοούσε να το καταλάβει. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να φύγει μόλις μεγαλώσει, να πάει να σπουδάσει στη Μαδρίτη και να μην ξαναγυρίσει. Στο τέλος, όμως, έμεινε Πού να πάει; Ποιος θα της πλήρωνε τις σπουδές στην πρωτεύουσα; Αυτό μόνο οι μεγαλοπιασμένοι το κάνουν. Κοίταξε μπας και της δώσουν κάποια βοήθεια, σύντομα όμως το πήρε απόφαση. Εδώ, για να σε βοηθήσουν, πρέπει κάτι να έχει κι εσύ από πριν. Αν δεν έχεις τίποτα, αυτό και θα πάρεις: τίποτα. Γυναίκες σαν κι εμάς δεν μας θέλουν στην πρωτεύουσα για σπουδές, άντε το πολύ για υπηρέτριες, αλλά κι από δαύτες έχουν πολλές πια.

Η Λάιλα Μαρτίνεθ, γεννημένη το 1987 στη Μαδρίτη, με σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες και μεταπτυχιακό στη Σεξολογία, είναι ακόμα μια ισπανόφωνη συγγραφέας που οι εκδόσεις Carnívora, πάντοτε με οξυδέρκεια, εντοπίζουν και συστήνουν στο ελληνικό κοινό, μέσα από τη νουβέλα της Σαράκι. Διάβαζα πρόσφατα ένα κριτικό κείμενο, γραμμένο από άντρα, στο οποίο υπήρχε ο εξής αφορισμός: η φεμινιστικότητα της γραφής είναι ευθέως ανάλογη της δυσαρέσκειας που προξενεί στον άντρα αναγνώστη. Εκτός από ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα mansplaining, ένας άντρας που επιχειρεί να εξηγήσει σε μια γυναίκα κάτι, όπως το πότε μια γυναικεία γραφή είναι αρκούντως φεμινιστική, με τρόπο πατροναριστικό και περιφρονητικό, ταυτόχρονα είναι και η απάντηση στο αν χρειαζόμαστε τη φεμινιστική γραφή ή αν έχουμε ήδη αρκετή, στο αν τα πράγματα είναι πια μια χαρά και όχι όπως παλαιότερα ίσως. Και η απάντηση είναι ξεκάθαρη: έχουμε τεράστια ανάγκη.

Ταυτόχρονα, υπάρχει ανάγκη για πρόζα με έντονο το ταξικό πρόσημο. Οι γυναίκες στη νουβέλα αυτή, η γιαγιά και η εγγονή, εγκλωβισμένες σε ένα σπίτι γεμάτο φωνές και φαντάσματα του παρελθόντος, εκτός από γυναίκες είναι και φτωχές, γεγονός που οξύνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση. Μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη η συνειδητοποίηση του Εριμπόν (Επιστροφή στη Ρενς, μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος) πως, φτάνοντας στο Παρίσι, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν ήταν πια πρόβλημα, ήταν ωστόσο πρόβλημα το γεγονός πως ήταν φτωχός, προερχόμενος από μια εργατική οικογένεια και αυτό ήταν κάτι που του προκαλούσε έντονο το συναίσθημα της ντροπής.

Η Μαρτίνεθ με μια στακάτη πρόζα, γεμάτη από γνήσιο θυμό, αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γυναικών. Τέσσερις διαδοχικές γενεές εγκλωβισμένες στην τάξη και το φύλο τους σ' ένα χωριό που ολοένα και ρημάζει. Η γιαγιά και η εγγονή παίρνουν εναλλάξ τον λόγο, την αφήγηση πυροδοτεί η εξαφάνιση του μικρού γιου της πλούσιας οικογένειας στην οποία από πάντοτε δούλευαν ως υπηρέτριες, τη φύλαξή του είχε αναλάβει η εγγονή, αφού συνειδητοποίησε με τρόπο σκληρό πως ήταν και εκείνη καταδικασμένη να ζήσει σε αυτό το σπίτι και, αναμενόμενα, οι υποψίες της αστυνομίας στράφηκαν πρώτα σε εκείνη.

Η πρόζα της Μαρτίνεθ έχει ως πρώτη ύλη τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγμένο το μικρό αυτό χαμόσπιτο, ο άγονος αυτός τόπος, η μίζερη καθημερινότητα, η αγωνία για την κάλυψη των βασικών αναγκών, η συνείδηση της αδικίας και ο θυμός, η απόρριψη του ρόλου του ήσυχου και καλόβουλου φτωχού, του συμβιβασμένου με τη μοίρα του. Κάποιος δεν έχει γιατί κάποιος άλλος, και μάλιστα σε περίσσευμα, έχει. Στο φόντο της κάθε ιστορίας διαδραματίζεται η μεγάλη εικόνα, ο εμφύλιος και η έμφυλη βία, η πολιτική αστάθεια, οι ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, η απογοήτευση, ο μαρασμός της υπαίθρου, χωριά ολόκληρα που σιγά σιγά χάνονται από τον χάρτη. Η ιστορία αυτή δεν διαθέτει τη γλυκύτητα της θυματοποίησης, άλλωστε από δήθεν ελεημοσύνη είναι χορτάτες οι γυναίκες αυτές, να δείχνουν πως τις λυπούνται εκείνοι που ευθύνονται για τη δεινή τους θέση, δεν θέλουν άλλο, έγκωσαν, να αλλάξουν ζωή θέλουν, να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο.

Ο θυμός, ως βίωμα και όχι ως θεωρία, σπρώχνει μακριά το όποιο σύννεφο θα μπορούσε να φέρει μια βροχή συναισθηματικής χειραγώγησης χωρίς να κρύβεται πίσω από αόριστες και λογοτεχνίζουσες φιοριτούρες. Δεν είναι μια απολογία αυτή η ιστορία, δεν είναι μια απόπειρα για (αυτο)λύπηση, ούτε όμως και μια όλο αυτοπεποίθηση αυτοκολακεία της μορφής: κοίτα με πώς παρ' όλ' αυτά αντέχω. Πυκνή και ολιγοσέλιδη η νουβέλα αυτή σκάει στα χέρια του αναγνώστη, ήδη από τις πρώτες γραμμές, χωρίς να υποτιμά τη λογοτεχνικότητα, χωρίς να θυσιάζει κάτι από το ύφος της για να λειτουργήσει με τρόπο διδακτικό, άλλωστε, όσοι πρέπει να ξέρουν, ξέρουν και ας κάνουν πως δεν ξέρουν. Το ταξικό πρόσημο της ιστορίας αυτής έρχεται να αναμετρηθεί με το καπιταλιστικό κλισέ πως ο καθένας έχει τη δική του ευκαιρία αρκεί να την πιάσει από τα μαλλιά και να μην τσιγκουνευτεί χρόνο και κόπο, να στοχεύσει ψηλά και στο τέλος να τα καταφέρει, γεμάτη από τέτοια παραδείγματα είναι άλλωστε (και) η λογοτεχνία, μια ακόμα απόδειξη του προνομιακού τρόπου με τον οποίο γίνεται η οικοδόμηση και πρόσληψη του κόσμου.

Τις ξέρουμε τις ιστορίες αυτές, τις έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά, έχουν κατακλύσει την αγορά, πια η λογοτεχνία έχει γίνει μια βιομηχανία της μιζέριας, γεμάτη από θυμό και κλάματα, ωδή στη δήθεν διαφορετικότητα, πιπίλισμα της λέξης προνόμιο. Αν βρίσκετε κάτι δικό σας στα παραπάνω τότε έχετε και την απάντηση γιατί χρειάζεται (και) αυτή η λογοτεχνία, αν πιστεύετε πως ο κόσμος εκεί έξω είναι όμορφος και αρμονικά πλασμένος, τότε (και) σε εσάς απευθύνεται αυτή η λογοτεχνία. Συμπυκνωμένο και άμεσης καύσης, το Σαράκι είναι ένα ακόμα δείγμα καλής φεμινιστικής, αλλά και ταξικής, γραφής, με δεδομένες λογοτεχνικές αρετές, που σίγουρα δεν απευθύνεται σε ένα κοινό που στη λογοτεχνία αποζητά να ξεχαστεί από τα βάσανα και τις αδικίες του κόσμου, αλλά γυρεύει λογοτεχνικές αντανακλάσεις του ζοφερού αυτού κόσμου, όπου το να είσαι γυναίκα και φτωχή μόνο σπάνιο και συνθήκη εξαίρεσης δεν αποτελεί.

Ένα ακόμα καλό βιβλίο από τις εκδόσεις Carnívora.

υγ. Για την Επιστροφή στη Ρενς έγραφα αυτό.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Πέρμαφροστ - Eva Baltasar

Πιθανολογώ πως το βιβλίο αυτό, παρά το όμορφο εξώφυλλο και την καταγωγή της συγγραφέως, θα περνούσε κάτω από το αναγνωστικό μου ραντάρ. Ίσως γιατί διαισθητικά και μάλλον υποσυνείδητα υψώνω τείχη απέναντι σε βιβλία όπως αυτό, καθώς η πρωτοπρόσωπη, στα όρια της αυτομυθοπλασίας, γυναικεία λογοτεχνία κινδυνεύει, σε προσωπικό επίπεδο, να περιπέσει στην κατηγορία της μανιέρας και της υπερπροσφοράς, της ανάγνωσης από κεκτημένη ταχύτητα. Έχουν ήδη προηγηθεί μερικά τέτοια βιβλία που μου πέρασαν αδιάφορα, τα τελείωσα λόγω μικρού μεγέθους και τα άφησα στην άκρη. Η Λ., για ακόμα μια φορά, επισήμανε ένα βιβλίο, της το χρωστώ.

Μια κατακερματισμένη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, με διαρκή πήγαινε-έλα στον χρόνο, καλογραμμένη μα με φωνή που κάτι θυμίζει, με σημάδια αποκόλλησης από τον ταμιευτήρα του βιώματος, με ευδιάκριτο το παρελθόν της συγγραφέως στην ποίηση, με διάθεση αφαιρετική και υπόνοια συναισθηματικής κατεύθυνσης. Ένα βιβλίο που διαβαζόταν αρκετά ευχάριστα, αλλά διαρκώς διέτρεχε τον κίνδυνο ένταξης στο ακόμα ένα παρόμοιο βιβλίο στο άρμα της εποχής, που από καιρό έχει χάσει τον χαρακτήρα του αιφνιδιασμού και της έκπληξης, υποταγμένο στον κορεσμό. Εκείνο που, πέρα από την ευχάριστη ανάγνωση, με κρατούσε ήταν η απορία αν σε κάποια στιγμή θα αναδυόταν ενδοκειμενικά το γιατί της συγγραφής, εκείνο το γεγονός, ανάμεσα σε τόσα άλλα, που πυροδότησε την ανάγκη της αφήγησης. Και αυτό το γεγονός, έστω και στο τέλος, εμφανίζεται για να σώσει την παρτίδα, για να φωτίσει εκ των υστέρων τόσο το γιατί όσο και το πώς της αφήγησης· ευτυχώς.

Πέρμαφροστ είναι το μόνιμα παγωμένο έδαφος, εκείνο το μέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ. Η αίσθηση αυτή είναι ορατή στην αφηγηματική απόσταση που η αφηγήτρια παίρνει από το συναίσθημά της, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το παρελθόν και κυρίως το παρόν, απόσταση που δεν είναι απλώς ψύχραιμη –και που θα δημιουργούσε ένα ωραίο παιχνίδι με τις λέξεις–, δεν μοιάζει, θέλω να πω, να είναι συστατικό του χαρακτήρα της, κάτι το οποίο μάλλον θα την απομάκρυνε από την ανάγκη για αφήγηση, έτσι όπως γεγονότα, εμπειρίες και πρόσωπα θα περνούσαν στο βασίλειο της αδιαφορίας, δεν έχουμε, επιμένω να προσπαθώ να πω, μια απόσταση εργοστασιακής ρύθμισης, μια άκοπη ικανότητα πλοήγησης ανάμεσα στα συμβάντα της ύπαρξης, αλλά μια απόσταση χαραγμένη από την ανάγκη, μια πράξη εν πολλοίς συνειδητή εντός της οποίας η ποίηση και εδώ η πρόζα βρίσκουν έδαφος γόνιμο.

Η απόσταση αυτή, εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξε καταλυτική για την παράλληλη και αντιθετική αναγνωστική εμπειρία, που από τη μια καλλιεργούσε την αδυναμία κατανόησης του γιατί, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε τη βεβαιότητα, ή την απαίτηση αν προτιμάτε, για το καθοριστικό εκείνο γεγονός, που η εμφάνισή του θα τη δικαιολογούσε. Αν η ανάγνωση είχε εγκαταλειφθεί νωρίτερα, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε γεννηθεί, μια αδικία μόνο, μια γενίκευση ελαφρά τη καρδία, τίποτα το διαφορετικό δεν υπάρχει εδώ, θα αποφαινόμουν, ακόμα ένα βιβλίο, τίποτα παραπάνω. Είναι, ωστόσο, αρκετό το στοιχείο αυτό, που σχεδόν στο πέρας της ιστορίας προέκυψε, για να καταστήσει το Πέρμαφροστ διαφορετικό και μοναδικό; Σίγουρα όχι, δεν είναι αυτές οι κατάλληλες λέξεις, δεν είναι αυτό ένα καταστατικό αναγνωστικό ζητούμενο.

Η απόσταση από το συναίσθημα, η εκ του μακρόθεν παρατήρηση και καταγραφή, πέρα των παραπάνω, απάλλασσε εξ αρχής το κείμενο από άναρθρες κραυγές που θα στόχευαν να τραβήξουν την προσοχή και την αναγνωστική ελεημοσύνη μη λογοτεχνικά, ένα κοιτάξτε να δείτε τι μου συνέβη, τι το τόσο ξεχωριστό μου συνέβη και με πόσο ξεχωριστό τρόπο το διαχειρίστηκα, σταματήστε ό,τι και αν κάνετε και κοιτάξτε με, σίγουρα πρόκειται για ό,τι πιο οδυνηρό, σκληρό και άδικο έχετε ποτέ αντικρίσει, να γιατί γράφω την ιστορία αυτή, να γιατί αξίζει την ενσυναίσθησή σας, να γιατί το λογοτεχνικό κριτήριο εδώ δεν πρέπει να εφαρμοστεί, το περιεχόμενο είναι από μόνο του αρκετό να καταστήσει το βιβλίο αυτό ξεχωριστό. Δεν είναι τέτοια περίπτωση το βιβλίο αυτό. Να γιατί μίλησα για υπόνοια συναισθηματικής κατεύθυνσης καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά της αφήγησης, αλλά και της κατασκευής εν γένει. Υπόνοια που συντηρεί την επιφύλαξη, ζητώντας να λαβωθεί και να ξεψυχήσει.

Το Πέρμαφροστ, ίσως και αναπόφευκτα, δεν εισάγει κάποια εντυπωσιακή καινοτομία, δεν πατάει ωστόσο και στο κενό, δεν είναι διαφορετικό, δεν χάνει ωστόσο και την ιδιαιτερότητά του. Σε μεγάλο, αν όχι στο μεγαλύτερο, μέρος της λογοτεχνίας συμβαίνει αυτό. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τη φράση: δεν θα έχανα και τίποτα αν δεν διάβαζα αυτό το βιβλίο. Δεν την καταλαβαίνω, όπως δεν καταλαβαίνω και πολλούς αντίστοιχους αφορισμούς. Ακριβώς επειδή δεν φέρνει κάτι το ρηξικέλευθα νέο, χρησιμοποιώντας συστατικά οικεία και γνώριμα, τόσο από την προσωπική συγχρονία όσο και από το αναγνωστικό έδαφος που έχει διανυθεί, το γεγονός πως, έστω και εκ των υστέρων, το μικρό αυτό μυθιστόρημα δεν περιέπεσε στην τάφρο της αδιάφορης ανάγνωσης είναι από μόνο του αρκετό να χαρακτηρίσει την εμπειρία και την τελική αποτίμηση.

Θα περιμένω με ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόμενων βιβλίων της Μπαλτασάρ.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Ιδιωτικές άβυσσοι - Gianfranco Calligarich

Η αναγνωστική εμπειρία, ως δυναμική διεργασία σε παραλληλία με την αναλογική ζωή, εμπεριέχει συχνά εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά που τη διαμορφώνουν και την καθορίζουν. Καλοκαίρι του '22 και ακόμα μια φορά η ζωή άλλαζε ριζικά και αναπάντεχα. Υποκείμενο της ρουτίνας και της γνώσης, δυσκολεύτηκα αρκετά. Η αναμονή της επερχόμενης αλλαγής είναι το πλέον δύσκολο σκέλος, βασίλειο στο οποίο η θεωρία, με το προσωπείο του τρόμου, ας μη γελιόμαστε μεταξύ μας, ασκεί μοναρχία. Ούτε που θυμάμαι πόσα βιβλία άφησα τελικά αδιάβαστα εκείνον τον Αύγουστο, ίσως πάνω από δέκα, βιβλία ταλαιπωρημένα από τη συνύπαρξη μέσα στη τσάντα θαλάσσης παρέα με αντηλιακά και τάπερ τροφής. Ο Σεπτέμβρης ήρθε και ελάχιστα κείμενα είχα για το παρόν ιστολόγιο, μέχρι και να το παρατήσω σκέφτηκα, σε τέτοιο τέλμα ένιωθα χωμένος. Η ομοιοπαθητική είναι η μόνη θεραπευτική διέξοδος για το αναγνωστικό μπλοκάρισμα. Έριξα μια ακόμα ζαριά, έπιασα στα χέρια μου Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, ενός Ιταλού, του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς, που αγνοούσα πλήρως.

Και η ζαριά ήταν καλή, παρότι έφυγε από τρεμάμενα και ανασφαλή χέρια προς μια επιφάνεια μάλλον ανώμαλη, η πείνα για αφήγηση επανήλθε, η ανάγνωση θα με συνόδευε και σε αυτή την στροφή που έδειχνε ανυπέρβλητα ανηφορική. Δεκάδες φορές έχω επαναλάβει πόσο συγκινητικό είναι ένας συγγραφέας που δεν σε ξέρει να βοηθάει την παρτίδα να σωθεί, κάτι που η φιλολογία αδυνατεί να διακρίνει και να θεωρητικοποιήσει. Ο Καλίγκαριτς απέκτησε μια εξέχουσα θέση στην αναγνωστική μου καρδιά, άγνωστος μεταξύ γνωστών που συνέβαλλαν στην απαραίτητη ορθοπεταλιά προς το νέο και άγνωστο μονοπάτι που ανοιγόταν εμπρός μου. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να υπεραμυνθώ περαιτέρω της επιλογής μου να διαβάσω σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του το επόμενο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, με την καθοριστική μεταφραστική φροντίδα της Δήμητρας Δότση. Ιδιωτικές άβυσσοι.

Διατρέχοντας την εργοβιογραφικό σημείωμα του, γεννημένου το 1947, συγγραφέα, παρατηρεί κανείς ένα μεγάλο χρονικό κενό ανάμεσα στο πρώτο του μυθιστόρημα (Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, 1973) και το επόμενο (Posta prioritaria, 2002). Επίσης, η κυκλοφορία του Ιδιωτικές άβυσσοι το 2011 αποδείχτηκε καθοριστική, τα προηγούμενα δύο βιβλία του επανακυκλοφόρησαν, ενώ ακόμα τέσσερα έγραψε έκτοτε, σε μια περίοδο ιδιαίτερα γόνιμη, ένας συγγραφέας που επανασυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό της γείτονος χώρας, βρίσκοντας, παράλληλα, μεταφραστική διέξοδο προς άλλες αγορές, όπως συνέβη και στα καθ' ημάς, άλλωστε.

Λοιπόν. Ίσως τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να πω γιατί ξαναθυμήθηκα τούτη την ιστορία. Ας πούμε πως όλα οφείλονται στο μακρύ, κουραστικό ταξίδι που έκανα με το αυτοκίνητο μέχρι την πρωτεύουσα για να πω το τελευταίο αντίο στον γερο-Σανταντρέα. Ξαπλωμένο, παρελθόντος ορίου ηλικίας γαρ, στο ξύλινο κοστούμι του. Στη σκιά των κυπαρισσιών. Ένα ταξίδι που στην περίπτωσή μου αποδείχτηκε εξουθενωτικό λόγω των διουρητικών που παίρνω για την τόνωση του αδύναμου καρδιακού μου μυ, προκειμένου να καθυστερήσω το αναπόδραστο τέλος. Διευκρίνηση όχι και τόσο ανώφελη, μιας και γι' αυτό ακριβώς έχω σκοπό να μιλήσω. Για τον σκοτεινό μυ που, όταν βρίσκεται σε λειτουργία, πάλλεται επίμονος μέσα στη θωρακική κοιλότητα των ανθρώπων μέχρι τον ύστατο, τελεσίδικο χτύπο του.

Ο νεκρός, ο γερο-Σανταντρέα, είχε ένα μπαρ στη Ρώμη, με το όνομα Ξανακερδισμένος Χρόνος (ένα κλείσιμο του ματιού στην προυστική αναζήτηση), σε μια γειτονιά που στα τέλη της δεκαετίας του '60 βρισκόταν σε αναβρασμό, χωρίς ακόμα να έχει παραδοθεί ηττημένη στην τουριστική επέλαση. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής περνούσε κάποια διαστήματα στην πρωτεύουσα και υπήρξε τακτικός θαμώνας του μικρόκοσμου που διαμορφώνεται από τις δύο πλευρές μιας μπάρας. Επαγγελματίας τζογαδόρος, όσο παράδοξος και αν μοιάζει το επαγγελματίας ως ζευγάρι του τζόγου, ζει τα τελευταία χρόνια σε μια παραθαλάσσια περιοχή που το καζίνο της, παρότι ερημώνει, παραμένει ανοιχτό όλο τον χρόνο, ακόμα και μετά το τέλος της τουριστικής σεζόν. Η επίσκεψη στη Ρώμη, με αφορμή τον θάνατο του Σανταντρέα, ενεργοποιεί τα θραύσματα της μνήμης, επαναφέρει εκείνο το καλοκαίρι στο βάθος του ορίζοντα. Κάπου διάβασα και συμφωνώ πως παρότι είναι δύσκολο να επιβεβαιώσουμε τον μηχανισμό με τον οποίο η μνήμη λειτουργεί, συγκρατώντας και απορρίπτοντας καρέ και λεπτομέρειες κατά ιδία βούληση, είμαστε μάλλον βέβαιοι πως ό,τι τελικά συγκρατεί διαθέτει κάποια εγγενή αξία.

Είναι η ιστορία ενός βιαστικού γάμου, που σύντομα αποδείχτηκε δυσλειτουργικός στον πυρήνα εκ του οποίου κάθε ερωτικός δεσμός τρέφεται και αυτός δεν είναι άλλος από τη σεξουαλική επικοινωνία και συνδιαλλαγή των δύο μερών. Εκείνος, γόνος βιομηχάνων, είχε λάβει περιθώριο μια δεκαετία σουλατσαρίσματος πριν γυρίσει στη Γένοβα για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, εκείνη, κόρη Ελβετού τραπεζίτη, ορφανή πια, με το τραύμα της μητρικής απώλειας ανοιχτό και σε αιμορραγία. Ο αφηγητής έγινε αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας αυτής, θυμίζοντας ως ένα βαθμό τον αφηγητή του Καρδιά τόσο άσπρη, και κυρίως εκείνο το καθοριστικό: δεν θέλησα να μάθω και όμως έμαθα. Η αξιοπιστία του αφηγητή δέχεται εξ αρχής καθοριστικά πλήγματα, η συμπλήρωση των κενών και η ολοκλήρωση της ιστορίας εν πολλοίς αφήνεται σε μαρτυρίες τρίτων, κυρίως του Σανταντρέα, και προσωπικά γεφυρώματα.

Ο Καλίγκαριτς, ήδη από Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, έδειξε πως διαθέτει μια γοητευτική πρόζα, ποιητική και στακάτη, με διαρκή χρήση δινών και επαναλαμβανόμενων φράσεων, ιδανική για ανάσυρση στιγμών από το νοσταλγικό βασίλειο της νεότητος. Γιατί, μπορεί σε αυτή την ιστορία να υπήρξε απλώς ένας τριτοτέταρτος κομπάρσος, ωστόσο υπήρξε ταυτόχρονα νέος, με όσα δεινά και θαύματα η νεότητα επιφέρει, και αυτό είναι κάτι που στιγμή δεν πρέπει να αμελούμε διαβάζοντας (και) αυτή την αφήγηση. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ικανοποιεί την ύπαρξη μιας συναισθηματικής απόστασης, η εγγύτητα του αφηγητή ωστόσο προσδίδει και το απαραίτητο συναίσθημα, έστω και στο περιθώριο, καύσιμο ικανό για να διανύσει τη διαδρομή μέχρι να επιστρέψει πίσω στο καζίνο της ανεμοδαρμένης ακτής.

Η κεντρική ιστορία φέρει μαζί της διάφορες διακλαδώσεις, άλλες μικρότερες ιδιωτικές αβύσσους, αλλά και την εποχή εκείνη στο σύνολό της, με τη συνυφασμένη νοσταλγία σε αντιδιαστολή με το παρόν της αφήγησης, τότε, ο Μάης υποσχέθηκε μια αλλαγή, η αθέτηση της οποίας άφησε πίσω της ποδοπατημένες ελπίδες για τη διόρθωση της αδικίας, όταν το κοινωνικό προνόμιο κατέστησε ουτοπικές και δονκιχωτικές τις κουβέντες και τη θεωρία για παραίτηση και παραχώρηση. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το μυθιστόρημα αυτό ως κεντρικό του θέμα έχει την εκ των υστέρων κριτική της αλλοτρίωσης και του κομφορμισμού, που σε παρόντα χρόνο θα ήταν μάλλον αδύνατο να εντοπιστεί από τα ίδια τα υποκείμενα, που στον δικό τους μικρόκοσμο πίστευαν πως επαναστατούν. Αλλά και η ιστορία μιας πόλης, κυρίως του κέντρου της, που, από ζωντανός και παλλόμενος καρδιακός μυς, μετουσιώθηκε σε τουριστικό αξιοθέατο.

Ο τρόπος με τον οποίο ένας τζογαδόρος μαθαίνει με τα χρόνια, σίγουρα αν θεωρείται επαγγελματίας, όπως στην περίπτωσή μας, να ελέγχει το συναίσθημά του, να μην φανερώνει τι φύλλο κρατάει, αποδεικνύεται μια συγγραφική επιλογή καθοριστικής σημασίας, μια διέξοδος αποφυγής μιας πτώσης στο γλυκερό ζουμί του παρελθόντος. Η αφηγηματική φωνή, συγγενής εκείνης του Αντονιόνι, είναι που καθιστά ξεχωριστό και απολαυστικό το μυθιστόρημα αυτό, παρότι η ιστορία που αφηγείται δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, διαρκή ευρήματα, κορυφώσεις και ανατροπές, χωρίς, την ίδια στιγμή, να μη διαθέτει τον χαρακτήρα επείγουσας ανάγκης να ειπωθεί, όπως οι πρώτες κιόλας γραμμές επισημαίνουν και ο αντιηρωικός αφηγητής, παρότι στον περίγυρο της κεντρικής ιστορίας, υπηρετεί με συνέπεια μέχρι τέλους.

Στυλιζαρισμένο μα όχι βαρυφορτωμένο, εγκεφαλικό μα όχι αποστειρωμένο, γοητευτικό μα όχι λιγωτικό, ισορροπημένα συναισθηματικό και διόλου διδακτικό, το μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς είναι πολύ ωραίο και ο αφηγητής του ικανός να διατηρηθεί στην αναγνωστική μνήμη, ταυτόχρονα συμπαθής και αντιπαθής, σίγουρα όχι ηρωικός· με αρκετούς τέτοιους έχει φορτωθεί η ανατομία των περασμένων δεκαετιών, άλλωστε.

υγ. Για το σωτήριο Τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη έγραφα αυτό, για το σοκ της ανάγνωσης του Καρδιά τόσο άσπρη αυτό.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Ίκαρος