Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Χρόνοι δεκατρείς

Αν ήταν όροφος σε ουρανοξύστη ή σειρά καθισμάτων σε αεροπλάνο, θα είχε παραλειφθεί, τα πλέον αξιοθαύμαστα παραδείγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, εν είδει παράδοσης, πάντοτε με επίκληση αυτής, φτύνουν τον κόρφο τους. Ωστόσο, σε αυτή την απειροελάχιστη γωνιά του ψηφιακού κόσμου, ο ορθολογισμός, παρά τα όποια πλήγματα κατά καιρούς δέχεται, κρατάει τα σκήπτρα  ή, έστω, προσποιείται πειστικά πως το κάνει, και δεν χάνει ευκαιρία να προσθέσει ένα ακόμα κεράκι στη σειρά με τα σβησμένα, εκ των οποίων κάποια ακόμα καπνίζουν και όχι απαραίτητα τα πλέον πρόσφατα. Χρόνοι δεκατρείς, λοιπόν.

Κάθε χρόνο, ίδιες μέρες, μια παρόμοια ερώτηση με τη μορφή εσωτερικής φωνής διατυπώνεται: πώς περνούν τα χρόνια; Ανάλογα με τη συγκυρία ένα διάολε ακολουθεί ή ένα τα γαμημένα προηγείται, πότε πότε συμβαίνουν και τα δύο. Φέτος δεν είναι μια τέτοια συγκυρία και ίσως η επανεκκίνηση στη ζωή του συντάκτη να ευθύνεται σε ικανό βαθμό γι' αυτό. Κάθε χρόνο, πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το επετειακό κείμενο, διαβάζω ξανά τα αντίστοιχα ως τώρα, κάπως έτσι εποπτεύω επιτροχάδην τον περασμένο χρόνο, την εξέλιξη, την παγίωση και την ευγνωμοσύνη που νιώθω, έτσι αναδεικνύεται η διαφορά ανάμεσα σε εκείνα που θεωρώ δεδομένα και στα άλλα, τα σημαντικότερα, τα κεκτημένα, όλα εκείνα που δεν ήταν πάντοτε απλά και εύκολα, εκείνα που λειτουργούσαν ανασχετικά και λογοκριτικά, εκείνα που από το ίδιο τους το βάρος έπεσαν κάνοντας μικρότερο ή μεγαλύτερο κρότο.

Τα πρώτα γενέθλια του ιστολογίου, που ένα ποίημα του Λειβαδίτη έθεσε σε κίνηση, δεν τα γιόρτασα ποτέ· κάθε χρόνο μου κάνει εντύπωση αυτή η παράλειψη. Ίσως τότε να μην ανέμενα την μακροημέρευση του μπλογκ, ίσως δεν είχε καταλάβει ακόμα χώρο αρκετό στην καθημερινότητά μου, ίσως η ίδια η ζωή να μην άφηνε χώρο ούτε για μια αφορμή γιορτής, ίσως απλώς να έτυχε. Κάθε χρόνος που περνάει, η νοηματοδότηση γίνεται ακόμα λίγο πιο περίπλοκη καθώς η ματαιότητα και η μισανθρωπία ολοένα και επελαύνουν. Ας μη γελιόμαστε, όλα στη ζωή σε αυτή τη διαρκώς παρούσα διαδικασία βασίζονται. Ανά περιόδους, όχι απαραίτητα επετειακές, αναγκάζομαι να επανατοποθετώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου απέναντι στις σκέψεις διακοπής του εγχειρήματος αυτού. Πρώτα έρχεται να παίξει άμυνα η λογική· συντάσσει τη λίστα της: η ολοκλήρωση της ανάγνωσης, το ημερολόγιο εξέλιξης, η διαφύλαξη ενός χώρου αμιγώς προσωπικού, το μπούνκερ που κρατά σε απόσταση την ασφυκτική πραγματικότητα, ο διαχρονικά επίκαιρος χαρακτήρας του κανείς για μένα. Ύστερα ακολουθεί το συναίσθημα με σκέψεις που δύσκολα γίνονται λόγια. Κάπως έτσι συνεχίζω.

Θεωρώ πως το πλέον δύσκολο στη νοηματοδότηση είναι το δευτερεύον παρεπόμενο του ιστολογείν, η παρουσία στα διάφορα δίκτυα, η ψηφιακή εγγύτητα, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ. Συζητώντας με την Ε. τις προάλλες για τις διάφορες παθογένειες του κόσμου της γραφής και της ανάγνωσης, μου ήρθε η εξής σκέψη, μάλλον προφανής, αλλά με τον τρόπο της σωτήρια για το πώς στέκομαι απέναντι στη δυσωδία που συχνά πυκνά καλύπτει εκείνα που αγαπώ: οι αναγνώστες, της είπα, είμαστε από τη φύση μας υπάρξεις μοναχικές, που η μετάβαση στο ψηφιακό περιβάλλον μας βρήκε παντελώς απροετοίμαστους, έτσι όπως ανά πάσα ώρα και στιγμή έχουν τη δυνατότητα να κρυφοκοιτούν, να διατυπώνουμε κρίση και να νιώθουμε αυτοπεποίθηση, την ώρα που η όχληση της κοινωνικότητας μας δοκιμάζει απαρατήρητη, είμαστε σαν ένα μωρό, συνέχισα, που κλαίει χωρίς να ξέρει γιατί. Η απομάγευση κυριαρχεί. Γνωρίζουμε πια με σχετική ευκολία πολλά σχετικά με τα άλλοτε αόρατα πρόσωπα, πρώτα και κύρια των συγγραφέων. Έτσι, η ανάγνωση αποκτάει περισσότερες διαστάσεις, έρχεται στο εδώ και το τώρα, απεκδύεται τον μανδύα μυστηρίου και σεβασμού που άλλοτε έφερε.

Το μέσο, ωστόσο, δεν είναι σχεδόν ποτέ το πρόβλημα, η χρήση του είναι που το καθιστά προβληματικό. Και να μη θες να ξέρεις, μαθαίνεις. Αυτή είναι η συνθήκη πια. Τα πάσης φύσεως δίκτυα ελάχιστα απέχουν από τις ροζ σελίδες των περιοδικών κουτσομπολιού. Και όμως, ταυτόχρονα, η εξωστρέφεια αυτή σε καθιστά προνομιούχο, σε γλιτώνει από τη μοναξιά καθώς συναντάς αξιόλογους ανθρώπους εκεί έξω, δυνατότητα που σχεδόν αποκλειστικά οφείλεται σε όλα αυτά τα τρισκατάρατα δίκτυα του σατανά. Συχνά παρομοιάζω τα κοινωνικά δίκτυα με τα αστικά λεωφορεία. Μπαίνεις σε ένα γεμάτο από κόσμο λεωφορείο, πιστεύεις πως θα συναντούσες παραπάνω από ένα ενδιαφέρον άτομο, άξιο να αφιερώσεις χρόνο και κόπο ώστε να το καταστήσεις μέρος της δικής σου ζωής, αποδέκτη των σκέψεων και των προβληματισμών σου, να τον αποκαλέσεις σύντροφο; Πάω στοίχημα πως όχι. Ένα θα είναι και μάλιστα αν είσαι τυχερός, πολύ τυχερός. Έτσι και στο ψηφιακό χωριό, πολύ σαβούρα και διαμάντια λίγα. Ωστόσο, παρότι λίγα, υπάρχουν και λάμπουν.

Δεν είναι η πρώτη, ούτε φαντάζομαι η τελευταία, φορά που έστω και έμμεσα το γενέθλιο κείμενο αφιερώνεται σε όλα εκείνα τα υπέροχα πλάσματα που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά, ακόμα πιο έμμεσα, αν και κύρια, σε όλα εκείνα τα πλάσματα που λειτούργησαν ως φάροι αποφυγής, τα γνωστά και ως αντιπαραδείγματα πλεύσης. Πολλά απ' όσα αυτό το μπλογκ είναι οφείλονται σε αυτούς. Οι δυο λίστες ανανεώθηκαν, το ταμείο εξακολουθεί να είναι μείον, αλλά και τι να κάνεις. Ένας ακόμα χρόνος πέρασε.

υγ. Εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη με το οποίο ξεκίνησαν όλα το βρίσκετε εδώ.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Στο σπίτι των ονείρων - Carmen Maria Machado

«Αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα». Έτσι υποδέχεται η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο τον αναγνώστη Στο σπίτι των ονείρων. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα αν όντως το χρειαζόμουν το βιβλίο αυτό, κάτι το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στην άρνησή μου να προστρέχω στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που πρόκειται να διαβάσω, εντούτοις ομολογώ πως η φράση λειτούργησε κατά τρόπο προκλητικό, ένιωσα δηλαδή τη συγγραφέα να μου πετάει το γάντι, παρότι ήδη είχα αποφασίσει πως αυτό θα ήταν το επόμενο βιβλίο που θα διάβαζα.

Είδα σε κάποια ψηφιακή πλατφόρμα την άποψη κάποιου σχετικά με το τι είναι λογοτεχνία και τι όχι με αφορμή μια συλλογή διηγημάτων φεμινιστικού προσανατολισμού. Δεν χρειάζεται, έλεγε, η λογοτεχνία να μας πει πώς να φερόμαστε στις γυναίκες ως άντρες, υπάρχει, συνέχιζε, η κοινωνιολογία ή οι σπουδές φύλου γι' αυτό. Από μένα είναι όχι. Όχι γιατί δεν υπάρχει η κοινωνιολογία ή οι άλλες επιστήμες, αλλά γιατί η λογοτεχνία, με τον τρόπο της, τις περιλαμβάνει, στην προσπάθεια να ενσωματώσει το σύνολο της εμπειρίας που συνεπάγεται το να είναι κανείς ζωντανός. Και δεν είναι διόλου τυχαίο που οι φωνές αυτές πυκνώνουν τη στιγμή που θεωρούν πως στερούνται το δικαίωμα να μονοπωλούν την αφήγηση οι λευκοί δυτικοί χριστιανοί ετεροφυλόφιλοι άντρες, όπως παραδοσιακά γινόταν στη λογοτεχνία πριν εμφανιστούν οι μεταποικιακές, φεμινιστικές και κουήρ αφηγήσεις, πριν «γίνουν μόδα», σύμφωνα με τους λευκούς δυτικούς χριστιανούς ετεροφυλόφιλους άντρες, που ετοιμάζουν, αν δεν το έχουν ήδη έτοιμο, ένα κίνημα ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται.

Και τα λέω όλα αυτά διαθέτοντας αρκετά προνόμια συγκυριακά και μόνο. Η λογοτεχνία για μένα είναι, μεταξύ πολλών άλλων, μια διασταλτική λειτουργία για τον εγκέφαλο. Έχω κατά καιρούς αναφέρει πώς ένιωσα όταν στα δεκαεννέα μου χρόνια διάβασα για τη χαρά που ένιωσε η ηρωίδα στην Ταυτότητα του Κούντερα όταν έμαθε πως το βρέφος που κυοφορούσε ήταν νεκρό, το σοκ που έπαθε ο προγραμματισμένος ως τότε εγκέφαλος να θεωρεί την εγκυμοσύνη μια κατάσταση υποχρεωτικής χαράς και ευδαιμονίας και πώς ακούστηκε το κρακ που σημειώθηκε κατά τη διαστολή, κατά την εισαγωγή της πιθανότητας: μπορεί και να μην είναι έτσι.

Λέω όλα αυτά τα προλογικά, φαινομενικά άσχετα με το βιβλίο της Ματσάδο, ορμώμενος από εκείνο το «αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα», για να πω, με λίγα λόγια, πως κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, δεν μπορείς να ξέρεις αν ένα λογοτεχνικό έργο σε αφορά ή όχι, και πρέπει να δοκιμάσεις για να το καταλάβεις, και ίσως, ακόμα, να χρειάζεται συχνά να περάσει χρόνος από την ανάγνωση για να αντιληφθείς πως το βιβλίο αυτό μιλούσε, με τον τρόπο του, για σένα. Το καλό είναι πως ποτέ δεν είναι αργά για να ακουστεί αυτό το πολυπόθητο εγκεφαλικό κρακ.

Είμαι εκείνος που η Ματσάδο περιγράφει. Εκείνος που ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως σε μια ομόφυλη σχέση μεταξύ γυναικών μπορεί να υπάρχει βία. Κάποιος που πίστευε πως η βία είναι προνόμιο των αντρών απέναντι σε γυναίκες και παιδιά. Κάποιος που είχε το προνόμιο να μην χρειαστεί ποτέ να σκεφτεί τις διάφορες εκδοχές της βίας. Είδατε τι ωραίο μπαλαντέρ που είναι η λέξη προνόμιο; Οι απειλούμενες κοινωνικές ομάδες συχνά αγιοποιούνται, στον αγώνα για επιβίωση μια αυθαίρετη γενίκευση πραγματοποιείται, να μην αφήσει τίποτα και κανένα απέξω, να μη δοθεί η παραμικρή λαβή στον πανίσχυρο αντίπαλο. Οπότε ναι, το χρειαζόμουν αυτό το βιβλίο, αυτό το βιβλίο ήταν –και– για μένα, έστω και έμμεσα.

Η αυλαία σηκώνεται και βλέπουμε δύο γυναίκες καθισμένες τη μία απέναντι στην άλλη: η ΚΑΡΜΕΝ, μια χοντρή γυναίκα, φυλετικά απροσδιόριστη, είκοσι–είκοσι πέντε χρονών· η στάση του κορμιού της άθλια. Πληκτρολογεί στον υπολογιστή της. Απέναντί της η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ, λευκή, μικρόσωμη, σαν αγόρι, πληκτρολογεί κι αυτή, με σφιγμένο σαγόνι. Γύρω τους το σπίτι εισπνέει, εκπνέει, εισπνέει και πάλι.

Σε αυτό το αυτοδοκίμιο με λογοτεχνικά γνωρίσματα, η Ματσάδο εξιστορεί τη σχέση της με μια γυναίκα, μια σχέση έντονου πάθους, πλην όμως μια σχέση έντονα κακοποιητική. Στην αφήγησή της χρησιμοποιεί ένα εύρημα που θυμίζει τον Κενό και τις Ασκήσεις ύφους. Η Ματσάδο χωρίζει το κείμενο σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, προλογίζοντας στον εκάστοτε τίτλο την αφηγηματική τεχνική που θα ακολουθήσει. Το εύρημα εδώ ξεπερνάει τα όρια της τεχνικής του λειτουργίας και μετατρέπεται σε αποτύπωση του όγκου και του εύρους σκέψης και ενασχόλησης της συγγραφέως με τη σχέση της. Είναι όλες οι οπτικές γωνίες από τις οποίες η Ματσάδο δοκίμασε να κατανοήσει, να δικαιολογήσει, να κρίνει, να αποδεχτεί, να συμφιλιωθεί, να παρατείνει, να τερματίσει, να μιλήσει για τη σχέση της με τη γυναίκα από το σπίτι των ονείρων. Η συγγραφέας καταφεύγει στη θεωρία αρκετά συχνά, επικαλείται πηγές και παρουσιάζει μια εκτενή βιβλιογραφία, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της κατάταξης του βιβλίου ως αυτοδοκίμιο, κάτι ανάλογο είχε κάνει και στους Αργοναύτες η Νέλσον, παρότι, κατά δήλωσή της, δεν φιλοδοξεί να πετύχει μια συνολική καταγραφή για την ενδοοικογενειακή κακοποίηση στα ομόφυλα ζευγάρια.

Η Ματσάδο επιτρέπει στο συναίσθημα να παρεισφρήσει. Το Στο σπίτι των ονείρων είναι μια, φαινομενικά συγκροτημένη μα στον πυρήνα της απεγνωσμένη, απόπειρα ίασης. Είναι ο τρόπος της να ξεπεράσει το τραύμα, να απαντήσει στα ερωτήματα αυτοκατηγορίας: γιατί δεν έφυγες νωρίτερα, γιατί το επέτρεψες, γιατί δεν το κατάλαβες έγκαιρα; Να απαντήσει σε όλα τα γιατί, να αναμετρηθεί με το συναίσθημα και την ανασφάλεια της. Να καλύψει την πληγή, να σταματήσει την αιμορραγία, να καταφέρει να προχωρήσει. Κάπου εδώ μια, κατά πάσα πιθανότητα λευκή αντρική, φωνή ξεπετιέται: και τι μας νοιάζει; Είναι μια ύπουλη ερώτηση, μια σοφιστεία που ξεπήδησε με την άνθηση της αυτομυθοπλασίας και κορυφώθηκε με την πρόσφατη απονομή του Νόμπελ στην Ερνό. Είναι ένα λάθος ερώτημα, γιατί αν μπούμε στη λογική να το απαντήσουμε τότε ελάχιστα έργα της παγκόσμιας γραμματείας μας νοιάζουν, όπως για παράδειγμα το εμμονικό κυνήγι μιας φάλαινας, για να πω ένα παράδειγμα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν τα βιβλία αυτά, όπως της Ματσάδο, διαθέτουν λογοτεχνική αξία. Εδώ η απάντηση είναι απόλυτη και καταφατική, ναι, το Στο σπίτι των ονείρων διαθέτει υψηλή λογοτεχνική αξία, παρά την υβριδική φύση του, αυτή του αυτοδοκιμίου. Το μήνυμα που μεταφέρει δύναται να αποτυπωθεί λακωνικά ως εξής: η βία μπορεί να συναντηθεί και σε μια ομόφυλη σχέση. Από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει τις πάνω από τριακόσιες σελίδες του βιβλίου, θα υποχωρούσε καθώς ο αυχένας θα συντριβόταν από το βάρος. Το Στο σπίτι των ονείρων είναι από τα έργα εκείνα που σε κάνει να νιώθεις άβολα όταν κάποιος σε ρωτά αν σου άρεσε. Τι να μου άρεσε;, θες να πεις. Και όμως το διάβασες αχόρταγα, βρήκες ομορφιά εκεί που η φρίκη κυριαρχούσε, βρήκες απόλαυση στον πόνο, και αν αυτό δεν είναι απόδειξη καλής λογοτεχνίας τότε δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να είναι.

υγ. Για τους Αργοναύτες της Νέλσον περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για την Ταυτότητα του Κούντερα εδώ.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Τι ντροπή - Paulina Flores

Παραλίγο δεν θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Όταν κυκλοφόρησε, σημείωσα κάπου στο μυαλό μου πως θα ήθελα να διαβάσω τα διηγήματα της γεννημένης το 1988 Χιλιανής, αλλά ξέρετε τώρα πώς (δεν) λειτουργεί το μυαλό, αλλά ας μην το αδικώ, είναι τόσες πολλές οι παρόμοιες σημειώσεις με το οποίο το βαρυφορτώνω διαρκώς. Ωστόσο, πριν από κάποιους μήνες το θυμήθηκα κάνοντας μια λίστα αγοράς σ' ένα νέο υπέροχο βιβλιοπωλείο –αυτό εδώ– στο κέντρο της Αθήνας. Λίστα-ποδαρικό. Βασικά θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα με τη Λ. όταν κυκλοφόρησαν τα διηγήματα της Φλόρες. Με τη Λ. μοιραζόμαστε το αναγνωστικό πάθος για τη γυναικεία λογοτεχνία από τη Λατινική Αμερική. Ομολογώ πως εκείνη κάνει περισσότερα για να ικανοποιήσει αυτό το πάθος, ξεψαχνίζει λίστες, κοιτάζει με επιφύλαξη βραβεία, φροντίζει να διαβάζει και στα αγγλικά νιώθοντας ανυπόμονη και έχοντας περιορισμένη εμπιστοσύνη για τα αντανακλαστικά του εγχώριου κυκλώματος παραγωγής βιβλίων. Πριν σημειώσω το Τι ντροπή στα προσεχώς, τη ρώτησα. Μου επιβεβαίωσε πως καλά θα έκανα να το διαβάσω. Έτσι έγινε και, παρά τα πήγαινε έλα, έφτασε η στιγμή. Ποτέ δεν είναι αργά.

Το ομώνυμο της συλλογής διήγημα απέσπασε το βραβείο Ρομπέρτο Μπολάνιο, λες και δεν αρκούσε η κοινή καταγωγή με το λογοτεχνικό αυτό τέρας για να φορτώσει με βάρος προσδοκιών οποιοδήποτε γραπτό παράγει και εξάγει η Χιλή, άρα και το Τι ντροπή. Τουλάχιστον, εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του Μπολάνιο είναι η οξυδέρκεια με την οποία αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, το λίγο φως και το αρκετό σκοτάδι που τον συνθέτει, το καταφύγιο που αναζητά στη λογοτεχνία, όχι για να αποκοπεί αλλά για να αντέξει, γεγονός που καθιστά το έργο του συλλογικό τόσο ως πρόσληψη όσο και ως επιρροή. Δηλαδή, θέλω να πω, δεν είναι απλό να ισχυριστεί κάποιος πως ένας συγγραφέας, η Φλόρες εν προκειμένω, αντιγράφει τον Μπολάνιο, αν με αυτή την κατηγορία εννοεί την αντιθετική αποτύπωση του κόσμου τριγύρω, την ποιητικότητα του ζόφου που ολοένα μας κυκλώνει και εντός του οποίου πρέπει να βρούμε νόημα και κίνητρο, ιδανικά χαρά και ικανοποίηση. Μάλλον, περί μονόδρομου πρόκειται.

Τα διηγήματα, που ως είδος δεν είναι του γούστου μου, στη συλλογή αυτή είναι ταυτόχρονα πολυσέλιδα και αρκούντως σφιχτοδεμένα, αυτάρκη νησιά που συνθέτουν ένα σύμπλεγμα με κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ευδιάκριτες κατά τόπους ιδιαιτερότητες, με το δικό τους μικροκλίμα δηλαδή, όπως μια καλή συλλογή διηγημάτων απαιτεί και το Τι ντροπή είναι μια καλή συλλογή διηγημάτων, πολύ καλή για την ακρίβεια του χαρακτηρισμού. Η Φλόρες πετυχαίνει κάτι δύσκολο –και σπάνιο–, τα διηγήματα μοιάζουν να είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αφήγησης, σαν η ιστορία να μην αρχίζει και τελειώνει στα όρια της αφήγησης αλλά να προηγείται και να συνεχίζει αυτών. Υποδειγματικός –και– ως προς αυτό υπήρξε ο Κάρβερ, στα στιγμιότυπα από τη ζωή των χαρακτήρων του. Ο κόσμος εντός του οποίου διαδραματίζονται τα διηγήματα είναι κοινός και αναγνωρίσιμος, αποτελεί τον εμφανή και κύριο ιστό που συνέχει τη συλλογή, την ώρα που η συγγραφέας δοκιμάζει διάφορες γωνίες λήψεις, σε μια απέλπιδα, θαρρείς, προσπάθεια να εντοπίσει κάπου μέσα στον ζόφο κάποια στοιχεία οξυγόνου. Δοκιμάζει τόσο την πρωτοπρόσωπη όσο και την τριτοπρόσωπη αφήγηση, να δει απέξω ως παντογνώστρια την ιστορία, να δει από μέσα, να γευτεί την ταύτιση με τους χαρακτήρες της, να δει πώς λειτουργεί η ενσυναίσθηση.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια αρετή στη γραφή της Φλόρες θα ήταν αυτή ακριβώς η διάθεσή της να εξερευνήσει την ανθρώπινη κατάσταση υπό τις υπάρχουσες συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που μετατρέπει την παραγωγή λογοτεχνίας σε μια πράξη υψίστης προσωπικής υπόθεσης. Η Φλόρες γράφει για πρόσωπα και καταστάσεις που την αφορούν. Αυτή η ιδιότυπη περιέργεια είναι που δίνει στα διηγήματα τον απαραίτητο ρεαλισμό ώστε να σταθούν και να συνομιλήσουν με την εμπειρία του αναγνώστη, ενώ τα απαλλάσσει από τον διδακτισμό εκείνου που –νομίζει πως– τα ξέρει όλα και δεν διαθέτει την παραμικρή αμφιβολία περί αυτού. Τα διηγήματα της Φλόρες δεν θα αλλάξουν τον ρου της παγκόσμιας γραμματείας, ούτε θα προσφέρουν μια καινούρια οπτική παρατήρησης του κόσμου. Όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν αποτέλεσαν, καμία στιγμή, συστατικό των προγραμματικών δηλώσεων της δημιουργού. Τα διηγήματα της Φλόρες πετυχαίνουν να συνδυάσουν την τεχνική αρτιότητα με τη συγχρονία, το εγκεφαλικό με το συναισθηματικό, δεν χειραγωγούν ούτε εκβιάζουν το συναίσθημα, δεν καπηλεύονται τον ανθρώπινο πόνο ούτε τον υποτιμούν, είναι δείγμα καλής λογοτεχνίας.

Η συλλογή δεν πάσχει από ένα σύνηθες νόσημα, εκείνο που ξεχωρίζει ένα ή δύο διηγήματα από τα υπόλοιπα της συλλογής, αφήνοντας μια αίσθηση άνισου στον αναγνώστη, καθώς νιώθει πως τα υπόλοιπα διηγήματα χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως γέμιση. Εντούτοις, προσωπικό αγαπημένο, ίσως γιατί έδειξε μια πρόθεση πειραματισμού και εξόδου από την πεπατημένη, ήταν το ενενηντασέλιδο Είμαι τυχερή που κλείνει τη συλλογή και προϊδεάζει τον αναγνώστη για ένα πιθανό βήμα στη μεγάλη φόρμα κάποια στιγμή. Το Τι ντροπή παραμένει ακόμα, από το 2015 που κυκλοφόρησε, το μοναδικό της έργο. Ξέρω πως η Λ. θα έχει τον νου της.

Μετάφραση Ματθίλδη Σίμχα
Εκδόσεις Κίχλη

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Παρακαταθήκη - Hernan Diaz

Είχα σκιαγραφήσει έναν εντυπωσιακό ορίζοντα προσδοκιών για το βιβλίο αυτό με τον καμβά στηριγμένο πλήρως στο ένστικτο και πώς αλλιώς αφού επρόκειτο για το πρώτο βιβλίο του Ερνάν Ντίαζ που μεταφραζόταν στα ελληνικά. Και είναι οι προσδοκίες πάντοτε ένα διπρόσωπο ον.

Η Παρακαταθήκη είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια περίτεχνη κατασκευή για τον ρόλο της λογοτεχνίας, για την αποτύπωση της πραγματικότητας, πραγματικότητα η οποία συχνά ξεπερνά σε επινόηση τη μυθοπλασία, αφήνοντάς την να ακολουθεί τρεκλίζοντας στη σκόνη που πίσω της σηκώνει. Ο Ντίαζ επενδύει το μεγαλύτερο μέρος του κόπου του στην κατασκευή αυτή, στα νήματα που την ενώνουν, στον τρόπο με τον οποίο τα κομμάτια του παζλ, αργά και σταθερά, παίρνουν τη θέση τους στο ταμπλό. Και εδώ υπάρχει μια παγίδα εντυπωσιασμού στην οποία συχνά παραπατούν και χάνονται φιλόδοξες προσπάθειες. Κάτι τέτοιο εδώ δεν συμβαίνει, αφού το εύρημα έρχεται να λειτουργήσει άκρως υποστηρικτικά στην πολυεπίπεδη αφήγηση της ιστορίας του Άντριου Μπέβελ και της συζύγου του, Μίλντρεντ. Ο Άντριου Μπέβελ, ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, απόγονος μιας οικογένειας επιχειρηματιών, ελάχιστα κοινωνικός, ιδιαίτερα ευφυής, πετυχαίνει να πολλαπλασιάσει την περιουσία του λαμβάνοντας αποφάσεις με ιδιαίτερο ρίσκο, χειραγωγώντας την αγορά και έχοντας μια ιδιαίτερη άποψη για τη σύνδεση ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος. Θα παντρευτεί τη Μίλντρεντ με τη μεγάλη αγάπη για τις τέχνες και τη διάθεση, με την οικονομική υποστήριξη του συζύγου της, να ενισχύσει όσο μπορεί τη σύγχρονη αμερικάνικη τέχνη. Η Παρακαταθήκη είναι η ιστορία τους, ιδωμένη από διάφορες γωνίες.

Ο Ντίαζ μοιάζει να λέει πως υπάρχουν τόσες ιστορίες όσοι και οι αφηγητές τους, καθώς καθένας διαθέτει ένα συγκεκριμένο σημείο θέασης αλλά και ένα προσωπικό μπουκέτο επιδιώξεων. Και ακριβώς γι' αυτό η αξιοπιστία της κάθε αφήγησης τίθεται εν αμφιβόλω, η αλήθεια καθίσταται σχετική, αφού ακόμα και η πλέον μύχια εις εαυτόν αφήγηση υπόκειται, συνειδητά ή όχι, σε δεδομένους περιορισμούς και επιδιώξεις. Ο τίτλος που ο Ντίαζ δίνει στο μυθιστόρημά του αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύστοχος, αφού η παρακαταθήκη συναντάται στον πυρήνα κάθε ύπαρξης και δεν περιορίζεται στο υλικό της σκέλος, αλλά εν πολλοίς έχει να κάνει με την προς τα έξω εικόνα, τη φήμη για παράδειγμα. Και αν η κατασκευή διαθέτει διάφορα εργαλεία του μεταμοντέρνου, το περιεχόμενο της αφήγησης διακρίνεται για τον μοντερνισμό του, σε αναλογία πάντοτε με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, αφηγηματική επιλογή που προσδίδει μια πατίνα παλαιού σε ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε μόλις πρόσφατα και έφτασε κοντά στο βραβείο Booker.

Ο Ντίαζ διαθέτει την ικανότητα της γοητευτικής αφήγησης και βρίσκει σύμμαχο μια εποχή λογοτεχνικά γοητευτική, αλλά η φιλοδοξία του δεν αρκείται ευτυχώς σε αυτήν, παρότι φαινομενικά τουλάχιστον μοιάζει να μην υποκύπτει στη σαγήνη της συγγραφής του επόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος. Αναμετράται με μια περίοδο της ιστορίας με την οποία ιερά λογοτεχνικά τέρατα έχουν κατά κόρον ασχοληθεί. Αυτή ωστόσο δεν είναι μια αναμέτρηση με νικητές και ηττημένους, το διακύβευμα εδώ είναι να αναδυθεί το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα, το νέο που κομίζει, χωρίς όμως ταυτόχρονα η ανάδυση αυτή να ξενίζει. Ο Ντίαζ με τη σκευή του πλήρη τα καταφέρνει περίφημα και σε αυτό σίγουρα βοηθάει η σύνθετη και πολυεστιακή κατασκευή που υλοποιεί. Οι εγκιβωτισμοί, το σημαντικότερο ίσως αφηγηματικό εύρημα, πραγματοποιούνται με τρόπο λειτουργικό και δικαιολογημένο, τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν γίνεται απλώς για να γίνει, αλλά η κάθε μικρή απόφαση εξυπηρετεί τον τελικό σκοπό εξ αρχής διακριτό και συγκεκριμένο.

Μέσα από την ιστορία των Μπέβελ, ο Ντίαζ αφηγείται την αμερικάνικη ιστορία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα, εν πολλοίς συνυφασμένη με την οικονομία, με τις ανόδους και τις πτώσεις τής αγοράς. Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει την επιστήμη της οικονομίας, η λειτουργία της αγοράς, η ηθική της επιχειρηματικότητας που ισορροπεί και εμπλέκεται με τη νομιμότητα, αποδεικνύεται ευφυής και λειτουργεί αντιστικτικά με την τέχνη, και δη τη λογοτεχνία, που αποτελεί τον άλλο κεντρικό πόλο περιστροφής του μυθιστορήματος. Το ταμπλό επί του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία προσφέρει στον συγγραφέα τον απαραίτητο χώρο ώστε να αναδείξει διάφορες πλευρές του ζην. Η θέση της γυναίκας, η εξάρτηση της τέχνης από τους χορηγούς, η ματαιοδοξία του χρήματος, η αντιμετώπιση της ψυχικής υγείας, μεταξύ άλλων. Ένα ιδιαιτέρως πλουραλιστικό μυθιστόρημα, απολαυστικό στην ανάγνωση, που δεν μπερδεύει τον αναγνώστη με τα τερτίπια του, φτιαγμένο με τρόπο περίτεχνο αλλά ταυτόχρονα προσιτό, που δεν θυσιάζει την απόλαυση για χάρη ή υπό το βάρος της φιλοδοξίας και της εκζήτησης. Και αυτό θεωρώ πως είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του χορταστικού αυτού βιβλίου, το γεγονός πως η εγκεφαλικότητα της σύνθεσης δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάγνωση.

Ικανό μέρος των προσδοκιών εξ αρχής πήγαζε από το όνομα της Κάλλιας Παπαδάκη στη μετάφραση. Τόσο γιατί με εκείνη έχω συνδέσει ένα από τα πλέον υποτιμημένα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, το Graffiti Palace του Λομπάρντο, όσο και για ένα από τα αξιομνημόνευτα εγχώρια μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας, τους Δενδρίτες. Η Παρακαταθήκη ικανοποίησε και με το παραπάνω τις προσδοκίες που αυθαίρετα της είχα φορτώσει. Ένα καλό βιβλίο.

υγ. Για το Graffiti Palace περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για τους Δενδρίτες εδώ.

Μετάφραση Κάλλια Παπαδάκη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Βουκαμβίλια ποπ - ΜΚΧ

Εναλλακτικά: Απομαγνητοφώνηση μιας παρουσίασης εμπλουτισμένη με όσα το άγχος στέρησε σε πρώτο χρόνο.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα ξεκινούσα με την αφηγηματικότητα της ποίησης της ΜΚΧ, για τις ιστορίες και τα στιγμιότυπα που απομονώνει από τον ζόφο και τη μαγεία της καθημερινότητας. Το κάθε ποίημα, τι και αν συνήθως άτιτλο, γίνεται το κάδρο μέσα στο οποίο μια μικρή πλοκή λαμβάνει χώρα, μια ιστορία από το λεωφορείο, τον δρόμο αργά τη νύχτα, το σχόλασμα από τη δουλειά, τις φίλες και τους συντρόφους, το mansplaining στη λαϊκή, την οπλισμένη με κλειδιά γροθιά, το μάλλον άχρηστο τηλέφωνο ανά χείρας. Οι εικόνες που γεννά δεν είναι αφηρημένες, δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, δεν γίνονται εν απουσία του ποιητικού υποκειμένου θυσία σε μια απόμακρη και ιδιότροπη μούσα.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα σας μιλούσα επίσης για την πολιτική διάσταση της ποίησης αυτής, που ανήκει στο σώμα της κουήρ, φεμινιστικής και ταξικής λογοτεχνίας. Θα έλεγα επίσης για την επιδέξια ακροβασία στο όριο της στρατευμένης λογοτεχνίας, σπεύδοντας, με κάποιο άγχος, να υπεραμυνθώ της λογοτεχνικής αξίας των ποιημάτων, την απουσία της συνήθως ξύλινης γλώσσας και των αφόρητων κλισέ, θα αναφερόμουν στον εσωτερικό ρυθμό του κάθε ποιήματος και στον συνολικό συντονισμό της συλλογής. Θα έκανα ειδική αναφορά στις λέξεις που η ΜΚΧ χρησιμοποιεί για να συνθέσει τα ποιήματά της. Λέξεις καθημερινές, φρέσκες, ζωντανές. Λέξεις από το εδώ και το τώρα της γλώσσας, μακριά από τα προπύργια του αναχωρητισμού σε μια χωροχρονική συντεταγμένη κατά την οποία, όσο ποτέ άλλοτε, η ποίηση μπερδεύεται με την ποιητικότητα και η επιτήδευση με το βάρος.

Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση θα έψαχνα στη φαρέτρα των ταπεινών περί ποίησης γνώσεών μου να εντοπίσω σχήματα λόγου και διακειμενικές αναφορές, θα τόνιζα με περισπούδαστο ύφος την ηθελημένη απουσία ρίμας και τον χαρακτήρα πεζοποιήματος, την έντονη προφορικότητα και τους κοφτούς στίχους. Θα έκλεινα ίσως με θετικές παρατηρήσεις γύρω από την καλαίσθητη έκδοση, το όμορφο εξώφυλλο και διάφορα άλλα κενά νοήματος αντίστοιχα σχόλια, μην ξεχνώντας να επισημάνω την αγωνία για το επόμενο βήμα, για το πάντοτε δύσκολο δεύτερο βήμα, φροντίζοντας ταυτόχρονα, ως λάτρης του πεζού λόγου, να προτρέψω τη ΜΚΧ να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μικρή φόρμα.

Όμως αυτή δεν είναι μια τυπική παρουσίαση όπως θα έχετε σίγουρα καταλάβει. Και δεν είναι μια τυπική παρουσίαση γιατί το υποκείμενο της ανάγνωσης φέρει προνόμια που το εξαιρούν από το κοινό στο οποίο αυτή η ποίηση πρώτιστα και κύρια απευθύνεται. Τα προνόμια αυτά, άλλωστε, με κράτησαν μακριά από την πρώτη παρουσίαση της συλλογής. Τα προνόμια αυτά ωστόσο με φέρνουν σε αυτή τη δεύτερη παρουσίαση με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης της συλλογής. Τι μεσολάβησε αυτό το διάστημα, θα αναρωτηθείτε και θα έχετε δίκιο. Ας είμαι ειλικρινής. Ήθελα να έχω συμμετάσχει, αυτό σκεφτόμουν οδηγώντας σπίτι μετά την πρώτη παρουσίαση, ήθελα να είμαι στο πάλκο, εγώ που θεωρώ εαυτόν αγοραφοβικό, ήθελα να έχω πάρει λίγη από τη σκληρή ομορφιά της Ποπ βουκαμβίλιας, να αποτελέσω πιο ενεργό μέρος της γιορτής εκείνης που στήθηκε με μεράκι στα γρασίδια ενός πάρκου. Το είχα κιόλας μετανιώσει. Όχι, όμως, για τους πραγματικούς λόγους.

Ήταν τα προνόμιά μου που ένιωθα πως με κρατούσαν μακριά. Σαφέστατα μπορούσα να αντιληφθώ και να απολαύσω τις αρετές της ποίησης της ΜΚΧ, εκ του μακρόθεν ωστόσο και όχι με έναν τρόπο βιωματικό, χωρίς να νιώθω το συναίσθημα, συχνά ψευδές μα τόσο αναγκαίο στην ανάγνωση, πως οι στίχοι με περιλαμβάνουν στην από δω και όχι στην αποκεί πλευρά των προσώπων και της καθημερινότητας. Διάβαζα κάπου πρόσφατα πως μπορεί κανείς να αντιληφθεί πραγματικά τα προνομία του μόνο όταν συναντήσει κάποιον που με λιγότερα προνόμια κατάφερε να πετύχει περισσότερα, και νομίζω πως αυτή η διατύπωση αναφέρεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο στέκομαι απέναντι στα προνόμιά μου. Και αυτά τα προνόμια με έφεραν σήμερα να μιλήσω για τη συλλογή αυτή. Μοιάζει οξύμωρο, το ξέρω.

Διατηρώ λοιπόν το προνόμιο της εκ του ασφαλούς πρόσληψης. Τη δυνατότητα να μιλάω για σχήματα λόγου και ομορφιά, λυρισμό και συγχρονία, επιδεικνύοντας την αναγνωστική μου επάρκεια αλλά και την ποικιλομορφία των αναγνωσμάτων μου. Την απόσταση εκείνη που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο επιτρέποντας μου να λυπάμαι την κακή τύχη του να είσαι γυναίκα, απλώνοντας εμπρός μου ένα πεδίο δόξης λαμπρό ώστε να ξετυλίξω τη γαματοσύνη του εαυτού, τη μεγαθυμία μου αλλά ταυτόχρονα να κρατώ και τις επιφυλάξεις μου, να μπορώ να σκέφτομαι πως υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής αλλά και της εκμετάλλευσης της γυναικείας ιδιότητας, να ενοχλούμαι που η ποίηση της ΜΚΧ διεκδικεί και δεν αρκείται στη μοιρολατρεία που συχνά διακρίνει την κουήρ ή φεμινιστική γραφή, νιώθοντας άβολα, ίσως και θυμωμένα, που δεν ζητά απλώς και μόνο την παρηγοριά στην οποία με χαρά και έμφαση θα προσερχόμουν να δώσω, συνοδεύοντας τα λόγια με ένα γλυκό ταπ ταπ στην πλάτη.

Ας προσθέσουμε και αυτό γυρίζοντας στον πολιτικό χαρακτήρα της ποίησης της ΜΚΧ, τη διεύρυνση του τρόπου με τον οποίο αντανακλαστικά σκεφτόμαστε απέναντι στη βιωματική λογοτεχνία των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, σε μια εποχή που κάποιοι ισχυρίζονται πως οι από κάτω έχουν καταλάβει τη λογοτεχνική αρένα στερώντας από εμάς τους λευκούς, στρέητ, χριστιανούς, δυτικούς άντρες την πρόσβαση που τόσους αιώνες απολαμβάναμε, έχοντας ντύσει τον κόσμο με τις δικές μας λέξεις, έχοντας εγκαθιδρύσει τον δικό μας κανόνα. Για μένα, η λογοτεχνία όπως αυτή που η ΜΚΧ παράγει, λειτουργεί διασταλτικά, οξύνοντας το βλέμμα μου καθώς σε κάθε ένσταση περί υπερβολικού μια φωνή μέσα μου αντηχεί: σκάσε τώρα και διάβαζε· ενώ, ταυτόχρονα, με κάνει να χαμηλώσω το βλέμμα. Δεν μπορώ και δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω πώς είναι να είσαι γυναίκα σε ένα λεωφορείο ή αργά το βράδυ κατεβαίνοντας τη Συγγρού. Και αν ισχυριστώ κάτι τέτοιο θα είναι ψέμα, αν πω: ξέρω πώς νιώθεις.

Και είναι μια μάχη συνεχής, μια μάχη αποτελούμενη από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες ήττες, ένα εκκωφαντικό τσαλάκωμα της γαματοσύνης, της μη εξαίρεσης του εαυτού από τον κανόνα του συνόλου που ανήκει. Γιατί ακόμα και τώρα που διαλαλώ τη συνείδηση με την οποία προσέρχομαι για να μιλήσω για την ποίηση της ΜΚΧ χρειάστηκε η παρέμβαση της Ε. για να μου υποδείξει πως μιλώντας για προνόμια ίσως να έπρεπε να διαλέξω το ποίημα της σελίδας εβδομήντα και όχι εκείνο της σελίδας δεκαοχτώ που αρχικά είχα επιλέξει. Θα σας διαβάσω και τα δύο για να καταλάβετε πόσο ακόμα δρόμο έχω να διανύσω:

(σελ. 18)

τα ρούχα των κοριτσιών
δεν έχουν τσέπες
οι τσέπες
στα αντρικά πουκάμισα
έχουν το κατάλληλο μέγεθος
για τις σερβιέτες
κυκλοφορώ
στο χωριό
με τις σερβιέτες
στην τσέπη
του αντρικού μου πουκαμίσου
και νιώθω
-ρε μάνα-
πως δεν πήγε χαμένη
η κουβέντα
την κυριακή εκείνη
που πρώτη φορά
έχανα μπάνιο στη θάλασσα
για το αίμα, την ντροπή
τους λεκέδες και τον πόνο
οι σερβιέτες
στην τσέπη
του αντρικού μου πουκαμίσου
τα βλέμματα
χαμηλώνουν
στο ύψος
του στήθους
λες και μεγάλωσε
δυο νούμερα
το σουτιέν
και περήφανη νιώθω
που γυναίκα
δεν έγινα
και κορίτσι
έμεινα για πάντα
 
 
(σελ. 70)
 
οι σύντροφοί μας
θυμώνουν
όταν τους λέμε ότι προτιμάμε
έναν νεκρό άντρα
από έναν παραβιαστικό
και λένε
καλό είναι να αποφεύγονται
οι γενικεύσεις
δεν είναι το ίδιο με τα αφεντικά
όμως
το ξέρουμε όλες
για τα αφεντικά
επιτρέπονται οι γενικεύσεις
τους εξηγούμε
πως όταν είσαι η μοναδική
ανάμεσα σε άντρες
στον νυχτερινό λεωφορείο
είναι σαν να φοράς χειροπέδες
μέσα στο τμήμα
την ώρα που οι μπάτσοι
παίζουν
με τα teaser τους
προσπαθούν λίγο να καταλάβουν
αλλά δυσκολεύονται
γιατί ο φόβος τους
είναι κατάσταση εξαίρεσης
σε αντίθεση
με το καθημερινό λεωφορείο
οι σύντροφοί μας
θέλουν
να χτίζουμε μια κοινή καθημερινότητα
ο αγαπημένος μου λέει
όποτε συμβαίνει αυτό στο λεωφορείο
ή κάποια άλλη παραβίαση
θέλω να μου τηλεφωνείς
χρησιμοποιεί
το ρήμα συμπεριλαμβάνω
είναι καλός στα λογοπαίγνια
η παραβίαση
δεν με περιλαμβάνει
ενώ η λέξη συμπερίληψη
είναι μια
θετική λέξη
για όλες μας
ο αγαπημένος μου
είναι σύμμαχος
όλων μας
γι' αυτό τα βράδια
του διαβάζω
τις καταγγελίες
παραβίασης
μόνο καμιά φορά
ρωτάει
πώς ξέρουμε ότι όλες
λένε την αλήθεια
έχουν το ίδιο βλέμμα
μ' εμένα
τη μέρα που την επόμενή της
μου έκανες δώρο τον σουγιά
απαντώ
και εκείνος 
με αγκαλιάζει
προσπαθώντας να δημιουργήσει
αυτό
που ονομάζεται
ασφαλής χώρος
αλλά
είναι αδύνατο
 
Μακάρι ο στίχος εκείνος που λέει «πώς ξέρουμε ότι όλες/ λένε την αλήθεια» να μείνει να αντηχεί μέσα μου.
 
Εκδόσεις Τεφλόν

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Ανοχύρωτη πόλη - Teju Cole

Στην Ανοχύρωτη πόλη, ο Τέτζου Κόουλ προσφέρει στον ήρωα-αφηγητή του το προνόμιο της άσκοπης μητροπολιτικής περιπλάνησης. Για τον γεννημένο και μεγαλωμένο στη Νιγηρία Τζούλιους, σήμερα ειδικευόμενο ψυχίατρο στη Νέα Υόρκη και πρόσφατα χωρισμένο, «οι περίπατοι ικανοποιούσαν μια ανάγκη: ήταν μια απελευθέρωση από το σφιχτά ρυθμισμένο πνευματικό περιβάλλον της δουλειάς και, άπαξ και τους ανακάλυψα ως θεραπεία, έγιναν κανονικότητα και λησμόνησα πώς ήταν η ζωή πριν αρχίσω να περπατάω». Η περιπλάνηση καθίσταται έτσι το αντίβαρο της καθημερινότητας, μια αντίστιξη στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου, προσφέροντας στο υποκείμενο τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για συλλογισμό και παρατήρηση. Αυτό είναι το κυρίως εύρημα γύρω από το οποίο υψώνεται η Ανοχύρωτη πόλη.

Το εύρημα της περιπλάνησης από μόνο του δεν θα ήταν ωστόσο αρκετό ως γέφυρα σύνδεσης του αναγνώστη με την ιστορία του Τζούλιους, το παρόν και το παρελθόν του. Κάθε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλωστε, για να σταθεί και να λειτουργήσει, οφείλει να απαντά ικανοποιητικά στο ερώτημα σχετικά με την επιλογή της. Η Ανοιχτή πόλη είναι ένα μυθιστόρημα με τη μορφή άτυπου ημερολογίου. Το κατασκευαστικό αυτό χαρακτηριστικό μπορεί να δικαιολογεί την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αλλά δεν αρκεί για να την υποστηρίξει. Ο Κόουλ πετυχαίνει μια πειστική και λειτουργική αφηγηματική φωνή, χωρίς λυρικές εξάρσεις, ελεύθερη από το βάρος της επίδειξης ή της απολογίας, μέσα από την οποία ο Τζούλιους φανερώνεται ως ένας άνθρωπος της εποχής του. Η «αποδελτίωση» των περιπλανήσεων λειτουργεί ταυτόχρονα τόσο ως καταγραφή για προσωπική χρήση ‒άλλωστε ο ίδιος ο Τζούλιους αναγνωρίζει τον θεραπευτικό χαρακτήρα των περιπάτων‒, όσο και ως μια αφήγηση με απεύθυνση σ' έναν (τουλάχιστον) αναγνώστη. Σ' αυτή τη λεπτή γραμμή, ο συγγραφέας καταφέρνει να κινηθεί επιδέξια, αποτυπώνοντας την παρατήρηση του εαυτού και δικαιολογώντας σε μεγάλο βαθμό την εγκεφαλικότητα της αφήγησης.

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ζητήματα που φέρνει στην επιφάνεια η αφήγηση του Τζούλιους είναι εκείνο της φυλής και του χρώματος. Ο Τζούλιους, στα δεκαεπτά του, έγινε δεκτός για σπουδές στην Αμερική και τώρα ζει στη Νέα Υόρκη ως ειδικευόμενος γιατρός. Δεν είναι δηλαδή ένας τυπικός μετανάστης ούτε ως προς την ιστορία του ούτε ως προς την κοινωνική του θέση. Ωστόσο, παρά τα προνόμια, παραμένει μαύρος σ' ένα περιβάλλον λευκής κυριαρχίας και διαρκώς οφείλει να επιδεικνύει τη διαφορετικότητά του. Αυτή η οριακή κατάσταση, γεμάτη από έμφυτες αντιφάσεις, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας για τον Τζούλιους, με έντονη κοινωνικοπολιτική διάσταση στον τρόπο με τον οποίο και ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη θέση του, τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται στην καθημερινότητα.

Ο Κόουλ γράφει ένα καλό μυθιστόρημα, ξεκάθαρων προθέσεων, χωρίς να πέφτει σε παγίδες κενού εντυπωσιασμού. Απαλλάσσει τον Τζούλιους από το βάρος της θεωρητικοποίησης της ίδιας του της ζωής, που θα τον καθιστούσε έναν «επαγγελματία στοχαστή». Τον απαλλάσσει επίσης και από τον άχαρο ρόλο του προφανούς συγγραφικού άλτερ έγκο, παρότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναπόφευκτα γεννά αυτομυθοπλαστικές υποψίες. Τέλος, ο συγγραφέας αποφεύγει το ισχυρό δέλεαρ που ο νεοϋορκέζικος εξωτισμός γεννά και που με λάθος χειρισμό θα μετέτρεπε το βιβλίο σε τουριστικό οδηγό της πόλης, μην αφήνοντας την ιστορία του Τζούλιους να λειτουργήσει. Έχοντας διαχειριστεί περίφημα τους παραπάνω αντιπερισπασμούς, ο Κόουλ ενσωματώνει στο μυθιστόρημά του τα συστατικά εκείνα που θα του επιτρέψουν να ξεφύγει αβίαστα από τα στενά όρια μιας προσωπικής αφήγησης περιορισμένου ενδιαφέροντος· το δοκίμιο, το προσωπικό, τη Νέα Υόρκη. Έτσι, η Ανοχύρωτη πόλη αποδεικνύεται ένα μυθιστόρημα πολλαπλών αναγνώσεων, που διαθέτει εκλεκτικές συγγένειες με το παρελθόν της λογοτεχνίας.

Παρά τη φαινομενική απλότητα στην κατασκευή, η αφήγηση του Τζούλιους παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια περιπλάνηση, πετυχαίνοντας αργά και σταθερά να τον αποσπάσει, να τον χαλαρώσει και να του ξυπνήσει τη διάθεση για λίγη άσκοπη αστική περιπλάνηση, για θεραπευτικό σουλάτσο.

Η Ανοχύρωτη πόλη το μοναδικό μυθιστόρημα του Τέτζου Κόουλ, σε μετάφραση Στέφανου Μπατσή, αποτελεί τον πρώτο λογοτεχνικό τίτλο των νεοσύστατων εκδόσεων Πλήθος.       

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Στέφανος Μπατσής
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Αταραξία - Δήμητρα Κολλιάκου

Τα χρόνια της πανδημίας, με τα επαναλαμβανόμενα περιοριστικά μέτρα και κυρίως τις καραντίνες, έδωσαν στον χρόνο μια παράξενα ομοιόμορφη υπόσταση, κάτι που μοιάζει να αποτελεί κοινή εμπειρία των περισσότερων ανθρώπων όταν αναφέρονται στην περίοδο εκείνη. Αναδύεται, κυρίως, όταν επιχειρείται ένας χρονικά ακριβής προσδιορισμός ενός συμβάντος, όταν η απόπειρα παραπέφτει στο κενό ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη καραντίνα, στη διαφορά ανάμεσα στη σύσταση και την υποχρέωση. Και όμως, ο χρόνος συνέχιζε να κυλά και να βαραίνει παρότι όλα έδειχναν σε παύση, παγωμένα. Η Κολλιάκου μετατρέπει αυτό το κοινό βίωμα σε κεντρικό εύρημα στην Αταραξία. Δοκιμάζει τις αντοχές της μνήμης στην κακοτράχαλη ανάληψη από το παρελθόν, ανάληψη απαραίτητη ωστόσο για τον προσδιορισμό του εδώ και τώρα της ύπαρξης· μια ενδοσκόπηση επιχειρείται.

Η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση, ζει με τον σύντροφό της στο Παρίσι. Λίγο πριν ο ιός εμφανιστεί, έκανε ένα ταξίδι στην Κίνα, κοντά εκεί που αργότερα θα τοποθετούταν το σημείο μηδέν, με αφορμή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών. Ξεκίνησε να επισκέπτεται έναν ψυχίατρο δηλώνοντας στο πρώτο ραντεβού πως είχε πάει για τον σύντροφό της, στη θέση του, εκείνος, που επ' ουδενί δεν ήθελε να πάει, είχε πια πάψει να απολαμβάνει τη μουσική. Εν τω μεταξύ η πανδημία έπαψε να είναι μια ιδιαιτερότητα της Άπω Ανατολής, έγινε συστατικό της κραταιάς Δύσης. Τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ, ένα πρωτόκολλο διάτρητο λογικής όριζε τη λειτουργία τους. Τα ραντεβού με τον ψυχίατρο σύντομα επανήλθαν στη δια ζώσης ρουτίνα τους. Ο σύντροφός της, ωστόσο, εκμεταλλευόμενος τα μέτρα περιορισμού, αρνήθηκε να περάσει δεύτερη καραντίνα στο Παρίσι, έφυγε για την ύπαιθρο, εκεί θα τελείωνε αυτό που έγραφε.

Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο, υπάρχει ένα απόσπασμα, κάπου μετά τα μισά του βιβλίου, που φωτίζει καλύτερα μια υποψία που συνοδεύει την ανάγνωση από τις πρώτες σελίδες κιόλας, πως στον ρόλο της παντογνώστριας αφηγήτριας βρίσκεται η ίδια η Αριάν. «Σε ανύποπτο χρόνο πέφτει στα χέρια της ένα από τα σημειωματάρια που είχε μαζί της στο ταξίδι. Ανακαλύπτει πως έγραφε κι εδώ σε τρίτο πρόσωπο». Λίγες σελίδες πριν, είχε προηγηθεί μια απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο, μια εις εαυτόν απεύθυνση, που προσδίδει μια περαιτέρω αναγκαιότητα στην αφήγηση αυτή. Μια αντίφαση λαμβάνει χώρα εδώ που επιβεβαιώνει το χυλό της πανδημικής περιόδου, καθώς η ίδια η παντογνώστρια αφηγήτρια γίνεται έρμαιο της ανάκατης μνήμης, όταν επιχειρεί να βάλει σε μια σειρά σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Οποιαδήποτε σχέση αιτίου αιτιατού φαντάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη.

Η αφηγηματική φωνή διαθέτει την ικανή εκείνη πειστικότητα που θα παράξει συναίσθημα, η αγωνία στον απόηχό της είναι εκείνη που θα καθηλώσει τον αναγνώστη, αυτή η αφήγηση, θα σκεφτεί, αν και ξένη, είναι τόσο οικεία στον πυρήνα της, στο συναίσθημά της, στη μοναχικότητα του βιώματός της. Ο τίτλος λειτουργεί μάλλον σαν ευχή παρά ως αντίστιξη, ένα ιδιότυπο μάντρα, ευχή παρότι πιθανή κατάρα. Ταυτόχρονα, το εξώφυλλο στήνεται γύρω από δύο χαρακτήρες, «στα μανδαρίνικα, η φράση οπτικό πεδίο γράφεται με δύο χαρακτήρες που είναι ίδιοι σχεδόν με τους χαρακτήρες της λέξης ελευθερία (自由). Ολόιδιοι, αν αφαιρέσει κανείς τη μικρή γραμμούλα σαν τόνο, που η απουσία της κάνει τη λέξη ελευθερία να μοιάζει αποκεφαλισμένη. Κάποιοι χρήστες του ίντερνετ στην Κίνα γράφουν οπτικό νεύρο αντί για ελευθερία. Για να ξεφύγουν από τη λογοκρισία, οι χρήστες του ίντερνετ στην Κίνα παίζουν με τις λέξεις».

Έχοντας βρει το αφηγηματικό όχημα, η Κολλιάκου το φορτώνει με διάφορα μπαγκάζια, όψεις της ύπαρξης και στοιχεία της ετερότητας του κόσμου, η ζωή στη δύση και την ανατολή, το διεθνές σχολείο και η λογοκρισία, η μετάφραση μέσω εφαρμογής και η ερωτική διάθεση, η απόπειρα κατανόησης, η αγωνία της ύπαρξης· αυτή πάνω απ' όλα. Η Αταραξία είναι ένα μυθιστόρημα που, παρά την εγγύτητα των όσων διαπραγματεύεται, πετυχαίνει να μην αναλωθεί στη συγχρονία που το χαρακτηρίζει, αλλά να μιλήσει με τρόπο ατομικό για τις προκλήσεις της κάθε μέρας, για την ανάγκη της γραφής ως μέσου κατανόησης του εαυτού και του κόσμου τριγύρω. Ένα πολύ καλό μυθιστόρημα.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Η Ζαζί στο μετρό - Raymond Queneau

Κάποτε αγαπούσα μια κοπέλα στον βορρά και το τρένο ήταν μια κάποια λύση. Η επιλογή τού βιβλίου –όπως πάντα άλλωστε– ήταν καθοριστικής σημασίας. Όταν πήγαινα, έπρεπε να κάνει τον χρόνο να περνά, όταν γυρνούσα, έπρεπε να με παρηγορεί. Τα βιβλία που διάβασα εκείνους τους μήνες, περί το ένα πέμπτο του αιώνα παλιά, διατήρησαν με τα χρόνια (βλ. νοσταλγία) μια ξεχωριστή θέση στη λίστα με τα αγαπημένα μου, τι και αν πια, για τα περισσότερα, τίποτα άλλο δεν θυμάμαι παρά την ανάγνωση σε δύο ράγες. Τότε πρωτοδιάβασα τις παρισινές περιπέτειες της Ζαζί, βιβλίο της θρυλικής σειράς των εκδόσεων Γράμματα, σε μετάφραση Γεωργίας Κατωπόδη.

Η είδηση της εκ νέου έκδοσης του μυθιστορήματος του Καινώ, που μέσα στα χρόνια έγινε Κενό –γλωσσικό παιχνίδι που ο Καινό θα λάτρευε– και δη σε μετάφραση του ακάματου Αχιλλέα Κυριακίδη, με γέμισε χαρά και νοσταλγία. Μια διάθεση αναγνωστικής επιστροφής με κατέλαβε, γιατί, αν εξαιρέσει κανείς την αλλαγή μηχανής στο Λιανοκλάδι, που τίναζε για ακόμα μια φορά στον αέρα τη συνέπεια στην πολυπόθητη ώρα άφιξης, λίγα πράγματα θυμόμουν από την πρώτη εκείνη συνάντηση με την ατίθαση Ζαζί. Όμως, οι επιστροφές είναι αναπόσπαστο μέρος του ετήσιου αναγνωστικού προϋπολογισμού εν μέσω εκδοτικού κατακλυσμού και αυτή η συγκυρία έμοιαζε με μια καλή ευκαιρία αναμέτρησης με διάφορες εκφάνσεις του εαυτού.

Για να ξεκινήσω από ζητήματα έκκεντρα των περιπετειών της Ζαζί, αγνοούσα πλήρως τόσο τη γλωσσική σημασία του μυθιστορήματος αυτού όσο και τη σχέση του Κενό με την καθ' ημάς γλωσσική μετάβαση. Ο Κενό είχε κάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όταν στους λογοτεχνικούς, και όχι μόνο, κύκλους επικρατούσε η έντονη πολεμική ανάμεσα στους υπέρμαχους της δημοτικής και σε εκείνους της καθαρεύουσας. Παρότι στα γαλλικά τέτοιας μορφής ζήτημα δεν υπήρχε, ο Κενό επηρεάστηκε αρκετά. Η Ζαζί στο μετρό, αν και εκδόθηκε το 1959, αρκετά αργότερα από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932), που θεωρείται το πρώτο μείζον έργο που εισάγει στη γαλλική λογοτεχνία τη χρήση ενός λόγου καθημερινού, κατάφερε να προκαλέσει μια κάποια αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους, εξαιτίας της προφορικότητας και της αθυροστομίας, που έθεσαν τη Ζαζί αντιμέτωπη με την επικρατούσα σοβαροφάνεια. Κυρίως, για να μην κρυβόμαστε, η Ζαζί κατάφερε να υψώσει εναντίον της μια γνώριμη κραυγή, συνηθισμένη στην αντίδραση, με δάκτυλο υψωμένο: Δεν είναι λογοτεχνία αυτό· ή, με τον τρόπο του Κενό: δενεινλογοτεχνιαυτο. Ο χρόνος, ως συνηθίζει, έδωσε τις απαντήσεις του και αποφάσισε ποιοι θα περιπέσουν σε λήθη, ποιοι προκάλεσαν για να προκαλέσουν και ποιοι γιατί είχαν κάτι φρέσκο να κομίσουν.

Ο Γκαμπριέλ ατενίζει μακριά· μάλλον θα καθυστερήσουν οι γυναίκες, οι γυναίκες πάντα καθυστερούν· και όμως, όχι, μια πιτσιρίκα ξεπετιέται και του απευθύνεται:
« Ηζαζίμαι, σε κόβω νάσαι ο μπάρμπας μου ο Γκαμπριέλ».
«Εγώ είμαι, ναι» απαντάει ο Γκαμπριέλ εξευγενίζοντας τον τόνο της φωνής του, «ο μπάρμπας σου».

Όλα ξεκινάν στον σταθμό των τρένων. Ο Γκαμπριέλ περιμένει την αδερφή του που θα του εμπιστευτεί την κόρη της ώστε να περάσει ένα διήμερο με τον εραστή της. Η Ζαζί, ανήλικη με ένα στόμα να, με το συμπάθιο, θα εκφράσει την έντονη επιθυμία να μπει στο παρισινό μετρό. Φευ! Απεργία των εργαζομένων. Ο Γκαμπριέλ, που τα βράδια χορεύει σ' ένα μαγαζί για ομοφυλόφιλους, με το νούμερό του να είναι ένα από τα πλέον πετυχημένα του προγράμματος, προσπαθεί να μπει στον ρόλο του καλού και έμπλεου προθυμίας θείου. Ο συνδυασμός των δύο θα αποδειχθεί λίαν συντόμως εκρηκτικός. Με κέφι και μπρίο, ο Κενό, που η παιγνιώδης αντιμετώπιση της λογοτεχνίας είναι ίσως το βασικό του γνώρισμα αλλά και προτέρημα, στήνει ένα τρικούβερτο γλέντι χαρακτήρων και καταστάσεων.

Ο Κενό δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Παρά τη σχετικά μικρή έκταση του μυθιστορήματος, βρίσκει τον χώρο και κυρίως τον τρόπο να αναδείξει διάφορες πτυχές της παρισινής καθημερινότητας, χωρίς να θεωρεί δεδομένο κανέναν περιορισμό λογοτεχνικό ή όποιας άλλης φύσεως. Από τους επαρχιώτες που έρχονται με το αυτοκίνητό τους στην πρωτεύουσα μέχρι τους τουρίστες που τρέχουν να συλλάβουν την εμπειρία, όλα υπάρχουν εδώ, με δεσπόζουσα ωστόσο τη Ζαζί, πώς αλλιώς, αλλά και τον Γκάμπριελ. Η Ζαζί δεν είναι κατάλληλη για αναγνώστες σοβαροφανείς, όπως τότε έτσι και τώρα, καίτοι προΐσταται ενός βιβλίου κλασικού και καταξιωμένου πια. Είναι όμως και ένα βιβλίο ιδανικό ως πύλη εισόδου στην καλή λογοτεχνία, για την αναγνωστική εφηβεία, ανεξάρτητα με το πότε την περνάει κανείς, και αυτό γιατί δοκιμάζει διάφορα όρια και θέσφατα της αποστειρωμένης λογοτεχνικής εκπαίδευσης που δέχεται η πλειοψηφία και κυρίως γιατί διεκδικεί και πετυχαίνει το δικαίωμα στη διασκέδαση δια μέσου της ανάγνωσης. Η Ζαζί στο μετρό που ωστόσο δεν καταφέρνει να μπει στο μετρό, καθιστά τον τίτλο παραπλανητικό αλλά ταυτόχρονα και όχι. Σπόιλερ εδώ δεν είναι να αποκαλύψεις πως η Ζαζί δεν θα καταφέρει να μπει στο μετρό, αλλά το γιατί ο τίτλος είναι ακριβής και ενδεικτικός αυτού που ο Κενό μοιάζει να θέλει να πετύχει μέσα από τη σάτιρα και τη φαινομενική ελαφράδα. 

Η Ζαζί στο μετρό είναι κατάλληλη όμως και για επιστροφές, γιατί διαθέτει διάφορα πέπλα που με τα χρόνια υποχωρούν και φανερώνουν υποστρώματα αρχικά δυσδιάκριτα, κρυμμένα καλά πίσω από την οργιαστική πρόζα του Κενό, πίσω από τις εξωφρενικές καταστάσεις στις οποίες μπλέκονται τα πρόσωπα. Παρότι σελίδα τη σελίδα η ιστορία κάτι μου θύμιζε, η ελαφράδα εκείνη της πρώτης ανάγνωσης δεν υπήρχε, το συναίσθημα ήταν διαφορετικό από εκείνο που η μνήμη είχε φροντίσει να διαφυλάξει. Για παράδειγμα, από τα λίγα που θυμόμουν, ο σουρεαλισμός και το γάργαρο γέλιο που προξενούσε στον νεαρό μου εαυτό, εδώ υπήρχαν πολύ πιο μαύρα, πολύ πιο πικρά, πιο ρεαλιστικά, ένα γέλιο που πια κοστίζει, που έρχεται σε στιγμές που τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις, παρά να γελάσεις απέναντι σε συνθήκες και καταστάσεις πια αναγνωρίσιμες. Με αποκορύφωμα ίσως τον ίδιο τον Γκαμπριέλ, τον σημαντικό δεύτερο αυτού του μυθιστορήματος.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ιδανικότερο μεταφραστή για να στήσει στα ελληνικά το γλωσσικό αυτό γλέντι. Ο Κυριακίδης, που εν πολλοίς μας σύστησε τα σημαντικότερα έργα του Εργαστηρίου Δυνητικής Γραφής (βλ. OuLiPo), προσθέτει ένα ακόμα παράσημο στο βαρυφορτωμένο του πέτο. Το επίμετρο του Νίκου Αμανίτη δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του στην καλαίσθητη αυτή έκδοση που ήρθε να μας ταράξει με τον τρόπο που ίσως μόνο οι φωτογραφίες των νεότερων εκδοχών μας μπορούν.

υγ. Μια αντίστοιχη επιστροφή αποτέλεσε και Ο αφρός των ημερών, ενός ακόμα καθοριστικού, κατά την αναγνωστική μου εφηβεία, συγγραφέα, του Μπορίς Βιάν. Για την επιστροφή εκείνη μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ, ενώ για το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Οι συνυπάρχοντες - Αριστοτέλης Νικολαΐδης

Η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, όπως και η ενασχόληση με κάθε κομμάτι της ανθρώπινης νόησης, ανάμεσα σε άλλα, σπουδαία και μεγάλα, αναδεικνύει διαρκώς το μέγεθος της άγνοιας του υποκειμένου, άγνοια που, σε πρώτο και μόνο επίπεδο παράδοξα, μεγαλώνει σε ευθεία αναλογία με την ενασχόληση. Τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη δεν τον γνώριζα, το όνομά του τίποτα δεν μου έλεγε, ώσπου διάβασα το άρθρο του Λευτέρη Καλοσπύρου στην Εποχή (το βρίσκετε εδώ), με τίτλο Αριστοτέλης Νικολαΐδης: Ο μεγάλος λησμονημένος. Το άρθρο αυτό, πέρα από τα άψογα τεχνικά χαρακτηριστικά, το διατρέχει το πάθος εκείνου που μιλάει για κάτι που στα μάτια του είναι παράλογο να στέκει στη σκιά. Το πάθος εκείνου που μιλάει με γνώση. Βρέθηκα, λοιπόν, να αναζητώ τα βιβλία του Νικολαΐδη, το έργο του οποίου, εκτός από λησμονημένο, υπήρξε πολυποίκιλο και πληθωρικό. Το μακρύ ταξίδι γνωριμίας ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Οι συνυπάρχοντες. Αυτό, παρέα με την Εξαφάνιση, τοποθέτησε ο Καλοσπύρος δίπλα στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ενέργεια που σ' έναν αδαή, όπως εγώ, αφήνει υποψίες ύβρεως και ιεροσυλίας, ενώ παράλληλα δημιουργεί τερατώδεις προσδοκίες, στις οποίες μόνο ένα αριστούργημα θα μπορούσε να ανταποκριθεί, πόσο, μάλλον, να τις υπερβεί, όπως τελικά συνέβη.

Κύτταξα πάλι απ' το παράθυρο. Πότε θα έρχονταν λοιπόν αυτός ο οδηγός; «Θα γυρίσω σύντομα», μου είχε πει κοντά στο μεσημέρι, κι ακόμα να φανεί. Το βράδυ είχε αρχίσει να πέφτει κι απ' το παράθυρο φαίνονταν όλα διαφορετικά. Προσπαθούσα να διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο με μιαν έκπληξη παρατεταμένη. Προχωρημένο φυλάκιο, απ' αυτά που δεν μπορεί να τα δει κανείς εύκολα από την άλλη μεριά. Η χαράδρα ήταν δασωμένη κι ελίσσονταν μέσα στα υψώματα παραπειστική. Λίγο πιο πέρα η Ελλάδα, σκεφτόμουν, κάτι που μετριόταν με τέταρτα της ώρας. «Όχι πάνω από μιαν ώρα», είχε πει ο οδηγός και κατόπι πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο σημασίας: «Από εκεί που θα πάμε εμείς βέβαια».

Το μυθιστόρημα ξεκινάει in medias res, λίγο πριν ο Φίλιππος, κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας του, περάσει παράνομα τα σύνορα επιστρέφοντας μετά από χρόνια αυτοεξορίας πίσω στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους πολλούς που, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη του εμφυλίου, αναζήτησαν καταφύγιο στο εξωτερικό, συνήθως με μια καταδίκη εις θάνατον να τους ακολουθεί. Εκείνος, ύστερα από περιπλάνηση, βρέθηκε στη Βιέννη, εκεί γνώρισε την Όλγα. Από εκεί, χρόνια αργότερα, θα ξεκινήσει μια ακόμα περιπλάνηση, περιπλάνηση που οδηγεί στην απόφαση για επιστροφή. Χρόνια ταραγμένα που τελικά οδήγησαν στη Χούντα. Η δράση του μυθιστορήματος είναι τοποθετημένη στη σκοτεινή και ανέλπιδη εκείνη περίοδο, κάπου στη δεκαετία του '60, τότε που ένας οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε με βεβαιότητα να προβλέψει την επερχόμενη κορύφωση της ανωμαλίας, τη στιγμή που η εσωστρέφεια και το κυνήγι μαγισσών αποσάθρωνε περαιτέρω την αριστερά, ενώ οι ηττημένοι έγλειφαν ακόμα τις πληγές τους και οι νικητές έγραφαν την ιστορία κατά το δοκούν.

Η αφήγηση τρέχει σε δύο χρόνους, έναν σύγχρονό της, που περιλαμβάνει όσα ακολούθησαν της επιστροφής, και έναν παρελθόντα, που περιλαμβάνει όσα προηγήθηκαν. Και αν η δράση συντηρεί και οξύνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργώντας σασπένς σχετικά με την έκβαση της πλοκής, οι αναλήψεις έρχονται να συμπληρώσουν τα κομμάτια του παζλ, να δημιουργήσουν το πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας κινείται, να υπερβούν τα ατομικά όρια της ιστορίας και να την καταστήσουν ψηφίδα μιας μεγαλύτερης εικόνας, εκείνης που ο Καλοσπύρος ορίζει ως «Πλάνη της αριστεράς στον Εμφύλιο και κατ' επέκταση στον 20ό αιώνα». Το μυθιστόρημα αρθρώνεται γύρω από μια σειρά ερωτημάτων, με κυριότερο όλων: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Φίλιππο στην απόφαση να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό κατέχει τον αντίστοιχο ρόλο που το περιεχόμενο του κιβωτίου έχει στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου. Η απάντηση, που επαφίεται εν πολλοίς στο ιδεολογικό και φιλοσοφικό modus operandi του αναγνώστη, καθορίζει τη συνολική πρόσληψη του έργου, αν δηλαδή  Οι συνυπάρχοντες θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τα στενά όρια ενός καλογραμμένου πολιτικού νουάρ και να βρεθούν στην επικράτεια της υπαρξιακής κραυγής και των μεγάλων ερωτημάτων, εκεί που τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας κατά κανόνα εντοπίζονται.

Ήδη από τις πρώτες σελίδες, η απορία μου ήταν έκδηλη, πώς γίνεται ένα τέτοιο μυθιστόρημα να έχει περιπέσει στη χαράδρα της λησμονιάς, ενώ θα έπρεπε να είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και υποδειγματικά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, μεταφρασμένο και εμπορικά πετυχημένο σε πολλές γλώσσες, ένα ελληνικό αντίστοιχο του εμβληματικού Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ. Οι συνυπάρχοντες είναι ένα πλήρες μυθιστόρημα. Ο Νικολαΐδης πετυχαίνει μια σπάνια για τα εγχώρια δεδομένα εξωστρέφεια, αντίστοιχη του Φραγκιά ή του Καχτίτση, για να δώσω δύο ακόμα παραδείγματα ικανά να προσδιορίσουν το μέγεθος του δέους που ένιωσα. Το μυθιστόρημα ισορροπεί περίτεχνα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, καταφέρνοντας να ξεπεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς, διαθέτοντας βάθος που καθιστά την ανάγνωσή του ευχάριστη και συνάμα πολυεπίπεδη. Όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Νικολαΐδή είναι η άρνηση να υποταχθεί στη σαγήνη του διδακτισμού, στην κριτική για την κριτική. Όχι, η ιστορία είναι αρκούντως προσωποκεντρική, ο Φίλιππος φέρει τη δική του σκευή ιδιοτήτων, λαθών, εμμονών, περισπασμών και αποφάσεων, δεν μιλάει στο όνομα κανενός άλλου πλην του ιδίου. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα εξωστρεφές και οικουμενικό είναι το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας ζει και πράττει, με τις χωροχρονικές αναλογίες να είναι παρούσες και ευδιάκριτες, πάντοτε σε αντιστοιχία με τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής, και σε αυτό αναμφίβολα συμβάλλει ο τρόπος με τον οποίο ο Νικολαΐδης αποτυπώνει λεκτικά την ασφυξία και τον εγκλωβισμό του Φίλιππου, από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος, σε συνδυασμό με μια ακόρεστη και ανυπόταχτη δίψα για ζωή. Τρόπος που είναι για να διδάσκεται.

Βγείτε, ψάξτε, βρείτε, διαβάστε.

υγ. Για τον Εξώστη του Καχτίτση περισσότερα εδώ, για τον Λοιμό του Φραγκιά εδώ, για το Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ εδώ

Εκδόσεις Κέδρος

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

R.I.F. - Μαρία Γιαγιάννου

Ο σύγχρονος τρόπος μέσω του οποίου οι νέες εκδόσεις αναδύονται στον ψηφιακό κόσμο, κυρίως σε αυτόν των κοινωνικών δικτύων, είναι τέτοιος που αρκετές φορές επιβάλλει τη δημιουργία προσδοκιών, γεγονός που σε έναν καθάρια αναλογικό κόσμο θα ήταν εύκολο να αποφύγει κανείς, μη διαβάζοντας το οπισθόφυλλο ή μη διατρέχοντας τα σχετικά άρθρα στην εφημερίδα, αρκούμενος απλώς στη διαίσθηση και την πρότερη επαφή με το έργο ενός δημιουργού. Ωστόσο, κι εγώ ήμουν επιρρεπής.

Πριν δύο χρόνια, λίγο μετά τον σεισμό, διάβασα Το μέλος φάντασμα, και το βιβλίο αυτό, παρά την εγκεφαλική και μεταμοντέρνα κατασκευή μού μίλησε με έναν τρόπο συναισθηματικό, ελάχιστα αναμενόμενο, ίσως γιατί και εμένα επέμενε να με ενοχλεί κάτι παρότι έλειπε, καίτοι δεν έλαβε σάρκα και οστά, επιλέγοντας να μην εμφανιστεί, αφήνοντας πίσω του την αύρα ενός αναπάντητου τι θα συνέβαινε εάν να τρεμοπαίζει στο βάθος της ύπαρξης. Επιρρεπής, λοιπόν, στις προσδοκίες που τα ψηφιακά παραφερνάλια της κυκλοφορίας του R.I.F. κόμισαν, φρόντισα, μάλλον ασυνείδητα, να πείσω τον εαυτό μου πως αυτό, το καινούργιο βιβλίο της Γιαγιάννου, ανήκε επίσης στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, γεγονός που αναπόφευκτα καθόρισε τον αναγνωστικό ορίζοντα, αλλά και τις ανάγκες που η ανάγνωση όφειλε να κατευνάσει.

Ο θάνατος στο φέισμπουκ, έτσι υποτιτλίζει η Μαρία Γιαγιάννου το τελευταίο της βιβλίο, που κυκλοφόρησε πέρυσι προς τα τέλη της εκδοτικής χρονιάς από τις εκδόσεις Στερέωμα. Τι και αν η συγγραφέας, από την εισαγωγή κιόλας, από τον Προϊδεασμό, όπως η ίδια την τιτλοφορεί, φροντίζει να διευκρινίσει: Η σύνθεση που ακολουθεί έχει υβριδική μορφή – κυκλοφορεί με κεφάλι δοκιμίου, σώμα μυθοπλασίας και ποιητικά φτερα. Εγώ τον χαβά μου. Οι ανάγκες απαιτούσαν, οι προσδοκίες ήταν απαραίτητες. Όλο ετοιμάζω και όλο αναβάλλω ένα κείμενο σχετικά με την ευθύνη του αναγνώστη και το παραπάνω σχεδίασμα προσδοκιών είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, κατά το οποίο, εν πολλοίς αυθαίρετα, ή ίσως παρασυρμένος, μάλλον αδικαιολόγητα, από τις στρατηγικές ψηφιακής προώθησης, αλλά και, κυρίως, από τις δικές μου ανάγκες, εγώ ανέμενα ένα μεταμοντέρνο μυθοπλαστικό έργο και αντί αυτού συνάντησα ένα μεταμοντέρνο δοκίμιο.

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας ότι στο κοντινό μέλλον, ας πούμε στα επόμενα πενήντα χρόνια, ο θάνατος θα είναι πια όχι μόνο κεντρικό θέμα αλλά και πολύ ισχυρή πραγματικότητα στον πλανήτη του Facebook (όποια ονομασία κι αν θα έχει τότε);

Μικρές καταχωρήσεις στοχασμού, με φιλοσοφική αλλά και χιουμοριστική πρόθεση, συνθέτουν αυτό το πεζογράφημα, όπως η ίδια η έκδοση το βαφτίζει. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κάποια επιγράμματα, μέσω των οποίων η Γιαγιάννου επιχειρεί να σκιαγραφήσει τους αντίστοιχους χαρακτήρες φανταστικών προσώπων που ο διαβάτης του ψηφιακού αυτού νεκροταφείου είναι πιθανό να αντικρίσει, πρόσωπα με τα οποία, ποιος ξέρει, ίσως και να διαδρούσε εν ζωή. Σε αυτά τα επιγράμματα η διάθεση για σάτιρα υπερισχύει, έτσι όπως επιχειρεί να αποδώσει  στους φανταστικούς νεκρούς χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα από τον αναγνώστη και επομένως αρκετά στερεοτυπικά.

Η Γιαγιάννου είναι εμφανές πως διαθέτει ικανή σκευή για στοχασμό στα εδάφη που η ποπ κουλτούρα συναντά τη φιλοσοφία. Θυμήθηκα τα βιβλία του Νικήτα Σινιόσογλου, ειδικά το Λεωφόρος Νάτο. Και αν η λεωφόρος που επιλέγει ο Σινιόσογλου αποτελεί μια άγνωστη κοντινή διαγράμμιση του αττικού ιστού, η Γιαγιάννου επιλέγει να περιδιαβεί ένα μονοπάτι χιλιοπατημένο, που ο μαζικός χαρακτήρας του δημιουργεί μια διάχυτη ψευδαίσθηση ατομικής γνώσης αλλά και στοχασμού, ψευδαίσθηση η οποία συνοδεύει την απλή εγγραφή στο φατσοβιβλίο. Επίσης, η Γιαγιάννου έχει επίγνωση πως σ' έναν αγώνα δρόμου μ' έναν αντίπαλο στην υπεραιχμή της τεχνολογίας, ελοχεύει το ενδεχόμενο να βρεθείς να κυνηγάς καθώς η σκόνη που εκείνος άφησε πίσω του ακόμα δεν έχει κατακάτσει. Ήδη δεν λέγεται πια Facebook αλλά Meta.

Η συγγραφέας επισημαίνει με αρκετή οξυδέρκεια αρκετές αναλογίες ανάμεσα στο φυσικό και το ψηφιακό, είτε πρόκειται για τη ζωή είτε για τον θάνατο. Λέω αναλογίες γιατί αυτές μοιάζει να απασχολούν τη Γιαγιάννου, το παρόμοιο έδαφος ανάμεσα στους δύο κόσμους, και ίσως εκεί, σε αυτό το κομμάτι τομής να βρίσκεται και η απάντηση στην ολοένα και αυξανόμενη επικράτηση του ψηφιακού χαρακτήρα της ζωής αλλά και τελικά του θανάτου. Μια κάπως παράδοξη αντικατάσταση αναλογικών συνηθειών με αντίστοιχες ψηφιακές. Είναι ένας στοχασμός που πιθανό να αντιμετωπιστεί με έναν σκεπτικισμό, βασισμένο στη φαινομενική ελαφρότητα του αντικειμένου. Ίσως γι' αυτό και η απόπειρα το βιβλίο αυτό να μην περάσει στο τμήμα με τα δοκίμια αλλά να παρεισφρήσει στην επικράτεια της λογοτεχνίας, μιας και ο υβριδικός του χαρακτήρας του επιτρέπει να ενδυθεί τον μανδύα του πεζογραφήματος. Η απόπειρα της Γιαγιάννου δεν υπόσχεται παραπάνω από αυτά που μπορεί να προσφέρει. Αυτή η ιδιότυπη τιμιότητα είναι ένα αδιαμφισβήτητο προτέρημα. Επίσης, πριν τον σκεπτικισμό, καλό είναι καθένας και καθεμία από εμάς να αναλογιστεί τη σχέση του με την ψηφιακή εκδοχή του εαυτού του, και ίσως τότε αλλάξει γνώμη, ίσως και όχι, γεγονός το οποίο επίσης παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, καθώς ο σκεπτικισμός κατά πάσα πιθανότητα θα διατυπωθεί μέσω μιας ανάρτησης στα κοινωνικά δίκτυα.

Παρά τις ανικανοποίητες αναγνωστικές προσδοκίες, βρήκα αρκετά ενδιαφέρον το κεντρικό εύρημα της κατασκευής αυτής, τη σχετικά πρωτότυπη ιδέα του ψηφιακού νεκροταφείου, απόλαυσα αρκετά τον, κατά τόπους ευφάνταστο, στοχασμό και την παιγνιώδη διάθεση στη γραφή, αλλά κυρίως τη λοξή ματιά της Γιαγιάννου σε μέρη και καταστάσεις ιδιαιτέρως γνώριμες, που ενίοτε προσδίδει ενδιαφέροντα σημεία θέασης του προφανούς. Από νωρίς, η φράση ψηφιακό φλανάρισμα έκανε την εμφάνισή της, φράση που τελικά θεωρώ πως εν πολλοίς προσδιορίζει τη θέση που το βιβλίο έλαβε εντός μου.

υγ. Για Το μέλος φάντασμα περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Στερέωμα

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Ο επιβάτης / Stella Maris - Cormac McCarthy

Δεκαέξι χρόνια μετά τον Δρόμο, έργο που τον καθιέρωσε σ' ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό, ο Κόρμακ Μακάρθι επιστρέφει μ' ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο ικανό να υπερβεί τις κορυφαίες στιγμές της εργογραφίας του, μια σπάνιας οξυδέρκειας αποφώνηση καριέρας ενός εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του καιρού μας. Στα μέρη μας υπήρξαμε τυχεροί, ίσως για πρώτη φορά σε ό,τι έχει να κάνει με το έργο του Μακάρθι, καθώς τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με την Αμερική σε μεταφραστική φροντίδα του Γιώργου Κυριαζή. Είναι η ιστορία δύο αδελφών, της Αλίσια και του Μπόμπι Γουέστερν. Ο πατέρας τους, νεκρός πια, υπήρξε μέλος της ομάδος που εφηύρε την ατομική βόμβα. Τα δύο αδέρφια, αναπόφευκτα, κουβαλούν αυτή την ιδιότυπη κληρονομιά. 

Στον Επιβάτη, ο Μπόμπι, που έχει πια εγκαταλείψει σκέψεις και φιλοδοξίες για μια καριέρα στη φυσική και αφού δοκίμασε στην Ευρώπη τις ικανότητές του ως οδηγός αγώνων, δουλεύει ως δύτης διάσωσης. Την πλοκή θα πυροδοτήσει η κατάδυσή του σ' ένα αεροπλάνο στον βυθό της θάλασσας, όπου θα εντοπίσει τους εννέα από τους δέκα νεκρούς επιβάτες του. Από τη στιγμή εκείνη ένας ολόκληρος μηχανισμός θα βρεθεί στο κατόπι του. Μια ιστορία δράσης, με ένα εύρημα έξυπνο, που προσιδιάζει στα μυστήρια κλειστού δωματίου, δίνει την ευκαιρία στον Μακάρθι να αναφερθεί σε διάφορα από τα ενδιαφέροντά του, σχετικά με τη φυσική, την πολιτική, τη γλώσσα, την αγάπη, τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά κυρίως, την ακατανόητη φύση του κόσμου ακόμα και για ένα δυνατό μυαλό με πλείστες γνώσεις, την αδυναμία της λογικής απέναντι στο συναίσθημα, το ένστικτο της επιβίωσης απέναντι στην απελπισία και όλα αυτά στο πλαίσιο ενός καταιγιστικού ανθρωποκυνηγητού.

Στο Stella Maris, δέκα χρόνια νωρίτερα, η Αλίσια, είκοσι χρονών, προσέρχεται αυτοβούλως για τρίτη φορά στην ομώνυμη ψυχιατρική κλινική, έχοντας ως μοναδική αποσκευή μια πλαστική τσάντα με σαράντα χιλιάδες δολάρια. Αποκλειστικά σε διαλογική μορφή, οι συνεδρίες της ιδιοφυούς Αλίσια με τον ψυχίατρο που έχει αναλάβει την παρακολούθησή της, αποτελούν ένα σπάνιο λογοτεχνικό επίτευγμα, που αναδεικνύει εκείνο που περισσότερο βρίσκεται στο επίκεντρο του δίπτυχου αυτού, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα. Η Αλίσια λέει κάποια στιγμή στον θεράποντα ιατρό της: «Πρέπει να αναγνωρίσεις όμως τον αντίκτυπο της εμφάνισης της γλώσσας. Ο εγκέφαλος τα πήγαινε μια χαρά χωρίς αυτήν για κάμποσα εκατομμύρια χρόνια. Ο ερχομός της γλώσσας ήταν σαν εισβολή ενός παρασιτικού συστήματος. Το οποίο ιδιοποιήθηκε τις λιγότερο δεσμευμένες περιοχές του εγκεφάλου. Τις πιο επιρρεπείς στην προσάρτηση». Το Stella Maris είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μακάρθι στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, κάτι το οποίο επί χρόνια κάποιοι του επισήμαιναν ως αδυναμία. Ένας ακόμα λογαριασμός που κλείνει πριν από το τέλος.

Είναι εντυπωσιακή η οξυδέρκεια του ενενηντάχρονου Μακάρθι, η καθαρότητα της σκέψης του, η ικανότητά του στη διαχείριση θεωριών που βρίσκονται στην υπεραιχμή της επιστημονικής επικαιρότητας, η ανάγκη του να γυρεύει απαντήσεις λίγο πριν το τέλος, χωρίς να καταφεύγει σε μια λογοτεχνία δυσπρόσιτη, προορισμένη για λίγους. Η παραμονή του για χρόνια στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, παρέα με μερικά από τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής μας, είναι σίγουρο πως επηρέασε ποικιλοτρόπως τη σκέψη του, κάτι που φαίνεται (και) σ' αυτό το τελευταίο έργο του, το οποίο δούλευε πολλά χρόνια, αρκετά περισσότερα της απουσίας του από τα εκδοτικά πράγματα. Ο Μακάρθι, ωστόσο, πρώτα και κύρια είναι λογοτέχνης. Η γλώσσα είναι εκείνη που τον απασχολεί, τα όρια και οι δυνατότητές της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συγγραφικής του διαδρομής, η πρόσληψή της επίσης. Η ανάγκη για απαντήσεις αποτελεί το κοινό έδαφος για κάθε μυαλό, ανεξαρτήτως δυναμικού, αυτή η ανάγκη είναι που χαρακτηρίζει τόσο την Αλίσια όσο και τον Μπόμπι, δύο δυνατά μυαλά, με ικανή σκευή για την κατανόηση των πλέον περίπλοκων θεωριών, αδύναμα ωστόσο τελικά, ανήσυχα. Όλες οι απαντήσεις συναντούν, αργά ή γρήγορα έναν τοίχο, το μυαλό αδυνατεί να απαντήσει στα ερωτήματα που το ίδιο θέτει.

Είναι απαραίτητο, τόσο για τον αναγνώστη, όσο και για τον επίδοξο κριτικό, να αντιμετωπίσει τα δύο βιβλία ως ένα ενιαίο έργο, καθώς, χωρίς το άλλο, καθένα μοιάζει λειψό κατ' αντιστοιχία με τα δύο αδέρφια, ικανό να παραπλανήσει εμφανίζοντας ανύπαρκτους ανεμόμυλους. Η ενιαία πρόσληψη αποτελεί οργανική προϋπόθεση, όχι τόσο ως προς την πλοκή ή την κατασκευή των δύο χαρακτήρων, όσο ως προς την ευκρινέστερη εικόνα του οικοδομήματος που ο συγγραφέας υψώνει. Και μπορεί στη λογοτεχνία, και στη ζωή εν γένει, να μην υπάρχει παρθενογένεση, όμως στην περίπτωση αυτή, τις επιρροές και ομοιότητες είναι μάλλον πιο ασφαλές να τις αναζητήσει κανείς στο πεδίο των επιστημών, θετικών και θεωρητικών, κυρίως, και όχι σε εκείνο της λογοτεχνίας, άλλωστε τα υπέροχα έργα της ανθρώπινης γραμματείας συγγενεύουν μεταξύ τους. Ο Μακάρθι ανήκει στη συνομοταξία των σπουδαίων, μιας γενιάς ζηλευτής για το εύρος των ενδιαφερόντων της και τη μετάγγιση αυτών στο σώμα της λογοτεχνίας, μια γενιά που σιγά σιγά δίνει (ή έδωσε κιόλας) τα τελευταία έργα της. 

Είμαστε τυχεροί που ζούμε στα χρόνια αυτών των σπουδαίων συγγραφέων, την επίδραση και την αξία του έργου τους, παρά τα όσα ισχυριζόμαστε, δεν έχουμε ακόμα συλλάβει στον απόλυτο βαθμό. Τέτοιας πάστας έργα είναι Ο επιβάτης και το Stella Maris.

υγ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 14 Ιανουαρίου και μπορείτε να το βρείτε εδώ. 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Αλλαγή: Μέθοδος - Édouard Louis

Κάθε φορά που κυκλοφορεί κάποιο βιβλίο του Λουί, και αυτό είναι το πέμπτο, σκέφτομαι πως δεν ψήνομαι, πως αρκετά έχω μάθει για τη ζωή του, πως η μανιέρα, όσο και αν μεταβάλλεται έστω και λίγο από βιβλίο σε βιβλίο, παραμένει σταθερή, εντούτοις κάθε φορά, αργά ή γρήγορα τελικά το διαβάζω. Έτσι συνέβη και με το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, το τελευταίο δικό του που διάβασα. Η παρουσίαση στη Νομική ήταν ξεκάθαρα το εγχώριο λογοτεχνικό χάι λάιτ της χρονιάς που πέρασε, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και ούτε ένα κινητό δεν χτύπησε, ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε, ούτε μια μανούρα δεν παίχτηκε, όλα μας κρεμασμένα από τα χείλη του, η πίστη στη λογοτεχνία αναθερμάνθηκε, η ζωοφόρος φλόγα της φούντωσε. Μας είπε και δυο λόγια για το Αλλαγή: Μέθοδος, που είναι πιο μπαμπάτσικο από τα προηγούμενα, για τη δική του επιστροφή στην Αλλενκούρ, μας προϊδέασε και για το επόμενο μιλώντας μας για τον θάνατο του αδερφού του.

Σε μια συζήτηση περί queer αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας, ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ, έκανε μια εύστοχη παρατήρηση λέγοντας πως στη συντριπτική πλειοψηφία της είναι μια λογοτεχνία πόνου και οδύνης, που δίνει τη δυνατότητα στον προνομιούχο αναγνώστη να νιώσει την ηδονή που το συναίσθημα του οίκτου γεννά, να σκεφτεί, κουνώντας το κεφάλι, αχ το καημένο πόσα τράβηξε, λίγο πριν κλείσει το βιβλίο και κοιμηθεί μακάρια. Φέρνοντας την παρατήρησή του στα μέτρα μου, σκέφτομαι πως εγώ, ως λευκός άντρας, διαθέτω αρκετά από τα προνόμια τού κατά τα άλλα άδικου σύγχρονου κόσμου, και παρότι θεωρώ εαυτόν προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο, δεν μπορώ να αποφύγω τις κακές σκέψεις περί προθέσεων και ειλικρίνειας μπροστά σε κάθε queer αυτομυθοπλαστικό λογοτεχνικό έργο, που, όπως ο φίλος είπε, είθισται να είναι γεμάτο από πόνο. Κάθε φορά, οι πρώτες σελίδες κινούνται ανάμεσα στο «τι με ενδιαφέρει» και το «δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει δυσκολίες», οριακά δεν γίνονται ένα σαφώς ειρωνικό «τι τύχη να έχεις τέτοια πρώτη ύλη», μέχρι να ακουστεί ένα μεγάλο «σκάσε και διάβαζε» και να αναβλύσει γάργαρη η ενοχή για τη συντηρητική πλευρά του εαυτού μου από τα υπόγεια του ασυνείδητου, η απόσταση που με χωρίζει από τη συνθήκη απόλυτης γαματοσύνης που οραματίζομαι και επιθυμώ.

Καλώς ή κακώς, η ενοχή αυτή χαμηλώνει τον πήχη της κριτικής, το περιεχόμενο υπερισχύει της τεχνικής, το συναίσθημα της λογοτεχνίας. Η θέση όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ, έτσι όπως μπάζει από διάφορες μεριές, καθώς το συναίσθημα οίκτου και η (καταδικασμένη σε αποτυχία) απόπειρα για ενσυναίσθηση υποχωρούν, η απαίτηση για καλή λογοτεχνία επιστρέφει. Την έχω σίγουρα «πατήσει» τουλάχιστον μια φορά σε αυτή τη ψηφιακή γωνιά, δεν έχει πια σημασία ποιο βιβλίο ήταν αυτό, ούτε πρόκειται να διορθώσω ή να αποκαθηλώσω την ανάρτηση εκείνη. Θα μείνει εκεί για να θυμίζει πως το συναίσθημα παραπλανά, πως η ανάγνωση και η προσέγγισή της ομοιάζει με την ίδια τη ζωή. Πίσω στον Λουί, σκεφτόμουν το συναίσθημα από την παρουσία μου στην αίθουσα της Νομικής, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια με την οποία γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ, σε συνάρτηση με την παρατήρηση του φίλου περί λογοτεχνίας ανοιχτού τραύματος και βαρέως πόνου, και έτσι αποφάσισα να διαβάσω το Αλλαγή: Μέθοδος, πιστεύοντας πως εδώ θα υπάρχει η χαρά και ο ενθουσιασμός, όχι σε αποκλειστικότητα, αλλά σε ισορροπία. Έτσι μπήκα στο βιβλίο αυτό.

Μεγαλύτερο σε έκταση απ' ό,τι μας είχε ως τώρα συνηθίσει ο Λουί, το βιβλίο αυτό μιλάει ακριβώς γι' αυτό που ο τίτλος μας προϊδεάζει, καθώς πρόκειται για μια πιο εξωστρεφή αφήγηση του μονοπατιού μέσω του οποίου έφτασε στο σημείο από το οποίο παρατηρεί πια το παρελθόν. Ο θυμός και η οργή έχουν πια καταλαγιάσει, το εγώ έχει κάπως μικρύνει, ο Λουί μπορεί πια να είναι και με τον εαυτό του αυστηρός, να συμπεριλαμβάνει και τους άλλους στην αφήγησή του ως άτομα με συναισθήματα και δικαίωμα στο λάθος, κάτι το οποίο είχε φανεί ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, αφιερωμένο στον αγώνα της μητέρας του για ευτυχία, να αναφερθεί σε εκείνους που αυτός πλήγωσε και απογοήτευσε, σε εκείνους που άφησε πίσω ή, ακόμα ακόμα, χρησιμοποίησε. Αντίθετα με τα προηγούμενα βιβλία του, που ήταν μονοθεματικά, εδώ υπάρχει μια ποικιλία, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δείχνει μια ωρίμανση, όχι μόνο συγγραφική. Υπάρχει πόνος, υπάρχει τραύμα, υπάρχει ενοχή, υπάρχει θυμός, όλα αυτά υπάρχουν. Υπάρχει όμως και χαρά, υπάρχει δικαίωση, υπάρχει η δίψα για ζωή, υπάρχει η άνεση με τον εαυτό. Σίγουρα είναι το πιο φωτεινό του βιβλίο, εδώ το ποντάρισμα είναι στην πλευρά της ζωής. Καθόλου τυχαία, τα μεγαλύτερα μέρη του βιβλίου απευθύνονται στον πατέρα του, στην Έλενα, μια φίλη του στα χρόνια του λυκείου, και στον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει το μονοπάτι της συγγραφής, η αργοπορημένη εκπαίδευση, τα πρώτα βιβλία που τον διαμόρφωσαν όταν ήταν πια ενήλικας, η τύχη να βρεθούν στον δρόμο του άνθρωποι που λειτούργησαν ως μέντορες, η καταλυτική παρουσία του Εριμπόν και της Επιστροφής στη Ρεν, η επιμονή για ακαδημαϊκή μόρφωση, ο κόσμος που ανοίχτηκε μπροστά του, οι ταξικοί φραγμοί που υποχώρησαν. Είναι τα απομνημονεύματα κάποιου που πέθανε και αναγεννήθηκε. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, μια ιστορία προσωπικού θριάμβου, που αποφεύγει τη διδαχή. Γι' αυτό και εδώ έχει αξία η ειλικρίνεια, η αδιαφορία του Λουί να πει κάτι που θα κηλιδώσει τη φήμη του, η διαδρομή είναι αυτή που τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, αυτό που μετά από χρόνια αγώνα μπόρεσε να γίνει, αυτό που δεν τολμούσε κάποτε να ονειρευτεί. Δεν είναι όμως ένα βιβλίο που ωραιοποιεί, δεν υπάρχουν εδώ πολύχρωμες πεταλούδες, η αποφορά των υπονόμων είναι ακόμα διακριτή. Η ενσυναίσθηση, που εγώ προφανώς αδυνατώ να νιώσω, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογεί εν πολλοίς την εμπορική επιτυχία που τα βιβλία του γνωρίζουν, αλλά και την ατμόσφαιρα στις δημόσιες εμφανίσεις του.

Αν έπρεπε να διαλέξω μία φράση από ολόκληρο το βιβλίο, τότε θα ήταν αυτή: Κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τις αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός. Είναι μια φράση που συναισθηματικά, άγνωστο γιατί, με καθήλωσε, με ανάγκασε να τη διαβάσω ξανά και ξανά, δεν μου ήταν κατανοητή, και πώς να μου είναι άλλωστε. Η πρόζα του Λουί είναι δυναμική, καθώς η ανάγκη να πει την ιστορία του ξεχειλίζει. Καταλαβαίνω όσους και όσες τον βαρέθηκαν ή δεν τον μπορούν, δεν καταλαβαίνω όσους και όσες τον τοποθετούν εκτός λογοτεχνίας. Οι εναντίον του αντιδράσεις παρουσιάζουν εντούτοις τεράστιο ενδιαφέρον καθώς διάφορα πράγματα μπορείς να ανακαλύψεις για εκείνους που με υπερβολική ζέση ξιφουλκούν εναντίον του φαινομένου Λουί, πράγματα που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία, αλλά με τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική τους στάση. Από την άλλη, εγώ, όταν θα βγει το επόμενο, πάλι θα γκρινιάζω και θα λέω πως δεν πρόκειται να το διαβάσω, πως βαρέθηκα πια τα ίδια και τα ίδια και ας ξέρω πως αργά ή γρήγορα η ανάγκη για αφηγηματική οικειότητα θα πάρει τα γκέμια.

υγ. Σύνδεσμοι για τα προηγούμενα βιβλία του Λουί: Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (εδώ), Ιστορία της βίας (εδώ) και Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; (εδώ). Για την Επιστροφή στη Ρενς του Εριμπόν εδώ.

Μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Πίσω από τις θημωνιές (2022)

Καιρό είχα να γράψω ανάρτηση για κάποια ταινία. Δεν είναι τόσο πως δεν είδα αξιόλογες ταινίες, είδα, όσο πως δεν ένιωθα τίποτα στην άκρη των δακτύλων γυρίζοντας με τα πόδια σπίτι μετά το τέλος της προβολής. Χτες, ένιωθα τα δάκτυλα μου ζεστά, παρά το κρύο. Το Πίσω από τις θημωνιές ήταν μια ταινία για να πεις: πήγαινε να τη δεις· και εμένα ο τρόπος μου είναι να το γράφω εδώ.

Εν μέσω γλεντιού, τρία πιτσιρίκια παίζουν στη λίμνη ώσπου αντικρίζουν δύο πτώματα να επιπλέουν πίσω από τις θημωνιές. Θα τρέξουν πίσω στους μεγάλους να πουν τι είδαν, εκείνοι θα τα καθησυχάσουν αμφισβητώντας αυτό που είδαν, θα τους πουν ιστορίες με φαντάσματα. Ο χρόνος γυρίζει πίσω στην ημέρα των γενεθλίων της Αναστασίας, που είναι εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια στο τοπικό νοσοκομείο. Ο πατέρας της θα της πάρει δώρο σκουλαρίκια. Ο θείος της, αδερφός της μάνας της, θα της αφήσει διακόσια ευρώ. Η Αναστασία θέλει να βγει με τις φίλες της στα μπουζούκια, ο πατέρας αρνείται πεισματικά. Μια μέση λύση θα βρεθεί, ένας νεαρός, οικογενειακός φίλος, να συνοδέψει τις κοπέλες, να 'χει και ο πατέρας ήσυχο το κεφάλι του.

Τίποτα δεν προϊδεάζει για όσα πρόκειται να συμβούν, και όμως, ο έχων εμπειρία ελληνικής πραγματικότητας θεατής, ξέρεις πως όλα θα πάνε στον διάολο, λιγότερο ή περισσότερο μπορεί, στον διάολο ωστόσο· η ασφυξία μυρίζει ανυπόφορα. Η Ασημίνα Προέδρου, σκηνοθέτις και σεναριογράφος, γυρίζει τον χρόνο πίσω στο 2015. Στα σύνορα Ελλάδος και Βόρειας Μακεδονίας χιλιάδες ψυχές στριμώχνονται. Από τη μια μέρα στην άλλη τα σύνορα κλείνουν, φράκτες υψώνονται, απελπισμένοι άνθρωποι ψάχνουν άλλες οδούς για να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Η χρυσή αυγή είναι εκτός φυλακής, εντός βουλής, ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλεία χρησιμεύουν ακόμα μια φορά ως καταφύγιο. Ο τόπος, γύρω από τη λίμνη Δοϊράνη, παραδεισένιος, όπως κάθε τόπος. Η τοπική κοινωνία, ελληνική, όπως σε όλη την επικράτεια. Η κακοδιαχείριση στον συνεταιρισμό δεν εκπλήσσει κανέναν, πόσο μάλλον η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η θέση της γυναίκας, επίσης· παρομοίως και του ξένου. Η επιρροή της εκκλησίας και η διαφθορά των αρχών μια από τα ίδια. Όλοι αυτοί θα τρομοκρατηθούν μήπως οι πρόσφυγες τους αλλοιώσουν το dna, αργότερα τη θέση τους θα πάρουν τα εμβόλια. Εκτός και αν πρόκειται να κονομήσουν απ' όλο αυτό, τότε όλα αλλάζουν.

Η Προέδρου γεμίζει το φιλμ της με λεβεντιά, μεράκι και φιλότιμο, όλα όσα παράγουμε ως χώρα. Αξιοποιεί όσα ο τόπος είχε να της δώσει με ρεπεράζ ζηλευτό, η φωτογραφία είναι αντάξια εκείνου που είχε οραματιστεί. Ρεαλισμός στεγνός, ερμηνείες δυνατές και κυρίως πειστικές. Ανθρωπότυποι γνώριμοι, στερεοτυπικοί, καταστάσεις οικείες ακόμα και για εκείνους που ο τόπος τούς είναι ανοίκειος, ξένος. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το προσφυγικό είναι ιδιοφυής. Δεν παρασύρεται από τον ανθρώπινο πόνο, δεν φωνάζει την αντίθεση ανάμεσα στον τρομακτικό πόνο και την εκκωφαντική αναλγησία. Το προσφυγικό, πάντοτε σε ουδέτερο σαν να πρόκειται για μια κατάσταση, για κάτι που απλώς συμβαίνει, το προσφυγικό για εκείνα τα χωριά είναι ένα ακόμα περιστατικό που ανέδειξε τη δυσωδία, πριν από το επόμενο· η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Η ταινία δεν μεροληπτεί υπέρ των χοντρόπετσων, αλλά επιχειρεί να ρίξει λίγο φως και σε εκείνη τη μειοψηφία που αψηφά τον κυρίαρχο λόγο και πέφτει στις λάσπες να βοηθήσει, εκείνη τη μειοψηφία που ξέρει πως εκτός της αλληλεγγύης σε τίποτα άλλο δεν μπορεί να ελπίζει σε τούτη τη ζωή.

Η επιλογή της Προέδρου να χωρίσει σε τρεις οπτικές γωνίες την αφήγηση, μία για κάθε ένα μέλος της αγίας οικογένειας, είναι άκρως λειτουργική, κυρίως γιατί κάθε φορά ο θεατής ελπίζει πως κάπως αλλιώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, με αποτέλεσμα ο κόμπος στο στομάχι να μη λύνεται, αλλά και γιατί η σκηνοθέτις του παραχωρεί/επιβάλει το προνόμιο της πλήρους γνώσης, προνόμιο που μόνο ο ισχυροί της ταινίας έχουν, τον πετάει εκεί, ανάμεσα στους σημαίνοντες άντρες του χωριού, του δίνει καρέκλα δίπλα τους στο γλέντι, στον χορό. Κάλοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι, χριστιανοί και Έλληνες. Το Πίσω από τις θημωνιές ακολουθεί μια κάποια εγχώρια κινηματογραφική παράδοση, που μας έχει δώσει αξιόλογες ταινίες, ωστόσο, υπάρχει μια ταινία ευθείας αναφοράς. Είναι Ο φόβος του Κώστα Μανουσάκη, ταινία που βγήκε στις αίθουσες το 1966, μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου. Η συνομιλία των δύο ταινιών, που ενσωματώνουν όλη την ομορφιά και όλη τη σαπίλα της ελληνικής υπαίθρου, εκείνο που κυρίως διαπραγματεύεται είναι η ασφυξία του μικρού τόπου, το αίσθημα επιβίωσης της οικογένειας, που όλα τα δικαιολογεί, που όλα τα φέρνει στα μέτρα της ακόμα και τον λόγο του Θεού της· τα πράγματα μόνο εξωτερικά αλλάζουν, στον πυρήνα υπάρχει μια εφιαλτική σταθερότητα. Ο μισανθρωπισμός ολοένα και βροντά την πόρτα.

Το Πίσω από τις θημωνιές είναι μια σπουδαία ταινία που δεν εξαντλείται στο μήνυμα που φέρει.

υγ. Για τον υπέροχο Φόβο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.