Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Μαθήματα - Ian McEwan

Ο ΜακΓιούαν είναι ένας από τους συγγραφείς που έχω κατά νου ως άνισους. Μια πρώτη περίοδος εντυπωσιακή, με βιβλία που μου άρεσαν πολύ (Ξένοι στη Βενετία, Ο τσιμεντόκηπος, Ο αθώος, Μαύρα σκυλιά, Εξιλέωση, Άμστερνταμ, Στην Ακτή), με μια συνέχεια όμως καθόλου αντάξια. Και η περίπτωσή του δεν υπόκειται στην κατηγορία πως ήταν καλά βιβλία αλλά όχι του επιπέδου του, ήταν βιβλία που δεν μου άρεσαν, σίγουρα όχι κακογραμμένα, αλλά όχι του γούστου μου. Όταν κυκλοφόρησαν τα Μαθήματα, το ένστικτό μου ενεργοποιήθηκε, να δεις που αυτό θα είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η προδιάθεση, πίστευα πως, στον ωκεανό των βιβλίων που θέλω να διαβάσω, τα δικά του δεν ήταν πια μέρη που θα ήθελα να εξερευνήσω, να διαβάσω κάποιο παλιό βιβλίο του ξανά ναι, αλλά ως εκεί. Τόση εντύπωση μου έκανε η προδιάθεση αυτή που σχεδόν αμέσως το έπιασα στα χέρια μου, ήθελα να διαβάσω κάποιο πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα και από τα τόσα αδιάβαστα τράβηξα αυτό από τη στοίβα. Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη, διόλου υπάκουη στη λογική, συχνά παρορμητική και υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στο ένστικτο.

Από τις πρώτες σελίδες, η επιλογή μου έμοιαζε να είναι αντάξια των τότε αναγνωστικών μου αναγκών, μια γενναιόδωρη αφήγηση ανοιγόταν μπροστά μου. Συνέχιζα ωστόσο να κρατώ μικρό καλάθι, φοβόμουν πως από στιγμή σε στιγμή θα απογοητευόμουν, η λογική επέμενε να ακουστεί, να προειδοποιήσει. Η αρχή προοικονομούσε ένα τυπικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, με τον Ρόλαντ Μπέινς σε ένα μάθημα πιάνου, όντας εσώκλειστος σε ένα σχολείο στην Αγγλία, την ώρα που οι γονείς του ήταν μίλια μακριά στις βόρειες ακτές της Αφρικής. Ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, ανταμοιβή μιας πετυχημένης τρίλιας, το άρωμα και η διαγραφή  του στήθους τής δασκάλας κάτω από το φόρεμα ήταν ικανά να γεννήσουν μια ακατανίκητη φαντασίωση στον δωδεκάχρονο πιτσιρικά. Μια ιστορία αρκετά ειπωμένη στις λογοτεχνικές σελίδες. Σύντομα ωστόσο, αυτό αποδείχτηκε μια πρόληψη από το παρελθόν, μια ανάμνηση που ξεπήδησε ύστερα από μια ακόμα νύχτα αϋπνίας του πρωταγωνιστή.

Ο ΜακΓιούαν πιάνει την ιστορία του Ρόλαντ Μπέινς in media vita, ένας μεσήλικας που η γυναίκα του μια μέρα εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω της ένα σημείωμα και εκείνον αποσβολωμένο με ένα βρέφος λίγων μηνών στην αγκαλιά. Μια τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή συναισθηματικά αποστασιοποιημένου, με συχνή καταφυγή στην ανάληψη του παρελθόντος, των όσων προηγήθηκαν, φροντίζοντας ωστόσο παράλληλα να προωθεί την πλοκή. Η αφηγηματική ικανότητα και η εμπειρία τού συγγραφέα είναι ορατές από την πρώτη στιγμή, το χτίσιμο των χαρακτήρων υπομονετικό, οι ανατροπές και οι εκπλήξεις μετρημένες και χρηστικές, η ένταξη της ατομικής ιστορίας στο μεγάλο κάδρο ομαλά υλοποιημένη. Τα Μαθήματα είναι ένα στέρεο μυθιστόρημα, για τις σελίδες του ικανοποιητικά σφιχτοδεμένο, από το οποίο απουσιάζει η όποια διάθεση διδαχής, χωρίς να γίνεται αναχωρητικό, καθώς η οικονομοκοινωνικοπολιτική πραγματικότητα είναι έντονα παρούσα.

Οι ιστορίες μεσήλικων αντρών που απέτυχαν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, είναι ένα από τα λογοτεχνικά μοτίβα που με συγκινούν, που με κινητοποιούν συναισθηματικά, όχι μόνο τώρα που βρίσκομαι και εγώ στα ηλικιακά αυτά περίχωρα, αλλά ανέκαθεν. Ένας άντρας που μένει μόνος του να μεγαλώσει ένα παιδί, που η γυναίκα του τους εγκατέλειψε αρνούμενη να συνεισφέρει ακόμα και το παραμικρό, ενέτεινε τη συναισθηματική αυτή κινητοποίηση. Ένα στερεότυπο χάνει την εξουσία του, δεν είναι ο πατέρας στον ρόλο του κακού, αλλά η μητέρα, με ή χωρίς εισαγωγικά. Οι ρίζες του στερεότυπου αυτού είναι βαθιές στο έδαφος του συνειδητού, φτάνουν αρκετά μέσα στο υπόστρωμά του. Η συναισθηματική αποστασιοποίηση του αφηγητή αποδεικνύεται καθοριστική, το συναίσθημα δεν εκβιάζεται, τα γεγονότα δίνονται σχεδόν αποστειρωμένα ή μάλλον εσωτερικευμένα, έτσι όπως η ζωή του Ρόλαντ Μπέινς συνεχίζει να κυλά αδιαφορώντας για το κάθε χτες, μη δίνοντας την επιλογή της παύσης.

Τα Μαθήματα είναι επομένως ένα ιδιότυπο και εν μέρει μυθιστόρημα ενηλικίωσης, καθώς το παιδικό παρελθόν αποδεικνύεται σε πολλά σημεία καθοριστικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα αλλά και του συναισθήματος του πρωταγωνιστή καθώς αφήνει πίσω του την παιδική ηλικία. Όμως, ταυτόχρονα, είναι και μια ιδιότυπη και εν μέρει οικογενειακή σάγκα, καθώς το παρελθόν της οικογένειας, οι απαντήσεις σε ένα πλήθος ερωτημάτων, είναι επίσης κομβικής σημασίας. Ωστόσο, τα Μαθήματα είναι, πρώτα και κύρια, ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που διατρέχει το κοντινό παρελθόν και φτάνει ως τις μέρες μας, μια οξυδερκής διάβαση με όχημα την ατομική ιστορία του Μπέινς, μια πολυσυλλεκτική αφήγηση που κινητοποιεί τη λογική και το συναίσθημα του αναγνώστη, χωρίς να τον κουράζει ή να τον κάνει να περνά τις σελίδες διαγώνια, ένα πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα, όπως αυτά που η αγγλόφωνη λογοτεχνία κατά καιρούς προσφέρει. 

Ο ΜακΓιούαν δεν αναλώνει όλη του τη μαστοριά στο κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, αλλά αντιλαμβάνεται πως ο στενός περίγυρος του Μπέινς είναι εξόχως σημαντικός να δοθεί σε βάθος. Οι επιλογές και οι αποφάσεις των ατόμων δεν στέκουν μετέωρες και χωρίς αιτιολόγηση. Η πολυεστιακή αφήγηση αφαιρεί βάρος από τους ώμους του κεντρικού πρωταγωνιστή, που δύσκολα κανείς θα τον εγκλώβιζε στα όρια του ήρωα ή του αντιήρωα, ένας απλός άνθρωπος είναι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, που παλεύει με όσα η ζωή τον φέρνει αντιμέτωπο, έτσι όπως οι όποιες βεβαιότητές του καταρρέουν συχνά πυκνά και μάχεται να κατανοήσει και αποπειράται να νιώσει την ψευδαίσθηση έστω του ελέγχου επί της ίδιας του της ύπαρξης, αποτυγχάνοντας ωστόσο ξανά και ξανά, χωρίς αυτό ωστόσο να τον καθιστά ένα θύμα του καιρού μας, τα προνόμια του είναι άλλωστε δεδομένα. 

Η παράθεση των γεγονότων είναι τέτοια που επιτρέπει στον αναγνώστη να δώσει τις δικές του εξηγήσεις για τις αποφάσεις ζωής των χαρακτήρων, να δικαιολογήσει ή να σταθεί αυστηρός απέναντί τους. Η ζωή είναι μια σύνθετη συνάρτηση, άλλωστε, και η ενσυναίσθηση δεν αρκεί για να χαμηλώσει τον δείκτη που στρέφουμε, συχνά με ύφος, στους άλλους, έτοιμοι να υποδείξουμε πώς θα έπρεπε να γίνει το ένα ή το άλλο, τι είναι σωστό και τι όχι. Η ελευθερία αυτή που δίνεται στον αναγνώστη αποδεικνύεται καθοριστική για τη συνολική πρόσληψη του έργου, καθώς καθένας θα σταθεί σε διαφορετικές γωνιές του δωματίου αυτού, θα δει εκείνα που θέλει ή απλώς μπορεί να δει, θα ταυτιστεί ή θα συναισθανθεί ανάλογα με τα δικά του βιώματα, το δικό του modus vivendi, θα έρθει αντιμέτωπος με την κατάρρευση των προσδοκιών ή των υποθέσεων που θα έχει φροντίσει να δημιουργήσει, ακόμα και με τις ίδιες του τις βεβαιότητες, θα απογοητευτεί ή θα συμπορευθεί, θα διαλέξει στρατόπεδο, θα δικαιολογήσει ή θα κατακρίνει. Και αυτό θεωρώ πως είναι το μεγάλο προτέρημα του μυθιστορήματος αυτού, ο χώρος που αφήνει στον αναγνώστη, ο τρόπος με τον οποίο τον παρασύρει στον ταυτόχρονα μοναδικό και γνώριμο κόσμο του. Βέβαια, χωρίς τη συγγραφική μαστοριά στην κατασκευή, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα λειτουργούσε.

Η ανάγνωση αποδείχτηκε απολαυστική, οι όποιες επιφυλάξεις σύντομα υποχώρησαν από το ίδιο τους το βάρος, η αναγνωστική ανάγκη καλύφθηκε. Ο καιρός θα δείξει αν τα Μαθήματα θα αποδειχτούν το κύκνειο άσμα του γεννημένου το 1948 ΜακΓιούαν. Σίγουρα όμως πρόκειται για ένα υπέροχο μυθιστόρημα που θα λάβει εξέχουσα θέση στο συνολικό του έργο.

υγ. Για προηγούμενα βιβλία του ΜακΓιούαν: Ξένοι στη Βενετία (εδώ), Μαύρα σκυλιά (εδώ), Άμστερνταμ (εδώ), Ο τσιμεντόκηπος (εδώ),  Ο αθώος (εδώ).

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Όλα για το τίποτα - Walter Kempowski

Σχετικά πρόσφατα, οι εκδόσεις Δώμα σύστησαν για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν σπουδαίο της γερμανικής λογοτεχνίας, τον Βάλτερ Κεμπόφσκι. Η κυκλοφορία του κύκνειου άσματος του γεννημένου το 1929 συγγραφέα υπήρξε ένα από τα πλέον σημαντικά στιγμιότυπα της εγχώριας βιβλιοπαραγωγής της προηγούμενης χρονιάς. Παρότι η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο, για τον τίτλο, επιλέχθηκε εκείνος της αγγλικής έκδοσης (All for nothing) αντί της γερμανικής (Alles umsonst, Όλα μάταια).

Γενάρης, 1945. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, οι Ρώσοι προελαύνουν. Στο Γκεόργκενχοφ ο αχός της επέλασης ακούγεται καθαρά. Εκεί βρίσκεται το αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ. Ο πατέρας, αξιωματικός της Βέρμαχτ, απουσιάζει εδώ και μήνες στην Ιταλία. Η μητέρα, διαρκώς κουρασμένη, μάταια αναζητά την ησυχία. Ο δωδεκάχρονος Πήτερ διάγει έναν βίο μοναχικό, καθώς τα παιδιά του γειτονικού οικισμού δεν είναι του επιπέδου του, ακόμα και τα μαθήματα τα κάνει κατ' οίκον. Γύρω από τον στενό οικογενειακό πυρήνα κινείται μια ομάδα προσώπων, που φροντίζει να μη διαταράσσεται η οικιακή ρουτίνα, να μη λείπει τίποτα παρά την ολοένα και πιο δύσκολη καθημερινότητα. Τα νέα που φτάνουν είναι αντιφατικά, τα καραβάνια των Γερμανών προσφύγων ολοένα και πυκνώνουν, η μητέρα, πατέρα απόντος αρχηγός, καλείται να πάρει μια δύσκολη απόφαση.

Με σημείο αναφοράς το αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ, με το πρόθεμα φον να υπονοεί μια, έστω και μακρινή, αριστοκρατική καταγωγή, ο Κεμπόφσκι αργά και σταθερά θα οικοδομήσει τον μικρόκοσμο του Γκεόργκενχοφ, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το πεδίο των μαχών. Η προπαγάνδα ρίχνει βαριά τη σκιά της στην πρόσληψη των πραγματικών γεγονότων, η σκέψη και μόνο για εγκατάλειψη και φυγή αποδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης στην πατρίδα και τον στρατό που μάχεται σκληρά απέναντι στους Κόκκινους. Ο συγγραφέας, ευφυώς, επιλέγει να γνωρίσει καλά στον αναγνώστη τους ενοίκους του αρχοντικού, πριν επιταχυνθεί η εξέλιξη της πλοκής, καθώς επιθυμεί τη δημιουργία ενός έντονου συναισθηματικού δεσμού μεταξύ τους, ώστε να μικρύνει η απόσταση που χωρίζει την πολυθρόνα του αναγνώστη από το Γκεόργκενχοφ λίγο πριν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και τα καταφέρνει περίφημα.

Χωρίς να εγκαταλείπει εντελώς την τεχνική του κολάζ, που τον καθιέρωσε στα προηγούμενα έργα του, εκεί που η προσωπική εμπειρία και η επίσημη ιστορία συνυπάρχουν αρμονικά, ο συγγραφέας εδώ καταφεύγει σχεδόν αποκλειστικά στη μυθοπλασία, αφήνοντας στην άκρη, ως υπόνοια και μόνο, την υποκειμενική μαρτυρία. Η τοποθέτηση του αρχοντικού στο επίκεντρο της πλοκής ως ενός βασικού χαρακτήρα της, φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη το σπουδαίο μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ, Η δοκιμασία (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Καστανιώτης). Εκεί, μέσα από την εναλλαγή των ενοίκων και των ιδιοκτητών ενός σπιτιού, η Γερμανίδα συγγραφέας αναβιώνει με έναν μοναδικό τρόπο όλη τη γερμανική ιστορία του εικοστού αιώνα. Τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα στη Γερμανία.

Στο Όλα για το τίποτα ο Κεμπόφσκι, κινούμενος έκκεντρα του μετώπου της μάχης, καταφέρνει να μεταφέρει τον πολεμικό απόηχο, το κλίμα που επικρατεί σε απόσταση αναπνοής, εκεί που η αγωνία και ο εφησυχασμός ανταγωνίζονται να επικρατήσουν έχοντας συμμάχους τις φήμες, την προπαγάνδα και την έλλειψη γνώσης. Άλλωστε, ποτέ άλλοτε, όσο κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, η ανθρώπινη ζωή δεν λογίζεται τόσο φτηνή και αναλώσιμη. Ο συγγραφέας, παρότι παραδίδει ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο, αρνείται να πάρει θέση, να διαλέξει πλευρά, να βαφτίσει καλούς και κακούς. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι τα βατράχια που την πληρώνουν όταν μαλώνουν τα βουβάλια, η ευκολία με την οποία αλλάζει κατεύθυνση ο άνεμος παρά τις καθησυχαστικές προβλέψεις των πάσης φύσεως μετεωρολόγων.

Το Όλα για το τίποτα είναι ένα σημαντικό μυθιστόρημα. Και είναι σημαντικό γιατί το ιστορικό και πολιτικό του βάρος δεν συνθλίβει τον λογοτεχνικό αυχένα, πετυχαίνοντας να υψώσει μέσα από τα συντρίμμια υψηλή λογοτεχνία, επιπέδου Χάινριχ Μπελ ή Χανς Έριχ Νόσακ. Ο Κεμπόφσκι ήταν ένας ακόμα Γερμανός συγγραφέας στρατευμένος στον αγώνα ενάντια στη λήθη, ένας συγγραφέας που αξίζει να γνωρίσει κανείς.

υγ. Για τη Δοκιμασία περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το έργο του Μπελ εδώ και για εκείνο του Νόσακ εδώ.

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)
 
Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Σανταράμ - Gregory David Roberts

Πέρυσι τον Δεκέμβρη, συντάσσοντας τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, ανάμεσά τους και το Σανταράμ, έγραφα: «Πίστευα πως το βιβλίο αυτό θα ήταν ένα μεγάλο μέρος του Αυγούστου μου. Μια μεγάλη, χορταστική αφήγηση, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα σε βουτιές, καφέδες και μπύρες. Ξέρετε τι λένε για τα σχέδια όμως, ε; Και καμία σημασία δεν έχει ποιον κατηγορεί καθένας ως αυτουργό. Αλλά πού θα πάει, θα έρθει η στιγμή που η πραγματικότητα θα γίνει τόσο δυσβάσταχτη, για ακόμα μια φορά, που η καταφυγή σε μια παράλληλή της θα είναι μονόδρομος. Άλλωστε, η πίστη πως θα το χρειαστώ το βιβλίο αυτό είναι που με κάνει να αρνούμαι την τηλεοπτική του μεταφορά». Και τα έφερε έτσι η ζωή που το Σανταράμ ήταν όντως το μεγαλύτερο μέρος του Αυγούστου μου, απλά με έναν χρόνο καθυστέρηση.

Και μόνο το βιογραφικό σημείωμα στο αυτάκι του βιβλίου να διαβάσει ο αναγνώστης σχετικά με τον Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς, θα νιώσει πως, ακόμα και αν επρόκειτο για μυθοπλαστική σύνθεση, διαθέτει το στοιχείο της υπερβολής. Αντίστοιχα νιώθω κάθε φορά που επανέρχομαι στη βιογραφία τού Τομ Ρόμπινς. Ήταν ήδη προφανές πως το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, σχετικά με την πολυετή παρουσία τού συγγραφέα στην Ινδία, θα ήταν ανάλογο και σε περιεχόμενο, εκεί που η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία και τη λογοτεχνική επινόηση, ένα αρκετά έκκεντρο μεμουάρ με αρκετό πασπάλισμα εξωτισμού απόρροια της ίδιας της χώρας. Εκείνο που κυρίως με δελέασε για να διαβάσω το Σανταράμ ήταν η έννοια της ξενότητας, ένας άνθρωπος που φτάνει σε μια χώρα έξω από τη γνώριμη σύσταση και λειτουργία που έχουμε οι κάτοικοι του δυτικού κόσμου. Δεν ανέμενα κάτι ανάλογο των βιβλίων του Μπόουλς ή του Τσάτουιν, οι προσδοκίες μου, σε επίπεδο λογοτεχνίας, δεν ήταν τόσο υψηλές, ενώ και το πλαίσιο ήταν εξαρχής αντιδιαμετρικά διαφορετικό.

Δραπέτης από τις αυστραλιανές φυλακές, ο Ρόμπερτς, με πλαστά ταξιδιωτικά έγραφα, θα βρεθεί στην Ινδία. Το παρόν βιβλίο αποτελεί την καταγραφή της εκεί εμπειρίας του. Το γεγονός πως η προσέγγισή μου απέναντι στο βιβλίο ήταν εξαρχής λογοτεχνική και όχι ρεπορταζιακή με απάλλαξε από το μικρόβιο της αμφισβήτησης. Θέλω να πω πως δεν με ένοιαζε να εξακριβώσω την ειλικρίνεια και την πραγματικότητα των γεγονότων. Ακόμα και αν φαντάστηκε το μεγαλύτερο μέρος των όσων περιγράφει, αυτό ήταν κάτι που δεν με απασχόλησε στιγμή και δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση κριτήριο σχετικά με την απόλαυση που μου χάρισε εν τέλει το βιβλίο αυτό. Η αλήθεια είναι πως στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο υπερβαίνει τη λογοτεχνική αξία, είναι αυτό, δηλαδή, που κυρίως χαρακτηρίζει το Σανταράμ, τα ίδια τα γεγονότα και η διαδοχή τους αποτελούν το κυρίως καύσιμο για την ανάγνωση του βιβλίου αυτού.

Αν και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα κακογραμμένο βιβλίο, υπάρχουν λογοτεχνικά στοιχεία που το βαραίνουν. Ο Ρόμπερτς διέθετε συγγραφική φιλοδοξία, υποκινούμενος ίσως από την ίδια την εμπειρία του στην Ινδία, μια σπουδαία ιστορία, σχεδόν απίστευτη, από την οποία κατάφερε να βγει ζωντανός. Δεν ήθελε απλώς να κάνει μια ημερολογιακή καταγραφή των γεγονότων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοκιμάσει, στιγμές στιγμές, έναν λόγο πιο ποιητικό, να χρησιμοποιήσει αρκετούς επιθετικούς προσδιορισμούς, να αποπειραθεί να προσδώσει μια λογοτεχνικότητα. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα του βιβλίου, που του στερεί την ευκολία στο γύρισμα των σελίδων, που το κάνει λίγο πιο δύστροπο από εκείνο που του αναλογούσε. Η φύση της γραφής, ο αφηγητής που είναι και πρωταγωνιστής της ιστορίας, αναπόφευκτα τοποθετεί ένα τεράστιο, διαρκώς παρόν, εγώ. Κάποιες στιγμές μοιάζει να επιδιώκει κάπως βεβιασμένα να ανυψωθεί στο ίδιο επίπεδο των γεγονότων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια υπόνοια ηρωικής χροιάς, μια ιδιότυπη εγωπάθεια, μια απόπειρα επιτηδευμένης σύνθεσης του εαυτού, που δεν αναδύεται ομαλά και μέσα από την ίδια την ανάγνωση, αλλά προσφέρεται, κάποιες στιγμές, ως μασημένη τροφή, μια υπόνοια πως γυρεύει τον θαυμασμό και τον εντυπωσιασμό. Θυμίζει κάπως τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας, όταν ο ιδιωτικός αστυνομικός αναφέρεται στον χαρακτήρα του αλλά και στον συναισθηματικό του κόσμο επεξηγώντας πώς αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Δεν με πείραξε ιδιαίτερα αυτό, ήταν μια σύμβαση που σύντομα την αποδέχτηκα και τη συνήθισα.

Από την άλλη, αυτή η διαρκής παρουσία του εγώ αναδεικνύει ικανοποιητικά την αίσθηση του ξένου, το πώς δοκιμάζει να ενταχθεί και να επιβιώσει κάποιος σε ένα περιβάλλον ανοίκειο του οποίου το λεξιλόγιο δεν το κατέχει. Η σταδιακή κατανόηση εκ μέρους του Ρόμπερτς του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ινδική κοινωνία αποδεικνύεται ιδιαίτερα λειτουργική, καθοδηγητική για τον αναγνώστη σε ένα εξωτικό περιβάλλον. Είναι ένα σημείο που ο συγγραφέας τα καταφέρνει καλά, φροντίζοντας να μην αναμείξει την εμπειρία με τη μετέπειτα γνώση, πέρα από κάποιες παρεκβάσεις και προοικονομίες απαραίτητες για την προώθηση της πλοκής και τη σύνδεση των γεγονότων. Το περιβάλλον, η Ινδία δηλαδή, κατέχει αναπόφευκτα πρωταγωνιστικό ρόλο. Αναγνωρίζω στον Ρόμπερτς πως δεν προσπάθησε να πουλήσει εξωτισμό, πέρα από κάποιες ποιητικές περιγραφές, όπως προείπα. Η αποφυγή αυτή βοηθάει να αναδυθεί η αγωνία της επιβίωσης που αποτελεί και τον κυρίως πυρήνα της ιστορίας του. Αυτή άλλωστε είναι η συνθήκη της παρουσίας του εκεί, σε αυτή την ιδιότυπη ομηρία στην οποία βρίσκεται όντας φυγάς. Το Σανταράμ δεν είναι οι αναμνήσεις ενός πλάνητα που βρέθηκε στην Ινδία με ένα σακίδιο στην πλάτη και αυτό καλό είναι να το γνωρίζει ο επίδοξος αναγνώστης αν πιστεύει πως θα διαβάσει κάτι μαγικό και εξωτικό, με χρώματα και αρώματα, καθώς εδώ κυριαρχεί το μαύρο και η αποφορά, η πραγματικότητα δηλαδή.

Αν και για μένα το γεγονός πως είναι μια πραγματική ιστορία, έστω με τις παρεμβάσεις και τις αλλοιώσεις της αφήγησης, δεν αποτέλεσε κυρίαρχο αναγνωστικό παράγοντα, αντιλαμβάνομαι πως για αρκετούς αναγνώστες θα λειτουργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο. Πραγματικά ή επινοημένα, τα όσα ήρθε αντιμέτωπος ο Ρόμπερτς αποτελούν μιας πρώτης τάξεως υλικό προς αφήγηση. Όπως προείπα, το περιεχόμενο εδώ υπερβαίνει των άλλων λογοτεχνικών συστατικών, είναι μια σύμβαση την οποία ο αναγνώστης οφείλει να δεχτεί, ειδάλλως θεωρώ πως, αργά ή γρήγορα, θα απορρίψει το βιβλίο. Διαβάζοντας όσα ως τώρα έγραψα αντιλαμβάνομαι πως στάθηκα κυρίως στις αδυναμίες του βιβλίου αυτού. Και αυτό συνέβη ακριβώς γιατί, παρότι είχα όλα τα χαρτιά φανερά, διάβασα το βιβλίο αυτό ως μυθιστόρημα και όχι ως μεμουάρ.

Ωστόσο, οι προσδοκίες που είχα για το Σανταράμ ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο, αν και όχι σε απόλυτο, βαθμό. Η ξενότητα, η καταιγιστική δράση, η ανοίκεια, σε όλα τα επίπεδα εκτός ίσως του τουριστικού, ινδική συνθήκη και η μεγάλη απόσταση της πραγματικότητάς μου από εκείνη του Ρόμπερτς ήταν που με κράτησαν στην ανάγνωση παρά τις όποιες λογοτεχνικές ενστάσεις κατέγραψα παραπάνω. Η διαρκής πάλη ανάμεσα στο ηρωικό και το αντιηρωικό, η δυσκολία ταύτισης ή ενσυναίσθησης με τον ίδιο τον πρωταγωνιστή είναι καθοριστική, η εναλλαγή συμπάθειας και αντιπάθειας, επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, χτίζει σταδιακά μια ιδιαίτερη αναγνωστική σχέση, αρκετά ιδιαίτερη και μάλλον περίπλοκη, σχέση που συνεχίζει να λειτουργεί και μετά το τέλος της αφήγησης. Υπάρχει και μια ωραία, δυνατή ερωτική ιστορία, η οποία ζέχνει ρεαλισμό, ένα καλοδεχούμενο αντίδωρο.

Ένα σίγουρα ιδιαίτερο βιβλίο.

υγ. Την ανάρτηση για τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 θα τη βρείτε εδώ. Για τα βιβλία του Μπόουλς: Τσάι στη Σαχάρα (εδώ), Ψηλά πάνω από τον κόσμο (εδώ), Ο καιρός της φιλίας (εδώ). Για τα βιβλία του Τσάτουιν: Ουτς (εδώ), Στην Παταγωνία (εδώ).

Μετάφραση Ευαγγελία Μούμα
Εκδόσεις Κυψέλη

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Υπέροχη αγαπημένη μου - Marieke Lucas Rijneveld

Συνέβη ως εξής: θα έλειπα από το σπίτι για τρεις μέρες. Πήρα μαζί μου δύο βιβλία από τη στοίβα με τα προσεχώς. Πίστευα πως είμαι καλυμμένος για όλα τα ενδεχόμενα. Το πρώτο, το εγκατέλειψα κάπου στη σελίδα εκατό, δεν τραβούσε με τίποτα. Το Υπέροχη αγαπημένη μου αυτόματα απέκτησε επιπλέον βάρος προσδοκιών, εκεί, δίπλα στη θάλασσα, είχα απαιτήσεις από αυτό. Πριν από δύο χρόνια είχε προηγηθεί το Δυσφορεί η νύχτα, ένα βιβλίο με έντονο το εξωλογοτεχνικό σούσουρο που ωστόσο, παρότι συναισθηματικά με στρίμωξε, μου άρεσε αρκετά. Ήθελα να διαβάσω το επόμενο βιβλίο του Ρίνεβελντ, παρότι η σύγκριση με τη Λολίτα του Ναμπόκοφ συντηρούσε κάποιες επιφυλάξεις μέσα μου.

Η ενόχληση εμφανίστηκε ήδη από τις πρώτες σελίδες. Ο καθόλου αξιόπιστος και συμπαθής πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας κτηνίατρος στην ολλανδική επαρχία, αφηγείται, κάπου ανάμεσα στο ημερολόγιο και την απολογία, την ιστορία της σχέσης του με ένα μικρό κορίτσι, την κόρη ενός κτηνοτρόφου στο κτήμα του οποίου βρισκόταν συχνά, αφού ακόμα η πανδημία των τρελών αγελάδων ήταν πρόσφατη και ο φόβος επανεμφάνισής της ορατός. Θεωρώ, ή μάλλον θεωρούσα, πως δύσκολα θα με ξένιζε το θέμα κάποιου βιβλίου, πως η διάκριση ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα θα ήταν αρκετή, πως η λογοτεχνική αξία θα ήταν το ζητούμενο. Όμως εδώ ζορίστηκα. Άσχημα συναισθήματα με κυρίευαν σελίδα τη σελίδα. Συνέχιζα ωστόσο την ανάγνωση ελλείψει εναλλακτικής, τόσο πολύ δεν μου άρεσε το βιβλίο που λίγες ώρες πριν είχα εγκαταλείψει. Θεωρούσα δεδομένο πως με την επιστροφή μου στο σπίτι θα το παρατούσα για να βρω καταφύγιο σε κάποιο επόμενο βιβλίο. Κάπως έτσι συνέχισα να το διαβάζω.

Και όμως, ενάντια σε όλες τις προσωπικές προβλέψεις, με ενεργό ακόμα το σχέδιο εγκατάλειψης, συνέχισα μέχρι το τέλος, παρά την ολοένα και αυξανόμενη δυσφορία που ένιωθα. Η απώθηση συνοδευόταν από μια ταυτόχρονη έλξη, ένας συναισθηματικός συνδυασμός αρκετά αντιφατικός και οξύμωρος. Η ανακούφιση, γυρίζοντας την τελευταία σελίδα, ήταν τεράστια, ένιωθα να έχω απαλλαγεί από ένα βάρος. Το ίδιο απόγευμα συνέχισα άμεσα με το επόμενο βιβλίο, ένιωθα βρώμικος, μια διαφορετική ιστορία είχα ανάγκη. Πέρασαν κάποιες μέρες και ακόμα δεν ήμουν σίγουρος αν θα διέθετα περαιτέρω χρόνο γράφοντας κάποιο κείμενο σχετικά με αυτό, το κουβαλούσα ακόμα μέσα μου, η πνιγηρή και άρρωστη ατμόσφαιρά του ήταν ακόμα παρούσα, δεν ήξερα αν θα άντεχα να επανέλθω σε αυτό. Άλλαξα πολλές φορές γνώμη. Και να που τώρα γράφω ένα κείμενο για αυτό.

Η πρώτη εξήγηση για την ολοκλήρωση της ανάγνωσης αυτής ήταν, αναπόφευκτα, τεχνικής μορφής. Το ύφος, η γλώσσα, η ατμόσφαιρα, η αφήγηση. Ωστόσο, το Υπέροχη αγαπημένη μου δεν είναι κάποιο αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας και παρά την τεχνική του αρτιότητα δεν θα μπορούσε μόνο αυτή να με κρατήσει στην ανάγνωση, κάποια συναισθηματική έδρα έπρεπε να αναζητήσω. Εκεί, πίστευα, βρισκόταν το κλειδί της εξήγησης. Ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, το συναίσθημα της δυσφορίας, παρότι διαφορετικής μορφής, ήταν κάτι γνώριμο, ένα περιβάλλον πνιγηρό και άρρωστο, ένα αίσθημα εγκλωβισμού και ζόφου, που, παρά την όποια μυθοπλαστική απόσταση, διέθετε μια αλήθεια για τον κόσμο γύρω μας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ρίνεβελντ συνθέτει και προωθεί την πλοκή είναι αρκετά οριακός, δοκιμάζει τις αντοχές του αναγνώστη, αδιαφορεί για εκείνον, έχει μια ιστορία να πει και τη λέει. Διαβάζοντας το πρώτο του βιβλίο είχα διακρίνει ένα αναγνωστικό συναίσθημα παρόμοιο με εκείνο του φοβερού Γαλατά της Άννα Μπερνς, εδώ, περισσότερο ένιωθα την ανάσα ενός ουελμπεκικού αφηγητή.

Η εκ των υστέρων εξιστόρηση των γεγονότων δημιουργεί την επιθυμία να δεις τι θα συμβεί παρακάτω, όσο και αν φοβάσαι πως δεν θα το αντέξεις, πως θα αηδιάσεις και θα τρελαθείς από τον τρόπο με τον οποίο ο παιδεραστής αφηγητής περιγράφει τη σχέση του με το μικρό κορίτσι. Ίσως, η επιθυμία αυτή να τρέφεται από την αναμονή της τιμωρίας. Ίσως η ελπίδα πως η μισανθρωπία που σε κατακλύζει τελικώς θα ανατραπεί Μπορεί. Ωστόσο, μετά από αρκετή σκέψη, κατέληξα πως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, έχοντας έναν χαρακτήρα τεχνικό, που έχει να κάνει με τον τρόπο που το μικρό κορίτσι, χωρίς να παίρνει σε καμία φάση τα ηνία της αφήγησης, ώστε να πει τη δική του εκδοχή των πραγμάτων, υπάρχει μέσα στην αφήγηση αυτή. Ο πλάγιος τρόπος με τον οποίο κατασκευάζεται και ζωντανεύει εκείνη ως χαρακτήρας αλλά και το περιβάλλον εντός του οποίου ζει. Και σε αυτό το κομμάτι υπάρχει η άμεση συσχέτιση με το προηγούμενο βιβλίο. Το περιβάλλον είναι παρόμοιο, η απόσταση από τον έξω κόσμο και η δύσκολη καθημερινότητα. Ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο δίνεται η παιδικότητα, η επιτυχία σε μια πίστα δύσκολη. Εκεί, θεωρώ τελικά, πως βρίσκεται ο πυρήνας και αυτής της ιστορίας. Ο Ρένεβελντ πετυχαίνει να δώσει αυτή τη λοξή ματιά στη γεμάτη ερωτήματα και πανικό προεφηβική ηλικία, αποφεύγοντας εντελώς να μετατρέψει το νεαρό κορίτσι σε μια Λολίτα ή σε μια προυστική Αλμπερτίν. Διατηρεί για εκείνη μια αθωότητα, ενώ το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού είναι διαρκώς παρόν.

Στρέφοντας όλους τους προβολείς στον ενήλικα αφηγητή, ο Ρένεβελντ δημιουργεί την απαραίτητη σκιά στην οποία το μικρό κορίτσι κινείται και αυτό είναι τελικά το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει στο μυθιστόρημα να αναπνεύσει. Δεν μπορώ να πω πως το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, δεν είχε τίποτα να μου αρέσει, και όμως όχι μόνο το τελείωσα, αλλά παρέμεινε μέσα μου για αρκετές μέρες, όταν πια το στοιχείο της πρόκλησης είχε υποχωρήσει πια από το ίδιο του το βάρος. Και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Η πρόκληση για την πρόκληση, άλλωστε, είναι καταδικασμένη να μην αντέξει, αργά ή γρήγορα θα εκπέσει. Η οριακή συνθήκη στην οποία με ενέπλεξε, αυτό το ταυτόχρονο συναίσθημα έλξης και απώθησης λειτούργησε περίφημα, δεν μου χάρισε τίποτα, δεν με διευκόλυνε σε κανένα σημείο και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ανάγνωση που άφησε έντονο το στίγμα της, πέρα από την τεχνική αρτιότητα που το μυθιστόρημα διαθέτει. Το Υπέροχη αγαπημένη μου δεν είναι ένα παράγωγο αποκλειστικά μυθοπλαστικής φύσης, το γέννημα ενός άρρωστου μυαλού, είναι μια όψη του κόσμου μας, μας αρέσει δεν μας αρέσει, και αυτό το κάνει τόσο αβάσταχτο. Ενάντια σε κάθε πιθανότητα, το Υπέροχη αγαπημένη μου αποδείχτηκε μια ανάγνωση καθοριστική και η ιστορία της το επιβεβαιώνει.

υγ. Για το Δυσφορεί η νύχτα περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τον Γαλατά της Μπερνς εδώ. Για το τελευταίο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ εδώ.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ίκαρος

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Κρέας για τους λύκους - Hari Kunzru

Έγιναν έτσι τα πράγματα ώστε πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό ήδη να έχω ακούσει αρκετά γι' αυτό από αναγνώστες και αναγνώστριες που εμπιστεύομαι την κρίση και τη ματιά τους και ήταν τα όσα άκουσα διφορούμενα και κάλυπταν ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων και αξιολογήσεων, τέτοιο που περισσότερο έθρεψαν τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις μου, παρά πίστωσαν τον οβολό τους στον λογαριασμό των προσδοκιών. Οι προσδοκίες μου εν πολλοίς είχαν να κάνουν με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός μεσήλικα που συνειδητοποιεί πως πια βρίσκεται στο δεύτερο μισό της ύπαρξης, εκεί που τα πράγματα παγιώνονται και οι δεύτερες ευκαιρίες εκλείπουν από το μενού δυνατοτήτων, έστω και ως ψευδαίσθηση της νεανικής πίστης σε έναν παντοδύναμο εαυτό. Σε αυτό το σχήμα ας προστεθεί η ιδιότητα του συγγραφέα που ο αφηγητής φέρει, το γεγονός πως η αφήγηση εν πολλοίς είχε να κάνει με την ποιητική της κατασκευής ενός επόμενου βιβλίου, που θα πετύχαινε να τραβήξει τον συγγραφέα από τα στάσιμα νερά της μη έμπνευσης ή την αποτυχία υλοποίησης των όποιων σπερμάτων αυτής.

Η πρόσκληση από το Κέντρο Ντόιτερ, στο Βάννζεε του Βερολίνου, για μια τρίμηνη υποτροφία συγγραφής, έμοιαζε να είναι η ευκαιρία του αφηγητή να αφήσει πίσω του μια παγιωμένη, παρότι απέξω ευτυχή, ρουτίνα ύπαρξης και να βρεθεί κάπου μακριά από τη Νέα Υόρκη, τη σύζυγο και το παιδί και όσα η μόνιμη ζωή απαιτεί, με μοναδική υποχρέωση να γράψει το ιδιότυπο δοκίμιο που είχε κατά νου σχετικά με τη γερμανική λυρική ποίηση του 19ου αιώνα. Το Κέντρο Ντόιτερ, όραμα ενός εκλιπόντος πλουσίου, στηρίζεται στην ανοιχτότητα, την οποία και επιβάλλει στα μικρά γράμματα του συμβολαίου που οι συμμετέχοντες καλούνται να υπογράψουν πριν από την άφιξή τους εκεί. Ανοιχτότητα που έχει να κάνει με τη συμμετοχή στην καθημερινότητα του κέντρου, τη συνύπαρξη με τους υπόλοιπους υπότροφους, τη συστηματική παρουσία στο κοινό δωμάτιο εργασίας.

Η αφήγηση ξεκινάει ήδη από τη Νέα Υόρκη, την παραμονή του ταξιδιού, με έναν τρόπο εντυπωσιακό που συμπυκνώνει, παρά τη δεδομένη ατομική της ιδιαιτερότητα, μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία τέλματος και υπαρξιακής αγωνίας, για να συνεχίσει με τις πρώτες μέρες στη Γερμανία, τις ιδιαιτερότητες του κέντρου και την απόπειρα του αφηγητή να τις φέρει στα μέτρα του. Ήδη από την άφιξή του η προσδοκία της απόλυτης αφοσίωσης στη συγγραφή αρχίζει να χάνει τη δύναμή της, η αναβολή από μέρα σε μέρα, η δικαιολόγηση πίσω από τη δήθεν αναγκαία έρευνα και τις χρονοβόρες διαδικτυακές διαδρομές, η ανάγκη για αποσύνδεση από τη μέχρι πρότινος ακριβή καθημερινότητά του, η επιθυμία να γνωρίσει το μέρος, αλλά, κυρίως, η κατάθλιψη που αναπόφευκτα τον συνόδευσε ως εκεί, κερδίζουν ολοένα έδαφος, εισάγοντας σύντομα μια νέα καθημερινή ρουτίνα.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο φαινομενικά παροντικός της χρόνος, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο, κατέστησαν την ανάγνωση πυρετική από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Ο Κούνζρου καταφέρνει με δεξιοτεχνία να τυλίξει τον αναγνώστη στον ιστό στον οποίο ο ίδιος ο αφηγητής είναι εγκλωβισμένος, με μαεστρία τον παρασέρνει στην εν πολλοίς υποκειμενικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, πετυχαίνοντας να της προσδώσει έναν χαρακτήρα ανοίκειο και εγκεφαλικό, πραγματικότητα της οποίας φαινομενικά και μόνο ο αφηγητής έχει τον έλεγχο. Έτσι, ο αναγνώστης παρασέρνεται παρέα με εκείνον στην πτώση, στον ολοένα και πιο αδιέξοδο εγκλωβισμό, την ώρα που τα φαντάσματα όλο και καταλαμβάνουν τον χώρο που η βύθιση του αφηγητή αφήνει ελεύθερο. Η αληθοφάνεια της πτώσης αυτής, η αφηγηματική της αποτύπωση, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο συγγραφικό επίτευγμα, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου. Ο τρόπος με τον οποίο οι εμμονές κυριαρχούν και που το πραγματικό διαθλάται, καθιστούν τον αφηγητή θύμα του ίδιου του του εαυτού, κλείνοντας ερμητικά τις όποιες εξόδους κινδύνου, διασπώντας το όποιο λογικό ανάχωμα συναντά στην πτώση του.

Δύο άλλα βιβλία θυμήθηκα κατά τη διάρκεια αυτής της πτώσης, Το τρίτο ράιχ, ίσως το πλέον παρεξηγημένο ως προς την αξία του μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο, και το Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική, το διαβολεμένα σατιρικό μυθιστόρημα του Ενρίκε Βίλα Μάτας. Το Κρέας για τους λύκους αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο μια σύνθεση των δύο. Από τη μια, η καταβύθιση σε μια ιδιόχειρα κατασκευασμένη πραγματικότητα, εκεί που το παιχνίδι στρατηγικής μετατρέπεται σε ταμπλό ύπαρξης για τον ήρωα με την αναβίωση των φαντασμάτων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και από την άλλη η σάτιρα των προγραμμάτων φιλοξενίας, η παρουσία του Μάτας στην διαβόητη έκθεση μοντέρνας τέχνης στο Κάσελ της Γερμανίας, εκεί όπου η έκθεση του εαυτού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μικροκόσμου στον οποίο μεταβάλλεται για κάποια περίοδο η, κατά τα άλλα αδιάφορη, επαρχιακή πόλη.

Οι ενστάσεις που προλόγισα περισσότερο είχαν να κάνουν με την πολιτική θέση του Κούνζρου έτσι όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την αφήγηση, αλλά και τις επιφυλάξεις σχετικά με το αν τελικά η κατασκευή αυτή λειτουργεί και νοηματοδοτείται. Ενστάσεις κατανοητές και αναπόφευκτες θα έλεγα, κυρίως ως προς την πολιτική θέση απέναντι στο κακό, στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ζήτημα του νεοφασισμού σε σύγκριση με το κομμουνιστικό παρελθόν της Γερμανίας, ή πώς μοιάζει να το διαχειρίζεται τέλος πάντων, σε περίπτωση που η ανάγνωση οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η πολιτική πλευρά του βιβλίου αποτελεί κεντρικό άξονα περιστροφής και αναγνωστικής πρόσληψης. Το Κρέας για τους λύκους, έτσι όπως το εξέλαβα εγώ τουλάχιστον, είναι ένα μυθιστόρημα με μανδύα κωμικό, για όσους γελάνε με βιντεάκια ανθρώπινων πτώσεων, με πολιτική απόχρωση για όσους την αναζητούν, όμως, πρωτίστως, και με δεδομένα τα δύο συστατικά ως χροιά, είναι ένα βαθιά υπαρξιακό μυθιστόρημα, κατ' επίφαση αυτομυθοπλαστικό, που πετυχαίνει να διέλθει από σκοτεινές ατραπούς του μυαλού και κρίνοντάς το ως τέτοιο είναι ένα πετυχημένο μυθιστόρημα, με κύριο προσόν την αληθοφάνεια μιας ανοίκειας εμπειρίας αλλά και τη συγχρονία και τον τρόπο με τον οποίο αυτή εισέρχεται.

Οι όποιες ενστάσεις μου έχουν να κάνουν κυρίως με τον τρόπο που ο Κούνζρου εξέρχεται της αφήγησης, όμως, σε ένα κείμενο παρουσίασης, καλό είναι να μη γίνονται τόσο καθοριστικές αποκαλύψεις επί της πλοκής. Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τον επιθετικό προσδιορισμό πετυχημένο κρίνοντας παραπάνω το μυθιστόρημα, αντί κάποιου πιο ενθουσιαστικού, όπως σημαντικό ή σπουδαίο, για παράδειγμα, και αυτό εν πολλοίς έχει να κάνει με την τελική γεύση που η ανάγνωση μου άφησε, ανάγνωση κατά τα άλλα με τον τρόπο της απολαυστική και φρενήρης. Η απομάκρυνση από το βιβλίο, τις ημέρες αυτές που μεσολάβησαν μέχρι το κείμενο αυτό, αποδείχτηκε τελικά φθοροποιός, παρότι φαινομενικά οι προσδοκίες μου σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκαν, απόδειξη πως κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτη συνθήκη αξιολόγησης ενός βιβλίου.

υγ. Για Το Τρίτο Ράιχ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για το Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική εδώ.
 
Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Επιστροφή αριθμός δώδεκα

Επιστροφή στο ιστολογείν μετά την πάντοτε αναγκαία θερινή παύση.

Δεν ήταν ένας μη αναμενόμενος Αύγουστος αυτός, ακόμα και οι δυστυχίες που έφερε ήταν, μάλλον, αναμενόμενες, μια λούπα, ακόμα και έτσι όμως αναγκαίος και απαραίτητος. Η πραγματική αλλαγή χρονιάς είναι αυτή, όλα εκείνα που σχεδιάζει κανείς να κάνει, να αρχίσει, να διακόψει ή να συνεχίσει, μια μακροσκελής λίστα σημειώσεων και σκαριφημάτων, όλα είναι εδώ, ο Αύγουστος είναι μια υπόσχεση μετάβασης, εκεί δοκιμάζει κανείς να ράψει την πανοπλία για τη νέα σεζόν, για όσα εκείνη αναπόφευκτα –φοβάσαι ή ελπίζεις πως– θα φέρει. Τι και αν τα περισσότερα θα καταρρεύσουν με τον καλό μήνα ή τον καλό χειμώνα. Έτσι δεν γίνεται πάντα; Λούπα.

Παραδόξως, φέτος τον Αύγουστο, διάβασα αρκετά. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Το δέλεαρ του έξω κόσμου υπόσχεται και αποπλανά, τα πρόσωπα και η αλμύρα, η ανάγκη του βλέμματος να αναπαυτεί στη γραμμή του ορίζοντα, η διάρρηξη της ρουτίνας, επίσης. Όχι και οι πιο κατάλληλες συνθήκες για συγκέντρωση, η ζωή μοιάζει να συμβαίνει μόλις λίγο πιο πέρα. Τι συνέβη φέτος; Το πόρισμα θα αργήσει και μάλλον θα ρίξει τις ευθύνες στη μοίρα και την τυχαιότητα, κάπου μακριά και έξω από μένα τέλος πάντων, κάπου στο βασίλειο του ανορθολογικού. Με τον καιρό θα μιλήσουμε και για τα βιβλία αυτά, έστω για κάποια. Καθόλου παραδόξως, δεν πάτησα ούτε έναν πλήκτρο στον επεξεργαστή κειμένου. Να ξεκουραστεί και αυτός από τη βιάση των δακτύλων, μήπως και λίγο λείψουμε ο ένας του άλλου. Σκεφτόμουν συχνά τη φράση: η ανάγνωση είναι μια πράξη ενεργητική· κάποια στιγμή θέλω να γράψω ένα κείμενο σχετικό, να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Να ένα σκαρίφημα αυγουστιάτικο.

Μια φίλη διαβάζει για πρώτη φορά το 2666 και εγώ ζήλεψα εξαντλητικά τη δυνατότητα να διαβάσει κανείς για πρώτη φορά ένα βιβλίο όπως αυτό. Της έκανε εντύπωση που σε διάφορες σκοτεινές γωνιές του ψηφιακού κόσμου συνάντησε ενστάσεις βαρεμάρας για το τέταρτο κεφάλαιο. Δεν είναι λογοτεχνικό το διακύβευμα –μια λογοτεχνία αναχωρητική, αποσυνδεδεμένη από τη ζωή–, αλλά κοινωνικοπολιτικό, είναι η αντανάκλαση της αντιμετώπισης της πραγματικότητας με όρους κινητοποίησης του προσωπικού ενδιαφέροντος. Το βαρέθηκα αυτό το θέμα, ας περάσουμε στο επόμενο, λες και πρόκειται για ένα κουτσομπολιό και όχι για μια συντριβή. Και η φωτιά στη Δαδιά θα συνεχίζει να καίει.

Είδα έναν εφιάλτη, κατά μια έννοια λογοτεχνικό. Για κάποιο, αδιευκρίνιστο, λόγο, αποφάσισα να διαβάζω μόνο βιβλία που θεωρούσα εκ των προτέρων πως θα είναι κακογραμμένα και βαρετά και όχι μόνο να τα τελειώνω αλλά να ασχολούμαι περαιτέρω με αυτά σε μια απόπειρα να αναδείξω κάθε πτυχή συγγραφικής αποτυχίας, ένας Ρομπέν των σελίδων διατεθειμένος να χαρίσει οσμή και θέα αίματος στο διψασμένο κοινό. Ξύπνησα απογοητευμένος, μα τι ζωή θα 'ναι αυτή; Εγώ που νόμιζα πως ζόρι θα ήταν να διάβαζα μόνο αριστουργήματα, χάνοντας έτσι το όποιο αισθητικό κριτήριο, ένας μύλος που όλα θα τα άλεθε, βρέθηκα ξάφνου στον αντίποδα. Και δεν το σκέφτεσαι, με ρώτησε εκείνη. Ευτυχώς δεν κρατήθηκε και γέλασε σχεδόν αμέσως.

Κάπου πήρε το μάτι μου μια ένσταση σχετικά με τη συνήθη δυστοπική προοπτική της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. Έχω βαρεθεί, έλεγε μέσες άκρες, πάντοτε να περιγράφεται ένας φρικώδης μελλοντικός κόσμος, χωρίς καμιά πινελιά ελπίδας. Το διακύβευμα και πάλι δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά κοινωνικοπολιτικό, όπως και η πραγματική φύση της λογοτεχνίας του φανταστικού. Για να ελπίζει κανείς σε ένα καλύτερο αύριο, και άρα να γράφει γι' αυτό, απαιτείται πίστη στους σημερινούς κρατούντες των ινίων του κόσμου. Η τεχνολογική πρόοδος, το κυρίως ζητούμενο, από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή, αυτό εξαρτάται –σιγά τη σοφία θα πείτε– από τη χρήση της. Ο επιθετικός προσδιορισμός προφητικός θα έκανε –θέλω να πιστεύω– τους –από καιρό πεθαμένους– συγγραφείς να νιώθουν, τουλάχιστον, άβολα.

Κάποιο βράδυ, συνοδεία αλκοόλ και με εμφανή την κόπωση της ολοήμερης έκθεσης στον ήλιο, συζητώντας για, τι άλλο παρά, λογοτεχνία, φτάσαμε σε ένα γνώριμο σημείο, στο ζήτημα της βαθμολόγησης των –στην προκειμένη περίπτωση– βιβλίων. Ίσως, ο αντίλογος έλεγε, κάτι τέτοιο να λειτουργούσε βοηθητικά σε ένα κείμενο παρουσίασης/κριτικής, να το έκανε ταλιράκια για τον επίδοξο αναγνώστη. Είναι γνώριμο σημείο όχι μόνο σε συζητήσεις αλλά και στις κατά καιρούς σκέψεις σχετικά με το Goodreads, στο οποίο δεν κάνω λογαριασμό, παρότι συχνά πυκνά με δελεάζει η ιδέα περαιτέρω ψηφιακής παρουσίας –γνωστό και ως ψώνιο ή ματαιοδοξία, που ποιος είμαι για να μην υποφέρω– ακριβώς εξαιτίας αυτής της υποχρέωσης. Συνθήκη που αναπόφευκτα οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε μαθηματικές στρεβλώσεις, από τη φύση τους απόλυτες, εκεί όπου ο Τόμας Μαν, για παράδειγμα, λαμβάνει χαμηλότερη βαθμολογία από έναν –ούτε καν υποσχόμενο– εγχώριο γραφιά.

Διαβάζω, πάντοτε το κάνω, αντίστοιχα εναρκτήρια κείμενα από αλλοτινούς Σεπτέμβρηδες. Αυτό εδώ δεν είναι τόσο ποιητικό, νοσταλγικό ή γεμάτο από προσδοκίες αλλά και φοβίες. Και εδώ το πόρισμα αργότερα θα βγει, προς το παρόν με καθησυχάζω, γράφω, μου λέω, αυτό που νιώθω, αυτό που –ανάμεσα σε άλλα– είμαι. Άντε να δούμε.

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω - Juan Gabriel Vásquez

Όταν στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς έκανα αφιέρωμα στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, ανάμεσα σε άλλα, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν εκεί, υπήρχε και το μυθιστόρημα του πολυαγαπημένου Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω. Ακόμα πιο αξιοπερίεργο είναι πως το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του '21. Μια ελπίδα και μια επιφύλαξη: η ελπίδα πως όταν ο έξω κόσμος θα σφίξει τον κλοιό τότε θα έχεις ένα σίγουρο και ασφαλές μπούνκερ καταφυγής, η επιφύλαξη πως η συγγραφική ιδιαιτερότητα μπορεί να αποδειχθεί μανιέρα. Όπως και αν έχει, σχεδόν δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ήταν η στιγμή να τραβήξω το βιβλίο από τη στοίβα με τα αδιάβαστα.

Το μότο του βιβλίου, δια χειρός Φορντ Μάντοξ Φορντ, είναι καθοριστικό για τη συγγραφική επιδίωξη και την αναγνωστική πρόσληψη: «Οπότε, έτσι όπως εμείς βλέπουμε τα πράγματα, ένα μυθιστόρημα θα 'πρεπε να 'ναι η βιογραφία ενός ανθρώπου ή μιας σχέσης, και κάθε βιογραφία, είτε ενός ανθρώπου είτε μιας σχέσης, θα 'πρεπε να 'ναι ένα μυθιστόρημα». Είναι η ιστορία της οικογένειας του Σέρχιο Καμπρέρα, ενός Κολομβιανού σκηνοθέτη, δοσμένη με τρόπο μυθοπλαστικό χωρίς ωστόσο να περιέχει φανταστικά στοιχεία, απότοκη αρκετών ωρών συνέντευξης μεταξύ εκείνου και του Βάσκες. Η αφήγηση ξεκινάει τη στιγμή που ο σκηνοθέτης βρίσκεται στη Λισαβώνα, εκεί όπου πια ζει η δεύτερη σύζυγός του με το παιδί τους, ένας προορισμός σκαλοπάτι πριν βρεθεί στη Βαρκελώνη όπου πρόκειται να λάβει χώρα ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του με τίτλο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω. Στη Λισαβόνα, ενώ αναρωτιέται τι πήγε λάθος τελικά στον γάμο του, βλέποντας τους τρεις τους να περνάνε όμορφες στιγμές, ένα τηλεφώνημα από την Κολομβία θα τον ενημερώσει για τον θάνατο του πατέρα του. Παρότι αρχικά θα σκεφτεί να ακυρώσει την παρουσία του στη Βαρκελώνη και να επιστρέψει για την κηδεία, τελικά αποφασίζει να παραμείνει, παρά τις ενοχές και τις δεύτερες σκέψεις. Στη Βαρκελώνη θα συναντήσει τον δεκαεπτάχρονο γιο του, από τον πρώτο του γάμο, που πια ζει στην Ισπανία. Πατέρας και γιος θα περάσουν μαζί κάποιες μέρες, μέσα και έξω από την κινηματογραφική αίθουσα και ο Καμπρέρα θα έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί στον γιο του την ιστορία της οικογένειας, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής στη μνήμη του αποθανόντος πατέρα του.

Από τις πρώτες κιόλας γραμμές γίνεται εμφανής η καθησυχαστική γοητεία που η αφήγηση του Βάσκες διαθέτει, ο υπέροχος τρόπος με τον οποίο αναπτύσσει και προωθεί την πλοκή, η μαεστρία με την οποία διαπλέκει το παρελθόν με το παρόν, η ικανότητα στη μυθοπλασία της πραγματικότητας, η διαρκής παρουσία της κολομβιανής –κυρίως αυτής, αλλά και της παγκόσμιας– ιστορίας παράλληλα με την ατομική ιστορία των ηρώων του –επινοημένων ή πραγματικών. Και αυτό το καθησυχαστικό συναίσθημα περιγράφει εν πολλοίς με ακρίβεια το μπούνκερ στο οποίο παραπάνω αναφέρθηκα. Παρότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, η γραφή του Βάσκες διαθέτει το στοιχείο της κοντοβελονιάς, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, από την αρχή μέχρι το τέλος, χαρακτηριστικό στοιχείο ενός απαράμιλλου στυλίστα. Όμως, επειδή μιλάμε για μυθιστόρημα, και μάλιστα πολυσέλιδο, τίποτα δεν θα ήταν αρκετό, ούτε η ομορφιά των λέξεων, για να διατηρήσει το βλέμμα του αναγνώστη, παρά μια περίτεχνη, καίτοι στο μάτι απλή, συνολική αφηγηματική κατασκευή όπως αυτή που πετυχαίνει ο συγγραφέας–ερευνητής, που αποφεύγει να πιαστεί αιχμάλωτος στα δεδομένα όρια της πραγματικότητας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, κατά δήλωση του ίδιου, τα γεγονότα που αναφέρονται είναι στο σύνολό τους πραγματικά. Και μπορεί μια τέτοια ζωή, όπως αυτή της οικογένειας Καμπρέρα, να μοιάζει από μόνη της μυθιστορηματική, όμως μια γραμμική αφήγηση και μια απομαγνητοφώνηση των τριάντα ωρών συνέντευξης δεν θα ήταν αρκετές για να την καταστήσουν μυθιστόρημα.

Ο Βάσκες προσθέτει την απαραίτητη παλέτα επί της οποίας θα οικοδομηθεί το μυθιστόρημα, δημιουργώντας αυτή την ελάχιστη μα τόσο απαραίτητη απόσταση από το έδαφος της πραγματικότητας. Στο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, ο Βάσκες φλερτάρει έντονα με το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, που τόσο σπουδαία στις μέρες μας εκπροσωπεί ο Χαβιέρ Θέρκας, αλλά δεν υποκύπτει στη γοητεία του, επιλέγοντας να αφήσει τον εαυτό του (τον ερευνητή–αφηγητή, αν προτιμάτε) αλλά και την ίδια τη συγγραφή του βιβλίου έξω από το αφηγηματικό πλαίσιο, επιθυμώντας να ακολουθήσει την προτροπή του Φορντ Μάντοξ Φορντ και να καταστήσει μυθιστόρημα τη βιογραφία της οικογένειας Καμπρέρα. Θεωρώ πως οι λάτρεις της ρεαλιστικής ακρίβειας, οι αναγνώστες που διαρκώς επισκέπτονται την ψηφιακή αναζήτηση για να επιβεβαιώσουν το ένα ή το άλλο στοιχείο της πλοκής, ίσως και να μην απολαύσουν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, παρότι η αποτύπωση είναι πιστή, και αυτό γιατί μια τέτοια αντιμετώπιση άλλο δεν θα δείχνει παρά τη μη επιβίβασή τους στο μυθοπλαστικό όχημα της αφήγησης, συνθήκη απαραίτητη για την επίτευξη αναγνωστικής απόλαυσης. Στη μυθοπλασία του Βάσκες, η αλήθεια, παρότι παρούσα, κατέχει δευτερεύουσα θέση, η αναγνωστική απόλαυση δεν ικανοποιείται από την πιστότητα και την ακρίβεια, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή η πραγματικότητα μετατρέπεται σε μυθιστόρημα.

Και κάποιος, κακοπροαίρετα πάντα, θα μπορούσε να ρωτήσει: και σε τι διαφέρει ένα μυθιστόρημα όπως αυτό από μια αυτοβιογραφία γραμμένη από έναν συγγραφέα φάντασμα, όπως τόσες και τόσες κυκλοφορούν ευρέως; Οι κακοπροαίρετες ερωτήσεις, ακριβώς επειδή είναι κακοπροαίρετες, καλό είναι να μην απαντώνται, απλώς τις προσπερνά κανείς και συνεχίζει τον δρόμο του. Το Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω είναι το έκτο βιβλίο του Βάσκες που διαβάζω, όσα δηλαδή έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, πάντοτε από τις εκδόσεις Ίκαρος και σε ισάξια του πρωτότυπου μετάφραση δια χειρός Αχιλλέα Κυριακίδη. Στον πρόλογο αναφέρθηκα στην επιφύλαξη σχετικά με τον κίνδυνο αναγνωστικής πρόσκρουσης με μια συγγραφική μανιέρα. Υπήρχε στο μυαλό μου αυτό. Η επιφύλαξη ωστόσο σύντομα, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, εξαφανίστηκε, η οικειότητα της αφήγησης επικράτησε, ο τρόπος με τον οποίο αφηγήθηκε την ιστορία αυτή αποδείχτηκε καθηλωτικός, ακόμα μια φορά. 

Και τώρα, τι κάνω χωρίς άλλο μεταφρασμένο βιβλίο του Βάσκες στη στοίβα με τα αδιάβαστα;

υγ. Σύνδεσμοι για τα υπόλοιπα έργα του Βάσκες: Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν (εδώ), Οι πληροφοριοδότες (εδώ), Η μορφή των λειψάνων (εδώ), Οι υπολήψεις (εδώ), Τραγούδια για την πυρκαγιά (εδώ). Τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 τη βρίσκετε εδώ.

(Το ιστολόγιο, από αύριο, θα περάσει στην αυγουστιάτικη ανάπαυση, ραντεβού τον Σεπτέμβρη!)
 
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Ζήσε γρήγορα - Brigitte Giraud

Διάβαζα ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα και είχα κάπως βαλτώσει, οι σελίδες κολλούσαν και εγώ χρειαζόμουν επειγόντως μια ανάγνωση υψηλής έντασης. Είχα μπροστά μου ένα ανέφελο τετράωρο. Τράβηξα από τη στοίβα το Ζήσε γρήγορα, ένιωθα πως κάτι που –ανέμενα πως– θα έμοιαζε με το επίσης πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά Love me tender (Constance Debré, εκδόσεις Πόλις) θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν, μια ανάγνωση μια και έξω. Νεύρο και ένταση στην αφήγηση, αυτό ανέμενα, ο τίτλος και το εξώφυλλο συνηγορούσαν, το βραβείο Goncourt περισσότερο όξυνε την περιέργεια παρά συμμετείχε στις σχηματισμένες ήδη προσδοκίες. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.

Λίγες σελίδες αργότερα, ο αναγνωστικός ορίζοντας είχε τεθεί υπό έντονη αμφισβήτηση, η ολική κατάρρευσή του έμοιαζε πιθανή. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κινούμενη στα όρια της αυτομυθοπλασίας, δεν διέθετε νεύρο και ένταση, αλλά ένα τραύμα από απόσταση χρόνων, μια απώλεια στα τελευταία της στάδια. Συνέχιζε ωστόσο να 'ναι μια αφήγηση που υπηρετούσε την ανάγκη μου για μια ανάγνωση υψηλής έντασης. Η αφήγηση της Ζιρό ξεκινά είκοσι χρόνια μετά το μοιραίο ατύχημα του Κλοντ, συζύγου και πατέρα του παιδιού της, όταν, ύστερα από αρκετή πίεση, θα δεχτεί να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα για την πώληση του σπιτιού. Το συμβολικό αυτό συμβάν, η πώληση του σπιτιού που αγόρασαν μαζί και στο οποίο εκείνος δεν πρόλαβε να ζήσει, δημιουργεί ένα εμβαδόν πρόσφορο για την ανάληψη του παρελθόντος. Ωστόσο, παρότι ένα ικανό διάστημα ίασης από το τραύμα έχει μεσολαβήσει, οι τόκοι του πένθους ζητούν ακόμα την αποπληρωμή τους. Ένα γαϊτανάκι από αν ξεδιπλώνεται μπροστά της, ένα γαϊτανάκι που εδώ και χρόνια τριγυρνά στο μυαλό της.

Το κεντρικό αφηγηματικό εύρημα, όλα αυτά τα αν που αν είχαν συμβεί αλλιώς τότε ο Κλοντ θα ήταν ακόμα ζωντανός, δεν είναι τόσο τεχνικό όσο συναισθηματικό, ένας τόπος κοινός στον οποίο συνηθίζουμε να προσφεύγουμε, μια χαραμάδα ανορθολογική, μια ψευδαίσθηση ελέγχου και κατανόησης. Το παρελθόν, όσο σκληρό και αν αποδείχθηκε κάποτε, προσφέρει μια αίσθηση σταθερότητας, ένα μέρος στο οποίο εκ του ασφαλούς θα μπορούσαμε να αλλάξουμε μια και μόνη συνθήκη και να πιστεύουμε πως όλα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, μια σίγουρα απλοϊκή, μα αναπόφευκτη μάλλον δοκιμασία, ιδιαίτερα εν μέσω πένθους. Η Ζιρό κινείται πέριξ του σημείου αυτού, αναμοχλεύει τα μικρογεγονότα που θεωρεί πως επηρέασαν την κρίσιμη στιγμή τη ζωή του Κλοντ, φροντίζοντας να δώσει μια εικόνα της ζωής τους μέχρι εκείνη τη μέρα. Δεν αναλώνεται σε ένα φαντασιακό κοινό μέλλον, που και αυτό ανήκει πια στο παρελθόν, διστάζει να αφεθεί σε όσα θα είχαν συμβεί αν εκείνη τη μέρα ο Κλοντ δεν είχε φύγει από τη ζωή της, αρκεί να ερευνήσει πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί το μοιραίο ατύχημα, αυτό της είναι αρκετό. Η χρονική απόσταση της επιτρέπει να διατηρήσει μια ορθολογική αυτοκυριαρχία, να αντιμετωπίσει, μέσω της γραφής, τα φαντάσματα των διαφορετικών διαδρομών που για χρόνια την επισκέπτονται, έχοντας επίγνωση της αφέλειας τέτοιων διαδρομών παρατηρούμενων απέξω.

Αυτή η ιδιότυπη αποστασιοποίηση, που η συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει σε λέξεις, αποτελεί, τεχνικά μιλώντας, ένα μεγάλο αβαντάζ του βιβλίου αυτού, που του επιτρέπει μια ασφαλή πορεία μακριά από τα επικίνδυνα νερά της εκβίασης του συναισθήματος του αναγνώστη, που το απελευθερώνει από το βάρος της ίδιας του της αλήθειας. Η συγγραφέας-αφηγήτρια δεν ζητά την επιδοκιμασία ή τη λύπηση, ο σχετικός χρόνος έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αναμετράται κυρίως με τον εαυτό της, αναγνωρίζει όλα εκείνα τα βαλτώδη ύδατα από τα οποία με τεράστια προσπάθεια διήλθε, τις πρώτες στιγμές, όταν το οριστικό τέλος του κόσμου έμοιαζε μια ευοίωνη εξέλιξη, αλλά και τις μετέπειτα δυσκολίες στις οποίες καθόλου δεν αναφέρεται. Δεν υποδύεται τον ρόλο της χαροκαμένης συζύγου που έμεινε μόνη με ένα μικρό παιδί, δεν ζητά χειροκρότημα επειδή, με τον τρόπο της, τα κατάφερε. Αυτό ουδόλως δεν σημαίνει πως δεν διαπραγματεύεται το πένθος της, πως στέκεται απλή παρατηρήτρια του παρελθόντος της, μια τέτοια απάτη δύσκολα θα λειτουργούσε. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το υλικό της επιτρέπει σε αυτό να φύγει από το επίκεντρο της πραγματικής ιστορίας και να κινηθεί σε μέρη πιο μυθοπλαστικά, πιο δυνητικά, ακολουθώντας το βασικό εύρημα, όλα εκείνα τα αν.

Το Ζήσε γρήγορα δεν είναι ένα ωραίο βιβλίο για την αλήθεια που φέρει, παρότι η αλήθεια συνδράμει στη συγγραφή και σίγουρα παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή, αλλά το μυθιστόρημα δεν αναλώνεται στο βίωμα και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό στην ανάγνωση και την πρόσληψή του. Μια πραγματική ιστορία ποτέ δεν είναι αρκετή για να προσφέρει μια αναγνωστική απόλαυση, παρά μόνο να γεμίσει με ενοχές το υποκείμενο της ανάγνωσης, να υποκύψει στον εκβιασμό και να αναφωνήσει: κοίτα την καημένη τι δύσκολα που πέρασε. Το μυθιστόρημα αυτό διαθέτει εμφανείς λογοτεχνικές αρετές, δεν περιορίζεται ούτε στη λογοτεχνία του τραύματος, ούτε στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας. Είναι το πρώτο βιβλίο της που διαβάζω και δεν μπορώ να έχω την απαραίτητη επάρκεια, όμως μπορώ σίγουρα να πω πως στο συγκεκριμένο η επιρροή της Ερνώ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Παρότι διαφορετικό από εκείνο που ανέμενα, το Ζήσε γρήγορα αποδείχτηκε το βιβλίο που είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Προσδοκίες και με το παραπάνω καλυμμένες. Ένα καλό μυθιστόρημα, μια ενδιαφέρουσα πρώτη γνωριμία με τη Ζιρό, που τα κατάφερε περίφημα σε μια δύσκολη πίστα.

υγ. Για το Love me tender περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Σοφία Αυγερινού
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Napoli mon amour - Alessio Forgione

Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερα αξιόλογα ιταλόφωνα λογοτεχνικά έργα μεταφράζονται στη χώρα μας, αναγκάζοντας δικαίως το εγχώριο αναγνωστικό κοινό να στρέψει το βλέμμα του στη γείτονα χώρα. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Πόλις και σε καλή μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Napoli mon amour, που αποτέλεσε το λογοτεχνικό ντεμπούτο του, γεννημένου το 1986 στη Νάπολι, Αλέσιο Φορτζόνε.

Αυτή είναι η ιστορία του τριαντάχρονου Αμορεζάνο, που ζει στη Νάπολι και αναζητά τη θέση του στον κόσμο. Μετά από κάποια χρόνια που δούλεψε στα καράβια, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι έχοντας στην άκρη κάποια χρήματα. Αναζητά εργασία, βγαίνει με φίλους, κοιμάται αργά, ανέχεται την ήπια γκρίνια των δικών του, παρακολουθεί συστηματικά ποδόσφαιρο υποστηρίζοντας τη Νάπολι, δοκιμάζει τις δυνάμεις του στη συγγραφή διηγημάτων, φλερτάρει με την ιδέα της μετανάστευσης στο Λονδίνο, βλέπει τις οικονομίες του ολοένα να λιγοστεύουν, ερωτεύεται. Πάνω και πέρα από όλα γυρεύει την αναγκαία νοηματοδότηση.

Ο Φορτζόνε, που έχει την ηλικία του πρωτοπρόσωπου αφηγητή της ιστορίας αυτής, γράφει ένα βιβλίο για τη γενιά του, που πρόλαβε να ζήσει κάποια χρόνια οικονομικής και κοινωνικής ευμάρειας, και που τώρα, σε αυτά που θα έπρεπε να είναι τα πλέον παραγωγικά της χρόνια, βρίσκεται να προσκρούει μετωπικά με την αβεβαιότητα, με τη μορφή κυρίως της εργασιακής ανασφάλειας, την ώρα που επιστρέφει να ζήσει στην πατρογονική εστία. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες βρίσκονται στον πάγο, ένα αβέβαιο και ελάχιστα υποσχόμενο μέλλον ανοίγεται εμπρός της. Μια ιστορία, δυστυχώς, γνώριμη.

Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει γλωσσικά αυτό το συναίσθημα της απογοήτευσης, κάτι που αποτελεί το κεντρικό αφηγηματικό επίτευγμα σ' ένα βιβλίο που σκιαγραφεί με λεπτομέρεια τη συγχρονία. Το πάθος απουσιάζει, η ομορφιά του κόσμου περνά από το παράθυρο και χάνεται, παράθυρο που ανοίγει μόνο και μόνο για να ανανεώσει την αποπνικτική από τον καπνό του τσιγάρου ατμόσφαιρα. Ο πραγματισμός με τον οποίο ο Αμορεζάνο αντιμετωπίζει την κάθε μέρα αποδεικνύεται στείρος, δεν είναι μόνο το συναίσθημα που λείπει, είναι και η λογική που αποτυγχάνει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η συνέντευξη που κάνει ο αφηγητής για μια θέση σε τηλεφωνικό κέντρο εξερχόμενων κλήσεων. Η καθημερινότητα του Αμορεζάνο δεν υστερεί σε ενδιαφέροντα αλλά χαρακτηρίζεται από την απουσία κινήτρου, όλα όσα κάνει αποδεικνύονται, ξανά και ξανά, λίγα, ανίκανα να του δημιουργήσουν την αναγκαία λαχτάρα για ζωή. Η ζαριά του έρωτα μοιάζει να είναι η τελευταία ζωοφόρος πιθανότητα.

Αφήγηση κοφτή που πατάει στέρεα στην παράδοση του ρεαλισμού, μεταφέρει το συναίσθημα του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο αφηγητής, την ώρα που δημιουργεί το απαραίτητο εμβαδόν για την αναγνωστική ταύτιση ή ενσυναίσθηση, ιδιαίτερα στις εκλάμψεις ελπίδας που σποραδικά διαφαίνονται στον ορίζοντα. Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησαν στα ελληνικά η Πικρή ζωή του Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι και Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, με αφηγητές συνομήλικους του Αμορεζάνο, που αναζητούσαν το νόημα σε παλιότερους χρόνους. Το Napoli mon amour συνομιλεί μαζί τους και αποτελεί μια εκδοχή των δύο αυτών μυθιστορημάτων στο σήμερα, όχι μόνο της Νότιας Ιταλίας, αλλά και μεγάλου μέρους του δυτικού κόσμου.

Στο μυθιστόρημα, όπως διατυπώνεται μια κάποια δόση ειρωνείας στον τίτλο, συμπρωταγωνιστεί και η Νάπολι, με τις έντονες αντιφάσεις της, με την ανισότητα σε σχέση με τον βορρά της χώρας, με τη λατρεία για το ποδόσφαιρο. Ο Φορτζόνε ωστόσο δεν γράφει έναν ταξιδιωτικό οδηγό, η πόλη εδώ είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο κινείται ο Αμορεζάνο, ένα σκηνικό με ελάχιστες διεξόδους μα με πληθώρα εξόδων κινδύνου, που όμως παρότι με κάθε τρόπο τον διώχνει μακριά δεν παύει να είναι το μέρος στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε, το σπίτι του. Και είναι αυτή η εσωτερική αντιπαράθεση που εν πολλοίς διαμορφώνει τον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο ο Αμορεζάνο σκέφτεται και πράττει.

Με δεδομένες λογοτεχνικές αρετές, το Napoli mon amour είναι ένα σύγχρονο ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει με ευκρίνεια τα αδιέξοδα και την απαισιοδοξία που το μέλλον απλόχερα υπόσχεται. Ένα καλό βιβλίο.

υγ. Για το Πικρή ζωή περισσότερα διαβάζεται εδώ, για Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη εδώ. Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο (Η εφημερίδα των συντακτών, επιμ. Μισέλ Φάις) στις 20 Μαΐου 2022.
 
Μετάφραση Δέσποινα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Λάμπετε στο σκοτάδι - Liliana Colanzi

Η μικρή φόρμα δεν είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου. Προφανώς και υπάρχουν εξαιρέσεις μέσα σε όλα αυτά τα αναγνωστικά χρόνια. Αυτές, άλλωστε, είναι που αραιά και πού με οδηγούν να τραβήξω μια ακόμα συλλογή διηγημάτων από το ράφι. Στην προκειμένη περίπτωση, αντίβαρο στη χλιαρή σχέση μου με το διήγημα στάθηκαν τρία στοιχεία ταυτότητας της συλλογής αυτής. Πρώτο, η καταγωγή της συγγραφέως από τη Βολιβία, μια από τις φτωχότερες, αν όχι τη φτωχότερη, χώρα της Λατινικής Αμερικής, και η «περιέργειά» μου για τη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία εν γένει και δη τη γυναικεία. Δεύτερο, η ειδολογική ένταξη της συλλογής στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας. Κάπου μέσα μου μια σύνδεση με την αξεπέραστη Ούρσουλα Λε Γκεν αναδύθηκε φέροντας τον μανδύα της προσδοκίας, αλλά και γιατί με αφορμή την ειδολογική κατάταξη η λιγότερο προνομιούχα λογοτεχνία πολλές φορές πετυχαίνει να θίξει πλήθος ζητημάτων χωρίς να εγκλωβίζεται σ' αυτά, αλλά και στην αυτοαναφορικότητά της. Τρίτο, οι ολοένα και πιο ενδιαφέρουσες επιλογές των εκδόσεων Δώμα, σε συνδυασμό με το όνομα της Αγγελικής Βασιλάκου στη μετάφραση. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.

Οι συλλογές διηγημάτων δημιουργούν ένα βασικό μεταναγνωστικό πρόβλημα, κατά την απόπειρα γραφής ενός σχετικού με αυτές κειμένου, όταν ο συντάκτης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα για τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί ενδοκειμενικά την υπόθεση των διηγημάτων. Παρότι θεωρητικά διαθέτω την ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το δίλημμα, δηλαδή τη μη αναφορά στην πλοκή, εκτός και αν κάποιο διήγημα προσφέρει την ευκαιρία για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων επί της συλλογής, το δίλημμα δεν παύει να υπάρχει, η ευκολία στην προσθήκη λέξεων σχετικά με την υπόθεση καθενός από τα διηγήματα ηχεί γλυκά. Ωστόσο, τίποτα πιο βαρετό και ελάχιστα δημιουργικό δεν βρίσκω στην περίληψη, δεν νιώθω την απαραίτητη νοηματοδότηση, το γαργάλημα στην άκρη των δακτύλων. Επίσης, θεωρώ μια τέτοια απόφαση παραβιαστική ως προς τον υποψήφιο αναγνώστη. Αυτό, σε συνδυασμό και με την εν γένει σχέση μου με τη μικρή φόρμα, με οδηγεί συχνά πυκνά στην απόφαση να μη γράψω κάποιο κείμενο, εκτός και αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήσω το βιβλίο αυτό ξεχωριστό.

Το Λάμπετε στο σκοτάδι είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο ανταποκρίθηκε στο μεγαλύτερο μέρος των προσδοκιών που είχα πριν την ανάγνωσή του και απάλυνε το συναίσθημα της ανικανοποίητης, λόγω μεγέθους, εμπειρίας, αυτό το θα ήθελα λίγες σελίδες ακόμα. Αυτή είναι η τέταρτη συλλογή διηγημάτων της Κολάνσι, με το πολύ ενδιαφέρον βιογραφικό, εκ του οποίου ωστόσο προκύπτουν μια σειρά από προνόμια, που καλό είναι να τα έχει κανείς στο πίσω μέρος του μυαλού του. Συγγραφέας μικρής φόρμας, που διαθέτει πλέον την αναγκαία εμπειρία στις απαιτήσεις του είδους, αλλά και την εμφανή κλίση στη διαχείριση των ιδιαιτεροτήτων που πηγάζουν από το συγκεκριμένο φορμάτ. Βασική πρόκληση εδώ είναι η οικονομία του λόγου, αυτό το τόσο όσο, που δεν πλατιάζει και δεν προκαλεί δυσφορία στον αναγνώστη με τη συνύπαρξη χαρακτηριστικών της μεγάλης φόρμας σε στενό σώμα. Η συγγραφέας, παρότι δεν επιδιώκει μια στυλιζαρισμένη γραφή ή τον πειραματισμό στα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιεί, το πετυχαίνει. Η Κολάνσι, επίσης, δεν εγκλωβίζεται στην αρχική της ιδέα εκ της οποίας πιθανά πηγάζει το κάθε διήγημα, αλλά επενδύει χρόνο και κόπο στο χτίσιμο της κάθε ιστορίας, στην προσθήκη αρκετών επιπέδων, λιγότερο ή περισσότερο εμφανών. Ένα διήγημα οφείλει να είναι πολλά περισσότερα από μια, έστω και ενδιαφέρουσα ή πρωτότυπη, πρώτη ιδέα.

Με τον τρόπο αυτό, η Κολάνσι πετυχαίνει να δικαιολογήσει την επιλογή της, αλλά και να την υπερασπιστεί απέναντι στην αντανακλαστική κατηγορία της ευκολίας. Δεν είναι πιο εύκολο να γράψει κανείς ένα καλό διήγημα σε σχέση με το να γράψει ένα καλό μυθιστόρημα, η επιλογή δεν μπορεί να έχει να κάνει με μια τέτοια σκέψη/πρόθεση, που αυτόματα θα έσπρωχνε την απόπειρα προς την πλευρά της κακής/αδιάφορης λογοτεχνίας. Το αντίθετο, μάλλον, συμβαίνει. Όσο η φόρμα μικραίνει τόσο οι δυσκολίες της επιλογής της μεγαλώνουν, αφού απέναντι σε ένα διήγημα ο αναγνώστης νιώθει να έχει την πλήρη επάρκεια, που του επιτρέπει να είναι ιδιαίτερα πιο αυστηρός σε σχέση με ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα στο οποίο κάποιες αμήχανες/κακές/αχρείαστες σελίδες ή κομμάτια είναι πιο εύκολο να παραπέσουν της προσοχής του μέσα στο σύνολο του βιβλίου. Εδώ, κάθε ραφή, κάθε απόφαση είναι ορατή και υπό κρίση. Και οι αποφάσεις της συγγραφέως είναι λειτουργικές, χωρίς να επιδιώκουν απλώς τον εντυπωσιασμό, κενό και ανώφελο, αλλά ως στόχο έχουν την υπηρέτηση του κάθε διηγήματος.

Σημαντικό επίσης σε μια συλλογή διηγημάτων θεωρώ την ύπαρξη ενός νήματος που να ενώνει τα μέρη της, που να την καθιστά αυτό που υπόσχεται πως είναι, μια συλλογή διηγημάτων δηλαδή, και όχι σκόρπια κείμενα που συγκεντρώθηκαν για χάρη της έκδοσης. Το νήμα εδώ δεν είναι απλώς και μόνο ειδολογικό, δεν είναι η ομπρέλα της επιστημονικής φαντασίας που σκεπάζει το σύνολο των διηγημάτων και τα συνέχει, αλλά σε αυτή έρχονται να προστεθούν το αφηγηματικό στυλ, η παλέτα των θεμάτων που απασχολούν τη συγγραφέα, η χρήση του είδους ως αφορμή για να διαπραγματευτεί ζητήματα που φαινομενικά θα ανήκαν σε μια γραφή πιο ρεαλιστική, πιο βιωματική. Η Κολάνσι παίρνει απόσταση από το εδώ και το τώρα για να το κοιτάξει υπό ένα διαφορετικό πρίσμα άχρονο και άτοπο. Η απόφαση αυτή αποδεικνύεται ευφυής και εξυπηρετεί επίσης και τη λογοτεχνικότητα των διηγημάτων, με αυτή την αίσθηση του ανοίκειου πλην όμως γνώριμου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι ιστορίες αυτές διαδραματίζονται, περιβάλλον απαραίτητο ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί πως αυτό είναι λογοτεχνία και όχι μια σειρά από κείμενα της επικαιρότητας, περιβάλλον στο οποίο η συγγραφέας μπορεί με άνεση να βρει την κατάλληλη κρυψώνα για το προσωπικό. Ωστόσο ταυτόχρονα, κάθε καλή ιστορία του φανταστικού ή της επιστημονικής φαντασίας, εκτός των άλλων, κρίνεται και για την ικανότητά της να λειτουργήσει ιδιότυπα παραβολικά ως προς τον γνωστό μας κόσμο. Τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία παραπάνω αναφέρθηκα. Επιπλέον, η απόφαση αυτή, απαλλάσσει τα διηγήματα από τον εξωτισμό, απομακρύνοντας τον αναγνώστη από τα στενά όρια του βολιβιανού κράτους, επιτρέποντάς τους να λειτουργήσουν πιο οικουμενικά, χωρίς ωστόσο η συλλογή αυτή να φέρει τις παθογένειες μιας λογοτεχνίας στρατευμένης, χωρίς επίσης να θυσιάζεται η ανάγκη της συγγραφής προς χάρη μιας πρόθεσης λογοτεχνικού μεγαλείου.

Με αυτό το τελευταίο θέλω να πω πως η Κολάνσι, απόρροια των σπουδών και του ταλέντου της, μοιάζει να έχει επαρκή εποπτεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο σύνολό της, και επίσης μοιάζει να ξέρει καλά πως αυτά τα διηγήματα δεν θα αλλάξουν το ρου της λογοτεχνικής ροής. Όμως, αλίμονο αν αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος συγγραφής, η κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής δηλαδή. Προφανώς και αν συγκρίνει κανείς τα διηγήματα της συλλογής αυτής με αντίστοιχα κορυφαίων συγγραφέων μικρής φόρμας, όπως η Λε Γκεν για παράδειγμα, θα εντοπίσει αδυναμίες και προβλήματα. Όμως, δεν διαβάζουμε και δεν κρίνουμε έχοντας διαρκώς στο μυαλό μας τέτοιου είδους συγκρίσεις ή, αν αναπόφευκτα αυτό αποτελεί μέρος της φύσης μας, τότε αποφεύγουμε να ασχολούμαστε με το σύνολο της λογοτεχνίας, ακόμα ακόμα και με την καλή λογοτεχνία, και επικεντρωνόμαστε μόνο στην υψηλή γραμματεία. Απόφαση σεβαστή, προφανώς, αλλά μάλλον προβληματική ως βάση κριτικής.

Το Λάμπετε στο σκοτάδι είναι μια αρκετά καλή συλλογή διηγημάτων, ικανή να προσφέρει απόλαυση αλλά και ψυχαγωγία στον αναγνώστη, ακόμα και αν, όπως στην περίπτωσή μου, δεν είναι ο μεγαλύτερος οπαδός της μικρής φόρμας. Και αυτό διόλου λίγο δεν είναι σε μια πραγματικότητα υπερπροσφοράς λογοτεχνίας.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Όνειρα τραίνων - Denis Johnson

Περίμενα με ανυπομονησία το βιβλίο αυτό, Η γενναιοδωρία της γοργόνας, λίγα χρόνια πριν, με είχε ενθουσιάσει. Στο τότε κείμενο, ένα μεγάλο μέρος είχε αφιερωθεί στην αίσθηση πως κάθε διήγημα έμοιαζε με ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα. Είχα περιέργεια να δω πώς θα λειτουργούσε μια μεγαλύτερη αφήγηση, έστω και σε μέγεθος νουβέλας. Οι προσδοκίες ήταν ιδιαίτερα υψηλές.

Το καλοκαίρι του 1917 ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ πήρε μέρος στην απόπειρα κατά της ζωής ενός Κινέζου εργάτη που τον έπιασαν να κλέβει, ή τουλάχιστον έτσι τον κατηγόρησαν, από ένα μαγαζί της σιδηροδρομικής εταιρείας Σποκέιν Ιντερνάσιοναλ στο βόρειο άκρο του Αϊντάχο.

Αν η θεωρία πως η πρώτη πρόταση είναι ενδεικτική του συνόλου είναι ορθή, τότε είχα κάθε λόγο να ελπίζω στη δικαίωση των προσδοκιών. Χωρίς χασομέρι, ο Τζόνσον εισάγει τον αναγνώστη στον χωροχρόνο της αφήγησης, ενώ, παράλληλα, του συστήνει τον ήρωά του, τον Ρόμπερτ Γκρέινιερ. Αυτό το έντονα κινηματογραφικό επεισόδιο, μια από τις πολλές υποϊστορίες που συνθέτουν τη νουβέλα, εκτός από το κλίμα της εποχής, εκεί που η ανθρώπινη ζωή ελάχιστη αξία έχει, ενώ έννοιες όπως η απόδοση δικαιοσύνης είναι ακόμα άγουρες, καθορίζει και τα όρια εντός των οποίων κινείται ο Γκρέινιερ, που χωρίς δεύτερη σκέψη και αιτιολόγηση βρίσκεται να συμμετέχει ενεργά στην απόπειρα δολοφονίας του φερόμενου ως κλέφτη Κινέζου.

Ο Γκρέινιερ, σε μικρή ηλικία, έφτασε ασυνόδευτος με το τραίνο στα μέρη εκείνα. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε με σαφήνεια αν όντως ήταν κάποιου βαθμού συγγενείς του ή όχι. Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Ο Τζόνσον, στη νουβέλα αυτή, αφηγείται την ιστορία τού Γκρέινιερ, που ήταν εργάτης στην υλοτομία. Πιάνει την αφήγηση in media res, για να προχωρήσει σύντομα σε αναλήψεις και προλήψεις από τη ζωή ενός απλού ανθρώπου. Υπάρχουν δύο σημεία στα οποία διαφαίνεται η απλότητα της σκέψης του Γκρέινιερ· το πρώτο είναι όταν εκφράζει το συναίσθημα δέους που νιώθει μέσα στο δάσος ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα· ενώ το δεύτερο είναι η θεωρία, την οποία πιστά ακολουθεί, να μην τα βάζει με δέντρα των οποίων ο κορμός είναι πιο παχύς από το κεφάλι του. Ο Γκρέινιερ βρίσκεται στον αντίποδα του Θορώ στο Walden, αφού, αντίθετα με εκείνον, δεν διαθέτει μια ιδεολογία στέρεη ως βάση για τη λήψη αποφάσεων και διαπραγμάτευσης των ζητημάτων της ζωής μέσα στη φύση μακριά από την οργανωμένη κοινωνία.

Ο Γκρέινιερ, φαινομενικά, είναι ένας άνθρωπος που η μικρή ζωή του δεν απασχολεί συνήθως τη λογοτεχνία, παρότι του συμβαίνουν πράγματα σημαντικά, εκείνος τα διαχειρίζεται με έναν τρόπο απλό. Ωστόσο, ο Τζόνσον μετατρέπει τη μικρή αυτή ζωή σε σπουδαία λογοτεχνία. Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, ένα από τα τελευταία έργα του Τζόνσον, είχα την αίσθηση πως μια από τις συγγραφικές επιδιώξεις ήταν να επιφέρει τη σύγκριση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο του 1917 κάπου στις βορειοδυτικές πολιτείες της Αμερικής, χωρίς τεράστιο υπερεγώ, που μοιάζει να έχει αντίληψη της μηδαμινότητάς του σε σύγκριση με τον μεγάλο κόσμο, και τον σύγχρονο άνθρωπο που νιώθει συχνά πως είναι το κέντρο του κόσμου αυτού, πως όλα είναι στο χέρι του. Φαντάζομαι πως κάποιοι αναγνώστες, διαβάζοντας την ιστορία του Γκρέινιερ, θα δουν το ποτήρι μισογεμάτο, μια ζωή πιο απλή, μέσα στη φύση, χωρίς τον θόρυβο και την υψηλή ταχύτητα του σήμερα, κάποιοι άλλοι ωστόσο θα φτύσουν τον κόρφο τους που είχαν την τύχη να γεννηθούν τώρα και όχι τότε, εδώ και όχι εκεί.

Οι περιγραφές του κόσμου, κυρίως της φύσης, διαθέτουν πλούτο και λεπτομέρειες, δημιουργώντας μια αντίθεση με την απλότητα με την οποία ο Γκρέινιερ σκέφτεται και ενεργεί. Ο Τζόνσον δεν εγκαταλείπει στιγμή το πλαίσιο εντός του οποίου γεννήθηκε στην έμπνευσή του ο Γκρέινιερ, τα δεδομένα όρια στα οποία κινείται. Τα Όνειρα τραίνων είναι μια υποδειγματική νουβέλα. Και αν γι' αυτή τη δήλωση μεγάλο ρόλο παίζουν οι τεχνικές αρετές που τη διαπνέουν, θα ήταν άδικο να μείνει έξω το συναίσθημα το οποίο ο Τζόνσον καταφέρνει να εμφυσήσει στην ιστορία αυτή, τον τρόπο με τον οποίο παίρνει ζωή ο Γκρέινιερ. Το μέγεθος, αλλά και οι συγγραφικές αποφάσεις σχετικά με το ύφος, τη γλώσσα αλλά και τη διάρθρωση της πλοκής, επιτρέπουν στον αναγνώστη να μελετήσει και να κατανοήσει το γιατί αυτή η νουβέλα θεωρείται τόσο σημαντική στο σώμα της αμερικάνικης, και όχι μόνο, λογοτεχνίας, γιατί είναι μέρος της ύλης στη διδασκαλία δημιουργικής γραφής. Υπάρχει ωστόσο και μια παγίδα. Η πιθανότητα να θεωρήσει κάποιος εύκολη τη συγγραφή της, να σταθεί στον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της, να υποτιμήσει τη δυσκολία να δεθούν όλες αυτές οι υποϊστορίες, που άνετα θα μπορούσαν να είναι αυτόνομα διηγήματα, να μην αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στο απλό και το απλοϊκό.

Και αν η πρώτη πρόταση ήταν ενδεικτική της ποιότητας αυτού που θα ακολουθούσε, τι να πει κανείς για τις δυο τρεις τελευταίες σελίδες της νουβέλας, που με άνεση παίρνουν θέση ανάμεσα στις πλέον συγκλονιστικές λογοτεχνικές αποφωνήσεις. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά, που κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αντιμέτωπος με δυσκολίες, δυσδιάκριτες ίσως στα μάτια του απλού αναγνώστη. Τα Όνειρα τραίνων είναι μια σπουδαία νουβέλα.

υγ. Για τη Γενναιοδωρία της γοργόνας περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις αντίποδες

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Ο δράκος δεν χορεύει - Earl Lovelace

Οι καλοί άνθρωποι δεν αρκούνται απλώς να σου μιλήσουν για ένα ωραίο βιβλίο που διάβασαν, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να το διαβάσεις. Τέτοιος άνθρωπος η Ν. Διάβασα ένα τρομερό βιβλίο, είπε μια μέρα. Με μια στοίβα βιβλία για αναγνώσεις προσεχώς, δεν μπορούσα να πω άλλο παρά ένα άψυχο: αλήθεια λες; Ναι, σου λέω, είπε, θα σου το δανείσω, συμπλήρωσε, δεν με νοιάζει πότε θα το διαβάσεις, διευκρίνισε. Το έκανε με την κόρη του ματιού διεσταλμένη και εγώ βρέθηκα με ακόμα ένα βιβλίο στη στοίβα. Έχω επαναλάβει πολλές φορές πως τίποτα δεν συναγωνίζεται τον ενθουσιασμό στα μάτια κάποιου που διάβασε ένα τρομερό βιβλίο, καμία στρατηγική μάρκετινγκ, κανένα κείμενο παρουσίασης. Το μυθιστόρημα του Έρλ Λάβλεϊς ήταν ένα από εκείνα τα βιβλία που στην πλημμυρίδα των εκδόσεων χάθηκε, κάπου το πήρε το μάτι μου το ωραίο του εξώφυλλο αλλά ως εκεί.

Η διεσταλμένη κόρη εκείνου που προτείνει, από τη μια δημιουργεί επιθυμία, από την άλλη φορτώνει την ανάγνωση με προσδοκίες τέτοιες που συχνά βαραίνουν το επίμαχο βιβλίο τόσο που ο αυχένας σπάει. Ο ορίζοντας προσδοκιών σχεδιάζεται παντελώς υποκειμενικά χωρίς επαρκές έδαφος να το στηρίξει. Δίκοπο μαχαίρι οι προσδοκίες, όλων των ειδών, όχι μόνο της ανάγνωσης. Και δεν μπορεί να κάνει πολλά κανείς ενάντια στην αυτόνομη γιγάντωση των προσδοκιών, ανθίζουν και καρπίζουν σε χωράφια μακριά από την επικράτεια της λογικής. Κάπως έτσι μπήκα στην ανάγνωση του Ο δράκος δεν χορεύει, γεμάτος προσδοκίες αλλά και φόβο εξαιτίας τους. Και αυτός ο φόβος ήταν εκεί στις πρώτες σελίδες, ύστερα υποχώρησε και έδωσε τη θέση του στην καθάρια απόλαυση που ένα βιβλίο όπως αυτό μπορεί να προσφέρει.

Αυτός εδώ είναι ο λόφος του Γολγοθά, ο λόφος όπου ο ήλιος δύει στην πείνα και ανατέλλει στις λακκούβες των δρόμων, θρονιάζεται στα κάτισχνα πλευρά των αδέσποτων σκυλιών όπου μπορείς να παίξεις μπάντζο, αντανακλάται στις μύγες που βουίζουν σαν τορπίλες γύρω απ' τους σωρούς των σκουπιδιών που μοιάζουν με καμπαναριά καθεδρικού· εκεί που για να καταφέρεις να βγεις από την αυλή σου και να περάσεις στον απέναντι δρόμο πρέπει να πηδήξεις σαν αθλητής επί κοντώ πάνω από τους ξεχειλισμένους βόθρους κρατώντας την αναπνοή σου. Εδώ ο θόρυβος δεν σταματάει ποτέ. Το γέλιο δεν είναι γέλιο· είναι ένα βογκητό που βγαίνει από τα στήθη των σπιτιών –όχι, όχι των σπιτιών– των χαμόσπιτων που ξεφυτρώνουν μέσα απ' το κοκκινόχωμα και την πέτρα, λεπτά σαν καπνός, τσαλακωμένα σαν χαρταετοί, ισορροπώντας πάνω στα ξεχαρβαλωμένα υποστυλώματα σαν σκουπόξυλα στη μύτη ενός ζογκλέρ.

Παρά την εντυπωσιακή αυτή αρχή, με την απολαυστική γλώσσα και τις φοβερές παρομοιώσεις, που σε λίγες μόλις γραμμές έδωσαν με ακρίβεια το modus vivendi της γειτονιάς αυτής στα προάστια της πρωτεύουσας του Τρινιδάδ, Πορτ οφ Σπέιν, ο φόβος, ελέω προσδοκιών, παρέμενε εκεί να ψιθυρίζει: ακόμα μια ηθογραφία· να τι είναι το βιβλίο αυτό. Τον φόβο της ηθογραφίας σιγόνταρε και εκείνος του εξωτισμού. Ωστόσο, το γύρισμα των σελίδων έδιωχνε τον ψίθυρο όλο και πιο μακριά, μέχρι που έγινε μια ανάμνηση θολή. Ο Λάβλεϊς δεν αρκέστηκε στην αποτύπωση του λόφου και των κατοίκων του και δεν ήταν μόνο η γλώσσα που ξεκόλλησε το κάρο από τη λάσπη. Με άξονα περιστροφής την ετήσια καρναβαλική παρέλαση, μια γιορτή η οποία μέχρι κάποτε είχε έντονο το στοιχείο της κοινωνικοπολιτικής διεκδίκησης, ο συγγραφέας, διαμέσου ενός παντογνώστη αφηγητή, πετυχαίνει να δώσει υπέροχα το πέρασμα των χρόνων. Το εκάστοτε καρναβάλι προσφέρει την εικόνα μιας κοινωνίας σε μετάβαση, είμαστε άλλωστε λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτησία του νησιού αυτού της Καραϊβικής, η μετάβαση είναι τεράστια. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται και συμπυκνώνει στο διήμερο του καρναβαλιού τις μεγάλες μεταβολές σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο είναι υψηλότατου επιπέδου, δείγμα ενός ταλέντου και μιας κοπιώδους σύνθεσης.

Δεν είναι εύκολο να δώσει κανείς σε λίγες γραμμές την υπόθεση της ιστορίας αυτής. Ανά κεφάλαιο είναι πολλά τα πρόσωπα που λαμβάνουν σημαντική θέση στη χωροχρονική τοιχογραφία, κάτοικοι μιας μικρής γωνιάς του προαστίου αυτού, που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τις προκλήσεις, την πίκρα, αλλά και τη χαρά της ζωής. Αν έπρεπε, ωστόσο, να επιλέξει κανείς ένα κυρίως πρόσωπο μέσω του οποίου προωθείται σε μεγάλο βαθμό η πλοκή και γίνονται διακριτές οι μεταβολές, τότε αυτός θα ήταν ο Άλντρικ, που προσπαθεί να ζήσει με τον δικό του τρόπο, ισορροπώντας ανάμεσα στην ιδεολογία και την αεργία. Κάθε χρόνο ο Άλντρικ, με μεράκι και υπομονή, φτιάχνει βελονιά τη βελονιά το κουστούμι του δράκου με το οποίο μεταμφιέζεται και περιδιαβαίνει τους γεμάτους από κόσμο δρόμους τις ημέρες του καρναβαλιού. Ο Λάβλεϊς με οξυδέρκεια κατασκευάζει έναν χαρακτήρα αρκετά σταθερό, ένα σημείο αναφοράς που αναδεικνύει την ταχύτητα και την επίδραση των αλλαγών, τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, τον τρόπο με τον οποίο η πολιτικοποίηση ξεφουσκώνει και το καρναβάλι μετατρέπεται σε μια γιορτή εκτόνωσης από την σκληρή καθημερινότητα, μια βαλβίδα επιβίωσης και όχι πια πιθανής αλλαγής.

Η αφηγηματική άνεση του Λάβλεϊς δεν εξαντλείται στη γλωσσική καλλιέπεια, που υπό συνθήκες απλώς θα τη βαρυφόρτωνε. Ο συγγραφέας, που εξακολουθεί να μένει και να γράφει στη χώρα του, μιλάει για πράγματα που γνωρίζει καλά, όμως ούτε αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό, ίσως ικανοποιητικό για ένα δοκίμιο σε κάποιον εναλλακτικό τουριστικό οδηγό, αλλά σίγουρα όχι για ένα μυθιστόρημα. Πριν λίγα χρόνια, στη δεύτερη καραντίνα μάλλον, είχα δει μια ωραία σειρά που επίσης το καρναβάλι έπαιζε ρόλο κλειδί, το Treme, είχα έτσι μια κάποια εξοικείωση με τα διάφορα τελετουργικά, αλλά και την κοινωνική θέση της γιορτής αυτής και τον κίνδυνο αλλοίωσης του χαρακτήρα της που την απομακρύνει από τα πολιτικά χαρακτηριστικά της σε ένα ακόμα θέαμα, μια ατραξιόν. 

Το Ο δράκος δεν χορεύει είναι ένα εντυπωσιακό βιβλίο, τόσο εντυπωσιακό που θεωρώ πως δεν κινδυνεύει από τις προσδοκίες που ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αυτομάτως γεννά. Μια τεράστια έκπληξη, μια αχόρταγη ανάγνωση, που σίγουρα διεκδικεί μια θέση στα βιβλία της χρονιάς μου.

υγ. Οι κακοί άνθρωποι λένε: καλά, δεν έχεις διαβάσει αυτό το βιβλίο. Και δεν κάνουν κάτι γι' αυτό και η κόρη τους είναι σχεδόν αόρατη.

Μετάφραση Ισιδώρα Στανιμεράκη
Εκδόσεις Oposito

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Οι αθέατοι - Alain Damasio

Είχα καιρό να διαβάσω σύγχρονη επιστημονική φαντασία και αυτή η κυκλοφορία έμοιαζε να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστική προοπτική. Οι αθέατοι, το πρώτο βιβλίο του Νταμαζιό που μεταφράζεται στα ελληνικά, διαδραματίζεται στο εγγύς –δυστοπικό– μέλλον, στη Γαλλία του 2040, όταν οι πόλεις έχουν ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται στην υπηρεσία της εξουσίας, με τους κατοίκους να λαμβάνουν προνόμια ανάλογα με τη συνδρομή που καταβάλουν. Ο Λόρκα και η Σαχάρ δοκιμάζουν να ζουν στο περιθώριο της ζωής, μακριά από την υπερεικονική πραγματικότητα, θυσιάζοντας τα όποια προνόμια και αντιμετωπίζοντας τις καθημερινές δυσκολίες που γεννά η αντισυμβατική τους στάση. Είναι αρκετά γνωστοί στην κοινότητα των ανθρώπων που παλεύουν εντός ενός σκληρού, μετακαπιταλιστικού κόσμου, που δεν τα παρατούν και επιμένουν να διεκδικούν. Εκείνη έχει αφιερώσει τη ζωή της στην εναλλακτική διδασκαλία μη προνομιουχών ή ασυμβίβαστων κοινωνικών ομάδων. Ο Λόρκα, καθηγητής κοινωνιολογίας, παλεύει με τα εργαλεία που η επιστήμη του διέθετε, επιχειρώντας να τα καταστήσει εκ νέου επίκαιρα.

Σε αυτό το ήδη εφιαλτικό περιβάλλον, ο Λόρκα και η Σαχάρ θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εξαφάνιση της κόρη τους, της τετράχρονης Τίσκα, από το υπνοδωμάτιό της χωρίς να υπάρχουν ίχνη διάρρηξης. Η ζωή τους, όπως την ήξεραν, θα ανατραπεί μέσα σε μια στιγμή. Η αντίδρασή τους θα είναι εκ διαμέτρου διαφορετική, τη στιγμή που η σχέση τους συγκρούεται με τον σκληρό τοίχο της πραγματικότητας. Εκείνη θα βυθιστεί στο πένθος, θα καταφύγει στην ψυχανάλυση και τη φαρμακολογία για να γιατρέψει το τραύμα. Εκείνος δεν παύει στιγμή να πιστεύει πως η κόρη του είναι κάπου εκεί έξω ζωντανή. Δεν διστάζει, μάλιστα, να καταταγεί στην ειδική μονάδα του στρατού που ασχολείται με τη μελέτη και το κυνήγι των αθέατων. Είναι διατεθειμένος να πιστέψει οποιαδήποτε θεωρία συντηρεί την πίστη του πως θα ξαναπάρει αγκαλιά την Τίσκα.

Οι αθέατοι είναι πλάσματα για τα οποία ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, καμία επιστημονική προσέγγιση δεν έχει αποδώσει αποτελέσματα, παρά την τεράστια χρηματοδότηση και τη διαρκή εκπαίδευση στελεχών, πέρα από το γεγονός πως όταν πέσει πάνω τους το ανθρώπινο βλέμμα τότε κεραμοποιούνται και τα κεραμικά αυτά δεν έχουν κανένα οργανικό συστατικό. Αυτή η ιδιότυπη, ακαριαία αυτοκτονία είναι που τα προστατεύει. Το ενδιαφέρον του στρατού έχει ως στόχο την ανακάλυψη και ακολούθως την εκμετάλλευση αυτού του νέου, φαινομενικά πανίσχυρου όπλου για τις δικές του επιδιώξεις που η απόκτηση ενός τέτοιου στρατηγικού πλεονεκτήματος θα επιφέρει. Η ύπαρξη των αθέατων για χρόνια υπάγεται στο καθεστώς του αστικού μύθου και των θεωριών συνωμοσίας.

Αρχικά, ο Νταμαζιό, όπως το λογοτεχνικό είδος που υπηρετεί προτάσσει, υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι και ακολούθως τον ξεναγεί σε αυτόν τον μελλοντικό κόσμο, φροντίζοντας να τον εξοικειώσει ομαλά στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά του, όπως και με την ιδιόλεκτο και την ορολογία της καθημερινής ζωής. Αυτό είναι το πρώτο στοίχημα για τον συγγραφέα, πιο σημαντικό και από την ίδια την κατασκευή της μελλοντικής εκδοχής του πλανήτη γη, απαραίτητο ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να ακολουθήσει την προώθηση της πλοκής, να νιώσει πως βρίσκεται εκεί, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Ο Νταμαζιό, αλλά και ο μεταφραστής Δημήτρης Δημακόπουλος, τα καταφέρνει περίφημα στην ένταξη του αναγνώστη, χωρίς να θυσιάσει σελίδες επί σελίδων μόνο και μόνο γι' αυτό σε βάρος της εξέλιξης της ιστορίας.

Η εξαφάνιση και η ακόλουθη αναζήτηση της Τίσκα αποτελεί το όχημα με το οποίο ο συγγραφέας θα περιδιαβεί αυτόν τον μελλοντικό κόσμο. Εύρημα απαραίτητο ώστε να λειτουργήσει ως ο απαραίτητος μίτος, χωρίς τον οποίο η έμπνευση και η κατασκευή της μελλοντικής αυτής εκδοχής θα έστεκε κενή ενδιαφέροντος. Επιπρόσθετα, το γεγονός αυτό πετυχαίνει να δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος σύνδεσης του σημερινού αναγνώστη με τον κόσμο του αύριο, έτσι όπως τον φαντάστηκε ο συγγραφέας. Η εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού προκαλεί επίσης το απαραίτητο συναίσθημα, ένα συναίσθημα πανανθρώπινα κατανοητό, το οποίο δικαιολογεί την ένταση και την αγωνία του ζευγαριού που αποτελεί το κυρίως καύσιμο της πλοκής.

Έχοντας πετύχει τα παραπάνω δύο δεδομένα, ο Νταμαζιό βρίσκει τον κατάλληλο χώρο για να παρουσιάσει μια εκδοχή του κόσμου μας, μια εκδοχή διόλου απίθανη, μάλλον συμβατή με τη ροή της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας αλλά και των αλμάτων στην τεχνολογία και δη στο κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης. Ο, εντός πολλών εισαγωγικών, προφητικός χαρακτήρας ενός σύγχρονου μυθιστορήματος, που ανήκει στην επιστημονική φαντασία, έχει να αναμετρηθεί με την αληθοφάνεια και τον χαρακτήρα πιθανού, ώστε να παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον, πέρα από το κομμάτι της συγγραφικής φαντασίας. Παρότι δεν γίνεται άμεση αναφορά στα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζει ο συγγραφέας τη μελλοντική αυτή εξέλιξη, εκείνα οφείλουν να είναι εμφανή στον αναγνώστη έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια σχέση αιτίου αιτιατού που θα συμβάλει στην ελάττωση του ανοίκειου.

Άλλωστε, το μεγαλύτερο κομμάτι της επιστημονικής φαντασίας χρησιμοποιεί το εκάστοτε μελλοντολογικό εύρημα ως αφορμή για να θέσει και να εξετάσει μια κοινωνικοπολιτική συνθήκη, μια παράκαμψη ώστε να γίνει αναφορά στο σήμερα, ιδιαίτερα στο κομμάτι του σήμερα που θα γεννήσει τον νέο αυτό κόσμο. Ο Νταμαζιό, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, θέτει, κυρίως με πλάγιο τρόπο, τους προβληματισμούς επί των κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών αλλά και τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η ιδιότυπη συγχρονία δίνει αρκετούς επιπλέον πόντους στο μυθιστόρημα παρότι, φαινομενικά και μόνο, βρίσκεται εκτός του κυρίου σώματος της πλοκής και της αφήγησης, ένα υπόβαθρο προβληματισμού, το οποίο πατάει στέρεα στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική επιστήμη, τομείς που ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει καλά και να θέτει με άνεση στο μυθοπλαστικό περιβάλλον της ιστορίας του.

Λειτουργική επίσης αποδεικνύεται η επιλογή της εναλλασσόμενης, ανάμεσα στους κυρίως χαρακτήρες της πλοκής, πρωτοπρόσωπης αφήγησης, τόσο ως προς την ίδια την αφήγηση και τον ρυθμό της, που υπηρετεί ικανοποιητικά το κομμάτι της δράσης, όσο και ως προς το άνοιγμα της προσωπικής ματιάς επί των πεπραγμένων με τις διαφορετικές οπτικές θέασης ανάλογα με το ευρύτερο πλαίσιο σκέψης και δράσης των υποκειμένων. Οι χαρακτήρες δεν έχουν ιδιαίτερο βάθος, κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα του είδους, ωστόσο ανταποκρίνονται καλά στο σώμα της ιστορίας χωρίς να ξενίζουν τον αναγνώστη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια στην επιστημονική φαντασία κατέχει η ποιητική, η λεξιπλασία για να ονομαστεί και να περιγραφεί το καινούργιο. Εδώ έγκειται και η μεταφραστική δυσκολία, η δημιουργία νέων όρων που ωστόσο να περιέχουν μεγάλο μέρος του νοήματος, να είναι, δηλαδή, κατανοητοί στον αναγνώστη χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ο Νταμαζιό, αλλά και ο μεταφραστής, τα καταφέρνουν περίφημα. Η κατασκευή και η χρήση νέων λημμάτων στη γλώσσα ιντριγκάρουν, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την αφήγηση που, όπως οφείλει ειδολογικά, είναι απλή, χωρίς ωστόσο να υστερεί σε λειτουργικότητα.

Πολυσέλιδο και πυκνογραμμένο, το μυθιστόρημα του Νταμαζιό αποδείχτηκε ιδιαιτέρως απολαυστικό στην ανάγνωσή του, ιδιαιτέρως φιλόδοξο στη σύλληψη και την κατασκευή του, πραγματικά θαυμαστό ως επίτευγμα, απόρροια ξεκάθαρου συγγραφικού ταλέντου και επίμονης εργασίας. Ακόμα μια απόδειξη πως η καλή επιστημονική φαντασία ανήκει στο κυρίως σώμα της καλής λογοτεχνίας.

Μετάφραση Δημήτρης Δημακόπουλος
Εκδόσεις Πόλις