Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23

Λίγο πριν το '23 αναχωρήσει για να περάσει στην ιστορία, μια χρονιά τόσο σημαντική σε προσωπικό επίπεδο, είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθώ σε αναγνωστικά απωθημένα που αυτόματα θα μετατραπούν σε στόχους, πόσο μας αρέσει να βάζουμε στόχους, για τη νέα χρονιά, την ώρα που η εκδοτική παραγωγή του τελευταίου μήνα υπήρξε τεράστια, όπως συνήθως συμβαίνει αυτές τις μέρες, βιβλία που, στην πλειοψηφία τους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να προαξιολογήσω, να χτίσω, δηλαδή, βιαστικές και εν πολλοίς αυθαίρετες προσδοκίες, αναγνωστικούς ορίζοντες καθησυχαστικούς για όσα πρόκειται να έρθουν, διαπλατύνσεις του αναγνωστικού μπούνκερ για τις μάχες που έπονται απέναντι στην πραγματικότητα.

Προφανώς και θα χωρούσαν στην ιδιότυπη αυτή λίστα αρκετά ακόμα βιβλία, άλλωστε η στοίβα με τα προσεχώς είναι γιγάντια, αλλά για λόγους κυρίως συμβολικούς αρκέστηκα στα δέκα, σε τυχαία σειρά, λοιπόν, έχουμε:

1. Αχ, Ουίλλιαμ - Elizabeth Strout (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα). Από τον Μάρτη του 2021, όταν και διάβασα για πρώτη φορά κάποιο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ (Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον), η Αμερικανίδα συγγραφέας εισχώρησε θριαμβευτικά στους δημιουργούς εκείνους που αγαπώ, που ξέρω πως σε μια δύσκολη στιγμή ένα βιβλίο τους θα μου κάνει συντροφιά και θα με καθησυχάσει. Ευτυχώς, οι εκδόσεις Άγρα, πάντοτε σε μετάφραση-εγγύηση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, συνεχίζουν να κυκλοφορούν τα βιβλία της στα ελληνικά, καινούργια και παλιότερα, από καιρό εξαντλημένα στις προηγούμενες εκδόσεις τους. Πώς θα μπορούσε να λείπει το βιβλίο αυτό από μια τέτοια λίστα και ας κυκλοφόρησε αργά, ιδιαίτερα όταν πρωταγωνιστεί και πάλι η Λούσυ Μπάρτον; Για Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το Όλα γίνονται, εδώ, ενώ για την Όλιβ Κίττριτζ εδώ και το Όλιβ, ξανά εδώ.

2. Η καμπάνα - Iris Murdoch (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδόσεις Διόπτρα). Το Θάλασσα, θάλασσα (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg) ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη συγγραφέα, που αρκετά βιβλία της είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, και ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα γενικά τη χρονιά που φεύγει, ικανό να με αναγκάσει να επιθυμήσω και τα υπόλοιπά της. Έτσι, λοιπόν, Η καμπάνα, που επίσης κυκλοφόρησε φέτος, για πρώτη φορά στα ελληνικά, μια έκδοση εμπλουτισμένη με μια πολυσέλιδη εισαγωγή της A.S. Byatt, είναι κιόλας βαρυφορτωμένη με προσδοκίες ικανές να την τοποθετήσουν στη λίστα αυτή. Σκέφτομαι πως θα μπορούσε να υπάρξει ακόμα μια λίστα, που θα περιελάμβανε πολυσέλιδα μυθιστορήματα ικανά να συμβαδίσουν παράλληλα με την πραγματική ζωή όταν αυτό κριθεί αναγκαίο και επιθυμητό. Και σε αυτή τη λίστα θα ήταν το βιβλίο αυτό. Για το Θάλασσα, θάλασσα περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

3. Οι Νετανιάχου - Joshua Cohen (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg). Οι μεταφορές του Βασιλιά (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg) παρά το κάπως προβληματικό, ίσως βιαστικό, κλείσιμο, υπήρξε για μένα ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα το '22, το όνομα του Κοέν μπήκε στη λίστα με τους συγγραφείς των οποίων αναμένω κάθε επόμενο βιβλίο. Ακόμα θυμάμαι και γελάω με τη σκηνή στο πάρτι των Ρεπουμπλικάνων και την αγωνιώδη απόπειρα του πρωταγωνιστή να γνωρίσει κάποιον από τα υψηλά στρώματα της πολιτικής, αλλά και την ακόλουθη σεκάνς την ώρα που παραλαμβάνει το φορτηγάκι του από το πάρκινγκ. Δύο στα δύο, και κάποιες στιγμές αβίαστου γέλιου, του πλέον δύσκολου αναγνωστικού συναισθήματος, και μια μικρή νίκη ενάντια στην επικρατούσα λήθη. Η συγκυρία του πολέμου στη Γάζα λειτούργησε σε δύο επίπεδα, για κάποιους αναγνώστες θετικά, για κάποιους αρνητικά. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Αντιγράφω τις πρώτες, εμπνευσμένες, γραμμές: «Ονομάζομαι Ρούμπεν Μπλουμ και είμαι, ναι, ένας ιστορικός. Σύντομα, όμως, υποθέτω πως θα γίνω μέρος της ιστορίας. Εννοώ δηλαδή πως θα πεθάνω και θα γίνω κι εγώ ιστορία, ένα σπάνιο είδος μεταμόρφωσης στο οποίο παραδοσιακά επιδίδονται κατ' αποκλειστικότητα οι αγνότεροι επιστήμονες. Οι δικηγόροι πεθαίνουν και δεν γίνονται νόμος, οι γιατροί πεθαίνουν και δεν γίνονται ιατρική, όμως οι καθηγητές βιολογίας και χημείας αποβιώνουν και αποσυντίθενται και γίνονται βιολογία και χημεία, απολιθώνονται και γίνονται γεωλογία, διασπείρονται μες στην επιστήμη τους, με τον ίδιο τρόπο που και οι μαθηματικοί γίνονται στατιστικά δεδομένα». Οι Νετανιάχου, που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ 2022, είναι μια ιστορία που ο σημαντικός Χάρολντ Μπλουμ μοιράστηκε με τον νεαρό τότε Κοέν. Περισσότερα για το Οι μεταφορές του Βασιλιά μπορείτε να βρείτε εδώ.

4. Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα - George Orwell (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Αίολος). Ο Όργουελ, παρά την τεράστια φήμη που απολαμβάνει, είναι, κακώς, ταυτισμένος με δύο έργα του, τη Φάρμα των ζώων και, κυρίως, το 1984. Την απελευθέρωση των δικαιωμάτων του ακολούθησε μια πλημμύρα της αγοράς με τα δύο αυτά βιβλία σε διαφορετικές μεταφράσεις και εκδόσεις. Το 2021, πάλι από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Πάνου Τομαρά, είχα διαβάσει τις Ανάσες, μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από τα δύο δημοφιλή έργα του, ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση, βιβλίο που ενέσπειρε εντός μου την επιθυμία να διαβάσω και άλλα δικά του βιβλία. Το Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα (= φυτό εσωτερικού χώρου) έφτασε αρκετές φορές στην τελική ευθεία επιλογής επόμενου βιβλίου, ωστόσο, στο νήμα πάντα, έχανε στον άτυπο αυτό αγώνα. Προστίθεται, λοιπόν, στη λίστα με τα απωθημένα, και μάλιστα στα καλύτερα εξ αυτών. Για τις Ανάσες περισσότερα βρίσκετε εδώ.

5. Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες - Jon Bilbao (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora). Δεν έχω κανένα χειροπιαστό στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την παρουσία του βιβλίου αυτού στη λίστα, το παραδέχομαι. Έχω όμως μεγάλη αγάπη για τις σαρκοβόρες εκδόσεις με την εξειδίκευση στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Το '23 διάβασα και πολύ απόλαυσα το Δικιά σου για πάντα, της Κλαούντια Πινιέιρο, γνωστή για το υπέροχο Η Ελένα ξέρει, και το Η Κοιλιά του Γαϊδάρου της νεαρής Κανάριας Αντρέα Αμπρέου. Ίσως να φταίει ο παράδοξος τίτλος, ίσως η περίληψη: «Ένας τροπικός τυφώνας, ένα ζευγάρι χιμπατζήδες που θα χωριστούν με βάναυσο τρόπο, ένας μηχανικός, απογοητευμένος από την καριέρα του και καταπιεσμένος από τον πληθωρικό πεθερό του, και ο παλιός του καθηγητής, φόβος και τρόμος στα αμφιθέατρα και υπεύθυνος, κατά την άποψη του πάλαι ποτέ φοιτητή του, για κάθε κακοδαιμονία που στοιχειώνει έκτοτε τη ζωή του, θα συναντηθούν σε έναν τρελαμένο μεξικάνικο αυτοκινητόδρομο προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο απ' τον τυφώνα»· ίσως, βέβαια, και να πρόκειται για μια απλή διαίσθηση. Το Τέκνα, γονείς και Χιμπατζήδες, για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκε εδώ. Για το Δική σου για πάντα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Η Κοιλιά του Γαϊδάρου εδώ.

6. Το όνειρο των ηρώων - Adolfo Bioy Kasares (μτφρ. Νίκος Πρατσίνης, εκδόσεις Πατάκη). Ακόμα ένας συγγραφέας, παρότι πολυγραφότατος, ταυτισμένος με ένα βιβλίο, στην περίπτωση του Αργεντινού Κασάρες, που έζησε στην σκιά, γόνιμη αλλά και συνάμα σκοτεινή, του τεράστιου Μπόρχες, αυτό το ένα βιβλίο είναι Η εφεύρεση του Μορέλ. Τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν στη θέρμη υποσχέσεων που με κατέλαβε όταν αντίκρισα την έκδοση αυτή. Και όμως, πώς αλλιώς θα ήταν απωθημένα γεμάτα ενοχές τα βιβλία αυτά, δεν διάβασα Το όνειρο των ηρώων, όχι ακόμα τουλάχιστον, είπαμε, αυτή η λίστα απωθημένα και στόχους περιλαμβάνει, κάποια στιγμή θα επανέλθω διαβασμένος με τις απόψεις μου ανά χείρας, δικαιωμένος ή όχι για τις υπέρμετρες προσδοκίες που έχω. Για το Ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων, το τελευταίο βιβλίο του Κασάρες, που με μεγάλη δόση τύχης διάβασα, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

7. Chevreuse - Patrick Modiano (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις). Με τον Μοντιανό τα πράγματα συνέβησαν ως εξής: είχα ήδη διαβάσει μεγάλο μέρος του έργου του πριν τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μετά τη βράβευση μονάχα ένα ή δύο βιβλία. Με όλα τα στραβά και τα άσχημα του τόπου μας, για ένα πράγμα τουλάχιστον είμαστε τυχεροί, ο όγκος ξενόγλωσσης λογοτεχνίας που μεταφράζεται είναι αισθητά μεγαλύτερος από εκείνον που θα μας αναλογούσε αν οι εκδότες χρησιμοποιούσαν μια συνάρτηση μαθηματική. Έτσι, τη στιγμή που σε πολλές γωνιές του κόσμου οι αναγνώστες είχαν την απορία, ποιος είναι αυτός ο Μοντιανό και επιπρόσθετα δεν έβρισκαν κάποιο βιβλίο του διαθέσιμο, στην Ελλάδα κυκλοφορούσε μεγάλο μέρος της εργογραφίας του. Η μεταφραστική υπογραφή του Αχιλλέα Κυριακίδη, η ποιότητα των εκδόσεων Πόλις, αλλά κυρίως μια διάθεση νοσταλγική, κύριο συναίσθημα έτσι και αλλιώς στα βιβλία του Μοντιανό, είναι αυτά τα οποία έφεραν το Chevreuse στη λίστα αυτή. Κείμενα για παλιότερα βιβλία του στο μπλογκ βρίσκετε: Στο café της χαμένης νιότης (εδώ), Νυχτερινό ατύχημα (εδώ) και Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά (εδώ).

8. Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ - Derek Raymond (μτφρ. Όλγα Καρυώτη, εκδόσεις Έρμα). Είναι, εδώ και χρόνια, τέτοιο το εκδοτικό τσουνάμι της αστυνομικής λογοτεχνίας που κανείς είναι σίγουρος πως πια οι εκδοτικοί οίκοι ψάχνουν στα πολύ πίσω και ψηλά ράφια, πως ό,τι σπουδαίο ήταν να μας συστήσουν το έκαναν ήδη, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με παλαιότερους συγγραφείς και έργα. Αναπόφευκτα, η καχυποψία με συνόδευε όταν έπιασα να ξεφυλλίζω το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά (μτφρ. Βίκυ Λιακοπούλου, εκδόσεις Έρμα), μερικές σελίδες αργότερα όχι απλώς με εγκατέλειψε αλλά στη θέση της βρέθηκε να στρογγυλοκάθεται η απόλαυση και η επιθυμία, αργά ή γρήγορα, και τα υπόλοιπα έργα του Ντέρεκ Ρέιμοντ να μεταφραστούν στα ελληνικά. Ξέροντας πως δεδομένα κάποια στιγμή θα θελήσω να διαβάσω κάποιο καλό αστυνομικό, σημειώνω το Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ. Για το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά περισσότερα θα βρείτε εδώ.

9. Ο δράκος της Πρέσπας - Ιωάννα Μπουραζοπούλου (εκδόσεις Καστανιώτη). Έχω μια ιδιαιτερότητα, ανάμεσα σε άλλες, δύσκολα τολμώ να διαβάσω ένα βιβλίο ξέροντας πως είναι μέρος ενός συνολικού έργου το οποίο, αργά ή γρήγορα, ελπίζω πως θα ολοκληρωθεί. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος του Δράκου της Πρέσπας είχαμε 2014 και το δεύτερο 2019. Επέδειξα επιμονή στην υπομονή, ποντάροντας σε μια ενιαία ανάγνωση. Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε, επιτέλους θα πω, το τρίτο μέρος. Τώρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, χίλιες εξακόσιες σελίδες απόλαυσης με περιμένουν με την πρώτη ευκαιρία, η ευκαιρία να βυθιστώ στον θαυμαστά ανοίκειο κόσμο τής Μπουραζοπούλου. Μια ιδιαίτερη παρουσία στα σύγχρονα λογοτεχνικά πράγματα, που την αγαπώ πολύ, παρότι η εργογραφία της είναι κάπως άνιση, Η ενοχή της αθωότητας (εδώ) και το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ (εδώ) είναι φοβερά βιβλία, φοβερά.

10. Βερνόν Σουμπουτέξ - Virginie Despentes (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη/Χαρά Σκιαδέλλη, εκδόσεις Στερέωμα). Αντίστοιχη της παραπάνω περίπτωση. Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022. Ενδιάμεσα έγινε και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Ο χρόνος θα δείξει αν θα δικαιωθούν οι προσδοκίες. Όπως και στην περίπτωση του Τέκνα, γονείς και χιμπατζήδες δεν έχω κάποιο χειροπιαστό στοιχείο που να λειτουργεί ως γεννήτρια προσδοκιών. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!

Ευχές για μια καλή χρονιά, γεμάτη από υγεία, τύχη, έμπνευση, αγάπη και διεκδικήσεις. Ας μην είμαστε μαλάκες, όσο μπορούμε. Τα λέμε ξανά του χρόνου με τις καθιερωμένες λίστες για τη χρονιά που πέρασε.

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Ραδιοκασετόφωνο - Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που παρακολουθώ παράλληλα με την εργογραφία τους. Ακόμα περισσότερο, συνέπεσε η πρώτη εμφάνισή του να βρίσκεται εντός των χρόνων που διατηρώ ετούτη την ψηφιακή γωνιά. Η συγκεκριμένη σχέση δημιουργού-αναγνώστη ανήκει στο υποείδος εκείνο της αναγνωστικής διαδικασίας όπου εξετάζεται η εξέλιξη και των δύο μερών, αναζητείται το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα και οι αισθητικοί υποδοχείς του αναγνώστη, δοκιμάζεται η αντοχή στον χρόνο έτσι όπως αυτός περνά. Ήταν, θέλω να πω, ένα βιβλίο που περίμενα με προσδοκίες και σχετική ανυπομονησία. Η ειδολογική κατάταξη του τελευταίου του βιβλίου, Ραδιοκασετόφωνο, εντοπίζεται στο εξώφυλλο: νουβέλα· ενώ η συμπύκνωση των συγγραφικών προθέσεων στην κατακλείδα του οπισθόφυλλου: «Ένα βιβλίο για τους γονείς που θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Εκτός από το να τα κάνουν ευτυχισμένα». Κρατάμε τα δύο αυτά δεδομένα ως σημάδι στην περιδιάβαση ανάμεσα στις σελίδες.

Πάλι από το οπισθόφυλλο, η αδρή περιγραφή της υπόθεσης: Ο Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον στεναχωρεί ιδιαίτερα.

Ο παντογνώστης αφηγητής πιάνει το νήμα όταν ο πατέρας και ο ανήλικος γιος βρίσκονται στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς το χωριό του νεκρού όπου και θα γίνει η κηδεία. Όλα έγιναν γρήγορα. Το τηλέφωνο των κακών μαντάτων. Η επιθυμία του Ηλία να αναλάβει το χρηματικό κόστος ώστε να γίνει το καλύτερο δυνατό όσον αφορά την τελετή της ταφής, αρκεί ο ίδιος να μην ανακατευτεί. Η βιαστική αναχώρηση. Η επαναλαμβανόμενη, τρεις φορές, ερώτησή του στον γιο: «Η μητέρα σου το ξέρει;». Μέσα στο αυτοκίνητο, ο Ηλίας θα προσπαθήσει να σπάσει την αμηχανία που προκαλεί η παρουσία του ίδιου του του γιου, θα επιχειρήσει να ανοίξει συζητήσεις, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις παγίδες που κρύβουν στην πρώτη κιόλας στροφή. Θα του αγοράζω ό,τι μου ζητά, καταλήγει ο εσωτερικός μονόλογος, γιατί να μην το κάνω, επιβεβαιώνει ρητορικά ρωτώντας.

Διαβάζοντας το Ραδιοκασετόφωνο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, δεν έπαψα να σκέφτομαι τον Φρανκ Μπάσκομπ, τον πρωταγωνιστή στην υπέροχη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ –Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα,όπως είναι– και ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος, εκεί όπου επίσης γιος και πατέρας ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο. Εκτός των άλλων διαφορών, στην εκδοχή του Ανυφαντάκη, εκείνο που αλλάζει καθοριστικά είναι ο τόπος, από την διαδρομή ανάμεσα στο Ηράκλειο και τα έρημα πια χωριά του οροπεδίου, διαδρομή γεμάτη στροφές και κοντινό ορίζοντα, μέχρι το ίδιο το χωριό. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την εξωτικότητα του μέρους αποτελεί ένδειξη ωριμότητας και κατασταλάγματος σχετικά με το ποια λογοτεχνία του αρέσει. Η ίδια ιστορία σ' έναν άλλο τόπο θα ήταν σίγουρα διαφορετική, η οξυδερκής παρατήρηση είναι παρούσα και σε συνδυασμό με την οικειότητα του μέρους για τον γεννημένο στην Κρήτη συγγραφέα εμπλουτίζει το περιεχόμενο χωρίς να το βαραίνει. Δεν είναι ένα βιβλίο για την Κρήτη αυτό, ούτε μια ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική μελέτη, αν και διάφορα θραύσματα συναντά ο αναγνώστης, είναι η ιστορία ενός πατέρα και ενός γιου, εις διπλούν.

Η ιστορία αυτή αφορά μια επιστροφή. Ο Ηλίας, μεγαλωμένος στα μέρη εκείνα που οι ξένοι βρίσκονται μόνο κατά λάθος ή επιθυμώντας να κρυφτούν, αφημένα να ερημώνουν στις παρυφές του υπερκερδοφόρου τουρισμού, έφυγε, αφού ενηλικιώθηκε με σκοπό να μη χρειαστεί ποτέ του να γυρίσει για περισσότερο από λίγες ώρες επίσκεψης στους γονείς του. Στο Ηράκλειο έπιασε την καλή, παρότι επένδυσε τα χρήματα της πατρικής περιουσίας με τρόπο διόλου σύμφωνο με τις επιθυμίες των δικών του, τώρα πια τα μαγαζιά είναι στρωμένα, και αφού ο εχθρός του επικερδούς είναι το επικερδέστερο, δεν παύει να σκέφτεται τα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα. Δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο και για τα συναισθηματικά πεπραγμένα του, παρότι η αρχή και η επανέναρξη υπήρξαν πολλά υποσχόμενες.

Ο Ανυφαντάκης δεν επιλέγει να αφηγηθεί μια εξόχως πρωτότυπη ιστορία, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο, σχηματισμένο πια μέσα στα χρόνια, που χαρακτηρίζεται από μια ήπια και σκωπτική αφήγηση. Δεν επιλέγει πρωταγωνιστές συμπαθείς ή που να δοκιμάζονται από την σκληρότητα της ζωής, δεν διαλέγει την ευκολία του συναισθηματικού εκβιασμού, δεν επαιτεί, εκ μέρους του πρωταγωνιστή του, την κατανόηση και τον αναγνωστικό οίκτο. Ο Ηλίας δεν είναι συμπαθής, είναι ωστόσο μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, για την κοινή γνώμη πετυχημένος που έχει πιάσει την καλή, για τον ίδιο, ωστόσο, η φαινομενικά ισχυρή αυτοπεποίθηση που νιώθει έχει σαφέστατα δομικά ζητήματα. Είναι από τους χαρακτήρες εκείνους που με έλκουν, για κάποιον άγνωστο, ίσως όχι και τόσο, λόγο, ένας νεαρός μεσήλικας σε μια συνθήκη υπαρξιακού λασπότοπου. Το εύκολο είναι να αντιπαθήσει κανείς τον Ηλία, να μην ενδιαφερθεί για εκείνον και την ιστορία του, φροντίζοντας ωστόσο έτσι να παραμερίσει οποιαδήποτε υποψία ομοιότητας με δικά του πρόσωπα και καταστάσεις.

Ο Ανυφαντάκης, ωστόσο, δεν αρκείται στην καρικατούρα του στερεότυπου, δεν επιθυμεί ο αναγνώστης να διαμορφώσει μια εντελώς υποκειμενική άποψη, κυρίως για τον Ηλία. Φροντίζει, λοιπόν, να δώσει βάθος και όγκο στα πρόσωπα. Εσωτερικές σκέψεις, αναδρομές στο παρελθόν και σύνδεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, αυτά είναι τα κυρίως εργαλεία που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, σε μια διαδικασία παράλληλη με την προώθηση της πλοκής. Το έλλειμμα στην επικοινωνία και άρα παρεπόμενα και στην κατανόηση, μεταξύ άλλων, κυριαρχεί στη νουβέλα αυτή, άγνωστοι με δεσμούς αίματος και επαρκή συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη, οι τρεις γενιές, ο νεκρός πια παππούς, ο Ηλίας και ο ανήλικος γιος του, με τις συναισθηματικές αγκυλώσεις και αναπηρίες, απόρροια εν πολλοίς του περιβαλλοντολογικού πλαισίου εντός του οποίου κινούνται, υποχείρια της στερεοτυπίας και των κοινωνικών αυτοματισμών, θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους, κυρίως θα τους έδιναν χρήματα, δεν θα τα έκαναν ωστόσο ευτυχισμένα. Η έλλειψη γνώσης για το ποιοι ακριβώς ήταν οι γονείς μας, κυρίως οι πατεράδες μας, μιλώντας για μεσήλικες γιους που μένουν ξάφνου μα αναμενόμενα ορφανοί, και το παρεπόμενο κοίταγμα στα δικά τους πεπραγμένα, στην προβληματική φωτοτυπία  της δικής μας ζωής.

Το ραδιοκασετόφωνο, ως αντικείμενο της πλοκής, παίζει τον ρόλο της γέφυρας του χτες με το σήμερα, την απόπειρα, για να είμαι ακριβής, της υπέρβασης ενός κενού. Ο Ανυφαντάκης κάνει συνετή και συνάμα λειτουργική χρήση αντίστοιχων ευρημάτων, όχι για να ανακατέψει τα φύλλα αλλά για τον στατικό οπλισμό της κατασκευής. Η επιλογή της νουβέλας έναντι ενός μυθιστορήματος μοιάζει να είναι συνειδητή και όχι απόρροια κάποιας ευκολίας. Το Ραδιοκασετόφωνο, παρά το μικρό του μέγεθος, χωράει την ιστορία αυτή, ενώ είναι επαρκώς σφιχτοδεμένο. Ο συγγραφέας ελέγχει το υλικό, τη φιλοδοξία και τις επιδιώξεις του, δεν δείχνει να παρασύρεται από το δέλεαρ μιας πολυσέλιδης εκδοχής, αν και δεν ξέρουμε ποιες υπήρξαν οι προηγηθείσες εκφάνσεις της ιστορίας αυτής, όπως και να έχει, το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που τίθεται υπό κρίση και αυτή η κρίση είναι κάτι παραπάνω από θετική.

Μου άρεσε το βιβλίο αυτό γιατί με τρόπο συντεταγμένο και γνώριμο αφηγείται μια καλή ιστορία, αποτυπώνοντας ικανοποιητικά το μικροκλίμα που επικρατεί, επιτρέποντας στο προσωπικό να εισέλθει στην απόσταση παρά τη χωρική εγγύτητα και στο συναίσθημα να αναβλύσει μακριά από το προφανές. Η αληθοφάνεια, νησί στην επικράτεια του ρεαλισμού, είναι απαραίτητη και είναι παρούσα, το προσωπικό βίωμα ωστόσο παραμένει καμουφλαρισμένο καλά, σε ρόλο υποστήριξης και όχι πρωταγωνιστικό.

υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Ανυφαντάκη: Αλεπούδες στην πλαγιά (εδώ), Όμορφοι έρωτες (εδώ) και Κάποιοι άλλοι (εδώ). Για τα βιβλία του Ρίτσαρντ Φορντ: Ο αθλητικογράφος (εδώ), Ημέρα ανεξαρτησίας (εδώ) και Η χώρα, όπως είναι (εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Λίγα λόγια για μένα - Καλλιρρόη Παρούση

Ο Χάρης αυτοκτόνησε. Οι αρχές ζητούν τα κείμενά του από την υπεύθυνη του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής. Εκείνη, παρότι θεωρεί πως τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί εκεί που να εξηγεί την αυτοχειρία, είναι αναγκασμένη να τα παραδώσει, τα κείμενα, όχι την εκτίμησή της σε εκείνους. Ο Χάρης ξεκίνησε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα, δύο φορές τον μήνα, ύστερα από ισχυρή σύσταση της ψυχοθεραπεύτριάς του, μήπως και αφήσει στο χαρτί εκείνα που τον ταλάνιζαν, που πιθανότατα μπλόκαραν τη θεραπεία. Ένα σύνηθες αίτημα των υποψήφιων μαθητών, μια ερώτηση γεμάτη από αγωνία εν δυνάμει υπαρξιακή· θα μπορέσω να βγάλω αυτό που έχω μέσα μου, ρωτάνε, η αντίδραση στο πρόσωπο του εισηγητή εν πολλοίς σημαίνει πολλά, η άγνοια και η απορία στέκουν απέναντι στη φτηνή διαβεβαίωση του ναι, σίγουρα θα τα καταφέρεις, γι' αυτό είμαι εγώ εδώ.

Ο Χάρης δεν υπήρξε ο πλέον επιμελής μαθητής, έγραψε ωστόσο, ανάμεσα σε άλλα, ένα όμορφο διήγημα για έναν επιμελή μαθητή, τον Γιάννη, τον αδερφό του, η επιμέλεια ελάχιστα διασφαλίζει ωστόσο, το χάος μάς κυριαρχεί.  Για την ακρίβεια, με τα λόγια της: ο Χάρης ήταν ο χειρότερος μαθητής στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής, αλλά έγραφε τα καλύτερα κείμενα. Θα γίνω κείμενο, ανακοίνωσε την ίδια μέρα που διάβασε μπροστά σε όλους αυτές τις σελίδες για τη ζωή του αδερφού του στο Παρίσι. Ήταν ένα έργο για το οποίο όλοι είχαμε την ίδια απορία: είναι αυτοβιογραφικό, μυθοπλαστικό ή και τα δύο;

Το Λίγα λόγια για μένα αποτελεί την εναλλαγή των κειμένων της μαθητείας τού Χάρη, που θέλησε να κειμενοποιηθεί, και των σημειώσεων της ανώνυμης υπεύθυνης, που στα κείμενα αυτά βρήκε ένα δικό της δωμάτιο, τον χώρο να πει λίγα πράγματα για εκείνη, χωρίς να προδώσει, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία του κειμενοποιημένου Χάρη, άλλωστε δεν υπάρχει πια κανείς για να δεχτεί παρατηρήσεις και διορθώσεις, μάλλον άχρηστες, έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν βιβλία που η αναφορά στην πλοκή περισσότερο τα συσκοτίζει παρά τα διαφωτίζει. Αυτό το μεταμοντέρνο εγχείρημα της Καλλιρρόης Παρούση είναι μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχουν βιβλία που συσκοτίζουν την πλοκή τους παρά τη διαφωτίζουν, αποδεικνύονται κρυπτικά και δυσδιάκριτα, υποχείρια του στυλ, της φόρμας, της σοβαροφάνειας, παθήσεων κοινών. Το Λίγα λόγια για μένα δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Η φιλοδοξία της συγγραφέως είναι οριακή στην εκ των προτέρων κατανόηση του τι σκοπεύει να κάνει, εκ των υστέρων όλα μοιάζουν να βρίσκονται στη σωστή θέση, στον ενδιάμεσο χώρο εντοπίζεται η έμπνευση και η επιμονή, όλο αυτό να λειτουργήσει, να μην καταρρεύσει σε αδιάφορα μπάζα μια στιγμή μετά τον θαυμασμό.

Μεταμοντέρνο εγχείρημα και φιλοδοξία. Ζεύγος που απουσιάζει από τη (σύγχρονη) ελληνική γραμματεία, ζεύγος που εγείρει αμφιβολία και σκεπτικισμό, αλλά και την περιέργεια (μου). Η φιλοδοξία προσφέρει μια ώθηση, δεν είναι από μόνη της ικανή ωστόσο να συντηρήσει την κίνηση. Το μεταμοντέρνο εγχείρημα προσφέρει μια έκταση παιχνιδιού, δεν είναι από μόνο του ικανό ωστόσο να προσδώσει ενδιαφέρον στο παιχνίδι. Είναι η απόσταση που χωρίζει το αφηρημένο από το συγκεκριμένο, που κρατά τα κλειδιά μιας ακραία υποκειμενικής συνθήκης όπως είναι η ανάγνωση. Θα ρωτούσα τη συγγραφέα: ποια ήταν η πρώτη ιδέα για την κατασκευή αυτή; Η αφιέρωση: στη μνήμη του Γιάννη· είναι, μοιάζει να είναι, επιλέγω πως είναι, μια παράμετρος άρρηκτα ενδοκειμενική. Η Παρούση παραδίδει στον αναγνώστη τα κλειδιά, αναπόφευκτα διαφορετικά για τον κάθε έναν. Δεν τα κρατά κρυμμένα ψηλά, σε μέρος αθέατο και δυσπρόσιτο. Η παράδοση αυτή είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι συγχέεται συχνά με την ελαφρότητα. Ξεχνούν όσοι το ισχυρίζονται πως υπήρξαν παιδιά.

Διαφορετική είναι και η τοποθέτηση του πήχη. Η τελική ετυμηγορία: πάνω ή κάτω από αυτόν. Η διάκριση των προγραμματικών προθέσεων της συγγραφέως είναι καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη. Η Παρούση μετακυλίει στα δύο πρόσωπα την υποχρέωση αυτή, να μεταφέρουν το μήνυμα αντί αυτής, εκείνη ολοένα και αυξάνει την απόσταση, τα πρόσωπα του μύθου, έτσι και αλλιώς, διαθέτουν μια άναρχη και ισχυρή βούληση κίνησης, αυτονομούνται στα όρια της συγγραφικής επικράτειας, χωρίς εκείνη να χρειαστεί να τους δείξει την έξοδο από τον κόσμο μέσα στον οποίο αρχικά τους εναπόθεσε.

Η κατασκευή, ήδη από τα πρώτα κιόλας βήματα της βόλτας –αλλιώς: περπάτημα, σεργιάνι, σουλάτσο, περίπατος, διαδρομή– αποδεικνύεται άκρως λειτουργική της φιλοδοξίας. Ο επισκέπτης νιώθει φιλόξενα σ' ένα περιβάλλον οικείο σε ανοίκεια σύνθεση, όπως συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, με την ήπια και πολύτιμη, προφυλαγμένη, διάθεση για εξωστρέφεια. Η αποσπασματικότητα και ο πειραματισμός διόλου δεν τον πετούν έξω, τον αναγνώστη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, διάχυτη από άκρη σε άκρη, σηματοδοτεί επιπλέον τη διαδρομή, η εγκεφαλικότητα δεν αφήνει το συναίσθημα απέξω, αυτός, ίσως, να είναι ο κατεξοχήν κοινός τόπος αναγνώστη και δημιουργού, το σκηνικό της δράσης των προσώπων, το έδαφος στο οποίο θα δοκιμαστεί τελικά η ίδια η πράξη της ανάγνωσης. Σκέφτομαι: το Λίγα λόγια για μένα, ήδη από τον τίτλο του, είναι μια αποδομημένη, με σύνεση λεηλατημένη, εκδοχή της βασιλεύουσας αυτομυθοπλασίας, που υπογραμμίζει και δεν κατακρίνει την ανάγκη γι' αυτή, και από τις δυο πλευρές του λογοτεχνικού ποταμού, και, ίσως, αυτή η παράδοξη εκδοχή να είναι η κύρια συγχρονία της κατασκευής αυτής, όχι τα κοινά πραγματολογικά συστατικά.

Για λίγο επιστρέφω στο μεταμοντέρνο, με μια αίσθηση χρέους. Αυτό και αν έχει υποστεί τη χλεύη και τον διασυρμό. Η Παρούση γνωρίζει καλά πως τα υλικά για την παρασκευή λογοτεχνίας είναι από αιώνες πια δεδομένα, η εκτέλεση της συνταγής μπορεί ωστόσο να διαφέρει. Η ανάγνωση συνοδεύει τη γραφή. Ας ισχυρίζονται κάποιοι άλλα. Οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για τα πρόσωπα αλλά και τις ιδέες και την περιρρέουσα πραγματικότητα, το νήμα της πλοκής ευδιάκριτο παρότι μπερδεμένο, το φλερτάρισμα με διάφορα λογοτεχνικά υποείδη, η αγάπη για τη λογοτεχνία (ξανά λέω αυτό) και η απόπειρα να διαλευκανθεί η ανάγκη της, το γιατί γράφουμε και το γιατί διαβάζουμε σ' έναν κόσμο ολοένα και πιο σύνθετο, ολοένα και πιο αφόρητα παράλογο και επιβιωτικά αγωνιώδη, τον τρόπο με τον οποίο η γραφή του άλλου εισβάλλει στην επικράτειά μας, η καθησυχαστική ή ανήσυχη αίσθηση πως (και) για εμάς γράφει το αφηγηματικό υποκείμενο, πως η ανάγνωση, και όχι μόνο η γραφή, είναι μια διαδικασία κειμενοποίησης, οι εκδοχές της ζωής που δεν κυριάρχησαν αλλά αυτό διόλου δεν σημαίνει πως ξεχάστηκαν, όλα αυτά είναι μερικά από τα συστατικά της κατασκευής.

Υπάρχουν βιβλία που επιβάλλουν με τον τρόπο τους, διακριτικά και ήσυχα, όσα θα ειπωθούν γι' αυτά, που υπηρετούν μέχρι τέλους την πεποίθηση πως όσα θα ειπωθούν γι' αυτά είναι προστιθέμενα, αναπόσπαστα, μέρη της κατασκευής, όπως το Λίγα λόγια για μένα.

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

ένα ποτήρι οργή - Raduan Nassar

Η συγκυρία σίγουρα είναι καθοριστική. Ωστόσο αυτό ελάχιστα μεταβάλλει την άποψη-θέση, ελπίδα αν προτιμάτε ή ευχή, πως η καλή λογοτεχνία, αργά ή γρήγορα, θα πάρει τη θέση που της αρμόζει, μακριά από πρόσκαιρες μόδες και εκδοτικά πυροτεχνήματα, πως το λογοτεχνικό ποτάμι θα συνεχίσει να φουσκώνει. Μια τέτοια ιστορία θα σας αφηγηθώ, παράλληλη με την πλοκή της νουβέλας ένα ποτήρι οργή του Ραντουάν Νασσάρ, που λίγο καιρό πριν πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά με τη μεταφραστική φροντίδα της Αθηνάς Ψυλλιά.

Ο Νασσάρ γεννήθηκε το 1935 στη βραζιλιάνικη πολιτεία του Σάο Πάολο, από μετανάστες Λιβανέζους γονείς, εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή στο πέμπτο έτος και στα γράμματα εμφανίστηκε το 1975 με το μυθιστόρημα Αρχαία Καλλιέργεια (σύντομα ελπίζουμε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), ενώ το 1978 εκδόθηκε η παρούσα νουβέλα, γραμμένη το 1970. Και ύστερα απόσυρση και σιγή. Σχεδόν αμέσως το όνομά του κατέλαβε εξέχουσα θέση στα βραζιλιάνικα γράμματα. Εκείνος, όμως, προτίμησε να εγκατασταθεί σ' ένα αγρόκτημα. Ώσπου, το 2016, η βράβευσή του με το βραβείο Camões αποτέλεσε την αφορμή το έργο του να μεταφραστεί και να συστηθεί, έστω και αργοπορημένα, με το διεθνές κοινό.

Η ανάσυρση έργων λησμονημένων από το πρόσφατο παρελθόν είναι μια συνήθης εκδοτική τακτική, απόρροια κυρίως των κατά τόπους εθνικών λογοτεχνικών πολιτικών, ενίοτε τεράστια έκπληξη και κάλυψη ενός κενού, άλλοτε απλώς ξαναζεσταμένο φαγητό. Σκεφτόμουν, διαβάζοντας το σχεδόν μυθοπλαστικό αυτό βιογραφικό, έναν τεράστιο της παγκόσμιας γραμματείας, τον Χουάν Ρούλφο, που γνώρισε την καταξίωση με ένα μυθιστόρημα (Πέδρο Πάραμο) και μια συλλογή διηγημάτων (Ο κάμπος στις φλόγες) και ύστερα, παρότι για χρόνια υπήρχε η εξαγγελία για ένα επόμενο μυθιστόρημα, σώπασε, σαν όλα να τα είχε πει.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό είχα, λόγω της μεταφράστριας κυρίως, ένα πολύ θετικό αναγνωστικό προαίσθημα, κάτι εξαιρετικό περίμενα να διαβάσω. Σύντομα, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά πως ιδέα δεν είχα για το τι με περίμενε, ο ορίζοντας προσδοκιών έχασκε εξόχως αυθαίρετος. Σε μια σύντομη νουβέλα, όπως αυτή, λίγα μπορεί κανείς να πει για την υπόθεση χωρίς να κινδυνεύσει να καταστρέψει ή να αλλοιώσει την πρόσληψη και την όποια απόλαυση ενός υποψήφιου αναγνώστη.

Το ένα ποτήρι οργή χωρίζεται σε επτά κεφάλαια, όλα σύντομης έκτασης εκτός του έκτου και προτελευταίου με τον κατατοπιστικό τίτλο Η έκρηξη. Πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ερωτικής συνάντησης δύο εραστών στην έπαυλη του ανώνυμου αφηγητή, που ξεκινάει με την άφιξή του, ενώ εκείνη, επίσης ανώνυμη, τον περιμένει ήδη. Θα ήταν ωστόσο αρκετό να περιγράψει κανείς την πλοκή ως μια ερωτική ιστορία; Και ναι, και όχι.

Ναι, γιατί αυτό είναι. Η αποτύπωση της λαγνείας και του πάθους, η σεξουαλική δίψα και η ικανοποίησή της, ο σφυγμός που εντείνεται πριν κορυφωθεί, η επαναφορά στην πραγματικότητα μόλις ο πόθος ατονίσει. Όχι, γιατί είναι αρκετά ακόμα. Δεν μιλώ για πράγματα επί της εξέλιξης της πλοκής, όσο για τα υποστρώματα που υποστηρίζουν την επιφάνεια της ιστορίας. Κρυπτικά και υπαινικτικά, κρυμμένα ανάμεσα στις πτυχώσεις των ιδρωμένων σεντονιών, ο Νασσάρ θα εντάξει την παράλληλη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, όσο και αν οι δύο εραστές μοιάζουν με αναχωρητές εθισμένους στις σωματικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Με κυρίαρχη την οικονομία στις λέξεις, αποφασισμένος να προσφέρει μόνο ψαχνό χωρίς λίπος και καρυκεύματα, ο συγγραφέας δεν επιτρέπει σε τίποτα περιττό να παρεισφρήσει, την ίδια στιγμή αποφεύγει τις τελείες και δεν διαχωρίζει τα διαλογικά μέρη, εντείνοντας το συναίσθημα της ασφυξίας στο γύρισμα των σελίδων, οδηγώντας την ιστορία στην κορύφωσή της πριν από το αινιγματικό και ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε.

Καθοριστικό ρόλο παίζει το ζευγάρι του βοηθητικού προσωπικού, που αναφέρονται με τα ονόματά τους, απόφαση συνειδητή που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ανωνυμία του προνομιούχου ζεύγους των εραστών. Αλλά και μια τρύπα στη φυτική περίφραξη που υποπίπτει στην παρατήρηση του αφηγητή, ένα περιστατικό πρόδηλου συμβολισμού, το ρήγμα στην ιδιωτική ασφάλεια, η κερκόπορτα της εισβολής του έξω κόσμου, η απειλή, μια παρατήρηση που προκαλεί τον έντονο εκνευρισμό, ένα εύρημα καταλύτης για την πυροδότηση της ανατροπής, είναι επίσης καθοριστικής σημασίας.

Οποιαδήποτε μελοδραματική φιοριτούρα πιθανά περιμένει ο αναγνώστης, εδώ δεν υπάρχει. Το σεξουαλικό πάθος επισκιάζει τα πάντα, το σώμα κυριαρχεί. Στεγνό και στυφό, το γλωσσικό και αφηγηματικό ύφος αποτυπώνει άψογα τη σχέση μεταξύ των δύο, τη στιγμή που η ένταση σιγοβράζει πριν κοχλάσει και παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Προκλητικό, αλλά όχι για την πρόκληση ως πρόκληση, το ένα ποτήρι οργή ζορίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ιδιαίτερα τον σύγχρονο που δυσκολεύεται να νιώσει το οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα για τον αφηγητή κυρίως, ακολούθως και για τη σύντροφό του. Παρότι πρωτοπρόσωπη, η αφήγηση δεν επαιτεί κανενός είδους συμπάθεια ή ενσυναίσθηση, ο αφηγητής δεν επιθυμεί συμμάχους και επιβεβαίωση, γεγονός που κρατά μακριά τον αναγνώστη και αφήνει τις γωνίες της ιστορίας αιχμηρές και επικίνδυνες.

Ο συγγραφέας, ωστόσο, δεν πέφτει στην παγίδα του στείρου μηδενισμού και της απαισιόδοξης κοινωνικοπολιτικής ματιάς στα ανθρώπινα. Ένας ιδιότυπος ρεαλισμός χαρακτηρίζει τη νουβέλα αυτή, παρότι, όπως είπαμε, πολλά συστατικά της λειτουργούν σε περισσότερα επίπεδα, πέρα από την προσωπική ιστορία των δύο εραστών, δυο φαινομενικά φυγάδων της πραγματικότητας. Ο Νασσάρ δεν επιθυμεί την ευκολία στις αντιστοιχίες, τον προφανή συμβολισμό, την αντιληπτή αιτιοκρατία. Επισκέπτεται το βασίλειο της σεξουαλικής επιθυμίας και το παραδίδει στον αναγνώστη γυμνό, αποκρουστικό, χωρίς φιοριτούρες. Δεν είναι, μοιάζει να λέει, αυτή μια νησίδα απομονωμένη από τον έξω κόσμο, αλλά μια αρένα σύγκρουσης με όπλα τα όσα τα άτομα είναι φορτωμένα, από την εμπειρία ή το προνόμιό τους, τη θέση ή τον ρόλο τους. Και αυτό είναι που προσδίδει διαχρονικότητα και οικουμενικότητα στην ιστορία αυτή, συστατικό απαραίτητο, παρέα με τις λογοτεχνικές της αρετές, για την σύσταση με τον σημερινό, εκτός της τότε βραζιλιάνικής πραγματικότητας, αναγνώστη.

Το ένα ποτήρι οργή διαφεύγει από το δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Δεν καλοπιάνει, δεν προικίζει με όνειρα τον αναγνώστη, δεν τον αποκοιμίζει με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ο Νασσάρ, διαμέσου ενός από τους πλέον αποκρουστικούς και αντιπαθείς πρωτοπρόσωπους αφηγητές, αναδεικνύει το ανθρώπινο που συνοδεύει το ένστικτο, τη γεμάτη από μαύρες κηλίδες ψυχοσύνθεση, το κακό που επωάζεται πριν ξεχυθεί.

υγ. Δοκιμάστε μια δεύτερη ανάγνωση, καπάκι μετά την πρώτη. Για το αριστουργηματικό Πέδρο Πάραμο περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ο κάμπος στις φλόγες εδώ. Μιλώντας για βραζιλιάνικη λογοτεχνία επιβάλλεται να αναφερθεί κανείς στην Κλαρίσε Λισπέκτορ, για το Η ώρα του αστεριού περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Τα κατά Α.Γ. πάθη εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Σπίτι από φύλλα - Mark Z. Danielewski

Δεν ήλπιζα πως θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Το 2005, όταν και κυκλοφόρησε, ήμουν ακόμα ένας άγουρος αναγνώστης, που αναζητούσα βηματισμό στον λαβύρινθο της πεζογραφίας, σίγουρα όχι έτοιμος για μεταμοντέρνα αμερικανική λογοτεχνία. Ύστερα το βιβλίο έπαψε να κυκλοφορεί. Η απουσία του από τα ράφια, αλλά και το γεγονός πως από το εξωτερικό συνέχιζαν να καταφτάνουν νέες αναγνώσεις του, δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από αυτό, ένα βιβλίο που πολλοί έψαχναν και λίγοι είχαν, με αποτέλεσμα η τιμή του ως μεταχειρισμένο να αγγίζει προκλητικά ύψη. Ήμουν ωστόσο τυχερός. Δύο χρόνια πριν, μια φίλη μου ζήτησε μια διεύθυνση αποστολής, κάτι είχε να μου στείλει, είπε, δεν ρώτησα τι και οι μέρες πέρασαν, όταν το πακέτο έφτασε και το άνοιξα, με περισσή ανυπομονησία που είχε τραυματικό αντίκτυπο στον φάκελο, δεν πίστευα στα μάτια μου, το Σπίτι από φύλλα!

Προλαβαίνω ένα πιθανό ερώτημά σας: γιατί άφησα να περάσουν δύο χρόνια; Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω με σιγουριά, άγνωστες οι βουλές της αναγνωστικής επιθυμίας, μια υπόθεση ωστόσο μου έρχεται κατά νου: οι προσδοκίες. Ίσως και για τους λάθος λόγους είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτό το βιβλίο, σαν να επιθυμούσα να απαντήσω στο ερώτημα: αξίζει όλα αυτά τα χρήματα, αλλά και το hype που χαίρει; Άλλωστε, γύρω από αυτό, περισσότερη συζήτηση περί οικονομικών γινόταν παρά η όποια νύξη για τη λογοτεχνική του αξία (βλ. για χ ευρώ δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο). Οι υψηλές προσδοκίες πάντοτε γεννούν ένα κράτημα, μια αναρώτηση για το αν είμαι έτοιμος, αν οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες, αν αυτή είναι η στιγμή. Μια μέρα, ξύπνησα με την επιθυμία να το διαβάσω, έτσι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο και συγκροτημένο σκεπτικό να έχει προηγηθεί, απλά η θέληση να διαβάσω το Σπίτι από φύλλα. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Πριν από ό,τι άλλο: στην απόπειρα αυτή συναντά κανείς ξεκάθαρη τη φιλοδοξία. Ο Ντανιελέφσκι θέλησε να γράψει ένα βιβλίο που θα του εξασφάλιζε τη θέση τόσο στον λογοτεχνικό κανόνα όσο και στην ποπ κουλτούρα, ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα ξεχωριστό και προσιτό σε μια πλατιά αναγνωστική μάζα, ένα θρίλερ που θα περιγελούσε τους ειδολογικούς του περιορισμούς. Στις προθέσεις του δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα ειδικά χαρακτηριστικά που απέκτησε με τα χρόνια η ελληνική του εκδοχή, κάτι που όμως, με έναν τρόπο, δημιούργησε έναν ακόμα δεσμό με την ίδια την πλοκή.

Ένα βράδυ αργά, το τηλέφωνο του Τζόνι Τρούαντ θα χτυπήσει. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο φίλος του ο Λιουντ, του ζητάει να ντυθεί και να πάει από το σπίτι του. Ο Λιουντ ποτέ δεν θα ζητούσε κάτι τέτοιο αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Τι θα είχε συμβεί αν ο Τρούαντ δεν είχε απαντήσει στην κλήση ή αν είχε αρνηθεί να υπακούσει στο κάλεσμα; Ο Τρούαντ δεν θα πάψει στιγμή να αναρωτιέται. Φτάνοντας εκεί, ο Λιουντ θα τον οδηγήσει στο σπίτι του Ζαμπανό, ενός γέρου, τυφλού γείτονα που κείτεται νεκρός. Ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, βρίσκεται ένα μπαούλο με δεκάδες σημειώσεις, φωτογραφίες και πηγές, η μελέτη που ο Ζαμπανό έγραφε για τις χαμένες πια ταινίες του βραβευμένου με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ Γουίλ Νάβιντσον, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ της τρομακτικής εμπειρίας που εκείνος και η οικογένειά του βίωσαν μετά τη μετακόμισή τους στη Βιρτζίνια. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Νάβιντσον διαπίστωσε πως το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μεγαλύτερο από το εξωτερικό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, το βάθος ολοένα και μεγάλωνε.

Κάλεσε κάποιους ειδικούς και ταυτόχρονα εθισμένους στην αναμέτρηση με τα όρια της λογικής και του φόβου. Τοποθετεί κάμερες, προμηθεύεται εργαλεία και με την άφιξη του ιδιότυπου αυτού συνεργείου εξερεύνησης αρχίζει η καταβύθιση στο σκοτάδι. Η αρχική έκπληξη γρήγορα δίνει τη θέση της στον τρόμο, οι απόπειρες εξερεύνησης αντιμετωπίζουν ποικίλες δυσκολίες, το πείσμα των μελών της είναι ωστόσο ισχυρό, δοκιμάζουν ξανά και ξανά. Την ίδια στιγμή η σύζυγός του και τα δύο παιδιά, πάντοτε στην επιφάνεια, διακατέχονται από έναν ολοένα και αυξανόμενο δείκτη δυσκολίας στη διαχείριση της κατάστασης. Οι ταινίες αυτές, θρυλικές λόγω του περιεχομένου αλλά και επειδή είναι δυσεύρετες –όπως άλλωστε και η ελληνική έκδοση του βιβλίου!–, έχουν γίνει αντικείμενο δεκάδων άρθρων και βιβλίων. Ο Ζαμπανό, σ' αυτό το εκτεταμένο έργο, επιχειρεί να σταχυολογήσει τα σημαντικότερα εξ αυτών, σε μια απόπειρα να παραδώσει μια πληρέστατη μελέτη, κάτι που ωστόσο δεν πρόλαβε να υλοποιήσει.

Ο Τρούαντ, ορφανός από μικρός, έχοντας περάσει από αρκετές ανάδοχες οικογένειες, δουλεύει σε τατουατζίδικο και κάνει έκλυτο βίο, παραδίδεται στην ανάγκη που νιώθει να οργανώσει όλο αυτό το υλικό, προσθέτοντας δικές του υποσημειώσεις, που αφορούν, εκτός από τον σχολιασμό, τον ίδιο, την παράλληλη με τη σύνθεση του υλικού ζωή του, ενασχόληση που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε μονομανία.  Ο Τρούαντ, εξαρχής, λόγω του βιογραφικού του, είναι ένας μάλλον αναξιόπιστος αφηγητής, αφού δεν μοιάζει να έχει το απαραίτητο υπόβαθρο για τη διεκπεραίωση του οράματος του Ζαμπανό. Στις δικές του υποσημειώσεις έρχονται να προστεθούν και εκείνες των ανώνυμων επιμελητών. Αυτή εν ολίγοις είναι η πλοκή του μυθιστορήματος αυτού.

Η δίνη που δημιουργεί ο Ντανιελέφσκι είναι τέτοια που επιβάλλει στον αναγνώστη να παραδοθεί στην περιδίνηση, έτσι όπως κινείται ανάμεσα στο κείμενο και τις διάφορες υποσημειώσεις, παρότι διστακτικός αρχικά με όλα αυτά τα παιχνίδια και κυρίως με τη διαρκή υπονόμευση των διάφορων εκδοχών της κατασκευής αυτής. Σκέφτομαι πως παρότι και άλλες φορές έχω αναφερθεί σε κάποιο βιβλίο ως κατασκευή, εδώ κάτι τέτοιο είναι μάλλον μονόδρομος. Η ελληνική έκδοση ακολουθεί τη δεύτερη από τις τέσσερις προτεινόμενες πρακτικές: Δίχρωμη έκδοση· Είτε η λέξη σπίτι να εμφανίζεται με μπλε χρώμα ή τα διαγραμμένα μέρη με κόκκινο· Δεν χρησιμοποιούνται τα μπράιγ· Έγχρωμη ή ασπρόμαυρη εικονογράφηση. Παρά το φαινομενικό μπέρδεμα, όλες οι υποϊστορίες διαθέτουν ευδιάκριτο νήμα εξέλιξης, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη, παρά τις τυπογραφικές απαιτήσεις και τις μεταμοντέρνες χαριτωμενιές να ακολουθεί την πλοκή.

Ο Ντανιελέφεσκι δεν αποδεικνύεται, όπως αρχικά υπήρχε η ισχυρή υποψία, εξυπνάκιας, ένας τύπος που αρέσκεται στο να πετάει πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού που ωστόσο γρήγορα χάνουν τη λάμψη τους με αποτέλεσμα ο θαυμασμός να υποχωρεί. Αντίθετα, διαθέτει κάτι που πάντοτε με έλκει αναγνωστικά, ένα δυνατό μυαλό, ένα πολυπύρηνο σύστημα επεξεργασίας και αποτύπωσης σκέψης και ιδεών. Ένα μυαλό που διαρκώς δημιουργεί εγκοπές στο κυρίως σώμα της πλοκής ώστε εκεί να τοποθετηθούν εκατοντάδες νήματα, οι κατασκευαστικές του ικανότητες ομοιάζουν με εκείνες ενός λαμπρού αρχιτεκτονικού μυαλού, που δεν διστάζει να δοκιμάσει τις όποιες ιδέες του, παρότι φαινομενικά μοιάζουν αδύνατες, και να τις τοποθετήσει στο χαρτί. Η συνολική διαχείριση όλου αυτού του υλικού είναι ένα επόμενο στάδιο θαυμασμού.

Στην τεχνολογική πρόοδο, σε μια άκρως ψηφιακή εποχή, το διάστημα της εικοσιπενταετίας είναι πάρα πολύ και είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονη αποδεικνύεται η κατασκευή αυτή, όχι προφητική, δεν μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός έτσι και αλλιώς, αλλά σύγχρονη, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης όπου ο εντοπισμός της αρχικής πηγής μοιάζει με λαβύρινθο, ενώ ο αλγόριθμος ολοένα και περισσότερο ανεξαρτητοποιείται από τις αρχικές του προδιαγραφές. Λαβύρινθος, επίσης, μοιάζει και η όποια απόπειρα διακειμενικών αναφορών και υποθέσεων. Ο τυφλός Ζαμπανό, για παράδειγμα, μποχερσίζει, ενώ Οι κιβδηλοποιοί το Αντρέ Ζιντ μοιάζουν μια κάποια λογοτεχνική αναφορά, την ώρα που Το τούνελ του Γκας στριφογυρίζει στο μυαλό του αναγνώστη, παρέα ίσως με το Ζωή, οδηγίες χρήσεως του Περέκ.

Εντυπωσιακό σε σύλληψη και εκτέλεση, το Σπίτι από φύλλα αποτελεί σίγουρα ένα λογοτεχνικό ορόσημο, ένα βιβλίο που δικαίως συνεχίζει να εγείρει λογοτεχνικές συζητήσεις, στο όριο συχνά της πολεμικής, άλλωστε πάντοτε ένα τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα θα δημιουργεί δύο στρατόπεδα, εκείνους που το θεωρούν λογοτεχνικό επίτευγμα και εκείνους που το προσεγγίζουν με πιο έντονο σκεπτικισμό, εκφράζοντας υποψίες πως πρόκειται για ένα χάλκευμα, εντυπωσιακό στην όψη αλλά χαμηλής αξίας. Παρότι θα αρνηθώ να μπω σε συζήτηση για το αν αξίζει τα λεφτά που κοστολογείται, άλλωστε το χρήμα και αν είναι σχετική έννοια, θα ταχθώ με τους πρώτους, κυρίως για κάτι που έθεσα εξαρχής ως μέρος της συγγραφικής φιλοδοξίας και έχει να κάνει με το γεγονός πως απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό παρά τις όποιες τεχνικές ιδιαιτερότητες και τον μεγαλεπήβολο ορίζοντα φιλοδοξιών, και όχι σε ένα περίκλειστο ολιγομελές κλαμπ. Ακόμα και αν υποθέσουμε πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ξεπέρασε τον πήχη της φιλοδοξίας, αλλά πέρασε από κάτω, θα συμφωνούσαμε, θαρρώ, πως μιλάμε για μεγάλα ύψη, ικανά να προσφέρουν, το κυριότερο όλων, αναγνωστική απόλαυση, αλλά και να ενσωματώσουν μια σειρά από φιλοσοφικά, αισθητικά και λογοτεχνικά ζητήματα, που, κυρίως αυτά, καθιστούν την κατασκευή σύγχρονη, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η λογοτεχνία τα θέτει και δεν τα απαντά, όχι με ένα αυστηρό σύστημα τουλάχιστον.

Ο άθλος της μετάφρασης, της επιμέλειας και του στησίματος της κατασκευής απαιτεί τον θαυμασμό μας. Τη μετάφραση έφερε εις πέρας η Αθηνά Δημητριάδου, τις διορθώσεις η Κατερίνα Γιανναδάκη και τη σελιδοποίηση ο Μιχάλης Παπαρούνης και η Futura.

Κλείνοντας θα επανέλθω στους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση γύρω από το Σπίτι από φύλλα. Οι θρυλικές διαστάσεις που έχει λάβει, με αποτέλεσμα η απόκτησή του να έχει γίνει έμμονη ιδέα για πολλούς, είναι ευπρόσδεκτες, πάντοτε, όμως, όταν μιλάμε για βιβλία, το σημαντικότερο όλων είναι η ανάγνωση και όσα απορρέουν εκείνης, τα υπόλοιπα είναι απλώς παραφερνάλια, συχνά άσχετα με το ίδιο το βιβλίο, που στην περίπτωση αυτή, είναι ένα φιλόδοξο, μάλλον πετυχημένο, εγχείρημα, σίγουρα ικανό να επιζήσει της αναγνωστικής λήθης.

υγ. Μακάρι να κυκλοφορήσει ξανά. Φοβάμαι, ωστόσο, πως το κόστος και άρα το ρίσκο είναι μεγάλο.

Υγ.2 Για το Οι κιβδηλοποιοί  περισσότερα εδώ, ενώ για το Ζωή, οδηγίες χρήσεως εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Μια μέρα θα γυρίσω - Juan Marsé

Ενίοτε συμβαίνει το βιβλίο εισόδου στη βιβλιογραφία ενός συγγραφέα να μην είναι το κατάλληλο. Αυτό μου συνέβη (και) με τον Μαρσέ, για τον οποίο καλά λόγια άκουγα, αλλά όταν δοκίμασα να διαβάσω Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα λίγωσα και δεν άντεξα, το παράτησα μετά από εκατό, ίσως και λιγότερες, σελίδες, χωρίς τύψεις και ενοχές, απαλλαγμένος εδώ και χρόνια από τον ψυχαναγκασμό της ολοκλήρωσης μιας ανάγνωσης. Εκείνο το βιβλίο δεν ήταν για μένα. Και ακόμα χειρότερα, σίγουρα υπό τον όγκο των επιθυμητών προς ανάγνωση βιβλίων, γενίκευσα και τοποθέτησα τον Μαρσέ στην κατηγορία των ασύμβατων με το γούστο μου συγγραφέων. Η πρόσφατη κυκλοφορία τού Μια μέρα θα γυρίσω με δελέασε παρά την προκατάληψη, είχα τους λόγους μου, το όνομα της μεταφράστριας, κυρίως, αλλά και του εκδοτικού οίκου. Δεν είχα καθόλου προσδοκίες, το αντίθετο μάλιστα, ήμουν εξ αρχής σε επιφυλακή άμεσης εγκατάλειψης. Και όμως, διάβασα τις πρώτες εβδομήντα σελίδες χωρίς να σηκώσω κεφάλι και απογοητευμένος αναγκάστηκα να το αφήσω μέχρι αργότερα εκείνο το απόγευμα.

Είναι η ιστορία του Τζαν Τζουλιβέρτ, που, μετά από χρόνια φυλάκισης, επιστρέφει σπίτι του. Βρισκόμαστε στη μέση περίοδο του φρανκικού καθεστώτος, όταν πια ο αχός του εμφυλίου έχει κατακάτσει και η πλειοψηφία, από φόβο και συνήθεια, σωπαίνει, η ζωή στη Βαρκελώνη προχωρά. Την αποφυλάκισή του την περίμεναν αρκετοί. Περισσότερο απ' όλους ο Νέστορας, ο έφηβος ανιψιός του, για τον οποίο ο Τζαν υπήρξε ένα ίνδαλμα, που η επιστροφή του θα έβαζε στη θέση τους τα πράγματα, αφού πια η μητέρα του δεν θα αναγκαζόταν να εκδίδεται, οι δυο τους θα ερωτευόντουσαν, ο θείος του θα δούλευε και θα προστάτευε την οικογένεια από τα σχόλια της γειτονιάς, σαν άλλος Οδυσσέας θα εξουδετέρωνε τους νεαρούς μνηστήρες. Αλλά και η Μπαλμπίνα τον περίμενε, χωρίς ίσως να ξέρει για τι ακριβώς, και παλιοί φίλοι και σύντροφοι με λογαριασμούς ανοιχτούς. Η επιστροφή του αφήνει τη γειτονιά με κομμένη την ανάσα να περιμένει να δει πώς θα αντιδράσει.

Η δράση διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το βιβλίο γράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Αυτή η διάκριση έχει σημασία για την πρόσληψη του έργου, καθώς αφήνει να διαφανούν εκείνα τα στοιχεία της συγχρονίας που ο συγγραφέας τοποθετεί εντός της πλοκής, στοιχεία που καθιστούν το μυθιστόρημα διαχρονικά επίκαιρο και βαθιά πολιτικό χωρίς κραυγές, θίγοντας ζητήματα συλλογικής μνήμης· πού τοποθετείται άραγε το σημείο μηδέν, πώς γλύφει και θεραπεύει μια κοινωνία τις ανοιχτές πληγές της, πώς συνεχίζει. Ο Μαρσέ, στηριζόμενος σε έναν φοβερό αντιήρωα, όπως ο Τζαν, τοποθετεί γύρω του με επιμέλεια και αληθοφάνεια μια σειρά από πρόσωπα, και αφηγείται μια ιστορία απλή, λαϊκή και μάλλον γνώριμη. Χωρίς αφηγηματικά ρίσκα και ιδιαίτερα κόλπα, σε μια μάλλον ήπια και συμβατική αφήγηση, ο Μαρσέ υπογράφει ένα όμορφο μυθιστόρημα, που δεν υποφέρει από τα έντονα μελό συστατικά που τόσο με ζόρισαν στην προηγούμενη απόπειρα μαζί του. Το μόνο αφηγηματικό εύρημα είναι εκείνο της διαδοχής δύο αφηγηματικών προσώπων, ενός παντογνώστη αφηγητή και ενός φίλου του Νέστορα, εύρημα που, παρότι δεν φανερώνει ξεκάθαρα τον λόγο ύπαρξής του, αποδεικνύεται μη ενοχλητικό και λειτουργικό. Η πλοκή, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναμονής, διαθέτει μια υπόγεια δύναμη τέτοια που δημιουργεί μια υπέροχη αντίστιξη με τη συχνά ποιητική γλώσσα του Μαρσέ, γεμάτη από παρομοιώσεις και περιγραφές, που ωστόσο δεν βαραίνουν το μυθιστόρημα.

Τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας από την αποφυλάκιση του Τζαν και έπειτα, οι μετρημένες αναλήψεις και η απουσία προλήψεων, η σχεδόν γραμμική αφήγηση, η επιμονή στο εδώ και τώρα της πλοκής, η αυτοδυναμία των διαφόρων υποϊστοριών και η αβίαστη ένταξή τους στο κυρίως σώμα, φανερώνουν έναν ικανό τεχνίτη της αφήγησης, που διατηρεί διαρκώς τον έλεγχο του τέμπο και της προώθησης, που δεν έχει ανάγκη από περιττές εξηγήσεις και παρεκβάσεις, που θα βάραιναν την ιστορία παρά θα τη διευκόλυναν. Ο Μαρσέ ποντάρει πολλά στα πρόσωπα, σπαταλάει κόπο για να τους επιτρέψει να αποκτήσουν διαστάσεις, χωρίς να υποχωρήσουν υπό το βάρος της αναπόφευκτης στερεοτυπίας, και η επιμονή του επιβραβεύεται. Η σημαντικότερη ωστόσο συγγραφική επιλογή έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Μαρσέ αποφεύγει να υποταχθεί στη σαγήνη και τον μύθο της φρανκικής Βαρκελώνης, δεν ποντάρει σε αυτή παραπάνω από το σκηνικό εντός του οποίου τα πρόσωπα κινούνται και δρουν.

Ο συγγραφέας δεν υποτάσσεται ούτε στη διάκριση του καλού από το κακό, δεν απανθρωποιεί τα πρόσωπα της ιστορίας στολίζοντάς τα με έννοιες απόλυτες και στην πραγματική ζωή απούσες, απεκδύεται τον οποιοδήποτε χαρακτήρα διδαχής, δεν επαιτεί το αναγνωστικό συναίσθημα, δεν πετάει ακόμα και τους φαινομενικά κακούς της ιστορίας στην αρένα με τα λιοντάρια προς τέρψη ενός αιμοδιψούς κοινού. Και μπορεί μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας να αποτελείται από ιδιαίτερες πράξεις και ξεχωριστά πρόσωπα, υπάρχει όμως και εκείνη η λογοτεχνία που επιχειρεί να συντονιστεί με τον βιορυθμό της πραγματικότητας, ξέροντας πως θα δυσαρεστήσει εκείνους που απαιτούν τη στράτευση και την επιβεβαίωση προσδοκιών και βεβαιοτήτων σχετικά με κάτι που συνέβη παλιά, σε μια προσέγγιση μαύρο-άσπρο, αδιαφορώντας για τις μεταξύ τους αποχρώσεις. Ο Μαρσέ, και ίσως εδώ να εξηγείται και να δικαιώνεται η αφηγηματική εναλλαγή, καθιστά το συντριπτικό μέρος των προσώπων της πλοκής κοινό του δράματος στο οποίο συμπρωταγωνιστούν, και που, όπως ο αναγνώστης, έτσι και εκείνοι αδημονούν για τις αποφάσεις και τις ενέργειες του Τζαν, τη στιγμή που αναδύεται η διαχρονική ανάγκη για ήρωες και τιμωρούς του καλού, η ανάθεση της πράξης δηλαδή εκ μέρους της σιωπηλής πλειοψηφίας. 

Δεν ήταν μόνο η συγγραφική υπογραφή που μου δημιουργούσε ενστάσεις και επιφυλάξεις, αλλά και η ίδια η χρονική περίοδος, ο Ισπανικός Εμφύλιος και η μετέπειτα φρανκική περίοδος είναι ένα θέμα που με έχει μάλλον κουράσει, από το οποίο δεν περιμένω πια πολλά. Αυτό κατέστησε την αναγνωστική εμπειρία διπλά απροσδόκητη, η απόλαυση, όταν δεν την περιμένεις με προσδοκίες στη γωνία, τότε δύναται να σε πάρει και να σε σηκώσει, και αυτό μου συνέβη. Υπάρχει έλλειψη από καλή, λαϊκή λογοτεχνία, που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ασχολούμενη με θέματα δημοφιλή, με όρους που ταυτόχρονα επιτρέπουν την πρόσβαση χωρίς να υποφέρουν από λογοτεχνική εκποίηση και την ανάγκη για στράτευση. Και αφού υπάρχει έλλειψη, τούτο σημαίνει πως υπάρχει και ανάγκη για μια τέτοια λογοτεχνία. Και το Μια μέρα θα γυρίσω είναι μια τέτοια περίπτωση.

Μετάφραση Ναταλί Φύτρου
Εκδόσεις ακυβέρνητες πολιτείες

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Εμείς - Γιεβγκένι Ζαμιάτιν

Έστω και την ύστατη στιγμή, λίγο πριν και αυτή η χρονιά τελειώσει, ολοκλήρωσα τη δεκάδα των καλύτερων βιβλίων που δεν διάβασα το '22. Μια λίστα στον αντίποδα όσων ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, μια λίστα με απωθημένα να υπενθυμίζει κάποιες από τις αναγνώσεις που αναπόφευκτα δεν χώρεσαν. Από τη στιγμή της νέας έκδοσης του εμβληματικού Εμείς τού Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού, για πρώτη φορά, από τα ρωσικά, αλλά και με επιλεγόμενα δια χειρός της Ούρσουλα Λε Γκεν και του Τζορτζ Όργουελ, είχε ήδη καταστρωθεί ένα σχέδιο επιστροφής, δέκα και βάλε χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση.

Η επιστροφή είναι ταξίδι ολόκληρο και όχι μισιακό. Θυμόμουν ελάχιστα από εκείνη την ανάγνωση· το σχέδιο για αποστολή ενός μηνύματος σε άλλους πλανήτες, το έντονα πολιτικό στοιχείο, την αμφιταλάντευση του πρωταγωνιστή, την απουσία υπολογιστών, γεγονός που με είχε εντυπωσιάσει τότε, την πικρή πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα βιβλία που λογοκρίθηκαν, την έντονη επιρροή του στο υπό διαμόρφωση σώμα της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, που με τα χρόνια από παραπαίδι κατάφερε να ανελιχθεί στο σώμα αυτό που αποκαλούμε καλή λογοτεχνία. Το γύρισμα των σελίδων ανέσυρε από τα βάθη της μνήμης την πεπατημένη οδό, την οικειότητα που η επιστροφή φέρει καθώς παραμερίζει την επικρατούσα λήθη.

Βρισκόμαστε αρκετά χρόνια ύστερα. Μετά από έναν διακοσαετή πόλεμο που αφάνισε την πλειοψηφία των ανθρώπων και εγκαθίδρυσε το Μονοκράτος, του οποίου ηγείται ο μεγάλος Ευεργέτης. Η λογική έχει επικρατήσει, οι ανθρώπινες αδυναμίες του συναισθήματος, της φαντασίας και του ονείρου έχουν καταχωνιαστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η ψυχή δύναται να γιατρευτεί από τις αρρώστιες της, τώρα πια δεν έχουμε ανθρώπους αλλά νούμερα, κατηγοριοποιημένα με βάση τις ιδιότητες τους, που κατοικούν σε γυάλινα και διαφανή δωμάτια, ακολουθώντας ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα. Πρωταγωνιστής και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας είναι ο Δ-503, που ηγείται μιας ομάδας με αποστολή να στείλουν το Ολοκλήρωμα σε άλλους πλανήτες μεταφέροντας το μήνυμα πως η ευτυχία υπάρχει μόνο υπό τη λογική και όχι υπό την ελευθερία όπως λαθεμένα ακόμα κάποιοι πιστεύουν. Το μυθιστόρημα αποτελείται από σαράντα εγγραφές, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο της ζωής του Δ-503, του οποίου η ζωή μοιάζει να παρεκτρέπεται της σαφώς ορισμένης και προδιαγεγραμμένης τροχιάς της, φέρνοντας τον ορθολογισμό και τη λογική του απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό όπως το συναίσθημα.

Ο Ζαμιάτιν δεν επιχείρησε να μακιγιάρει, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι, το μυθιστόρημά του με τρόπο τέτοιο ώστε να περάσει κάτω από τα ραντάρ της λογοκρισίας, ο πολιτικός χαρακτήρας του, η στόχευσή του στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική συνθήκη, παρότι μεταφερμένη στο απώτερο μέλλον, είναι ορατή και πανταχού παρούσα. Δεν υπέκυψε όμως ταυτόχρονα και στην πλήρη στράτευση σε βάρος της λογοτεχνικότητας. Κατάφερε έτσι να παραδώσει ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, έναν ειδολογικό προπομπό, μια πολιτική δυστοπία που άντεξε στον χρόνο. Μπορεί το έργο αρχικά να υπερτιμήθηκε στον ελεύθερο κόσμο, καθώς εντάχθηκε στο σώμα μιας λογοτεχνίας αντιφρονούντων στο σταλινικό καθεστώς, κατάφερε ωστόσο, ακριβώς επειδή το κυρίως διακύβευμά του είναι η ανθρώπινη ελευθερία, η εναντίωση σε κάθε μορφής ανελευθερίας ανεξάρτητα από το πώς ονομάζει κανείς το εκάστοτε πολιτικό στάτους, να παραμείνει επίκαιρο σε όλη τη διαδρομή των χρόνων που μεσολάβησαν έκτοτε, να ξεφύγει από τα στενά όρια της Σοβιετικής Ένωσης ως σκηνικό δράσης, που έτσι και αλλιώς δεν κατονομάζεται ρητά, ακόμα και αν η λογοκρισία μεταμφιέστηκε, όπως η Λε Γκεν παρατηρεί με οξυδέρκεια, σε νόμο της αγοράς, στην αναγωγή των βιβλίων σε καταναλωτικό αγαθό που υπόκειται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

Καταστασιακά το μυθιστόρημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί προφητικό, καθώς ήταν το σύγχρονο καθεστώς διακυβέρνησης εκείνο το οποίο δημιούργησε τις συνθήκες, παρότι μεταχρονολογημένες στο μακρινό μέλλον, που επικρατούν στον πλανήτη γη. Είναι ένα επίθετο που συχνά χρησιμοποιείται για μείζονα έργα της επιστημονικής φαντασίας, που συνήθως έχουν μια δυστοπική εξέλιξη της ανθρωπότητας, αλλά, θέλω να πιστεύω, πως οι δημιουργοί άλλο δεν έκαναν παρά, με τις ευαίσθητες κεραίες πρόσληψης του παρόντος, να κρούουν τον κώδωνα για όσα θα ακολουθήσουν. Η παραπάνω αναφορά στον επίκαιρα διαχρονικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος είναι άλλωστε εκείνη που το διατηρεί στον αφρό της αναγνωστικής ζήτησης, παρότι, η αλήθεια είναι, πως λογοτεχνικά δύσκολα θα έβρισκε μια θέση στον κανόνα, εκτός και αν κάποιος αναλάμβανε να συντάξει μια λίστα πιο ειδική, ενώ και στο κομμάτι της επιστημονικής φαντασίας μοιάζει αναπόφευκτα, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, κάπως παρωχημένο. Η μεταφράστρια Σοφία Αυγερινού στον, σύντομο και εύστοχο, πρόλογό της αναφέρεται στην πρώτη ανάγνωση, σε μετάφραση από την αγγλική έκδοση, που, παρότι άρτια, όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει, εντούτοις στάθηκε αδύναμη να επιβεβαιώσει τα λόγια θαυμασμού γι' αυτό το βιβλίο. Όταν αργότερα διάβασε την πρωτότυπη εκδοχή συνειδητοποίησε πόσο η παρένθετη μετάφραση αλλοίωσε γλωσσικά και ατμοσφαιρικά το βιβλίο.

Αυτή η νέα μετάφραση έρχεται να ανανεώσει τη σχέση του κλασικού αυτού βιβλίου με το αναγνωστικό κοινό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν και τα επιλεγόμενα της Λε Γκεν και του Όργουελ, λογοτεχνικών απογόνων του Ζαμιάτιν, έστω και αν τον διάβασαν αρκετά αφότου είχαν αρχίσει να γράφουν και να εκδίδουν. Έχοντας αντιμετωπίσει παρόμοιες διαδρομές έμπνευσης και σκέψης, διαθέτουν την οικειότητα εκείνη που τους επιτρέπει να αντιληφθούν τις αρετές αλλά και τα προβλήματα του Εμείς, τη στιγμή που επιχειρούν να το φέρουν υπό κρίση στο σήμερα. Ειδικά το κείμενο της Λε Γκεν είναι υπέροχο.

Η επιστημονική φαντασία ως είδος μοιάζει να ταιριάζει περισσότερο στην αναγνωστική εφηβεία, τότε που το αίμα ακόμα βράζει και η στράτευση εγείρει τα πάθη. Και όμως. Παρότι επέστρεψα σε αυτό ως νεαρός μεσήλικας δεν με ενόχλησε κάτι, δεν διέκρινα συμπτώματα παιδικών νόσων, δεν έπεσε, θέλω να πω, από το ίδιο του το βάρος. Μπορεί, η αλήθεια είναι, να μην ένιωσα εκείνο τον ενθουσιασμό, εκείνη την αίσθηση της επιβεβαίωσης για την άσχημη τροπή της πραγματικότητας, βλέπετε τότε η εκπληρούμενη προφητεία με αναστάτωνε επιβεβαιώνοντας τις δικές μου(;) σκέψεις, όμως έτσι, καθαρός από την αναζήτηση του πολιτικού κώδωνα, μπόρεσα να διακρίνω άλλες αρετές, όπως για παράδειγμα την καταβύθιση του ήρωα, το ταξίδι του, τον ολοένα και πιο ασθματικό τρόπο σύνταξης των καταχωρίσεων, ενώ ξεχώρισα κάπου στο βάθος την κραυγή του ίδιου του συγγραφέα, αλλά και το μήνυμα ελπίδας πως τίποτα δεν είναι ολοκληρωτικά χαμένο, την, έστω και συγκρατημένα δοσμένη, παράδοξη αισιοδοξία που αναβλύζει το μυθιστόρημα αυτό.

Μια ακόμα αναγνωστική επιστροφή, μια ακόμα αναμέτρηση με τον τότε αναγνωστικό εαυτό.

υγ. Τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, τη βρίσκετε εδώ. Το προ δεκαετίας κείμενο για το Εμείς εδώ.

Μετάφραση Σοφία Αυγερινού
Εκδόσεις Έρμα

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Φελιτσιτά - Μάρω Δούκα

Πιθανολογώ πως, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, διάβασα την Αρχαία σκουριά, δεν είμαι ωστόσο σίγουρος, αν και θυμάμαι μια θεία μου να μου το δανείζει με έντονο τον ενθουσιασμό στο βλέμμα της. Παράδοξα παιχνίδια της μνήμης. Δεν έχω σαφή απάντηση γιατί δεν διάβασα κάποιο άλλο από τα βιβλία της Μάρως Δούκα ως τώρα. Είναι και αυτό ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της αναγνωστικής διαδρομής. Τώρα, έχοντας διαβάσει το Φελιτσιτά, είναι σίγουρο πως θα αναζητήσω να διαβάσω και άλλα βιβλία της με την πρώτη ευκαιρία. Και κάπως έτσι, διόλου πρωτότυπο, η λίστα με τα βιβλία προσεχώς μεγάλωσε κατά τουλάχιστον μια δεκάδα. Ας είναι.

Στο Φελιτσιτά, ευτυχία στα ιταλικά, η αφήγηση ξεκινάει όταν ο Κωνσταντίνος Καβουράκης έχει ήδη εγκαταλείψει το σπίτι του στα Σεπόλια και μένει στον δρόμο, σε μια εσοχή της οδού Αιόλου. Ένας ακόμα τσακωμός με τη γυναίκα του διαδραματιζόταν, όταν κάποια στιγμή εκείνος την άρπαξε και την τράβηξε από τα μαλλιά, και ο γιος, ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά, δεν συγκράτησε την οργή του και χειροδίκησε εναντίον του, να σηκωθείς να φύγεις του είπε και εκείνος έφυγε.

Το μυθιστόρημα, χωρισμένο σε κεφάλαια τιτλοφορούμενα από το εκάστοτε πρόσωπο στο οποίο ο παντογνώστης αφηγητής εστιάζει, εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους, το αφηγηματικό τώρα μπολιάζεται με τις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν των μελών της οικογένειας, που επιτρέπουν στα θεμέλια της αιτιοκρατίας να τοποθετηθούν ώστε πάνω τους να στηριχτεί η πλοκή ως ακολουθία και όχι ως αναπάντεχο πυροτέχνημα. Η Δούκα με περισσή φροντίδα, όχι ωστόσο σε βάρος της πλοκής, σχηματίζει τους χαρακτήρες της, αργά και σταθερά, τους προσδίδει αληθοφάνεια και διαστάσεις με τρόπο που καθίστανται οικείοι στον αναγνώστη, κοντινοί και γνώριμοι. Ωστόσο, παρότι τους ακολουθεί εκ του σύνεγγυς, δεν κρίνει και δεν προβαίνει σε διαχωρισμό καλών και κακών, κάτι τέτοιο, άλλωστε, στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει.

Το σημείο μηδέν, ο τσακωμός και η παρεπόμενη φυγή του Καβουράκη από το σπίτι, φέρνει επιτέλους στο λογοτεχνικό προσκήνιο το αδύνατο της επιστροφής σε ένα πρότερο σημείο της οικογενειακής ζωής, ένα ξεκάθαρο πριν και μετά αναδύεται από τα χαλάσματα της μάχης. Οι κουβέντες που ανταλλάχτηκαν και οι ψιλές που έπεσαν, συνέχεια και συνέπεια όσων μέσα στα χρόνια μεσολάβησαν, δεν μπορούν απλώς να ξεχαστούν και τα πρόσωπα να σφυρίξουν αδιάφορα. Αυτή η καθοριστική συγγραφική επιλογή επί της πλοκής καθιστά άκρως ρεαλιστική τη νέα πραγματικότητα για την οικογένεια Καβουράκη, αποφεύγοντας τη μυθοπλαστική κοινοτοπία μιας έκρηξης που επιφέρει ελάχιστες, σχεδόν αδιόρατες, αμυχές, ενώ η ζωή συνεχίζεται. Αυτή είναι η καθοριστική συγγραφική απόφαση, αυτό το μετά διαπραγματεύεται το Φελιτσιτά, την αδυναμία επαναφοράς στις ράγες μιας εκτροχιασμένης αμαξοστοιχίας.

Μιλώντας για ρεαλισμό, οφείλει κανείς, πέραν των προσώπων και του καθοριστικού συμβάντος, να σταθεί στην πειστική αποτύπωση της μικρογεωγραφίας των δρόμων στο ιστορικό κέντρο, των κινήσεων και των συζητήσεων μεταξύ των αστέγων, της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής τους, της καθημερινής ρουτίνας τους, του συναισθήματος της αγωνίας αλλά και της ελευθερίας, της έκθεσης στα καιρικά φαινόμενα, των δύσκολων ωρών κυρίως της νύχτας, της αναζήτησης της τροφής και της προσωπικής υγιεινής, του ολοένα βυθίσματος σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, της ύπαρξης στο έλεος των ισχυρών μιας δεδομένης κανονικότητας. Ένα περιβάλλον από το οποίο, οι περισσότεροι από εμάς, απλώς διερχόμαστε με χαμηλωμένο το βλέμμα, ενίοτε και με έκδηλη την αποστροφή, πείθοντας εαυτούς πως μια τέτοια κατάληξη σίγουρα προϋποθέτει μια σειρά από λάθος αποφάσεις, το τίμημα του σφάλματος. Σ' εμάς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, αυτό λέμε.

Ωστόσο, ο αφηγητής δεν δείχνει πρόθεση επαιτείας συναισθήματος από τον αναγνώστη, αλλά ούτε και ωραιοποίησης μιας οριακής συνθήκης όπως αυτή. Επιλέγει και επιμένει στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, του αφηγητή της ιστορίας αυτής. Παρότι τα περισσότερα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στον Καβουράκη, η Δούκα δεν παραλείπει να φέρει στην επιφάνεια και τη ζωή των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, τα δικά τους πάθη και επιθυμίες, τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής, τα όνειρα και τις ματαιώσεις, τους φόβους τους. Με τον τρόπο αυτό, η συγγραφέας πετυχαίνει, ένα παλίμψηστο της σύγχρονης μεγαλούπολης, γεγονός που επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε διάφορα επίπεδα, πέρα από την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής, χωρίς η μυθοπλασία να πλακώνεται από το βάρος του ντοκουμέντου, χωρίς το Φελιτσιτά να απομακρύνεται από το βασίλειο της λογοτεχνίας, εκεί όπου δικαιωματικά ανήκει.

Η αποφυγή των γενικεύσεων και των κλισέ, συνήθως μελό κοινοτοπιών, που θα αφαιρούσε την ιδιαιτερότητα της ιστορίας των συγκεκριμένων προσώπων, διώχνει την όποια σκιά επιδίωξης μιας κοινωνικής ανάλυσης, τη δίψα της συγγραφέως να πάρει θέση για το κοινωνικοπολιτικό σήμερα, να προσθέσει την άποψή της ανάμεσα σε τόσες άλλες. Ο ρεαλισμός χωρίς λογοτεχνικές αρετές δύσκολα μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος, ακόμα και αν είναι πρωτοπρόσωπος και γεμάτος από τραύματα και συναισθηματικούς εκβιασμούς, αυτό η Δούκα το ξέρει καλά και αποτελεί μέρος των καταστατικών επιδιώξεών της. Σφιχτοδεμένο και χωρίς περιττές κουβέντες, το Φελιτσιτά είναι ένα υπέροχο και γοητευτικό μυθιστόρημα, βαθιά ανθρώπινο, που δείχνει την οξυδερκή και ζωηρή ματιά τής, γεννημένης το 1947, Δούκα στα πράγματα, αποτέλεσμα της επιμονής της να παρατηρεί από κοντά και όχι από ασφαλή απόσταση, αρνούμενη να πληγωθεί από το βέλος της συντήρησης που σημαδεύει το μεγάλωμα των ανθρώπων. Δεν είναι εύκολο να παράξει κανείς υψηλή λογοτεχνία με πρώτη ύλη τη συγχρονία, όσο έμπειρος γραφιάς και αν είναι. Η Δούκα το πετυχαίνει, με άνεση και χωρίς περιττές φωνές και εντάσεις.

υγ. Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης μου έφερε στον νου δύο ακόμα σημαντικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τον Αργύρη Τρίκορφο από το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Η πόλη και η σιωπή (περισσότερα εδώ), και τον Σεβαστιανό από το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού, Καινούργια μέρα, (περισσότερα εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Νυχτωδία της Χιλής - Roberto Bolaño

Η ετήσια σταθερά: ένα ακόμα βιβλίο του τεράστιου Ρομπέρτο Μπολάνιο στα ελληνικά σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να απολογηθούμε ως ταγμένοι άπαξ και δια παντός στο πλευρό των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου· η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφόρησε όσο εκείνος ζούσε και δεν ανασύρθηκε από κάποιο μπαούλο ή ψηφιακό σύννεφο. Η πρώτη πρόταση ανασύρει έναν λυγμό:

Πεθαίνω τώρα, αλλά έχω πολλά ακόμα να πω.

Η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφορεί τρία χρόνια πριν ο Μπολάνιο πεθάνει, η αρρώστια βρίσκεται ήδη στο κορμί του, πεθαίνει αλλά έχει ακόμα πολλά να πει. Τι απάτητες κορυφές έμελλε ακόμα να κατακτήσει, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά από το Φυλαχτό. Τα δύο αυτά σύντομα μυθιστορήματα, νουβέλες αν προτιμάτε και όχι λόγω μεγέθους, συνθέτουν ένα δίπολο. Από τη μία στέκεται η Αξούλιο Λακουτύρ, μητέρα της μεξικανικής ποίησης, παγιδευμένη στην τουαλέτα την ώρα που οι δυνάμεις καταστολής μακελεύουν όποιον συναντούν κατά την εισβολή τους στο πανεπιστήμιο. Από την άλλη ο Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά, ιερέας και κριτικός λογοτεχνίας, κατάκοιτος στο κρεβάτι προσμένοντας πια τον θάνατο.

Η παρουσία ενός άγνωστου νεαρού στον χώρο πυροδοτεί την ανάγκη στον Λακρουά να απολογηθεί/εξομολογηθεί/υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του, τη στιγμή που ο νεαρός τον δείχνει με το δάκτυλο, ο ρυτιδιασμένος νεαρός ευθύνεται για τη διασάλευση της ηρεμίας του, την κατάρριψη της πίστης του πως εκείνος καλώς έπραξε όσα έπραξε, το βρώμισμα της συνείδησής του. Πότε με περιόδους μακριές και πότε κοφτές, ο Λακρούα, αμφιβόλου αξιοπιστίας αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο και με μια μνήμη που ούτε ο ίδιος δεν εμπιστεύεται απόλυτα, ανασύρει και ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής του, από τα μικράτα του, όταν και εισήχθη στην ιερατική σχολή, για να γίνει μέλος της Opus Dei λίγο αργότερα. Περπατώντας παράλληλα με την ιστορία της Χιλής, θα αναφερθεί σε κάθε καθοριστικό συναπάντημα μαζί της.

Ο Μπολάνιο επινοεί έναν ακόμα αμφίσημο αφηγητή. Δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς τον Λακρουά ιδεολογικά με απόλυτους όρους, παρότι φαινομενικά αποτελείται από ψηφίδες συντηρητικές. Στέκεται στον αντίποδα της σιωπηλής πλειοψηφίας που ανέχεται τον ζόφο και που εκ των υστέρων περιαυτολογεί για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στην ανατροπή και την επόμενη μέρα, πλειοψηφία της οποίας οι δυνάμεις της προόδου χαϊδεύουν τα αυτιά, ο λαός που πάντα δικαιώνεται, που ποτέ δεν φταίει. Ανήκει σε μια συντηρητική σιωπηλή πλειοψηφία διαποτισμένη από τον φόβο και την ανασφάλεια, στα προαύλια των ναών, στην πρώτη σειρά των παρελάσεων, στα προπύργια του μίσους, στο προσωπικό συμφέρον, παρότι στο άκουσμα του προσδιορισμού εθνικιστής θα διαρρήξει των ιματίων του αρνούμενος την κατηγορία. Ο Μπολάνιο δεν αρκείται ωστόσο σε αυτό. Θέτει ευθύς εξαρχής το ζήτημα της ειλικρίνειας, της παρρησίας με την οποία κάποιος αποδέχεται όσα είναι, όσα ο ίδιος, τέλος πάντων, έχει συνείδηση πως είναι. Από τις πρώτες σελίδες αντιγυρίζει στον ρυτιδιασμένο νεαρό που τον κατηγορεί πως υπήρξε μέλος της Opus Dei, ποτέ δεν το έκρυψα ωστόσο, ποτέ δεν το αρνήθηκα. Εδώ βρίσκεται ένα από τα κλειδιά της πρόσληψης του έργου αυτού, στο γεγονός πως τουλάχιστον αυτό αναγνωρίζεται στον αφηγητή, έστω και την ύστατη στιγμή, έστω και έχοντας κατά νου ένα συγχωροχάρτι σε περίπτωση που του φανεί χρήσιμο περνώντας στην απέναντι πλευρά.

Η αμφισημία του προκύπτει και από το σύντομο βιογραφικό του, ιερέας, κριτικός και ποιητής. Εδώ, περισσότερο από αλλού, είναι ξεκάθαρο πως η πλειοψηφία των προσώπων για τα οποία η αναζήτηση του αναγνώστη δεν θα κομίσει αποτελέσματα, αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα, παρότι η απόσταση που μας χωρίζει από τη Χιλή είναι τεράστια. Ο Λακρουά, υπό άλλο όνομα, υπήρξε. Ο αφηγητής, ακριβώς λόγω της ταυτότητάς του, κινείται σε διάφορα επίπεδα της καθημερινότητας, επιτρέποντας έτσι στον Μπολάνιο να ασχοληθεί με την ίδια τη λογοτεχνία, όπως αγαπά να κάνει, να αναφερθεί με τρόπο σχετικά ευθύ στον ρόλο των μελών της την ώρα που έγραφαν ποίηση ή πρόζα και έξω από την κάμαρά τους ο κόσμος άλλαζε και εκείνοι ήταν πάντοτε τρομακτικά έτοιμοι να σωπάσουν και να αρνηθούν, να πανηγυρίσουν πάντοτε από τους πρώτους σε κάθε αλλαγή σελίδας, είτε επιλέγοντας να παραμείνουν είτε έχοντας τη δυνατότητα να διαφύγουν μακριά από την κάθε Χιλή.

Σε ένα σύμπαν πολιτικής και λογοτεχνικής μυθιστορίας, η Νυχτωδία της Χιλής κατέχει ξεχωριστή θέση. Σε μόλις εκατόν εβδομήντα σελίδες, ο Μπολάνιο διατρέχει την ταραχώδη ιστορία της Χιλής κατά τον εικοστό αιώνα. Διόλου τυχαία και συμπτωματικά, η περίοδος του Αλιέντε καταλαμβάνει μόνο τρεις εξ αυτών, όταν ο αφηγητής μας, γεμάτος από φόβο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κρυμμένος στο σπίτι του διαβάζει ξανά την αρχαία ελληνική γραμματεία. Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπικά στρατευμένη λογοτεχνία, όχι μόνο γιατί ο Μπολάνιο δεν διστάζει να κακοκαρδίσει όσους προτείνουν μια ασπρόμαυρη ανάγνωση ιδεολογικής καθαρότητας, υπερθεματίζοντας στην απόλυτη διάκριση καλού και κακού, αλλά γιατί μας υπενθυμίζει διαρκώς πως η ανθρώπινη φύση και τα παράγωγά της είναι μια ιδιαιτέρως σύνθετη συνθήκη, πως και εμείς φέρουμε τον ζόφο και αρκούν οι συνθήκες για να τον ξεράσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Σε όσους έχουν πρότερη επαφή με το έργο του η συνύπαρξη σκληρού ρεαλισμού και ποιητικού λόγου δεν θα κάνει εντύπωση, στους νεοεισελθόντες ναι, και αυτό είτε θα τους μαγέψει καθηλώνοντάς τους, είτε θα τους μπερδέψει. Αυτό το κράμα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η λογοτεχνική παρακαταθήκη του Μπολάνιο, ένας ποιητής που αναγνωρίστηκε για την πρόζα του.

Επίσης, οι ιστορίες μέσα σε ιστορίες, αυτό το συνεχές γαϊτανάκι, γνώριμο, ακόμα και στη μικρή φόρμα και όχι μόνο στην απλωσιά των Ντετέκτιβ ή του 2666, ιστορίες που επίσης δεν είναι πλήρως επινοημένες αλλά έχουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα, ρίζες βαθιές που δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να θαυμάσει τη φαντασία αλλά απλώς και μόνο –λες και είναι κάτι μικρό ή εύκολο– τη συγγραφική ικανότητα του Μπολάνιο να τις διαμορφώνει και να τις εντάσσει με τρόπο φαινομενικά και μόνο απλό στο κυρίως σώμα μιας τρεμώδους αφήγησης ενός αμφίβολης αξιοπιστίας προσώπου. Το αυτό και με το χιούμορ, που κινείται στην επικράτεια του παράλογου αλλά και οι δικές του ρίζες δεν επιτρέπουν στο χαμόγελο να σχηματιστεί σε πλήρη ανάπτυξη, αλλά να σημάνει άμεση οπισθοχώρηση στους μύες του προσώπου, φρίκη και βλοσυρότητα ξανά. Σ' ένα χαρακτηριστικό έργο του ευρύτερου μπολανικού σύμπαντος δεν θα μπορούσε να λείπει η εμφάνιση ενός μυστηριώδους διδύμου, εδώ με αναγραμματισμό των λέξεων φόβος και μίσος, που θα υπηρετήσει τον δικό του ρόλο πυροδότησης και προώθησης της πλοκής, για να εξαφανιστεί αναπάντεχα, με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε αρχικά.

Ο Μπολάνιο ποτέ δεν έγραψε λογοτεχνία που αφορούσε ένα μικρό και εκλεκτό κοινό, αυτό τον καθιστά ακόμα πιο σπουδαίο στα μάτια μου, ίσως και επειδή με πρώτη ύλη την ανθρώπινη φρίκη, υλικό που εντοπίζεται σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, κατάφερε να παραδώσει κάτι το τόσο ιδιαίτερα προσωπικό και ακολούθως καθοριστικής επιρροής. Και διαχειρίστηκε την φρίκη καταφεύγοντας στην ίδια τη λογοτεχνία, αναζητώντας τα σημάδια της εκεί, στο ίδιο μέρος που γύρευε και την αποσύνδεση ή την απόλαυση, αντέχοντας να μην αναζητήσει πλήρη κάλυψη στο χιούμορ ή την παραίτηση, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, ούτε καλοπιάνοντας τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα, και ύστερα τους αναγνώστες, πως πάνε αυτά, πέρασαν, ήταν μόνο κάποια τέρατα που εμφανίστηκαν, κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις στο γενετικό υλικό, γυρίστε τώρα πλευρό ήσυχοι. Και το έκανε με τρόπο τέτοιο που να μην αφήνει το βλέμμα να αποστραφεί μπροστά στη φρίκη, θυμηθείτε μόνο το κεφάλαιο με τις γυναικοκτονίες στο 2666, αλλά μαγνητίζοντάς το χωρίς ποτέ να καταπέφτει στον αναχωρητισμό, στην τέχνη για την τέχνη, χωρίς να εγκαταλείπει στιγμή τη φρίκη, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να το σκεφτεί τουλάχιστον μια δεύτερη φορά πριν περιπέσει στην κλισέ χρήση ενός μου γενικού και αόριστου μου άρεσε, αλήθεια, τι σου άρεσε ακριβώς;

Η περιήγηση στο μπολανικό σύμπαν, η επιστροφή, ξανά και ξανά, στα πλέον φλογοβόλα αστέρια του, αναπόφευκτα θέτει ένα ενδοσυμπαντικό μέτρο σύγκρισης. Έτσι, επειδή ο αναγνώστης σε πολλά ομοιάζει με τον εξαρτημένο χρήστη, που στην ανάμνηση της πρώτης εμπειρίας επιστρέφει και δοκιμάζει,  μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ελπίζοντας πως θα νιώσει όπως τότε, εκεί γεννάται η αμφιβολία, άραγε, αναρωτιέται ο αναγνώστης, θα είναι αυτό το βιβλίο του ισάξιας έντασης με εκείνα τα πιο σπουδαία, θα σταθεί αντάξιο των προσδοκιών του για πλήρη φυγή από το πραγματικό, όπως τότε που χωρίς να το περιμένει βρέθηκε ανάμεσα στις σελίδες του και ύστερα όλα άλλαξαν και τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η Νυχτωδία της Χιλής είναι, σε συνδυασμό με το Φυλαχτό, μια τέτοια εμπειρία, που την καθιστά κατάλληλη πύλη εισόδου στο έργο του Μπολάνιο και που μόνο η συντομία της απογοητεύει καθώς περιορίζει χρονικά την επίδραση της περιήγησης σε κορυφές ψηλές, εκεί που η αναλογία του οξυγόνου δεν είναι εκείνη των ομοιόμορφων πεδινών και των χαμηλών λόφων.

υγ. Για τα υπόλοιπα έργα του Μπολάνιο: 2666 (εδώ), Οι άγριοι ντετέκτιβ (εδώ), Το Τρίτο Ράιχ (εδώ), Φυλαχτό (εδώ), Παγοδρόμιο (εδώ), Λούμπεν μυθιστορηματάκι (εδώ), Τηλεφωνήματα (εδώ), Το πνεύμα της επιστημονικής φαντασίας (εδώ), Μνήματα καουμπόυδων/Πατρίδα/Γαλλική κωμωδία τρόμου (εδώ), Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόις (εδώ).

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ρολόι χωρίς δείκτες - Carson McCullers

Ένα κεφάλι κόβεις, πλήθος απογόνων πετάγονται αίφνης. Έτσι πάει η ιστορία της ανάγνωσης. Κάρσον ΜακΚάλερς δεν είχα διαβάσει ως τώρα. Ένας από τους –άραγε μετρήσιμους;– ανοιχτούς λογαριασμούς, που στην πλειοψηφία τους μετατίθενται διαρκώς για το άμεσο μέλλον, για την πρώτη ευκαιρία, μια πράξη αισιοδοξίας, μια, αναγκαία, ψευδαίσθηση ελέγχου. Οι εκδόσεις Διόπτρα, που όλο και περισσότερο επενδύουν στη, σύγχρονη αλλά και κλασική, καλή λογοτεχνία, εδώ και λίγο καιρό τρέχουν ένα εκδοτικό πρόγραμμα επανασύστασης της ΜακΚάλερς στο ελληνικό κοινό. Στην τέταρτη στροφή ανέβηκα στο όχημα, κυρίως με περιέργεια και, παραδόξως πώς, όχι με υπερβολικές αξιώσεις. Και έτσι: ως τώρα δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο της, τώρα θέλω να τα διαβάσω όλα. Ένα βιβλίο αφαιρέθηκε από τη λίστα, τέσσερα-πέντε προστέθηκαν. Έτσι πάει η ιστορία της ανάγνωσης.

Όλα ξεκινούν με μια υπέροχη πρώτη πρόταση: «Ο θάνατος είναι ο ίδιος πάντα, αλλά κάθε άνθρωπος πεθαίνει με τον δικό του τρόπο». Ένας μεσήλικας φαρμακοποιός που μαθαίνει πως του απομένει λίγος χρόνος ζωής, ένας γέρος δικαστής που οραματίζεται την επανόρθωση των ηττημένων του Νότου, ο εγγονός του που διαισθητικά στέκεται απέναντι στον παππού του και με τον ίδιο τρόπο επιχειρεί να διακρίνει τις επιθυμίες του σώματός του και τα ίδια του τα συναισθήματα, ενώ ένας, επίσης νεαρός, μαύρος, με κλίση στη μουσική, ορφανός αγνώστου γονέων, ασφυκτιά από την καταπίεση που ακόμα δέχεται η φυλή του· ο θυμός τον κατακλύζει. Ο Μαλόουν, ο Κλέιν, ο Τζέστερ και ο Σέρμαν. Αυτά είναι τα τέσσερα πρόσωπα που ηγούνται της ιστορίας αυτής που διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα σε μια μικρή αμερικανική κωμόπολη, για άλλους ο κόσμος όλος, για άλλους μια στενή φυλακή.

Ο τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής-παρατηρητής εστιάζει πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο. Η δράση εκκινεί όταν ο Μαλόουν θα μάθει τα δυσάρεστα ιατρικά νέα, αλλά δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τα υποστυλώματα από το παρελθόν, καθοριστικά για τη διαμόρφωση του παρόντος, προάγγελοι της διαχείρισης του άγνωστου μέλλοντος, γεγονός που επιτάσσει εκτεταμένες αναλήψεις από τον ταμιευτήρα των πεπραγμένων. Η ΜακΚάλερς ξέρει και ποντάρει πολλά στο χτίσιμο των προσώπων, αληθοφάνεια και απαραίτητη στερεοτυπία, ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικειότητα με εκείνα και την ιστορία τους. Μετέρχεται μιας παρεξηγημένης τεχνικής στην πρόζα, όπως είναι ο διάλογος, ώστε να προωθήσει την πλοκή αλλά και να χαράξει με μεγαλύτερη ακρίβεια το καλούπι των τεσσάρων πρωταγωνιστών, την ώρα που επιτρέπει στο χιούμορ να διέλθει αβίαστα από τις χαραμάδες. Ο έλεγχος της ιστορίας είναι απόλυτος, κάθε κίνηση, ακόμα και η πλέον φαινομενικά ανώδυνη, είναι καλά προϋπολογισμένη. Τέσσερις άντρες στο προσκήνιο χωρίς καμία γυναίκα σε αντίστοιχου εμβαδού ρόλο, παρά στο παρασκήνιο και στο βάθος μόνο. Τρεις λευκοί άντρες με τα δεδομένα προνόμια τους και ένας θυμωμένος μαύρος. Αν ήταν άντρας ο συγγραφέας, σίγουρα θα είχαμε να συζητήσουμε περισσότερα για την επιλογή αυτή, αλλά είναι μια γυναίκα που κάνει τη διανομή των ρόλων και τώρα πρέπει να δώσουμε άλλες ερμηνείες, συνυπολογίζοντας αναπόφευκτα τους όρους της εκδοτικής αγοράς εκείνων των χρόνων, διαισθανόμενοι πως η ΜακΚάλερς επέλεξε να φέρει στα μέτρα της τους κανόνες του παιχνιδιού, υπακούοντας φαινομενικά σε αυτούς ώστε να της δοθεί ο χώρος να τους υπονομεύσει.

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η συγγραφέας δεν νοιάζεται τους χαρακτήρες της, ωστόσο δεν μπορεί και να παρακάμψει τα προνόμια τους, να μη σηκώσει τους ώμους όταν εκείνοι αποδεικνύονται ανίσχυροι απέναντι στις πτυχές της καθημερινότητας, όταν νιώθουν μόνοι, αδύναμοι και αβοήθητοι, όταν βιώνουν μια εμπειρία που για άλλους αποτελεί τη συνήθη όψη της πραγματικότητας· έτσι είναι η ζωή. Γραφή στρωτή, απλή μα όχι απλοϊκή, μια αφήγηση ρέουσα που δεν λιμνάζει παρότι αποφεύγει τις έντονες κορυφώσεις και τις εκπλήξεις, μια καλή ιστορία στέρεης κατασκευής, χωρίς καθοδήγηση συναισθηματική και διάθεση διδακτική. Τα ευρήματα δεν αποσπούν τη συγγραφική προσοχή, παρεπόμενα ούτε και την αναγνωστική. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα εξήντα χρόνια μετά, αναπόφευκτα έχουμε εξ αρχής απολέσει το πλεονέκτημα της συγχρονίας με τα πρόσωπα και την ιστορία, αλλά και τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ωστόσο, η εκ του μακρόθεν ανάγνωση ωφελεί την κρίση μας σχετικά με τη διαχρονική σημαντικότητα του βιβλίου, τόσο σε επίπεδο γραφής όσο και περιεχομένου. Και ακόμα παραπέρα: διάολε, πρέπει να υπενθυμίζεται διαρκώς το πότε διαδραματίζεται η ιστορία, καθώς μοιάζει τόσο επίκαιρη, παρά τα όποια βήματα διανύθηκαν έκτοτε, παρότι στην ανάγνωση του επιθέτου νέγρος είμαστε έτοιμοι να εξαπολύσουμε βέλη ορθότητας, βέλη που το βεληνεκές τους είναι μεταχρονολογημένο στο σήμερα, που απαγορεύεται κάποιος να χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό αυτό, χωρίς αυτό ταυτόχρονα να σημαίνει πως το επίθετο έχει εξαφανιστεί από το καθημερινό λεξιλόγιο. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.

Η χρονική, λοιπόν, απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο αναγνώστη από τη συγγραφή του μυθιστορήματος μοιάζει ικανή ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την αξία του. Το γεγονός πως έφτασε ως τις μέρες μας από μόνο του δεν εγγυάται και πολλά. Η γραφή της ΜακΚάλερς, από το δείγμα αυτό τουλάχιστον, δεν επιθυμεί, ούτε επιδιώκει να αποτελέσει μια ρηξικέλευθη καμπή στη λογοτεχνική ιστορία. Ούτε αυτό ωστόσο αποτελεί κριτήριο κριτικής και αξιολόγησης. Ακόμα ακόμα ούτε το ότι πρόκειται για γυναίκα συγγραφέα, μειοψηφία στο μετερίζι της σοβαρής λογοτεχνίας, είναι αρκετό, αν και ίσως είναι ρηξικέλευθο ως πραγματολογικό στοιχείο εξωκειμενικό. Το Ρολόι χωρίς δείκτες συναρπάζει με την απλότητά του, απόρροια της αφηγηματικής άνεσης και της μη ανάγκης για καταφυγή σε κόλπα και τεχνάσματα, κάτι που αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερο ίδιον της σύγχρονης λογοτεχνίας, ικανοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τις διακριτές συγγραφικές επιδιώξεις. Η αναγνωστική απόλαυση δεν περιορίζεται στο αίσθημα νοσταλγίας για μια περασμένη λογοτεχνική εποχή, αλλά εκπορεύεται της ίδιας της εμπειρίας της ανάγνωσης, έτσι όπως συμπυκνώνεται στο εδώ και το τώρα αυτής. Ο χρόνος που μεσολάβησε δεν το έφθειρε, απόδειξη της αντοχής του υλικού κατασκευής, δεν το άφησε πίσω του υποταγμένο σε μια ημερομηνία λήξης. Και είναι το ίδιο το μυθιστόρημα που γεννά την υποψία, αν και πρόωρη και άρα αυθαίρετη, για το συνολικό έργο της ΜακΚάλερς, ορίζοντας τις προσδοκίες εκείνες που θα κληθεί στο προσεχές αναγνωστικό μέλλον να ικανοποιήσει, τις τεχνικές προδιαγραφές ενός ακόμα λογοτεχνικού μπούνκερ, ικανού να αντέξει την δυσβάσταχτη πραγματικότητα.

Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Διόπτρα

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Όλιβ, ξανά - Elizabeth Strout

Τα τελευταία χρόνια, οι εκδόσεις Άγρα, με την πολύτιμη μεταφραστική αρωγή της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έχουν αναλάβει να κυκλοφορήσουν τα βιβλία τής πολύ καλής Αμερικανίδας συγγραφέως Ελίζαμπετ Στράουτ (Πόρτλαντ, 1956), απόφαση στην οποία το εγχώριο αναγνωστικό κοινό ανταποκρίνεται κάθε φορά με ενθουσιασμό. Το Όλιβ, ξανά είναι η συνέχεια του επιτυχημένου, απ' όλες τις απόψεις, μυθιστορήματος Όλιβ Κίττριτζ. Η Στράουτ πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε, μερικά χρόνια νωρίτερα, για να αφηγηθεί τη συνέχεια της ιστορίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να ειπωθεί ήδη από την αρχή πως, παρά την άρρηκτη σχέση των δύο μυθιστορημάτων, το Όλιβ, ξανά δύναται να διαβαστεί και αυτόνομα, παρότι, αναπόφευκτα, αποκαλύπτει αρκετά σχετικά με την ιστορία.

Το μυθιστόρημα πατάει σε ένα αλληλοεξαρτώμενο δίπτυχο, την Όλιβ και το αφηγηματικό εύρημα. Η Όλιβ Κίττριτζ, συνταξιούχος καθηγήτρια μαθηματικών, ζει σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη του Μέην. Ο άντρας της πέθανε, ο γιος της παντρεύτηκε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, εκείνη έμεινε μόνη στο σπίτι να μάχεται με τις αναμνήσεις και τις καθημερινές προκλήσεις της ζωής, να αναζητά το νόημα, αρνούμενη να παραδοθεί άνευ αγώνα. Η Όλιβ είναι ένας αξέχαστος και πλήρης λογοτεχνικός ήρωας, αποτελούμενος από αιχμηρές γωνίες, που δεν του λείπουν τα ελαττώματα και οι σκοτεινές πλευρές, γεγονός που την εξανθρωπίζει και την ξεκολλά από την επιφάνεια και την όποια στερεοτυπία, προσδίδοντάς της τις απαραίτητες διαστάσεις μέσω των οποίων αναδύονται οι αντιφάσεις του χαρακτήρα της, αντιφάσεις οι οποίες, άλλωστε, αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά κάθε ανθρώπινου όντος. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής στέκεται απέναντι στην Όλιβ δεν είναι ούτε μεροληπτικός ούτε εχθρικός, αλλά, όσο αυτό είναι δυνατόν, αντικειμενικός, γεγονός καθοριστικό για την αναγνωστική πρόσληψη, για την ανάδυση της ενσυναίσθησης· αυτή είναι η Όλιβ, μοιάζει να λέει, και δεν θα προσαρμοστεί ούτε στη δική μου ούτε στη δική σας εικόνα.

Η Στράουτ, με μια κλασικότροπη, τριτοπρόσωπη αφήγηση, συνεχίζει εδώ το εύρημα περιστροφής γύρω από την κεντρική ηρωίδα της, σ' ένα μυθιστόρημα που μοιάζει σπονδυλωτό, έτσι όπως αποτελείται από κεφάλαια στα οποία η παρουσία της Όλιβ ενίοτε είναι έκκεντρη, από υποϊστορίες φαινομενικά και μόνο άσχετες με την κυρίως πλοκή. Εδώ προκύπτει μια πρώτη συγγραφική πρόκληση, το πώς οι υποϊστορίες θα λειτουργήσουν εντός του σώματος της κεντρικής πλοκής, αν θα μπορέσουν, δηλαδή, να ανταποκριθούν στη συγγραφική επιδίωξη ή θα αποδειχτούν μια απλή, μάλλον αχρείαστη, γέμιση, που θα πετά τον αναγνώστη εκτός. Η Στράουτ ξεπερνά με άνεση την πρόκληση αυτή και καταφέρνει, χωρίς να παραμελεί τον βασικό χαρακτήρα της ιστορίας της, να δώσει τη μεγάλη εικόνα του μικρού αυτού τόπου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας, στην οποία όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων, τον τρόπο με τον οποίο η ζωή κυλά, και μέσω αυτών να φωτίσει ακόμα περισσότερο την ίδια την Όλιβ και τον χαρακτήρα της, κινούμενη στο μεταίχμιο μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, υπενθυμίζοντας διαρκώς πως, εκτός από το παρελθόν, είναι και το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται κανείς καθοριστικό για τη διαμόρφωση και τη βάδιση, αλλά και πως κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του δυσκολίες, κάτι το οποίο καλό είναι να έχουμε κατά νου πριν από κάθε βιαστικό και απόλυτο συμπέρασμα.

Η ίδια η Όλιβ, αλλά και το αφηγηματικό εύρημα της έκκεντρης περιστροφής καθιστούν ξεχωριστή και λογοτεχνικά άξια μια ιστορία μάλλον κοινότοπη, κάτι το οποίο οφείλει να αναγνωρίσει κανείς στη Στράουτ. Το μυθιστόρημα, ωστόσο, ξεπερνά το ίδιο το εύρημα στο οποίο στηρίζεται. Το Όλιβ, ξανά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πως σημασία έχει μάλλον ο τρόπος με τον οποίο θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται εις βάρος του περιεχομένου. Το αφηγηματικό εύρημα δεν αρκείται στην όποια πρωτοτυπία του, αλλά είναι ταυτόχρονα και άκρως λειτουργικό, αφού επιτρέπει στη συγγραφέα να παραδώσει μια, πάντοτε ευπρόσδεκτη, καλοειπωμένη ιστορία. Η αφηγηματική δεινότητα της Στράουτ είναι παροιμιώδης, η ματιά της οξυδερκής, η επιμονή στη λεπτομέρεια συγκινητική, η άρνηση να υποκύψει στην ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα της εποχής απόλυτη. Με τα πιο απλά υλικά πετυχαίνει να συνθέσει ένα στέρεο και καλοκατασκευασμένο μυθιστόρημα για τις καθημερινές και οικείες προκλήσεις της ύπαρξης.

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία της Στράουτ: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον εδώ, το Όλιβ Κίττριτζ εδώ, το Όλα γίνονται εδώ.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών)
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα